Home
  By Author [ A  B  C  D  E  F  G  H  I  J  K  L  M  N  O  P  Q  R  S  T  U  V  W  X  Y  Z |  Other Symbols ]
  By Title [ A  B  C  D  E  F  G  H  I  J  K  L  M  N  O  P  Q  R  S  T  U  V  W  X  Y  Z |  Other Symbols ]
  By Language
all Classics books content using ISYS

Download this book: [ ASCII | HTML | PDF ]

Look for this book on Amazon


We have new books nearly every day.
If you would like a news letter once a week or once a month
fill out this form and we will give you a summary of the books for that week or month by email.

Title: Απλοί Τρόποι
Author: Chatzopoulos, Kostantinos, 1868-1920
Language: Greek
As this book started as an ASCII text book there are no pictures available.


*** Start of this LibraryBlog Digital Book "Απλοί Τρόποι" ***


Note: The tonic system has been changed from
polytonic to monotonic.  The spelling of the book
has not been changed otherwise.

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από
πολυτονικό σε μονοτονικό.  Η ορθογραφία του
βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει.


ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ:

Τραγούδια της ερημιάς
Τα ελεγεία και τα ειδύλλια
Αγάπη στο χωριό
Ο πύργος τον ακροπόταμου
Υπεράνθρωπος
Τάσω, Στο σκοτάδι και άλλα διηγήματα
Φθινόπωρο

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ:
Goethe: Ιφιγένεια εν Ταύροις
   »    Φάουστ
Hofmannstahl: Ηλέκτρα
Geijerstam: Το βιβλίο του μικρού αδερφού

ΤΥΠΩΝΟΝΤΑΙ:
Βραδινοί θρύλοι, ποιήματα



ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ



ΑΠΛΟΙ ΤΡΟΠΟΙ



ΕΚΔΟΤΗΣ ΜΙΧΑΗΛ Σ. ΖΗΚΑΚΗΣ, ΑΘΗΝΑΙ
1920



ΑΦΙΕΡΩΝΟΝΤΑΙ

ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ
ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟ



Άσ' τη βάρκα στο κύμα όπου θέλει να τρέχη,
ας oρίζη το αέρι τιμόνι, πανί,
τα φτερά άπλωσε πλέρια, άκρη ο κόσμος δεν έχει,
είναι πιο όμορφοι οι άγνωροι πάντα γιαλοί·
η ζωή μια δροσιά είναι, ένα κύμα· ας το φέρη
όπου θέλει το αέρι, όπου ξέρει το αέρι.

Ας αλλάζουν λιβάδια με βράχους και δάση,
γύρω ας φεύγουν που πύργοι, που καλύβας καπνός·
είτε ειδύλλιο γελούμενο απλώνεται η πλάση,
είτε αντάρες και μπόρες κρεμά ο ουρανός,
μη θαρρείς το πανί σου μπορείς να βαστάξης,
όπου θέλει το κύμα μαζί του θ' αράξης.

Τι γυρεύεις, τι θέλεις μη και συ το γνωρίζεις;
κι έχεις πιάσει ποτέ σου το τι κυνηγάς;
μη όπου σπέρνεις καλό το κακό δε θερίζεις,
δε σκοντάβεις σε ρώτημα σ' ότι ρωτάς;
Κι ό τι σ' έχει μαγέψει κι ό τι σου έχει γελάσει
το έχεις μόνος κερδίσει, μοναχός ετοιμάσει;

Άσε τότε το κύμα όπου θέλει να σπάζη,
άσ' τις ζάλες να σέρνουν τυφλά την καρδιά·
κι αν τριγύρω βογκά κι αν ψηλά συννεφιάζη,
κάπου ο ήλιος σε κάποιο γιαλό θα γελά,
κι αν πικρό την ψυχή σου το δάκρυ τη ραίνη,
πάντα κάπου κρυφτή μια χαρά την προσμένει.

* * * *

Παλιές αγάπες, τη θολή την ώρα αυτή ως περνάτε
και τρεμοφέγγετε στο φως λουσμένες το απαλό,
βαθιούς απόμακρους αχούς σβησμένους μου ξυπνάτε,
σαν τους που στέλνει η θάλασσα σε απάνεμο γιαλό.

Μια σα θλιμμένη Παναγιά περνά χλομή· μια πλάνο,
λαύρο σκορπά το γέλιο της και χύνεται φωτιά,
άλλη αεράκι αργογλιστρά πρωινό στη χλόη απάνω,
μιας άλλης χύνει αντάριασμα και τρικυμιά η ματιά.

Κάποια σ' ένα δροσόνερο σκύφτει σιγά και πίνει,
άλλη διαβαίνει ονειρευτή στο κρύο το δειλινό
κι άλλη άπιαστη γοργοπετά και πίσω δεν αφίνει
μηδέ όσο ροδοσύννεφο στον αυγινό ουρανό.

Όλες εσείς την ώρα αυτή καθώς σιγοπερνάτε
κι αυλές μπροστά μου φεύγετε και χάνεστε θολές,
ή τα χλωρά στεφάνια σας περήφανες κρατάτε,
ή κουρασμένες σέρνεστε σε λιτανίες δειλές,

μες στην ψυχή που ησύχασε, στους πόθους στομωμένη,
όσο κι αν είστε σαν αχοί που πνίγονται μακρά,
φέγγετε μια στιγμή απαλά σαν άνοιξη ανθισμένη·
και σβήτε σα ροδόφωτα σε βραδινά νερά.

* * * *

Μαύρα βαραίνουν όνειρα βαριά το νου μου ακόμη
ενώ σιγά το βήμα μου φέρνω σε σένα, αυγή,
μόλις του δάσους τη σγουρή χρυσώνει ο ήλιος κόμη
κι η καταχνιά κακό όνειρο κι αυτή γλιστρά απ τη γη

Αύρα γλυκειά στους πράσινους βυθούς αργοσαλεύει,
στα ρείκη αρχίζει το σκοπό σιγά ο κορυδαλός,
μα όσο στο φως υψώνεται κι όσο ψηλά αλαργεύει,
το λάλημά του χύνεται ολόηχος κάτω αυλός.

Και δες: με τις παλιές χαρές η νέα μέρα αρχίζει·
στη χλόη νέα άνθη, νέοι βλαστοί στο γέρικο κορμό,
και γύρω τους μυριόφτερος κόσμος ξυπνά, σκορπίζει
και το τραγούδι της ζωής βουίζει το θερμό.


Και το πουλί λες σήμαντρο ψηλά στον όρθρο κράζει·
μέσα στον δάσους το ναό γονατιστή η ψυχή
σαν παλιό κρίμα μια στιγμή τη θλίψη της τινάζει
σε μια άφωνη προς το γλαυκό του απείρου προσευχή.

* * * *

Το μυστικό δε σου ένιωσε κανείς, ψυχή φτωχή·
το φάντασμά σου όλοι είδανε μονάχα, είδαν δυο χέρια
λευκά, χλομά ν' απλώνονται θαρρείς σε προσευχή
προς κάποια απάνω αθώρητα χαμένα αδέρφια αστέρια.

Όλοι το διάβα σου είδανε να φεύγη σιγανό
και να περνά με φόβο λες κάπου να μην αγγίση,
σαν πλανημένο σύννεφο στο βραδινό ουρανό
που αργογλιστρά τρεμάμενο μη, πριν αράξη, σβήση.

Κι όλοι τα μάτια σου είδανε θλιμμένα και θολά,
γλαρά άνθη που μαράθηκαν σ' ένα στεγνό ανθογυάλι,
ν' ανοίγουν σα ν' αντίκρυζαν χαμένα και δειλά
προς κάποιο πέρα μακρινό κι απόνειρο ακρογιάλι.

Κι άκουσαν το τρεμούλιασμα της σιγαλής φωνής
σα φαρφουρί που ράγισε ήχο βραχνό ν' αφήνη,
αλλά τη θλίψη σου, ψυχή, δεν ένιωσε κανείς,
το μυστικό σου κανενός καημός δεν έχει γίνει.

Μόνο εγώ, που όμοιος μέσα μου πόθος με τρώει κρυφός,
ακούω το απόηχο από ένα πια πεσμένο μαϊστράλι
και βλέπω πως τα μάτια σου ζητούν σταξιά απ το φως
που σιγοτρέμει σβήνοντας στο μακρινό ακρογιάλι.

* * * *

Καθόμαστε· από πάνω μας ο θόλος του ουρανού
άπλωνε τη γαλήνη του στη θάλασσα όλη πέρα·
Μάης ήταν, και το πέρασμα σύννεφου μηδέ αχνού
δε θόλωνε τον ξάστερο πρωινό γλαυκόν αιθέρα.

Το αέρι μόλις άγγιζε το ολόστρωτο νερό,
μόλις των πεύκων γύρω μας τ' ακρόκλωνα κινούσε
κι ο ήλιος, δίνοντας, χρυσά στο βραδινόν αφρό
και στ' αρμηρίκια του γιαλού ροδόκρινα σκορπούσε

κι έδειχνε ανάερο φάντασμα στο φάρο εκεί πλευρά
του μύλου τα λευκά πανιά ασάλευτα απλωμένα.
Όλα λευκά κι ασάλευτα· και μόνο τα φτερά
των γλάρων στο νερό κοντά σάλευαν ξυπνημένα.

Και μόνο δυο ναυτόπουλα στην αμμουδιά είχαν βγει
απ τα καΐκια που άραζαν ριγμένα στο ακρογιάλι,
και τα γυμνά τους τα κορμιά ξάπλωσαν στην αυγή
και το καράβι κοίταζαν που είχε μακριά προβάλει

και προχωρούσε ολάρμενο κι αργό και σιγαλό
κι ολόλευκο σαν την αυγή που ανέβαινε ολοένα
και θέρμαινε και τη ζωή ξυπνούσε στο γιαλό,
και τα κλειστά παράθυρα άνοιγαν ένα ένα.

Καθόμαστε· σε κοίταξα, με κοίταξες αργά·
το βλέμμα σου έφεγγε θαμπό σα σκοτεινό πετράδι.
Μου φάνηκε πώς έτρεμε μη φύγη η αυγή γοργά
και φτάση η μέρα σέρνοντας κοντά της το αχνό βράδυ.

* * * *

Κισσέ που απάνω σέρνεσαι στο σπίτι και το ζώνεις
με τ' άνανθα, τα σκοτεινά κι ανεύωδα κλαδιά
κι ολόγυρα στη θύρα του πένθιμο θόλο απλώνεις,
σα νάχη στο κατόφλι της καθίσει η ωχρή βραδιά.

Κι ούτε πουλί δεν έρχεται, μήτε του ηλιού το χάδι,
και μήτε ένα ψιθύρισμα δε σου ξυπνά η πνοή·
άχαρα πάντα απάνω σου περνούν αυγή και βράδυ,
λες ίδια ζούμε θλιβερή κι εσύ κι εγώ ζωή.

Και τώρα, το φθινόπωρο που, δες, έχει μαδήσει
τη λεύκα και το αγιόκλημα, που φαίδρυνε κι εσέ
πλάι σου το Μάη σαν άνθιζε, αμάδητα έχει αφήσει
σε μόνο και τη θλίψη μου, χλομόμαυρε κισσέ.

Και πεταλούδα, σκοτεινή ωσάν εσέ κι εκείνη,
σα μιαν ακτίνα από κρυφή ν' αποζητά ομορφιά,
στ' άχαρα φύλλα σου πετά κι εκεί τη θλίψη πίνει
που της σταλάζει απ την υγρή και στείρα συννεφιά.

Και μου είναι ωσάν απάνω μου τους κλώνους νάχης ρίξει,
όπως μια μέρα θ' απλωθής σε αξύπνητη σιγή,
όταν στα μάτια τα κλειστά λευκό μπροστά θ' ανοίξη
το φως της η ασυννέφιαστη που θα χαράξη αυγή

* * * *

Με ορμή χύνεται ο άνεμος στις λεύκες και βουίζει
κι είναι η βοή σα θάλασσας που άγρια στο βράχο σπα,
κι η κορυφή ως λυγά λευκή και πράσινη ως γυρίζει,
κύμα θαρρείς που ανάερα τον άυλο αφρό σκορπά.

Και νέο κύμα ακολουθά κι όλο η βοή πληθαίνει
κι όλο αγριώτερη βογκά και ξανασπά η ριπή·
μα ωσάν η ορμή της έξαφνα να πέφτη κουρασμένη,
απλώνεται, μια ολόβαθη λίγες στιγμές σιωπή.

Και δες: ένα κελάδημα πουλιών ακούεται τώρα
και στην πηγή πώς σιγαλά σταλάζει το νερό,
και καθώς λάμπει φωτεινή, θερμή του Αυγούστου η ώρα,
κι η πεταλούδα ολόλευκο σαλεύει το φτερό.

Τέτοιες γαλήνιες στη ζωή στιγμές κι εσέ αν σου μένουν
χάρου τις ως χαιρόμαστε γοργό όνειρο, ψυχή,
και σα να μη σε γγίζουν καν οι άλλες ας διαβαίνουν
ως στον ολόγλαυκο ουρανό του ανέμου η ταραχή.

* * * *

Μες στα όνειρά μου πέρασες ένα και συ όνειρο μου·
ήταν η λάμψη μιας στιγμής, μια λάμψη όπως και συ,
και μου είναι ως να σε απάντησα στο γύρισμα ενός δρόμου,
ενώ μια δύση χύνονταν στον ουρανό χρυσή.

Και δεν κελάδησαν πουλιά, δεν άνθισαν οι κλάδοι,
γλυκόπνοη της άνοιξης δε σκόρπισε η ευωδιά,
ήταν φθινοπωριάτικο στο πέρασμά σου βράδυ,
και μόνο τ' άυλα ρόδα του κρεμούσαν στα κλαδιά.

Και παίξαν και στην κόμη σου κρεμάσαν ολογύρα,
κι ήταν από τα μάτια σου σα να έσταζε το φως·
και πέρασες, δε στάθηκες· μα στην ψυχή μου πήρα
ό τι στην ώρα ο πόθος της λαχτάρησε κρυφός.

Και πέρασες· στο διάβα σου δε σάλεψε ούτε φύλλο,
όμως στο δρόμο απόμεινε και τρέμει μια πνοή
από χαμένο ένα όνειρο κι από σβηστό ένα θρύλο
για ένα χρυσό βασίλεμα και μια ιλαρή ζωή.

* * * *

Λιγνές σαλεύει ολάργυρες φωτίζει τις σημύδες
μέσα στο δάσος ως περνά δροσόπνοη η αυγή,
με τα σφεντάμια εφτάχρωμες παίζουν του ήλιου οι αχτίδες,
λούζονται ξανθοπράσινα τα φράξα στην πηγή.

Κοτσίφια γύρω στα κλαδιά και κίχλες τραγουδούνε,
προς τον αέρα και στο φως σκορπούν σκοπό φαιδρό·
και τα ελάτια ολόγυρα τη θλίψη τους ξεχνούνε,
θαρρείς, μπροστά στο ολόφωτο της λίμνης το νερό.

Αυγή, είσαι συ που μέσα μου σε νιώθω όλη χυμένη,
στο στήθος μου ως να βλάστησαν τα φύτρα σου χλωρά,
ή εσείς, που κάθε μου χαρά σε σας έχω κλεισμένη,
ωραία μάτια, μου σκορπάτε εδώ τόση χαρά;

Ω αν είστε σεις, γελάτε μου, γελάτε μου· ο αυλός μου,
τη δροσερή σας τη χαρά μες στην αυγή λαλεί·
κι ανίσως έκοψες γι' αυτόν τ' αγριόροδα εδώ μπρος μου
σκύψε κοντά και στόλισ' τον γύρω μ' αυτά, καλή.

* * * *

Ορθό στέκεσαι αντίκρυ μου, ολόμορφο βουνό,
βουνό με τ' άσπρα μάρμαρα και τα σγουρά τα πεύκα,
γλαρό, ιλαρό προς το γλαυκόν υψώνεσαι ουρανό
και λιγερόκορμο καθώς των λαγκαδιών σου η λεύκα.

Ολόγυμνη η χαλκόμαβη χυτή σου κορυφή,
στα πλάγια σου σα με χλωρά σμαράγδια αριοντυμένο,
έτσι χρυσό στο δειλινό καθώς έχεις βαφή,
ωσάν ολόφωτο όνειρο φαντάζεις υψωμένο.

Ολόρθο ολόφωτο όνειρο που η κορυφή ψηλά
ανένοιαστη αν στα πόδια της κοιλάδα πρασινίζει
κι αν τραγουδούνε τα πουλιά και το νερό κυλά,
ατάραχη προς το γλαυκό περίγυρα αντικρύζει.

Και μόνο τη γαλήνη της αφίνει να συρθή
ίσκιος ατή ράχη ρόδινος και στην πλαγιά ν' απλώση
και μόνο την ανάσα της σκορπίζει να χυθή
το ράθυμο το δειλινό γλυκά να βαλσαμώση.

Με το νερό στα βάθη σου, βουνό, που αργοκυλά
και με το πεύκο, ολόγυρα το δάσος που το κλείνει
και τον αέρα χαίρεται που φτάνει από ψηλά
και στα κλαδιά του χύνεται κύμα και φλοίσβος σβήνει·

με την κοιλάδα εμέ η ζωή και την πλαγιά αδερφή
δε φτάνει μήτε ως όνειρο το ψήλος σου να γγίση·
ω ας ήταν τη γαλήνη της μονάχα μια κορφή
και στο δικό της δειλινό ροδόχρωμη να χύση

* * * *

Σιγά η πηγή στη λαγκαδιά κυλά μες στα χαλίκια,
σιγά κι αργά τα ισκιώματα γλιστρούν του δειλινού
στα θάμνα σκόρπια βόσκουνε πηδώντας τα κατσίκια
στο βράχο τον ορθόψηλο του απόγκρεμνου βουνού.

Κι ανάρια τα κουδούνια τους ακούονται στη ράχη·
ολόηχα εδώ, κομμένα εκεί, βραχνόφωνα άλλα ηχούν,
λες σήμαντρα πολύλαλα και κρέμονται στα βράχη
κι οι αχοί τους φεύγουνε ψηλά κι ανάεροι ξεψυχούν.

Και το αεράκι ανάλαφρα τα πεύκα αργοαναδεύει
και ισκιώνουν κι όλο ισκιώνουνε τα πλάγια χαμηλά,
και μια κατσίκα απ τις πολλές παράμερα αλαργεύει
και πάει και ολόρθη στέκεται σε μια κορφή ψηλά.

Κι ακίνητη, σα χάλκινη στημένη εκεί, καρφώνει
ασάλευτο το βλέμμα της σαν προς τον ουρανό,
όθε το βράδυ πιο χλομά τα γιούλια του όλο απλώνει
κι όλο πιο αχνά τα ρόδα του σκορπίζει στο βουνό.

Κι είναι, καθώς εκεί θωρεί, σαν κάτι να κοιτάζη,
κάτι στα μάκρη αλαργινό που δε θωρείς εσύ·
κι ολόρθη πάντα στέκεται—και το βουνό χλομιάζει·
μια λάμψη μόνο την κορφή τώρα φωτά χρυσή.

Όσο που αργά και σιγαλά σβήνει στερνά κι εκείνη,
κι απλώνει ένα μισόφωτο θαμπά, χαλκά λευκό,
μισόφωτο που σούρουπο σιγά σιγά έχει γίνει,
που και η κατσίκα χάνεται χαλκή μες στο χαλκό.

Κι όπως στη ράχη βόσκοντας μακραίνει το κοπάδι,
κάπου ένα μόνο απόβαθα κουδούνι τώρα ηχεί
σαν κλάμα, σαν παράπονο που σκέπασε το βράδυ
στ' αλαργινά ό τι αλαργινό ζητούσε μια ψυχή.

* * * *

ΚΛΕΙΣΜΕΝΟΣ

Κλεισμένος στο κελλί το σφαλιστό
—δεν έφυγα τον κόσμο και ασκητεύω,
με διώξαν από εκεί σαν περιττό—
τη ζωή λαχταρώντας αγναντεύω.

Τη ζωή που έχω ζήσει· δεν περνά
σε αχνές γλυκές μορφές και με πλανεύει,
με την παλιά της δύναμη ξυπνά
κι όλη μέσα μου πάλι ζωντανεύει.

Και, όπως ξεσπάζει ξαφνική βροχή,
γητέματα, χαρές, πάθη και μίση
ορμούν μεμιάς, γεμίζουν την ψυχή,
τίποτε η λήθη ως να μην έχη σβήσει.

Κι εξόριστον εδώ και θλιβερό
ένα κύμα θερμό με ξαναρπάζει,
και ό τι καλό δικό μου λαχταρώ
και ό τι ξένο χαμένο με σπαράζει.
Και η καρδιά μια ραγίζει και πονεί,
μια παλεύει, ανταριάζεται, φουσκώνει,
ως που ειρηνεύει πάλι ταπεινή,
και η παλιά της αγάπη την πυρώνει.
Και για τον κόσμο ανώφελη, σωπά
πάθη και μίση· και μονάχα ξένα
και δικά της με τόση ορμή αγαπά,
με όση δεν τα είχε πριν αγαπημένα.

* * * *

Ένα γύρο τον κόσμο γυρίζω
και γυρεύω παντού το ψωμί,
που το βρίσκουν κι εγώ δε γνωρίζω·
κουρασμένο βαριά το κορμί,
μα η ψυχή λαχταρά πεινασμένη
το ψωμί που καθένας χορταίνει.

Πόσους ρώτησα σ' όλους τους δρόμους,
όσους έτυχε μπρος μου να βρω!
άλλοι σήκωσαν μόνο τους ώμους,
άλλοι μου είπανε λόγο πικρό,
κι όποια ακόμα κι αν χτύπησα θύρα
καμιά απόκριση πίσω δεν πήρα.

Κι όμως όλοι το τρώνε τριγύρω
κι από μένα κρυφό το κρατούν·
με κοιτούν όπου κάμω όπου γύρω,
αν πεινώ κι εγώ λες και ρωτούν·
και καθένας ωστόσο το ξέρει
πως εγώ δεν απλώνω το χέρι.

Πως το ξένο ψωμί δε γυρεύω,
λεημοσύνη δε θέλω να βρω
κι ό τι οι άλλοι κερδίσαν δεν κλέβω·
το δικό μου ψωμί λαχταρώ,
το ψωμί το γλυκό που χορταίνει,
που μονάχος κάνεις το κερδαίνει.

Μου είπαν δρόμο πως θέλει και κόπο
το ψωμί να κερδίση κανείς,
και δεν άφησα αγύριστο τόπο,
ως την άκρη έχω φτάσει της γης·
η ψυχή μου μισή έχει απομείνει:
τη χαρά του κανείς δεν της δίνει.

Τη χαρά που έχουν όλοι γνωρίσει,
που κι ο πλέον ακόμα φτωχός
το ποτήρι της έχει στραγγίσει,
δεν τη χάρηκα εγώ μοναχός,
κι απ τη δίψα της μέσα φρυγμένος
τη γυρεύω παντού πλανημένος.

Κι όλοι γύρω γελούν σα διαβαίνω
και με σπρώχνουν παντού όπου ρωτώ,
με θωρούνε γυμνό, πεινασμένο,
ξένο, αλήτη με λεν, περιττό.
Και βρισμένος, διωγμένος, πιο πέρα
λαχταρώντας το τρέχω ολημέρα.

Και η ψυχή πάντα μέσα μου λιώνει,
άλλο πια δε βαστά το κορμί
να γυρεύη όπου φτάνει όπου σώνει
το ψωμί, το γλυκό το ψωμί.
Αχ, ως ήρθα απ τη γη θα περάσω
τον καημό του χωρίς να χορτάσω.

* * * *

Θυμούμαι πώς με αντίκρυσες την πρώτη
φορά ταράζοντας μου την καρδιά·
δε σου ανθούσε στην όψη η πρώτη νιότη,
δε φάνταζε η περήφανη ομορφιά,
μα κάποια κρύφια λάμπαζε ωραιότη
καθρεφτισμένη σε απαλή ματιά·
ένιωσα: εμπρός μου σ' είχε η μοίρα στείλει
σαν ένα αργά φτασμένο θείο Απρίλη.

Και με άρπαξες, αλλά όχι όπως η μπόρα
την που διψά γι' αντάρες νέα ψυχή·
με δρόσισες καθώς δροσά τη χώρα
η καρπερή ανοιξιάτικη βροχή·
απλή και ταπεινή, μα πλουτοφόρα
σε μια ζωή ήρθες σκοτεινή, φτωχή,
την άνοιξες στον ήλιο, στη γαλήνη
που σε όσους αγαπά ο θεός τα δίνει.

Και κοντά σου περάσαν τόσα χρόνια,
ευτυχισμένα πώς να μην τα πω;
αν είναι η αγάπη αθόλωτη κι η ομόνοια,
το βαθύ τους συ μ' έμαθες σκοπό,
αν η ζωή είναι αστείρευτη κι αιώνια,
τον πιο όμορφο της χάρισες καρπό·
ω, μια ματιά σου μόνο ησυχασμένη
πόση μέσα μου αντάρα δε σωπαίνει!

Ευλογημένη ας είναι η ώρα, εμπρός μου.
που σ' έβγαλε γλυκειά κι ευγενική·
γλυκό μυστήριο μου άνοιξες του κόσμου,
μια απολαμπίδα από χαρά θεϊκή,
σπόρος δικός σου ό τι σαλεύει εντός μου,
χαρά δική σου ό τι βλασταίνει εκεί·
ω, ας σε αφήση η μοίρα ως σ' έχει στείλει
κοντά μου πάντα αμάραντον Απρίλη.

* * * *

         Στο φίλο Χρύσανθο Φιλιππίδη

Σε θωρώ: στο γαλάζιο αιθέρα απλώνεις
ατάραχα τα πράσινα κλαδιά,
απ την κορφή ως το χώμα που ριζώνεις
βαθιά του ηλιού βυζαίνεις τη χαρά.
Τετράψηλο, πλατύ, βαθυσκιωμένο
στου ποταμού την άκρη, σοβαρό,
από την πιο ελαφρή πνοή αγγισμένο
ψιθυρίζεις γλυκά σαν το νερό.
Αν μ' άνθη ο Απρίλης πια δε σε στολίζει,
φουντώνει η φυλλωσιά σου δροσερή
και τα βάθη σου ολόημερα γεμίζει
πουλιών τραγούδι, μελισσιού βοή.
Το ποτάμι μπροστά σου τρέχει λάλο,
τ' ακρόκλωνα που γέρνεις σου φιλά,
καταμόναχο χαίρεσαι, μεγάλο,
τριγύρω σου της μέρας τη χαρά.

Σε θωρώ: απελπισμένα πώς παλεύεις
με του ανέμου, της μπόρας την ορμή,
ανταριάζεσαι, δέρνεσαι, αγριεύεις,
αντιστέκεις, λυγίζεις την κορφή.

Και μ' οργή διπλή πάλι τη σηκώνεις·
σα χίλια χέρια, ανίκητο στοιχιό,
τα κλαδιά μια μαζεύεις, μια τ' απλώνεις
σα γίγαντας ενάντια στον εχθρό.

Χιμίζει ό αέρας να σε ρίξη κάτου,
συ θεριεύεις ανάμαλλο μεμιάς,
στο αγρίεμα, στο θυμό, στο βούισμά του
βουίζεις, αγριώτερα βογκάς.

Κι αυτό τα πόδια που σου έγλυφε, τώρα
να σε γκρεμίση ορμά και το νερό.
Το αψηφάς· με το σίφωνα, την μπόρα
συ παλεύεις μεγάλο, δυνατό.

Και σε θωρώ: γαληνεμένο πάλι,
ορθό, ψηλό στη μολυβένια αυγή,
μόνο η δαρμένη φυλλωσιά τη ζάλη,
την αντάρα της νύχτας μαρτυρεί.

Σα νίκης τρόπαιο στήνεις την κορφή σου,
αγγίζοντας το μαύρον ουρανό,
μα ως να φωλιάζη θλίψη στην ψυχή σου,
σκοτεινιασμένο μένεις, σιωπηλό.

Μόλις τολμά αεράκι να σε γγίξη,
να σαλέψη στους κόρφους σου πουλί·
μόνο, ως να θέλη ακόμα να σε ρίξη,
το νερό κάτωθέ σου αφρομανεί.

Περήφανο, βαρύ, συννεφιασμένο,
μέγα δέντρο, όπως τώρα σε θωρώ,
κόσμος ακέριος! μέσα σου κλεισμένο
κρατείς για με μεγάλο μυστικό.

Η δική μου ψυχή δεν έχει κλείσει
το ψήλος, την περφάνεια, την ορμή,
φωλιές σ' αυτή πουλιά δεν έχουν στήσει,
μήτε του ηλιού η χαρά φεγγοβολεί.

Και της πάλης η δύναμη μου λείπει,
δε σου μοιάζω σ' αυτά, δέντρο τρανό·
μια περήφανη μόνο τρέφω λύπη
και για χαρά έναν άλιωτο καημό.

Μικρός, σε ό τι πασχίσω ή κυνηγήσω,
άγριο ποτάμι μέσα μου περνά
κι αν κάτι πιάσω, μου το αρπάζει πίσω
και μου αφίνει χαλάσματα κι ερμιά.

Και μ' άσβηστο τον πόθο πάντα μένω,
συντρίμι κι εγώ σ' έρημο γιαλό.
Να μπορούσα μονάχα να σωπαίνω
και βαθιά μου τον πόνο να σφαλώ!

Και σαν εσέ, περήφανο, μεγάλο
δέντρο, σε μια γαλήνη αρμονική,
ανέγγιχτη από κάθε πόθον άλλο
τη χαρά να λιμπίζεται η ψυχή.

* * * *

Κι ήρθα πάλι σ' εσέ δέντρο τρανό,
με όλη ήρθα την αγάπη την παλιά μου,
στον ίσκιο σου ν' απλώσω τα όνειρά μου
στο μαγεμένο γύρω δειλινό.

Ολόλαμπρος ό ήλιος πάει να γείρη
χρυσώνοντας τις πράσινες πλαγιές,
γελώντας στις ολάνθιστες φραγές
και κάνοντας τον κάμπο πανηγύρι.

Ήρθα, μα δε σε βρίσκω τώρα εκεί
που στεκόσουν μεγάλο, θεριωμένο·
δε σ' έχει κάτω η μπόρα σωριασμένο
και τ' ουρανού δε σ' έκαψε η οργή.

Μόνο η πεζή ζωή σ' έχει γκρεμίσει,
σ' έριξε άπληστος χάμω χωρικός,
εκεί που ο θόλος σου άπλωνε ισκιερός
πιο περίσσιο σιτάρι να θερίση.

Και νιώθω εδώ στην άδεια σου μεριά
τόσο τον τόπο γύρω ρημαγμένο,
κάτι μέσα μου ως να είδα γκρεμισμένο,
κάτι ακριβό σα να έχασα με μια.

Και στον κομμένο τον κορμό καθίζω
και σκύβω το κεφάλι θλιβερό·
στον άδοξό σου θάνατο να βρω
τραγούδι, ω ψηλό δέντρο, δεν πασχίζω.

Άλλος που σ' έχει σαν εμέ αγαπήσει,
ας σε κλάψη σα γίγαντα νεκρό·
βουβός εγώ αποπάνω μου θωρώ
τον ήλιο ως γέρνει ατάραχος να δύση.

Βλέπω πώς γύρω οι ράχες, τα σπαρτά,
τα δέντρα, ο κάμπος ήσυχα απλωμένα,
στου δειλινού το αεράκι δροσισμένα
την όμορφη ώρα χαίρονται τερπνά.

Πώς το ποτάμι σιγαλά κυλώντας
με τις ακτίνες παίζει τις στερνές,
πώς τα πουλιά πετούν, οι θεριστές
το χλωρό χόρτο κόβουν τραγουδώντας.

Η εικόνα η ίδια που είχα εδώ χαρεί
τόσες φορές στη ρίζα σου γερμένος·
μονάχα εσύ κι ο ίσκιος σου χαμένος,
άλλο δεν έχει ολόγυρα αλλαχτεί.

Κι εμπρός σε τόσην ομορφιά, βαθιά μου
σαλεύει κάτι τόσο θλιβερό:
έτσι μια μέρα σα χαθώ κι εγώ,
τίποτε δε θ' αλλάξη ολόγυρά μου.

* * * *

Ω φίλε, ποιο είναι το κρυφό, το ωραίο κρυφό που φέρνει
καρδιά προς την καρδιά,
και τη δική σου ολόβαθα σ' εμέ τη νιώθω γέρνει
όσο ποτέ καμιά;

Πως δε διψά κάθε ψυχή μια τέτοια αγάπη, αλήθεια
δε λέει όποιος το πει·
μη κιόλα είν' άλλο τι η ζωή παρότι ζη στα στήθια
κι ό τι πεθαίνει εκεί;

Κι ό τι μεγάλο και καλό κι ωραίο είναι πλασμένο
παρόμοια μια φωτιά,
παρόμοιο μέθησμα γλυκό δεν το έχει γεννημένο
σε μια θερμή καρδιά;

Χαρά στον όποιο διαλεχτό που αγάπη του πυρώνει
τη δυνατή ψυχή
και ό τι εκεί μέσα ανθοβολεί μπορεί και το φτερώνει
σε αρμονικήν ειδή.

Κι ενώ το γλυκοτάραγμα στα βάθη του σιγάζει,
ως το σκορπά θερμό
μες στον αέρα τον πλατύ, καρδιές αναγαλιάζει
με σάλεμα τερπνό.

Κι εμένα, φίλε, ο γαληνός σκοπός σου έτσι με φτάνει
εδώ που ζω μακριά,
και ξέρει πάντα το κρυφό τα βάθη να μου ευφράνη
φυσώντας σιγαλά.

Λεπτό αεράκι απ τους ξανθούς γιαλούς φευγάτο πέρα
μελωδικό, ελαφρό,
φέρνει τη λάμψη του χρυσού του κάμπου, στον αιθέρα
λουσμένο το χρυσό.

Φέρνει απ τα νέφη τ' απαλά, τα δειλινά, τα βράδια
τη λύπη την κρυφή,
θλιμμένα κάποια εγγίζοντας ευγενικά ρημάδια
ευγενικό λαλεί.

Κλαίει ότι χάθηκε καλό κι ότι όμορφο έχει σβήσει,
και τα χρυσά φτερά
τινάζουν ότι δεν μπορεί μήτε η πνοή να γγίση
γλυκά και αρμονικά.

Περνά αποκεί που δεν περνά το πιο ψιλό το αέρι
κι όπου ούτε της αυγής
το στάλαγμα δεν κάθεται· ν' απαλοτρέμη ξέρει
στα βάθη της ψυχής.

Και ξέρει μέσα εκεί βαθιά να βρίσκη και να χύνη
του πιο υψηλού αγαθού
μια ακτίνα ολάστραφτη, γλυκειά μια ακτίνα απ τη γαλήνη
του ξάστερου ουρανού.

Ευτυχισμένε, αφού οι καλοί θεοί σου έχουν δωρήσει
τόσο τρανή χαρά,
από την ξέρα ανένοιαστος τριγύρω, σαν τη βρύση
τραγούδα στην ερμιά.

Κι αν ίσως άλλο από μια ηχώ θολή στον άμμο γύρα
δε βρίσκει ο ωραίος σκοπός,
στοχάσου πως του διαλεχτού στάθηκε πάντα μοίρα·
να μένη μοναχός.

Κι ευγενικός, περήφανος τη μοναξιά σου τράβα
σε κόσμο μαγικό
αλλάζοντας τη θλίψη σου στο ερημικό σου διάβα,
με πάντα νέο σκοπό

το μυστικό το θείο που κλεις θερμό βαθιά στα στήθη
σκόρπιζε αρμονικά,
και με ό τι μέσα ασίγαστο σου τρώει κι εσέ τα βύθη
δίνε σ' εμάς χαρά.

Τραγούδα, φίλε· κι αν γλυκό, κι αν άλλο αγαπημένο
δε μ' έδενε στη γης,
θα γύρευα απ τον ουρανό να με άφηνε να μένω
ν' ακούω που τραγουδείς.

* * * *

Το παραθύρι, κάτου
κατά τον κάμπο ανοιεί
που απλώνει τ' όραμά του
πέρα χλωρό, πλατύ.

Μια μες στο φως λουσμένο,
χαρούμενο, λαμπρό,
μια απ τη βροχή δαρμένο,
στην καταχνιά πνιχτό.

Τα δάση το φουντώνουν,
το σχίζουν τα νερά,
εδώ σκεπές τρυπώνουν,
εκεί χωριό γελά.

Και σα σε αχνό κρυμμένη
αντάρας ή καπνού,
ολόμακρα χαμένη
η άκρη τ' ουρανού.

Στο παραθύρι, ως φέξη
ο ήλιος το πρωί,
ορμά η ψυχή να τρέξη
θερμά να τον χαρή.

Μου αρέσει εκεί να μένω
ορθός και να θωρώ
στο φως πλημμυρισμένο
τον κάμπο το χλωρό.

Τον ήλιο πώς σηκώνει
σε αχνό την καταχνιά,
τα δάση πώς χρυσώνει
και φέγγει στα νερά.

Πώς τα πουλιά λαλούνε
φαιδρά, πώς καθετί,
πώς όλα όσα πετούνε
ή δένονται στη γη,

φύλλα, φτερούγια, στήθια
ανοίγουνε πλατιά
για να χαρούνε πλήθια
την πρωινή χαρά.

Κι ενώ καινούριο κάτι,
που χτες δεν το είχε δει,
ξανοίγεται στο μάτι:
δέντρο που τώρα ανθεί.

ή πύργος στη μακρότη,
ή μια απαλή πλαγιά,
μες στη θερμή λαμπρότη
γλυκοβυθά η καρδιά,

κι εκεί, σα μεθησμένη,
από τη θεία ορμή
της μέρας που προβαίνει
αφήνει να συρθή.

Μα όταν ο ήλιος γείρη
κι έρθη το βράδυ αχνό,
ξανά στο παραθύρι
πηγαίνω κι ακουμπώ.

Και βλέπω πώς ο κάμπος,
τα δάση, τα νερά
μες στο απαλό το θάμπος
βυθίζονται σιγά.

Πώς κουρασμένα γέρνουν
πουλιά, κλαδιά κι ανθοί,
οι άνθρωποι πώς σέρνουν
το βήμα τους βαρύ.

Τα βόδια που γυρνούνε
αργά από τις βοσκές,
τις τελευταίες που σβούνε
στη σιγαλιά φωνές,

πετάγματα χαμένα
στα θάμπη να γρικώ,
όσα θολά, σβησμένα
την ώρα αυτή αγαπώ.

Και η άχνα όσο θολώνει
τον κάμπο πιο πολύ,
σιγά απαλά μου απλώνει
και μέσα στην ψυχή,

κι ό τι έχω ξεχασμένο
στα βάθη του καιρού
μου το ξυπνά θλιμμένο
και ζωντανό στο νου.

Κι ως να είν' το παραθύρι
προς τη ζωή ανοιχτό,
έχει η ψυχή μου γείρει
και κλαίει κάθε σβηστό·

κάθε καλό χαμένο,
κάθε παλιά χαρά
και κάθε μου πνιγμένο
στης λήθης τα νερά.

Κι ωσάν αγάπη λίγη
πια εδώ να την κρατή,
ποθεί μακριά να φύγη
κι αυτά να πάη να βρη.

* * * *

Γλυκέ φίλε, συχνά δε φεύγει μέρα
που ο καημός σου στο νου μου δεν περνά,
έχεις γεμίσει τόσο τον αέρα
που γύρω μας ανάσανες τερπνά,
ώστε ο καιρός να μην μπορή να σβήση
το γοργοπέρασμά σου ό τι έχει αφήσει.

Πέρασαν τόσα χρόνια, μα ποιος λέει
με μας ακόμα πως δεν ήσουν χτες;
Τόσο θερμός ο πόνος σου μας πνέει
απ τις θαμπές που ζης ακρογιαλιές,
τόσο η δροσιά που στάλαξες βαθιά μας
τη θύμησή σου τρέφει στην καρδιά μας

Όπως γρήγορος πέρασες αέρας
με τη θερμή σου ασπέδιστην ορμή,
σα φέγγος στο αχνοχάραμα της μέρας
τις καταχνιές που κυνηγά και σβει·
αν τις έσβησες δε μας πολυμέλει,
φτάνει συχνά το ότι καθένας θέλει.

Και συ θέλησες όσα άλλον κανένα
δε φλόγισαν ολόγυρα από σε.
Μα ποιος έχει όσα θέλησε φτασμένα,
ποιος έπιασε όσα ζήτησε ποτέ;
Και τα φτερά, όσο πιο ψηλά τραβούνε,
μη σκληρότερα οι Μοίρες δεν τα σπούνε;

Κι εσέ σκληρά η δική σου σ' εκδικήθη
αρπάζοντάς σε απάνω στη χαρά·
τον ήλιο πώς λαχτάριζαν τα στήθη,
πώς του κόσμου σε πύρωνε η ομορφιά,
πώς έλαμπε το μάτι μαγεμένο
σ' όνειρο ωραίο εμπρός του ξανοιγμένο!

Το όνειρο αυτό σου το πνιγμένο κλαίμε,
πράξεις κι ονείρατα ένα στη ζωή·
με τον πόθο της το όνομά σου λέμε,
είσαι ο βαθύς καημός της μπρος μας συ·
και αναπαυμένο ο νους μου δε σε βάνει
μες στο θλιμμένο που άραξες λιμάνι.

Πνοή σου ήταν το πάλεμα κι η αντάρα,
βαθιά χαρά σου το θερμό το φως·
ω πως μπορεί και σβει τόση λαχτάρα!
Δεν έφυγες γαλήνιος, γελαστός,
χλομός, πικρός μας άφησες, πονώντας,
γυρεύοντας επήγες, λαχταρώντας.

Στο μέτωπό σου γύρω αυτός ο πόνος
αχνίζει πάντα ως σε θωρεί η ψυχή·
και τώρα, εδώ στην κάμαρά μου μόνος,
στο τζάμι ενώ θλιμμένα σπα η βροχή,
σε βλέπω μια στιγμή περνάς, κοιτάζεις
και φεύγεις, την ερμιά σα να τρομάζης.

Βλέποντας μέσα μια όψη κουρασμένη,
μου φαίνεσαι πως θλίβεσαι διπλά,
σα να ρωτάς: Χαρά στη γη δε μένει;
ο αγώνας δε θερμαίνει την καρδιά;
Και πιο πολύ πονείς γιατί μαζί σου
τη λαχτάρα σου πήρες, την ορμή σου.

Και την καρδιά σπαράζοντας ρωτάει
πικρότερα η ματιά σου η θλιβερή:
Νόμος κανείς τον κόσμο κυβερνάει,
ό τι λαμπρό αφού αρπάζεται απ τη γη,
αφού ό τι φως ποθεί και λαχταρίζει,
χρωστά άκαρπα ασφοδέλια να θερίζη;

Αγαπημένε, ησύχασε, και νόμο
δεν ξέρει ο κόσμος άλλο απ το χαμό·
ω γύρνα πάλι στο θαμπό σου δρόμο
και παρηγοριά ας σου είναι στον καημό,
πως ένα πάσχισμα αχ! ναυαγημένο
σκληρότερο είναι απ' όνειρο κομμένο.

Κι ο ίσκιος σου, ακριβέ, ω ας μην κακιώση
αν ένας φίλος με ματιά θολή
σου τραγουδεί: Πιο ευτυχισμένοι είν' όσοι
γοργά τους κράξαν πλάι τους οι θεοί,
και από το πέρασμά τους εδώ κάτου
πήραν μόνο το φως και τη χαρά του!


* * * *

ΑΡΙΑΔΝΗ



ΜΙΑ ΦΩΝΗ

Ξάφνω το δάσος γέλασε και μ' άνθη έχει γεμίσει·
ω μάγισσα που μιαν αυγή στα μάτια σου πεθαίνει,
στον έρμον τόπο ηχώ παλιά, ηχώ γλυκεία αναστένει
το πεθαμένο γέλιο σου που βούισε σα μελίσσι
και θρόησε ανάσα ανάλαφρη τα νιόβλαστα τα φύλλα.

Κι ήταν ο Μάης παράδεισος που μύριζαν τα μήλα
κι ήτανε το κελάδημα στους κλώνους η πνοή σου
κι ο κόσμος το πρωτόλουβο το γέλιο της ψυχής σου
που είδε τον ήλιο μια στιγμή να λάμψη στο ακρογιάλι,
καθώς στην πρύμνη σκίρτησε φαιδρό το μαϊστράλι.

Κι είναι οι βαθύτερες χαρές στου ονείρου μας τα βάθη·
το αέρι ας παίζη στο λευκό πανί μακριά που εχάθη,
σου λάμνει ο πόνος την ψυχή, κρυφό άλλο τώρα αέρι,
σου λάμνει ο πόνος την ψυχή σε βύθος που δεν ξέρει,
σε απάντεχο άγνωρο γιαλό τη σέρνει, όπως η μπόρα
σέρνει του Μάρτη το πουλί στο νέο το καλοκαίρι.

Κι αν έδιωξε το κλάμα σου τα χελιδόνια τώρα
κι η αύρα σαν παράπονο στ' αυτιά σου ψιθυρίζει
η αύρα το άφαντο πανί μακριά που αριοφουσκώνει—
στη θαμπή νύχτα, ολόγυρα στον ύπνο σου που απλώνει,
καινούριας μέρας στο βουνό το φως χρυσοαναβρύζει·
ω μάγισσα,
ο ήλιος, ψες στη δύση
που στο βυθό της θάλασσας σε νέφη έχει βυθίσει,
με ρόδα βάφει την κορφή και το ξανθό κεφάλι,
με ρόδα νέα αμάραντα κορόνα να του βάλη.

Κι άκου στο δάσος γύρω σου τον ύπνο ύμνοι ξυπνούνε
και στον αέρα ολόφαιδρα τα μέλη αντιλαλούνε
και χύνονται κι απλώνονται σα να έχη κύμα φτάσει
και γέμισε με κύμβαλα κι αυλούς το ακροθαλάσσι
και γύρω σκόρπισε λευκό το φως που αργοσαλεύει
και υψώνει απάνω ανθόπλεχτους τους θύρσους και σου νεύει
και μύρια χέρια σα φτερά κινεί και σε προσμένει,
ω μάγισσα που μιαν αυγή στα μάτια σου πεθαίνει,

ω μάγισσα που μιαν αυγή πεθαίνει στο όνειρό σου,
ξύπνα στο φως νέο όνειρο που ξεχειλίζει εμπρός σου,
ξύπνα στο φως που γύρω σου τους ίσκους, δες, σκορπίζει,
στο νέο το φως που τα νερά με κρίνους τα γεμίζει,
στο φως που λάμπει ολόφεγγο και στου κισσού τα φύλλα
κι άνθη τού πλέκει στα κλαδιά και τα πλουμά με μήλα,
στο νέο το φως που πλημμυρά ξανθό καρπό το αμπέλι,
στο νέο το φως που αδάκρυτα τα μάτια σου τα θέλει·
ω μάγισσα, στη θεία χαρά, στο θείο ξύπνα αιθέρα
που λαχταρά του γέλιου σου τ' αηδόνια η νέα ημέρα!

ΑΛΛΗ ΦΩΝΗ

Ξάφνω το δάσος γέλασε και μ' άνθη έχει γεμίσει·
ήταν μονάχα μιαν αυγή που λάλησαν τ' αηδόνια
κι έχει μονάχα μιαν αυγή το κύμα αργοφλοισβίσει·
και είναι οι χαρές που ζήσανε μια αυγή που ζουν αιώνια,
και είναι οι χαρές που πάντα ζουν στου πόνου μας τα βάθη
και είναι οι χαρές—άχ το άφαντο πανί μακριά που εχάθη!


* * * *

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ



Έλαμψε κι είχε πύργος γίνει
έξαφνα το άχαρο ρημάδι.
Σε είχα πρωί πρωί προσμείνει
και σε περίμενα ολημέρα
κι ήρθες το δείλι προς το βράδυ.
Και μου είπες: όχι στο λαγκάδι
κι όχι στο δάσος, μου είπες, πέρα
και στο βουνό με τον αέρα.
Κι ούτε στον κάμπο, μου είπες πάλι,
κι ούτε στο λόφο περαπέρα
κι ούτε στο πράσινο ακρογιάλι,
μα πιο μακριά κι ακόμα πέρα
που φωτεινότερη είναι η μέρα.

Ήταν αλήθεια κι ήταν θάμα,
οι πάγοι ρόδα είχαν γεμίσει.
Ό ήλιος έγερνε στη δύση
και γύρω στάλαζε ένα κλάμα.
Δεν ήταν τ' άστρα που μπροστά μου
σκορπίστηκαν διαμάντια χύμα,
ήταν τα μάτια σου—χαρά μου.
Γοργά μας πήγαινε το κύμα—
Δες η αυγή το φως της κάνει
στην κόμη σου χρυσό στεφάνι!
Από τα μάτια σου είναι η μέρα
που χύνεται μες στον αέρα.

Στα πράσινα νερά γκρεμίζει
πύργους το κύμα, πύργους χτίζει,
στη θάλασσα δε φαίνεται άκρη.
Ποιος είπε μια στιγμή: πού πάμε;
Είδα στα μάτια σου ένα δάκρυ.
Και σ' έφερα στο νου, θυμάμαι,
ορθή στο λόφο ως είχες μείνει·
δεν πέρασα κοντά σου μόνος,
και η όψη σου χλομοί ήταν κρίνοι.
Δόξα στον πόνο, χαίρε ο πόνος
που στη χαρά θα φέρη, ως φέρει
βροχή θερμή δροσάτο αέρι.

Δέσε στο χέρι μου το χέρι,
έτσι όπως τότε μιαν ημέρα·
πουλιά λαλούσαν στον αέρα,
στης άνοιξης το πρώτο χάδι
στους κλώνους έλιωνε το χιόνι·
ήταν βαθιά μες στο λαγκάδι
και βρέθηκες κοντά μου μόνη.
Δε λέω το μυστικό σου· στάσου
να πω μονάχα τη χαρά σου
όταν στο λόφο είχαμε φτάση
κι αντίκρυσες τον ήλιο κάτου,
που χρυσοφώτιζε τα δάση·
σ' ένα λαμπρό βασίλεμά του.

Άσε το κύμα να μας σέρνη
κι ας μη ρωτούμε πού μας φέρνει·
η θάλασσα δες πώς αφρίζει
σαν κάμπος που μ' ανθούς γεμίζει.
Ένα τραγούδι πίσω φτάνει
και τον αέρα αηδόνι κάνει·
σιγό δεν είναι μαϊστράλι
που πάει να σβήση στο ακρογιάλι,
ακράτητο είναι σαν τον μπάτη
που φτάνει ολόμακρα απ τα πλάτη
και σα μιας νίκης θρύλος σπάζει·
χαιρέτισμα στον ήλιο μοιάζει,
στον ήλιο που απ τα βάθη πέρα
ψηλώνει πάλι στον αιθέρα.

Μπροστά σου μ' έβγαλε μια μπόρα·
στα βάλτα ο νους πού να το βάλη
πως θ' άνθιζαν τα κρίνα τώρα;
Με πήρες απ το χέρι αγάλι
και μου είπες: έλα κάτι μένει·
μια βρύση κάπου ήταν κρυμμένη
και δρόσισες το μέτωπό μου.
Ήτανε τάχα στο ακρογιάλι
ή στην πλαγιά τη χιονισμένη;
Δε μένει πια στο λογισμό μου
παρά η θωριά σου φως λουσμένη.

Και καθισμένη ο νους σε βλέπει
κάτω απ τα δένδρα στο ακρογιάλι·
γύρω τα φύλλα χλωρή σκέπη,
γέρνεις στο χέρι το κεφάλι,
Σε είδα ή μονάχα ο νους σε πλάθει;
Σα να σου λέη το αέρι κάτι,
μέσα στου ονείρου σου τα βάθη
που σου ξανοίγεται το μάτι;
Ορθό στης θάλασσας την άκρη
το χέρι απλώνει σα να κράζη·
το κάλεσμά του από τα μάκρη
μ' έφτασε δω σα να προστάζη.

Και ή μ' έχεις κράξει ή σ' έχω κράξει,
και ή μ' έχεις φέρει ή σ' έχω φέρει
—είναι φτερά που πάει το αέρι,
φύλλα που ο άνεμος θ' αρπάξη—
ήρθα· δεν τίναξαν τα φύλλα,
ολόρθη στέκοσουν μονάχη·
κρεμόντανε στους κλώνους μήλα,
νερό συντρίβονταν στα βράχη
κι είχες τα πόδια σου λουσμένα
κι ως να πατούσες ήσουν κρίνα,
τα χέρια σου μπροστά ριγμένα
σα λευκά κρίνα ήταν κι εκείνα
και σα φτερά και είχαν απλώσει
στον ήλιο που είχε πέρα δώσει.

Κι ήρθες στον ήλιο· και το δείλι
το φως ανάβρυσε σα βρύση,
σα να έφτασες με τον Απρίλη
φωλιές οι κλώνοι έχουν γεμίσει,
ο κάμπος σαν αυγή χλοΐζει
και φέγγει και το κυπαρίσσι,
ρόδα σωριάζονται στη δύση,
ρόδα κι ο κήπος μου γεμίζει,
και δες: στα πόδια σου τ' αφίνω
και δες: τριγύρω σου τα χύνω.
όχι στην κόμη σου, εκεί πιάνει
πιο ωραία του ήλιου το στεφάνι.

Κι όχι πουλιά και μήτε αηδόνια
τον ερχομό σου εδώ να υμνήσουν,
άλλοι ήχοι θέλω να ξυπνήσουν
κι άλλο ψιθύρισμα στα κλώνια.
Τον κάμπο δες πως πέρα απλώνει·
έτσι ήταν που άπλωνε το χιόνι,
έτσι το κύμα ήταν στρωμένο,
έτσι ήταν που περνούσες μόνη·
ήταν το αέρι ξυπνημένο
και σώπαινε βαθιά το αηδόνι,
λες το τραγούδι σου και ξέρει
να το λαλή μόνο το αέρι.

Το αέρι, μοναχά το αέρι
κι εδώ ας σου τραγουδήση τώρα,
έτσι όπως της αυγής την ώρα
σιγά στους κλώνους ψιθυρίζει,
έτσι όπως χύνεται σαν μπόρα
κι αφρούς τη θάλασσα γεμίζει.
Το πόδι σου σαν περιστέρι,
τα ρείθρα λες αφρός τα γγίζει
και φέγγει γύρω τον αέρα·
δέσε στο χέρι μου το χέρι
και πέρα από τον κάμπο, πέρα
κι από το λόφο, πέρα πάλι
κι απ το βουνό και το ακρογιάλι
και πάντα εμπρός και πάντα πέρα
προς την ολόφωτην ημέρα!

* * * *

ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ



Τι θέλουν αυτοί κάτω συναγμένοι
κι άγρια φωνάζουν κι έξω με ζητούν; ι
ο βασιλιάς ρωτά, και οι καθισμένοι
γύρω βλέπονται μόνο και σιωπούν.

Μα η βοή δυνατώτερα γρικιέται.
«Τι θέλουν είπα;» ξαναλέει με ορμή
ο ρήγας και σκιαχτά του απολογιέται
από την άκρη μια φωνή: «Ψωμί.»

«Ψωμί; και το γυρεύουν από μένα!
δεν έχουν χέρια;» — «Ακαμάτης λαός»,
ψιθύρισε ένας κι ο άλλος δειλιασμένα
ξανάπε: «Ρήγα, ο τόπος μας στενός.»

«Γιαυτό θέλω κι εγώ να τον πλατύνω,
και μη άλλο τι πασχίζω ολημερίς;—
Στο μεγαλείο του τόπου μας το πίνω!»
— «Βασιλιά μας, χιλιόχρονος να ζης!»

Και τα ποτήρια υψώθηκαν· εσβήσαν
σιγά στη σάλα οι κρυσταλένιοι αχοί.
Μα οι φωνές πάλι κάτωθε βουίσαν:
«Ο βασιλιάς, ο αφέντης μας να βγη!»

Σιγή ξανά μέσα στη σάλα απλώθη,
το βασιλιά όλοι κοίταξαν δειλά.
«Να τους σκορπίσουν», είπε και σηκώθη
και βγήκε· και οι αρχόντοι όλοι κοντά.

Στον κήπο κάτω ανάδευε το αέρι
μύριους κλώνους, χιλιάδες ευωδιές·
η βάρκα καρτερούσε να τους φέρη
σε πιο όμορφες αντίκρυ ακρογιαλιές.

Αχάριστοι, ταράζετε την ώρα
που ο αφέντης σας ζητά ν' αναπαυθή·
για σας κοπιάζει τόσα χρόνια τώρα,
για να κάμη τη χώρα σας τρανή.

Ντροπή, λαέ! τι θέλεις συναγμένος—;
Στου παλατιού την έξω πόρτα ορθός
έτσι έκραξε ένας στα χρυσά ντυμένος.
«Ψωμί, ψωμί», τον έκοψε ο λαός.

—«Ψωμί! απ το βασιλιά το καρτεράτε;
τα χωράφια το δίνουν το ψωμί.»
— «Τα χωράφια σεις λίγοι τα κρατάτε·
όσα μας μείναν τάπνιξε η βροχή,

τα' καψε ο λίβας· άλλο δεν καρπίζουν·
πεινούμε· γύμνια δέρνει τα κορμιά»,
βραχνά, βαριά χίλιες φωνές βουίζουν.
«Σκορπιστήτε! μη θέλετε με βια

να σας σκορπίσουν», ο άρχοντας προστάζει
και φεύγει· στη ματιά του αστράφτει οργή.
«Η πείνα, η δυστυχία δε σας σπαράζει;
Λεήστε μας! δεν είστε χριστιανοί;»

βογκά ο λαός· κι άλλος τα χέρια δένει,
άλλος πέφτει στη γη γονατιστός·
μα μέσα από το πλήθος ξάφνω βγαίνει
κι ορθός αντίκρυ στήνεται ένας νιος.

Η όψη του χλομή, αυστηρή· το μάτι
σαν απόκοσμη λάμψη του φωτά·
σα χήτη λιονταριού μακριά στην πλάτη
του χύνονται τα ολόμαυρα μαλλιά.

«Απάνω! ορθοί όλοι! αλίμονο που χάρη
του τυράννου γυρεύει, του ληστή,
και το δικό του δε χιμά να πάρη
και την πόρτα δε σπα σα δεν του ανοιεί»,

μούγκρισε απάνω υψώνοντας το χέρι
και βροντερή του αντήχησε η λαλιά—
καθώς στο λόγκο όταν κοπή το αέρι,
όμοια στα πλήθη απλώθη σιγαλιά.

«Κανένας δε σαλεύει; μες στο στήθος
δε νιώθει αντρίκεια την καρδιά κανείς;
μπροστά σ' έναν και τρέμει τόσο πλήθος;»
Σκιαχτά κοντά του σάλεψαν δυο τρεις

και κάποιοι ανανοήθηκαν πιο πέρα
και μαζεύτηκαν γύρω του δειλά
κάποια κεφάλια νέα· και τον αέρα
γεμίσαν οι φωνές: «Στο βασιλιά!»

«Ποιο βασιλιά;» αγριεμένα ο νέος βρυχήθη.
— «Τον άρχοντά μας θέλομε να βγη,
τον πόνο μας να δη», βούισαν τα πλήθη.
«Ποιον άρχοντα; άρχος είσαι μόνο εσύ!

Ξύπνα μονάχα απ το αποκοίμισμά σου,
μη σκύβης, λεημοσύνες μη ζητάς,
τρίζε τα δόντια, αγρίεψε, ανταριάσου,
σπάσε όποιο εμπρός σου εμπόδιο απαντάς.

Ρίχνε ό τι κόβει την ορμή σου, χίμα
σαν ακράτητη θάλασσα πλατειά·
κάθε άλλο μεγαλείο μπροστά σου τρίμμα
ας πέση απ τη γερή σου τη γροθιά.

Αιώνες δεν απόστασες να γέρνης
σαν το νωθρό το βόδι στο ζυγό,
να σου θερίζουν άλλοι ό τι εσύ σπέρνεις,
αργούς να τρέφης στάζοντας ιδρό;

Να χύνης αίμα αυτούς για να πλουταίνης,
να τους υψώνης σκύβοντας στη γη,
και συ να λαχταράς, να μη χορταίνης
και το πικρό σου, το ξερό ψωμί!»

«Πικρό ψωμί! ξερό ψωμί», ξεχύθη
κραυγή βραχνή, βοή βαρεία, βαθειά,
σα να στενάξαν χίλια μύρια στήθη
από της γης τα πέρατα πλατιά.

Και με ολόρθο κορμί το παλικάρι,
στην πλάτη η χήτη ανέμισε χυτή:
«Ήρθε ο καιρός», ξανάκραξε, «να πάρη
το δίκιο του καθένας στη ζωή.

Το δίκιο αυτό όμως δεν το ζητιανεύουν
με ψηλά το κεφάλι το ζητούν
και με το χέρι ορθό το διαφεντεύουν,
το αρπάζουν με βια απ όποιους το κρατούν.

Την πόρτα αν δεν ανοιή τη σπουν σας είπα·
τι στέκεστε, τι γέρνετε σκυφτοί;
Λαέ σκλάβε, δειλέ, ανανιώσου, χτύπα
και κέρδισε μονάχος το ψωμί.

Ιερή φωτιά όποιον μέσα τον πυρώνει
και την ψυχή του πνίγουν τα δεσμά,
κοντά μου ! Κάτω ας πέση ό τι σηκώνει
γαύρο κεφάλι ενάντια μας! Μπροστά!»

Και με ματιά άγρια, άγια πυρωμένη
ώρμησε· ακολουθήσαν λιγοστοί,
περσότερα παιδιά· το πλήθος μένει
βουβό, μαρμαρωμένο τον θωρεί.

Πώς στο ακρογιάλι ένα κύμα μονάχο
απ τα μάκρη φερμένο φουσκωτό,
ορμά να ρίξη σύντριμμα το βράχο
κι έξαφνα σβήνει μ' έναν κούφιο αχό,

έτσι κι ο νέος σταμάτησε γυρνώντας
κατά το πλήθος θλιβερή ματιά:
«Δεν ανασαίνει», ρώτησε βογκώντας,
«στα στήθη κανενός γερή καρδιά;

Σας την έχει η σκλαβιά τόσο αρρωστήσει,
κάθε αναφτέρωμα έλειψε από σας;
Τα σίδερα, λαέ, έχεις συνηθίσει,
τη λεημοσύνη μόνο λαχταράς;

Ξέρει το δάκρυ μοναχά το μάτι,
να το φλογίση δεν μπορεί η οργή;
το σκύψιμο γνωρίζει μόνο η πλάτη,
το χέρι δεν τολμά να σηκωθή;

Ντροπή, γενιά νεκρή, ξεφυλισμένη,
σα σερπετό να σέρνης την κοιλιά,
να σε πατούν και συ ευχαριστημένη
τη φτέρνα να φιλής που σε πατά.

Ντροπή να γλύφης το άπραγο το χέρι,
ζωές να τρέφης άχρηστες, λαέ,
να προσκυνάς αρχόντους κι ας μην ξέρη
ο κόσμος άλλον άρχοντα από σε»,

είπε και γύρω αντάριασμα βουίζει,
αχός σκορπά πλατιά σα στεναγμός.
-Ο κόσμος μοναχό άρχοντα γνωρίζει
εκείνον που διώρισε ο θεός»,

ξάφνω φωνή πίσω απ το νέο βροντάει
κι αστράφτουν γύρω τα γυμνά σπαθιά:
-«Ποιος είν' αυτός που αδιάντροπα πλανάει
τους πιστούς του μεγάλου βασιλιά;»

-Ένας πιστός σε νόμο πιο μεγάλο,
σε δύναμη στον κόσμο πιο τρανή.»
-Εδώ ο τόπος δεν 'ξέρει νόμον άλλο
παρά του βασιλιά την προσταγή»,

είπε ο άρχοντας, «κι αυτή είναι - » Στο νόημά του
ο νέος κλείστηκε μέσα στα σπαθιά·
οι συναγμένοι πριν ολόγυρά του
μέσα στο πλήθος σκόρπισαν γοργά.

«Δες, έτσι το ψωμί, λαέ, σου δίνουν»,
τινάζεται άγρια και φωνάζει ο νιος·
το στόμα του χέρια βαριά του κλείνουν,
κάτω: «ψωμί, ψωμί!» βογκά ο λαός.

«Σκορπίστε τους!» ο άρχοντας προστάζει,
και στους γονατισμένους τα σπαθιά
χιμούν, χτυπούν τυφλά, το αίμα στάζει,
γεμίζουν τον αέρα βογκητά.

Το δροσερό ανοιξιάτικον αέρα
που πνιγμένος σε μύριες ευωδιές
το βασιλιά και τους αρχόντους πέρα
σε πιο όμορφες τους φέρνει ακρογιαλιές.

Κάθε άεργο, ζητιάνο, κλέφτη, αλήτη
γύρω απ τη χώρα έχει μαζέψει εδώ,
από καλύβι γύρισε σε σπίτι
κι ερέθισε τον κόσμο το φτωχό.

Όποιους πεινούνε κι όποιους γυμνητεύουν
τους άναψε τα λίγα τα μυαλά,
τους είπε αν δεν τους δίνουνε να κλέβουν
και να σκοτώνουν όποιον βρουν μπροστά.

Να γδύνουν όσους πλούτισαν με κόπο,
κάθε άρχοντα και αφέντη να χτυπούν,
να κάψουν, να ρημάξουνε τον τόπο,
να ρίξουν τις αρχές που κυβερνούν.

Να κάμουν μετερίζι κάθε δρόμο
κι αρματωμένοι να χυθούν παντού
σκοτώνοντας, σκορπίζοντας τον τρόμο
στα πλήθη του πιστού σου του λαού.

Κι έτσι τους έφερε άγριος, αφρισμένος
εδώ ίσια με το θρόνο σου μπροστά
και χίμησε σαν τίγρης μανιωμένος
να βάλη στο παλάτι σου φωτιά.

Καλούσε το λαό να τον βοηθήση,
τον έκραζε μαζί του να χυθή·
δεν άφησε υψηλό να μη το βρίση
και την πατρίδα αρνήθη την ιερή.

Την αρχοντιά φοβέριζε θα πνίξη,
δε σεβάστηκε μήτε το θεό,
και το πιο μέγα: τόλμησε να γγίξη
το σεβαστό όνομά σου το τρανό.

Πρόσταξε, βασιλιά, τι θες να γίνη.»
-«Να κρεμαστή», με μια είπανε φωνή
οι τριγύρω στο ρήγα καθισμένοι,
μα σκυμμένος ο ρήγας δε μιλεί.

Ένας αλήτης απ' αυτούς που ζούνε
κεντώντας και συμπώντας το λαό
όσα έχει απ το θεό να μη του αρκούνε
και του κηρύττουν άγριο σηκωμό,

και ρίξιμο και σύντριμμα όσων στέκουν
βαλτά απ τον ουρανό τόσο σοφά,
και στο φτωχό του νου το μύθο πλέκουν
πως αδικία τον κόσμο κυβερνά.

Μέγας κίνδυνος είναι τέτοιοι πλάνοι·
που τους σαρώνει απ τη θωριά της γης
για το καλό της έργο μέγα κάνει·
βασιλιά, να προστάξης μην αργής!»

«Να κρεμαστή», η αρχοντιά και πάλι κράζει,
μα ο βασιλιάς πάντα σκυφτός σιωπά
και ο πρώτος ξαναλέει: «Μη σε τρομάζη
ό τι εδώ σου ζητούμε, βασιλιά!

Ένας αγύρτης θέλησε να ρίξη
ό τι οι πατέρες έστησαν τρανό·
το θρόνο σου αποκότησε να γγίξη,
να βάλη πιο ψηλά σου το λαό.

Αν η τόλμη ατιμώρητη του μείνη,
στοχάσου τι μπορεί αύριο να γενή·
ό τι στεριώθη μ' αίμα δεν το αφίνει
από δούλους κανείς να πατηθή.

Βασιλιά, μη διστάζης να προστάξης,
προστάζει με το στόμα σου ο θεός,
που σ' έχει εδώ σταλμένο να φυλάξης
ό τι έχει μέγα θεμελιώσει αυτός.

Το έργο χρόνια που ακλουθάς με κόπο
λαμπρότερο στον κόσμο να στηθή,
το θρόνο σου να υψώσης και τον τόπο,
να κάμης την πατρίδα μας τρανή.»

Κι ένεψε ο βασιλιάς—
                     Την άλλη μέρα
σα φώτισε η αυγή τον ουρανό,
το κορμί του νέου σειόταν στον αέρα
στου πλατάνου τους κλώνους κρεμαστό.

Χήτη νεκρή στις πλάτες απλωμένα
τα μακρυά κατάμαυρα μαλλιά,
τα μάτια άγρια κοιτάζουν πεταγμένα,
φριχτή τρομάζει, μελανή η θωριά.

Και μέρες κρεμαστός εκεί για τρόμο
να μένη έχει προστάξει ο βασιλιάς·
κάθε πιστός αλλάζει εκείθε δρόμο,
«προδότη», λέει, «καλά να τα τραβάς.»

Σαν άνομο καθένας το κοιτάζει
ως τρέμει στον αέρα το κορμί,
και μόνο καμιάς κόρης δάκρυ στάζει:
«Κρίμα σε τόση νιότη ευγενική.»

Και παρέκει στο δρόμο συναγμένος
σ' ένα βήμα ολοτρόγυρα ο λαός,
αχνός ακούει, βουβός και τρομαγμένος
πως μιλεί ένας της χώρας διαλεχτός.

«Αυτή είναι η μοίρα καθενός προδότη
— παράδειγμα λαέ, να σου γενή —
που τον στέλνουν της κόλασης τα σκότη
νάρθη να σου μολύνη την ψυχή,

κι ενάντια σε κείνους να τη γυρίση
που αφέντες μας τους έβαλε ο ουρανός,
την έχθρα στην καρδιά να σου φυσήση
σ' ό τι νόμος του κόσμου είναι τρανός.

Λαέ, φθαρτά αγαθά μη σε δολώνουν,
λαέ, ποτέ η ψυχή σου μην ξεχνά
όσα μονάχα τη ζωή σηκώνουν:
τα έργα τα τρανά και δυνατά.

Λαέ, στοχάσου· τι σε περιμένει,
γύρω πολλοί σε ζώνουν φθονεροί,
πρέπει να πέσουν όλοι ντροπιασμένοι
οι μιαροί της πατρίδας μας εχθροί.

κι όλοι χάμω γειρτοί να προσκυνήσουν
το βασιλιά μας τον τρανό βαθιά,
κι όλα της γης τα πέρατα να ηχήσουν:
Δόξα στον αντρειωμένο βασιλιά!»

«Δόξα στο βασιλιά», έκραξε κοντά του,
«δόξα στο βασιλιά», κάποια λαλιά,
«δόξα στο βασιλιά», το πήραν κάτου
το πλήθη του λαού μακριά πλατιά.

«Αυτό θέλει η βουλή που βασιλεύει
ψηλά και κυβερνά ουρανό και γη
και στέλνει εδώ τον έναν να δουλεύη
κι άλλον όσους δουλεύουν να οδηγή.

Το λόγο να ρωτούμε εδώ σταλμένοι
δεν είμαστε, και χρέος μας ιερό
είναι στο έργο που είμαστε βαλμένοι
να κοπιάζωμε δίχως βογκητό.

Άλλοι σκλάβοι, άλλοι αφέντες ως μας έχει
η βουλή Του διορίσει εδώ στη γης·
αλί σε κείνον που μωρά παντέχει
πως θ' αλλάξη το δρόμο της ζωής.

Αλί σ' όποιον ο νους του το χωρέσει
το θέλημα ν' αλλάξη τ' ουρανού!»·
Κι έδειξε ο διαλεχτός κατά τη θέση
που σειόταν το κορμί του αντάρτη νιου.

«Αλί του, αλί του», αλάλαξαν τα πλήθη·
και κράζει ο διαλεχτός πιο βροντερά:
«Οργή δεινή θεού τον εκδικήθη
μ' αυτή την προσταγή του βασιλιά.

Χιλιόχρονο ο θεός να τον φυλάη
τους προδότες βαριά να τιμωρή !»
-«Χιλιόχρονος ο ρήγας μας», βογκάει
σα θάλασσα ο λαός με μια φωνή.

Και η βοή στο γαλάζιο φεύγει αέρα
και σμίγει με τις μύριες ευωδιές
που ευφραίνουν βασιλιά κι αρχόντους πέρα
σε ολόχλωρα νησιά και ακρογιαλιές.

Του κρεμασμένου μόνο ως να σπαράζουν
τα χείλη με χαμόγελο πικρό,
μα τα μάτια άγρια ασάλευτα κοιτάζουν
προς κάποιο όνειρο μέγα μακρινό.



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ



Άσ' τη βάρκα                       Σελ.  4
Παλιές αγάπες                         »  7
Μαύρα βαραίνουν όνειρα                »  9
Το μυστικό δε σου ένιωσε              » 11
Καθόμαστε                             » 13
Κισσέ που απάνω σέρνεσαι              » 15
Με ορμή χύνεται ο άνεμος              » 17
Μες στα όνειρά μου πέρασες            » 19
Λιγνές σαλεύει, ολάργυρες             » 21
Ορθό στέκεσαι                         » 23
Σιγά η πηγή                           » 25
Κλεισμένος                            » 28
Ένα γύρο τον κόσμο                    » 30
Θυμούμαι πως                          » 33
Σε θωρώ                               » 35
Κι ήρθα πάλι                          » 40
Ω φίλε, (Στον ποιητή Λάμπρο Πορφύρα). » 43
Το παραθύρι                           » 48
Γλυκέ φίλε, (Στην ανάμνηση του Γιάννη
                          [Καμπύση)   » 54
Αριάδνη                               » 60
Χαιρετισμός                           » 64
Ένα παραμύθι                          » 72

ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ "ΕΣΤΙΑ,, 12126



ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΧ. Σ. ΖΗΚΑΚΗ

Εξεδόθησαν:

ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ
Θάνατος Παλληκαριού, έκδοσις β'.   Δρ. 3
              Σε χαρτί μεμβράνης       5

Επιμελεία ΚΩΣΤΑ I. ΚΑΡΣΗ

55 Ελληνικά διηγήματα . . .
         Χρυσόδετον . . . .

Τυπώνονται:

                     ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ
Ασάλευτη ζωή, έκδοσις β' μετά προλόγου  Δρ. 5
Τα μάτια της ψυχής μου και ο Ύμνος
      εις την  Αθηνάν σ' έναν τόμο .  .

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Βραδινοί θρύλοι, ποιήματα
Τα πρώτα λυρικά
Ιφιγένεια εν Ταύροις, 3η έκδοσις





*** End of this LibraryBlog Digital Book "Απλοί Τρόποι" ***

Copyright 2023 LibraryBlog. All rights reserved.



Home