Home
  By Author [ A  B  C  D  E  F  G  H  I  J  K  L  M  N  O  P  Q  R  S  T  U  V  W  X  Y  Z |  Other Symbols ]
  By Title [ A  B  C  D  E  F  G  H  I  J  K  L  M  N  O  P  Q  R  S  T  U  V  W  X  Y  Z |  Other Symbols ]
  By Language
all Classics books content using ISYS

Download this book: [ ASCII | HTML | PDF ]

Look for this book on Amazon


We have new books nearly every day.
If you would like a news letter once a week or once a month
fill out this form and we will give you a summary of the books for that week or month by email.

Title: Τίμαιος, Τόμος Β
Author: Plato, 427? BC-347? BC
Language: Greek
As this book started as an ASCII text book there are no pictures available.


*** Start of this LibraryBlog Digital Book "Τίμαιος, Τόμος Β" ***


file). Book provided by Iason Konstantinides.



Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
A table of errors has been taken into account. The spelling of the
book has not been changed otherwise.  Footnotes have been converted
to endnotes.  Bold words are included in &. Words in italics are
included in _. Powers are designated by ^, e.g. 1 raised to the
second power is shown as 1^2. Four geometrical shapes referred to in
the endnotes, can be seen only in the html version of the text.

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε
μονοτονικό. Ο Πίνακας Παροραμάτων έχει ληφθεί υπ' όψη. Κατά τα άλλα
έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Οι υποσημειώσεις των
σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.  Λέξεις με έντονους
χαρακτήρες, περικλείονται σε &. Λέξεις με πλάγιους χαρακτήρες
περικλείονται σε _. Οι δυνάμεις παρουσιάζονται με το σήμα ^, π.χ. 1
εις την δευτέρα φαίνεται σαν 1^2. Τέσσερα γεωμετρικά σχήματα τα οποία
αναφέρονται στις σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου μπορεί να τα δει
κανείς μόνο στην Html εκδοχή του κειμένου.



ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

ΠΛΑΤΩΝΟΣ

ΤΙΜΑΙΟΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
ΠΑΥΛΟΥ ΓΡΑΤΣΙΑΤΟΥ

ΤΟΜΟΣ
Β

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ



ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

ΠΛΑΤΩΝΟΣ

ΤΙΜΑΙΟΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
ΠΑΥΛΟΥ ΓΡΑΤΣΙΑΤΟΥ

ΤΟΜΟΣ
Β

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ
1911



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XIX.
&Προ της του κόσμου δημιουργίας ήσαν το ον, ο χώρος και
η γένεσις. Αλλ' εν τω χώρω υπάρχουσι πρώτον τα
τέσσαρα στοιχεία λογικώς ειμή χρονικώς, συγκεχυμένα,
Άνευ είδους και αριθμού, ύστερον όμως διατάσσονται.&



Ούτος λοιπόν είναι ο λόγος, τον οποίον εσκέφθην και δύ-
ναμαι να δώσω περιληπτικώς περί της γνώμης μου, δηλ. ότι
υπήρχε το ον και ο χώρος και η γένεσις, τρία πράγματα τρι-
χώς, και πριν ή γεννηθή ο κόσμος (1) και ότι η τροφός της γεν-
νήσεως, υγραινομένη και πυρουμένη, και δεχομένη τας μορφάς
της γης και του αέρος και πάσχουσα όλα τα άλλα πάθη, όσα
ακολουθούσιν εις ταύτα, εφαίνετο ποικίλη κατά την όψιν· αλλ'
επειδή ήτο πλήρης δυνάμεων μήτε ομοίων μήτε ισορρόπων, εις
κανέν μέρος της δεν ήτο εις ισορροπίαν, αλλ' όλως ανωμάλως
ταλαντευομένη εσείετο αύτη υπ' εκείνων και κινουμένη αυτή
πάλιν έσειεν εκείνα. Ταύτα δε τα πράγματα κινούμενα άλλα εις
άλλο μέρος, χωριζόμενα πάντοτε μετεφέροντο, όπως εις τον κα-
θαρισμόν του σίτου σειόμενα και ανεμιζόμενα υπό του κοσκίνου
και των άλλων οργάνων τα μεν πυκνά και βαρέα μέρη σωρεύον-
ται εις έν μέρος, τα δε αραιά και ελαφρά φέρονται εις άλλην θέ-
σιν (2). Ούτω τότε συνέβη εις τα τέσσαρα γένη εκείνα, σειόμενα
υπό της δεξαμενής, ενώ αύτη εκινείτο ως όργανον, το οποίον
προξενεί σεισμόν, τα μεν ανομοιότατα μέρη εχωρίζοντο πολύ με-
ταξύ των, τα δε ομοιότατα πάλιν συνωθούμενα συνηνούντο. Και
διά τούτο κατελάμβανον τα μεν χώρον διάφορον παρά τα άλλα,
πριν ή γεννηθή εξ αυτών τούτο το παν συντεταγμένον.

Και όντως προ τούτου πάντα ευρίσκοντο άνευ λόγου και μέ-
Β. | τρου· αλλ' ότε ο Θεός επεχείρησε να διακοσμήση το παν,
πρώτον το πυρ και το ύδωρ και την γην και τον αέρα, τα οποία
είχον μεν ίχνη τινά αυτών, αλλ' ήσαν εις τοιαύτην κατάστασιν
εις την οποίαν είναι φυσικόν να ευρίσκηται παν πράγμα, από
το οποίον λείπει ο Θεός, ταύτα εις τοιαύτην κατάστασιν φυσι-
κώς όντα τότε, ο Θεός τα εκόσμησε με μορφάς και αριθμούς·
Το ότι δε ο Θεός συνέστησε τα πράγματα ταύτα κατά τρόπον
όσον το δυνατόν κάλλιστον και άριστον, ενώ ήσαν εις πολύ διά-
φορον κατάστασιν, τούτο πρέπει να θεωρήται πάντοτε ως υπο-
νοούμενον εις τους λόγους ημών περί παντός πράγματος. Τώρα
δε πρέπει να επιχειρήσω να δηλώσω με λόγον ασυνήθη την διά-
C. | ταξιν εκάστου και την γένεσιν αυτών. Αλλ' επειδή γνωρι-
ζετε και τας επιστημονικάς μεθόδους, διά των οποίων είναι αναγ-
καίον να αποδεικνύωνται τα λεγόμενα, θέλετε με ακολουθήσει.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XX.
&Τα τέσσαρα στοιχειώδη σώματα, πυρ, αήρ, ύδωρ, γη, είναι
και αυτά σύνθετα, τα στοιχεία δ' αυτών είναι τριγωνικά
σχήματα απείρως μικρά. Τα τρίγωνα είναι σκαληνά ή
ισοσκελή. Τα σκαληνά συνδυαζόμενα γεννώσι τρία στε-
ρεά, την πυραμίδα, το οκτάεδρον και το εικοσάεδρον,
τα ισοσκελή γεννώσι μόνον τον κύβον.&



Πρώτον μεν, ότι το πυρ, η γη, το ύδωρ και ο αήρ είναι σώ-
ματα, είναι βέβαια γνωστόν εις πάντας. Παν δε είδος σώματος
πρέπει να έχη και βάθος και στερεότητα (3) και το στερεόν πάλιν
αναγκαίως περιορίζεται υπό επιπέδων επιφανειών (4). Αλλ' η επί-
πεδος και ευθύγραμμος επιφάνεια αποτελείται εκ τριγώνων, τα
Δ. | δε τρίγωνα πάντα αρχήν έχουσι δύο άλλα έχοντα και το
έν και το άλλο μίαν γωνίαν ορθήν και δύο οξείας. Εκ τούτων
δέ τινα (τα ισοσκελή) έχουσιν εκ των δύο μερών ίσον μέρος γω-
νίας ορθής περιεχομένης υπό πλευρών ίσων, άλλα δε (τα σκα-
ληνά) έχουσι μέρη άνισα διηρημένα διά πλευρών ανίσων. Ας
υποθέσωμεν λοιπόν ότι αύτη είναι η αρχή του πυρός και των
άλλων σωμάτων, προχωρούντες αναγκαίως κατά τον πιθανόν λό-
γον (5), διότι τας ανωτέρας αρχάς τούτων γινώσκει μόνος ο Θεός και
Ε. | εκείνος εκ των ανδρών, όστις είναι φίλος αυτού. Πρέπει λοιπόν
να είπωμεν ποία είναι τα κάλλιστα εκείνα σώματα, τα οποία δύ-
νανται να γίνωσι, τα τέσσαρα δηλαδή, ανόμοια μεν μεταξύ των,
αλλά τινά εξ αυτών ικανά όντα να γεννώνται τα μεν εκ των δε,
καθόσον ταύτα διαλύονται. Διότι εάν επιτύχωμεν τούτο, θα έχω-
μεν την αλήθειαν περί γενέσεως της γης και του πυρός και των
δύο άλλων, τα οποία είναι μέσοι ανάλογοι αυτών. Διότι κατά
τούτο δεν θα υποχωρήσωμεν εις κανένα, ότι δηλ. δύνανται να
υπάρχωσί πού σώματα ορατά ωραιότερα από ταύτα, έκαστον εις
το γένος του. Πρέπει λοιπόν να έχωμεν προθυμίαν, ίνα συναρ-
μόσωμεν τα τέσσαρα είδη σωμάτων, διαφέροντα κατά την καλ-
λονήν, και είτα είπωμεν, ότι ικανώς κατελάβομεν την φύσιν
αυτών.

54. | Εκ των δύο ειδών τριγώνων το ισοσκελές μίαν μόνην
έχει φύσιν, το δε σκαληνόν απείρους, πρέπει δε εκ των απείρων
να προτιμώμεν το κάλλιστον, εάν θέλωμεν να αρχίσωμεν καθώς
πρέπει. Αν λοιπόν τις δύναται να εκλέξη και να είπη άλλο
ωραιότερον διά την σύστασιν των σωμάτων τούτων, ούτος ουχί ως
εχθρός αλλ' ως φίλος νικά. Ημείς δε εκ των πολλών τριγώνων
θέτομεν έν ως το κάλλιστον, παραλείποντες τα άλλα, εκείνο δηλ.
εκ του οποίου επαναλαμβανομένου σχηματίζεται τρίτον, ισόπλευ-
Β. | ρον (6) διατί δε τούτο, ο λόγος είναι μακρός, αλλ' εις εκείνον
όστις δύναται να αναιρέση τούτο και να εύρη ότι δεν έχει ού-
τως, ως βραβείον πρόκειται η φιλία ημών. Ας εκλέξωμεν λοιπόν
δύο τρίγωνα, εκ των οποίων κατεσκευάσθησαν το σώμα του πυρός
και το των άλλων (στοιχείων), το μεν (να είναι) ισοσκελές, το δε
άλλο να έχη την μεγαλυτέραν των καθέτων κατά την δύναμιν
τριπλασίαν της μικροτέρας (7).

Εκείνο δε, το οποίον πρότερον έχω ειπεί όχι σαφώς, τώρα
πρέπει καλύτερα να προσδιορίσω. Τα τέσσαρα δηλαδή είδη
(στοιχεία) μας εφαίνοντο τότε ότι όλα αμοιβαίως εγεννώντο τα
μεν εκ των δε, αλλά δεν εφανταζόμεθα ορθώς. Διότι γεννώνται
C. | μεν εκ των τριγώνων, τα οποία εξελέξαμεν, τέσσαρα είδη,
τα τρία μεν εκ του ενός, το οποίον έχει τας πλευράς ανίσους,
αλλ' έν μόνον, το τέταρτον, αποτελείται εκ του ισοσκελούς τρι-
γώνου. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν όλα, διαλυόμενα εις άλληλα να
γίνωνται εκ πολλών μικρών ολίγα μεγάλα, και αντιστρόφως,
αλλά μόνα τα τρία πρώτα. Διότι ταύτα, επειδή εγεννήθησαν όλα
εξ ενός τριγώνου, όταν λυθώσι τα μεγαλύτερα συστήματα (αθροί-
Δ. | σματα), πολλά μικρότερα θα συσταθώσι, λαμβάνοντα τας
καταλλήλους εις αυτά μορφάς, και ούτως, όταν πάλιν τα πολύ
μικρά χωρισθώσιν εις τρίγωνα, εάν εξ ενός όγκου γίνη μία ενό-
της, δύναται να αποτελεσθή έν άλλο είδος μέγα (8). Aρκούσι λοι-
πόν όσα είπομεν περί της αμοιβαίας γενέσεως του ενός εκ του
άλλου των ειδών τούτων. Εκείνο δε όπερ ων ακόλουθον εις
ταύτα πρέπει να είπωμεν, είναι: τι είναι έκαστον είδος, όπερ γί-
νεται εξ αυτών, και εκ της συμπτώσεως ποίων αριθμών γίνεται.
Και θα αρχίσωμεν με το είδος το πρώτον και έχον την σμικρο-
τάτην σύστασιν. Στοιχείον τούτου είναι το τρίγωνον το έχον την
υποτείνουσαν διπλασίαν της μικροτέρας καθέτου κατά το μήκος,
συνδυάζοντες δε ανά δύο εκ των τριγώνων τούτων διά της δια-
Ε. | γωνίου, και τούτο ποιούντες τρεις φοράς, ούτως ώστε αι δια-
γώνιοι και αι μικρότεραι κάθετοι να συνενώνται εις έν κοινόν
σημείον ως εις κέντρον, γίνεται έν ισόπλευρον τρίγωνον εκ των
έξ τα οποία υπήρχον (9). Όταν έπειτα συνενωθώσι τέσσαρα τρίγωνα
55. | ισόπλευρα, ανά τρεις ομού επίπεδοι γωνίαι αποτελούσι μίαν
στερεάν γωνίαν, κειμένην εφεξής της αμβλυτέρας των επιπέδων
γωνιών· και επειδή απετελέσθησαν τέσσαρες τοιούτοι συνδυασμοί
σχηματίζεται ούτω το πρώτον στερεόν είδος (10), όπερ έχει την ιδιό-
τητα να διαιρή εις μέρη ίσα και όμοια την όλην επιφάνειαν
σφαίρας (εις την οποίαν είναι εγγεγραμμένη). Δεύτερον είδος γίνε-
ται εκ των αυτών τριγώνων, αλλ' ενουμένων εις οκτώ ισόπλευρα
τρίγωνα, ώστε να αποτελώσι μίαν στερεάν γωνίαν έχουσαν τέσ-
σαρας επιπέδους γωνίας, και όταν γίνωσιν έξ τοιαύτα, τότε το
Β. | δεύτερον πάλιν σώμα αποτελείται (11). Το τρίτον είδος στερεού
σύγκειται εξ εκατόν είκοσι στοιχείων (τριγώνων) ομού ηνωμένων
και εκ δώδεκα στερεών γωνιών, των οποίων εκάστη περιέχεται
υπό πέντε επιπέδων ισοπλεύρων τριγώνων, και έχει ως βάσεις
(όψεις) είκοσι ισόπλευρα τρίγωνα (12). Και ούτω το έν εκ των στοι-
χείων, αφού εγέννησε πάντα ταύτα, εξηντλήθη. Το δε ισοσκελές
τρίγωνον εγέννησε το τέταρτον είδος σώματος, καθ' όσον ανά
τέσσαρα ισοσκελή ηνούντο ούτως, ώστε αι ορθαί γωνίαι να συν-
ενώνται εις το κέντρον και να γεννάται έν τετράγωνον ισόπλευ-
C. | ρον (13). Έξ δε τοιαύτα συνενωθέντα αποτελούσιν οκτώ στε-
ρεάς γωνίας, των οποίων εκάστη συνίσταται από τρεις επιπέδους
ορθάς· το δε σχήμα του ούτω συναποτελεσθέντος σώματος γίνε-
ται κυβικόν έχον έξ επιπέδους τετραγώνους ισοπλεύρους βάσεις
(έδρας) (14). Προσέτι δε, επειδή υπήρχεν είς πέμπτος συνδυασμός,
ο Θεός μετεχειρίσθη αυτόν, ίνα κοσμήση το σχήμα του παντός (15).



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXI.
&Τα ειρημένα 4 στερεά συνδυαζόμενα γεννώσι τα 4 στοι-
χειώδη σώματα. Η μεν γη σύγκειται εκ κύβων, το ύδωρ
εξ εικοσαέδρων, ο αήρ εξ οκταέδρων και το πυρ εκ τρι-
γωνικών πυραμίδων. Όθεν τα σωμάτια του πυρός είναι
τα οξύτατα, τμητικώτατα, ευκινητότατα και κουφότατα
σχετικώς προς τα των άλλων, τα της γης δε είναι τα
μέγιστα, αμβλύτατα, βαρύτατα και δυσκινητότατα.&



Εάν δε τις ταύτα πάντα ακριβώς αναλογιζόμενος απορή αν
πρέπη να λέγη ότι οι κόσμοι είναι άπειροι, ή ότι έχουσι πέρας,
το δόγμα ότι είναι άπειροι δύναται να το θεωρή αληθώς ότι εί-
Δ. | ναι γνώμη ανθρώπου απείρου (αμαθούς) εις πράγματα εις
τα οποία οφείλει να είναι έμπειρος. Αλλά, αν πρέπη να λέγη
ότι όντως ούτοι εγεννήθησαν είς ή πέντε, επιμείνας εις τούτο,
μάλλον ευλόγως δύναται να απορή. Η γνώμη όμως ημών είναι
ότι κατά πάντα ορθόν λόγον είς μόνος κόσμος εγεννήθη, άλλος
όμως αποβλέπων εις άλλα, θα έχη ίσως διάφορον γνώμην.

Αλλ' ας αφήσωμεν τούτον, και ας διανείμωμεν τα είδη, τα
οποία εύρομεν διά του λόγου, εις πυρ, γην, ύδωρ και αέρα. Και
εις την γην ας δώσωμεν το κυβικόν σχήμα, διότι αύτη είναι εκ
Ε. | των τεσσάρων ειδών η μάλλον ευκίνητος και εξ όλων των
σωμάτων η μάλλον εύπλαστος, και τοιούτο προ πάντων πρέπει
να είναι εκείνο, όπερ έχει τας βάσεις ασφαλεστάτας. Διότι εκ των
κατ' αρχάς υποτεθέντων τριγώνων φύσει ασφαλεστέρα είναι η
βάσις των εχόντων δύο πλευράς ίσας παρά την βάσιν των εχόν-
των αυτάς ανίσους, και εκ των επιφανειών, αίτινες αποτελούνται
εκ του ενός και εκ του άλλου, το ισόπλευρον τετράγωνον είναι
κατ' ανάγκην σταθερώτερον του ισοπλεύρου τριγώνου και κατά
τα μέρη και κατά το όλον. Διό αποδίδοντες τούτο εις την γην
56. | διατηρούμεν την πιθανότητα του λόγου· εις το ύδωρ δε
έπειτα (ας δώσωμεν) το σχήμα, όπερ εκ των υπολοίπων είναι το
μάλλον δυσκίνητον, εις δε το πυρ το ευκινητότατον πάντων, και
εις τον αέρα το μέσον σχήμα· και το σμικρότατον σώμα ας δώ-
σωμεν εις το πυρ, το μέγιστον εις το ύδωρ και το μέσον εις τον
αέρα, και ακόμη το μεν οξύτατον εις το πυρ, το δεύτερον (μετά
το πυρ) εις τον αέρα και το τρίτον εις το ύδωρ. Εξ όλων λοιπόν
Β. | τούτων το έχον τας ολιγωτέρας βάσεις αναγκαίως είναι το
μάλλον ευκίνητον, διότι εξ όλων είναι πανταχόθεν το μάλλον
κοπτικόν και οξύ, και προσέτι το ελαφρότατον, διότι αποτελείται
εξ ολιγίστου αριθμού των αυτών μερών· το δε ερχόμενον δεύτε-
ρον πρέπει να έχη τας αυτάς ιδιότητας εις δεύτερον βαθμόν,
και το τρίτον εις τρίτον βαθμόν. Λοιπόν συμφώνως με τον ορθόν
λόγον και τον πιθανόν, το στερεόν το λαβόν το σχήμα της πυ-
ραμίδος είναι το στοιχείον και το σπέρμα του πυρός, και το
δεύτερον κατά την γέννησιν (το κανονικόν οκτάεδρον) ας το εί-
πωμεν του αέρος, και το τρίτον (το κανονικόν εικοσάεδρον) του
ύδατος. Πάντα λοιπόν ταύτα πρέπει να τα συλλαμβάνωμεν με
C. | την διάνοιαν τόσον σμικρά, ώστε έν έκαστον εξ εκάστου εί-
δους μόνον μας είναι όλως αόρατον και όταν πολλά αυτών
συναθροισθώσιν εις έν τότε φαίνεται η μάζα αυτών. Και ως
προς τας αναλογίας εις τας ποσότητας και τας κινήσεις και
τας άλλας δυνάμεις πάσας πρέπει να νοώμεν ότι ο Θεός, καθ'
ίσον του φυσικού νόμου η ανάγκη εκουσίως και πειθομένη υπε-
χώρει εις αυτόν, κατά τόσον, αφού πανταχού ακριβώς τας απε-
τέλεσε, τας συνήρμοσε λογικώς.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXII.
&Μεταμορφώσεις των τεσσάρων στοιχειωδών σωμάτων εις
άλληλα. Σωμάτιον ύδατος (20εδρον) δύναται να δώση
δύο αέρος (8εδρα) και έν πυρός (4εδρον). Έν αέρος
αποτελεί δύο πυρός κ.λ. Ανάπαλιν εκ πυρός γίνεται
αήρ και εξ αέρος ύδωρ. Αι μεταμορφώσεις αύται φέ-
ρουσι μεταβολήν θέσεως. Εκ της μίξεως των στοιχείων
γεννώνται τα διάφορα ορατά σώματα.&



Εκ πάντων όσα προείπομεν περί των τεσσάρων ειδών τού-
των, ιδού πώς κατά μεγίστην πιθανότητα δύνανται να έχωσι
Δ. | ταύτα. Η γη ερχομένη εις συνάντησιν με το πυρ και διαλυ-
θείσα υπό της οξύτητος αυτού διασκορπίζεται, είτε διαλυομένη
τυχόν εις αυτό το πυρ είτε εις την μάζαν του αέρος είτε εις την
του ύδατος· έως ου τα μέρη αυτής τα τυχόν ευρεθέντα ομού εις
μέρος τι συναρμοσθώσι μεταξύ των και ούτω γίνη πάλιν γη.
Διότι βεβαίως δεν δύναταί ποτε η γη να μεταβή εις άλλο είδος.
Το ύδωρ όμως διαιρεθέν υπό του πυρός ή και υπό του αέρος,
δυνάμεθα να δεχθώμεν ότι γίνεται ανασυνιστώμενον (16) έν σώμα
πυρός και δύο αέρος. Ως προς τα τμήματα δε του αέρος, εξ ενός
Ε. | μέρους αυτών, όταν διαλυθή, δύνανται να γίνωσι δύο σώ-
ματα πυρός. Και ανάπαλιν, όταν ολίγον πυρ περιλαμβανόμενον
υπό πολλού αέρος ή ύδατος ή γης τινος, παρασυρόμενον υπό
της κινήσεως αυτών και νικηθέν εις την μάχην, θραυσθή, δύο
σώματα πυρός δύνανται να συντεθώσιν εις έν μόνον είδος αέρος·
και όταν ο αήρ νικηθή και κατακερματισθή, εκ δύο όλων και
ενός ημίσεος αυτού, αποτελεσθή έν όλον συμπαγές ύδατος. Τω
57. | όντι, ας εξετάσωμεν αυτά πάλιν κατά τον ακόλουθον τρό-
πον: Όταν έν είδος εκ των άλλων περιεχόμενων εντός του πυρός
κόπτηται υπ' αυτού διά της οξύτητος των γωνιών και των πλευ-
ρών του, μεταβαίνον ως προς την σύστασίν του εις την φύσιν
του πυρός παύει πλέον από του να κόπτηται. Διότι έκαστον εί-
δος, όμοιον ον και ταυτόν προς εαυτό, δεν είναι δυνατόν ούτε να
επιφέρη μεταβολήν ούτε να πάθη τι υπό είδους ίσου και ομοίου
προς αυτό (17). Εν όσω όμως έν είδος μεταβαίνει εις άλλο, και
ασθενέστερον ον μάχεται κατά ισχυροτέρου, δεν παύει από του
να διαλύηται. Αλλ' όταν τα μικρότερα είδη, ολίγα όντα, περι-
κλεισμένα εντός των μεγαλυτέρων, πολλών όντων σβύνωνται
θραυόμενα, εάν μεν θέλωσι να έλθωσιν εις το είδος του νικήσαν-
τος αυτά, παύουσιν από του να σβύνωνται και εκ του πυρός γί-
Β. | νεται αήρ, εκ δε του αέρος γίνεται ύδωρ. Αν όμως κινών-
ται κατ' αυτού (του ισχυροτέρου) (18) και αν έν από τα άλλα είδη
συνδραμόν συμπολεμή, δεν παύουσιν από του να διαλύωνται
πριν ή ολοσχερώς απωθούμενα και διαλελυμένα καταφύγωσιν
εις το είδος της φύσεώς των, ή αφού νικηθώσι και γίνωσιν εκ
πολλών έν μόνον πράγμα όμοιον προς το νικήσαν, μείνωσιν ίνα
κατοικώσι μετ' αυτού. Και βεβαίως διά τα παθήματα ταύτα έκα-
C. | στον των ειδών τούτων μεταβάλλει τόπον (19). Διότι ο (αρχικός)
όγκος εκάστου είδους είναι αποχωρισμένος των άλλων εις ιδιαίτε-
ρον τόπον ένεκα της κινήσεως του περιέχοντος αυτά χώρου, και
εκείνα, άπερ εκάστοτε γίνονται ανόμοια προς εαυτά, όμοια δε
προς άλλα, μεταφέρονται υπό του σεισμού εις τον τόπον εκείνων,
με τα οποία ήθελον ομοιωθή.

Όσα λοιπόν είναι άκρατα (απλά) και πρώτα σώματα όλα
έγιναν διά τοιούτων αιτίων. Ότι δε εις τα γένη αυτών άλλα
είδη εγεννήθησαν, τούτου την αιτίαν πρέπει ν' αποδώσωμεν
εις την σύστασιν εκάστου των δύο στοιχείων (20)· διότι, δι' εκάστην
Δ. | σύστασιν δεν παρήχθη κατ' αρχάς το τρίγωνον με έν μόνον
μέγεθος, αλλά έγιναν και μεγαλύτερα και μικρότερα, τοσαύτα δε
τον αριθμόν, όσα δύνανται να είναι τα είδη εις τα γένη (21). Τοιου-
τοτρόπως αναμιγνυόμενα ταύτα προς εαυτά και μεταξύ των είναι
άπειρα κατά την ποικιλίαν, της οποίας πρέπει να γίνωσι θεωροί
οι μέλλοντες να είπωσιν ορθά περί της φύσεως.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXIII.
&Η κίνησις και η στάσις. Αίτια κινήσεως η ανομοιότης και
η ανισότης (διαφορά). Το σύμπαν κυκλοτερές ον σφίγ-
γει τα σώματα και ουδαμού αφίνει κενόν. Συνοχή σω-
μάτων. Η κίνησις είναι αδιάλειπτος.&



Περί κινήσεως όμως και ηρεμίας, με ποίον τρόπον και διά
ποίας αιτίας γίνονται, εάν δεν συμφωνήσωμεν πρώτον, πολλά
θα υπάρξωσιν εμπόδια εις τους επομένους συλλογισμούς. Τινά
Ε. | μεν περί αυτών έχομεν ήδη είπει· αλλ' εκτός εκείνων
θα είπωμεν και ταύτα: ότι όπου υπάρχει ομαλότης (το ομοιό-
μορφον) δεν δύναται να υπάρχη κίνησις. Διότι πράγμα μέλλον
να κινηθή χωρίς το μέλλον να κινήση ή πράγμα μέλλον να κι-
νήση χωρίς το μέλλον να κινηθή είναι δύσκολον ή μάλλον αδύ-
νατον. Λοιπόν άνευ των δύο τούτων κίνησις δεν υπάρχει· ταύτα
δε να είναι όμοια είναι αδύνατον (22). Ούτω πάντοτε την ηρεμίαν
ας ανάγωμεν εις την ομαλότητα, την δε κίνησιν εις την ανωμα-
58 | λίαν (διαφοράν). Η ανισότης δε πάλιν είναι αιτία της ανω-
μαλίας. Και της μεν ανισότητος εξητάσαμεν (23) την γένεσιν.
Αλλά πώς άρα γε δεν συμβαίνει ώστε χωρισθέντα ταύτα κατά
τα είδη αυτών έκαστα να παύσωσιν από του να κινώνται και
να μεταφέρωνται τα μεν διά των δε, ταύτα δεν έχομεν είπει.
Λοιπόν πάλιν θα είπωμεν ούτως: Η περιφορά του σύμπαντος
αφού περιέλαβεν εις εαυτήν τα ειρημένα γένη, επειδή είναι κυ-
κλική κατά την μορφήν και έχει την φυσικήν τάσιν να επανέρχη-
ται εις εαυτήν, συσφίγγει πάντα τα πράγματα και δεν αφίνει να
μένη τόπος κενός ουδείς. Διά τούτο προ πάντων το πυρ εισδύει
Β. | εις όλα τα πράγματα και κατά δεύτερον λόγον ο αήρ, καθό
φύσει δεύτερος κατά την λεπτότητα, και τα άλλα είδη κατά τον
αυτόν τρόπον. Διότι όσα έγιναν εκ μερών μεγίστων αφίνουσι
μέγιστον κενόν εις την σύστασιν αυτών, τα δε σμικρότατα ελά-
χιστον. Όθεν η κίνησις της συμπυκνώσεως ωθεί τα μικρά εις
τα κενά των μεγάλων (24). Όταν λοιπόν τα μικρά τίθενται πλη-
σίων των μεγάλων, και τα μεν σμικρά χωρίζωσι τα μεγάλα,
τα δε μεγάλα συμπιέζωσι τα μικρά, όλα άνω-κάτω μεταφέρον-
ται εις τους ιδιαιτέρους αυτών τόπους. Διότι έκαστον μεταβάλ-
C | λον το μέγεθος μεταβάλλει και τον τόπον, εν ω ίσταται.
Ούτω και διά τους λόγους τούτους η γέννησις της ανωμαλίας,
διατηρουμένη πάντοτε, παράγει την συνεχή κίνησιν των στοι-
χείων τούτων, ήτις είναι και θα είναι αδιακόπως.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXIV.
&Τα διάφορα γένη ή ποιότητες του πυρός — του αέρος — και
του ύδατος (Χημεία)&.



Μετά ταύτα πρέπει να έχωμεν κατά νουν ότι πολλά είδη
πυρός υπάρχουσιν, ως η φλοξ και εκείνο όπερ απορρέει εκ της
φλογός και όπερ δεν καίει μεν, αλλά δίδει φως εις τους οφθαλ-
μούς, και εκείνο όπερ εκ του πυρός μένει εις τα διάπυρα σώ-
Δ. | ματα, όταν η φλοξ σβεσθή (25). Κατά τον αυτόν τρόπον εις τον
αέρα υπάρχει το καθαρώτατον μέρος ονομαζόμενον αιθήρ, και
το θολερώτατον καλούμενον νέφος και σκότος, και άλλα είδη
χωρίς όνομα, τα οποία εγεννήθησαν διά την ανισότητα των τρι-
γώνων. Τα δε είδη του ύδατος είναι κατά πρώτον δύο, το υγρόν
και το χυτόν (26). Το μεν υγρόν, επειδή σύγκειται εκ μερών
ύδατος σμικρών και ανίσων, είναι κινητόν υφ' εαυτού και
υπ' άλλου, ένεκα της ανωμαλίας του και των ιδιοτήτων του
Ε. | σχήματός του. Το άλλο όμως, επειδή αποτελείται εκ με-
ρών μεγάλων και ίσων, ον στασιμώτερον του πρώτου και βαρύ,
είναι συμπαγές ένεκα της ομαλότητός του, αλλ' υπό την ενέρ-
γειαν του πυρός, το οποίον διαπερά και διαλύει αυτό, απο-
βάλλον το ομοιόμορφον αυτού αποκτά περισσοτέραν κίνησιν, και
επειδή γίνεται ευκίνητον, ωθείται υπό του πλησίον αέρος και
εκτείνεται επί της γης, και &τήξις& μεν η διάλυσις της μάζης
του, &ροή& δε η επί της γης διάχυσις αυτού ωνομάσθησαν, έκα-
59. | στον των παθών τούτων. Και πάλιν, όταν εξέρχηται εξ αυ-
τού το πυρ, επειδή τούτο δεν μεταβαίνει εις το κενόν, ο πλησίον
αήρ, ωθούμενος υπ' αυτού και ωθών τον υγρόν όγκον, ακόμη
ευκίνητον όντα, εις τους τόπους τους οποίους αφήκε κενούς το
πυρ, τον συμπιέζει εις εαυτόν· ούτος δε (ο υγρός όγκος) διά της
πιέσεως επανακτών την ομαλότητα αυτού, διότι απήλθε το πυρ,
το αίτιον της ανωμαλίας, γίνεται ως πρότερον ο αυτός προς εαυ-
τόν. Και η μεν αποχώρησις του πυρός ωνομάσθη &ψύξις&, η δε
μετά την αποχώρησιν τούτου συμπύκνωσις ωνομάσθη &πήξις&.

Εξ όλων δε τούτων, όσα ωνομάσαμεν χυτά ύδατα, εκείνο το
Β. | οποίον, επειδή γίνεται εκ λεπτοτάτων και ομαλωτάτων με-
ρών, είναι το πυκνότατον, έν απλούν είδος μετέχον χρώματος στιλ-
πνού και ξανθού, απόκτημα πολυτιμότατον, είναι ο &χρυσός&, όσ-
τις γίνεται στερεός, διότι υπέστη διήθησιν διά μέσου πέτρας.
Και ο όζος του χρυσού, όστις διά την πυκνότητα αυτού είναι
σκληρότατος και μελανός το χρώμα, ωνομάσθη &αδάμας& (27). Εκείνο
δε ου τα μέρη είναι μικρά ως τα του χρυσού, αλλ' έχει είδη
πλείω του ενός, είναι δε και πυκνότερον του χρυσού, και
C. | έχει ολίγον και λεπτόν μέρος γης, ώστε να είναι σκλη-
ρότερον, αλλά επειδή έχει εντός εαυτού μεγάλα διαλείμματα,
είναι ελαφρότερον, τούτο είναι έν είδος εκ των λαμπρών και
συμπιεστών υδάτων και στερεοποιηθέν αποτελεί τον &χαλκόν&.
Το δε μέρος της γης το μιχθέν μετ' αυτού, όταν και τα δύο πα-
λαιούμενα αποχωρίζωνται πάλιν απ' αλλήλων, γινόμενον φανε-
ρόν ως υπάρχον καθ' εαυτό λέγεται ιός (σκωρία). Περί δε των
άλλων, εκ των τοιούτων ουδόλως είναι δύσκολον να εξηγηθή
τις ακόμη, ακολουθών την πιθαναλογίαν διά της οποίας, (όταν
Δ. | χάριν αναπαύσεως αφίνη τους λόγους περί των αιωνίων
όντων και προσέχων εις τους πιθανούς λόγους περί εκείνου,
όπερ γίνεται, αποκτά ηδονήν αμεταμέλητον), δύναται να εύρη
παιδιάν μεμετρημένην και φρόνιμον εν τη ζωή του. Ούτω
δε και ημείς τώρα ομοίως οδηγούμενοι, ως πρότερον, θα εκθέ-
σωμεν περί των πραγμάτων τούτων τας εξής πιθανότητας τοιου-
τοτρόπως.

Το ύδωρ, αναμιχθέν με το πυρ, όσον είναι λεπτόν και υγρόν
(και διά την κίνησιν και τον δρόμον, τον οποίον λαμβάνει κυλιό-
μενον επί της γης, λέγεται &υγρόν&), και μαλακόν συνάμα, διότι
αι βάσεις αυτού, ούσαι ολιγώτερον στερεαί παρά τας βάσεις της
γης, ευκόλως υποχωρούσι, τούτο (το ύδωρ), όταν αποχωρισθέν
Ε. | από του πυρός και από του αέρος μείνη μόνον, γίνεται
ομαλώτερον και διά την αποχώρησιν εκείνην συνωθείται εις
εαυτό· και τοιουτοτρόπως πυκνωθέν, εκείνο όπερ πάσχει τούτο
εις μέγαν βαθμόν υπεράνω της γης λέγεται &χάλαζα&, το δε επί
της γης παθόν τούτο ονομάζεται &κρύσταλλος& (πάγος), το δε πα-
θόν εις ολιγώτερον βαθμόν και κατά το ήμισυ μόνον πηχθέν,
τούτο, αν είναι υπεράνω της γης, καλείται &χιών&, και εάν πυ-
κνωθή επί της γης και γεννάται εκ της δρόσου, λέγεται &πάχνη&.
Αι δε πολυάριθμοι ποιότητες ύδατος, αι οποίαι είναι ανάμικτοι
60. | μεταξύ των και διυλίζονται διά των φυτών της γης όλαι
ομού λέγονται &χυμοί&. Ούτοι δε, ένεκα των αναμίξεων, επειδή εί-
ναι έκαστος διάφορος του άλλου, οι μεν περισσότεροι απετέλε-
σαν ανώνυμα είδη, τέσσαρα όμως, τα οποία περιέχουσι πυρ,
επειδή ήσαν μάλλον προφανή, έλαβον ίδια ονόματα· και το μεν
δυνάμενον να θερμαίνη την ψυχήν άμα και το σώμα είναι ο οί-
νος· το δε άλλο, το οποίον είναι λείον και ικανόν να διαστέλλη
την όρασιν και διά τούτο, είναι λαμπρόν κατά την όψιν και φαί-
νεται στιλπνόν και παχύ είναι το &ελαιώδες& είδος, ήτοι η &πίσσα&,
Β. | ο χυμός της &ρητίνης&, αυτό το &έλαιον& και όσοι άλλοι χυμοί
είναι της αυτής φύσεως. Εκείνο δε το είδος, το οποίον είναι δια-
χυτικόν όσον το επιτρέπει η φύσις του οργανισμού του στόματος,
και διά της ιδιότητος ταύτης παράγει την γλυκύτητα, έλαβεν εν
γένει το όνομα &μέλι&· και εκείνο, όπερ διαλύει με την καυστικό-
τητα αυτού τας σάρκας και κάμνει αφρόν και καλώς διακρίνεται
από όλους τους άλλους χυμούς, ωνομάσθη &οπός&.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXV.
&Τα διάφορα είδη ή ποιότητες της γης.&



Εκ δε των ειδών της γης το μεν καθαρισθέν διά μέσου του
ύδατος γίνεται λίθινον σώμα κατά τον εξής τρόπον. Το ύδωρ
το αναμεμιγμένον μετ' αυτής, όταν εις την μίξιν κατατμηθή,
μεταβάλλεται εις μορφήν αέρος, και όταν γίνη αήρ τρέχει επάνω
C | εις τον τόπον αυτού. Επειδή δε δεν υπάρχει κανέν κενόν
πέριξ, τον μεν πλησίον αέρα απωθεί, ούτος δε, επειδή είναι βα-
ρύς ωθούμενος και διαχεόμενος πέριξ της μάζης της γης, θλί-
βει αυτήν σφοδρώς και την σπρώχνει εις τους τόπους, οπόθεν εί-
χεν εξέλθει ο νεωστί σχηματισθείς αήρ. Συμπιεσθείσα έπειτα
υπό του αέρος η γη γίνεται μετά του ύδατος, όπερ δεν δύναται
πλέον να διαλυθή, &πέτρα&, ωραιοτέρα μεν εκείνη, ήτις αποτελου-
μένη εκ μερών ίσων και ομοιομόρφων είναι διαφανής, ασχημο-
τέρα δε η εναντίας έχουσα ιδιότητας. Εκείνη όμως, ήτις υπό της
ταχύτητος του πυρός εστερήθη πάσης υγρασίας και συνεπυκνώθη
εις σώμα ξηρότερον του πρώτου, γίνεται εκείνο, το οποίον ωνομά-
D. | σαμεν κέραμον. Ενίοτε δε, όταν απομείνη υγρασία, η γη,
επειδή εχύθη διά του πυρός, όταν ψυχθή, γίνεται ο λίθος ο έχων
χρώμα μέλαν. Εκ των δύο δε τούτων, τα οποία τοιουτοτρόπως
γυμνούνται μεγάλης ποσότητος ύδατος, όπερ ήτο ανάμικτον
μετ' αυτών, και αποτελούνται εκ μερών γης λεπτοτέρων και είναι
αλμυρά, όταν η πήξις αυτών γίνη κατά το ήμισυ και είναι
ταύτα ακόμη διαλυτά υπό του ύδατος σχηματίζεται το νίτρον, το
οποίον είναι ικανόν να καθαρίζη (από) το έλαιον και την γην, και
προσέτι εκείνο, όπερ τόσον καλώς προσαρμόζεται εις τα αρτύ-
Ε. | ματα διά την αίσθησιν του στόματος, το σώμα των αλάτων,
το οποίον είναι τόσον προσφιλές εις τους θεούς, καθώς λέγει ο
νόμος (28). Τα δε σύνθετα, εκ των δύο ειδών (γης και ύδατος), τα
οποία υπό μεν του ύδατος δεν είναι διαλυτά, είναι όμως υπό του
πυρός, συμπηγνύονται τοιουτοτρόπως διά τον εξής λόγον. Όγ-
κους γης (29) δεν διαλύει ούτε το πυρ ούτε ο αήρ, διότι, επειδή
ταύτα αποτελούνται από μέρη φύσει μικρότερα των κενών της
συστάσεως της γης και μεταβαίνουσιν άνευ βίας διά μέσου πολ-
λής ευρυχωρίας, αφίνουσιν αδιάλυτον και δεν τήκουσιν αυτήν.
Αλλά τα μέρη του ύδατος, επειδή είναι φύσει μεγαλύτερα, ευ-
61. | ρίσκοντα διά βίας έξοδον, διαλύουσι και τήκουσιν αυτήν.
Την γην λοιπόν, ήτις δεν είναι συμπαγής, μόνον το ύδωρ δύνα-
ται τοιουτοτρόπως να διαλύση διά της βίας, αλλ' όταν είναι συμ-
παγής ουδέν άλλο την διαλύει πλην του πυρός, διότι εις ουδέν
άλλο απομένει είσοδος εκεί παρά εις το πυρ. Και πάλιν την πύ-
κνωσιν του ύδατος, όταν είναι βιαιοτάτη, μόνον το πυρ, όταν δε
είναι ασθενεστέρα και τα δύο, πυρ και αήρ την διαλύουσιν, ο μεν
αήρ εισερχόμενος εις τα κενά, το δε πυρ και εις τα στοιχειώδη
τρίγωνα (30). Τον δε αέρα τον ισχυρώς πυκνωθέντα ουδέν δύναται
να διαλύση, εκτός εάν διαλύση εις τα στοιχεία του, εάν δε είναι
αβίαστος η πύκνωσις, μόνον το πυρ διαλύει αυτόν (31). Ως προς τα
σώματα δε τα μικτά εκ γης και ύδατος, ενόσω το ύδωρ κατέ-
Β. | χει τα κενά της γης συμπεπιεσμένης με δύναμιν, τα μέρη
του ύδατος τα επερχόμενα έξωθεν μη ευρίσκοντα είσοδον και πε-
ριρρέοντα όλον τον όγκον, την αφίνουσιν αδιάλυτον· αλλά τα
μέρη του πυρός εισερχόμενα εις τα κενά των υδάτων, εκείνο
όπερ το ύδωρ προξενεί εις την γην, τούτο προξενούντα τα μέρη
του πυρός εις το ύδωρ, γίνονται αυτά μόνα αίτια εις το μικτόν
σώμα να διαλυθή και να γίνη ρευστόν. Και τοιαύτα σώματα συμ-
βαίνει άλλα μεν να έχωσιν ολιγώτερον ύδωρ παρά γην, και
ταύτα είναι πάντα τα είδη της υάλου και πάντες οι λίθοι, οίτι-
C. | νες καλούνται χυτοί, άλλα δε ανάπαλιν, έχουσι περισσότε-
ρον ύδωρ και είναι όλα τα σώματα τα κηροειδή και τα κατάλ-
ληλα προς αρωματισμόν (θυμιάματα).



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXVI.
&Οργανικά παθήματα (εντυπώσεις) και αισθήσεις. Απτικά
αισθήματα. Εντύπωσις του θερμού εξηγουμένη εκ της
φύσεως του πυρός. Εντύπωσις του ψυχρού εξηγου-
μένη εκ των περί το σώμα υγρών τεινόντων να εισέλ-
θωσιν εις αυτό. Το αίσθημα του σκληρού και του μα-
λακού. Το βαρύ και το κούφον, το κάτω και το άνω,
εξηγούμενα εκ του νόμου καθ' ον το όμοιον έλκει προς
εαυτό το όμοιον. Η εντύπωσις του λείου και του τρα-
χέος (32).&



Και τα μεν ποικίλα είδη, τα οποία γεννώνται εκ των δια-
φόρων σχημάτων, εκ των συνδυασμών και εκ των αμοιβαίων
μεταβολών αρκετά έχουσιν αποδειχθή. Τώρα δε πρέπει να προσ-
παθήσωμεν να διασαφήσωμεν τας εξ αυτών εντυπώσεις, διά ποίας
αιτίας γίνονται. Πρώτον λοιπόν εις πάντα, περί των οποίων γί-
νεται λόγος, πρέπει να υπάρχη μία σχετική αίσθησις (33). Αλλά
περί της γενέσεως της σαρκός και των σχετικών με την σάρκα,
και περί της ψυχής, καθ' όσον είναι θνητή, δεν ωμιλήσαμεν
ακόμη. Αλλ' ούτε περί τούτων χωριστά από των αισθητικών
Δ. | εντυπώσεων, ούτε περί εκείνων άνευ τούτων είναι δυνατόν
να ομιλήσωμεν προσηκόντως, συγχρόνως δε περί αμφοτέρων να
είπωμεν είναι σχεδόν αδύνατον. Πρέπει λοιπόν να προτάξωμεν
πρότερον τα μεν, εις δε τα άλλα, τα οποία θα επιταχθώσι, θα
επανέλθωμεν περαιτέρω. Ίνα λοιπόν αι εντυπώσεις εξηγηθώσιν
ευθύς μετά τα (παράγοντα αυτάς) είδη, ας αρχίσωμεν πρώτον από
τας κοινάς εις το σώμα άμα και εις την ψυχήν.

Και πρώτον, πως λέγομεν ότι το πυρ είναι θερμόν, ας ίδω-
μεν, εξετάζοντες το ζήτημα ως εξής, σκεπτόμενοι δηλ. περί του
χωρισμού και της διαιρέσεως, τα οποία δι' αυτού γίνονται εις το
Ε. | σώμα ημών. Ότι η εντύπωσις αύτη είναι τι οξύ, τούτο σχεδόν
πάντες αισθανόμεθα. Πρέπει δε να υπολογίσωμεν την λεπτότητα
των πλευρών και την οξύτητα των γωνιών και την σμικρότητα
των μερών και την ταχύτητα της κινήσεως, διότι δι' όλα ταύτα το
πυρ ον βίαιον και οξέως κοπτερόν κόπτει πάντοτε ό,τι ήθελε
62. | τύχει, και να ενθυμηθώμεν την γέννησιν του σχήματος του
πυρός, ότι δηλ. είναι ακριβώς αύτη η φύσις και όχι άλλη, ήτις
διαιρούσα τα σώματα ημών και εις μικρά μέρη κατακερματίζουσα
αυτά παράγει το πάθος τούτο, το οποίον λέγομεν θερμότητα, και
άμα το όνομα αυτού. Το δε πάθημα το εναντίον εις τούτο είναι
μεν φανερόν, αλλ' όμως ας μη μείνη ανεξήγητον. Τα χονδρά
δηλαδή μέρη των πέριξ του σώματος ημών υγρών, εισερχόμενα
εις αυτό και αποδιώκοντα τα μικρότερα, επειδή δεν δύνανται να
Β. | εισδύσωσιν εις τας θέσεις τούτων, συμπιέζουσι το υγρόν το
οποίον είναι εν ημίν, και εξ ανωμάλου και τεταραγμένου διά
την ομαλότητα και την πίεσιν το καθιστώσιν ακίνητον και ομα-
λόν. Τούτο δε παρά φύσιν συμπιεζόμενον, μάχεται κατά φύ-
σιν αυτό εαυτό απωθούν προς το εναντίον. Εις την μάχην λοι-
πόν ταύτην και εις τον σεισμόν τούτον εδόθη όνομα &τρόμος&
και &ρίγος&, και η όλη εντύπωσις αύτη και το παράγον αυτήν ωνο-
μάσθη &ψυχρόν& (ψύχος). &Σκληρόν& δε ωνομάσθη παν σώμα εις το
οποίον υποχωρεί η σαρξ ημών, μαλακόν δε το υποχωρούν εις την
σάρκα. Ούτω δε και μεταξύ των τα σώματα. Υποχωρούσι δε όσα
στηρίζονται επί μικρών βάσεων, και διά ταύτα, το αποτελούμε-
C. | νον εκ βάσεων τετραγώνων, επειδή καλώς στηρίζεται, είναι
το μάλλον ανθιστάμενον είδος και εκείνο όπερ, όταν φθάση
εις την μεγίστην πυκνότητα, δύναται ν' αντιτάξη την μεγίστην
αντίστασιν.

Το βαρύ δε και το ελαφρόν δύνανται να εξηγηθώσι σαφέ-
στατα, αν εξετασθώσι σχετικώς, με το λεγόμενον άνω και κάτω.
Διότι ουδόλως είναι ορθόν να νομίζωμεν ότι εν τη φύσει υπάρ-
χουσι δύο τόποι εναντίοι, οι οποίοι περιλαμβάνουσι το παν εις
δύο μέρη διαιρούντες αυτό, ο είς μεν κάτω, εις τον οποίον φέ-
ρονται πάντα όσα έχουσιν όγκον τινά σώματος, ο άλλος δε
D. | άνω, εις τον οποίον παν ό,τι έρχεται ακουσίως έρχεται.
Διότι, επειδή όλος ο κόσμος είναι σφαιροειδής, τα πράγματα, τα
οποία ισαπέχοντα του κέντρου είναι εις τα άκρα, πρέπει κατά
φυσικήν ανάγκην να είναι άκρα κατά τον αυτόν τρόπον, το
δε κέντρον, απέχον κατά το αυτό μέτρον από τα άκρα, πρέπει
να θεωρήται ότι είναι εις αντίθεσιν προς πάντα. Λοιπόν, επειδή
τοιούτος φύσει είναι ο κόσμος, ποίον των ειρημένων πραγμάτων
θα ηδύνατό τις να θέση άνω ή κάτω χωρίς να φανή δικαίως ότι
αποδίδει εις αυτό όνομα, όπερ ουδόλως αρμόζει εις αυτό ; Τω όντι
ο τόπος, όστις είναι εν τω μέσω του κόσμου, δεν είναι δίκαιον να
λέγηται ότι φύσει είναι άνω ούτε κάτω, αλλά μόνον ότι είναι εις
το μέσον, και ο εν τη περιφερεία φανερώς δεν είναι εν τω μέσω,
ούτε έχει μέρος τι ιδικόν του, όπερ είναι εις αναφοράν, διάφορον
αλλού μέρους προς το μέσον ή προς άλλο, όπερ κείται εις
αντίθεσίν προς αυτό (34). Και όταν τι είναι φύσει πανταχόθεν ομοιό-
μορφον, ποία ονόματα εναντία αποδίδων τις εις αυτό και τίνι
τρόπω θα ηδύνατο να νομίζη ότι λέγει ορθά; Διότι, και αν
63. | υπήρχεν εις το κέντρον του παντός στερεόν σώμα ισόρρο-
πον, ουδέποτε θα ηδύνατο να φερθή εις κανέν των άκρων, αφού
ταύτα είναι πανταχόθεν όμοια. Αλλά και αν τις ήθελε πορευθή
πέριξ αυτού κυκλικώς σταματών πολλάκις αντίπους, τον αυτόν τό-
πον αυτού θα έλεγεν εκάστοτε άνω και κάτω. Τω όντι, επειδή, ως
είπομεν ήδη, το όλον είναι σφαιροειδές, δεν είναι φρονίμου αν-
θρώπου ίδιον να λέγη, ότι τόπος τις αυτού κείται κάτω, άλλος
δε άνω. Πόθεν δ' ελήφθησαν τα ονόματα ταύτα, και εις ποία
πράγματα αποδίδοντες αυτά συνηθίσαμεν εξ αιτίας αυτών διαι-
ρούντες και τον κόσμον όλον ομοίως να ομιλώμεν περί αυτού,
πρέπει περί τούτου να συνεννοηθώμεν ορμώμενοι εκ των ακολού-
Β. | θων αρχών. Εάν εις τον τόπον του σύμπαντος, τον οποίον η
φύσις του πυρός κατέλαβεν (35) ιδία, όπου και είναι συνηθροι-
σμένον το μεγαλύτερον μέρος αυτού, προς το οποίον φέρεται παν
άλλο πυρ, αναβάς τις εις εκείνον τον τόπον και έχων δύναμιν εις
τούτο, ήθελεν αφαιρέσει μέρη του πυρός τούτου και θέσας εις
τας πλάστιγγας ήθελε τα ζυγίσει, καθ' όσον ήθελεν ανυψοί τον
ζυγόν και έλκει το πυρ διά της βίας εις τον ανόμοιον προς αυτό
αέρα, είναι φανερόν ότι η μικροτέρα μερίς θα υπεχώρει εις την
C. | δύναμιν του ευκολώτερον μεγαλυτέρου (36). Διότι, όταν δύο
πράγματα ανυψώνται ομού από μίαν μόνην δύναμιν, κατ' ανάγ-
κην το μικρότερον υποχωρεί εις την βίαν περισσότερον, το δε με-
γαλύτερον ανθιστάμενον υποχωρεί ολιγώτερον, και το μεν πολύ
λέγεται &βαρύ& και ότι φέρεται κάτω, το δε σμικρόν λέγεται &ελα-
φρόν& και ότι φέρεται άνω. Το αυτό τούτο δυνάμεθα να εύρωμεν
και ενεργούντες επί του τόπου τούτου ημών. Ιστάμενοι δηλαδή
επί της γης, όταν εις διαφόρους πλάστιγγας ζυγίζωμεν γεώδεις
ουσίας, ενίοτε δε και αληθινήν γην, τας σύρομεν διά της βίας
και παρά φύσιν εις τον αέρα, όστις είναι ανόμοιος με αυτάς, ενώ
D. | και &αύτη& και εκείνη (η γη) τείνουσι προς το όμοιον αυτών·
αλλά τότε το μικρότερον ευκολώτερον του μεγαλυτέρου υποχωρεί
εις το βιάζον αυτό και πορεύεται προς το ανόμοιον· λοιπόν τούτο
ονομάζομεν ελαφρόν, το δε μέρος προς το οποίον το βιάζομεν κα-
λούμεν άνω, το δε εναντίον πάθος καλούμεν βαρύ και τον τόπον
κάτω. Ότι δε ταύτα έχουσιν αναφοράν διάφορον μεταξύ των συμ-
βαίνει κατ' ανάγκην, διότι η αρχική μάζα εκάστου στοιχείου κατέ-
χει τόπον διάφορον και εναντίον του των άλλων. Τω όντι εκείνο,
όπερ είς τινα τόπον είναι ελαφρόν αναφορικώς προς εκείνο, όπερ
είναι ελαφρόν εις αντίθετον τόπον, και το βαρύ αναφορικώς προς
το βαρύ και το κάτω προς το κάτω και το άνω προς το άνω, όλα
Ε. | ταύτα θα ευρεθώσιν ότι και συμβαίνουσι και είναι μεταξύ
των εναντία και πλάγια και όλως διάφορα (37). Το εξής όμως πρέ-
πει να διανοώμεθα περί όλων αυτών, ότι δηλ. η τάσις προς το
συγγενές η υπάρχουσα εις όλα κάμνει (να καλώμεν) βαρύ το φε-
ρόμενον σώμα, και κάτω τον τόπον εις τον οποίον φέρεται το
τοιούτον, τα δε έχοντα εναντίαν διεύθυνσιν λαμβάνουσιν εναντία
ονόματα. Περί των παθημάτων λοιπόν τούτων ας είναι αύται αι
αιτίαι, τας οποίας ημείς προβάλλομεν.

Την αιτίαν δε της εντυπώσεως του λείου και του τραχέος,
πας οιοσδήποτε, προσέξας μόνον, δύναται και εις άλλον να είπη
64. | αυτήν, είναι δηλ. σκληρότης ηνωμένη με ανωμαλίαν, του
λείου δε αιτία είναι ομαλότης ηνωμένη με πυκνότητα.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXVII.
&Περί των παθών εν γένει. Εντυπώσεις ευάρεστοι ή δυσά-
ρεστοι ή ουδέτεραι.&



Μέγιστον δε μας υπολείπεται ακόμη περί των παθημάτων
των κοινών εις όλον το σώμα (να ίδωμεν) το αίτιον της ηδονής
και της λύπης και εις όσα παθήματα εξητάσαμεν ήδη, και εις
όσα παράγοντα αισθήσεις εις τα ιδιαίτερα μέρη του σώματος
έχουσιν ως επακόλουθα αυτών συνάμα λύπας και ηδονάς (38). Ας
θεωρήσωμεν λοιπόν κατά τον ακόλουθον τρόπον τας αιτίας τας
σχετικάς προς παν πάθημα αισθητόν ή μη αισθητόν (39) ενθυμού-
μενοι πώς διεκρίναμεν περί της φύσεως της ευκινήτου και της
δυσκινήτου· διότι τοιουτοτρόπως πρέπει να επιδιώξωμεν παν πρά-
γμα, το οποίον επιθυμούμεν να συλλάβωμεν. Τω όντι, το φύσει
ακίνητον όργανον, όταν και σμικρόν πάθημα συμβή εις αυτό, το
μεταδίδει κυκλικώς, διότι τα μέρη διαδοχικώς το αναπλάττουσι,
μέχρις ου ελθόντα εις την συνείδησιν εξαγγείλωσιν εις αυτήν
την δύναμιν του ενεργήσαντος αιτίου. Το εναντίον του όμως,
επειδή είναι στάσιμον και δεν προβαίνει δι' ουδενός κύκλου, δέ-
χεται μόνον την εντύπωσιν, αλλά δεν κινεί κανέν άλλο πράγμα
C. | πλησίον. Ώστε, επειδή μέρη δεν μεταδίδουσιν εις άλλα μέρη
την πρώτην εντύπωσιν, ήτις εις αυτά μένει ακίνητος και δεν
μεταδίδεται εις το όλον ζώον, το παθόν την εντύπωσιν δεν την αι-
σθάνεται. Και τούτο συμβαίνει εις τα οστά και εις τας τρίχας
και εις όσα άλλα μέρη έχομεν εντός ημών, τα οποία αποτελούν-
ται κατά το πλείστον εκ γης. Το πρότερον δε λεχθέν εφαρμόζει
εις την όψιν προ πάντων και την ακοήν, διότι εις ταύτας υπάρ-
χει μεγίστη ενέργεια πυρός και αέρος.

Την ηδονήν δε και την λύπην τοιουτοτρόπως πρέπει να νοώ-
D. | μεν: η εντύπωσις η βιαία και παρά φύσιν γινομένη αιφνι-
δίως είναι αλγεινή, η δε επανερχομένη πάλιν αιφνιδίως εις την φύ-
σιν ημών είναι ηδεία, η δε ενεργούσα ηρέμα και κατ' ολίγον δεν
είναι αισθητή. Το εναντίον δε συμβαίνει εις τας εναντίας τούτων
εντυπώσεις. Πάσαι δε αι γινόμεναι μετ' ευκολίας είναι μεν λίαν
αισθηταί, αλλά δεν παράγουσιν ούτε ηδονήν ούτε λύπην, καθώς
είναι αι εντυπώσεις της όψεως, η οποία την ημέραν, ως είπομεν
Ε. | πρότερον, γίνεται σώμα συγγενές με ημάς (40). Εις την όψιν
τω όντι αι τομαί και τα καύματα και αι εντυπώσεις αι άλλαι, όσας
δέχεται, δεν προξενούσι λύπας, ούτε πάλιν ηδονάς, όταν αύτη επανέρ-
χεται εις την προτέραν κατάστασιν αυτής, αλλά μόνον μέγιστα και
σαφέστατα αισθήματα, και καθ' όσον αυτή παθαίνεται, και καθ'
όσον αυτή κινείται να ενεργήση επί άλλων πραγμάτων, (σ.45 C).
Διότι ουδεμία υπάρχει βία ούτε εις την διαστολήν ούτε εις την συ-
στολήν της όψεως. Τα σώματα όμως τα αποτελούμενα εκ μεγαλυ-
τέρων του πυρός μερών δυσκόλως υποχωρούντα εις το ενεργούν
65. | αίτιον αλλά διαδίδοντα εις το όλον τας κινήσεις, έχουσιν
ηδονάς και λύπας, λύπας μεν όταν αλλοιούνται, ηδονάς δε
όταν επανέρχωνται εις την πρώτην κατάστασιν αυτών. Όσα
δε όργανα ολίγον κατ' ολίγον πάσχουσι τους αποχωρισμούς
και τας κενώσεις αυτών, τας δε πληρώσεις διά μιας και αφθό-
νους, την κένωσιν μη αισθανόμενα, την πλήρωσιν όμως αισθα-
νόμενα, λύπας μεν δεν γεννώσιν εις το θνητόν μέρος της
ψυχής, ηδονάς όμως μεγίστας. Και ταύτα είναι φανερά ως προς
τας καλάς οσμάς (41). Όσα δε όργανα αλλοιούνται αίφνης, μόλις
δε και κατ' ολίγον αποκαθίστανται εις την προτέραν κατάστασίν
των, παράγουσι πάντα φαινόμενα εναντία προς τα πρώτα· και τούτο
είναι φανερόν εις τα καύματα και τας πληγάς του σώματος.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXVIII.
&Αι εντυπώσεις της γεύσεως. Το στρυφνόν και αυστηρόν, το
τραχύ και δριμύ, το πικρόν και γλυκύ κ.λ.&



Και περί μεν των κοινών εις όλον το σώμα εντυπώσεων και
περί των ονομάτων των διδομένων εις τα πράγματα τα παράγοντα
αυτάς αρκετά ελέχθησαν. Όσα δε πάθη συμβαίνουσιν εις μεμο-
νωμένα μέρη ημών, τας εντυπώσεις και τας αιτίας τας παραγού-
σας αυτά, ταύτα πρέπει να προσπαθήσωμεν να είπωμεν αν δυνά-
C. | μεθα. Πρώτον λοιπόν πρέπει να εξηγήσωμεν, όσον είναι δυ-
νατόν, εκείνο το οποίον ομιλούντες πρότερον περί των χυμών,
έχομεν παραλίπει, δηλαδή τα παθήματα τα οποία είναι ίδια της
γλώσσης. Και ταύτα δε φαίνονται ότι συμβαίνουσιν, όπως και τα
περισσότερα εκ των άλλων, διά συγκρίσεων (συστολών) και δια-
κρίσεων (διαστολών), και εκτός τούτων έχουσι ταύτα περισσό-
τερον των άλλων τραχύτητας και λειότητας. Διότι όλα τα γεώδη
μέρη, τα εισερχόμενα όπου είναι αι μικραί φλέβες, αίτινες ως
D. | δοκιμαστήρια της γλώσσης εκτείνονται (42) μέχρι της καρδίας,
πίπτοντα εις τα υγρά και μαλακά μέρη της σαρκός και διαλυόμενα
συστέλλουσι τας μικράς φλέβας και τας αποξηραίνουσι, και εκείνα
άτινα είναι τραχύτερα φαίνονται &στρυφνά&, τα δε ολιγώτερον
στρυφνά φαίνονται &τραχέα&. Εκείνα δε εξ αυτών, τα οποία είναι
καθαρτικά και αποπλύνουσιν όλα τα περί την γλώσσαν, όταν
κάμνωσι τούτο πέραν του μέτρου και προσκολλώνται ούτως, ώστε
να φθείρωσι αυτήν την γλώσσαν, οποία είναι η ενέργεια του νί-
Ε. | τρου, πάντα τα τοιαύτα καλούνται &πικρά&. Εκείνα δε τα
οποία έχουσι μικροτέραν την δύναμιν του νίτρου και ενεργούσι
τον καθαρισμόν μετά μέτρου, μας φαίνονται αλυκά (σάλτσαι)
άνευ πολύ μεγάλης πικρίας και μάλλον ευάρεστα. Εκείνα δε
εις τα οποία μετεδόθη η θερμότης του στόματος και έγειναν λεία
υπό τούτου, επειδή πυρούνται και πάλιν δε αυτά καίουσι το θερ-
μάναν αυτά στόμα και υπό της ελαφρότητος φέρονται άνω προς
τας αισθήσεις της κεφαλής και κόπτουσι πάντα όσα τύχωσι, διά
66. | ταύτας τας δυνάμεις των ωνομάσθησαν &δριμέα&. Όσα δε
αυτών έγειναν ήδη λεπτά υπό της σήψεως και εισδύουσιν εις τας
στενάς φλέβας, ευρισκόμενα ως προς τα γεώδη μέρη και τα του
αέρος, όσα υπάρχουσιν εκεί, εις αναλογίαν τοιαύτην, ώστε να κι-
νώσι τα μεν πέριξ των δε, και να τα κάμνωσι να αναμιγνύων-
ται, και αναμιγνυόμενα να εμπίπτωσι και να εισδύωσι τα μεν εις
τα δε, ώστε να παράγωσιν άλλα κοιλώματα εκτεινόμενα πέριξ
Β. | των εισερχομένων εις τας φλέβας, τα οποία επειδή απλούται
πέριξ του αέρος κοίλη υγρασία άλλοτε μεν γεώδης, άλλοτε δε
καθαρά, γίνονται αγγεία υγρά εξ αέρος ή ύδατα κοίλα και
στρογγύλα — εκείνα μεν της καθαράς υγρότητος είναι διαρκή
και έχουσιν όνομα &πομφόλυγες&, τα δε της γεώδους κινουμένης
και υψουμένης καλούνται ζέσις και &ζύμωσις&. Το αίτιον δε των
παθών τούτων καλείται &οξύ&. Η εναντία δε εντύπωσις εις όλα τα
C. | ειρημένα περί τούτων γεννάται εξ εναντίας αιτίας. Και οσά-
κις τα εισερχόμενα εις το στόμα, χυνόμενα εις τα υγρά αυτού και
όντα φύσει συγγενή με τας ιδιότητας της γλώσσης, κάμνουσι
λείον διά της επαλείψεως ό,τι είναι τραχύ, τα δε παρά φύσιν
συντεθέντα ή χυμένα άλλα μεν πιέζουσι, άλλα δε χαλαρούσι,
και κάθε πράγμα όσον είναι δυνατόν αποκαθιστώσι σύμφωνον
με την φύσιν του, ευάρεστον και αγαπητόν εις πάντας υπάρχον
παν τοιούτον θεραπευτικόν των βιαίων εντυπώσεων καλείται
&γλυκύ&.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXIX.
&Περί οσφρήσεως. Ατέλειαι των αισθημάτων τούτων. Γένε-
σις αυτών. Ευάρεστοι και δυσάρεστοι οσμαί. Περί ακοής.
Είδη του ήχου.&



D. | Και περί μεν τούτων (των χυμών) αρκούσι τα ειρημένα.
Περί δε της λειτουργίας των μυκτήρων είδη μεν δεν διακρίνονται.
Διότι παν το γένος των οσμών είναι ατελές, και ουδέν είδος (43) έχει
τοιαύτην αναλογίαν, ώστε να έχη πάντως μίαν οσμήν. Αι φλέ-
βες ημών εις τα μέρη ταύτα είναι πεπλασμέναι λίαν στεναί ως
προς τα είδη της γης και του ύδατος, και λίαν ευρείαι ως προς
τα του πυρός και του αέρος. Διά τούτο ουδείς ουδέποτε ησθάνθη
οσμήν τινα αυτών, αλλά αι οσμαί γίνονται από πράγματα, τα
Ε. | οποία ή βρέχονται ή σήπονται ή διαλύονται ή εξατμίζονται.
Διότι όταν το ύδωρ μεταβάλλεται εις αέρα και ο αήρ εις ύδωρ,
διαρκούσης της μεταβολής γίνονται αι οσμαί και είναι όλαι ή
καπνός ή νέφος (ατμός) (44). Εκ τούτων δε εκείνο, όπερ εξ αέρος
μεταβαίνει εις ύδωρ, είναι νέφος, εκείνο δε όπερ εξ ύδατος εις
αέρα είναι καπνός. Όθεν όλαι αι οσμαί είναι λεπτότεραι του
ύδατος και παχύτεραι του αέρος. Τούτο δε γίνεται φανερόν, όταν
τεθή κώλυμα τι εις την αναπνοήν (45) και έλκη τις διά βίας εις
εαυτόν την πνοήν, διότι τότε ουδεμία οσμή στραγγίζεται δι' αυ-
τού, ο αήρ δε μόνος, εστερημένος οσμής, υποχωρεί εις την προσ-
67. | πάθειαν (εισπνέεται). Διά ταύτα λοιπόν αι ποικιλίαι των
οσμών δεν έλαβον ονόματα, επειδή δεν αποτελούνται ούτε εκ
πολλών ειδών ούτε εξ' απλών ειδών, αλλά διττώς μόνα καλούνται,
φανερά όντα, το ευάρεστον και το δυσάρεστον, εκ των οποίων
τούτο μεν βιάζει και κάμνει τραχείαν όλην την κοιλότητα την
μεταξύ της κεφαλής και του ομφαλού ημών (46), το άλλο δε κατα-
πραΰνει και πάλιν εις την φυσικήν κατάστασιν αγαπητώς επανα-
φέρει αυτήν.

Πρέπει τώρα να εξετάσωμεν τρίτον είδος αισθήσεων, το της
Β. | ακοής και να είπωμεν διά ποίας αίτιας γεννώνται αι σχετι-
καί εντυπώσεις. Εν γένει λοιπόν ας θέσωμεν, ότι ο ήχος είναι
το πλήγμα, το οποίον διά μέσου των ώτων υπό του αέρος, του
εγκεφάλου και του αίματος (47) διαδίδεται μέχρι της ψυχής, και
ότι η κίνησις η υπό του πλήγματος γινομένη, από της κεφαλής
αρχίζουσα και καταλήγουσα εις την έδραν του ήπατος, είναι το
αίσθημα της ακοής. Και η μεν ταχεία κίνησις είναι ο οξύς ήχος,
η δε βραδυτέρα είναι ο βαρύτερος (48), η δε ομοιόμορφος είναι ο
C. | ομαλός και λείος, η δε εναντία ο τραχύς, η δε μεγάλη ο
ισχυρός και η εναντία είναι ο μικρός, ως προς δε τας συμφω-
νίας αυτών ανάγκη να ομιλήσωμεν βραδύτερον.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXX.
&Περί όψεως. Γένεσις των χρωμάτων. Λευκόν και μέλαν —
Μαρμαρυγή. Λαμπρόν, ερυθρόν, ξανθόν κ.λ. Συναίτια
δημιουργίας. Το θείον αίτιον και το αναγκαίον αίτιον.&



Το τέταρτον γένος αισθητών πραγμάτων μας υπολείπεται, ό-
περ πρέπει να διαιρέσωμεν εις είδη, διότι κατέχει πολυαρίθμους
ποικιλίας, τας οποίας όλας ομού εκαλέσαμεν χρώματα, (και είναι)
φλοξ απορρέουσα από έκαστον των σωμάτων και έχουσα μόρια
ανάλογα προς την όψιν, ώστε να είναι αισθητά.

Δ. | Περί των αιτίων δε της παραγωγής της όψεως είπομεν
ολίγα εις τα προηγούμενα (49). Περί των χρωμάτων λοιπόν τούτο
φαίνεται πιθανώτατον, και θα ήτο πρέπον νυν να διεξέλθωμεν περί
αυτού προσηκόντως· ότι δηλαδή τα μόρια, τα οποία απορρέουσιν
από των άλλων πραγμάτων και πίπτουσιν εις την όψιν, είναι άλλα
μεν μικρότερα, άλλα δε μεγαλύτερα, και άλλα ίσα προς τα μέρη
αυτής της όψεως. Και τα μεν ίσα δεν είναι αισθητά και τα λέγο-
μεν διαφανή, τα δε μεγαλύτερα και τα μικρότερα, εκείνα μεν όντα
ικανά να συστέλλωσι, ταύτα δε να διαστέλλωσι την όψιν, είναι
τοιαύτα, οποία προς την σάρκα είναι το θερμόν και το ψυ-
χρόν και προς την γλώσσαν το στρυφνόν και όσα θερμαντικά όντα
Ε. | τα εκαλέσαμεν δριμέα. Και το λευκόν και το μέλαν είναι
αι αυταί εντυπώσεις των πραγμάτων τούτων, αίτινες όμως γίνονται
εις άλλο γένος, και φαίνονται διάφοροι διά τας ειρημένας αιτίας (50).
Ούτω λοιπόν πρέπει να ονομάζωμεν αυτά, το μεν διαστέλλον την όψιν
λευκόν, το δε εναντίον αυτού μέλαν. Εάν δε οξυτέρα ορμή πυρός
διαφόρου γένους (εξωτερικού) προσπέση εις το οπτικόν πυρ και
διαστείλη αυτό μέχρι των ομμάτων, βιαίως ωθούσα και διαλύουσα
68. | τους πόρους των οφθαλμών, ώστε να εκχύνεται πυρ και
ύδωρ άφθονον, το οποίον καλούμεν δάκρυα, ενώ αυτή αύτη η ορμή
είναι πυρ, και έρχεται εις συνάντησιν (ενώ το έν πυρ πηδά έξω
ως από αστραπήν, το δε άλλο εισέρχεται και σβύνεται εις την
υγρασίαν του οφθαλμού), και εις την σύγχυσιν ταύτην γεννώνται
ποικίλα χρώματα, την εντύπωσιν ταύτην ονομάζομεν μαρμαρυ-
γήν (51), εκείνο δε όπερ παράγει αυτήν ονομάζομεν λαμπρόν και
Β. | στίλβον. Το δε μεταξύ τούτων είναι γένος πυρός, το οποίον
φθάνει εις το υγρόν των ομμάτων και αναμιγνύεται με αυτό, αλλά
δεν στίλβει, και την λάμψιν ταύτην του πυρός η οποία αναμιγνύε-
ται μετά του υγρού, επειδή παρέχει χρώμα του αίματος, την ονο-
μάζομεν ερυθρόν.

Το λαμπρόν ενούμενον με το ερυθρόν και το λευκόν γεννά το
ξανθόν. Αλλά κατά ποίον μέτρον είναι έκαστον τούτων, ουδέ εάν
τις γνωρίζη αυτό, έχει σημασίαν προς αυτόν να το εξετάζη, διότι
ουδείς θα ηδύνατο να δείξη επαρκώς ανάγκην τινά αυτού ούτε
λόγον πιθανόν. Το δε ερυθρόν ενωθέν με το μέλαν και το λευκόν,
C. | παράγει το πορφυρούν. Όταν δε εις ταύτα, αφού μιχθώσι και
καώσι, προστεθή περισσότερον μέλαν, γεννάται το σκοτεινόν (βαθύ)
χρώμα. Το πυρρόν δε γεννάται εκ της μίξεως του ξανθού και του
φαιού, το δε φαιόν εκ του λευκού και του μέλανος, το δε ωχρόν (κί-
τρινον) εκ του λευκού μιχθέντος με το ξανθόν. Το λευκόν δε συν-
δυαζόμενον με το λαμπρόν και μεταπίπτον εις πυκνόν μέλαν παρά-
γει το κυανούν χρώμα. Το δε κυανούν ενούμενον με το λευκόν
παράγει το γλαυκόν και το πυρρόν συνδυαζόμενον με το μέλαν
Δ. | παράγει το πράσινον. Τα δε λοιπά χρώματα εκ τούτων των
παραδειγμάτων είναι σχεδόν φανερόν με ποίας μίξεις δύνανται να
εξηγηθώσι και να διατηρηθή η πιθανότης του λόγου. Αλλ' εάν
τις εξετάζων ταύτα εν τη πραγματικότητα θέλη να κάμη δοκιμήν
αυτών, θα εδεικνύετο αγνοών την διαφοράν μεταξύ της ανθρωπί-
νης και της θείας φύσεως, ότι δηλ. ο Θεός έχει την επιστήμην άμα
και την δύναμιν επαρκείς, ίνα αναμιγνύη πολλά πράγματα εις έν
και πάλιν εκ του ενός να τα διαλύη εις πολλά, αλλ' εκ των αν-
θρώπων ουδείς είναι ικανός να κάμη ούτε το έν ούτε το άλλο εκ
Ε. | τούτων, ούτε τώρα ούτε θα είναι ποτέ εις το μέλλον.

Ταύτα λοιπόν πάντα γεννηθέντα τοιουτοτρόπως εξ ανάγκης,
ο δημιουργός του καλλίστου και του αρίστου τα προσελάμβανε
τότε εις τα γεννώμενα πράγματα, ότε εγέννα τον αυτάρκη και τον
τελειότατον Θεόν, μεταχειριζόμενος αυτά ως βοηθητικάς αιτίας,
ενώ το αγαθόν εις όλα τα γεννώμενα αυτός το επραγματοποίει.
Διά τούτο πρέπει να διακρίνωμεν δύο είδη αιτιών, το μεν αναγ-
καίον, το δε άλλο θείον, και το μεν θείον να ζητώμεν εις όλα τα
69. | πράγματα, διά να ζήσωμεν ευτυχείς εφ' όσον η φύσις ημών
επιδέχεται· το δε αναγκαίον χάριν εκείνου, αναλογιζόμενοι ότι
άνευ αυτού δεν είναι δυνατόν ούτε εκείνο, το οποίον επιποθού-
μεν, να κατανοήσωμεν μεμονωμένον, ούτε πάλιν να το συλλάβω-
μεν (52) ή να μετάσχωμεν αυτού κατ' άλλον τινά τρόπον.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXI.
&Ο Δημιουργός εκ της αταξίας έφερε τα όντα εις τάξιν. Δη-
μιουργία της ψυχής του ανθρώπου. Το λογικόν μέρος
αυτής έπλασεν ο Θεός και έθεσεν εν τη κεφαλή. Το
θνητόν μέρος επλάσθη υπό των γεννητών Θεών και
διηρέθη εις δύο μέρη, το θυμικόν, όπερ ετοποθετήθη
εις το στήθος, και το επιθυμητικόν. Σύστασις και λει-
τουργία της καρδίας και του πνεύμονος.&



Επειδή λοιπόν τώρα, ως εις τέκτονας τα υλικά, ευρίσκονται
ενώπιον ημών τα δύο είδη των αιτιών, καλώς ωρισμένα, εκ των
οποίων πρέπει να συνυφάνωμεν τον επίλοιπον λόγον ημών, πάλιν
ας επανέλθωμεν συντόμως εις την αρχήν και ταχέως ας πορευθώ-
μεν εις αυτό εκείνο το σημείον, εκ του οποίου ορμηθέντες εφθά-
Β. | σαμεν εδώ, και ας δοκιμάσωμεν να θέσωμεν εις τον λόγον
και κεφαλήν και τέλος αρμόζοντα εις τα προειρημένα. Καθώς λοι-
πόν και κατ' αρχάς είπομεν, εις τα πράγματα ταύτα, τα οποία
ευρίσκοντο εις αταξίαν, ο Θεός έθεσεν εις έκαστον αναλογίας (συμ-
μετρίας) και προς εαυτό και προς τα άλλα, καθ' όσας και όπου ήτο
δυνατόν να γίνωσιν ανάλογα και σύμμετρα. Διότι τότε ουδέν πράγμα
μετείχεν αναλογιών και μέτρων, εκτός αν τι εξ αυτών μετείχε
κατά τύχην, ούτε το παράπαν υπήρχε κανέν άξιον να λάβη το
όνομα των πραγμάτων, τα οποία τώρα έχουσι το όνομα τούτο, ως
C | πυρ και ύδωρ και ει τι άλλο. Αλλ' όλα ταύτα κατά πρώ-
τον ο Θεός διέταξε, και έπειτα εκ τούτων εσύστησε το σύμπαν
τούτο, ζώον ον, το οποίον περιλαμβάνει εν εαυτώ όλα τα ζώα,
θνητά και αθάνατα. Και των μεν θείων πραγμάτων αυτός ούτος
έγεινε δημιουργός, την γέννησιν δε των θνητών ανέθεσεν εις τα
πλάσματα αυτού (53), ίνα τα δημιουργήσωσι. Και ούτοι μιμούμενοι
αυτόν, λαβόντες παρ' αυτού την αθάνατον αρχήν της ψυχής, μετά
τούτο ετόρνευσαν πέριξ αυτής έν σώμα θνητόν, και όλον τούτο το
σώμα έδοσαν εις αυτήν ως όχημα· και έν άλλο είδος ψυχής έπλα-
σαν προσέτι, το θνητόν, το οποίον έχει εντός αυτού φοβερά και
Δ. | αναπόφευκτα πάθη (54), πρώτον μεν την ηδονήν, το μέγιστον
δέλεαρ του κακού, έπειτα τας λύπας, διά τας οποίας φεύγομεν τα-
γαθά, και προσέτι θάρρος και φόβον, άφρονας συμβούλους, και τον
θυμόν, όστις δυσκόλως ακούει τας συμβουλάς, και την ελπίδα,
ήτις ευκόλως παρασύρεται υπό του παραλόγου αισθήματος και
του τα πάντα τολμώντος έρωτος. Αναμίξαντες δε ταύτα ομού διά
της ανάγκης έπλασαν το θνητόν γένος.

Και διά ταύτα φοβούμενοι μήπως μιάνωσι το θείον, ει μη μό-
Ε. | νον όσον ήτο απολύτως αναγκαίον, χωριστά από εκείνο (το
θείον), κατώκισαν το θνητόν (55) εις άλλην κατοικίαν του σώματος,
και έκτισαν ισθμόν και όριον μεταξύ της κεφαλής και του στή-
θους, θέσαντες εν τω μέσω τον αυχένα, διά να είναι κεχωρισμέ-
νον. Εις το στήθος λοιπόν και εις τον λεγόμενον θώρακα έδεσαν
το θνητόν είδος της ψυχής. Και επειδή μέρος μεν αυτής είναι φύ-
σει καλύτερον, μέρος δε χειρότερον, ωκοδόμησαν την κοιλότητα
του θώρακος και εν τω μέσω αυτής έπλασαν χώρισμα, καθώς χω-
ρίζεται η κατοικία των ανδρών από της των γυναικών, θέσαντες
70. | ως μεσότοιχον το διάφραγμα. Το μέρος λοιπόν της ψυχής,
το μετέχον ανδρείας και θυμού, επειδή είναι φιλόνεικον κατώκι-
σαν πλησιέστερον της κεφαλής, μεταξύ του διαφράγματος και
του αυχένος, ίνα δύναται να ακούη την φωνήν του λογικού και
από κοινού μετ' αυτού εξουσιάζη διά της βίας τας επιθυμίας, οπό-
ταν αύται δεν θέλουσιν εκουσίως να υπακούωσιν ευπειθώς εις τα εκ
της ακροπόλεως ερχόμενα προστάγματα και λόγους. Την καρδίαν
δε, ήτις είναι ο δεσμός των φλεβών και η πηγή του αίματος του
Β. | κυκλοφορούντος ορμητικώς εις όλα τα μέλη του σώματος, ετο-
ποθέτησαν εις την κατοικίαν του δορυφόρου (του λόγου), ίνα οσά-
κις ο θυμός ήθελε βράσει διά άγγελμα του λόγου, ότι γίνε-
ται πράξις τις άδικος ως προς ταύτα τα μέλη ή έξωθεν, ή εκ μέ-
ρους των εσωτερικών επιθυμιών, ταχέως τότε διά μέσου πάντων
των στενών πόρων, πάντα τα μέρη του σώματος όσα δέχονται τα
αισθήματα, ακούοντα τας προτροπάς και τας απειλάς, υπακούω-
σιν εις αυτάς και ακολουθώσι κατά πάντα, και αφίνωσιν ούτω το
άριστον μέρος να ηγεμονεύη εις όλα ταύτα. Εις την ανασκίρτησιν
C. | δε της καρδίας διά την προσδοκίαν των κινδύνων και διά την
εξέγερσιν του θυμού, προγινώσκοντες οι θεοί ότι όλη αύτη η οίδη-
σις (φούσκωμα) των οργιζομένων έμελλε να γίνεται διά του πυ-
ρός, ίνα προμηθεύσωσιν επικουρίαν εις αυτήν, εφύτευσαν εκεί τον
πνεύμονα, όστις είναι προ πάντων μαλακός και χωρίς αίμα, και
έχει εντός σπήλαια τετρυπημένα ως τα του σπόγγου, ίνα δεχόμε-
νος την πνοήν και το ποτόν και δροσίζων παρέχη αναπνοήν και
ανακούφισιν εις τόσην θερμότητα. Διά τούτο τους οχετούς της
Δ. | τραχείας αρτηρίας διηύθυνον εις τον πνεύμονα· τούτον δε έθεσαν
περί την καρδίαν ως τι μαλακόν πράγμα, επί του οποίου αύτη να
σκιρτά, ίνα, όταν ο θυμός εν τη καρδία είναι εις την ακμήν του,
πηδώσα επί πράγματος αποχωρούντος και λαμβάνουσα αναψυχήν,
με ολιγώτερον κόπον δύναται περισσότερον να υπηρετή τον λόγον
διά του θυμού.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXII.
&Το επιθυμητικόν τροφής, ποτού κ.λ. ετέθη μεταξύ του δια-
φράγματος και τον ομφαλού και προσεδέθη ως εις φάτ-
νην, ίνα τρέφηται και τρέφη το σώμα. Το ήπαρ πυκνόν,
λείον, λαμπρόν, γλυκύπικρον αντανακλά τα διανοήματα
τον νου και ως κάτοπτρον παρουσιάζει αυτά εις την
άλογον ταύτην ψυχήν. Ο σπλην διατηρεί το ήπαρ λαμ-
πρόν και καθαρόν. Μαντική. Σχέσις ήπατος και μαν-
τικής, ην έχει το άφρον μέρος της ψυχής.&



Το μέρος δε της ψυχής, το οποίον επιθυμεί τας τροφάς και τα
ποτά και όσα έχει χρείαν ένεκα της φύσεως του σώματος, τούτο
κατώκισαν εν τω μέσω μεταξύ του διαφράγματος και του ορίου
Ε. | του ομφαλού, κατασκευάσαντες εις όλον τούτον τον τόπον ως
μίαν φάτνην διά την θρέψιν του σώματος. Και εδώ έδεσαν αυτό
ως θρέμμα άγριον, το οποίον όμως ήτο αναγκαίον να τρέφηται,
ως συνδεδεμένον (μεθ' ημών), εάν βέβαια έμελλε να υπάρχη το
ανθρώπινον γένος. Ίνα λοιπόν πάντοτε, βόσκον εις την φάτνην
και κατοικούν όσον το δυνατόν μακρότερον του μέρους, το οποίον
71. | βουλεύεται, προξενή ελάχιστον θόρυβον και ενόχλησιν, και
αφίνη το καλλίτερον μέρος να σκέπτηται και αποφασίζη με ησυ-
χίαν περί του κοινού συμφέροντος εις όλα τα μέρη, διά ταύτα
έδοσαν εις αυτό θέσιν ενταύθα. Και επειδή εγνώριζον, ότι τούτο
δεν έμελλε να ακούη τον λόγον, και ότι εάν και κατά τινα τρό-
πον ήθελε μετάσχη τινός εκ των αισθήσεων, δεν ήτο εις την φύσιν
αυτού να φροντίζη περί του αιτίου αυτής, και ότι νύκτα και ημέ-
ραν θα παρασύρηται υπό εικόνων και φαντασμάτων, προϊδόντες
Β. | τούτο οι θεοί κατεσκεύασαν το ήπαρ και το έθεσαν εις την
κατοικίαν αυτού. Και έπλασαν τούτο πυκνόν, λείον και λαμπρόν
και γλυκύ (56), έχον δε και πικρίαν, ίνα η δύναμις των νοημάτων,
η οποία φέρεται από τον νουν καταβαίνουσα εις αυτό, ως εις κά-
τοπτρον, το οποίον δέχεται τας εικόνας και αφίνει να βλέπη τις
αυτάς, προξενή μεν φόβον εις το μέρος τούτο της ψυχής, (όπερ
συμβαίνει) οσάκις μεταχειριζομένη μέρος της συγγενούς αυτής πι-
κρίας η δύναμις αύτη επιτιθεμένη βαρεία και απειλητική, και
αναμιγνύουσα αυτήν ταχέως καθ' όλον το ήπαρ εμφανίζει τα χρώ-
C. | ματα της χολής και πιέζουσα αυτό το κάμνει όλον πλήρες
ρυτίδων και τραχύ, ενώ κάμπτουσα τον λοβόν όντα ορθόν και συ-
στέλλουσα αυτόν, φράττουσα δε και συγκλείουσα τας θύρας και τα
αγγεία της χολής, παράγει λύπας και αηδίας· — και ίνα αντιστρόφως,
όταν έμπνευσις πραότητος, ερχομένη εκ της διανοίας, ζωγραφίζη
τας εναντίας εικόνας προξενούσα ησυχίαν από της πικρίας, επειδή
ούτε κινείται ούτε θέλει να θίγη την φύσιν, ήτις είναι εναντία προς
εαυτήν (την πικρίαν), και μεταχειριζομένη προς αυτήν την έμφυ-
τον εις αυτήν γλυκύτητα και καθιστώσα πάλιν πάντα ορθά και
Δ. | λεία και ελεύθερα, — ίνα (λέγω) η έμπνευσις καθιστά γαλήνιον
και ήμερον το μέρος της ψυχής, το οποίον κατοικεί πλησίον του
ήπατος, και την νύκτα έχει διάθεσιν κατάλληλον να μαντεύη κατά
τον ύπνον, επειδή δεν μετέχει λόγου και φρονήσεως. Διότι ενεθυ-
μούντο το πρόσταγμα του πατρός οι πλάσαντες ημάς, ότε διέταττε
να ποιήσωσι το ανθρώπινον γένος όσον το δυνατόν άριστον, και
διά τούτο διορθούντες και το κακόν μέρος ημών, ίνα κατά τινα
τρόπον προσεγγίζη την αλήθειαν, έθεσαν εις τούτον τον τόπον το
μαντείον. Ικανή δε απόδειξις του ότι ο Θεός έδωκε την μαντείαν
εις την ανθρωπίνην αφροσύνην, είναι ότι ουδείς, όστις είναι εις τον
νουν του, έρχεται εις μαντείαν εμπνευσμένην και αληθή, αλλά μό-
νον εις τον ύπνον, όταν έχη δέσει την δύναμιν της συνειδήσεώς
του ή όταν δι' ασθένειαν ή ενθουσιασμόν τινα γίνη έξω εαυτού.
Ίδιον όμως του έμφρονος ανθρώπου είναι να σκέπτηται αναλογι-
ζόμενος τους ρηθέντας λόγους ή κατά τον ύπνον ή κατά την εγρή-
72. | γορσιν υπό της μαντικής και ενθουσιαστικής φύσεως, και
όσαι εικόνες εφάνησαν, πάσας διά του λογισμού να αναλύη, κατά
τίνα τρόπον και προς ποίον δηλουσί τι κακόν ή αγαθόν, μέλλον ή
παρελθόν ή παρόν. Ο δε παθών μανίαν και διατελών ακόμη εις
το πάθος τούτο δεν δύναται να κρίνη αφ' εαυτού ούτε τα οράματα
ούτε τους λόγους αυτού, αλλά από πολλού χρόνου και ορθώς λέ-
γεται ότι το να πράττη και να γνωρίζη εαυτόν και τα εαυτού
πράγματα είναι έργον μόνου του σώφρονος (57). Εκ τούτου βέβαια
Β. | προήλθε και το έθος να γίνωνται κριταί των εμπνευσμένων
μαντείων οι προφήται (58), τους οποίους τινές ονομάζουσι μάντεις,
διότι αγνοούσιν εντελώς, ότι ούτοι είναι μόνον ερμηνευταί φωνών
και οραμάτων αινιγματικών και ουδόλως μάντεις, και δικαιότατα
δύνανται να ονομάζωνται ερμηνευταί των μαντείων (προφητειών).

Διά ταύτα λοιπόν η φύσις του ήπατος έγεινε τοιαύτη και ετέθη
εις τον τόπον τον οποίον είπομεν, δηλαδή χάριν της μαντικής.
Και εφ' όσον τις ζη, το ήπαρ έχει φανερώτατα σημεία, αλλά
όταν στερηθή της ζωής, γίνεται τυφλόν και τα μαντεύματα είναι
λίαν αμυδρά ή ώστε να δηλώσι τι σαφές (59).

C. | &Σπλην&. Η κατασκευή δε και η έδρα του γειτονεύοντος εις
το ήπαρ σπλάγχνου (του σπληνός) έγεινεν εις τα αριστερά χάριν του
ήπατος, δηλ. διά να το διατηρή πάντοτε λαμπρόν και καθαρόν,
ως εις κάτοπτρον παρακείμενον έν μάκτρον (σπόγγος) έτοιμον
πάντοτε και προητοιμασμένον. Διά τούτο και όταν γεννώνται πέ-
ριξ του ήπατος ακαθαρσίαι εκ νόσου τινός του σώματος, η αραιό-
της του σπληνός καθαρίζει αυτάς όλας δεχομένου εντός εαυτού,
διότι έχει υφανθή κοίλος και χωρίς αίματος. Όθεν γεμίζων από
Δ. | τας ακαθαρσίας αυξάνει μεγάλως και εξογκούται, και πάλιν
όταν το σώμα καθαρισθή, ταπεινούται και επανέρχεται εις τον
πρώτον όγκον αυτού.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXIII.
&Το θνητόν μέρος της ψυχής. Έντερα. Μυελός. Οστά. Σπέρ-
μα. Εγκέφαλος. Κεφαλή. Σπονδυλική στήλη - Νεύρα και
Σάρκες. Στόμα. Δέρμα. Τρίχες - Όνυχες (60).&



Περί της ψυχής λοιπόν, πόσον μέρος έχει θνητόν και πόσον θείον
και πού και μετά ποίων οργάνων και διά τίνας αιτίας ετοποθετήθη-
σαν ταύτα τα μέρη χωριστά, την αλήθειαν, ως είπομεν, μόνον όταν
ο Θεός συμφωνήση, τότε δυνάμεθα να διισχυρισθώμεν ότι γνωρί-
ζομεν αυτήν. Ότι όμως είπομεν πιθανά, και τώρα και εφεξής
όσον περισσότερον εξετάζομεν τούτο, δυνάμεθα να διακινδυνεύσω-
Ε. | μεν να το βεβαιώσωμεν και το βεβαιούμεν. Το δε ακολουθούν
εις ταύτα πρέπει να επιζητήσωμεν κατά τον αυτόν τρόπον, είναι
δε τούτο το πώς έγεινε το επίλοιπον του σώματος (61). Ότι δε συν-
ετέθη κατά τον εξής συλλογισμόν, δύναται να αρμόζη εις αυτό
περισσότερον πάντων. Οι συστήσαντες το γένος ημών εγνώριζον
την ακολασίαν των ποτών και των φαγητών, η οποία θα υπάρχη
εις ημάς, και ότι διά την λαιμαργίαν θα κάμνωμεν χρήσιν αυτών
πολύ περισσοτέραν του πρέποντος και του αναγκαίου. Λοιπόν διά
να μη γείνη διά τας νόσους αιφνιδία καταστροφή, και ίνα μη το
ανθρώπινον γένος απολεσθή ευθύς πριν ή φθάση εις την τελειό-
73. | τητά του, ταύτα προβλέποντες, κατεσκεύασαν δοχείον όπερ
καλείται κάτω κοιλία, ίνα περιλαμβάνη το περίσσευμα του ποτού
και του φαγητού, και συνέστρεψαν εις γύρους τα έντερα, όπως μη
διαπερώσα έξω η τροφή ταχέως αναγκάζη το σώμα να ζητή πά-
λιν ταχέως άλλην τροφήν, και ίνα μη γεννώσα απληστίαν κατα-
στήση όλον το ανθρώπινον γένος ένεκα της γαστριμαργίας αφιλό-
σοφον και άμουσον και ανυπότακτον εις το θειότατον μέρος, το
οποίον είναι εντός ημών.

Περί δε των οστών και των σαρκών και περί όλου εκείνου,
Β. | το οποίον είναι ομοίας φύσεως, λέγομεν ότι ταύτα έχουσιν
ως εξής: Εις όλα ταύτα αρχή υπήρξεν η γέννησις του μυελού.
Διότι οι δεσμοί της ζωής, διά των οποίων η ψυχή είναι συνδεδε-
μένη με το σώμα, επειδή είναι δεδεμένοι εις τον μυελόν, είναι ως
αι ρίζαι του ανθρωπίνου γένους. Αυτός δε ο μυελός έγεινεν εξ
άλλων πραγμάτων. Δηλαδή εκ των τριγώνων όσα ήσαν αρχικά,
κανονικά και λεία, ικανά να παραγάγωσι μετά της μεγίστης ακρι-
βείας πυρ και ύδωρ και αέρα και γην, ο Θεός αποχωρίζων από
C | τα σχετικά είδη αυτών και αναμιγνύων μεταξύ των μετά τι-
νος αναλογίας, ίνα προμηθεύση το κοινόν γεννητικόν σπέρμα εις
όλον το ανθρώπινον γένος, κατεσκεύασε τον μυελόν εξ αυτών. Και
μετά τούτο εφύτευσεν εις τον μυελόν τα τρία είδη της ψυχής και
τα συνέδεσε. Και όσα και οποία ήσαν τα σχήματα, τα οποία
έκαστον των ειδών αυτών έμελλε να έχη, εις τοσαύτα και τοι-
αύτα σχήματα διήρεσεν αυτόν τον μυελόν ευθύς κατά την αρ-
χικήν διανομήν. Και το μέρος αυτού, όπερ έμελλε να έχη εν
εαυτώ, ως αγρός, το θείον σπέρμα, πλάσας αυτό στρογγύλον παν-
Δ. | ταχόθεν επωνόμασεν εγκέφαλον, διότι όταν έκαστον ζώον
ήθελεν αποτελεσθή, το αγγείον, όπερ θα περιείχε το μέρος τούτο,
θα ήτο η κεφαλή. Το μέρος δε, το οποίον έμελλε να κατέχη το
λοιπόν και θνητόν μέρος της ψυχής, διήρεσεν εις σχήματα στρογ-
γύλα άμα και προμήκη και τα ωνόμασεν όλα μυελόν· και εκ τού-
των ως εξ αγκυρών ρίπτων τους δεσμούς όλης της ψυχής πέριξ
αυτού έπλασεν όλον το σώμα ημών, αφού πρώτον συνέπηξε δι'
όλον τον μυελόν έν σκέπασμα οστέινον.

Ε. | Το οστούν δε τούτο συνέστησεν ως εξής: Κοσκινίσας γην
καθαράν και λεπτήν εζύμωσεν αυτήν και ύγρανε με μυελόν· μετά
δε τούτο την έβαλεν εις το πυρ, έπειτα την εβύθισεν εις το ύδωρ
και πάλιν εις το πυρ και πάλιν εις το ύδωρ, και μεταφέρων τοιου-
τοτρόπως πολλάκις αυτήν εις τούτο και εις εκείνο την έκαμε
τοιαύτην, ώστε να μη δύναται να διαλυθή ούτε υπό του ενός ούτε
υπό του άλλου. Μεταχειριζόμενος λοιπόν ταύτην την ύλην ετόρ-
νευσε πέριξ του εγκεφάλου οστεΐνην σφαίραν, εις την οποίαν
74. | αφήκε στενήν διέξοδον. Και πέριξ του αυχενίου και του νω-
τιαίου μυελού πλάσας εκ της αυτής ύλης σπονδύλους, διέταξε τον
ένα υπό τον άλλον ως στρόφιγγας αρχίσας από της κεφαλής
καθ' όλον τον κορμόν. Και ίνα διασώση το όλον σπέρμα, περι-
έφραξεν αυτό εντός λιθίνου περιβόλου, κατασκευάσας αρθρώσεις,
και μεταχειριζόμενος την ενέργειαν του ετέρου (του μεταβλητού),
ίνα ούτω μεταξύ αυτών εκτελήται κίνησις και κάμψις (62).

Θεωρήσας δε ότι ο τρόπος του είναι της οστεΐνης φύσεως ήτο
Β. | πολύ σαθρότερος του δέοντος και ακαμπτότερος, και ότι γι-
νόμενος διάπυρος και ψυχόμενος (63) εναλλάξ, θα σαπή και θα δια-
φθείρη ταχέως το σπέρμα εντός αυτού, διά τούτο επενόησε τα
νεύρα και την σάρκα, ίνα με εκείνα μεν, συνδέσας όλα τα άλλα
μέλη, καθ' όσον (τα νεύρα) εντείνονται ή χαλαρούνται, δώση εις
το σώμα την ευκολίαν να κάμπτηται και να εκτείνηται πέριξ των
σπονδύλων. Την δε σάρκα επενόησεν, ίνα γίνη προπύργιον κατά
των υπερβολικών καυμάτων και ασφάλεια κατά του χειμώνος, προ-
σέτι δε και κατά των πτώσεων, ως ένδυμα συμπιλητόν, διότι η σαρξ
C. | μαλακώς και ευκόλως υποχωρεί εις τα άλλα σώματα και έχει
εν εαυτή υγρόν θερμόν, το οποίον κατά μεν το θέρος ιδρώνει και
νοτίζον την επιφάνειαν δύναται να προξενή εις όλον το σώμα φυσι-
κόν ψύχος, τον δε χειμώνα απεναντίας με αυτό τούτο το πυρ δύνα-
ται να υπερασπίζηται αρκούντως κατά του ψύχους, το οποίον την
προσβάλλει και την περικυκλώνει έξωθεν. Ταύτα διανοηθείς ο Πλά-
στης ημών, συμμείξας και συναρμόσας την σάρκα εξ ύδατος και
πυρός και γης συνθέσας ζύμωμα από οξύ και αλμυρόν, και
Δ. | αναμίξας ταύτα εσχημάτισεν ούτω την σάρκα πλήρη χυμών
και μαλακήν. Τα δε νεύρα έκαμεν από μίγμα οστών και αζύμου
σαρκός, ως μίαν μέσην φύσιν μεταξύ εκείνων και ταύτης, μετα-
χειρισθείς προσέτι, χρώμα ξανθόν. Διά τούτο τα νεύρα απέκτησαν
φύσιν περισσότερον έντονον και γλοιώδη, παρά τας σάρκας, πε-
ρισσότερον δε μαλακήν και υγράν παρά τα οστά. Διά τούτων (νεύ-
ρων και σαρκών) περικαλύψας ο Θεός τα οστά και τον μυελόν,
Ε. | τα συνέδεσε μεταξύ των διά των νεύρων και μετά ταύτα εσκέ-
πασε πάντα ταύτα διά σαρκών. Και όσα μεν οστά περιείχον μεγαλύ-
τερον μέρος ψυχής, τα περιέφραξε με ολιγίστας σάρκας, όσα δε
είχον ολιγώτερον με πλείστας και πυκνοτάτας (64). Και προσέτι κατά
τας συνδέσεις των οστών, όπου ο λόγος δεν εδείκνυεν ανάγκην
τινά, διά την οποίαν έπρεπε να υπάρχωσι σάρκες, έθεσεν ολίγας
σάρκας, ίνα μη εμπόδιον γινόμεναι εις τας κάμψεις κάμνωσι τα σώ-
ματα δυσμεταχείριστα (βαρέα), ως γινόμενα ούτω δυσκίνητα, και
ίνα πάλιν, όταν θα ήσαν πολλαί και πυκναί και πολύ πεπιεσμέναι
μεταξύ των, διά την στερεότητα αυτών παράγουσαι αναισθησίαν,
μη καθιστώσι τας ενεργείας της διανοίας περισσότερον δυσμνημο-
νεύτους και περισσότερον μωράς.

75. | Διά τούτο και οι μηροί και αι κνήμαι, τα ισχία, τα οστά
των βραχιόνων και πήχεων, και πάντα τα άλλα όσα είναι άνευ
αρθρώσεων, και όσα εντός ημών δι' ολιγότητα ψυχής εις τον μυε-
λόν είναι κενά νοήσεως, πάντα ταύτα είναι πλήρη σαρκών· όσα δε
έχουσιν εντός αυτών νόησιν, έχουσιν ολίγας σάρκας, εκτός εκεί
όπου ο Θεός συνέστησεν ούτω σάρκα τινά, ίνα υπάρχη αυτή καθ'
εαυτήν όργανον αισθήσεων, καθώς είναι η γλώσσα. Αλλά τα
πλείστα συνέστησε κατά τον ανωτέρω τρόπον. Διότι ο οργανισμός
όστις γίνεται και συντηρείται κατά τους νόμους της ανάγκης (65) ου-
Β. | δαμώς επιδέχεται πυκνόν οστούν και πολλήν σάρκα και μετά
τούτων συγχρόνως οξύτητα αισθήσεων. Τω όντι περισσότερον παν-
τός άλλου οργάνου η κεφαλή θα είχε τα δύο ταύτα, εάν ηδύνατο
να ευρίσκωνται αυτά ομού, και το ανθρώπινον γένος, έχον κε-
φαλήν σαρκώδη και νευρώδη και ισχυράν, ήθελεν αποκτήσει βίον
δις και πολλάκις μακροχρονιώτερον και υγιεινότερον και αλυπό-
τερον του σημερινού. Νυν όμως οι δημιουργοί της γενέσεως ημών
συλλογιζόμενοι, εάν έπρεπε να πλάσωσι γένος πολυχρονιώτερον
C. | και χειρότερον, ή βραχυχρονιώτερον αλλά καλύτερον, έκριναν
ομοφώνως, ότι κατά πάντα τρόπον ο ολιγοχρονιώτερος και κα-
λύτερος βίος είναι απολύτως προτιμότερος του πολυχρονιωτέρου
αλλά φαυλοτέρου. Διά τούτο και με λεπτόν μεν οστούν, ουχί όμως
με σάρκας και με νεύρα, εστέγασαν την κεφαλήν, διότι δεν έμελλε
να έχη ουδέ κάμψεις. Συμφώνως λοιπόν προς πάσας ταύτας τας
αιτίας, η κεφαλή ευαισθητοτέρα και φρονιμωτέρα αλλά πολύ
ασθενεστέρα του λοιπού μέρους του ανθρώπου προσετέθη εις το
σώμα αυτού. Διά τούτο και τα νεύρα ο Θεός ομοίως στήσας πέριξ
του κάτω άκρου της κεφαλής ολόγυρα περί τον τράχηλον, εκόλ-
Δ. | λησεν αυτά ομοιομόρφως και συνέδεσε μετ' αυτών τα άκρα
(κλείδας) των σιαγόνων υπό το πρόσωπον, τα άλλα δε διένειμεν
εις όλα τα άλλα μέλη συνδέων άρθρωσιν με άρθρωσιν.

&Στόμα&. Ομοίως δε την σύστασιν του στόματος ημών με
τους οδόντας και την γλώσσαν και τα χείλη διέταξαν οι διακο-
σμήσαντες αυτόν, όπως είναι τώρα διατεταγμένος και ένεκα της
Ε. | ανάγκης και χάριν του αρίστου (αγαθού). Και την είσοδον
μεν εποίησαν χάριν της ανάγκης, την έξοδον δε χάριν του αρίστου.
Διότι αναγκαίον μεν είναι παν ό,τι εισέρχεται, ίνα δίδη τροφήν εις
το σώμα, αλλά το ρεύμα των λόγων, όπερ ρέει έξω και υπηρετεί
την νόησιν, είναι το κάλλιστον και άριστον πάντων των ναμάτων.

&Δέρμα&. Εξ άλλου την κεφαλήν δεν ήτο δυνατόν να αφήση
μόνον οστεΐνην και γυμνήν διά την κατά τας εποχάς υπερβο-
λικήν ζέστην ή το ψύχος, ούτε να επιτρέψη αφού αύτη σκε-
πασθή να γίνη κωφή και αναίσθητος από το βάρος των σαρκών.
76. | Διά τούτο, όταν η σαρξ ξηραίνεται, συνήθως αποχωρίζεται (66)
πέριξ έν κατάλειμμα μεγαλύτερον της σαρκός, εκείνο όπερ
τώρα λέγεται δέρμα· τούτο δε διά την πέριξ του εγκεφάλου
υγρασίαν αυξάνον κυκλικώς και συνερχόμενον εις εαυτό περιέ-
βαλαν όλην την κεφαλήν. Η δε υγρασία εξερχομένη υπό τας
ραφάς επότιζεν αυτό και συνέκλειεν εις την κορυφήν της κεφα-
λής, συλλέγουσα αυτό ως εις ένα δεσμόν. Τα διάφορα δε είδη
των ραφών υπάρχουσι διά την ενέργειαν των περιόδων (της ψυ-
χής) και διά την της τροφής, και όταν αύται μάχωνται περισσότε-
Β. | ρον αναμεταξύ των, αι ραφαί είναι περισσότεραι, όταν δε ολι-
γώτερον, ολιγώτεραι. Όλον λοιπόν τούτο το δέρμα η θεότης εκέντει
ολόγυρα διά πυρός, αφού δε ετρυπήθη, και το υγρόν εφέρετο έξω
δι' αυτού, το μεν υγρόν και θερμόν, καθ' όσον ήτο καθαρόν, απ-
ήρχετο, το δε μικτόν εκ των στοιχείων, εκ των οποίων ήτο και
το δέρμα, ωθούμενον άνω υπό της ιδίας αυτού ορμής, εξετείνετο
μακράν, έχον λεπτότητα ίσην με το κέντημα. Αλλ' ένεκα της
βραδύτητός του απωθούμενον υπό του αέρος του περιεστώτος έξω-
θεν, πάλιν στρεφόμενον εντός ελάμβανε ρίζας υπό το δέρμα. Κατ'
C. | ακολουθίαν λοιπόν των παθημάτων τούτων, εγεννήθησαν &αι τρί-
χες& εις το δέρμα, συγγενείς με αυτό, καθ' όσον είναι όμοιαι με
ιμάντας, αλλά είναι σκληρότεραι και πυκνότεραι ένεκα της εκ
του ψύχους πυκνώσεως, την οποίαν υπέστη εκάστη θριξ ψυχθείσα,
όταν απεχωρίζετο από του δέρματος. Ούτω λοιπόν πυκνότριχα
έπλασε την κεφαλήν ο ποιήσας αυτήν, μεταχειριζόμενος τας ειρη-
μένας αιτίας, φρονών ότι τούτο, αντί της σαρκός, πέριξ του εγκε-
Δ. | φάλου έπρεπε να είναι το κάλυμμα αυτού προς ασφάλειάν του
ελαφρόν, και κατά τε το θέρος και τον χειμώνα ικανόν να παρέ-
χη σκιάν και σκέπην, αλλά μη δυνάμενον να γείνη ουδόλως εμ-
πόδιον εις την ορθότητα των αισθήσεων.

&Όνυχες&. Εκείνη δε η πλοκή νεύρου, δέρματος και οστού η πέριξ
των δακτύλων, αφού εμίχθη εκ των τριών τούτων και εξηράνθη, έγει-
νεν εξ όλων έν μόνον πράγμα, έν σκληρόν δέρμα, το οποίον εδη-
μιουργήθη μεν διά τας δευτέρας ταύτας αιτίας, αλλά παρήχθη
υπό της ανωτάτης αιτίας, της Διανοίας, χάριν εκείνων τα οποία
έμελλον να υπάρξωσιν έπειτα. Διότι οι συστήσαντες ημάς εγίνω-
σκον ότι ένα καιρόν εκ των ανδρών θα γεννηθώσι γυναίκες και
Ε. | τάλλα ζώα, και ότι πολλά θρέμματα θα λάβωσιν ανάγκην να
μεταχειρισθώσι τους &όνυχας& εις πολλάς περιστάσεις. Όθεν και
τους όνυχας έπλασαν ευθύς άμα εγεννήθησαν οι άνθρωποι. Διά
τον λόγον τούτον και διά τας αιτίας ταύτας δέρμα, τρίχας και
όνυχας έπλασαν εις τας άκρας των μελών.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXIV.
&Δημιουργία των φυτών. Μετέχουσι της επιθυμητικής ψυχής
και είναι μόνον χρήσιμα προς συντήρησιν του ανθρώπου.&



Ότε δε πάντα τα μέρη και τα μέλη του θνητού ζώου φυσι-
77. | κώς συνηνώθησαν, επειδή συνέβαινεν εξ ανάγκης να έχη
τούτο την ζωήν εκ του πυρός και του αέρος, και δι' αυτό διαλυό-
μενον και γινόμενον ισχνόν υπό τούτων εφθείρετο, οι Θεοί εμη-
χανεύθησαν μέσον βοηθείας εις αυτόν. Τω όντι αναμίξαντες την
ανθρωπίνην φύσιν με άλλας μορφάς και αισθήσεις, παρήγαγον
φύσιν συγγενή με αυτήν, ώστε να γίνη άλλο είδος ζώων, τα οποία
είναι τα νυν ήμερα δένδρα και τα φυτά και τα σπέρματα τα καλ-
λιεργηθέντα υπό της γεωργίας, τα οποία μας έγειναν οικεία, ενώ
Β. | πρότερον (67) υπήρχον μόνον τα άγρια είδη, αρχαιότερα όντα
των ημέρων. Διότι παν πράγμα μετέχον της ζωής, ευλόγως δύνα-
ται να λέγηται ορθότατα ζων. Και τούτο δε, περί του οποίου
τώρα λέγομεν, μετέχει του τρίτου είδους της ψυχής, το οποίον
ελέχθη ότι ετοποθετήθη μεταξύ του διαφράγματος και του ομφα-
λού, και το οποίον ουδόλως μετέχει γνώμης, συλλογισμού και νου,
αλλά μόνον αισθήσεως ευαρέστου και δυσαρέστου και επιθυμιών.
Διότι είναι πάντοτε παθητικόν και η γένεσίς του δεν επέτρεψε ώστε
στρεφόμενον εις εαυτό, απωθών την εξωτερικήν κίνησιν, και μετα-
C. | χειριζόμενον την ιδικήν του, να σκεφθή τι των ιδικών του
πραγμάτων, γνωρίζον την φύσιν αυτού. Διό τούτο ζη μεν και δεν
είναι διάφορον του ζώου, αλλά ίσταται ακίνητον και ερριζωμένον
εις το έδαφος, διότι είναι εστερημένον αυτοκινησίας.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXV.
&Περί αναπνοής&.



&Φλέβες&. Αναπνοή — Εκπνοή. Ότε λοιπόν παρήγαγον πάντα
ταύτα τα γένη οι ανώτεροι προς τροφήν ημών των κατωτέρων,
ήνοιξαν οχετούς εις το σώμα ημών, όπως ορύττονται οχετοί εις
τους κήπους, διά να ποτίζηται ως από ρεύμα πηγής. Και πρώτον
Δ. | μεν κατεσκεύασαν δύο κρυφούς οχετούς εκεί ένθα το δέρμα
προσφύεται εις την σάρκα, ήτοι τας δύο νωτιαίας φλέβας (68), όπως
και το σώμα ήτο διπλούν, έχον μέρη δεξιά και μέρη αριστερά.
Τας φλέβας ταύτας διηύθυναν παρά την ράχιν περιλαμβάνοντες
εις το μέσον τον γόνιμον μυελόν, ίνα και ούτος διατελή, όσον εί-
ναι δυνατόν, θαλερός, και ίνα ο υπό του αίματος ποτισμός των άλ-
λων, γινόμενος εντεύθεν ευκολώτερος, ως ρέων από υψηλού εις
χαμηλόν μέρος, καθίστα ομαλήν την ύδρευσιν των μερών τού-
των (69). Μετά δε ταύτα διαιρέσαντες τας φλέβας ταύτας πέριξ της
Ε. | κεφαλής και συμπλέξαντες αυτάς μεταξύ των έδωκαν εις αυ-
τάς εναντίαν διεύθυνσιν, τας μεν εκ δεξιών ερχομένας στρέψαντες
προς τα αριστερά, τας δε εξ αριστερών προς τα δεξιά, όπως ούτω
υπάρχη παρεκτός του δέρματος και άλλος δεσμός της κεφαλής με
το σώμα, επειδή αύτη δεν είχε περικυκλωθή υπό νεύρων κατά την
κορυφήν, και ίνα ωσαύτως η εντύπωσις των αισθήσεων και εκ
του ενός και εκ του άλλου των μερών τούτων δύναται να μεταδί-
δηται εις όλον το σώμα. Έπειτα δε διέταξαν την του υγρού κυ-
κλοφορίαν κατά τοιούτον τινα τρόπον, τον οποίον θα εννοήσωμεν ευ-
78. | κολώτερον, αν πρώτον συμφωνήσωμεν περί των εξής: ότι
πάντα τα πράγματα, τα οποία σύγκεινται από στοιχεία μικρότερα,
κρατούσι τα μεγαλύτερα, όσα δε συνίστανται εκ μεγαλυτέρων δεν
δύνανται να κρατώσι τα μικρότερα· και ότι το πυρ εκ πάντων των
ειδών είναι το έχον τα σμικρότερα μέρη, και διά τούτο &διαχωρεί&
διά του ύδατος, της γης και του αέρος και πάντων όσα εκ τούτων
αποτελούνται, και ουδέν δύναται να κρατήση αυτό. Το αυτό ακρι-
βώς πρέπει να νοήσωμεν και περί της κοιλίας ημών, ότι δηλ. τας
τροφάς και τα ποτά όταν εισέρχωνται εις αυτήν, τα κρατεί, αλλά
Β. | τον αέρα και το πυρ, τα οποία αποτελούνται από μέρη μι-
κρότερα αυτής, δεν δύναται να κρατή. Τα δύο ταύτα λοιπόν μετ-
εχειρίσθη ο Θεός, ίνα διοχετεύη το υγρόν εκ της κοιλίας εις τας
φλέβας, δηλ, συνύφανε πλέγμα εξ αέρος και πυρός, ως είναι οι αλι-
ευτικοί κάλαθοι, έχον εις το στόμα δύο σάκκους εκ των οποίων τον
ένα έπλεξε δισχιδή. Από τους σάκκους τούτους εξέτεινε τρόπον
τινά σχοίνους ολόγυρα πανταχού μέχρι των άκρων του πλέγμα-
τος. Και τα μεν εσωτερικά μέρη του δικτύου τούτου τα έκαμεν
C. | όλα από πυρ, τους σάκκους δε και το κοίλον μέρος (δοχείον)
από αέρια στοιχεία. Έπειτα λαβών όλον τούτο το έθεσεν εις το
ήδη πεπλασμένον ζώον, κατά τον εξής τρόπον: Τον ένα σάκκον
εισήγαγεν εις το στόμα, επειδή δε αυτός ήτο διπλούς, το έν μέρος
του κατεβίβασε διά της τραχείας αρτηρίας εις τον πνεύμονα, το
δε άλλο πλησίον της αρτηρίας εις την κοιλίαν. Τον δε άλλον σάκ-
κον, αφού έσχισεν αυτόν, διεβίβασε και τα δύο ταύτα μέρη διά
των οχετών της ρινός, έχοντα συγκοινωνίαν με τον πρώτον, ούτως
ώστε όταν εκείνος δεν ήθελε διέλθει διά του στόματος, να πληρώνται
εκ τούτου και πάντα τα ρεύματα του άλλου (70). Το άλλο δε μέρος
Δ. | του πλέγματος προσεκόλλησεν εις το κοίλον μέρος του σώ-
ματος ημών, και το όλον τούτο ομού έκαμεν άλλοτε να συρρέη
ομαλώς εις τους σάκκους, διότι είναι εξ αέρος, άλλοτε δε οι σάκ-
κοι να ρέωσιν οπίσω. Ούτω δε το πλέγμα, επειδή το σώμα ημών
είναι αραιόν, έκαμον άλλοτε μεν να εισδύη εις τούτο, και πάλιν
άλλοτε να εξέρχηται, αι δε ακτίνες του εσωτερικού πυρός, αίτινες
είναι συνδεδεμέναι με αυτό, να το ακολουθώσι καθ' όσον ο αήρ
κινείται προς την μίαν ή την άλλην διεύθυνσιν. Και έκαμον τούτο
Ε. | να μη παύση ποτέ να γίνηται, εφ' όσον υπάρχει το θνητόν ζώον.
Εις αυτό δε ο θέσας τα ονόματα λέγομεν, ότι τα ωνόμασεν &ανα-
πνοήν& και &εκπνοήν&.

Και πάσα αύτη η ενέργεια και το πάθος τελείται εις το σώμα
ημών ούτως, ώστε τούτο ποτιζόμενον και δροσιζόμενον να δύνα-
ται να τρέφηται και να ζη. Διότι οσάκις η αναπνοή εισέρχηται
και εξέρχηται, και το πυρ το μετ' αυτής συνδεδεμένον ακολουθή
αυτήν, και πάντοτε υψούμενον και ταπεινούμενον εισέρχηται διά
79. | της κοιλίας και έρχηται εις επαφήν με τας τροφάς και τα
ποτά, διαλύει ταύτα, τα διαιρεί εις μικρά τεμάχια, τα φέρει διά
των εξόδων, διά των οποίων διέρχεται, ως από πηγής εις τους
οχετούς χύνον πάλιν αυτά εις τας φλέβας και κάμνει τα ρεύματα
ταύτα των φλεβών να ρέωσι διά του σώματος ως διά τινος αύλακος.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXVI.
&Περί αναπνοής (συνέχεια).&



Ας εξετάσωμεν τώρα πάλιν την λειτουργίαν της &αναπνοής&, διά
ποίων αιτίων έγεινε τοιαύτη, οποία τώρα υπάρχει. Λοιπόν (έγει-
Β. | νεν) ως εξής: Επειδή ουδέν υπάρχει κενόν, εις το οποίον να
δύναται να εισέλθη πράγμα κινούμενον, η δε πνοή απωθείται υφ'
ημών έξω, είναι ήδη φανερόν το επακόλουθον εις τούτο, ότι δηλ.
αύτη δεν (εξέρχεται) εις το κενόν, αλλ' αποδιώκει εκ της θέσεώς
του τον πλησίον αέρα, ούτος δε ωθούμενος αποδιώκει τον πλησίον
του πάντοτε, και ούτως αναγκαίως ωθείται κυκλικώς όλος, έως
ου εισέλθη εις την θέσιν, όθεν εξήλθεν η αναπνοή, και αναπληρώ-
σας αυτήν, πάλιν παρακολουθεί την εκπνοήν. Και τούτο γίνεται
συγχρόνως όλον, ως τροχός περιστρεφόμενος, διότι κενόν δεν
C. | υπάρχει. Διά τούτο βέβαια το στήθος και ο πνεύμων, όταν
εξάγη την πνοήν, πάλιν πληρούται υπό του αέρος, όστις είναι πέ-
ριξ του σώματος και εισέρχεται και εισχωρεί διά των αραιών σαρ-
κών. Και πάλιν έπειτα αποσυρόμενος ο αήρ και εξερχόμενος διά
του σώματος κύκλω, ωθεί μέσα την αναπνοήν διά της διόδου του
στόματος και των μυκτήρων. Η αιτία δε διά την οποίαν τούτο
έλαβεν αρχήν, πρέπει να δεχθώμεν ότι είναι η εξής: Παν ζώον έχει
Δ. | θερμότατα τα εντός αυτού πλησίον του αίματος και των φλε-
βών, ως εάν υπήρχε πηγή πυρός εν αυτώ, και τούτο ωμοιάσαμεν με
το πλέγμα ψαροκοφίνου, (ειπόντες) ότι όλον το μέρος, το οποίον εκ-
τείνεται εις το μέσον, είναι πεπλεγμένον εκ πυρός, ενώ το άλλο,
όσον κείται έξωθεν, είναι εξ αέρος. Η θερμότης όμως, πρέπει να
το ομολογήσωμεν, φυσικώς φέρεται έξω προς την εαυτής θέσιν
και προς την άλλην θερμότητα την ομοίαν με αυτήν. Αλλ' επειδή
δύο υπάρχουσιν έξοδοι, η μία διά της επιφανείας του σώματος και η
Ε. | άλλη διά του στόματος και των μυκτήρων, οσάκις (η θερμότης
αύτη) ορμά προς το έν μέρος, ωθεί άμα τον αέρα όστις είναι προς το
άλλο, ο δε αποκρουσθείς πίπτων εις το πυρ θερμαίνεται, ενώ ο εξ-
ελθών ψύχεται. Επειδή δε ούτω η θερμότης μεταβάλλει θέσιν και
ο χώρος ο πλησίον της άλλης εξόδου γίνεται θερμότερος, πάλιν
το θερμότερον ρέπον προς ταύτην, ως φερόμενον προς την ομοίαν
με αυτόν φύσιν, απωθεί το ευρισκόμενον εις το άλλο μέρος.
Τούτο δε πάσχουσα και ανταποδίδουσα διηνεκώς τα αυτά, γεννά
κύκλον χωρούντα εμπρός και οπίσω και παράγοντα δι' αμφοτέρων
(των ωθήσεων) την αναπνοήν και εκπνοήν.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXVII.
&Εξήγησις άλλων φυσικών φαινομένων.&



Και τώρα κατά τον αυτόν τρόπον δυνάμεθα να εύρωμεν
80. | τας αιτίας των επενεργειών των ιατρικών σικυών, της
καταπόσεως, της κινήσεως των ριπτομένων σωμάτων, είτε
των υψουμένων εις τον αέρα, είτε των ριπτομένων επί της
γης (71), καθώς και των ήχων όσοι φαίνονται ταχείς και βραδείς,
οξείς και βαρείς (72), οίτινες άλλοτε μεν έρχονται εις ασυμφωνίαν
διά την ανωμαλίαν της κινήσεως, την οποίαν γεννώσιν εις ημάς,
άλλοτε δε εις αρμονίαν διά την ομαλότητα. Διότι τας κινήσεις
των πρότερον ερχομένων και ταχυτέρων ήχων οι βραδύτεροι ήχοι
φθάνουσιν, όταν εκείναι αι κινήσεις μέλλωσι να παύσωσι και να
Β. | έλθωσιν ούτω εις ομοιότητα με εκείνας, δι' ων αυτοί οι ήχοι
οι ερχόμενοι ύστερον τας κινώσι. Καταφθάνοντες δε ούτω δεν τας
διαταράττουσι προσθέτοντες νέαν κίνησιν, αλλά προσάπτοντες αρ-
χήν κινήσεως βραδυτέρας εις την της ταχυτέρας, ήτις καταλήγει
εις το να γίνη ομοία με αυτήν, αποτελούσι διά της μίξεως του
οξέος και του βαρέος μίαν μόνην εντύπωσιν. Όθεν εις μεν τους
άφρονας προξενούσιν ηδονήν, εις δε τους έμφρονας ευφροσύνην διά
την μίμησιν της θείας αρμονίας, ήτις κατορθούται εις θνητάς
κινήσεις.

C. | Προσέτι δε και ως προς τα ρεύματα πάντα των υδάτων,
και τας πτώσεις των κεραυνών και τα θαυμάσια των ηλέκτρων
και των Ηρακλείων λίθων (μαγνήτου) ένεκα της έλξεως (73), εις
ουδέν τούτων υπάρχει ποτέ δύναμις ελκτική. Αλλά διότι δεν
υπάρχει ουδέν κενόν και τα πράγματα απωθούνται κύκλω αμοι-
βαίως, και διότι πάντα διηρημένα και ηνωμένα πορεύονται έκα-
στον αμοιβαίως εις την οικείαν θέσιν του, διά της προς άλληλα
πλοκής όλων τούτων των παθημάτων, θα φανή εις τον μεθοδικώς
ζητούντα ότι παράγονται τα θαύματα ταύτα.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXVIΙΙ.
&Φύσις και κίνησις του αίματος. Θρέψις και αύξησις του σώ-
ματος. Γήρας και θάνατος.&



Δ. | Και λοιπόν και η &αναπνοή&, εκ της οποίας έλαβεν αρχήν
ο λόγος ούτος, γίνεται, ως είπομεν πρότερον, κατά τούτον τον
τρόπον και διά τούτων των μέσων: Το πυρ κατακόπτει τας τρο-
φάς και παρακολουθούν την πνοήν, ήτις υψούται έσωθεν, διά ταύ-
της της συνανυψώσεώς του εκ της κοιλίας γεμίζει τας φλέβας, μετα-
βιβάζον εξ αυτών τας κεκομμένας (χωνευμένας) τροφάς. Και ούτως
αι πηγαί της θρέψεως επιρρέουσιν (ίνα ποτίσωσιν) όλον το σώμα εις
πάντα τα ζώα. Ταύτα δε τα κομμάτια, ενόσω είναι νέα και παρά-
Ε. | γονται από συγγενείς ουσίας, άλλα μεν από καρπούς άλλα
δε από χόρτα, τα οποία ο Θεός εφύτευσε δι' αυτό ακριβώς, ίνα
είναι τροφή εις ημάς, διατηρούσι ποικιλώτατα χρώματα ένεκα της
μίξεως. Αλλά το χρώμα, όπερ κατά το πλείστον επικρατεί, είναι το
ερυθρόν χρώμα, χαρακτηριστικόν δημιουργηθέν εκ της κόψεως
του πυρός και της εντυπώσεως την οποίαν έκαμεν εις το υγρόν.
Όθεν το χρώμα του υγρού, το οποίον ρέει εις το σώμα, έχει την
όψιν την οποίαν περιεγράψαμεν, καλούμεν δε αυτό αίμα, και εί-
81. | ναι η τροφή των σαρκών και όλου του σώματος, και εξ αυ-
τού όλα τα μέλη αντλούντα γεμίζουσι τους τόπους, οίτινες κε-
νούνται.

Ο δε τρόπος της πληρώσεως και της κενώσεως γίνεται, όπως
γίνεται η κίνησις παντός πράγματος εις το σύμπαν, καθ' ην έκα-
στον πράγμα φέρεται προς το συγγενές (όμοιον) αυτού. Διότι τα
πράγματα τα υπάρχοντα πέριξ ημών έξω διαρκώς μας διαλύουσι
και διανέμουσι το αφαιρεθέν, αποστέλλοντα εις τα καθ' έκαστα
είδη ό,τι είναι της αυτής φύσεως. Και τα μέλη λοιπόν τα έχοντα
αίμα εντός ημών, τα οποία κατεκόπησαν και είναι περικεκαλυμμένα
Β. | υπό του οργανισμού εκάστου ζώου, όπως ημείς υπό του ουρα-
νού, αναγκάζονται να μιμώνται την κίνησιν του παντός. Και ούτω
ενώ πορεύεται προς το συγγενές του έκαστον των πραγμάτων, τα
οποία εκόπησαν εντός ημών, το κενωθέν πληρούται πάλιν. Και
όταν το εξερχόμενον είναι περισσότερον του εισερχομένου, κατα-
στρέφεται το όλον, όταν δε ολιγώτερον, αυξάνεται το όλον (74). Όταν
λοιπόν η σύστασις του ζώου είναι νέα και έχη τα τρίγωνα και-
νουργή, ως εάν μόλις ήρχοντο από την ρίζαν των στοιχείων, έχει
C. | τότε ισχυράν την συνοχήν των μερών προς άλληλα, ενώ ο όλος
όγκος αυτής είναι απαλός, διότι προ μικρού εγεννήθη εκ του μυε-
λού και ετράφη με το γάλα (75). Τα δε τρίγωνα εκείνα, τα οποία
αύτη δέχεται εντός εαυτής έξωθεν εισελθόντα, εκ των οποίων απο-
τελούνται αι τροφαί και τα ποτά, επειδή είναι παλαιότερα των
δικών της τριγώνων και διά τούτο ασθενέστερα, αύτη τα κατα-
νικά κόπτουσα αυτά με τα καινουργή τα ιδικά της, και καθιστά
το ζώον μέγα, τρέφουσα αυτό εκ πολλών στοιχείων ομοίων. Αλλά
όταν η γενεά (76) των τριγώνων τούτων χαλαρωθή διά τους πολλούς
αγώνας, τους οποίους επί πολύν χρόνον εναντίον πολλών ηγωνί-
Δ. | σθη, ταύτα δεν δύνανται πλέον να κόπτωσι τα της τροφής,
τα οποία εισέρχονται, ούτως ώστε να τα αφομοιώσι προς εαυτά,
αλλά αυτά ταύτα υπό των έξωθεν εισερχομένων κόπτονται ευκό-
λως. Εξασθενίζεται τότε όλον το ζώον νικηθέν τοιουτοτρόπως, και
το πάθος τούτο ονομάζεται &γήρας&. Και επί τέλους, όταν οι δε-
σμοί, οίτινες συνδέουσι τα τρίγωνα του μυελού, καταβληθέντες
υπό του κόπου δεν αντέχωσι πλέον, αφίνουσι να διαλυθώσι και
οι δεσμοί της ψυχής. Αύτη δε κατά φύσιν ελευθερωθείσα (από του
Ε. | σώματος), πετά μετά χαράς, Διότι παν ό,τι είναι εναντίον της
φύσεως είναι δυσάρεστον, ό,τι δε γίνεται σύμφωνα με την φύσιν
είναι ευάρεστον. Και ο θάνατος λοιπόν ομοίως, ο προερχόμενος
από νόσους και πληγάς είναι δυσάρεστος και βίαιος, αλλ' εκεί-
νος, όστις μετά του γήρατος έρχεται εις τέλος σύμφωνον με την
φύσιν, είναι ο μάλλον άπονος των θανάτων και γίνεται με ευχα-
ρίστησιν μάλλον παρά με λύπην.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXIX.
&Νοσολογία& (77).



Ως προς τας νόσους, πόθεν προέρχονται αύται, είναι φανερόν
ίσως εις πάντας. Τω όντι, επειδή τέσσαρα είναι τα είδη, εκ των
82. | οποίων συνεπήχθη το σώμα, γη, πυρ, ύδωρ και αήρ, αφθο-
νία ή έλλειψις τούτων παρά φύσιν, και μεταβολή γινομένη εκ του
οικείου αυτών τόπου εις ξένον, ή και το να προσλαμβάνη έκαστον
εις εαυτό ιδιότητα μη αρμόζουσαν εις αυτό, είτε του πυρός είτε
άλλου είδους, (διότι υπάρχουσι πολλαί ιδιότητες ενός είδους), πάντα
ταύτα και άλλα τοιαύτα παράγουσι διαταράξεις και νοσήματα.
Διότι, όταν παράγεται ή μετατοπίζεται παρά φύσιν έν τούτων,
θερμαίνονται εκείνα τα οποία ήσαν ψυχρά πρότερον, τα δε ξηρά
Β. | γίνονται ύστερον υγρά, και τα κούφα βαρέα, και δέχονται
πάσας τας δυνατάς μεταβολάς. Τω όντι, μόνον όταν το αυτό εις
το αυτό πράγμα κατά την αυτήν έννοιαν και τον αυτόν τρόπον
και κατ' αναλογίαν προστίθεται και αφαιρείται, μόνον τότε το
πράγμα είναι ακόμη το αυτό προς εαυτό και σώον και υγιές.
Αλλ' εκείνο, το οποίον ήθελε παραβή τινα εκ τούτων των όρων,
είτε εισερχόμενον είτε εξερχόμενον, προξενεί ποικίλας μεταβολάς
και νόσους και απείρους φθοράς.

C. | Και επειδή κατά φύσιν έγειναν δεύτεραι πάλιν συνθέ-
σεις (78), ο θέλων να σκεφθή θα έλθη εις νέαν αναγνώρισιν νοσημά-
των. Τω όντι, επειδή ο μυελός, το οστούν, η σαρξ και το νεύρον
συνεστήθησαν εκ των πρώτων ειδών, προσέτι δε και το αίμα,
αλλά κατά τρόπον διάφορον, τα πλείστα των νοσημάτων συμβαί-
νουσι καθώς είπομεν πρότερον, αλλά τα μέγιστα και βαρέα γί-
νονται τοιαύτα κατά τον εξής τρόπον: Όταν η γένεσις τούτων
(των δευτέρων συνθέσεων) συμβαίνη αντίστροφα, τότε αύται φθεί-
ρονται. Διότι κατά φύσιν αι σάρκες και τα νεύρα γίνονται εξ αί-
Δ. | ματος, τα μεν νεύρα εκ των ινών αυτού διά την ταυτότητα
της φύσεως, αι δε σάρκες εκ του επιλοίπου, όπερ πηγνύεται, καθ'
όσον αποχωρίζεται των ινών (79). Το εξερχόμενον δε πάλιν εκ των
νεύρων και της σαρκός, υγρόν γλοιώδες και παχύ, χρησιμεύει εις
το να προσκολλά την σάρκα εις τα οστά και συνάμα να τρέφη
και να αυξάνη αυτό το πέριξ του μυελού οστούν. Και το στραγγι-
ζόμενον διά της πυκνότητος των οστών, ήτοι το καθαρώτατον εί-
δος των τριγώνων, και λειότατον και παχύτατον, ρέον και στά-
Ε. | ζον από τα οστά, ποτίζει τον μυελόν. Και όταν πάντα γίνων-
ται κατά τούτον τον τρόπον, ως επί το πλείστον επικρατεί &υγιεία&,
όταν δε κατ' ενάντιον τρόπον, &νόσος&. Διότι όταν η σαρξ φθειρο-
μένη εκβάλλη αντιστρόφως το διεφθαρμένον υγρόν εις τας φλέ-
βας, τότε μετά του αέρος (80) υπάρχει εις τας φλέβας αίμα άφθονον
και παντός είδους, ποικίλον εκ των χρωμάτων και των πικριών
και ακόμη εκ των οξέων και αλμυρών χυμών, πλήρες από χολάς
και ιχώρας (ορούς) και φλέγματα παντοειδή. Διότι, επειδή πάντα
γίνονται αντιστρόφως και διαφθείρονται, καταστρέφουσιν αυτό το
83. | αίμα πρώτον, και μη δίδοντα πλέον καμμίαν τροφήν εις το
σώμα, μεταφέρονται πανταχού διά των φλεβών, χωρίς να διατη-
ρώσι πλέον την τάξιν της φυσικής κυκλοφορίας (περιόδους) (81), πο-
λεμούντα μεν αυτά εαυτά, διότι δεν δύνανται να έχωσι καμμίαν
ωφέλειαν αυτά εξ εαυτών, εχθρά δε όντα και καταστρεπτικά και
διαλυτικά παντός, το οποίον εις το σώμα συντηρείται και μένει εις
την θέσιν του. Όσον λοιπόν εκ της σαρκός παλαιότατον ον
φθαρή, επειδή δυσκόλως χωνεύεται, γίνεται μέλαν διά την παρα-
τεταμένην καύσιν, και επειδή είναι πικρόν, διότι διεφθάρη παντα-
Β. | χού, προσβάλλει βαρέως παν μέρος του σώματος, το οποίον
δεν έχει ακόμη φθαρή. Και ενίοτε το μέλαν χρώμα αντί της πι-
κρότητος αποκτά δριμύτητα, όταν δηλ. η πικρία πολύ λεπτύνε-
ται. Άλλοτε δε η πικρία βαφείσα εις το αίμα λαμβάνει χρώμα
ερυθρότερον και αν αναμιχθή και μέλαν γίνεται πράσινον (χλοώ-
δες). Προσέτι δε το ξανθόν χρώμα μιγνύεται με την πικρίαν, όταν
είναι νέα η σαρξ και φθείρηται υπό του πυρός της φλογώσεως.
Και πάντα ταύτα τα υγρά έλαβον κοινόν όνομα &χολήν&, δοθέν υπό
C. | τινων ιατρών ή και υπό άλλου τινός, όστις ήτο ικανός να
προσέχη εις πολλά και ανόμοια πράγματα και να βλέπη ότι εις
αυτά υπάρχει έν κοινόν χαράκτηριστικόν άξιον μιας επωνυμίας
εις όλα. Τα διάφορα δε είδη της χολής, οσαδήποτε αναφέρονται,
από το χρώμα έλαβεν έκαστον αυτών ίδιον όνομα. Ως προς τον
ιχώρα δε, ο μεν ορός του αίματος είναι ήμερος, ο δε της μαύ-
ρης και οξείας χολής είναι άγριος (δριμύς), όταν ένεκα της θερ-
μότητος αναμιγνύεται με αλμυράν δύναμιν (χυμόν)· ονομάζεται
δε ούτος οξύ φλέγμα. Εκείνο δε πάλιν, όπερ διά (της επιδράσεως)
Δ. | του αέρος διαλύεται εκ νέας και τρυφεράς σαρκός, αφού εξ-
ογκωθή υπό του ανέμου και περικυκλωθή υπό της υγρότητος,
επειδή εκ του πάθους τούτου γεννώνται πομφόλυγες, των οποίων
εκάστη είναι αόρατος διά την σμικρότητα, αλλά όλαι ομού παρου-
σιάζουσιν ένα όγκον ορατόν και έχουσι χρώμα λευκόν διά την
γέννησιν αφρού, όλη αύτη η φθορά σαρκός τρυφεράς αναμεμι-
γμένη με αέρα λέγομεν ότι είναι το &λευκόν φλέγμα. Ορός& δε
Ε. | του φλέγματος το οποίον νεωστί εσχηματίσθη είναι ο &ιδρώς&
και το &δάκρυον& και όσα άλλα τοιαύτα χύνει το σώμα έξω καθ'
ημέραν καθαριζόμενον. Και όλα ταύτα γίνονται αίτια νοσημάτων,
όταν το αίμα δεν γίνεται άφθονον φυσικώς εκ των τροφών και των
ποτών, αλλ' απεναντίας λαμβάνη όγκον παρά τους νόμους της
φύσεως. Καίτοι λοιπόν διαλύονται υπό των νόσων τα μέρη της
σαρκός, εάν μένωσιν αι ρίζαι αυτών, η δύναμις του κακού ελατ-
τούται εις το ήμισυ, διότι η σαρξ δύναται ευκόλως να αναπλασθή.
84. | Αλλά όταν νοσήση το υγρόν το συνδέον τας σάρκας με τα
οστά, και αποχωριζόμενον από των ινών άμα και των νεύρων, δεν
γίνεται πλέον τροφή εις το οστούν, ούτε δεσμός της σαρκός με το
οστούν, αλλ' ενώ ήτο λιπαρόν και λείον και γλοιώδες, γίνεται
τραχύ και αλμυρόν, διότι εξηράνθη υπό της κακής διαίτης, τότε
παν το πάσχον τα τοιαύτα φθείρεται αφ' εαυτού υπό τας σάρκας
και τα νεύρα και αποχωρίζεται από των οστών. Αι δε σάρκες
Β. | πίπτουσαι εκ των ριζών αυτών αφίνουσι τα νεύρα γυμνά και
πλήρη άλμης, εμπίπτουσαι δε πάλιν εις το ρεύμα του αίματος,
πολλαπλασιάζουσι τα ειρημένα νοσήματα. Αλλά αν και είναι βα-
ρέα τα παθήματα ταύτα του σώματος, υπάρχουσιν ακόμη μεγα-
λύτερα τούτων, προηγούμενα (82) αυτών, οσάκις το οστούν ένεκα
της πυκνότητος της σαρκός μη έχον αρκετήν αναπνοήν, θερμαι-
νόμενον υπό του ευρώτος (μούχλας) και σηπόμενον (γαγγραινιά-
C. | ζον) δεν δέχεται πλέον τροφήν, η δε τροφή χυνομένη πάλιν
εις τας σάρκας και αι σάρκες εις το αίμα καθιστώσι τα νοσή-
ματα πάντα βαρύτερα των προειρημένων. Το χείριστον δε πάντων
είναι, όταν αυτή η φύσις του μυελού νοσήση διά τινα έλλειψιν ή
υπερβολήν, και τούτο παράγει τα μέγιστα νοσήματα και τα μά-
λιστα ικανά να φέρωσι τον θάνατον, διότι τότε εξ ανάγκης πάσα
η φύσις του σώματος βαίνει αντίστροφα.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XL.
&Νοσολογία (συνέχεια)& (83).



Τρίτον δε είδος νοσημάτων υπάρχει, όπερ δέον να θεωρήσω-
μεν ότι γίνεται εκ τριών αιτίων, υπό του αέρος, δεύτερον υπό του
Δ. | φλέγματος και τρίτον υπό της χολής. Διότι όταν ο &ταμίας&
του αέρος εις το σώμα, δηλ. ο πνεύμων, δεν παρέχη τας διεξόδους
καθαράς, διότι έχει φραχθή από άλλα ρεύματα (84), εξ ενός μεν
επειδή ο αήρ δεν δύναται να εισέρχηται, εξ ετέρου δε επειδή εισ-
έρχεται περισσότερος του δέοντος, σαπίζει όσα μέρη δεν λαμβά-
νουσιν αναψυχήν (δεν δροσίζονται), εισδύων δε διά βίας εις τας
φλέβας και συστρέφων αυτάς, διαλύει το σώμα και μένει εγκε-
κλεισμένος εν μέσω αυτού, πιέζων το διάφραγμα. Εκ των αιτιών
Ε. | τούτων γεννώνται πολυάριθμα νοσήματα οδυνηρά μετά αφθό-
νου ιδρώτος. Πολλάκις δε, όταν η σαρξ εις το σώμα χωρίζηται,
ο αήρ, ο οποίος γεννάται εντός και αδυνατεί να εύρη έξοδον, προ-
ξενεί τους αυτούς πόνους, τους οποίους γεννώσι και τα εξωτερικά
αίτια, πόνους, οίτινες είναι μέγιστοι, οσάκις ο αήρ, περικυκλώνων
τα νεύρα και τας παρακειμένας μικράς φλέβας και εξογκώνων τους
μυς των ώμων και τα σχετικά νεύρα, παράγη μίαν τάσιν προς τα
οπίσω. Τα νοσήματα δε ταύτα ακριβώς διά το πάθημα της τά-
σεως ωνομάσθησαν &τέτανοι& και &οπισθότονοι&. Και η θεραπεία
τούτων είναι δύσκολος· διότι μόνον οι πυρετοί επερχόμενοι δύναν-
85. | ται υπέρ παν άλλο να διαλύσωσιν αυτάς. Ούτω το λευκόν
φλέγμα διά τον αέρα των πομφολύγων του είναι επικίνδυνον, όταν
εγκλείεται ούτος, και εάν έχη εκπνοάς έξω του σώματος είναι
ηπιώτερον, αλλά καθιστά το σώμα ποικίλον, διότι γεννά εξανθή-
ματα και λευκά στίγματα και άλλα τοιαύτα νοσήματα. Εάν δε
αναμιχθή με μαύρην χολήν και διασκορπισθή εις τας εν τη κε-
φαλή κυκλοφορίας, αίτινες είναι θειόταται, και συνταράξη αυτάς,
όταν μεν επέρχεται κατά τον ύπνον είναι ημερώτερον, όταν δε
επιτίθεται κατά την εγρήγορσιν δυσκόλως το σώμα απαλλάσσεται
Β. | αυτού. Και το νόσημα τούτο, επειδή είναι φύσεως ιεράς, δι-
καίως λέγεται ιερά νόσος. — Το οξύ δε και αλμυρόν φλέγμα είναι
η πηγή όλων των καταρροϊκών νοσημάτων· και επειδή οι τόποι,
εις τους οποίους ρέει, είναι διαφορώτατοι, λαμβάνει και διάφορα
ονόματα. — Ως προς τας φλογώσεις δε του σώματος, αίτινες κα-
λούνται ούτω εκ του ότι το σώμα καίεται και φλέγεται, όλαι γεν-
C. | νώνται εκ της χολής. Διότι, όταν αύτη ευρίσκη αναπνοάς προς
τα έξω, βράζουσα εκπέμπει ποικίλα εξογκώματα, αλλ' εάν μένη
κατάκλειστος μέσα, γεννά πολλά νοσήματα φλογιστικά. Και το
μέγιστον είναι, όταν η χολή, αναμιχθείσα με καθαρόν αίμα, δια-
σκορπίζη έξω της θέσεως των τας ίνας, αίτινες ήσαν διεσπαρμένοι
εις το αίμα, ίνα τούτο έχη συμμετρίαν λεπτότητος και πάχους,
και διά την πολλήν θερμότητα μη τρέχη ως ρευστόν έξω του σώ-
ματος αραιωθέντος (85), μήτε πάλιν διά την πολλήν πυκνότητα γενό-
μενον δυσκίνητον μόλις και μετά βίας κυκλοφορή εις τας φλέβας.
Δ. | Την αναλογίαν (μέτρον) ταύτην διατηρούσιν αι ίνες δι' αυτήν
την φυσικήν σύστασίν των. Διότι, όταν τις αφαιρών αυτάς και εκ
νεκρού και πηχθέντος αίματος τας συνάγη, τότε όλον το λοιπόν αίμα
αφανίζεται. Εάν όμως αφεθώσιν εκεί, ταχέως θα το πήξωσι με
την βοήθειαν του περικυκλούντος αυτό ψύχους. Επειδή δε ταύ-
την την δύναμιν έχουσιν αι ίνες εις το αίμα, η χολή, ήτις ήτο φύ-
σει παλαιόν αίμα (86), και ήτις πάλιν από τας σάρκας επιστρέφει ίνα
διαλυθή εις αυτό, κατά πρώτον χυνομένη θερμή και υγρά ολίγον κατ'
ολίγον, διά της επενεργείας των ινών πήγνυται· πηγνυμένη δε και
Ε. | σβυνομένη διά βίας, παράγει εντός χειμώνα και τρόμον. Όταν
δε επιρρέη αφθονωτέρα και υπερνικά διά της θερμότητος αυτής,
βράζουσα διαταράττει και θέτει εις αταξίαν τας ίνας. Και εάν
είναι ικανή να νικήση μέχρι τέλους, εισχωρήσασα εις την ουσίαν
του μυελού, διαλύει εκείθεν καίουσα τα παλαμάρια της ψυχής,
όπως λύουσι τα σχοινία ενός πλοίου, και την αφίνει ελευθέραν.
Όταν όμως είναι ασθενεστέρα και το σώμα ανθίσταται εις την
διάλυσιν, τότε η χολή νικάται και ή φεύγει εξ όλου του σώματος,
ή αποκρουσθείσα διά των φλεβών εις την κάτω ή την άνω κοι-
λίαν, φεύγουσα εκ του σώματος, ως εξόριστος από πόλιν στασιά-
86. | σασαν (87), παράγει διαρροίας και δυσεντερίας και πάντα τα
άλλα τοιαύτα νοσήματα.

Όταν τέλος το σώμα νοσήση προ πάντων από υπερβολικόν
πυρ (θερμότητα), γεννώνται καύματα και πυρετοί συνεχείς, όταν
δε από υπερβολήν αέρος, καθημερινοί πυρετοί (88), τριταίοι δε από
υπερβολήν ύδατος, διότι το ύδωρ κινείται βραδύτερον του αέρος
και του πυρός· όταν δε από υπερβολήν γης, επειδή αύτη είναι
κατά τέταρτον λόγον βραδυτάτη και καθαρίζεται εις περιόδους
τετραπλασίας χρόνου, γεννώνται οι τεταρταίοι (89) πυρετοί και μετά
μεγάλης δυσκολίας θεραπεύονται.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XLI.
&Ψυχικαί νόσοι& (90).



Β. | Και τα μεν νοσήματα του σώματος τοιουτοτρόπως γεν-
νώνται, τα δε της ψυχής γίνονται εκ της σωματικής διαθέσεως
κατά τον εξής τρόπον: Ότι η νόσος της ψυχής είναι η αφροσύνη·
δέον να το ομολογήσωμεν, αλλά της αφροσύνης δύο είναι τα είδη·
το έν είναι η μανία και το άλλο η αμαθία. Οιονδήποτε λοιπόν
πάθος, όπερ πάσχων τις έχει εν εαυτώ το έν ή το άλλο, δέον να
είπωμεν αυτό νόσον. Και ηδοναί δε και λύπαι υπερβολικαί πρέπει
να παραδεχθώμεν ότι είναι εκ των μεγίστων νόσων της ψυχής.
Διότι ο άνθρωπος όστις αισθάνεται υπερβολικήν χαράν, ή και υπό
C. | λύπης ευρίσκεται εις την εναντίαν κατάστασιν, σπεύδων άλλο
μεν να συλλάβη ουχί εις κατάλληλον καιρόν, άλλο δε να απο-
φύγη, δεν δύναται ούτε να ίδη ούτε να ακούση ορθώς κανέν πρά-
γμα, αλλά λυσσά και δεν έχει πλέον την δύναμιν να κάμνη χρή-
σιν του λογικού. Εκείνος δε, εις τον οποίον γεννάται σπέρμα
άφθονον και ορμητικόν εις τον μυελόν, και είναι ως δένδρον, όπερ
καρποφορεί περισσότερον του φυσικού μέτρου, ούτος δοκιμάζων
πολλάς λύπας και πολλάς ηδονάς εις τας επιθυμίας και εις τα
αποτελέσματα αυτών, και γινόμενος μανιακός κατά το περισσό-
τερον μέρος της ζωής του διά τας μεγίστας ταύτας ηδονάς και
Δ. | λύπας, ενώ έχει την ψυχήν νοσηράν και άφρονα ένεκα του
σώματος, δεν θεωρείται ως έχων νόσον, αλλά κακώς νομίζεται
ότι είναι εκουσίως κακός. Αλλ' όμως το αληθές είναι ότι η ακολα-
σία εις τας αφροδισίους ηδονάς κατέστη εις αυτόν νόσος της ψυχής
κατά μέγα μέρος ένεκα διαθέσεως ενός μόνου είδους, όπερ διά την
αραιότητα των οστών ρέει εις το σώμα και το υγραίνει. Και σχε-
δόν πάντα όσα λέγονται ακρασία εις τας ηδονάς προς όνειδος, ως
εάν οι κακοί ήσαν τοιούτοι εκουσίως, δεν προσάπτουσιν ορθώς
Ε. | όνειδος. Διότι ουδείς είναι κακός εκουσίως (91) αλλά διά τινα
κακήν διάθεσιν του σώματος ή δι' έλλειψιν ανατροφής ο κακός
γίνεται κακός. Και ταύτα είναι ατυχήματα εις πάντας και συμ-
βαίνουσιν και εις εκείνον, όστις δεν θέλει. Και πάλιν ως προς τας
λύπας κατά τον αυτόν τρόπον η ψυχή λαμβάνει πολλάς συμφοράς
διά του σώματος. Διότι όπου οι χυμοί των οξέων φλεγμάτων, και
των αλυκών και όσοι είναι πικροί και χολώδεις πλανηθέντες εις
το σώμα δεν ευρίσκουσι μεν αναπνοήν προς τα έξω, αλλά περι-
φερόμενοι εντός αποτελούσι κράμα αναμιγνύοντες τους ιδίους αυ-
87. | τών ατμούς με την κίνησιν της ψυχής, εκεί παράγουσι παν-
τοειδή ψυχικά νοσήματα άλλοτε μεν περισσότερα, άλλοτε δε ολι-
γώτερα, και άλλοτε μικρότερα ή μεγαλείτερα, Και τα νοσήματα
ταύτα μεταφερόμενα εις τας τρεις έδρας της ψυχής, όπου έκα-
στον αυτών προσπέση, εκεί παράγει πολλάς και διαφόρους ποι-
κιλίας δυσαρεσκείας και λύπης, και άλλας θρασύτητος και δει-
λίας, και προσέτι λήθης ομού και δυσμαθίας. Εκτός δε τούτων,
όταν από ανθρώπους ούτω κακώς συγκεκροτημένους γίνωνται κα-
καί πολιτείαι, και κατ' ιδίαν και δημοσίως εις τας πόλεις εκφωνών-
Β. | ται λόγοι, προσέτι δε δεν μανθάνωνται υπό των νέων μαθή-
ματα θεραπεύοντα τα κακά ταύτα, τότε, τοιουτοτρόπως όλοι γίνον-
ται κακοί, όσοι είναι τοιούτοι, διά τας δύο αιτίας όλως ακουσίας.
Και διά ταύτα πρέπει να μεμφώμεθα τους γονείς μάλλον παρά
τα τέκνα και τους ανατρέφοντας μάλλον παρά τους ανατρεφομέ-
νους. Λοιπόν πρέπει να έχωμεν προθυμίαν, όσον είναι δυνατόν
διά της αγωγής, διά των θεσμών και των διδασκαλιών να φεύγω-
μεν την κακίαν· να αποκτήσωμεν δε το εναντίον. Αλλά τούτο εί-
ναι άλλη σειρά λόγων.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XLII.
&Θεραπευτική& (92).



C. | Εκείνο δε πάλιν, το οποίον είναι αντίστροφον προς ταύτα,
ήτοι το αναφερόμενον εις τας θεραπείας των σωμάτων και των
διανοιών, δηλαδή διά ποίων μέσων συντηρούνται ταύτα, πάλιν είναι
φυσικόν και πρέπον να εκθέσωμεν προς ανταπόδοσιν. Διότι είναι
ορθότερον ο λόγος να πραγματεύηται περί των αγαθών μάλλον
παρά περί των κακών. Παν λοιπόν το αγαθόν είναι καλόν· το δε
καλόν δεν είναι άνευ μέτρου. Και το ζώον λοιπόν, το οποίον μέλ-
λει να είναι τοιούτον, πρέπει να υποθέσωμεν ότι έχει μέτρον
και αναλογίαν. Αλλά εκ των συμμετριών αντιλαμβανόμενοι τας
Δ. | σμικράς τας μετρούμεν, τας δε σπουδαιοτάτας και τας μεγί-
στας τας αμελούμεν εντελώς. Διότι ως προς τας υγείας και τας
νόσους, και τας αρετάς και τας κακίας ουδεμία συμμετρία ή ασυμ-
μετρία είναι μεγαλυτέρα από εκείνην την ψυχής προς το σώμα
αυτής. Και εκ τούτων ουδέν εξετάζομεν, ούτε εννοούμεν ότι, όταν
ψυχή ισχυρά και μεγάλη κατά παν μέρος αυτής φέρηται υπό σώ-
ματος ασθενεστέρου ή μικροτέρου, και όταν ακόμη τα δύο ταύτα
συνδυάζωνται αντιστρόφως, το όλον ζώον δεν είναι ωραίον. Διότι
είναι ασύμμετρον κατά τας σπουδαιοτάτας συμμετρίας, το δε ευ-
ρισκόμενον εις εναντίαν κατάστασιν είναι το ωραιότατον και ερα-
σμιώτατον θέαμα εις εκείνον, όστις δύναται να παρατηρή. Καθώς
Ε. | λοιπόν σώμα τι με σκέλη μακρότατα ή έχον άλλην τινά
αφθονίαν δυσανάλογον προς εαυτό, όχι μόνον είναι αισχρόν, αλλά
και εις τους κοινούς σκοπούς (93) προξενούν πολλούς καμάτους και
πολλά σπάσματα και διά την παραφοράν αυτού πολλάς πτώσεις,
είναι αίτιον εις εαυτό πολλών κακών, ούτω το αυτό τούτο πρέ-
πει να νοήσωμεν και περί του συνδυασμού τούτου, το οποίον ονο-
μάζομεν ζώον. Ότι δηλ. όταν η ψυχή ήτις είναι εις αυτό, ούσα
88. | υπερτέρα του σώματος, ευρίσκεται εις ερεθισμόν μέγαν τα-
ράττουσα αυτό όλον εντός, το γεμίζει από νόσους· και όταν αύτη
παραδίδεται συντόνως εις μελέτας και ζητήματα, φθείρει αυτό·
και όταν κάμνη διδαχάς και μάχας διά λόγων δημοσίως και ιδιω-
τικώς, διά των ερίδων και φιλονεικιών, αίτινες γεννώνται, φλέγουσα
αυτό όλον το διαλύει (94), και παράγουσα ρεύματα απατά τους πλεί-
στους των λεγομένων ιατρών και κάμνει αυτούς να αποδίδωσι το
κακόν εις άλλας αιτίας. Και όταν πάλιν σώμα τι μέγα και γεν-
ναιότατον ευρίσκεται συνδεδεμένον με μικράν και ασθενή διά-
Β. | νοιαν, επειδή φύσει υπάρχουσιν εις τους ανθρώπους δύο είδη
επιθυμιών, τροφής διά το σώμα και σοφίας δι' εκείνο, όπερ εν
ημίν είναι το θειότατον, επειδή αι κινήσεις του ισχυροτέρου νι-
κώσι και αυξάνουσι το μέρος αυτών, ενώ την ψυχήν καθιστώσι
μωράν και δύσκολον να μανθάνη και να ενθυμήται, παράγουσι την
μεγίστην νόσον, την αμαθίαν. Υπάρχει όμως μία μόνη σωτηρία
εις αμφότερα ταύτα, να μη ασκώμεν την ψυχήν άνευ του σώμα-
τος μήτε το σώμα άνευ της ψυχής, ίνα ούτω υπερασπιζόμενα το έν
C. | κατά του άλλου γίνωνται ισόρροπα και υγιά. Ο μαθηματι-
κός (95) λοιπόν ή ο εργαζόμενος με τον νουν αυτού συντόνως ε;iς
τινα άλλην επιστήμην πρέπει να δίδη και εις το σώμα την απαι-
τουμένην άσκησιν, προσοικειούμενος την γυμναστικήν, και πάλιν
ο επιμελώς περιποιούμενος το σώμα του πρέπει να αποδίδη αντί
τούτου τας κινήσεις της ψυχής του, μεταχειριζόμενος μουσικήν
και μελετών πάσαν φιλοσοφίαν, εάν μέλλη δικαίως να ονομάζηται
συνάμα μεν ωραίος, συνάμα δε αγαθός αληθώς.

Και συμφώνως προς αυτά ταύτα πρέπει να θεραπεύωμεν και
τα ιδιαίτερα μέλη του σώματος, μιμούμενοι τα συμβαίνοντα εις το
σύμπαν. Δηλαδή επειδή το σώμα καίεται και ψύχεται από τα
Δ. | εισερχόμενα, και πάλιν από τα έξω πράγματα ξηραίνεται και
υγραίνεται και δέχεται εντυπώσεις συμφώνους με ταύτα τα πρά-
γματα ένεκα των δύο κινήσεων τούτων, όταν τις παραδίδη έρμαιον
εις τας κινήσεις ταύτας το σώμα του ενώ ευρίσκεται εις ανάπαυ-
σιν, τούτο νικηθέν υπ' αυτών καταστρέφεται. Εάν όμως μιμήται εκεί-
νην, την οποίαν ωνομάσαμεν μητέρα και τροφόν του παντός (96) και
δεν αφίνη ποτέ το σώμα του να μένη εις ησυχίαν, αλλά το κινή
και διαρκώς προξενή εις αυτό όλον σεισμούς τινας, τότε το υπε-
Ε. | ρασπίζει συμφώνως προς την φύσιν κατά των εξωτερικών
και εσωτερικών κινήσεων, και με τον μέτριον τούτον σεισμόν
βάλλει εις τάξιν κατά συγγένειαν προς την αμοιβαίαν αυτών θέσιν
τας πλανωμένας εντυπώσεις του σώματος και τα μέρη αυτού συμ-
φώνως προς όσα είπομεν πρότερον ομιλούντες περί του παντός.
Ο πράττων ταύτα δεν θα θέση εχθρόν πλησίον εχθρού ούτε θα
αφίση να γεννηθώσι πόλεμοι και ασθένειαι εις το σώμα αυτού,
αλλά θα κάμη ώστε φίλος τεθείς πλησίον φίλου να παρέχη την
89. | υγιείαν. Αφ' ετέρου εκ των κινήσεων αρίστη είναι η γινο-
μένη εν εαυτή και αφ' εαυτής (διότι είναι συγγενεστάτη με την
κίνησιν της διανοίας και της του σύμπαντος), χειροτέρα δε είναι
η γινομένη υπ' άλλου, και χειρίστη είναι εκείνη ήτις εις το σώμα,
όταν κατάκειται και ησυχάζη, δίδεται υπό άλλων κατά τα ιδιαίτερα
μέρη αυτού. Διά τούτο εκ των καθάρσεων και των αναπλάσεων
του σώματος εκείνη, η οποία γίνεται διά της γυμναστικής είναι
η αρίστη· δευτέρα δε έρχεται η διά των αιωρήσεων, είτε εντός
πλοίων είτε εντός οιωνδήποτε οχημάτων γίνονται χωρίς να προ-
Β. | ξενώσι κόπον. Τρίτον δε είδος κινήσεων είναι χρήσιμον μό-
νον, όταν απολύτως αναγκάζεται τις, άλλως δε δεν πρέπει ουδέ-
ποτε να το δέχηται όστις έχει νουν, και τούτο είναι το γινόμενον
διά φαρμακευτικής καθάρσεως χάριν ιατρείας. Διότι τα νοσήματα,
όσα δεν έχουσι μεγάλους κινδύνους δεν πρέπει να τα ερεθίζωμεν
με φάρμακα. Και τω όντι, η πορεία των νόσων ομοιάζει τρόπον
τινά με την φύσιν των ζώων, διότι και η σύστασις των ζώων έχει
περίοδον ζωής προσδιωρισμένην διά τα ιδιαίτερα είδη (97), ομοίως
δε έκαστον ζώον καθ' εαυτό έχει εκ φύσεως μοιραίον χρόνον ζωής
εξαιρουμένων των αναποφεύκτων παθημάτων. Διότι τα τρίγωνα
C. | εκάστου ατόμου ευθύς εξ αρχής αποτελούνται με μίαν προσ-
διωρισμένην δύναμιν, ώστε είναι ικανά να διαρκέσωσι μέχρι τινός
χρόνου, πέραν του οποίου δεν δύναται να εξακολουθήση η ζωή.
Κατά τον αυτόν τρόπον είναι και η σύστασις των νοσημάτων. Και
όταν τις καταστρέφη ταύτην έξω του πεπρωμένου χρόνου με
φάρμακα, γίνονται συνήθως εκ μικρών μεγάλα νοσήματα και εξ
ολίγων πολλά. Διά τούτο πρέπει πάντα τα τοιαύτα νοσήματα να
κυβερνά τις με δίαιτας του ζην, καθ' όσον έχει την ευκολίαν, αλλά
Δ. | να μη τα ερεθίζη με φάρμακα και να κάμνη δυσκολωτέραν
την θεραπείαν του κακού.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XLIII.
&Αγωγή ψυχής& (98).



Αρκούσι τα ειρημένα περί του ζώου κατά το σύνολον αυτού
και περί του σωματικού μέρους αυτού και περί του τρόπου καθ'
ον τις κυβερνών τούτο και κυβερνώμενος (99) υπ' αυτού δύναται να
ζήση συμφωνότατα με τον λόγον. Αλλά περισσότερον τούτου και
πρότερον αυτού το μέρος εκείνο, όπερ θα παιδαγωγήση αυτό (το
σώμα), πρέπει όσον είναι δυνατόν να το προετοιμάσωμεν ούτως, ώστε
να είναι κάλλιστον και άριστον προς το έργον της παιδαγωγίας.
Να πραγματευθώμεν λοιπόν ακριβώς περί τούτων θα ήτο έργον
Ε. | αρκετά μέγα καθ' εαυτό· αλλά εάν τις εν παρέργω θίξη
αυτό, αναλόγως προς όσα πρότερον είπομεν, όχι εκτός του προκει-
μένου θα ηδύνατο να περάνη αυτό διά του συλλογισμού θεωρών
τα πράγματα ως έπεται. Συμφώνως προς εκείνα, τα οποία πολλάκις
είπομεν, ότι δηλ. τρία είδη ψυχής κατοικούσιν εντός ημών εις τρεις
διαφόρους τόπους, και ότι έκαστον έχει τας κινήσεις του, κατά
τον αυτόν τρόπον και τώρα όσον το δυνατόν συντομώτατα πρέπει
να είπωμεν, ότι εκείνο εξ αυτών, το οποίον διάγει εις αργίαν και
το οποίον ησυχάζει καθ' όλας τας κινήσεις του, εξ ανάγκης γίνε-
ται ασθενέστατον. Το δε διάγον εις γυμνάσια είναι ισχυρότατον.
90. | Διά τούτο πρέπει να προσέχωμεν, όπως έχωσι μεταξύ των
τας κινήσεις αναλόγους. Και ως προς μεν το είδος της ψυχής, το
οποίον είναι εντός ημών κυρίαρχον, πρέπει να νοώμεν τούτο, ότι
δηλ. ο Θεός το έδωκεν εις έκαστον ημών ως θείον δαιμόνιον, και
είναι εκείνο, το οποίον λέγομεν ότι κατοικεί εις την κορυφήν του
σώματος ημών, και το οποίον από της γης μας υψώνει προς την
συγγένειαν ημών εν τω ουρανώ. Διότι, και τούτο λέγομεν ορθό-
τατα, είμεθα φυτόν όχι γήινον αλλά ουράνιον. Διότι η θεότης,
Β. | εκείθεν, οπόθεν η ψυχή έλαβε την πρώτην αρχήν της, κρα-
τούσα την κεφαλήν και ρίζαν ημών ανηρτημένην (100), διατηρεί
όρθιον όλον το σώμα ημών. Εις εκείνον λοιπόν, ο οποίος δαπανάται
εις επιθυμίας ή φιλονικείας και εις ταύτα καταπονείται μεθ' υπερ-
βολής, εξ ανάγκης γεννώνται γνώμαι θνηταί, και κατά πάντα τρό-
πον, όσον είναι δυνατόν εις ένα να είναι θνητός, ουδέν τούτου λεί-
πει απ' αυτόν, διότι μόνον το θνητόν μέρος έχει θρέψη. Εκείνος όμως,
όστις παρεδόθη εις την φιλομάθειαν και εις την νόησιν της αλη-
θείας, και εκ των δυνάμεων αυτού ταύτας προ πάντων έχει γυ-
μνάση, είναι απολύτως αναγκαίον ούτος να νοή πράγματα αθά-
C. | νατα και θεία, αν βεβαίως δύναται να φθάση την αλήθειαν·
καθ' όσον δε η ανθρωπίνη φύσις δύναται να μετάσχη της αθα-
νασίας, κανέν μέρος τούτου δεν θα λείπη εις αυτόν, και επειδή
πάντοτε υπηρετεί το θείον και διατηρεί εν τάξει και τιμά τον δαί-
μονα, όστις κατοικεί εντός αυτού, θα είναι εξόχως ευδαίμων. Και
η θεραπεία όλων είναι μία μόνη πάντοτε, ήτοι να δίδωνται εις
έκαστον μέρος αι κατάλληλοι τροφαί και κινήσεις. Αλλ' εις το εν-
Δ. | τός ημών κατοικούν θείον συγγενείς κινήσεις είναι τα δια-
νοήματα του παντός και αι περιφοραί αυτού. Ταύτας λοιπόν ακο-
λουθών έκαστος, και διορθόνων τας κινήσεις, αίτινες κατά την γέν-
νησιν ημών διεφθάρησαν εντός της κεφαλής ημών, πρέπει με την
μάθησιν των αρμονιών και των κύκλων του παντός να εξομοιώνη
το νοούν (υποκείμενον) προς το νοούμενον (αντικείμενον) (101) κατά
την αρχικήν φύσιν αυτού, αφού δε εξομοιώση αυτά θα δώση ούτω
τέλος εις τον βίον εκείνον τον άριστον, τον οποίον οι θεοί προέθε-
σαν διά τον παρόντα και τον μέλλοντα χρόνον.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XLIV.
&Περί γενέσεως γυναικών και ζώων (102). Τέλος.&



Α. | Και ήδη εκείνο, όπερ εξ αρχής ανελάβομεν να πραγματευθώ-
μεν περί του σύμπαντος μέχρι της γενέσεως του ανθρώπου, δυνά-
μεθα να είπωμεν, ότι έφθασεν εις το τέλος αυτού. Διότι ως προς
τα άλλα ζώα, με ποίον τρόπον ταύτα εγεννήθησαν, θα κάμωμεν
σύντομον λόγον χωρίς να μακρολογήσωμεν περισσότερον του αναγ-
καίου. Και ούτω δυνάμεθα να φρονώμεν, ότι ετηρήσαμεν ακριβώς
το προσήκον μέτρον εις τους περί αυτών λόγους. Θα είπωμεν λοι-
πόν τα τοιαύτα ως εξής: Εκ των γεννηθέντων ανδρών όσοι ήσαν
δειλοί και διήλθον την ζωήν αυτών εις αδικίας, κατά πιθανόν λό-
γον εις την δευτέραν γέννησιν μετεβλήθησαν εις γυναίκας. Και διά
91. | ταύτα κατ' εκείνον τον χρόνον οι θεοί επενόησαν τον έρωτα
της συνουσίας, συστήσαντες έν ζώον έμψυχον εντός ημών των αν-
δρών και έν άλλο εις τας γυναίκας, και εδημιούργησαν και το έν
και το άλλο κατά τον εξής τρόπον: Τον οχετόν του ποτού εκεί όπου
το ποτόν αφού έλθη διά του πνεύμονος υπό τους νεφρούς εις την κύ-
στιν, έπειτα αποκρούει αυτό έξω υπό την πίεσιν του αέρος, τον έθεσαν
δι' οπής εις συγκοινωνίαν με τον μυελόν, όστις εκ της κεφαλής διά
του αυχένος χωρεί διά της σπονδυλικής στήλης, και τον οποίον
Β. | εις τους προηγουμένους λόγους ημών ωνομάσαμεν σπέρμα.
Ούτος (ο μυελός) επειδή είναι έμψυχος και εύρεν αναπνοήν, εγέν-
νησεν εις αυτόν την ζωτικήν επιθυμίαν της εκροής εκείθεν, όθεν
δύναται να αναπνέη, και παρήγαγεν ούτω τον έρωτα της γεννή-
σεως. Και διά ταύτα το γεννητικόν μόριον (των ανδρών) γενόμενον
απειθές και δεσποτικόν, ως ζώον μη υπακούον εις τον λόγον, θέ-
λει να εξουσιάζη τα πάντα με τας μανιώδεις επιθυμίας του. Εις
δε τας γυναίκας αι λεγόμεναι μήτραι και υστέραι διά τας αυτάς αι-
C. | τίας, επειδή υπάρχει εντός αυτών ως ζώον επιθυμούν να γεννά
παίδας, όταν μένη χωρίς να παράγη καρπόν πολύν χρόνον μετά
την ωρισμένην εποχήν του, αγανακτεί και βαρυθυμεί και πλανώ-
μενον πανταχού του σώματος, φράττει τας εξόδους του αέρος, και
εμποδίζον την αναπνοήν φέρει το ζώον εις τας εσχάτας αμηχα-
νίας, και προξενεί παντοίας άλλας νόσους. Και τούτο (γίνεται),
έως ου η επιθυμία και ο έρως συνενώσαντες και τους δύο, τρόπον
Δ. | τινα συλλέγοντες καρπόν από δένδρων, σπείρωσιν εις την μή-
τραν, ως εις καλλιεργημένον αγρόν ζώα (103), αόρατα διά την σμι-
κρότητα αυτών και άπλαστα ακόμη, έπειτα τα διαχωρίσωσι και
τα θρέψωσι μέσα όσον να γίνωσι μεγάλα, και μετά τούτο τα φέ-
ρωσιν εις το φως και τελειώσωσι την γέννησιν αυτών. Αι γυναί-
κες λοιπόν και όλον το θηλυκόν γένος τοιαύτην έλαβον γέννησιν.

Το γένος έπειτα των πτηνών παρήχθη διά μεταμορφώσεως,
γεννών πτερά αντί τριχών, από άνδρας ακάκους αλλά κούφους,
και οίτινες ομιλούσι περί των ουρανίων πιστεύοντες διά την μω-
Ε. | ρίαν των ότι διά της όψεως ευρίσκουσι τας βεβαιοτάτας απο-
δείξεις περί τούτων (104). Το δε χερσαίον και άγριον γένος εγεννήθη
εξ εκείνων, οίτινες δεν ασχολούνται εις την φιλοσοφίαν και δεν
εξετάζουσι τίποτε περί της φύσεως του ουρανού, διότι δεν μετα-
χειρίζονται τους κύκλους της κεφαλής, αλλά ακολουθούσιν ως
οδηγούς μόνον τα μέρη της ψυχής, τα οποία είναι εις τα στήθη.
Ένεκα των έξεων τούτων στηρίζουσιν εις την γην τα έμπροσθεν
μέλη και τας κεφαλάς, ελκόμενα εις αυτήν υπό της συγγενείας,
και έχουσι τας κεφαλάς επιμήκεις (105) και πολυειδείς, κατά τον τρό-
πον κατά τον οποίον οι κύκλοι της ψυχής των συνεθλίβησαν υπό
της αργίας. Εκ ταύτης δε της αιτίας η γενεά αυτών έγεινε με
92. | τέσσαρας και περισσοτέρους πόδας, καθ' όσον ο Θεός έδωκε
μεγαλύτερον αριθμόν βάσεων εις τα έχοντα περισσοτέραν έλλειψιν
φρενών, ίνα έλκωνται περισσότερον εις την γην. Όσα δε εξ αυ-
τών είναι όλως εστερημένα νου και απλώνουσιν εις την γην ολό-
κληρον το σώμα αυτών, επειδή δεν είχον πλέον χρείαν ποδών,
τα παρήγαγον άνευ ποδών και έρποντα επί της γης. Το δε τέ-
ταρτον γένος, το οποίον ζη εις τα ύδατα, εγεννήθη εξ εκείνων,
οίτινες είναι εντελώς ανόητοι και αμαθείς, τους οποίους οι θεοί, οι
Β. | μεταπλάττοντες, δεν έκριναν αξίους ούτε καθαράς αναπνοής,
διότι είχον την ψυχήν των ακάθαρτον υπό πάσης υπερβολής, αλλά
αντί της λεπτής και καθαράς αναπνοής του αέρος απώθησαν αυτούς
εις την θολεράν και βαθείαν αναπνοήν του ύδατος. Ούτως εγεννήθη
το γένος των ιχθύων και των οστρέων και των άλλων, όσα είναι
εντός των υδάτων, και προς τιμωρίαν της αμαθείας αυτών έλαβον
την εσχάτην κατοικίαν (106). Και συμφώνως προς πάντα ταύτα τότε
και τώρα τα ζώα μεταβαίνουσι το έν εις το άλλο (107) και μεταμορ-
φούνται καθ' όσον αποβάλλουσιν ή αποκτώσι νουν ή ανοησίαν (108).

Και τώρα πλέον δυνάμεθα να είπωμεν ότι λαμβάνει τέλος ο
λόγος ημών περί του σύμπαντος. Διότι τοιουτοτρόπως εδημιουργήθη
ούτος ο κόσμος, όστις περιλαβών τα ζώα τα θνητά και τα αθάνατα,
και γενόμενος πλήρης εξ αυτών είναι ούτω ζώον ορατόν, περιέχον
τα ορατά πράγματα, εικών του νοητού, Θεός αισθητός, μέγιστος
και άριστος, ωραιότατος και τελειότατος, ο κόσμος ούτος είς και
μονογενής.



ΚΡΙΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗΣ
ΚΟΣΜΟΓΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ



Αναγκαίον θεωρούμεν να ανακεφαλαιώσωμεν και να κρίνωμεν ενταύθα τας
γενικάς αρχάς της διδασκαλίας του Πλάτωνος περί κόσμου και ψυχής,
αφαιρούντες την μυθικήν μορφήν της εκθέσεως. Το ίδιον της φιλοσοφίας
του Πλάτωνος, η αθάνατος δόξα αυτού είναι η περί των ιδεών θεωρία και
η διαλεκτική μέθοδος. 1) Πάντα τα πράγματα έχουσιν έκαστον μίαν
ουσίαν άληπτον υπό των αισθήσεων και μίαν ιδέαν αντιστοιχούσαν εις
αυτά, ούτω δε πάντα, πνεύμα και ύλη, χώρος και χρόνος, φυτόν και ζώον
κλπ. σύγκεινται εξ ιδεών και στοιχείων νοητών. Η ιδέα είναι η ουσία
και η υπόστασις των όντων, είναι η αρχή, ήτις παρέχει εις τα όντα
ύπαρξιν (το είναι) και ουσίαν, και δι' ης ταύτα νοούνται και
γινώσκονται. 2) Πάσα ιδέα συνδέεται ενδομύχως και αχωρίστως προς την
εναντίαν αυτής ιδέαν και αμφότεραι αποτελούσιν έν όλον, ώστε δοθείσης
της μιας δίδοται άμα και η ετέρα. Ούτως ο τρόπος του είναι, η
αχώριστος μορφή των ιδεών είναι η διαλεκτική, στηριζομένη επί της
συνυπάρξεως των εναντίων. Επειδή δε πάσαι αι ιδέαι αλληλουχούνται, ο
νους εκ μιας αυτών ορμώμενος δύναται να ανεύρη πάσας τας άλλας και να
γνωρίση την φύσιν του παντός.

Αι ιδέαι λοιπόν, τα νοητά, είναι τα μόνα πραγματικά όντα, διότι ταύτα
είναι καθολικά και αμιγή, αιώνια και αναλλοίωτα· δεν είναι απλώς
υποκειμενικαί έννοιαι, νοήματα ψυχής, αλλ' απ' εναντίας αι έννοιαι
ημών προϋποθέτουσι τας ιδέας ως αντικείμενα έχοντα ιδίαν ανεξάρτητον
ύπαρξιν. Τα αισθητά όμως, τα οποία απαύστως ρέουσι και μεταβάλλονται,
και γεννώνται και φθείρονται, είναι όντα σχετικά και εξηρτημένα, απλά
φαινόμενα, εν οις εμφανίζονται αι ιδέαι. Η σχέσις αισθητού και ιδέας
είναι σχέσις εικόνος και αρχετύπου, μιμήσεως και παραδείγματος. Το
αισθητόν άρα δεν είναι όντως ον, ή άλλως, είναι μη ον, είναι τι
γινόμενον. Όπως δε εις το αντίτυπον, εις τον ορατόν κόσμον υπάρχει
κλίμαξ όντων από του ατελεστάτου μέχρι του τελειοτάτου, του
Σύμπαντος, ούτω και εν τω νοητώ κόσμω αι ιδέαι αποτελούσιν ιεραρχίαν,
εις την κορυφήν της οποίας ίσταται η ιδέα του Αγαθού, ήτις δεσπόζει
του όλου, και περιέχει και εξηγεί τας άλλας ιδέας, υπερέχουσα αυτών
κατά την πραγματικότητα και την τελειότητα. Απέναντι αυτής αι άλλαι
είναι υπάλληλοι και εξηρτημέναι, αποτελούσιν όμως ολοκληρωτικόν μέρος
της φύσεως αυτής, και εν αυτή ευρίσκουσι την τελειότητα και την
ενότητα αυτών, ούτως ώστε εκείνη είναι ο τελικός αυτών σκοπός και
αύται υπάρχουσι χάριν εκείνης, ή άλλως, εκείνη παρέχει εις ταύτας το
είναι και την ουσίαν. Περιέχει άρα η ιδέα του Αγαθού και το νοητόν
και το νοούν και υπερέχει αυτών. Αλλά τι είναι αυτό το Αγαθόν δεν
ορίζει ο Πλάτων. Την ιδέαν του Αγαθού καλεί Θεόν, αι άλλαι είναι
(κατώτεροι) Θεοί.

Έχομεν ούτω την ιδέαν, ήτις είναι η μόνη πραγματικότης, το παντελώς
ον, και διά τούτο εκτός αυτής ουδέν υπάρχει, ει μη το (σχετικώς) μη
ον. Αλλ' η ιδέα ως κατ' εξοχήν πραγματικότης είναι και η υπερτάτη
ενέργεια, είναι το ον, όπερ ποιεί το μη ον μέτοχον εαυτού, εικόνα
εαυτού, και ούτως αύτη μεν γίνεται αιτία ποιητική, αρχή δημιουργική,
το δε μη ον γίνεται τοιούτον τι, οίον είναι το ον. Αύτη είναι η θεία
&αγαθότης&. Το απόλυτον αγαθόν γεννά το σχετικόν αγαθόν, αγαθόν δ'
είναι ή μετέχει του αγαθού πάσα ύπαρξις θετική. Μόνη η απόλυτος
άρνησις είναι το κακόν. Ούτως ο Πλάτων την Κοσμογονίαν εξηγεί μόνον
διά της θείας αγαθότητος, το δε στοιχείον της ανάγκης προσθέτει
έξωθεν διά της ύλης. Επειδή δε το αγαθόν έγκειται κυρίως εν τη
αναλογία και τω νόμω, εν τη τάξει και εν αρμονία, ενί λόγω εν τη
ενότητι, ο Πλάτων την ενότητα πανταχού ζητεί να καταλάβη και εξηγήση.
Αδιαφορών προς τα φαινόμενα μεταρσιούται εις τον Ουρανόν των ιδεών
και πλήρης ενθέου ζέσεως μελετά την υπόστασιν των πραγμάτων, το όντως
ον, την ιδέαν, ης ίδιον χαρακτηριστικόν είναι η ενότης και η
δημιουργία της ενότητος, ήτοι η εις έν αρμονικόν σύστημα διάταξις του
παντός.

Αι πρώται αρχαί της Φύσεως είναι ο &χώρος& και ο &χρόνος&, ήτοι αι
δύο μορφαί της εξωτερικότητος των όντων, οι δύο όροι της κινήσεως
και της γενέσεως. Τας ιδέας ταύτας προσδιορίζει ο Τίμαιος τον μεν
χρόνον εν κεφ. Χ - XI τον δε χώρον εν κεφ. XIII. Όπως η κίνησις και η
γένεσις υπήρξαν αείποτε «αεί γενόμεναι» σ. 27 «και πριν ουρανόν
γενέσθαι» σελ. 52, ούτω και ο αχώριστος απ' αυτών χρόνος είναι
άπειρος, μήτε αρχήν έχων μήτε τέλος, της ακινήτου αιωνιότητος αιώνιος
κινητή εικών, ρέουσα διηνεκώς και προσδιοριζομένη δι' αριθμών. Μόνον
το μέτρον του χρόνου γεννάται διά της κινήσεως των αστέρων. Εξ άλλου
ο &χώρος& είναι το δοχείον πασών των μορφών, των εικόνων των ιδεών,
και αν δεν είναι αυτή η ύλη, είναι πάντοτε αχώριστος της &ύλης&, ήτις
είναι η ιδέα του μη όντος, η καθαρά δυνατότης, ην γονιμοποιεί η
υπερτάτη πραγματικότης, η Ιδέα. Ο Πλάτων λέγει, ότι είναι δύσκολον να
εννοηθή η ιδέα της ύλης, διότι αληθώς είναι δυσχερής ο ορισμός αυτής,
αλλά και διότι αυτός ο φιλόσοφος, όπως θεωρεί πάσας τας ιδέας εκτός
της συστηματικής υπάρξεως αυτών, ούτω και την ύλην, αποκόπτων από του
όλου και εξετάζων αυτήν εν τη αφηρημένη ταύτη καταστάσει της,
συλλαμβάνει ως την απόλυτον αδιοριστίαν. Οπωσδήποτε η ιδέα της ύλης
είναι αιώνιος, όπως αιώνιος είναι ο χώρος και τα γεωμετρικά σχήματα
αυτού και αι σχέσεις και οι νόμοι αυτών· πάντα είναι τα μέρη του
θείου λόγου, της απολύτου ιδέας.

Η ύλη λοιπόν ως δυνατότης του κόσμου υπήρξε πάντοτε εν τη απολύτω
ιδέα· αείποτε άρα υπήρξε κίνησις και μορφή τις εν τω κόσμω, διότι η
ιδέα ως ψυχή και νους εισδύουσα εις τον κόσμον πάντοτε ενεργεί, ίνα
πραγματοποιή αυτόν. Όμως η τελεία τάξις και διακόσμησις δεν
πραγματοποιείται αμέσως, αλλά διαδοχικώς και προοδευτικώς
διακοσμείται το παν συμφώνως προς τας ιδέας, το αυτοζώον. Ο κόσμος
άρα είναι γεννητός, ρέει και γεννάται πάντοτε, είναι διηνεκής
γένεσις, ουχί μεν αΐδιος, αλλά και άνευ αρχής εν χρόνω. Την παράλογον
παράστασιν του &χάους& δεν ήτο δυνατόν να παραδεχθή ο Πλάτων, εκτός
εάν ως χάος νοήται ατελής τις διάταξις σχετικώς προς άλλην
τελειοτέραν. Ο κόσμος όμως είναι πάντοτε ζώον έμψυχον και έννουν.

Η ψυχή ως μέσος όρος μεταξύ του νοητού και υλικού, του αμεταβλήτου
και του μεταβλητού, της ιδέας και της ύλης, συνδέουσα ταύτα προς
άλληλα, διαμορφοί, διοργανοί και ζωοποιεί την ύλην κινούσα αυτήν και
προσδιορίζουσα κατά αριθμητικάς και γεωμετρικάς σχέσεις, και
απεργάζεται αυτήν πραγματικόν ομοίωμα των ιδεών. Ούτως ο κόσμος είναι
είς, τέλειος την μορφήν (σφαιροειδής), περιστρέφεται απαύστως περί το
αυτό κέντρον, είναι αυτάρκης και μηδενός έχων χρείαν είναι ευδαίμων
Θεός μονογενής.

Αι μεγάλαι αρχαί της φυσικής του Πλάτωνος είναι η της περιώσεως ή
κυκλικής ώσεως, η της έλξεως των ομοίων, ο νόμος των μεταμορφώσεων
των σωμάτων, και τέλος η διάκρισις τεσσάρων στοιχειωδών σωμάτων. Η
μεν γη είναι εν τω κέντρω, το δε πυρ εν τοις άκροις του κόσμου· του
αέρος και του ύδατος αι χώραι κείνται μεταξύ δύο πρώτων.

Της νοούσης ψυχής τα νοητά στοιχεία, ως είρηται, είναι αι τρεις αύται
ιδέαι, η του ταυτού ή της ενότητος (αμέριστος ουσία), η του ετέρου ή
των πολλών (μεριστή ουσία), και τρίτη η ουσία η συνενούσα τας δύο
πρώτας. Κατά ταύτα η ψυχή έχει δύο αρχικάς κινήσεις, την του ταυτού
και την του ετέρου, εις εκατέραν των οποίων αντιστοιχεί είς των
κύκλων αυτής. Αι κινήσεις αύται είναι βεβαίως αι δύο ενέργειαι του
πνεύματος, ήτοι: α) η νόησις ή ο λόγος (κίνησις του ταυτού)
αντικείμενον έχουσα το αναλλοίωτον και όντως ον, τας ιδέας· β) η δόξα
(κίνησις του ετέρου) αντικείμενον έχουσα τον αισθητόν και
αλλοιούμενον κόσμον. Ο Πλάτων όμως διακρίνει και τρίτον είδος
γνώσεως, τον διασκεπτικόν νουν, ή την διάνοιαν, ήτις αντιστοιχεί προς
την μικτήν ουσίαν και αντικείμενον έχει τα μεταξύ των δύο πρώτων, τας
γενικάς εννοίας και τα μαθηματικά, ήτοι τους τρόπους και τους νόμους,
καθ' ους αι ιδέαι απεικονίζονται εν τοις αισθητοίς.

Αι θεωρίαι του Πλάτωνος περί του Πλανητικού συστήματος, περί της
οργανικής φύσεως κλπ. είναι βεβαίως σήμερον εν πολλοίς εσφαλμέναι
επιστημονικώς, αλλ' όμως έχουσι φιλοσοφικήν αξίαν, καθ' όσον εν
αυταίς ο λόγος προσπαθεί να εύρη εαυτόν εν τη φύσει, ως εν κατόπτρω,
καθ' όσον ο νους ζητεί να αποδείξη, ότι η φύσις είναι έργον του
Αγαθού. Δια τούτο ο Πλάτων πάντα εξηγεί τελολογικώς, ολιγωρεί δε των
ποιητικών αιτίων.

Η Πλατωνική φιλοσοφία δεν είναι μόνον η ευγενεστάτη και καθαρωτάτη
εκδήλωσις του Ελληνικού πνεύματος, αλλ' είναι και η τελειοτάτη
ποιητική έκφρασις της εποπτικής νοήσεως. Εις τον υλισμόν των Ιώνων
αντιτάσσει την αιωνιότητα του νου, εις δε τον άγονον ενισμόν των
Ελεατών την αιωνιότητα της ύλης. Αλλ' ο Πλάτων ανευρών και ακραδάντως
εμπεδώσας τας αιωνίους αρχάς της επιστήμης, δεν ήτο δυνατόν αυτός
αμέσως να εφαρμόση και αναπτύξη αυτάς ούτως, ώστε να πραγματοποιήση
την απόλυτον γνώσιν. Εκ τούτου πηγάζουσιν αι ατέλειαι του συστήματος
αυτού. Ως προς την μέθοδον λ. χ. αντί να εξάγη και να αποδεικνύη τους
όρους, τας ιδέας και τας ουσιώδεις αναφοράς αυτών, προϋποθέτει αυτούς
παραλαμβάνων έξωθεν και άλλοτε μεν εκ της πείρας ανάγεται εις τας
αρχάς και αντί να εξηγή διά των αρχών τα γινόμενα, αντιστρόφως εξηγεί
τας αρχάς διά των γινομένων, άλλοτε δε δι' εμμέσου και αρνητικής
μεθόδου ζητεί να αποδείξη την ύπαρξιν και τας σχέσεις των εναντίων.
Αλλ' ούτως, επειδή δεν προσδιορίζει την ενδόμυχον φύσιν και ουσίαν
των όρων, δεν δύναται να διαλλάξη την αντίθεσιν αυτών, ούτε να
αναγάγη τας ιδέας εις έν σύστημα και να πραγματοποιήση την ενότητα
της επιστήμης.

Αι ιδέαι πάλιν προς μεν τα αισθητά είναι υποστάσεις αυτών, αλλά προς
το αγαθόν γίνονται τρόποι της ιδέας ταύτης. Αφ' ετέρου εκάστη των
ιδεών είναι _μονοειδές τι, καθ' αυτό ον τέλειον._ (Φαίδ.). Ούτως αι
ιδέαι είναι τούτο μεν χωρισταί και αυθυπόστατοι, τούτο δε μέλη
αχώριστα υπερτέρας ενότητος. Ο Πλάτων βεβαίως αποκλίνει μάλλον ή οι
οπαδοί αυτού εις την ενότητα. Και αληθώς αι ιδέαι δεν χωρίζονται,
διότι είναι ανεξάρτητοι από του χρόνου και του χώρου, οίτινες είναι
οι όροι του χωρισμού, του μη όντος, της πενίας. Αλλ' όμως ο Πλάτων
δεν επιχειρεί να πορισθή, να εξαγάγη τας ιδέας εκ της απολύτου ιδέας·
το ζήτημα πραγματεύεται εμπειρικώς. Αν αι ιδέαι ηδύναντο να
μεταβαίνωσιν εις αλλήλας και να έχωσι την ύπαρξιν αυτών εν αλλήλαις,
θα ήτο ευχερής η διαλεκτική ανάπτυξις αυτών. Αλλ' αι ιδέαι
παρίστανται ως ανεξάρτητοι, αυτοτελείς και αΐδιοι ουσίαι, επιδεκτικαί
μόνον συγκρίσεως και εξωτερικών σχέσεων. Η δε του αγαθού παρίσταται
μεν ως αρχή της γνώσεως και της υπάρξεως, αλλ' ούτε η ιδέα εκείνη
διορίζεται ακριβώς, ούτε αι έννοιαι αύται εξάγονται εξ εκείνης
λογικώς. Ούτως η Πλατωνική αρχή απέβη άγονος και ανίσχυρος να
συνδιαλλάξη τας αντιφάσεις. Ο κόσμος των ιδεών δεν είναι το τέλειον,
αύταρκες, όντως ον; Διατί λοιπόν να καταπέση εις την αντίπαλον ύλην
και να μολυνθή; Προς το αγαθόν ο Πόρος συνεζεύχθη με την Πενίαν
(Συμπ.), ίνα γεννήσωσι το κράμα τούτο της τελειότητος και της
αθλιότητος, όπερ άγεται κόσμος; Τοιαύται ενστάσεις θα κατέπιπτον, αν
η δημιουργία συνελαμβάνετο, ουχί ως πτώσις της ιδέας, αλλ' ως
πρόοδος, ουχί ως αγαθόν έργον αυθαιρέτου βουλήσεως, αλλ' ως αναγκαίος
σταθμός της θείας ζωής.

Αναλόγως προς τον κόσμον των ιδεών διοργανοί ο Πλάτων και την
ανθρωπίνην κοινωνίαν. Η Πολιτεία αυτού είναι ως ιδανική υπόστασις, ης
απλά μόνον συμβεβηκότα είναι τα άτομα. Οι πολίται ζώσι μόνον διά την
πόλιν. Ιδιοκτησία και οικογένεια καταλύονται, αντ' αυτών δε
επιβάλλεται η κοινοκτησία και η κοινογαμία. Πάσα ελευθερία του ατόμου
προγράφεται αμειλίκτως. Αύτη η ποίησις και η θρησκεία είναι ανεκταί
μόνον ως μέσα προς το αγαθόν της πόλεως. Τοιαύτη όμως τυραννική
πολιτεία είναι απραγματοποίητος. Ο Πλάτων είχε βεβαίως προ οφθαλμών
τας συγχρόνους πολιτείας και μάλιστα την Σπαρτιατικήν. Αλλά πάσαι
κατεστράφησαν ταχέως, διότι δεν ανεγνώριζον τα δίκαια και την
ενέργειαν των ατόμων. Καταλυθείσης της αρχαίας πολιτείας, φυσικόν ήτο
να υπολάβη το άτομον ότι το ύψιστον καθήκον αυτού ήτο να φεύγη την
ύλην, την κατά Πλάτωνα πηγήν του κακού, να ταλαιπωρή την σάρκα, να
καταφρονή πάντα κοινωνικόν δεσμόν και εν ερήμω μονάζον να ζητή
ασκητικώς να ομοιωθή προς τον Θεόν. Το ιστορικόν τούτο φαινόμενον
είναι εν μέρει καρπός μιας όψεως της Πλατωνικής φιλοσοφίας. Η σαρξ,
το καθαρώς ανθρώπινον, ετιμήθη και εδοξάσθη βραδύτατα εν ταις
νεωτέραις κοινωνίαις διά της αναπτύξεως της χριστιανικής ιδέας του
θεανθρώπου.

Ο Πλάτων ούτε την ιδέαν του αγαθού διώρισε σαφώς, ούτε συνέλαβε την
αληθή φύσιν του Απολύτου όντος. Τούτο κατενόησεν ο Αριστοτέλης, αντί
του Αγαθού ανακηρύξας υπερτάτην αρχήν την Νόησιν. Η νόησις είναι
ανωτέρα του αγαθού, διότι το αγαθόν, ως αγαθόν, είναι μία ιδέα, και
εξ άλλου το νοούμενον αγαθόν είναι υπέρτερον του μη νοουμένου.
Προσέτι κατ' αυτόν τον Πλάτωνα (Θεαίτ.) αναγκαίως υπάρχει πάντοτε
υπεναντίον τι εις το αγαθόν, όπερ ούτως αδυνατεί να απαλλαγή της
αντιθέσεως και να διαλλάξη πάντα τα εναντία. Η νόησις όμως νοεί
εαυτήν και πάντα τα άλλα. Η δε απόλυτος νόησις νοούσα ποιεί τα
πράγματα και είναι νους άμα και νοητόν.

Ο Πλάτων εδίδαξεν, ως είπομεν, ότι ο νοητός κόσμος των ιδεών είναι ο
μόνος αληθινός, και ότι το άτομον έχει ύπαρξιν παροδικήν και
φαινομενικήν. Αλλ' ο Αριστοτέλης αντέταξεν, ότι η τοιαύτη ιδέα είναι
απλή δύναμις, ήτοι υπάρχει μόνον εν δυνάμει, και ότι εν τω ατόμω
μόνον υπάρχει ενεργεία, ήτοι είναι πραγματικότης. Η ιδέα, κατά τον
Αριστοτέλην, είναι ουσιωδώς ενέργεια, είναι δηλ. εσωτερική αρχή
(δύναμις), ήτις ενεργοποιείται και εξωτερικεύεται, και ούτως είναι
ενότης του εσωτερικού και του εξωτερικού, της ύλης και του είδους,
του καθολικού και του ατομικού, ή άλλως, δεν είναι αφηρημένον τι και
ατελές, αλλά συγκεκριμένη πραγματικότης. Η ιδέα είναι εν τω ατόμω,
είναι η εσωτερική μορφή, ήτις ενεργοποιεί την απλήν δύναμιν αυτού,
μορφώνει την ύλην αυτού. Επειδή λοιπόν το άτομον είναι αυτό το
καθολικόν (το γένος, η ιδέα), η νόησις (το καθόλου) αναγνωρίζει
εαυτήν εν τω ατόμω και ούτως είναι _νόησις της νοήσεως_. - Ίνα
εννοήση τις την επί της παγκοσμίου ιστορίας τεραστίαν επίδρασιν της
Αριστοτελικής αρχής της Ατομικότητος, ην ήσκησε παραλλήλως προς την
Πλατωνικήν αρχήν της Καθολικότητος, αρκεί να παρακολουθήση την
εξέλιξιν αυτής από του Σοφού των Στωικών και του περί πάντων
Επέχοντος υποκειμένου των Σκεπτικών μέχρι του ανθρωπίνου Νου των
Αλεξανδρινών, αναγνωρίζοντος εαυτόν ως την πρώτην απόρροιαν του θείου
Νου, μέχρι του Θεανθρώπου των Χριστιανών, δι' ου εφανερώθη εις αυτήν
την αισθητικήν αντίληψιν ημών η ταυτότης της θείας και της ανθρωπίνης
φύσεως. «Εγώ (το ατομικόν) και ο Πατήρ μου (το καθολικόν) έν εσμέν».
Η διδασκαλία αύτη της συνδιαλλαγής των δύο φύσεων, επομένως και των
δύο φιλοσοφικών θεωριών, αποτελεί αυτήν την ουσίαν του Χριστιανισμού
και εξηγεί την μεγάλην ιστορικήν αξίαν και επενέργειαν αυτού.

                                                            Ο Μετάφρ.

Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν
ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν
συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη
(Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος)
σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του
τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της
όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο
Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο
Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται
και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή,
Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη,
Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως,
Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά
εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά,
συστηματικά, στην Ελλάδα.

&Τίμαιος& Αποτελεί σύστημα μεταφυσικής φιλοσοφίας περί γενέσεως του
κόσμου και περί φύσεως του ανθρώπου, που παρουσιάζει πολλή συγγένεια
με τις θεωρίες των Πυθαγορείων. Ο Τίμαιος αναπτύσσει βαθύτατες ιδέες
γιά τον χαρακτήρα του κόσμου και ο Σωκράτης διευκρινίζει,
συντελώντας στην ενάργεια και την παραστικότητα του πλατωνικού
ύφους. Η μετάφραση έγινε από τον Π. Γρατσιάτο.



Η «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ» ΑΝΑΤΥΠΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ.

ΑΘΗΝΑΙ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 36
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΤΣΙΜΙΣΚΗ 61



ΤΙΜΗ ΤΟΜΟΥ ΔΡΑΧΜΑΙ 10

***

1) Πώς δύναται να υπάρχη γένεσις προ της διακοσμήσεως του παντός ;
Γένεσιν εννοεί τα στοιχειώδη σώματα, τα οποία ήσαν ατελώς πεπλασμένα
εν τω χώρω, όστις πρέπει πάντοτε να έχη δεχθή μορφάς τινας, διότι η
φύσις του είναι να δέχηται τοιαύτας και να χωρή.

2) Τα πράγματα κινούνται ατάκτως ως υπό του Θεού εγκαταλελειμμένα.
Αλλ' η κίνησις δεν είναι άνευ τέλους, διότι τα όμοια μέρη έτεινον να
ενωθώσι με τα όμοια, επομένως τα άτομα είδη να χωρισθώσι. Και ταύτα
εναντίον της δόξης του Δημοκρίτου και των ατομολόγων. Η κίνησις αύτη
και το αποτέλεσμα αυτής είναι μέρος της ανάγκης, εις ην ο Θεός έθεσε
τάξιν. Όρα κατωτέρω σελ. 57. Τα 4 είδη διατηρούσιν ακόμη την τάσιν να
συνενωθώσιν έκαστον καθ' εαυτό χωριστά των άλλων, εάν ποτε ο νέος
νόμος αφήση αυτά ελεύθερα.

3) Τ. έ. πρέπει να έχη και τρίτην διάστασιν, βάθος.

4) Ο Πλάτων ανατρέχει εις το στοιχειωδέστατον σχήμα, όπερ είναι το
ευθύγραμμον. Πάσα επίπεδος επιφάνεια δύναται να διαιρεθή εις τρίγωνα,
παν δε τρίγωνον εις δύο άλλα ορθογώνια τρίγωνα. Ώστε το ορθογώνιον
τρίγωνον είναι το πρώτον στοιχείον του σχήματος. Αλλά τα ορθογώνια
ταύτα τρίγωνα δύνανται να είναι ισοσκελή ή σκαληνά. Εάν μεν είναι
ισοσκελή, έχουσι τας δύο οξείας γωνίας ίσας μεταξύ των, ήτοι η ετέρα
ορθή γωνία του ορθογωνίου είναι διηρημένη εκατέρωθεν εις δύο ημίση,
όπως ίσαι είναι και αι κάθετοι πλευραί αι ανήκουσαι εις τας δύο
ταύτας γωνίας. Εάν τα τρίγωνα είναι σκαληνά, έχουσιν ανίσους τας
οξείας γωνίας. Έστω το ισοσκελές τρίγωνον ΑΒΓ ορθογώνιον εις Α.
(σχήμα 1 - Σκαληνό ορθογώνιο τρίγωνο) Αι γωνίαι Β και Γ είναι ίσαι,
ήτοι αι κάθετοι ΑΒ και ΑΓ τέμνουσιν εις δύο ίσα μέρη τας λοιπάς 90
μοίρας τας αναγκαίας, ίνα αποτελεσθώσιν αι 180 μοίραι, ας περιέχει
το τρίγωνον. Αι κάθετοι αύται καθ' υπόθεσιν είναι ίσαι. Έστω ήδη το
σκαληνόν α β γ ορθογώνιον εις α. Αι γωνίαι β και γ είναι άνισοι, όπως
άνισοι είναι και αι κάθετοι α β και α γ.

5) Ήτοι κατ' εκείνον τον λόγον δι' ον είναι αναγκαίον να αρκώμεθα
εις την πιθανότητα ή όστις κατ' ανάγκην δεν δύναται να είναι παρά
πιθανός.

6) (σχήμα 2 - Ισόπλευρο τρίγωνο ΑΒΓ αποτελούμενο από 2 ορθογώνια
σκαληνά) Δύο τρίγωνα ορθογώνια σκαληνά και ίσα, κοινήν έχοντα
την μείζονα κάθετον, αποτελούσιν ισόπλευρον τρίγωνον, όταν η ελάσσων
κάθετος είναι το ήμισυ της υποτεινούσης. Έστωσαν τα ορθογώνια σκαληνά
και ίσα τρίγωνα ΑΒΔ και ΑΓΔ, κοινήν έχοντα την κάθετον ΑΔ, την δε
κάθετον ΒΔ ίσην προς το ήμισυ της υποτεινούσης ΑΒ. Διά τούτο ΔΓ είναι
ήμισυ της ΑΓ, άρα ΒΔ+ΔΓ=ΑΒ=ΑΓ.

7) Είναι το αυτό σκαληνόν ορθογώνιον τρίγωνον έχον την ελάσσονα
κάθετον ίσην με το ήμισυ της υποτεινούσης. Εις το τρίγωνον τούτο το
τετράγωνον της μείζονος καθέτου είναι το τριπλάσιον του τετραγώνου
της ελάσσονος (τριπλασία δύναμις). Έστω το ανωτέρω τρίγωνον ΑΔΒ. Εάν
ΑΒ είναι διπλασία της ΒΔ, τότε (ΑΒ)^2 θα είναι τετραπλάσιον του
(ΒΔ)^2. Αλλά κατά το Πυθαγορικόν θεώρημα (ΑΔ)·2=(ΑΒ)·2 — (ΒΔ)·2. Άρα
το (ΑΔ)·2 είναι τριπλάσιον του (ΒΔ)·2.

8) Το ύδωρ, ο αήρ και το πυρ, αποτελούμενα στοιχειωδώς εκ των αυτών
σκαληνών τριγώνων, δύνανται να μεταβάλλωνται εναλλάξ, ούτως ώστε το
αποτελούμενον εκ μεγαλυτέρων στοιχείων, π.χ. το ύδωρ, δύναται να
διαλύηται εις εκείνα των μικροτέρων στοιχείων, λοιπόν το ύδωρ εις
αέρα, έως ου διαλυθή εις τα στοιχειώδη τρίγωνα, τα οποία έπειτα
δύνανται να συνδεθώσι πάλιν εις νέαν ενότητα, και, όταν αύτη
αποτελέση έν σύνολον, τότε υπάρχει το νέον είδος· δηλαδή τα τρίγωνα,
τα οποία πρότερον απετέλουν το ύδωρ, θα δύνανται τώρα ν' αποτελέσωσι
το πυρ, τα δε του πυρός το ύδωρ κ.τ.λ.

9) Αύτη είναι άλλη ιδιότης του ειρημένου ορθογωνίου σκαληνού
τριγώνου. Έστωσαν (σχήμα 3 - Ισόπλευρο τρίγωνο ΑΗΕ αποτελούμενο από
2 ορθογώνια σκαληνά)  δύο ορθογώνια σκαληνά τρίγωνα ίσα ΑΒΓ και
ΑΖΓ κοινήν έχοντα την υποτείνουσαν ΑΓ διπλασίαν της μικροτέρας
καθέτου ΒΓ. Αύτη γίνεται η διαγώνιος του τετραπλεύρου ΑΒΓΖ. Διά τούτο
λέγει ο Τίμαιος ότι διά της διαγωνίου (διαμέτρου) συνδέονται τα
τρίγωνα μάλλον παρά διά της υποτεινούσης. Διά προεκβολών
επαναλαμβάνοντες δις τα δύο ταύτα τρίγωνα έχομεν τα τετράπλευρα ΗΒΓΔ
και ΕΔΓΖ, πάντα δε γεννώσι τα ισόπλευρον τρίγωνον ΑΗΕ. Τούτο λοιπόν
προκύπτει από έξ τρίγωνα ορθογώνια σκαληνά, των οποίων έκαστον έχει
την υποτείνουσαν διπλασίαν της ελάσσονος καθέτου και είναι ίσα προς
άλληλα.

10) Πάντα τα κανονικά πολύεδρα διαιρούσιν εις μέρη ίσα και όμοια την
σφαίραν, εν η είναι εγγεγραμμένα. Το ελάχιστον κανονικόν πολύεδρον
είναι η πυραμίς, ης η βάσις και αι έδραι είναι τρίγωνα ισόπλευρα. Η
αμβλυτάτη επίπεδος γωνία είναι εκείνη, ήτις μάλλον προσεγγίζει εις
τας δύο ορθάς. Αλλ' η ενταύθα περιγραφομένη στερεά γωνία αποτελεί
ακριβώς δύο ορθάς γωνίας. Διότι τα τρίγωνα, εξ ων αποτελείται το
τετράεδρον τούτο, έχουσι τας γωνίας ίσας, δι' ό τρεις εκ των γωνιών
τούτων οπουδήποτε ληφθείσαι ισούνται προς δύο ορθάς, ου μόνον αι
τρεις αι αποτελούσαι έν τρίγωνον, αλλά και αι τρεις αι αποτελούσαι
μίαν στερεάν γωνίαν. Σημειωτέον ότι ο Πλάτων προσδιορίζων τα αρχικά
σχήματα νοεί όχι την ύλην, αλλά τον χώρον. Εισάγει εις το άπειρον τα
πέρας, όπερ είναι ο αριθμός και το μέτρον· τα γεωμετρικά δε σχήματα
είναι αριθμός και μέτρον. Αι επιφάνειαι λοιπόν αυτού δεν είναι
υλικαί, αλλά όρια μαθηματικά και μέτρα· τα δε γεωμετρικά στερεά, τα
οποία αι επιφάνειαι περιγράφουσι, δεν είναι υλικά στερεά, αλλ'
αντιστοιχούσι προς τους αριθμούς εκείνους, οίτινες μεσάζουσι μεταξύ
ιδεών και πραγμάτων. Ο Πλάτων ζητών τα πρώτα στοιχεία ουχί της ύλης,
τα άτομα, αλλά τα των σχημάτων, ευρίσκει πρώτον το ορθογώνιον
τρίγωνον, όπερ είναι η απλουστάτη εφαρμογή του πέρατος.

11) Είναι το οκτάεδρον, όπερ έχει οκτώ έδρας τριγωνικάς και έξ
γωνίας. Είναι δε το σχήμα του αέρος.

12) Είναι το 20εδρον· το σχήμα του ύδατος· έχει 20 έδρας, ων εκάστη
σύγκειται από έξ στοιχειώδη ορθογώνια σκαληνά τρίγωνα. Αποτελείται
λοιπόν από 120 στοιχεία. Ούτω το οκτάεδρον σύγκειται από 48 και το
τετράεδρον από 24 στοιχεία.

13) Έστωσαν (σχήμα 4 - Τετράγωνο αποτελούμενο από 4 ισοσκελή τρίγωνα)
τέσσαρα ισοσκελή ορθογώνια τρίγωνα αεβ, βεγ, γεδ, δεα, ηνωμένα ούτως
ώστε η ορθή γωνία εκάστου να είναι εν τω κέντρω. Έχομεν ούτω το
τετράγωνον αβγδ.

14) Ο κύβος είναι το στοιχειώδες σχήμα της γης.

15) Υπονοεί το δωδεκάεδρον, το πέμπτον κανονικόν στερεόν το υπάρχον
εν τη φύσει. Ο Έγελος παρατηρεί: Εν τω κόσμω τούτω των μεταβολών η
μορφή είναι το τοπικόν σχήμα. Διότι όπως εν τω κόσμω, όστις είναι
άμεσος εικών του αιωνίου, ο χρόνος είναι η απόλυτος αρχή, ούτως
ενταύθα η απόλυτος ιδανική αρχή είναι η καθαρά ύλη ως τοιαύτη, η
ύπαρξις (das bestehen = subsister) του χώρου. 1) Ύλη, 2) χώρος 3)
γένεσις. Ο χώρος είναι η ιδανική ουσία του φαινομενικού τούτου
κόσμου, ο μέσος ο συνενών το θετικόν και το αρνητικόν, οι διορισμοί
δ' αυτού είναι τα σχήματα. Και τω όντι εκ των διαστάσεων του χώρου η
επιφάνεια πρέπει να εκλαμβάνηται ως αληθής πραγματικότης, διότι είναι
1) ο απόλυτος μέσος μεταξύ 2) γραμμής και του 3) σημείου. Ούτω δε και
το τρίγωνον είναι το πρώτον των σχημάτων, ενώ ο κύκλος ουδέν όριον
έχει εν εαυτώ. Και ενταύθα ο Πλάτων προβαίνει εις την εξαγωγήν των
σχημάτων, ένθα το τρίγωνον αποτελεί την θεμελιώδη αρχήν.

16) Εις το ύδωρ αποδίδεται το εικοσάεδρον, όπερ περιέχει δύο οκτάεδρα
(άπερ παριστώσι τον αέρα) και έν τετράεδρον (όπερ παριστά το πυρ).
Διά τούτο εκ παντός μέρους αέρος δύνανται να γεννηθώσι δύο πυρός,
διότι παν οκτάεδρον περιέχει δύο τετράεδρα, ήτοι με τας οκτώ έδρας
του οκταέδρου δύνανται να σχηματισθώσι δύο τετράεδρα κ.λ, διότι
πρόκειται πάντοτε περί επιφανειών περιοριζουσών τον χώρον.

17) Επειδή το πυρ, ο αήρ και το ύδωρ δύνανται να μεταβαίνωσιν εις
άλληλα συντιθέμενα και αποσυντιθέμενα, όταν ο χωρισμός τελεσθή, παύει
πάσα πάλη μεταξύ αυτών. Ο αήρ άμα διαλυθή εις πυρ, δεν παλαίει πλέον
προς το πυρ διότι ουδέν παλαίει προς εαυτό, αλλ' αφομοιούται με το
νικήσαν στοιχείον.

18) Ο Πλάτων α') εξηγεί πως τα μεγαλύτερα σχήματα διαλύονται υπό των
μικροτέρων, και τα μικρότερα υπό των μεγαλυτέρων· β') δηλοί ότι
μικρός όγκος των μεγαλυτέρων σχημάτων κεκλεισμένος εις μέγαν όγκον
των μικροτέρων, και μικρός όγκος των μικροτέρων σχημάτων κεκλεισμένος
εις μέγαν όγκον των μεγαλυτέρων, δύναται ν' ανακτήση προσδιωρισμένον
σχήμα, γινόμενος όμοιος προς το νικήσαν στοιχείον.

19) Ενταύθα ομιλεί πάλιν περί της κινήσεως του χώρου, της δεξαμενής
(52 - 53) και επαναλαμβάνει ότι έκαστον είδος τείνει να συνενωθή εν
εαυτώ (63Β) χωριζόμενον από των άλλων. Παριστάνεται λοιπόν εδώ η
κίνησις της ανάγκης πριν ή ο Θεός εισαγάγη κόσμον, τάξιν εις το
σύμπαν.

20) Του σκαληνού και του ισοσκελούς.

21) Ο Πλάτων λέγει «τα γένη εν τοις είδεσι» εννοών γένη τα κατώτερα
είδη. Μετεφράσαμεν ακολουθούντες την συνήθη χρήσιν των όρων.

22) Εν σελ 57Α είπεν ότι μεταξύ ομοίων δεν δύναται να υπάρχη ούτε
ενέργεια ούτε πάθος.

23) Ότε δηλ. επραγματεύθη περί της συστάσεως της ύλης και εξήτασε τα
διάφορα σχήματα των στοιχειωδών τριγώνων.

24) Ο Πλάτων αρνείται ουχί τον σχηματισμόν, την γέννησιν του κενού,
αλλά την διάρκειαν αυτού. Τω όντι, επειδή τα 4 είδη αποτελούνται από
γεωμετρικά στερεά, όταν εισέρχωνται εις άλληλα, αναγκαίως
καταλείπουσι κενά διαλείμματα, ως μη εφαρμοζόμενα ακριβώς, λ.χ. αι
πυραμίδες και τα εικοσείεδρα. Αποτελούνται ούτω κενά πρόσκαιρα, και
εκ της ανάγκης της πληρώσεως αυτών συμβαίνει η κίνησις. Ο Martin
λέγει: «Παν σωμάτιον κινούμενον ωθεί προ αυτού άλλο και τούτο άλλο
κ.λ., πάντα δε ταύτα ωθούμενα αποτελούσι κυκλικήν άλυσιν, ης ο πρώτος
και ο τελευταίος κρίκος εφάπτονται, ώστε εκάστη θέσις, πληρούται άμα
κενωθή και ούτω το κενόν ουδέποτε υπάρχει. Αύτη είναι η Πλατωνική
Θεωρία της _περιώσεως_ (κυκλικής ωθήσεως), της αντιπεριστάσεως παρ'
Αριστοτέλει, της περιστάσεως παρά Στωικοίς.. . Η αρχή αύτη της
κυκλικής ώσεως, ή της έλξεως των ομοίων, άλλη (αρχή) αποδίδουσα 4
διακεκριμένας χώρας εις τον αρχικόν όγκον εκάστου των 4 ειδών
στοιχειωδών σωμάτων, τέλος ο νόμος των μεταμορφώσεων των σωματίων,
τοιαύται είναι αι μεγάλαι αρχαί της φυσικής του Πλάτωνος».

25) Το πυρ λοιπόν του Πλάτωνα περιέχει 1)την φλόγα, 2) το φως, 3) την
θερμότητα.

26) Και εκ τούτου δείκνυται, ότι τα 4 στοιχεία θεωρεί ο Πλάτων 4
καταστάσεις της ύλης, και ότι η ύλη αποδίδεται εις την μίαν ή την
άλλην των καταστάσεων τούτων καθ' όσον δύναται ν' ανάγηται εις αυτήν.
Ούτω και τα μέταλλα ανάγονται εις το δεύτερον είδος του ύδατος, διότι
εις υψηλήν θερμοκρασίαν δύνανται να διαλύωνται, ενώ εις το πρώτον
ανήκουσι τα σώματα, τα οποία είναι υγρά εις την κανονικήν
θερμοκρασίαν. Αι καταστάσεις αύται είναι, ως είπομεν, μόνον
ποιότητες.

27) Όζος δηλοί δεσμός, βλαστός, ενταύθα δε το σκληρότερον μέρος του
μετάλλου. Αδάμας δεν δηλοί το γνωστόν πολύτιμον ορυκτόν, αλλ' είδος
σκληροτάτου σιδήρου, πιθανώς αιματίτην.

28) Το άλας λοιπόν είναι το πρώτον των αρτυμάτων, επειδή συνηθίζετο
εις τας θυσίας· διά τούτο λέγει ότι είναι αρεστόν εις τους θεούς
συμφώνως με την κρατούσαν συνήθειαν.

29) Όταν η γη είναι εν κανονική καταστάσει, ουχί υπό του πυρός
πιεζομένη, ότε δύναται να διαλυθή υπό του πυρός.

30) Ο αήρ διαλύει τον πάγον, την χιόνα κ.λ., το δε πυρ ου μόνον
τούτο ποιεί, αλλά και εξατμίζει το ύδωρ, ήτοι το μεταβάλλει εις αέρα.

31) Το πυρ διαστέλλει τον συνήθη αέρα· ως προς τον συμπεπυκνωμένον,
το πυρ δεν δύναται να τον διαστείλη, αλλά τον μεταμορφώνει εις πυρ.

32) Η Φυσική και η Φυσιολογία του Πλάτωνος, λέγει ο Έγελος, είναι ως
παιδική προσπάθεια προς κατανόησιν των αισθητών φαινομένων εν τη
πολλαπλότητι αυτών. Πολλαχού αναγνωρίζομεν την θεωρητικήν νόησιν,
αλλά ως επί το πλείστον η εξήγησις γίνεται κατά όλως εξωτερικόν
τρόπον· π.χ. κατά εξωτερικήν τελολογίαν. Η μέθοδος καθ' ην ο Πλάτων
πραγματεύεται την φυσικήν, είναι διάφορος της σημερινής, διότι, ενώ
παρ' αυτώ λείπει η εμπειρική γνώσις, εν τη νεωτέρα φυσική λείπει η
ιδέα. Οπωσδήποτε ο Πλάτων ενίοτε εκφέρει βαθυτάτας κρίσεις και
θεωρίας.

33) Πάντα τα πράγματα πρέπει να θεωρώνται κατ' αναφοράν προς τας
αισθήσεις ημών. Ενταύθα είμεθα εις τους πιθανούς συλλογισμούς, ουχί
εις τους απολύτους. Η ύλη είναι αντικείμενον της αισθήσεως, διό
πρέπει να θεωρήται ουχί καθ' εαυτήν, όπως έως τώρα εγίνετο, αλλά
σχετικώς προς τον ιδικόν μας τρόπον του αισθάνεσθαι.

34) Επειδή ο κόσμος είναι σφαιρικός, δεν δύναται να υπάρχη μέρος
αυτού άνω και άλλο κάτω. Προ πάντων το κέντρον δεν είναι ούτε άνω
ούτε κάτω, διότι πάντα στρέφονται πέριξ αυτού, και τούτο είναι προς
πάντα εν τη αυτή αναφορά. Και πάλιν έκαστον σημείον της περιφερείας
ισαπέχει του κέντρου, επομένως και το ζενίθ είναι ως το ναδίρ.

35) Η γη κατέχει το κέντρον, το πυρ τα άκρα, και μεταξύ αυτών το
ύδωρ, εγγύτερον εις την γην, και ο αήρ εγγύτερον εις το πυρ. Αλλ'
υπάρχουσι και μέρη των στοιχειωδών τούτων σωμάτων διεσπαρμένα
πανταχού του κόσμου.

36) Η βαρύτης ενταύθα εξηγείται διά της τάσεως του ομοίου προς το
όμοιον. Ούτω το πυρ τείνει προς το πυρ, η γη προς την γην. Ημείς,
οικούμεν την χώραν του ύδατος και της γης, διό, αν θέσωμεν ύδωρ ή γην
εις την πλάστιγγα, τα βλέπομεν βαρύνοντα προς τα κάτω, διότι τείνουσι
να ενωθώσι με την μάζαν αυτών. Το αυτό θα συνέβαινε και εις το πυρ,
εάν ηδυνάμεθα να κάμωμεν ανάλογον πείραμα εν τη χώρα του. Θα
εβλέπομεν τότε εκεί φαινόμενον έλξεως ανάλογον με το ημέτερον, ουχί
όμως προς την γην, αλλά προς την σφαίραν του πυρός. Ούτως
αποδεικνύεται η πλάνη των κοινών παραστάσεων του άνω και του κάτω
(Fraccaroli).

37) Εάν ήτο αληθές ότι τα βαρέα βαίνουσι προς τα κάτω και τα κούφα
προς τα άνω κατά την κοινήν αντίληψιν του άνω και κάτω, πάντα τα
βαρέα θα έβαινον πρoς μίαν διεύθυνσιν, και πάντα τα κούφα προς την
εναντίαν. H Πλατωνική όμως θεωρία της έλξεως των όγκων αναγνωρίζει
άμα και εξηγεί πώς η κίνησις των βαρέων, και η των κούφων λαμβάνει
διαφόρους διευθύνσεις. Τω όντι η πτώσις σώματος (του βαρέος)
ακολουθεί την σχετικήν γηίνην ακτίνα, και το πυρ (το κούφον)
αναβαίνει εις τον ουρανόν εκ διαφόρων μερών της σφαίρας ημών και διά
τούτο κατά διευθύνσεις διαφόρους απ' αλλήλων, εναντίας μεν εάν οι δύο
τόποι είναι εις τους αντίποδας, πλαγίως δε κατά τας άλλας
περιπτώσεις. Η αντίθεσις και η λοξότης αύτη δεικνύουσι πόσον είναι
σφαλεραί αι κοιναί παραστάσεις του άνω και του κάτω.

38) Εν τοις ηγουμένοις εθεώρησε τα αισθήματα ως εντυπώσεις
προερχομένας εκ των διαφόρων εξωτερικών αντικειμένων. Νυν θεωρεί αυτά
κατ' αναφοράν προς το υποκείμενον και προς την ηδονήν και λύπην, την
οποίαν παράγουσιν εν αυτώ. Και προ πάντων διακρίνει μεταξύ των
εντυπώσεων, αίτινες γεννώσιν αισθήματα, τας συνοδευομένας υπό ηδονής
ή λύπης από των αδιαφόρων (όρα και σ. 86 B).

39) Παν πάθημα (εντύπωσις) δεν είναι και αίσθησις.

40) Όρα σελ. 45 C. Η όψις ωραίας εικόνος προξενεί μεν ηδονήν, αλλά
ηδονήν ψυχικήν και μη διεγείρουσαν ευαρέστως το οπτικόν όργανον, ως
θα επέδρα το άρωμα άνθους επί του οσφραντηρίου. Το αυτό και περί
ακοής.

41) Ίνα εις την εντύπωσιν επακολουθή αίσθησις δέον το δεχόμενον
αυτήν όργανον να την μεταδίδη εις την ψυχήν. Ίνα δε είναι δυσάρεστος
ή ευάρεστος δέον ακόμη 1) να είναι ή εναντία προς την φύσιν του
οργάνου, ή ικανή να το αποκαταστήση εις την φυσικήν κατάστασίν του,
2) τα μέρη του οργάνου να παρέχωσιν αντίστασιν μείζονα ή ελάσσονα, 3)
ίνα η αίσθησις είναι ζωηρά, δέον η εντύπωσις να επέρχηται αθρόα και
ουχί ολίγον κατ' ολίγον.

42) Κατά τον Πλάτωνα την λειτουργίαν των νεύρων εκτελούσι μικραί
φλέβες, των οποίων το κέντρον είναι το ήπαρ, ως έδρα της θνητής
ψυχής.

43) Εννοεί τα 4 στοιχειώδη είδη, εξ ων αισθάνεταί τις οσμήν μόνον,
όταν το ύδωρ μεταβάλληται εις αέρα κ.λ.π

44) Λοιπόν ύλη άμορφος υπάρχουσα ακόμη εν τω χρόνω.

45) Όταν τις πάθη έμφραξιν εις την ρίνα, δεν αισθάνεται οσμάς, και
αν ακόμη βιαίως εισπνέη τον αέρα.

46) Π. χ. η οσμή της αμμωνίας ερεθίζει ου μόνον την ρίνα αλλά και τον
εγκέφαλον, τα όμματα, τον λάρυγγα κ.λ.π.

47) Ο αήρ προσβάλλει τον εγκέφαλον, ο εγκέφαλος μεταδίδει την
προσβολήν εις το αίμα και τούτο εις την ψυχήν.

48) Προφανώς ο Πλάτων δεν εξηγεί ορθώς τον οξύν και τον βαρύν ήχον,
οίτινες φθάνουσιν εις το ους συγχρόνως και ουχί διαδοχικώς. Η διαφορά
προέρχεται εκ του αριθμού των παλμών εν ωρισμένω χρόνω. Του οξέος οι
παλμοί διαδέχονται αλλήλους ταχύτερον.

49) Σελ. 45 Β. Εδώ εξηγεί τα αίσθημα του χρώματος. Εάν το πυρ του
αντικειμένου είναι το αυτό με το της όψεως δεν υπάρχει αίσθημα. Εάν
είναι μείζον ή ελάσσον, τότε η &διαφορά& παράγει τo αίσθημα.

50) Ο Ιταλός μεταφραστής εξαίρει την διδασκαλίαν, ότι αι εντυπώσεις
των διαφόρων αισθήσεων παράγονται πάσαι εκ της αυτής αιτίας, ήτις
προσβάλλει διαφοροτρόπως τα διάφορα όργανα. Τα πράγματα λοιπόν κατά
ταύτα έχουσι σταθεράν υπόστασιν, καίτοι ημείς τα αντιλαμβανόμεθα
διαφοροτρόπως κατά τας διαφόρους αισθήσεις ημών. Παρατηρητέον έτι την
αντίθεσιν του λευκού και του μέλανος. Τα άλλα χρώματα θεωρεί ο Πλάτων
ως τροποποιήσεις ή βαθμούς διαμέσους μεταξύ των αντιθέτων τούτων.

51) Απλούστερον δυνάμεθα να είπωμεν, ότι η λάμψις, η μαρμαρυγή
γεννάται εκ της επί της κόρης συγκρούσεως των δύο πυρών, του πυρός
όπερ έρχεται εκ του εξωτερικού αντικειμένου και εκείνου όπερ
εξέρχεται εκ των ομμάτων. Η σύγκρουσις αύτη παράγει δάκρυα κ.λ.

52) Περί των συναιτίων και της ανάγκης όρα σελ. 46C, 48Α και 76Δ. Η
θεωρία των θείων απαιτεί την μελέτην των φυσικών νόμων ως αναγκαίον
βοήθημα. Είναι δε αύτη υγιεστάτη αρχή, συνδιαλλάττουσα την θρησκείαν
και την επιστήμην· ο κόσμος κυβερνάται υπό νόμων, ους μελετά η
επιστήμη, αλλ' ο έσχατος λόγος αυτών είναι το αντικείμενον της
θρησκείας και της φιλοσοφίας· η επιστήμη είναι μέσον, η θρησκεία και
η φιλοσοφία σκοπός· αλλά μόνον διά της θεωρίας του γινομένου δυνάμεθα
να φθάσωμεν εις την γνώσιν του όντος. Ο Πλάτων εν σελ. 59C εθεώρει
την σπουδήν των φυσικών νόμων ως πάρεργόν τι. Ενταύθα όμως κρίνει
αυτήν καλύτερον και δικαιότερον.

53) Τρόπος μεταβάσεως από του θείου εις το πεπερασμένον και γήινον.

54) Η διαίρεσις θείου και θνητού είναι η αυτή με την εν τη
&Πολιτεία& διάκρισιν λογιστικού και αλόγου, η υποδιαίρεσις του θνητού
προς την υποδιαίρεσιν του αλόγου εις θυμοειδές και επιθημητικόν εν τη
&Πολιτεία& και προς την του ευγενούς και κακού ίππου εν τω &Φαίδρω&.

55) Τα &μέρη& της ψυχής, κατά τον Πλάτωνα, είναι τρία: τo νοητικόν,
το θυμοειδές και τελευταίον το επιθυμητικόν. Ταύτα δεν είναι δυνάμεις
αλλά μέρη οικούντα εις διάφορα μέρη του σώματος. Από τούτων
διακρίνονται αι δυνάμεις της ψυχής εξαρτώμεναι εκ των σχέσεων
υποκειμένου και αντικειμένου, και αίτινες είναι η επιστήμη, η δόξα
και η αίσθησις. Η ψυχολογία του Πλάτωνος έχει χαρακτήρα ηθικοτελολογικόν.

56) Το ήπαρ έχει τας ιδιότητας ταύτας χάριν των δύο λειτουργιών
αυτού. Είναι ως κάτοπτρον εις ό αντανακλάται η νόησις της ψυχής, και
ή διαταράττει αυτήν διά της πικρίας της χολής ή πραΰνει διά της
γλυκύτητος ην έχει, ώστε να την διαθέτη προς μαντείαν καθ' ύπνους,
ήτις αναπληροί εν τω μορίω τούτω της ψυχής την συνείδησιν και τον
λόγον, άτινα λείπουσιν εν αυτώ.

57) Ο Πλάτων λοιπόν αποδίδει την μαντείαν εις το άλογον, το σωματικόν
μέρος του ανθρώπου, και θεωρεί πολύ κατωτέραν της συνειδητής γνώσεως.

58) Διερμηνείς.

59) Δήλα δη η οιωνοσκοπία είναι όλως αβέβαιον και αμφίβολον πράγμα.

60) Ο Τίμαιος εξακολουθεί πραγματευόμενος τα μέλη του οργανισμού εκ
τελολογικής απόψεως. Το υπογάστριον σκοπόν έχει να δέχηται το
περίσσευμα των τροφών, αι δε περιστροφαί των εντέρων σκοπόν έχουσι να
κρατώσι τας τροφάς περισσότερον χρόνον, ίνα μη ανανεώνται αύται
συχνά. Ο μυελός επλάσθη, ίνα συνάπτη τους ζωτικούς δεσμούς τους
ενούντας την ψυχήν προς το σώμα. Ο εγκέφαλος, κυκλοτερής γενόμενος,
εδέχθη την αθάνατον ψυχήν. Το λοιπόν μέρος του μυελού διηρέθη εις
σχήματα στρογγύλα και επιμήκη, και εις ταύτα ως εις αγκύρας προσεδέθη
η θνητή ψυχή. Έπειτα εποιήθησαν τα οστά· δι' οστεΐνης σφαίρας
εστεγάσθη ο εγκέφαλος και περί τον διαυχένιον και τον νωτιαίον μυελόν
ετέθησαν σφόνδυλοι ως στρόφιγγες οι μεν υπό τους δε. Έπειτα
επλάσθησαν τα νεύρα και η σαρξ· εκείνα μεν ίνα συνδέωσι τα μέλη και
ίνα δίδωσιν εις τας αρθρώσεις την δύναμιν να κινώνται ελευθέρως, αι
δε σάρκες, ίνα προφυλάττωσι το σώμα κατά της θερμότητος και του
ψύχους. Αι σάρκες διενεμήθησαν κατά λόγον της θέσεως και της χρήσεως
των μελών. Τέλος επλάσθησαν το δέρμα ως περικάλυμμα της σαρκός, και
αι τρίχες και οι όνυχες ως όργανα αμύνης, άτινα έλαβον την πλήρη
εξέλιξιν αυτών εις τα άλλα ζώα.

61) Όρα σελ. 61C.

62) Η κάμψις είναι κίνησις ουχί κυκλική, ούτε πάντοτε κατά τον αυτόν
τρόπον δεν έχει λοιπόν την φύσιν του ταυτού. Έπειτα είναι πολλαπλή ως
προς τας αρθρώσεις.

63) Κατά τας μεταβολάς της θερμοκρασίας.

64) Επειδή ο μυελός είναι η έδρα της ψυχής, το ποσόν αυτού
αντιστοιχεί προς το της ψυχής. Αλλ' αι φράσεις αύται δεν πρέπει να
λαμβάνωνται υλικώς. Ο Πλάτων διακρίνει την ουσίαν του νωτιαίου μυελού
από του των άλλων οστών.

65) Η ανάγκη και ενταύθα φαίνεται ως μία διάταξις, ην έχουσι τα
πράγματα καθ' εαυτά ανεξαρτήτως πάσης εκ προνοίας διατάξεως.

66) Ο Τίμαιος λέγει απεχωρίζετο, εκθέτων την πρώτην μόρφωσιν του
ανθρώπου υπό μυθικήν μορφήν.

67) Εννοεί προ της δημιουργίας του ανθρώπου. Ο Πυθαγορικός Τίμαιος
δεν ομιλεί περί κρεωφαγίας.

68) Ο Πλάτων δεν εγίνωσκε την θεωρίαν της κυκλοφορίας του αίματος·
δεν διακρίνει τας φλέβας από των αρτηριών, καλεί δε αρτηρίας τους
οχετούς της αναπνοής. Η μία των δύο φλεβών ενταύθα είναι αρτηρία.

69) Η άρδευσις του σώματος γίνεται, λέγει, διά των φλεβών τούτων.

70) Το χωρίον τούτο είναι δυσκολώτατον, διαφωνούσι δε οι σχολιασταί
περί την εξήγησιν αυτού. Ο Γαληνός ομολογεί ότι είναι πράγματα
&δυσνόητα και δύσρητα&. Πιθανώτεραι φαίνονται αι ερμηνείαι αι
αναφέρουσαι την περιγραφομένην συσκευήν εις το εσωτερικόν του σώματος
ημών. Κατά τον Stallbaun. π. χ. το πλέγμα είναι η συσκευή των
πνευμόνων μετά του οισοφάγου και της τραχείας αρτηρίας· και το όλον
παριστάνεται ως κύρτος μετά δύο εγκυρτίων ή χωνίων, του οισοφάγου και
της τραχείας, ήτις είναι δίκρους δηλ. μερίζεται εις δύο βρόγχους·
σχοίνοι δε είναι αι διακλαδώσεις των βρόγχων, τα βρόγχια, τα οποία
διανέμουσι τον αέρα καθ' όλον τον πνεύμονα. Αλλά και η εξήγησις αύτη
δεν δύναται ευχερώς να συμβιβασθή με τον τρόπον, καθ' ον ο Θεός
προσεκόλλησε το όλον σύστημα εις το σώμα. Οι δύο σάκκοι ή χωνία
εισέρχονται ο μεν εις το στόμα, ο δε εσχισμένος εις τους δύο οχετούς
της ρινός, ουχί εις τους βρόγχους. Προστίθεται έπειτα ότι ο του
στόματος είναι διπλούς και το έν μέρος καταβαίνει διά της τραχείας
εις τον πνεύμονα, το δ' άλλο παρά την τραχείαν, δηλαδή διά του
οισοφάγου εις την κοιλίαν, άρα ο οισοφάγος και η αρτηρία είναι δύο
παράλληλα τμήματα του αυτού σάκκου, όστις διά τούτο λέγεται
&διπλούς&, ενώ ο άλλος, ο της ρινός, είναι μόνον &δίκρους&. Ελέχθη
πρότερον ότι το εσωτερικόν μέρος του συστήματος εγένετο εκ πυρός, το
δε εξωτερικόν εξ αέρος. Ο αήρ άρα οτέ μεν εισρέει οτέ δε αναρρέει διά
των σάκκων εις τους πνεύμονας, το εσωτερικόν πυρ ακολουθεί και αυτό
την κίνησίν του, και όλον το αναπνευστικόν σύστημα οτέ μεν
καταβαίνει, οτέ δε αναβαίνει εντός του σώματος, όπερ είναι
υποχωρητικόν. Αι δυσκολίαι δεν αίρονται εφ' όσον το πλέγμα
εκλαμβάνεται ως σώμα. Ο Πλάτων κατά τον Fraccaroli, δεν ομιλεί περί
του πνευμονικού συστήματος και των προσαρτημάτων αυτού, αλλά περί των
στοιχείων αέρος και ύδατος, άτινα ζωογονούσι το σύστημα τούτο και
παρά τούτου λαμβάνουσι μορφήν. Τω όντι· το ότι το εσωτερικόν μέρος
αυτού σύγκειται εκ πυρός, οι δε σάκκοι και το δοχείον εξ αέρος,
ερρέθη επιμονώτερον παρά εάν επρόκειτο να δειχθή η απλή στοιχειώδης
σύστασις πράγματος στερεού. Προσέτι το σύστημα τούτο ή μέρος αυτού
ουδαμού συνταυτίζεται με όργανόν τι του σώματος, αλλά έκαστον μέρος
αυτού εφαρμόζεται εις τα όργανα του σώματος. Έπειτα φράσεις τινάς δεν
δυνάμεθα να εξηγήσωμεν και να εννοήσωμεν ει μη κατά τούτον τον
τρόπον, καθώς εκείνην εν η γίνεται λόγος περί του διπλού σάκκου διά
της ρινός και ως λόγος τούτου αναφέρεται, ότι όταν ο άλλος δεν
διέρχεται διά του στόματος, δύναται να τον αναπληρή ούτος. Εάν
επρόκειτο περί αληθούς οχετού θα επροβλέπετο η περίπτωσις της
εμφράξεως· απεναντίας όμως προβλέπεται η περίπτωσις της μη διαβάσεως
διά του στόματος. Δεν πρόκειται λοιπόν περί σωματικού οργάνου, αλλά
περί ρεύματος, περί τινος, το οποίον μέλλει να διέλθη διά τινος
οργάνου. Περιπλέον το σύστημα τούτο λέγεται ότι εισέρχεται εις το
σώμα ημών, διότι το σώμα είναι μανόν. Είπε δε και ανωτέρω ότι η
κοιλία δεν στέγει ούτε αέρα ούτε πυρ, τα οποία όμως είναι αναγκαία
διά την πέψιν των τροφών και την θρέψιν του σώματος. Έπρεπε λοιπόν να
προΐδη τον αέρα τούτον και το πυρ τούτο ούτως, ώστε να μένωσι
σταθερώς εν τη κοιλία, αφού αύτη δεν ηδύνατο να τα κρατή. Και τούτο
εγένετο διά της αναπνοής ήτοι διά του συστήματος τούτου. Ο αήρ και το
πυρ διαχωρούσι διά της κοιλίας, και αήρ και πυρ, λέγεται ρητώς, ότι
είναι τα περί ου ο λόγος πλέγμα. — Η εξήγησις αύτη είναι σύμφωνος
προς τα επόμενα όπου επί μάλλον αναλύεται το φαινόμενον της αναπνοής·
η πνοή εξερχομένη απωθεί τον εξωτερικόν αέρα, ούτος απωθεί άλλον και
καθ' εξής κυκλικώς μέχρις ου πληρωθή ο χώρος, τον οποίον αφήκε κενόν
η αναπνοή, (Όρα Αριστοτέλην περί αναπνοής, Κεφάλ. 5).

71) Διά της αδυναμίας του κενού και της περιώσεως, ο Πλάτων εξηγεί
πάντα ταύτα τα φαινόμενα.

72) Περί της διαδόσεως του ήχου εγένετο λόγος εν σελ. 67Β.

73) Η ροή των υδάτων προέρχεται εκ του αέρος, όπως η διάλυσις των
χυτών μετάλλων (σ. 58Ε). Η πτώσις των κεραυνών αναλογεί προς την
βολήν των λίθων. Το ήλεκτρον περιέχει αέρα ή πυρ, όπερ όταν το
ήλεκτρον τρίβεται, εξέρχεται. Ο αήρ ωθούμενος διά της περιώσεως
απωθεί τα ελαφρά αντικείμενα τα οποία συναντά.

74) Τα εξωτερικά πράγματα φθείρουσιν ημάς αφαιρούντα εξ ημών το
όμοιον αυτοίς κατά τον νόμον της έλξεως των ομοίων· ανάλογον δε
συμβαίνει και εντός ημών. Είμεθα μικρόκοσμοι υπείκοντες εις νόμους
αναλόγους προς τους του μεγάλου κόσμου. Όθεν ό,τι προς το σώμα ημών
είναι ο ουρανός (τα εξωτερικά πράγματα), τούτο είναι το σώμα ημών
προς τα στοιχεία τα ερχόμενα, ίνα αποτελέσωσι το αίμα ημών. Το σώμα
ελκύει προς εαυτό τα στοιχεία ταύτα, ήτοι τρέφεται εξ αυτών. Αλλά
τρέφεται, εφ' όσον έχει την δύναμιν να έλκη, εφ' όσον η κτήσις
υπερέχει ή είναι ίση προς την απώλειαν.

75) Μετά της θρέψεως εξηγεί και την αύξησιν του ζώου.

76) Η &ρίζα& [ως λέγει τα κείμενον] των τριγώνων σημαίνει πιθανώς τα
αρχικά τρίγωνα του ατόμου, ήτοι τα ιδιάζοντα εις την ανθρωπίνην
φύσιν.

77) Πρώτη τάξις νόσων αιτίαν έχει την υπερβολήν ή την έλλειψιν, την
μετάθεσιν και τας αλλοιώσεις των 4 συστατικών του σώματος στοιχείων,
πυρός, αέρος, ύδατος, γης. Αι νόσοι αύται, εν αις είναι και οι
πυρετοί, είναι αι πολυαριθμότεραι. Δευτέρα τάξις νόσων, ολιγώτερον
συχνών αλλά δεινοτέρων, αιτίαν έχει τας δευτέρας συστάσεις, ήτοι τα
μέλη του οργανισμού, το κρέας, το αίμα, τα οστά, τον μυελόν κ.λ. Αι
νόσοι γεννώνται όταν τα μέλη ταύτα, αντί να παράγωσιν άλληλα εις την
φυσικήν κατάστασίν των, αποσυντίθενται και επιστρέφουσιν έκαστον εις
το όργανον, εξ ου παρήχθη. Ούτως εκ της φθοράς του αίματος και της
σαρκός, γεννώνται η χολή και το φλέγμα. Φοβερώτατον των νοσημάτων
τούτων είναι το προσβάλλον τον μυελόν.

78) Το νόσημα δύναται να εξαρτάται εκ της διαφθοράς των στοιχείων ή
εκ της συνθέσεως αυτών, ήτοι του μυελού, οστού, σαρκός, νεύρων ή
αίματος, άτινα είναι συνθέσεις των στοιχείων.

79) Τοιούτον είναι το εν τω σώματι θερμόν και ζωντανόν αίμα. Διάφορον
τούτου είναι το νεκρόν και ψυχρόν αίμα.

80) Κατά τον Πλάτωνα εις τας φλέβας πλην του αίματος υπάρχει και
αήρ, ου η υπερβολή γεννά νοσήματα βαρέα.

81) Καίτοι ο Πλάτων αγνοεί την κυκλοφορίαν του αίματος, ουχ ήττον
επίστευεν ότι τούτο εκινείτο εις τας φλέβας κατά νόμους ωρισμένους.

82) Προηγούνται κατά την γέννησιν, είτε διότι η σαρξ θεωρείται
προγενεστέρα του αίματος, είτε διότι αι αριθμηθείσαι νόσοι παράγονται
εξ ελαττώματος της θρέψεως, αι δε επόμεναι μάλλον εξ ελαττώματος
οργανικού. Είναι άρα εκ των της δευτέρας συστάσεως.

83) Τρίτον είδος νοσημάτων προέρχεται εκ του αναπνεομένου αέρος, εκ
του φλέγματος και της χολής. Ενταύθα ανήκει και η ιερά νόσος. Οι
αρχαίοι εκάλουν ιεράν νόσον την επιληψίαν, ένεκα των παραδόξων
φαινομένων αυτής, διά τα οποία απεδίδετο εις ενέργειαν θείαν ή
δαιμονίαν. Αλλά την δεισιδαιμονίαν ταύτην αναιρεί ο συγγραφεύς του
&περί ιρής νούσου& βιβλίου. Αξία σημειώσεως εδώ είναι η παρατήρησις
περί της επιληψίας κατά τον ύπνον, ότε είναι ημερωτέρα.

84) Ως συμβαίνει εις την πνευμονικήν φθίσιν. Κατωτέρω όμως φαίνεται
ομιλών περί της πλευρίτιδος.

85) Η ρευστότης του αίματος και η αραίωσις του σώματος είναι
αποτελέσματα της θερμότητος.

86) Όρα σ. 83Α. Το αίμα ποιεί την σάρκα, η φθορά δε ταύτης είναι
αιτία της νοσηράς χολής.

87) Ή εξέρχεται εξ όλου του σώματος ή εξ ωρισμένων πόρων οιονεί
λάθρα, ως εξόριστος.

88) Ήτοι ανανεούμενοι μετά παν διάστημα 24 ωρών.

89) Ομιλεί περί των πυρετών ως κυρίων νοσημάτων, ουχί ως
συμπτωμάτων.

90) Αι νόσοι της ψυχής εξαρτώνται εκ της καταστάσεως του σώματος. Αι
μέγισται είναι η παραφροσύνη και η αμαθία. Ωσαύτως και η υπερβολή
ηδονής και λύπης. Ουχ ήττον διαταράσσεται η ψυχή, όταν αφθονία
σπέρματος παρασύρη εις ακρασίαν και ακολασίαν. Και όταν έτι η χολή,
το φλέγμα και οι χυμοί, μη ευρίσκοντες διέξοδον εις τα έξω
αναμιγνύουσι τους ατμούς των με τας κινήσεις της ψυχής και τας
εμποδίζουσιν. Ούτω γεννώνται βαθεία λύπη, θρασύτης και δειλία, λήθη
και ηλιθιότης. Η κακία είναι ακουσία. Ο κακός έχει χρείαν θεραπείας
και αγωγής.

91) Πολλαχού ο Πλάτων επαναλαμβάνει ότι οι κακοί εις πάντα είναι
άκοντες κακοί. Βάσις της διδασκαλίας ταύτης είναι ότι η νοητική ψυχή
είναι φύσει αγαθή, ως δημιουργηθείσα αμέσως υπό του Θεού, όστις πάντα
εποίησεν αγαθά, και ότι άρα πάσα η επιμέλεια ημών πρέπει να είναι
αύτη: να αναγάγωμεν αυτήν εις την φυσικήν αυτής κατάστασιν και εις
την ομοιότητα προς τας κυκλικάς κινήσεις του παντός (90Δ),
ελευθερούντες αυτήν από των κωλυμάτων, τα οποία αντιτάσσουσιν η
αισθητική ψυχή και τα εξωτερικά πράγματα.

92) Η θεραπευτική του Πλάτωνος είναι μάλλον υγιεινής κανόνες προς
διατήρησιν της αρμονίας μεταξύ ψυχής και σώματος. Διότι αν έν εξ αυτών
υπερισχύη του ετέρου γεννώνται νόσοι. Διό πρέπει να ασκώμεν το σώμα διά
της γυμναστικής και την ψυχήν διά της μουσικής. Προσέτι το σώμα διά της
κινήσεως να υπερασπίζωμεν κατά των εξωτερικών επιδράσεων. Η μάλλον
σωτηρία κίνησις είναι η της γυμναστικής, δευτέρα η του περιπάτου εν
πλοίω ή οχήματι και τελευταία η κάθαρσις διά φαρμάκων.

93) Ο Martin μεταφράζει: εις πάντας τους κόπους, τους οποίους πρέπει
να υφίστανται πάντα τα μέλη.

94) Το σώμα πρέπει λοιπόν να παιδαγωγήται ούτως, ώστε να
ανταποκρίνεται προς τας απαιτήσεις της ψυχής.

95) Τα μαθηματικά μετά των εφαρμογών αυτών ήσαν εν τη αρχαιότητι η
μόνη επιστήμη αξία του ονόματος. — Η διανοητική κόπωσις επιφέρει
μελαγχολίαν, ή ως λέγεται σήμερον νευρασθένειαν.

96) Τροφός και τιθήνη είναι, ως γινώσκομεν ήδη, η χώρα, νυν δε η χώρα
η γονιμοποιηθείσα και κινουμένη κίνησιν συμφυή, δι' ης τα στοιχειώδη
είδη βαίνουσιν έκαστον εις την οικείαν θέσιν. Η μίμησις εδώ
περιορίζεται εις την διατάραξιν. Η χώρα ταράττουσα ό,τι δέχεται εν
εαυτή, αποχωρίζει τα μέρη αυτού και παρασκευάζει την ύλην προς την
τάξιν, ην θα δεχθή. Ούτω το σώμα, ταράττον ομοίως τα εις αυτό
εισερχόμενα, τα στέλλει εις την θέσιν των το όμοιον προς το όμοιον.

97) Έκαστον είδος έχει όριον μέσον και όριον μέγιστον ζωής, και
έκαστον άτομον εντός των ορίων τούτων έχει ίδιον αυτού όριον· επλάσθη
ίνα τόσον ζήση. Και εάν το όριον τούτο μετατεθή, αίτιον είναι τα εξ
ανάγκης παθήματα.

98) Επειδή η ψυχή άρχει του σώματος, ανάγκη να την παρασκευάζωμεν
ούτως, ώστε να είναι ικανωτάτη προς παιδαγωγίαν. Επειδή πάλιν αύτη
περιέχει τρία είδη ψυχής, πρέπει ταύτα ν' ασκώνται αρμονικώς. Πρέπει
δε πρώτην να τιμώμεν την αθάνατον (την λογικήν), ήτις είναι εν ημίν
ως θείος δαίμων. Ούτω μόνον θα γίνωμεν μακάριοι και αθάνατοι.

99) Το σώμα πρέπει να κυβερνάται, και ουχί να βιάζηται, αλλά να
βοηθήται η φύσις αυτού, και τούτο λέγει ο Πλάτων διαπαιδαγωγείν και
διαπαιδαγωγείσθαι.

100) Και κατά τον Αριστοτέλην, ομοίως η κεφαλή εις τα ζώα, είναι ό,τι
αι ρίζαι εις τα φυτά (Περί ψυχής II 4, 7).

101) Η νοητική ψυχή του ανθρώπου δέον να ζητή να γείνη ομοία με την
ψυχήν του κόσμου, αφ' ης απεμακρύνθη ένεκα της ενώσεώς της με τα
σωματικά όργανα και την αισθητικήν ψυχήν.

102) Αι γυναίκες εγεννήθησαν εξ ανδρών, οίτινες έζησαν δειλοί και
άδικοι και προς τιμωρίαν μετεμορφώθησαν εις γυναίκας. Τα πτηνά
εγεννήθησαν εξ ανδρών κούφων, ακάκων και ζητούντων να εξηγήσωσι διά
των αισθήσεων τα ουράνια. Τα χερσαία εξ ανδρών αφιλοσόφων και δούλων
εις τα πάθη των. Οι ηλιθιώτεροι έγειναν τετράποδα, και οι ηλιθιώτατοι
ερπετά. Οι ανοητότατοι, αμαθέστατοι και ακάθαρτοι ηθικώς
μετεβλήθησαν εις ιχθύς.

103) Ο Πλάτων μαντεύει ενταύθα τα σπερματοζωάρια πολλούς αιώνας προ
της ανακαλύψεως αυτών.

104) Αινίττεται ίσως τους Ίωνας φιλοσόφους και τον Δημόκριτον.

105) Ουχί ομοίας προς το σχήμα του παντός, όπερ είναι σφαιρικόν.

106) Τελευταίαν κατοίκησιν ουχί ως προς τον τόπον, αλλά ως προς το
σώμα, εις το οποίον εισέρχεται η ψυχή.

107) Ουχί λοιπόν εις φυτά.

108) Ταύτα πάντα διαφέρουσι των εν τω Φαίδρω. Τα ζώα ενταύθα είναι
πάντα ψυχαί ανθρώπιναι αμαρτήσασαι και τιμωρηθείσαι. Εν τω Φαίδρω
όμως φαίνεται ότι μόνον άτομά τινα είναι τοιαύτα, άλλα δε ουχί (σ.
249 Β).





*** End of this LibraryBlog Digital Book "Τίμαιος, Τόμος Β" ***

Copyright 2023 LibraryBlog. All rights reserved.



Home