Home
  By Author [ A  B  C  D  E  F  G  H  I  J  K  L  M  N  O  P  Q  R  S  T  U  V  W  X  Y  Z |  Other Symbols ]
  By Title [ A  B  C  D  E  F  G  H  I  J  K  L  M  N  O  P  Q  R  S  T  U  V  W  X  Y  Z |  Other Symbols ]
  By Language
all Classics books content using ISYS

Download this book: [ ASCII | HTML | PDF ]

Look for this book on Amazon


We have new books nearly every day.
If you would like a news letter once a week or once a month
fill out this form and we will give you a summary of the books for that week or month by email.

Title: Φίληβος
Author: Plato, 427? BC-347? BC
Language: Greek
As this book started as an ASCII text book there are no pictures available.


*** Start of this LibraryBlog Digital Book "Φίληβος" ***


Note: Bold words have been included in &&.  The tonic system has been
changed from polytonic to monotonic, a table with typing mistakes at
the end of the book has been incorporated into the text. The spelling
of the book has not been changed otherwise.

Σημείωση: Έντονοι χαρακτήρες περικλείονται σε &&.  Το τονικό σύστημα
έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό και ένας πίνακας με
παροράματα έχει ενσωματωθεί στο κείμενο του βιβλίου. Κατά τα άλλα έχει
διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου.



ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ


ΠΛΑΤΩΝΟΣ
ΦΙΛΗΒΟΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
ΚΥΡ. ΖΑΜΠΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ



ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

ΠΛΑΤΩΝΟΣ
ΦΙΛΗΒΟΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
ΚΥΡ. Ζ Α Μ Π Α


ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ

1911



ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η πρώτη λέξις του διαλόγου τούτου εξαγγέλλει, ότι πρόκειται να
συζητηθούν δύο αντίθετοι γνώμαι περί του αγαθού (ευτυχίας), η μία του
Φιλήβου, όστις ορίζει αυτό ως την ηδονήν, η δε άλλη του Σωκράτους,
όστις ορίζει αυτό ως την φρόνησιν. Κατά πρώτον εισάγεται το αξίωμα ότι
το αγαθόν πρέπει να έχη αυτάρκειαν (ακριβώς όπως εις τα Ηθικά
Νικομάχεια του Αριστοτέλους), συμφώνως δε προς αυτήν την ανάγκην
αποδεικνύεται ότι ούτε μόνος ο ηδονικός βίος αλλ' ούτε και μόνος ο
φρόνιμος αποτελεί το αγαθόν, αλλά ο ανάμικτος από τα δύο, κατά δεύτερον
όμως λόγον βραβεύεται η φρόνησις ως ανωτέρα της ηδονής. Αλλά ο Πλάτων
δεν αρκείται μόνον εις αυτήν την υπερίσχυσιν της φρονήσεως αλλά
προσπαθεί να υποβιβάση την ηδονήν πρώτον μεν διά της μεταφυσικής
κατατάξεως αυτής εις την τάξιν της εννοίας του απεράντου, ενώ αντιθέτως
κατατάσσει την φρόνησιν εις το περατωμένον και μετρημένον. Κατόπιν δε
διά του ανισχύρου άλλως επιχειρήματος ότι αι καλλίτεραι ηδοναί
(αφροδισιακαί) εκτελούνται εν τω κρυπτώ, το οποίον επροτάθη και εις τον
μείζονα Ιππίαν.

Το σπουδαιότερον όμως εις τον παρόντα διάλογον είναι ότι εις την
πρωτότυπόν του ανασκάλευσιν και εξερεύνησιν των πάντων ο Πλάτων λύει
πλησίον μικροτέρων ζητημάτων άλλα μεγαλίτερα και σπουδαιότατα, και προ
πάντων ανακαλύπτει δύο αδάμαντας φιλοσοφικούς υπερτάτου μεγέθους, οι
οποίοι, αν δεν διέφευγαν την αντίληψιν των κατόπιν φιλοσόφων, ολόκληροι
βιβλιοθήκαι δεν θα εγράφοντο περί θεού και ψυχής ως περιτταί και όλως
διάφορον πορείαν θα ελάμβανεν η ηθική επιστήμη διά την τελειοποίησιν
του ανθρώπου. Το πρώτον είναι η ακαταμάχητος απόδειξις περί της
υπάρξεως Θεού απείρως ανωτέρου από την ανθρωπίνην σοφίαν εις τας
σελίδας 38 — 41, το δε άλλο είναι ο στενός συνδυασμός του αγαθού προς
το ωραίον (αντιθέτως προς τον μείζονα Ιππίαν) και το αληθές (σελ. 111
και εξής), το οποίον είναι η πρώτη απόπειρα προς τον αρμονικόν
συνδυασμόν και συμβιβασμόν όλων των καλών ιδιοτήτων και αρετών εις την
τελειοποίησιν του ατόμου.

Κ. ΖΑΜΠΑΣ



ΠΛΑΤΩΝΟΣ
Φ I Λ Η Β Ο Σ



(ή περί ηδονής) ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ


ΣΩΚΡΑΤΗΣ, ΠΡΩΤΑΡΧΟΣ, ΦΙΛΗΒΟΣ


                                Σωκράτης.
Κύτταξε λοιπόν τόρα, Πρώταρχε, τι λόγον θα σου αποτείνη ο Φίληβος αυτήν
την στιγμήν και ποίου είδους είναι ο ιδικός μας, διά να τον
διαφιλονικήσης, εάν δεν τον εύρης κατά την γνώμην σου. Θέλεις να
συγκεφαλαιώσωμεν και τον ένα και τον άλλον;

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Ο Φίληβος λοιπόν λέγει ότι αγαθόν είναι δι' όλα τα ζώα η απόλαυσις και
η ηδονή και η τέρψις και όσα ανήκουν εις αυτήν την κατηγορίαν και
συμφωνούν με αυτήν. Ο δε ιδικός μας διισχυρισμός είναι ότι όχι αυτά,
αλλά η φρόνησις και η νόησις και η μνήμη και αι συγγενείς με αυτά
ψυχικαί δυνάμεις, δηλαδή η ορθή κρίσις και οι αληθινοί συλλογισμοί,
τουλάχιστον από την ηδονήν είναι προτιμότερα δι' όλα, όσα ημπορούν να
αποκτήσουν αυτά. Και εις όσα ημπορούν να τα αποκτήσουν αυτά είναι το
ωφελιμώτερον από όλα τα πράγματα όχι μόνον εις το παρόν αλλά και εις το
μέλλον. Μη τυχόν, Φίληβε, και δεν είναι αυτός ο διισχυρισμός του
καθενός από τους δύο μας;

                                Φίληβος.
Βεβαιότατα αυτός είναι, καλέ Σωκράτη.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν παραδέχεσαι, φίλε Πρώταρχε, αυτήν την συζήτησιν, την οποίαν σου
αποτείνομεν τόρα.

                                Πρώταρχος.
Είναι ανάγκη να την παραδεχθώ. Διότι ο καλός μας Φίληβος εκουράσθη.

                                Σωκράτης.
Τόρα λοιπόν πρέπει με κάθε τρόπον να εξακριβώσωμεν την αλήθειαν δι'
αυτούς.

                                Πρώταρχος.
Μάλιστα πρέπει.

                                Σωκράτης.
Εμπρός λοιπόν έξω από αυτά ας κάμωμεν ακόμη και την εξής συμφωνίαν.

                                Πρώταρχος.
Ποίαν;

                                Σωκράτης.
Ότι τόρα ο καθείς μας οφείλει να προσπαθήση να αποδείξη μίαν κατάστασιν
και διάθεσιν της ψυχής, η οποία είναι ικανή να καταστήση ευτυχή τον
βίον δι' όλους τους ανθρώπους. Μη τυχόν δεν είναι έτσι;

                                Πρώταρχος.
Μάλιστα έτσι είναι.

                                Σωκράτης.
Επομένως δεν πρέπει άραγε σεις μεν να αποδείξετε την απολαυστικήν
κατάστασιν, η αφεντιά μου δε την διανοητικήν ;

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά.

                                Σωκράτης.
Τόρα όμως; Αν παρουσιασθή καμμία άλλη καλλιτέρα από αυτάς; Αν μεν
φαίνεται περισσότερον συγγενής με την ηδονήν, άραγε τότε δεν θα είμεθα
και οι δύο νικημένοι από τον βίον, ο οποίος συμφωνεί με αυτήν,
υπερισχύει όμως ο βίος της ηδονής από τον βίον της νοήσεως ;

                                Πρώταρχος.
Μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Αν όμως φαίνεται περισσότερον συγγενής με την νόησιν, δεν νικά τότε η
νόησις την ηδονήν, και νικάται η ηδονή; εις αυτά συμφωνείτε κατ' αυτόν
τον τρόπον, ή πώς αλλέως ;

                                Πρώταρχος.
Εγώ τουλάχιστον τα παραδέχομαι.

                                Σωκράτης.
Και συ, Φίληβε ; τί λέγεις;

                                Φίληβος.
Εγώ ωρισμένως και τόρα φρονώ ότι υπερισχύει η ηδονή και εις το μέλλον
θα φρονώ τα ίδια. Συ όμως, Πρώταρχε, πρέπει να κρίνης μόνος σου.

                                Πρώταρχος.
Καλέ Φίληβε, εάν παραδώσης εις ημάς τον λόγον, δεν θα ισχύη πλέον η
γνώμη σου εις την συμφωνίαν ή διαφωνίαν με τον Σωκράτη.

                                Φίληβος.
Λέγεις την αλήθειαν. Εγώ όμως τόρα εξιλεόνομαι και επικαλούμαι την
ιδίαν την θεάν.

                                Πρώταρχος.
Και ημείς βεβαίως ημπορούσαμεν δι' αυτά να σου χρησιμεύσωμεν ως
μάρτυρες, ότι τα είπες αυτά που λέγεις τόρα. Τόρα λοιπόν, καλέ Σωκράτη,
εις το εξής πλέον ας δοκιμάσωμεν να προχωρήσωμεν και με τον Φίληβον
μαζί, εάν θέλη, ειδεμή όπως αγαπά.

                                Σωκράτης.
Ας δοκιμάσωμεν, και μάλιστα ας αρχίσωμεν από την ιδίαν την θεάν, η
οποία, καθώς λέγει αυτός, ονομάζεται Αφροδίτη, το αληθινώτερον όμως
όνομά της είναι ηδονή.

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά.

                                Σωκράτης.
Αλλά ο τρόμος ο ιδικός μου, φίλε Πρώταρχε, που έχω πάντοτε διά τα
ονόματα των θεών δεν είναι όπως εις τον καθένα, αλλά υπερβαίνει και τον
μεγαλύτερον φόβον. Το ίδιον και τόρα, την μεν Αφροδίτην την ονομάζω,
καθώς ορίζει εκείνη. Την ηδονήν όμως την γνωρίζω ότι είναι πολυποίκιλον
πράγμα, και, καθώς είπα, από αυτήν πρέπει να αρχίσωμεν να σκεπτώμεθα
και να ερευνώμεν ποίας φύσεως είναι. Διότι ως λέξις είναι κάπως απλή
και μία, έχει όμως παντοειδείς μορφάς και κάπως ανομοίας μεταξύ των.
Και πρόσεξε να ιδής. Απόλαυσιν λέγομεν ότι αισθάνεται ο ακολασταίνων
άνθρωπος, απόλαυσιν ότι αισθάνεται και ο σώφρων με αυτήν την ιδίαν
σωφροσύνην. Απόλαυσιν πάλιν λέγομεν ότι αισθάνεται ο ανοηταίνων και
φορτωμένος από ανοήτους κρίσεις και ελπίδας, απόλαυσιν δε επίσης
αισθάνεται και ο φρόνιμος με αυτήν την ιδίαν νόησίν του. Και τόρα αυτάς
τας δύο τάξεις των ηδονών πώς ημπορεί κανείς να τας θεωρήση ως ομοίας
μεταξύ των χωρίς δικαίως να φανή ανόητος ;

                                Πρώταρχος.
Δηλαδή ναι μεν αυταί, καλέ Σωκράτη, προέρχονται από πράγματα αντίθετα,
αλλ' όμως δεν είναι μεταξύ των αντίθετοι. Διότι βεβαίως πώς είναι
δυνατόν η ηδονή να μην είναι εντελώς ομοία με άλλην ήδονήν, δηλαδή η
ιδία ακριβώς με τον εαυτόν της περισσότερον παρά με κάθε άλλο ;

                                Σωκράτης.
Ναι, αλλά και έν χρώμα, αξιοθαύμαστε φίλε, αν συγκρίνωμεν με άλλο
χρώμα, υπό την έποψιν αυτήν δεν υπάρχει εμπόδιον να μην είναι όλα
χρώματα. Και όμως όλοι γνωρίζομεν ότι το μαύρον με το λευκόν, εκτός του
ότι διαφέρουν, είναι και όλως διόλου τα δύο άκρα αντίθετα. Και πάλιν
ένα σχήμα την ιδίαν σχέσιν έχει με άλλο σχήμα. Ως προς την κατηγορίαν
μεν όλα είναι έν πράγμα, τα μέρη του ενός όμως συγκρινόμενα με τα μέρη
του άλλου, άλλα μεν είναι άκρως αντίθετα μεταξύ των, άλλα δε έχουν
ωρισμένως μεγίστην διαφοράν. Και άλλα πολλά είναι εύκολον να εύρωμεν
ότι είναι καθώς αυτά. Επομένως εις αυτόν τουλάχιστον τον ορισμόν μη
πιστεύεις, ο οποίος όλα τα άκρως αντίθετα τα κάμνει ένα πράγμα.
Φοβούμαι δε μήπως εύρωμεν μερικάς ηδονάς αντιθέτους προς άλλας ηδονάς.

                                Πρώταρχος.
Ίσως. Αλλά αυτό εις τι θα προσβάλη τον ορισμόν μας ;

                                Σωκράτης.
Διότι θα του ειπούμεν συ, κύριε, ονομάζεις με άλλο κοινόν όνομα αυτά,
ενώ είναι διάφορα. Διότι λέγεις ότι όλα τα ηδονικά είναι αγαθά. Και
λοιπόν, ότι μεν τα ηδονικά δεν είναι ηδονικά, δεν επιδέχεται καμμίαν
συζήτησιν. Ενώ όμως από αυτά πολλά είναι κακά και άλλα πάλιν αγαθά,
κατά την ιδικήν μας γνώμην, συ και πάλιν όλα τα ονομάζεις αγαθά, ενώ,
όταν κανείς σου ειπή πειθαναγκαστικά επιχειρήματα, τότε ομολογείς ότι
είναι ανόμοια. Τόρα λοιπόν τι κοινόν ευρίσκεις και εις τας κακάς καθώς
και εις τας αγαθάς ηδονάς ανεξαιρέτως, και τας ονομάζεις όλας αγαθόν
πράγμα;

                                Πρώταρχος.
Τι εννοείς, καλέ Σωκράτη ; Δηλαδή σου περνά η ιδέα ότι θα σου κάνω την
χάριν, αφού δεχθής ότι η ηδονή είναι αγαθόν, κατόπιν να σου επιτρέψω
άλλας μεν ηδονάς να τας χαρακτηρίζης ως αγαθάς, άλλας δε ως κακάς;

                                Σωκράτης.
Τουλάχιστον όμως θα ομολογήσης ότι αυταί είναι μεταξύ των ανόμοιαι και
μάλιστα μερικαί άκρως αντίθετοι.

                                Πρώταρχος.
Όχι, εφ' όσον βεβαίως είναι ηδοναί.

                                Σωκράτης.
Πάλιν εγυρίσαμεν εις τον ίδιον λόγον, καλέ Πρώταρχε, και επομένως δεν
θα παραδεχθώμεν μίαν ηδονήν διάφορον από μίαν άλλην, αλλά όλας ομοίας,
και αυτά τα παραδείγματα που είπαμεν μόλις προ ολίγου δεν μας κεντούν
διόλου, και ημείς θα εξακολουθούμεν την έρευναν και θα ειπούμεν
πράγματα που λέγουν οι χυδαιότεροι άνθρωποι και συγχρόνως πρωτόπειροι
εις τας συζηtήσεις.

                                Πρώταρχος.
Ποία δηλαδή εννοείς ;

                                Σωκράτης.
Ότι, εάν εγώ σε μιμηθώ και αντικρούων σε τολμήσω να ειπώ, ότι το άκρον
ανόμοιον είναι περισσότερον από όλα όμοιον με το άκρον ανόμοιον, θα έχω
να σου ειπώ τα ίδια επιχειρήματα, και βεβαίως θα φανούμεν νεώτεροι από
όσον πρέπει και ο λόγος μας θα ξεφύγη και θα πάρη πόδι. Δι' αυτό λοιπόν
ας τον γυρίσωμεν πίσω, και πολύ πιθανόν, αν ερευνήσωμεν τας ομοιότητας,
να συμφωνήσωμεν κάπως μεταξύ μας.

                                Πρώταρχος.
Λέγε πώς;

                                Σωκράτης.
Υπόθεσε, καλέ Πρώταρχε, ότι συ ερωτάς εμέ . . .

                                Πρώταρχος.
Τι πράγμα ;

                                Σωκράτης.
Άραγε η φρόνησις και η επιστήμη και ο νους και όλα όσα εγώ εις την
αρχήν τα εθεώρησα ως αγαθά, όταν ερωτήθην τι είναι το αγαθόν, δεν θα
πάθουν ό,τι έπαθε ο ιδικός σου ορισμός;

                                Πρώταρχος.
Πώς ;

                                Σωκράτης.
Όλαι εν γένει αι επιστήμαι θα φανούν ότι είναι πολλαί, και ότι μερικαί
είναι ανόμοιαι μεταξύ των. Αν μάλιστα μερικαί αποδειχθούν αντίθετοι
κάπως, τότε πλέον είμαι άραγε άξιος να συζητώ εδώ, εάν φοβηθώ τούτο και
ειπώ ότι δεν γίνεται καμμία επιστήμη ανομοία με άλλην επιστήμην, και
τότε πλέον ο λόγος αυτός ωσάν ένα παραμύθι πάγει να χαθή, ημείς δε
προσπαθούμεν να σωθούμεν με ένα σανίδι παραλογισμών ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως αυτό δεν πρέπει να γίνη, εκτός του να σωθούμεν(!). Η ισότης
όμως και διά τον ιδικόν σου και διά τον ιδικόν μου λόγον μου αρέσει.
Και δι' αυτό ας ειπούμεν ότι υπάρχουν και πολλαί ανόμοιαι ηδοναί και
πολλαί ανόμοιαι επιστήμαι.

                                Σωκράτης.
Τόρα λοιπόν, φίλε Πρώταρχε, χωρίς να αποκρύπτωμεν την διαφοράν του
αγαθού, καθώς το λέγεις συ και καθώς το λέγω εγώ, ας τας θέσωμεν εις το
μέσον και ας ανεχθώμεν να μας πληροφορήση η έρευνα του ζητήματος, αν
πρέπει να ορίσωμεν το αγαθόν ως ηδονήν ή ως φρόνησιν ή ως κανέν άλλο
τρίτον, Διότι ημείς εδώ βεβαίως δεν ήλθαμεν να φιλονικήσωμεν, πώς να
υπερισχύσουν όσα λέγω εγώ, ή όσα λέγεις εσύ, αλλά πρέπει βεβαίως να
υπερασπίσωμεν και οι δύο τον αληθέστερον λόγον.

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως πρέπει.


                                Σωκράτης.
Αυτόν λοιπόν τον λόγον ας τον στερεώσωμεν ακόμη περισσότερον με κοινήν
συνεννόησιν.

                                Πρώταρχος.
Ποίον δηλαδή ;

                                Σωκράτης.
Αυτόν ο οποίος εις όλους τους ανθρώπους προξενεί δυσκολίας κάποτε με το
καλό και κάποτε με το κακό.

                                Πρώταρχος.
Λέγε καθαρώτερα.

                                Σωκράτης.
Αυτόν τον λόγον που εξέπεσε κοντά μας προ ολίγου, ο οποίος εκ φύσεως
είναι κάπως αξιοθαύμαστος(!). Δηλαδή ότι τα πολλά είναι έν και το έν
πολλά είναι παράδοξον απόφθεγμα και είναι εύκολον να αντικρούση κανείς
εκείνον, ο οποίος παραδέχεται οποιονδήποτε από αυτά τα δύο.

                                Πρώταρχος.
Άραγε μήπως εννοείς, όταν κανείς διισχυρίζεται ότι, ενώ εγώ ο Πρώταρχος.
εκ φύσεως έγινα είς, εξ άλλου πάλιν είναι πολλοί οι κύριοι εγώ και
αντίθετοι μεταξύ των, μεγάλος και μικρός, και βαρύς και ελαφρός, και
χίλια άλλα ο ίδιος.

                                Σωκράτης.
Συ μεν, φίλε Πρώταρχε, είπες όσα είναι δημοσιευμένα ως παραδοξολογήματα
διά το έν και τα πολλά, τα οποία όμως όλοι σχεδόν έμειναν σύμφωνοι
πλέον να μην τα εγγίζουν, διότι τα θεωρούν ως παιδαριώδη και εύκολα και
ως μεγάλα εμπόδια διά την συζήτησιν. Άλλως τε δεν έχουν πλέον πέρασιν
ούτε τα εξής, δηλαδή εάν συζητών χωρίση κανείς τα μέλη τα οποία είναι
συγχρόνως και μέρη του καθενός, και έπειτα, αφού παραδεχθή ότι όλα αυτά
είναι το περίφημον εκείνο έν, αρχίση να γελά εις βάρος σας και να
αποδεικνύη ότι ηναγκάσθη να δεχθή μίαν τερατώδη γνώμην, ότι δηλαδή το
έν είναι πολλά και τα πολλά έν.

                                Πρώταρχος.
Συ όμως άραγε, καλέ Σωκράτη, ποία άλλα έχεις να ειπής διά τον ίδιον
αυτόν λόγον, τα οποία ακόμη δεν εδημοσιεύθησαν;

                                Σωκράτης.
Το να μη θεωρή κανείς, παιδί μου, ότι το έν είναι από όσα γεννώνται και
χάνονται, καθώς είπαμεν προ ολίγου. Διότι τότε και αυτού του είδους το
έν, το οποίον είπαμεν προ ολίγου, έγινε δεκτόν ότι δεν πρέπει να
εξελεγχθή ως ψευδές. Όταν όμως δοκιμάση κανείς να δεχθή ένα άνθρωπον
και ένα βουν και έν το ωραίον εν γένει και έν το αγαθόν, τότε δι' αυτάς
τας μονάδας και διά τα όμοια η μεγάλη λεπτολογία γίνεται αναλυτική
συζήτησις.

                                Πρώταρχος.
Πώς ;

                                Σωκράτης.
Πρώτον μεν αν πρέπει να δεχθώμεν ότι υπάρχουν κάποιαι μονάδες τοιούτου
είδους με αληθινήν ύπαρξιν. Έπειτα πάλιν πώς από αυτάς εκάστη είναι
πάντοτε μία και η αυτή χωρίς να επιδέχεται ούτε γέννησιν, ούτε φθοράν,
και όμως ασφαλώς είναι μία. Κατόπιν πάλιν εις όσα γεννώνται και είναι
άπειρα, πρέπει να δεχθώμεν ή ότι αυτή διεχωρίσθη και έγινε πολλά, ή ότι
επήγε εις το καθέν ολόκληρος αυτή έξω από τον εαυτόν της, το οποίον
ωρισμένως είναι το αδυνατώτερον από όλα, δηλαδή η ιδία να είναι
ταυτότης και μονάς συγχρόνως και να υπάρχη και εις το έν και εις τα
πολλά. Αυτό είναι το ζήτημα, καλέ Πρώταρχε, διά το έν και τα πολλά και
όχι εκείνο, και όταν εις αυτό δεν συμφωνήσωμεν ορθώς, θα μας φέρουν εις
κάθε είδους δυσκολίαν, εάν όμως συμφωνήσωμεν ορθώς, θα μας οδηγήσουν
εις πάσαν ευκολίαν.

                                Πρώταρχος.
Τότε λοιπόν, καλέ Σωκράτη, δεν πρέπει άραγε πρώτον αυτό να
εξακριβώσωμεν ;

                                Σωκράτης. Τουλάχιστον αυτό φρονώ εγώ.

                                Πρώταρχος.
Λοιπόν γνώριζε ότι και όλοι ημείς εδώ συμφωνούμεν μαζί σου εις αυτά.
Όσον διά τον Φίληβον όμως ίσως είναι το καλλίτερον πράγμα να μην τον
ερωτάς, διότι είναι καλά όπως είναι.

                                Σωκράτης.
Πολύ καλά. Και τόρα πώς να αρχίσωμεν αυτόν τον πόλεμον των
αμφισβητουμένων ζητημάτων, ο οποίος είναι μεγάλος και πολυποίκιλος;
Άραγε από το εξής ;

                                Πρώταρχος.
Από πού ;

                                Σωκράτης.
Είπαμεν βεβαίως ότι το ίδιον πράγμα που γίνεται και έν και πολλά με
τους λόγους μας, τριγυρίζει παντού εις το καθέν από όσα λέγομεν πάντοτε
και άλλοτε και τόρα. Και αυτό ούτε φόβος υπάρχει να παύση ποτέ, ούτε
τόρα ήρχισε, αλλά, καθώς νομίζω εγώ, αυτή η ιδιότης υπάρχει εις τους
λόγους μας ως αθάνατον και αγήραστον πάθημα. Όστις δε από τους νέους
δοκιμάση αυτό πρώτην φοράν, από την ηδονήν ενθουσιάζεται και είναι
πρόθυμος εις πάσαν συζήτησιν, και άλλοτε μεν τα συστρέφει και τα
συγχωνεύει εις έν κατά την μίαν γνώμην, άλλοτε δε τα ξεστρίφει και τα
διαχωρίζει, και πρωτίστως μεν ρίπτει εις στενοχωρίαν τον εαυτόν του,
έπειτα όμως και όποιον πλησιάση, είτε είναι νεώτερος είτε γεροντότερος
είτε συνομήλικός του, και δεν χαρίζει ούτε τον πατέρα του ούτε την
μητέρα του ούτε άλλον κανένα από τους ακροατάς, και σχεδόν και τα άλλα
ζώα, όχι μόνον τους ανθρώπους, άλλως τε από τους βαρβάρους δεν θα
εχάριζε κανένα, αρκεί να είχε διερμηνέα.

                                Πρώταρχος.
Καλέ Σωκράτη, δεν βλέπεις ότι όλοι μας εδώ είμεθα νέοι, και δεν
φοβείσαι μήπως σου επιτεθούμεν όλοι μαζί με τον Φίληβον, εάν μας
υβρίζης; Αλλά οπωσδήποτε — επειδή εννοούμεν τι θέλεις να ειπής — εάν
έχης τρόπον και μηχανήν να φύγη με το καλό από μέσα από τον λόγον μας
αυτή η ταραχή και να εύρωμεν δρόμον κάπως καλλίτερον από αυτόν διά την
συζήτησίν μας, προσπάθησε και συ εις αυτό, και ημείς όσον ημπορούμεν θα
σε ακολουθήσωμεν. Διότι τούτο εδώ το ζήτημα δεν είναι μικρόν, Σωκράτη
μου.

                                Σωκράτης.
Όχι βέβαια, παιδιά, καθώς σας ονομάζει, ο Φίληβος. Αλλά δεν υπάρχει
ούτε ημπορεί να υπάρξη άλλος καλλίτερος δρόμος, από εκείνον τον οποίον
εγώ πάντοτε αγαπώ μανιωδώς, και όμως έως τόρα μου ξέφυγε πολλάκις και
με άφησε στα έρημα και στην στενοχωρίαν.

                                Πρώταρχος.
Ποίος είναι αυτός ; Λέγε και μη σε μέλει.

                                Σωκράτης.
Ο δρόμος τον οποίον να τον ορίσωμεν δεν είναι δύσκολον, να τον
μεταχειρισθώ όμως είναι δυσκολώτατον. Διότι όλα όσα ανέκαθεν ευρέθησαν
σχετικά με την τέχνην, με αυτόν εξηγήθησαν. Πρόσεξε όμως να ιδής ποία
εννοώ.

                                Πρώταρχος.
Λέγε και μη σε μέλει.

                                Σωκράτης.
Η δωρεά των θεών εις τους ανθρώπους, καθώς τουλάχιστον εγώ το θεωρώ
βέβαιον, ερρίφθη από κάποιον μέρος των θεών διά μέσου κανενός Προμηθέως
μαζί με κάποιον φωτεινότατον πυρ. Και οι μεν παλαιοί, οι οποίοι ήσαν
καλλίτεροι από ημάς και κατοικούσαν πλησιέστερον εις τους θεούς, αυτήν
την φήμην μας παρέδωκαν, ότι δηλαδή όλα όσα λέγομεν ότι υπάρχουν
πάντοτε συνίστανται από έν και πολλά, έχουν όμως εκ φύσεως σύμφυτον το
πέρας και το άπειρον. Επομένως πρέπει ημείς, αφού αυτά έχουν τοιαύτην
διάταξιν πάντοτε, να δεχθώμεν μίαν μορφήν δια το καθέν, όταν το
εξετάζωμεν. Διότι θα την εύρωμεν εντός του. Εάν λοιπόν πάρωμεν κατά
σειράν την μίαν, έπειτα τας δύο και εξετάσωμεν αν υπάρχουν κάπως, ει δε
μη τρεις ή κανένα άλλον αριθμόν, και πάλιν ομοίως έκαστον από εκείνα τα
έν, έως ότου να εννοήσωμεν το αρχικόν έν όχι μόνον ότι είναι έν και
πολλά και άπειρα αλλά και πόσα. Την δε έννοιαν του απείρου να μη
σχετίζωμεν με τα πολλά, έως ότου να εννοήσωμεν ολόκληρον τον αριθμόν
αυτών, ο οποίος κείται μεταξύ του απείρου και του ενός. Και τότε πλέον
να παραχωρήσωμεν εις το άπειρον χωριστά το καθέν από όλα και να τα
αφήσωμεν ήσυχα. Λοιπόν, καθώς είπα, οι θεοί μεν ούτω πως μας παρέδωσαν
να ερευνώμεν και να εννοούμεν και να διδάσκωμεν ο είς τον άλλον. Οι
σημερινοί σοφοί όμως το έν μεν το κατασκευάζουν, όπως τύχη, γληγορώτερα
και συντομώτερα από όσον πρέπει, κατόπιν δε από το έν αμέσως το
άπειρον. Τα εν τω μέσω όμως τους διαφεύγουν. Και από αυτά διακρίνεται
πότε είναι λογική και πότε εριστική η μεταξύ μας συζήτησις.

                                Πρώταρχος.
Μερικά μου φαίνεται κάπως, Σωκράτη μου, ότι τα εννοώ, μερικά όμως από
όσα λέγεις είναι ανάγκη να τα ακούσω καθαρώτερα.

                                Σωκράτης.
Καλέ Πρώταρχε, αυτό το οποίον λέγω γίνεται σαφές με τα γράμματα, και
πάρε το από αυτά τα οποία εδιδάχθης.

                                Πρώταρχος.
Πώς ;

                                Σωκράτης.
Βεβαίως η φωνή η οποία εξέρχεται από το στόμα είναι μία, και πάλιν
άπειρος κατά τον αριθμόν, και όλων και ενός εκάστου.

                                Πρώταρχος.
Τι άλλο βεβαίως ;

                                Σωκράτης.
Και βεβαίως δεν γινόμεθα ακόμη σοφοί με το έν από αυτά, ούτε δηλαδή
διότι γνωρίζομεν το άπειρον αυτής, ούτε διότι γνωρίζομεν το έν. Αλλά
διότι γνωρίζομεν πόσα είναι τα γράμματα και ποία, αυτό μας κάμνει
γραμματισμένους.

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά.

                                Σωκράτης.
Και βεβαίως το ίδιον είναι και εκείνο που κάμνει τον μουσικόν.

                                Πρώταρχος.
Πώς ;

                                Σωκράτης.
Δηλαδή και εις εκείνην την τέχνην μία είναι καθαυτό η φωνή.

                                Πρώταρχος.
Πώς όχι;

                                Σωκράτης.
Ας δεχθώμεν δε ως δύο το βαρύφωνον και το υψίφωνον, και τρίτον το
ομόφωνον. Ή πώς αλλέως ;

                                Πρώταρχος.
Καθώς το λέγεις.

                                Σωκράτης.
Και όμως ακόμη δεν ημπορείς να είσαι σοφός εις την μουσικήν, όταν
γνωρίζης μόνον αυτά, αν δε πάλιν δεν τα γνωρίζης, ημπορώ να ειπώ ότι
δεν αξίζεις τίποτε εις αυτά.

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως δεν αξίζω.

                                Σωκράτης.
Όταν όμως, φίλε μου, μάθης πόσα είναι τα διαστήματα της φωνής ως προς
το υψίφωνον και βαρύφωνον, και ποία, και τα όρια των διαστημάτων, και
όσα συστήματα γίνονται από αυτά, τα οποία, αφού ανεκάλυψαν οι
αρχαιότεροι, τα παρέδωκαν εις ημάς τους μεταγενεστέρους των να τα
ονομάζωμεν αρμονίας (κλίμακας), και πάλιν ότι εις τας κινήσεις του
σώματος συμβαίνουν παρόμοια παθήματα, τα οποία μάλιστα τα εμέτρησαν με
αριθμούς και λέγουν ότι πρέπει να τα ονομάζωμεν ρυθμούς και μέτρα, θα
ημπορέσης συγχρόνως να εννοήσης ότι κατ' αυτόν τον τρόπον πρέπει να
σκεπτώμεθα πάντοτε, όταν πρόκειται περί ενός και πολλών. Διότι, και
όταν αυτά τα μάθης ούτω πως, έγινες σοφός, και πάλιν, εάν κανέν άλλο
οποιονδήποτε από τα όντα το εννοής με τοιαύτην έρευναν, τότε πλέον
είσαι κάτοχος αυτού. Το άπειρον όμως ενός εκάστου και των πολλών σε
κάμνει άπειρον εις την σκέψιν και όχι λογικόν και μετρημένον, διότι
ποτέ σου δεν προσέχεις εις κανένα αριθμόν κανενός πράγματος.

                                Πρώταρχος.
Καλέ Φίληβε, αυτά που λέγει τόρα ο Σωκράτης εις εμέ τουλάχιστον
φαίνονται πολύ ορθά.

                                Φίληβος.
Όσον δι' αυτά και εις εμέ βεβαίως φαίνονται ορθά. Αλλά τόρα προς τι
ελέχθη προς ημάς αυτός ο λόγος και τι σκοπόν έχει;

                                Σωκράτης.
Πραγματικώς, φίλε Πρώταρχε, πολύ ορθή είναι αυτή η ερώτησις του
Φιλήβους.

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα, και δι' αυτό απάντησε εις αυτόν.

                                Σωκράτης.
Αυτό θα το κάμω, αφού ολίγον ακόμη ομιλήσω δι' αυτά τα ίδια. Δηλαδή,
καθώς όταν κανείς πάρη εις το χέρι του έν οποιονδήποτε πράγμα, δεν
πρέπει, καθώς είπαμεν, να στρέφη αμέσως την προσοχήν του εις την φύσιν
του απείρου, αλλά εις ένα οποιονδήποτε αριθμόν, το ίδιον και αντιθέτως,
όταν κανείς αναγκασθή να συλλάβη πρώτον το άπειρον, τότε, διά να το
εννοήση, δεν πρέπει να στρέφη το βλέμμα του αμέσως εις το έν, αλλά
πάλιν εις κάποιον μεγάλον αριθμόν, και εις το τέλος πλέον να φθάνη εις
το έν. Και τόρα πάλιν αυτό το οποίον λέγομεν εδώ, ας το εφαρμόσωμεν εις
τα γράμματα.

                                Πρώταρχος.
Πώς ;

                                Σωκράτης.
Αφού κάποιος είτε θεός είτε θείος άνθρωπος, καθώς λέγουν εις την
Αίγυπτον ότι υπήρξε κάποιος Θεύθ, ενόησε ότι η φωνή είναι άπειρος και
ότι μέσα εις το άπειρον τα φωνήεντα δεν είναι έν αλλά περισσότερα, και
άλλα πάλιν ότι δεν έχουν μεν φωνήν, έχουν όμως κάποιαν προφοράν, και
ότι και αυτά έχουν ένα ωρισμένον αριθμόν, και αφού ως τρίτον είδος
γραμμάτων εχώρισε αυτά τα οποία τόρα ονομάζομεν άφωνα, τότε πλέον
ήρχισε να διαιρή τα άφθογγα και τα άφωνα χωριστά το καθέν, και τα
φωνήεντα και τα ημίφωνα με τον ίδιον τρόπον, έως ότου επέτυχε τον
αριθμόν των και δι' έκαστον και δι' όλα και τα ωνόμασε στοιχεία. Και
επειδή ενόησε καλώς ότι κανείς από ημάς δεν θα ημπορούσε ούτε έν από
αυτά να εννοήση χωριστά από όλα, εσυλλογίσθη πάλιν αυτήν την σύνδεσιν,
ότι δηλαδή όλα αυτά είναι έν και κάμνουν κάπως έν, και εις όλα αυτά
ώρισε μίαν τέχνην και την ωνόμασε γραμματικήν.

                                Φίληβος.
Αυτά τόρα, καθώς τουλάχιστον εσχετίσθησαν μεταξύ των, τα ενόησα πολύ
καλλίτερα από τα προηγούμενα, φίλε Πρώταρχε. Και όμως και τόρα καθώς
και ολίγον προηγουμένως μου λείπει το ίδιον μέρος του ζητήματος.

                                Σωκράτης.
Μήπως, καλέ Φίληβε, δεν εννοείς ποίαν σχέσιν έχουν αυτά με το ζήτημά
μας ;

                                Φίληβος.
Μάλιστα, αυτό είναι που ζητούμεν προ πολλού και εγώ και ο Πρώταρχος.

                                Σωκράτης.
Άραγε όμως προ πολλού επίσης εφθάσατε εις αυτό που ζητείτε ;

                                Φίληβος.
Πώς ;

                                Σωκράτης.
Άραγε ο λόγος μας από την αρχήν δεν ήτο περί φρονήσεως και ηδονής,
ποίον από τα δύο είναι προτιμότερον ;

                                Φίληβος.
Πώς δεν ήτο ;

                                Σωκράτης.
Και όμως έν βεβαίως είπαμεν ότι είναι το καθέν από αυτά.

                                Φίληβος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Ακριβώς λοιπόν αυτό απαιτεί από ημάς ο προηγούμενος λόγος, δηλαδή πώς
το καθέν από αυτά είναι έν και πολλά, και πώς δεν είναι κατ' ευθείαν
άπειρα, αλλά προηγουμένως έχουν κάποιον αριθμόν πριν να γίνη το καθέν
άπειρα ;

                                Πρώταρχος.
Πραγματικώς, καλέ Φίληβε, όχι εις μηδαμινήν ερώτησιν μας έρριψε πάλιν ο
Σωκράτης χωρίς και εγώ να εννοήσω με ποίον τρόπον μας έφερε γύρω. Και
λοιπόν πρόσεξε, ποίος από τους δύο μας θα δώση την απάντησιν εις αυτήν
την ερώτησιν. Και βεβαίως ίσως είναι αξιογέλαστον, ενώ εγώ εδέχθην
εντελώς να σε διαδεχθώ εις τον λόγον, τόρα πάλιν να το επιβάλω εις εσέ,
επειδή δεν ημπορώ να απαντήσω εις αυτήν την ερώτησιν. Νομίζω όμως ότι
είναι πολύ γελοιωδέστερον να μην ημπορέση από ημάς ούτε ο είς ούτε ο
άλλος. Λοιπόν σκέψου, τι πρέπει να κάμωμεν. Νομίζω δηλαδή ότι ο
Σωκράτης μας ερωτά τόρα, αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν είδη της ηδονής και
πόσα είναι και ποία. Και πάλιν περί της φρονήσεως τα ίδια με τον ίδιον
τρόπον.

                                Σωκράτης.
Πολύ ορθά ομιλείς, παιδί του Καλλίου. Διότι βεβαίως, εάν δεν
ημπορέσωμεν να το εφαρμόσωμεν εις πάσαν μονάδα και ομοιότητα και
ταυτότητα και το αντίθετον, καθώς μας ειδοποίησε ο προηγούμενος λόγος,
τότε κανείς από ημάς δεν θα ημπορέση διόλου να γίνη άξιος ποτέ διά
τίποτε.

                                Πρώταρχος.
Σχεδόν, Σωκράτη μου, φαίνεται ότι είναι καθώς το λέγεις. Αλλά το
καλλίτερον μεν είναι όλα ανεξαιρέτως να τα γνωρίζη ο σώφρων, κατά
δεύτερον όμως λόγον μου φαίνεται ότι πρέπει να μη απατά τον εαυτόν του.
Αλλά διατί άραγε εγώ τόρα το είπα αυτό ; Εγώ θα σου το εξηγήσω. Συ,
καλέ Σωκράτη, μας επρόσφερες εις όλους μας αυτήν την συναναστροφήν και
τον εαυτόν σου, διά να αναλύσωμεν ποίον είναι το καλλίτερον από τα
ανθρώπινα αγαθά. Διότι, όταν είπε ο Φίληβος ότι αυτό είναι η ηδονή και
η τέρψις και η απόλαυσις, συ τον αντέκρουσες και είπες ότι δεν είναι
αυτά αλλά εκείνα, τα οποία πολλάκις υπενθυμίζομεν μεταξύ μας με
ευχαρίστησιν, και κάμνομεν καλά, διά να μένουν εις την μνήμην μας και
αι δύο γνώμαι και βασανίζωνται. Καθώς δε φαίνεται, η γνώμη σου είναι
ότι το αγαθόν, το οποίον είναι ορθόν να το ονομάσωμεν ανώτερον από την
ηδονήν, είναι ο νους, η επιστήμη, η φρόνησις, η τέχνη και όλα πάλιν τα
συγγενή με αυτά, και αυτά πρέπει να αποκτήσωμεν και όχι εκείνα. Αφού
λοιπόν αυτά ελέχθησαν από τα δύο μέρη συζητητικώς, ημείς χάριν
αστειότητος σε απειλήσαμεν, ότι δεν θα σε αφήσωμεν να υπάγης στο σπίτι
σου, πριν να δοθή ένα καλόν τέλος εις την ανάλυσιν αυτών των λόγων. Συ
δε έμεινες σύμφωνος και επρόσφερες τον εαυτόν σου, και λοιπόν τόρα
ημείς σου λέγομεν καθώς τα παιδιά, ό,τι εδόθη ορθώς δεν παίρνεται πίσω.
Ώστε παύσε να απαντάς με αυτόν τον τρόπον εις όσα λέγομεν τόρα.

                                Σωκράτης.
Ποίον τρόπον εννοείς ;

                                Πρώταρχος.
Να μας ρίπτης εις στενοχωρίας και να μας ξαναρωτάς δι' όσα δεν
ημπορούμεν προς το παρόν να σου δώσωμεν ορθήν απάντησιν. Δηλαδή ας μη
νομίσωμεν ότι αυτή η απορία μας δι' όλα δίδει τέλος εις το ζήτημά μας,
αλλά αν ημείς δεν έχωμεν δυνάμεις να κάμωμεν τούτο, πρέπει να το κάμης
εσύ. Διότι το υπεσχέθης. Λοιπόν συμφώνως με αυτά σκέψου μόνος σου,
άραγε θα αναλύσης τα είδη της ηδονής και της επιστήμης ή θα τα αφήσης,
εάν κάπως ημπορής με άλλον τρόπον να τα εξηγήσης αλλέως, αν θέλης, αυτά
που διαφιλονικούμεν.

                                Σωκράτης.
Τόρα πλέον τι άλλο έχει να φοβηθή ο κύριος εαυτός μου, αφού αυτό το
είπες ούτω πως ; Διότι μόλις λεχθή το αν θέλης, διώχνει κάθε φόβον δι'
οτιδήποτε. Εκτός τούτου όμως μου φαίνεται ότι κάποιος θεός μου έδωκε
μίαν ανάμνησιν.

                                Πρώταρχος.
Πώς δηλαδή και διά ποίον ;

                                Σωκράτης.
Ήκουσα προ πολλού κάποιους λόγους εις τον ύπνον ή εις τον ξύπνον μου
και τόρα τους εννοώ και διά την ηδονήν και διά την φρόνησιν, ότι κανέν
από αυτά τα δύο δεν είναι αγαθόν, αλλά κάτι άλλο τρίτον, διάφορον από
αυτά, καλλίτερον όμως και από τα δύο. Και βεβαίως, αν τούτο το
εννοήσωμεν τόρα ημείς καθαρά, απαλλάσσεται η ηδονή από την υπηρεσίαν να
είναι νικήτρια. Διότι τότε πλέον το αγαθόν δεν ημπορεί να είναι το
ίδιον με αυτήν. Ή πώς αλλέως;

                                Πρώταρχος.
Καθώς το λέγεις.

                                Σωκράτης.
Από όλα δε τα είδη της αναλύσεώς μας την ηδονήν πλέον δεν θα την
χρειασθούμεν διόλου κατά την γνώμην μου. Όταν δε προχωρήσωμεν, θα φανή
καθαρώτερα.

                                Πρώταρχος.
Ωραία το είπες και τελείωνε ομοίως.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν κάτι μικρά πράγματα ας συμφωνήσωμεν προηγουμένως μεταξύ μας.

                                Πρώταρχος.
Ποία δηλαδή ;

                                Σωκράτης.
Ο κλήρος του αγαθού άραγε είναι λογικόν να είναι τέλειος ή όχι ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως ο τελειότερος από όλα τα πράγματα, καλέ Σωκράτη.

                                Σωκράτης.
Και λοιπόν ; είναι ικανοποιητικόν το αγαθόν ;

                                Πρώταρχος.
Πώς όχι; Και μάλιστα ως προς αυτό είναι ανώτερον από όλα τα πράγματα.

                                Σωκράτης.
Βεβαίως όμως, καθώς νομίζω, είναι ανάγκη να λεχθή περί αυτού το εξής,
ότι οστισδήποτε γνωρίζει αυτό το κυνηγά και το επιθυμεί και θέλει να το
συλλάβη και να το έχη ιδικόν του, και διά τα άλλα δεν φροντίζει διόλου,
εκτός μόνον δι' όσα τελειόνουν μαζί με τα αγαθά.

                                Πρώταρχος.
Δεν υπάρχει αντίρρησις εις αυτά.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν ας προσέξωμεν και ας κρίνωμεν χωριστά τον βίον της ηδονής και
της φρονήσεως.

                                Πρώταρχος.
Πώς το είπες αυτό ;

                                Σωκράτης.
Ας υποθέσωμεν ότι ούτε εις τον βίον της ηδονής υπάρχει φρόνησις, ούτε
εις τον βίον της φρονήσεως ηδονή. Διότι βεβαίως, εάν το έν από τα δύο
αυτά είναι αγαθόν, πρέπει πλέον να μην χρειάζεται τίποτε άλλο. Εάν όμως
το έν από αυτά φανή ότι χρειάζεται κάτι τι, τότε βεβαίως δεν είναι αυτό
το όντως αγαθόν.

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως πώς είναι δυνατόν να είναι ;

                                Σωκράτης.
Λοιπόν θέλεις εις το άτομόν σου να δοκιμάσωμεν να τα εξακριβώσωμεν
αυτά;

                                Πρώταρχος.
Πολύ καλά.

                                Σωκράτης.
Απάντησέ μου λοιπόν.

                                Πρώταρχος.
Λέγε.

                                Σωκράτης.
Θα εδέχεσο συ, φίλε Πρώταρχε, να ζήσης όλην σου την ζωήν με την
απόλαυσιν των μεγαλιτέρων ηδονών ;

                                Πρώταρχος.
Και διατί όχι ;

                                Σωκράτης.
Αλλ' άραγε θα ενόμιζες ότι κάτι σου χρειάζεται ακόμη, εάν το έχης αυτό
εντελώς ;

                                Πρώταρχος.
Διόλου μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Πρόσεξε λοιπόν μήπως από την φρόνησιν και την νόησιν και το να
συλλογίζεσαι το ορθόν, και όσα είναι συγγενή με αυτά θα είχες καμμίαν
έλλειψιν.

                                Πρώταρχος.
Ποίαν έλλειψιν θα έχω ; Διότι όταν έχω την χαράν όλα τα έχω.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν εάν ζης εις όλην σου την ζωήν ούτω πως, ημπορείς να μένης
ευχαριστημένος ; Αλλά όταν δεν έχης μνήμην και επιστήμην και κρίσιν
αληθινήν, πρώτον μεν αυτό το ίδιον πράγμα, την χαράν, αν την
απολαμβάνης ή όχι, δεν είναι άραγε επόμενον να μην το γνωρίζης, αφού
στερείσαι εντελώς πάσαν φρόνησιν ;

                                Πρώταρχος.
Είναι επόμενον.

                                Σωκράτης.
Και όμως πάλιν, όταν δεν έχης μνήμην, είναι επόμενον βεβαίως να μη
ενθυμήσαι ούτε ότι απελάμβανες, και όταν έρχεται αιφνιδίως η στιγμιαία
ηδονή, να μη μένη ουδέ ίχνος μνήμης. Και πάλιν, αν δεν έχης κρίσιν
αληθινήν, είναι επόμενον να μη νομίζης ότι απολαμβάνεις, όταν
απολαμβάνης, επειδή δε στερείσαι και τους συλλογισμούς, δεν θα είσαι
ικανός να υπολογίσης ότι θα απολαύσης εις τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής
σου, και θα ζης όχι ζωήν ανθρώπου αλλά κανενός μαλακίου ή από όσα
υπάρχουν έμψυχα θαλασσινά με οστρακοφόρον σώμα. Είναι αληθινά αυτά, ή
έχομεν να σκεφθώμεν κάπως διαφορετικά από αυτά ;

                                Πρώταρχος.
Πώς είναι δυνατόν;

                                Σωκράτης.
Τότε λοιπόν είναι προτιμητέος αυτός ο βίος από ημάς;

                                Πρώταρχος.
Αυτός ο λόγος, καλέ Σωκράτη, με έρριψε εις πλήρη αφασίαν.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν ας μην κουραζώμεθα ακόμη, και ας πάρωμεν να εξετάσωμεν τον βίον
της φρονήσεως.

                                Πρώταρχος.
Ποίον λοιπόν εννοείς:

                                Σωκράτης.
Εάν τόρα πάλιν θα δεχθή κανείς από ημάς να ζη, όταν έχη μεν φρόνησιν
και νουν και επιστήμην και μνήμην παντός είδους, δεν μετέχη όμως ούτε
πολύ ούτε ολίγον από την ηδονήν, αλλ' ούτε πάλιν και από την λύπην,
αλλά είναι εντελώς απαθής από όλα αυτά.

                                Πρώταρχος.
Κανείς από αυτούς τους βίους, καλέ Σωκράτη, δεν φαίνεται προτιμητέος
εις εμέ τουλάχιστον, ούτε θα φανή ποτέ εις κανένα άλλον, καθώς νομίζω.

                                Σωκράτης.
Αλλά τόρα; ο ανάμικτος, φίλε Πρώταρχε, όταν παραχθή από τους δύο μαζί ;

                                Πρώταρχος.
Εννοείς από την ηδονήν και τον νουν και την φρόνησιν ;

                                Σωκράτης.
Ναι από αυτά εννοώ.

                                Πρώταρχος.
Ο καθείς βεβαίως θα προτιμήση αυτόν τον βίον παρά κανένα οποιονδήποτε
από εκείνους τους δύο και μάλιστα όχι μόνον ο ένας αλλά και ο καθένας.

                                Σωκράτης.
Εννοούμεν λοιπόν τι εξάγεται τόρα από αυτούς τους λόγους μας ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα. Ότι δηλαδή τρεις βίοι επροτάθησαν, αλλά από
τους δύο δεν είναι ικανοποιητικός ούτε ο είς ούτε ο άλλος, ούτε πρέπει
να τον προτιμήση ούτε ο άνθρωπος ούτε κανέν άλλο ζώον.

                                Σωκράτης.
Μήπως λοιπόν δεν είναι πλέον φανερόν ότι κανείς από αυτούς τους δύο δεν
περιείχε το αγαθόν; Διότι τότε θα ήτο ικανοποιητικός και τέλειος και
προτιμητέος δι' όλα τα φυτά και τα ζώα, όσα θα ημπορούσαν να ζουν
πάντοτε κατ' αυτόν τον τρόπον εις όλην των την ζωήν. Εάν δε κανείς από
ημάς επροτίμα άλλα, θα τα απελάμβανε παρά την φύσιν του πραγματικώς
προτιμητέου χωρίς να θέλη, ένεκα αμαθείας ή κάποιας άλλης ανάγκης όχι
ευλογημένης.

                                Πρώταρχος.
Φαίνεται τουλάχιστον ότι αυτά είναι καθώς τα λέγεις.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν όσον διά την θεότητα του Φιλήβου ότι δεν πρέπει να την θεωρούμεν
το ίδιον με το αγαθόν, νομίζω ότι αρκετά καλά το εξηγήσαμεν.

                                Φίληβος.
Βεβαίως όμως, Σωκράτη μου, ούτε ο ιδικός σου νους είναι το αγαθόν, αλλά
βεβαίως και αυτός θα εύρη τας ιδίας καταγγελίας.

                                Σωκράτης.
Πιθανόν, καλέ Φίληβε, ο ιδικός μου βεβαίως. Όχι όμως και ο αληθινός και
θείος νους, υποθέτω, αλλά αυτός είναι κάπως διαφορετικός. Λοιπόν όσον
διά τα νικητήρια δεν τα διαφιλονικώ ακόμη με τον μικτόν βίον χάριν του
νου, διά τα δευτερεία όμως τόρα πρέπει να κυττάξωμεν και να προσέξωμεν
τι θα κάμωμεν. Διότι διόλου παράδοξον ο καθείς μας να κατακρίνη αυτόν
τον μικτόν βίον, και ο μεν είς να λέγη ότι πρωταίτιος είναι ο νους, ο
δε άλλος ότι είναι η ηδονή. Και τότε ημπορεί να αποδειχθή ότι ίσως μεν
το αγαθόν δεν είναι κανέν από αυτά τα δύο, πολύ πιθανόν όμως να θεωρήση
κανείς το έν από αυτά ως πρωταίτιον. Ως προς αυτό λοιπόν πολύ
περισσότερον έχω διάθεσιν να φιλονικήσω με τον Φίληβον ότι, εις αυτόν
τον μικτόν βίον, οτιδήποτε έλαβε αυτός ο βίος και έγινε προτιμητέος και
αγαθός συγχρόνως, με αυτό δεν είναι η ηδονή συγγενεστέρα και ομοιοτέρα
αλλά ο νους. Και συμφώνως με αυτόν τον λόγον δεν θα ημπορούσε κανείς να
διαφιλονικήση αληθώς διά την ηδονήν ούτε τα πρωτεία ούτε τα δευτερεία.
Ευρίσκεται δε μακράν ακόμη και από τα τριτεία, εάν πρέπη να πιστεύσωμεν
τόρα εις τον ιδικόν μου νουν.

                                Πρώταρχος.
Πραγματικώς, Σωκράτη μου, τόρα εις εμέ τουλάχιστον φαίνεται ότι η ηδονή
έπεσε κάτω ως να επληγώθη από τους λόγους τούτους εδώ. Διότι επολέμησε
χάριν των νικητηρίων και έπεσε. Φαίνεται όμως, ότι και διά τον νουν
πρέπει να ειπούμεν ότι δεν θα κάμη γνωστικά, εάν διαφιλονική τα
νικητήρια. Διότι θα πάθη και αυτός τα ίδια. Τόρα όμως η ηδονή, αφού
εστερήθη τα πρωτεία, πολύ πιθανόν να στερηθή εντελώς την υπόληψίν της
από τους εραστάς της. Διότι και εις αυτούς πλέον δεν θα φαίνεται ωραία.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν τι θέλετε ; Δεν είναι καλλίτερον να την αφήσωμεν ήσυχη και να μη
την κάμνωμεν να λυπήται(!) εφαρμόζοντες βασανιστικήν εξέλεγξιν ;

                                Πρώταρχος.
Δεν λέγεις τίποτε, καλέ Σωκράτη.

                                Σωκράτης.
Μήπως άραγε διότι είπα το αδύνατον, δηλαδή να λυπήται η ηδονή (!);

                                Πρώταρχος.
Όχι μόνον αυτό βεβαίως, αλλά και δεν γνωρίζεις ότι από ημάς κανείς δεν
θα σε παραιτήση, πριν να φθάσης εις το τέλος αυτής της συζητήσεως.

                                Σωκράτης.
Ω συμφορά μου λοιπόν, φίλε Πρώταρχε, διότι και πολύς λόγος υπολείπεται
και σχεδόν τόρα δεν είναι διόλου εύκολος. Και βεβαίως φαίνεται πλέον
ότι μου χρειάζεται άλλη μέθοδος τόρα που προχωρώ να ζητήσω τα δευτερεία
χάριν του νου, και να τα έχω ως βέλη διαφορετικά από τους προηγουμένους
λόγους. Ίσως όμως μερικά είναι και όμοια. Λοιπόν είναι πρέπον ;

                                Πρώταρχος.
Πώς όχι ;

                                Σωκράτης.
Πρέπει όμως να προσέξωμεν καλά, διά να ορίσωμεν την αρχήν αυτού.

                                Πρώταρχος.
Ποίαν λοιπόν εννοείς;

                                Σωκράτης.
Όλα όσα υπάρχουν εις το σύμπαν αυτήν την στιγμήν ας τα χωρίσωμεν εις
δύο, ή αν θέλης καλλίτερον εις τρία.

                                Πρώταρχος.
Λέγε, σε παρακαλώ, κατά ποίον τρόπον.

                                Σωκράτης.
Ας πάρωμεν μερικά από τους προηγουμένους λόγους.

                                Πρώταρχος.
Ποία ;

                                Σωκράτης.
Ελέγαμεν νομίζω ότι ο θεός αφ' ενός μεν έδωκε το άπειρον εις τα όντα,
αφ' έτερου δε το πέρας.

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Αυτά λοιπόν ας τα θεωρήσωμεν ως τα δύο από τα είδη (γενικώς εννοίας),
το δε τρίτον ως κάποιον έν ανάμικτον από τα δύο αυτά μαζί. Αλλά, καθώς
φαίνεται, εγώ είμαι κάπως γελοίος άνθρωπος ως προς το να διαιρώ εις
είδη και να τα λογαριάζω.

                                Πρώταρχος.
Τι λέγεις, ευλογημένε;

                                Σωκράτης.
Τόρα πάλιν μου φαίνεται ότι χρειάζεται τέταρτον γένος.

                                Πρώταρχος.
Λέγε ποίον.

                                Σωκράτης.
Πρόσεξε να ιδής την αιτίαν της αναμίξεως αυτών μεταξύ των και θεώρησε
προς χάριν μου εκτός εκείνων των τριών τούτο ως τέταρτον.

                                Πρώταρχος.
Μη τυχόν σου χρειασθή και πέμπτον, το οποίον να είναι αιτία της
αποχωρίσεως κανενός;

                                Σωκράτης.
Πολύ πιθανόν. Όχι όμως προς το παρόν, καθώς νομίζω. Εάν όμως τυχόν
χρειασθή, θα μου συγχωρήσης βεβαίως να ζητήσω και πέμπτον.

                                Πρώταρχος.
Τι άλλο βεβαίως;

                                Σωκράτης.
Πρώτον λοιπόν από τα τέσσαρα ας αποχωρίσωμεν τα τρία, και τα δύο από
αυτά ας προσπαθήσωμεν να τα φαντασθώμεν το καθέν σχισμένον και κομμένον
εις πολλά, και πάλιν να τα συγχωνεύσωμεν έκαστον εις έν και να
εννοήσωμεν κατά ποίον τρόπον άραγε το καθέν από τα δύο έγινε και έν και
πολλά.

                                Πρώταρχος.
Αν μου το εξηγήσης καθαρώτερα, ίσως να σε παρακολουθήσω.

                                Σωκράτης.
Σου λέγω λοιπόν ότι τα δύο τα οποία θέτω εμπρός είναι αυτά που είπα
αυτήν την στιγμήν, δηλαδή το άπειρον και το πεπερασμένον. Πως δε το
άπειρον με κάποιον τρόπον είναι πολλά, θα προσπαθήσω να σου το εξηγήσω.
Το δε πεπερασμένον ας μας περιμένη.

                                Πρώταρχος.
Περιμένει.

                                Σωκράτης.
Πρόσεξε λοιπόν. Δηλαδή είναι βεβαίως δύσκολον και διαφιλονικούμενον
αυτό το οποίον σου λέγω να προσέξης, αλλά όμως πρόσεξε. Πρώτον κύτταξε
αν είναι δυνατόν να φαντασθής ποτέ πέρας του θερμοτέρου και ψυχροτέρου
ή μήπως η αυξομείωσις, η οποία κατοικεί μέσα εις αυτά τα γένη, ενόσω
κατοικεί, δεν θα επιτρέψη να έλθη το τέλος. Διότι, όταν επέλθη τέλος,
τότε τελειόνουν και αυτά τα δύο.

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά ομιλείς.

                                Σωκράτης.
Δεχόμεθα λοιπόν ότι εις το θερμότερον και ψυχρότερον ενυπάρχει πάντοτε
η αυξομείωσις.

                                Πρώταρχος.
Πολύ μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Και πάντοτε λοιπόν δεν έχουν τέλος αυτά, καθώς εξηγεί αυτός ο λόγος.
Αφού δε είναι ατελείωτα, βεβαίως είναι εντελώς άπειρα.

                                Πρώταρχος.
Δυνατά, μάλιστα, Σωκράτη μου.

                                Σωκράτης.
Καλά μου απήντησες, φίλε Πρώταρχε, και με αυτό το δυνατά που είπες τόρα
μου ενθύμισες ότι το ορμητικόν και το σιγανόν έχουν την ιδίαν δύναμιν
με την αυξομείωσιν. Διότι εις όποιον πράγμα υπάρχουν αυτά τα δύο, δεν
το αφίνουν να έχη έν ωρισμένον ποσόν, αλλά πάντοτε προσθέτουν εις
εκάστην πράξιν το ορμητικώτερον από το σιγανώτερον και αντιθέτως και
εκτελούν την αυξομείωσιν, την δε ωρισμένην ποσότητα την εξαφανίζουν.
Διότι, εάν δεν εξαφανίσουν αυτό το ωρισμένον ποσόν, το οποίον είπαμεν
τόρα, αλλά αφήσουν αυτό και το μέτριον να ενθρονισθή εις την θέσιν της
αυξομειώσεως και του ορμητικού και σιγανού, τότε αυτά τα ίδια πηγαίνουν
κατά διαβόλου από τον τόπον των, όπου κατοικούσαν. Διότι πλέον δεν
είναι δυνατόν να είναι θερμότερον και ψυχρότερον, όταν αποκτήσουν
ωρισμένην ποσότητα. Διότι το θερμότερον και το ψυχρότερον μετακινείται
διαρκώς και δεν σταματά, ενώ το ωρισμένον ποσόν εσταμάτησε και έπαυσε
να προχωρή. Συμφώνως λοιπόν με αυτόν τον λόγον ημπορεί να γίνη άπειρον
το θερμότερον και το αντίθετον επίσης.

                                Πρώταρχος.
Έτσι μου φαίνεται τουλάχιστον, καλέ Σωκράτη. Αλλά, καθώς είπες, αυτά
δεν είναι εύκολον να τα παρακολουθήση κανείς. Όταν όμως λέγωνται πάλιν
και πάλιν, ίσως κάμουν να μείνουν σύμφωνοι ο ερωτών και ο ερωτώμενος.

                                Σωκράτης.
Βεβαίως ομιλείς ορθά, και πρέπει να προσπαθήσωμεν να κάμωμεν καθώς
λέγεις. Τόρα όμως πρόσεχε αν θα δεχθώμεν το εξής ως απόδειξιν του
απείρου, διά να μη μακρολογούμεν εξετάζοντες όλα τα πράγματα.

                                Πρώταρχος.
Ποίον λοιπόν εννοείς ;

                                Σωκράτης.
Όσα πράγματα μας φανούν ότι επιδέχονται αυξομείωσιν και το δυνατά και
ήσυχα και το πολύ και όλα τα παρόμοια, όλα αυτά πρέπει να τα
κατατάξωμεν εις την κατηγορίαν του απείρου ως μίαν, συμφώνως με τον
προηγούμενον λόγον που είπαμεν ότι όσα είναι μοιρασμένα και σχισμένα
πρέπει να τα συναθροίσωμεν όσον είναι δυνατόν και να τα επισφραγίσωμεν
με μίαν φύσιν, εάν το ενθυμήσαι.

                                Πρώταρχος.
Το ενθυμούμαι.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν όσα δεν επιδέχονται αυτά, επιδέχονται όμως όλως τα αντίθετα από
αυτά, δηλαδή πρώτον μεν το ίσον και η ισότης, κατόπιν δε από το ίσον το
διπλάσιον και κάθε ποσόν, το οποίον δίδει ένας αριθμός σχετιζόμενος με
άλλον, ή έν μέτρον σχετικώς με άλλο, άραγε, αν όλα αυτά τα κατατάξωμεν
εις το πέρας, θα εφαινόμεθα, ότι ορθώς το κάμνομεν αυτό; Ή πώς αλλέως
νομίζεις εσύ;

                                Πρώταρχος.
Πολύ καλά, Σωκράτη μου.

                                Σωκράτης.
Έστω. Το δε τρίτον, το μικτόν από αυτά τα δύο, ποίαν μορφήν θα ειπούμεν
ότι έχει ;

                                Πρώταρχος.
Νομίζω ότι συ θα το εξηγήσης και εις εμέ.

                                Σωκράτης.
Ειπέ καλλίτερα ο θεός, εάν εισακούση την ευχήν μου κανείς από τους
θεούς.

                                Πρώταρχος.
Προσεύχου λοιπόν και πρόσεχε.

                                Σωκράτης.
Προσέχω, και μου φαίνεται, καλέ Πρώταρχε, ότι κάποιος από αυτούς μας
έγινε φίλος αυτήν την στιγμήν.

                                Πρώταρχος.
Πώς το εννοείς αυτό, και ποίαν απόδειξιν έχεις;

                                Σωκράτης.
Βεβαίως θα σου το εξηγήσω, συ δε παρακολούθησε τον λόγον μου.

                                Πρώταρχος.
Λέγε και μη σε μέλει.

                                Σωκράτης.
Νομίζω ότι προ ολίγου ελέγαμε κάτι τι θερμότερον και ψυχρότερον. Δεν
είναι έτσι ;

                                Πρώταρχος.
Μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Πρόσθεσε λοιπόν εις αυτά το ξηρότερον και υγρότερον και το περισσότερον
και ολιγώτερον και το ταχύτερον και βραδύτερον και το μεγαλίτερον και
μικρότερον και όσα προηγουμένως κατετάξαμεν εις την ιδίαν κατηγορίαν
των εκ φύσεως επιδεχομένων αυξομείωσιν.

                                Πρώταρχος.
Την κατηγορίαν του απείρου εννοείς ;

                                Σωκράτης.
Μάλιστα. Ανάμιξε όμως με αυτήν κατόπιν την γενεάν του πέρατος.

                                Πρώταρχος.
Ποίαν ;

                                Σωκράτης.
Αυτήν που έπρεπε τόρα πάλιν, καθώς συναθροίσαμεν εις μίαν κατηγορίαν
την φύσιν του απείρου, ομοίως και την φύσιν του περατοειδούς να την
συναθροίσωμεν, και όμως δεν την συναθροίσαμεν. Ίσως όμως και τόρα γίνη
μόνον του, δηλαδή με την συνάντησιν αυτών των δύο ίσως εννοηθή καλώς
και εκείνη.

                                Πρώταρχος.
Ποία και πώς εννοείς;

                                Σωκράτης.
Η φύσις της ισότητος και του διπλασίου και οποιονδήποτε άλλο ποσόν
καταπαύει την διχόνοιαν των αντιθέτων μεταξύ των και διά της εφαρμογής
των αριθμών εις αυτά τα καθιστά συμμετρικά και σύμφωνα.

                                Πρώταρχος.
Σε εννοώ. Δηλαδή μου φαίνεσαι ως να λέγης ότι, εάν τα αναμίξωμεν αυτά,
προκύπτουν κάποιαι παραγωγαί από έκαστον μίγμα.

                                Σωκράτης.
Καλά σου φαίνομαι.

                                Πρώταρχος.
Λέγε λοιπόν.

                                Σωκράτης.
Άραγε μέσα εις τας ασθενείας η μίξις αυτών δεν γεννά συνήθως την φύσιν
της υγείας ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Μέσα δε εις την οξυφωνίαν και βαρυφωνίαν και την ταχύτητα και
αργοπορίαν, τα οποία είναι απέραντα (άπειρα), άραγε αυτά τα ίδια, εάν
προστεθούν, δεν παράγουν πέρας και συνθέτουν τελειότατα όλα τα είδη της
μουσικής ;

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά.

                                Σωκράτης.
Και βεβαίως, μέσα εις τας κακοκαιρίας και τους καύσωνας όταν προστεθούν
αυτά, την μεν υπερβολήν και το απέραντον το αφαιρούν, παράγουν δε το
μετρημένον και συμμετρικόν συγχρόνως.

                                Πρώταρχος.
Αμέ πώς αλλέως;

                                Σωκράτης.
Λοιπόν δεν προέρχονται από αυτάς αι ώραι του έτους και όλα τα καλά όσα
μας εδόθησαν, αφού ανεμίχθησαν τα απέραντα με όσα έχουν πέρας ;

                                Πρώταρχος.
Και πώς όχι ;

                                Σωκράτης.
Και άλλα βεβαίως πάρα πολλά μάλιστα παραλείπω να αναφέρω• λόγου χάριν
μαζί με την υγείαν το κάλλος και την ισχύν και μέσα πάλιν εις τας ψυχάς
άλλα πάμπολλα και πανώραια Διότι βεβαίως αυτή η θεά αντιληφθείσα την
εκτροχίασιν των εξάψεων και όλην μαζί την πονηρίαν όλων των παθών, καλέ
μου Φίληβε, και ότι ακόμη πέρας δεν υπάρχει, ούτε εις τας ηδονάς ούτε
εις τας κορέσεις, έθεσε εις αυτήν νόμον και τάξιν, τα οποία έχουν
πέρας. Και συ μεν φρονείς ότι την έζωσε, εγώ όμως σου λέγω ότι την
έσωσε. Και τόρα συ, φίλε Πρώταρχε, ποίαν γνώμην έχεις;

                                Πρώταρχος.
Είμαι πάρα πολύ σύμφωνος, καλέ Σωκράτη.

                                Σωκράτης.
Και λοιπόν τα τρία αυτά βεβαίως τα ανέπτυξα πλέον, εάν παρακολουθής το
νόημα.

                                Πρώταρχος.
Μάλιστα, νομίζω ότι σε εννοώ. Δηλαδή μου φαίνεται ότι πρώτον θεωρείς το
άπειρον, κατόπιν δε από αυτό δεύτερον το πέρας των όντων. Ως τρίτον
όμως δεν εννοώ τόσον καλά (!) ποιον θέλεις να ειπής.

                                Σωκράτης.
Δηλαδή, αξιοθαύμαστε φίλε, σε εζάλισε η πληθώρα της παραγωγής του
τρίτου είδους. Μολονότι και το άπειρον μας έδοσε πολλά είδη, αλλ' όμως
το επεσφραγίσαμεν με το γένος της αυξομειώσεως και μας εφάνη έν.

                                Πρώταρχος.
Αυτό είναι αληθές.

                                Σωκράτης.
Και βεβαίως το πέρας ούτε πολλά είδη περιείχε ούτε εφέραμεν δυσκολίαν
ότι δεν είναι εκ φύσεως έν.

                                Πρώταρχος.
Πώς ήτο δυνατόν να γίνη αυτό;

                                Σωκράτης.
Με κανένα τρόπον. Τόρα όμως δέξου ότι εγώ ως τρίτον εννοώ το εξής, το
οποίον παράγεται ολόκληρον από αυτά τα δύο, δηλαδή παραγωγήν εις την
ύπαρξιν από τα μέτρα τα κατασκευασμένα με πέρας.

                                Πρώταρχος.
Το ενόησα πλέον.

                                Σωκράτης.
Βεβαίως όμως είπαμεν τότε ότι πρέπει να εξετάσωμεν κάποιον τέταρτον
γένος. Και η εξέτασις είναι κοινή. Δηλαδή πρόσεξε αν παραδέχεσαι ότι
όλα τα παραγόμενα παράγονται από κάποιαν αιτίαν.

                                Πρώταρχος.
Παραδέχομαι. Διότι βεβαίως χωρίς αιτίαν πώς ήτο δυνατόν να παραχθούν;

                                Σωκράτης.
Αλλ' άραγε η φύσις του δημιουργικού δεν διαφέρει απλώς κατά το όνομα,
και επομένως δεν είναι ορθόν να θεωρούμεν έν πράγμα το παραγωγικόν και
το αίτιον ;

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά.

                                Σωκράτης.
Και βεβαίως πάλιν το κατασκευαζόμενον και το παραγόμενον διαφέρουν
απλώς ως προς το όνομα, καθώς τα προηγούμενα; πώς φρονείς ;

                                Πρώταρχος.
Καθώς το είπες.

                                Σωκράτης.
Και λοιπόν δεν προηγείται πάντοτε κατά φύσιν το παραγωγικόν, το δε
κατασκεύασμα παράγεται κατόπιν από εκείνο ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Επομένως δεν είναι άλλο και όχι το ίδιον πράγμα η αιτία με το έχον
υποδουλωμένην την παραγωγήν του εις την αιτίαν ;

                                Πρώταρχος.
Αμέ πώς αλλέως ;

                                Σωκράτης.
Επομένως όλα όσα παράγονται και τα παράγωγα αυτών δεν μας τα δίδουν
αυτά τα τρία γένη;

                                Πρώταρχος.
Πολύ μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Και επομένως το δημιουργικόν όλων αυτών, δηλαδή την αιτίαν, δεν την
θεωρούμεν ως τέταρτον, το οποίον εφάνη καθαρά ότι είναι διαφορετικόν
από εκείνα ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως εφάνη διαφορετικόν.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν τόρα είναι ορθόν, αφού εσαφηνίσαμεν το καθέν από αυτά τα
τέσσαρα, να τα μετρήσωμεν εις την σειράν χάριν απομνημονεύσεως.

                                Πρώταρχος.
Τι άλλο βεβαίως;

                                Σωκράτης.
Ως πρώτον λοιπόν θεωρώ το απέραντον, ως δεύτερον δε το πέρας, κατόπιν
από αυτά ως τρίτον την ανάμικτον και παραχθείσαν ύπαρξιν (πλάσιν). Όταν
δε προσθέσω ως τέταρτον την αιτίαν της αναμίξεως και γενέσεως, τάχα
έγκλημα θα κάμω;

                                Πρώταρχος.
Πώς είναι δυνατόν;

                                Σωκράτης.
Εμπρός λοιπόν, τόρα ας ιδούμεν τι ελέγαμεν και τι ζητούντες εφθάσαμεν
εις αυτά εδώ ; Μήπως ελέγαμεν το εξής ; Δηλαδή μήπως εξετάζαμεν αν τα
δευτερεία ανήκουν εις την ηδονήν ή εις την φρόνησιν; Ή όχι;

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως αυτό.

                                Σωκράτης.
Προς το παρόν λοιπόν, αφού αυτά τα εχωρίσαμεν ούτω πως, ίσως ημπορούμεν
πολύ καλά και να τελειώσωμεν την κρίσιν ποίον είναι πρώτον και ποίον
δεύτερον από αυτά 'που εφιλονικήσαμεν εξ αρχής.

                                Πρώταρχος.
Ίσως.

                                Σωκράτης.
Εμπρός λοιπόν. Βεβαίως εθεωρήσαμεν τον μικτόν βίον ως νικητήν της
ηδονής και της φρονήσεως. Είναι αληθές αυτό ;

                                Πρώταρχος.
Μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Αλλ' άραγε αυτόν τον βίον δεν τον βλέπομεν τι ποιότητα έχει και εις
ποίον γένος ανήκει ;

                                Πρώταρχος.
Πώς όχι ;

                                Σωκράτης.
Και νομίζω ότι θα τον θεωρήσωμεν ως μέρος του τρίτου γένους. Διότι
βεβαίως αυτό το γένος δεν είναι ανάμικτον από δύο μόνον, αλλά από όλα
ανεξαιρέτως τα απέραντα δεσμευμένα από το πέρας, επομένως πολύ ορθά
αυτός εδώ ο νικηφόρος βίος ημπορεί να θεωρηθή ως μέρος εκείνου.

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά βεβαίως.

                                Σωκράτης.
Έχει καλώς. Αλλά τώρα ο ιδικός σου βίος, καλέ Φίληβε, ο οποίος είναι
ηδονικός και αμιγής, εις ποίον γένος από όσα είπαμεν θα ήτο ορθόν να
καταταχθή; Πριν όμως να ειπής την γνώμην σου απάντησέ μου εις το εξής.

                                Φίληβος.
Λέγε και μη σε μέλει.

                                Σωκράτης.
Η ηδονή και η λύπη έχουν πέρας ή ανήκουν εις όσα δέχονται αυξομείωσιν ;

                                Φίληβος.
Ναι, ανήκουν εις τα αυξομειωτικά, φίλε Σωκράτη. Διότι βεβαίως δεν ήτο
δυνατόν η ηδονή να περικλείη παν αγαθόν, εάν δεν ήτο πλασμένη εκ φύσεως
απέραντος εις αριθμόν και αυξομείωσιν.

                                Σωκράτης.
Ούτε βεβαίως η λύπη, καλέ Φίληβε, θα περιέκλειε παν κακόν. Επομένως
άλλο τίποτε πρέπει να δεχθώμεν παρά ότι η φύσις του απείρου προσθέτει
εις τας ηδονάς κανέν μέρος από το αγαθόν. Και λοιπόν αυτό κατά την
γνώμην σου ας το κατατάξωμεν εις τα απέραντα. Αλλά την φρόνησιν και την
επιστήμην και τον νουν, εις ποίον από όσα είπαμεν προηγουμένως θα τα
κατατάξωμεν, καλέ Πρώταρχε και Φίληβε, χωρίς να διαπράξωμεν ασέβειαν;
Διότι δεν μου φαίνεται να είναι μικρός ο κίνδυνος να επιτύχωμεν ή όχι
ως προς τούτο το ζήτημά μας.

                                Φίληβος.
Καλέ Σωκράτη, συ καμαρόνεις τον θεόν που πιστεύεις.

                                Σωκράτης.
Βεβαίως, αλλά και συ, αγαπητέ μου, καμαρόνεις την ιδικήν σου θεότητα.
Και όμως πρέπει να απαντήσωμεν εις το ζήτημα οπωσδήποτε.

                                Πρώταρχος.
Πραγματικώς ορθώς ομιλεί, καλέ Φίληβε, ο Σωκράτης και πρέπει να τον
ακούσης.

                                Φίληβος.
Ναι, αλλά δεν εδέχθης συ, καλέ Πρώταρχε, να ομιλής εις την θέσιν μου ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα. Αλλά τώρα σχεδόν απορώ και δι' αυτό σε παρακαλώ, Σωκράτη
μου, ο ίδιος να μας οδηγής, διά να μην τύχη και αμαρτήσωμεν εις εσέ τον
πρωταγωνιστήν, εάν ομιλήσωμεν χωρίς αρμονίαν.

                                Σωκράτης.
Είναι ανάγκη να σε ακούσω, φίλε Πρώταρχε. Άλλως τε δεν επιβάλλεις κανέν
δύσκολον πράγμα. Αλλ' άραγε πραγματικώς εγώ σε ετρόμαξα με το καμάρωμά
μου αστειευόμενος, όταν σε ερώτησα εις ποίον γένος ανήκει ο νους και η
επιστήμη;

                                Πρώταρχος.
Ολοτελώς μάλιστα, Σωκράτη μου.

                                Σωκράτης.
Και όμως αυτό είναι πολύ εύκολον. Διότι όλοι οι σοφοί συμφωνούν,
βεβαίως διά να καμαρόνουν τον εαυτόν των, ότι ο νους είναι βασιλεύς
ημών εις τον ουρανόν και εις την γην. Και ίσως έχουν δίκαιον. Αλλά αν
αγαπάς ας εξετάσωμεν περισσότερον περί αυτού του γένους.

                                Πρώταρχος.
Λέγε πώς θέλεις χωρίς να στενοχωρήσαι διά την μακρολογίαν, Σωκράτη μου,
διότι δεν θα σε βαρεθούμεν.

                                Σωκράτης.
Καλά το είπες. Και ας αρχίσωμεν να ερωτώμεν από την αρχήν ως εξής.

                                Πρώταρχος.
Πώς ;

                                Σωκράτης.
Άραγε, καλέ Πρώταρχε, όλα τα υπάρχοντα και αυτό το οποίον ονομάζεται
σύμπαν πρέπει να δεχθώμεν ότι το διοικεί με τάξιν η άλογος και τυφλή
δύναμις και η τύχη, ή αντιθέτως, καθώς έλεγαν οι προγενέστεροί μας,
κάποιος νους και θαυμασία φρόνησις;

                                Πρώταρχος.
Δεν είναι το ίδιον, αξιοθαύμαστε Σωκράτη. Διότι αυτό που είπες πρώτα
μου φαίνεται ότι δεν είναι καν θεμιτόν. Το να λέγωμεν όμως ότι αυτά όλα
τα τακτοποιεί κάποιος νους και την μορφήν του κόσμου και του ηλίου και
της σελήνης και των αστέρων, και όλου του στερεώματος είναι ορθόν, και
δεν είναι δυνατόν ποτέ εγώ ούτε να ομιλώ ούτε να φρονώ αλλέως περί
αυτών.

                                Σωκράτης.
Θέλεις λοιπόν και ημείς να συμφωνήσωμεν με τα προηγούμενα και να
ειπούμεν ότι αυτά είναι αληθή, και να μη φρονούμεν μόνον ότι πρέπει να
λέγωμεν ξένας γνώμας χωρίς κίνδυνον, αλλά και να τρέξωμεν εις τον
κίνδυνον και εις την κατάκρισιν, όταν θελήση ένας τρομερός άνθρωπος να
ειπή ότι αυτά δεν είναι πλασμένα με αυτήν την τάξιν αλλά με αταξίαν;

                                Πρώταρχος.
Πώς δεν θα θελήσω ;

                                Σωκράτης.
Εμπρός λοιπόν πρόσεχε εις την έφοδον που μας κάμνει ο κατόπιν λόγος.

                                Πρώταρχος.
Λέγε και μη σε μέλει.

                                Σωκράτης.
Όσα περιστρέφονται εις την φύσιν των σωμάτων όλων των ζώων, καθώς το
πυρ και το ύδωρ και τον αέρα και την γην, τα βλέπομεν, καθώς λέγουν οι
ευρισκόμενοι μέσα εις τρικυμίαν, ότι υπάρχουν ως συστατικά αυτών.

                                Πρώταρχος.
Καλά μάλιστα τα βλέπομεν. Διότι βεβαίως μας παραδέρνει η αδιέξοδος αυτή
συζήτησίς μας.

                                Σωκράτης.
Εμπρός λοιπόν, δι' έκαστον συστατικόν του ατόμου μας δέξου το εξής.

                                Πρώταρχος.
Τι πράγμα;

                                Σωκράτης.
Ότι ολίγον μέρος από το καθέν από αυτά υπάρχει εντός μας και μηδαμινόν
και διόλου ποτέ καθάρειον ούτε που να έχη δύναμιν ανταξίαν με την φύσιν
του. Επί του ενός δε σκεπτόμενος εφάρμοζε το ίδιον εις όλα. Λόγου χάριν
πυρ βεβαίως υπάρχει και εντός μας, υπάρχει όμως και εις το σύμπαν.

                                Πρώταρχος.
Αμέ πώς αλλέως;

                                Σωκράτης.
Αλλ' άραγε δεν είναι ελάχιστον το εντός μας πυρ και ανίσχυρον και
μηδαμινόν, ενώ το πυρ του σύμπαντος είναι θαυμάσιον και διά την
πληθώραν και διά το κάλλος και δι' όλην του την δύναμιν όσην ημπορεί να
έχη το πυρ ;

                                Πρώταρχος.
Είναι πολύ αληθές αυτό που λέγεις.

                                Σωκράτης.
Και λοιπόν; Άραγε διατηρείται και παράγεται και εξαρτάται από αυτό το
ιδικόν μας το πυρ του σύμπαντος, ή αντιθέτως από εκείνο λαμβάνει αυτάς
τας ωφελείας και το ιδικόν μου και το ιδικόν σου και των άλλων ζώων το
πυρ ;

                                Πρώταρχος.
Εις αυτό που ερωτάς τόρα, δεν αξίζει ούτε να σου απαντήσω.

                                Σωκράτης.
Πολύ ορθά. Και βεβαίως τα ίδια, νομίζω, θα απαντήσης και διά το χώμα το
οποίον υπάρχει εις τα ζώα και εις το σύμπαν, και εν γένει δι' όλα τα
άλλα στοιχεία, όσα σε ηρώτησα ολίγον προηγουμένως, τα ίδια θα
απαντήσης.

                                Πρώταρχος.
Και ποίος δηλαδή αν απαντήση αλλέως ημπορεί να νομισθή υγιής ;

                                Σωκράτης.
Σχεδόν κανείς απολύτως. Αλλά τόρα πρόσεχε και το κατόπιν. Δηλαδή όλα
αυτά όσα είπαμεν προηγουμένως δεν τα ωνομάσαμεν σώματα, διότι τα
είδαμεν να αποτελούν εν όλον ;

                                Πρώταρχος.
Τι άλλο βεβαίως ;

                                Σωκράτης.
Το ίδιον λοιπόν υπόθεσε και δι' αυτό το οποίον ονομάζομεν κόσμον.
Δηλαδή και αυτός διά τον ίδιον λόγον θα είναι έν σώμα, το οποίον
αποτελείται από αυτά τα ίδια.

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά ομιλείς.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν άραγε από αυτό το σώμα τρέφεται και το ιδικόν μας σώμα και
λαμβάνει όσας ωφελείας είπαμεν προ ολίγου περί αυτών, ή από το ιδικόν
μας τρέφεται τούτο ;

                                Πρώταρχος.
Και αυτό πάλιν, καλέ Σωκράτη, δεν άξιζε και να το ερωτήσης.

                                Σωκράτης.
Αλλά τόρα; Τούτο άραγε αξίζει να το ερωτήσω ; Ή τι θα απαντήσης ;

                                Πρώταρχος.
Λέγε τι πράγμα ;

Σωκράτη.
Άραγε το ιδικόν μας σώμα δεν θα δεχθώμεν ότι έχει ψυχήν;

                                Πρώταρχος.
Είναι προφανές ότι θα δεχθώμεν.

                                Σωκράτης.
Από πού την έλαβε, καλέ Πρώταρχε, εάν βεβαίως το σώμα του σύμπαντος δεν
ήτο έμψυχον, και αν δεν είχε τα ίδια πλεονεκτήματα με τούτο και άλλα
ακόμη καθ' όλα λαμπρότερα ;

                                Πρώταρχος.
Είναι προφανές ότι από κανέν άλλο μέρος δεν τα έλαβε, Σωκράτη μου.

                                Σωκράτης.
Και βεβαίως, φίλε Πρώταρχε, δεν θα φαντασθώμεν ποτέ από τα τέσσαρα
εκείνα γένη, δηλαδή το πέρας και το άπειρον και το κοινόν γένος και την
αιτίαν, η οποία εις όλα υπάρχει ως τέταρτον, ότι η τελευταία αυτή μέσα
εις ημάς μεν δίδει ψυχήν και εμφυσά σωμασκίαν, και όταν σφάλλη το σώμα
το ιατρεύει και άλλοτε άλλα στοιχεία συνθέτει και επισκευάζει, και δι'
αυτό ονομάζεται τελεία και πολυποίκιλος σοφία, ενώ όμως αυτά τα ίδια
υπάρχουν εις ολόκληρον τον ουρανόν και εις μεγάλας δόσεις, και εκτός
τούτου ωραία και καθάρεια, τάχα μέσα εις αυτά δεν εμηχανουργήθη η φύσις
των ωραιοτέρων και τιμαλφεστέρων ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως αυτό δεν ημπορεί με κανένα τρόπον να είναι λογικόν.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν, αφού αυτό δεν είναι λογικόν, δεν θα ήτο καλλίτερον να
ακολουθήσωμεν εκείνον τον διισχυρισμόν και να ειπούμεν ότι υπάρχουν
αυτά τα οποία επανελάβαμεν πολλάκις, δηλαδή άπειρον εις το σύμπαν πολύ,
και πέρας άφθονον και κάποια αιτία εκτός αυτών όχι μηδαμινή, η οποία
τακτοποιεί τα έτη και τας ώρας και τους μήνας, και η οποία είναι πολύ
δίκαιον να ονομασθή σοφία και νους ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως είναι δίκαιον.

                                Σωκράτης.
Η σοφία όμως και ο νους δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν ποτέ χωρίς ψυχήν.

                                Πρώταρχος.
Όχι βεβαίως.

                                Σωκράτης.
Τότε λοιπόν δεν πρέπει να δεχθώμεν ότι εις μεν την φύσιν του Διός
υπάρχει βασιλική ψυχή και βασιλικός νους με την δύναμιν της αιτίας, εις
άλλα δε υπάρχουν άλλα καλά, καθώς ευχαριστούνται να ονομάζονται έκαστα
;

                                Πρώταρχος.
Πολύ μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Μη τυχόν λοιπόν νομίσης, φίλε Πρώταρχε, ότι αυτόν τον λόγον τον είπαμεν
εις μάτην, αλλά είναι σύμμαχος με τους παλαιούς, οι οποίοι
εγνωμοδότησαν ότι πάντοτε ο νους εξουσιάζει το σύμπαν.

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως είναι.

                                Σωκράτης.
Εις δε την ιδικήν μου έρευναν επρομήθευσε απάντησιν, ότι δηλαδή ο νους
ανήκει εις εκείνο το γένος από τα τέσσαρα, το οποίον είπαμεν ότι είναι
αιτία όλων των πραγμάτων, και από τα οποία έν ήτο αυτή. Δηλαδή τώρα
πλέον επήρες την απάντησίν μας.

                                Πρώταρχος.
Την επήρα και είναι πολύ ικανοποιητική, αν και δεν σε αντελήφθην πότε
μου απήντησες.

                                Σωκράτης.
Βεβαίως, καλέ Πρώταρχε, η αστειότης χρησιμεύει ως ανάπαυλα εις την
σπουδήν.

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά ομιλείς.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν, αγαπητέ μου, ο νους εις ποίον γένος ανήκει και ποίαν δύναμιν
έχει, σχεδόν αρκετά καλά το εξηγήσαμεν προς το παρόν.

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Αλλά και της ηδονής το γένος επίσης προ πολλού εξηγήθη.

                                Πρώταρχος.
Πολύ μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν ας ενθυμούμεθα καλώς και τα εξής περί αυτών των δύο, ότι δηλαδή
ο μεν νους είναι συγγενής με την αιτίαν και σχεδόν από το ίδιον γένος,
η δε ηδονή είναι και η ιδία απέραντος και ανήκει εις το γένος το οποίον
δεν έχει ούτε θα έχη ποτέ του ούτε αρχήν ούτε μέσον ούτε τέλος μόνον
του.

                                Πρώταρχος.
Θα το ενθυμούμεθα καλώς. Πώς όχι;

                                Σωκράτης.
Τόρα λοιπόν πλέον πρέπει ημείς να προσέξωμεν, εις ποίον πράγμα υπάρχει
το καθέν από αυτά και από ποίον πάθημα συμβαίνει, όταν συμβαίνη. Και
πρώτον διά την ηδονήν, καθώς εβασανίσαμεν προηγουμένως το ιδικόν της
γένος, ομοίως ας ερευνήσωμεν και αυτά προτίτερα. Εξ άλλου χωρίς λύπην
δεν θα ημπορούσαμεν να βασανίσωμεν τελείως την ηδονήν.

                                Πρώταρχος.
Αν βεβαίως είναι ανάγκη να βαδίσωμεν με αυτόν τον δρόμον, ας βαδίσωμεν.

                                Σωκράτης.
Αλλ' άραγε και συ φρονείς ό,τι και εγώ ως προς την γένεσιν αυτών ;

                                Πρώταρχος.
Τι πράγμα ;

                                Σωκράτης.
Εις εμέ φαίνεται ότι κατά φύσιν η λύπη και η ηδονή ανήκουν εις το
κοινόν γένος.

                                Πρώταρχος.
Αλλά, φίλε Σωκράτη, υπενθύμισέ μας ποίον θέλεις να ειπής κοινόν από τα
γένη τα οποία είπαμεν προηγουμένως;

                                Σωκράτης.
Αυτό θα το εκτελέσω όσον ημπορώ, αξιοθαύμαστε φίλε.

                                Πρώταρχος.
Καλά το είπες.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν ως κοινόν ας αναγνωρίζωμεν εκείνο ακριβώς από τα τέσσαρα, τα
οποία το ελέγαμεν τρίτον.

                                Πρώταρχος.
Αυτό που ανέφερες κατόπιν από το άπειρον και το πέρας, εις το οποίον
κατέτασσες την υγείαν, και νομίζω και την αρμονίαν ;

                                Σωκράτης.
Έξοχα μου απήντησες. Τόρα όμως πλέον πρόσεχε όσον ημπορείς
περισσότερον.

                                Πρώταρχος.
Λέγε και μη σε μέλει.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν σου λέγω ότι, όταν μεν λύεται η αρμονία μέσα εις ημάς και όλα τα
ζώα, συγχρόνως λύεται η φυσική μας κατάστασις και εις τον χρόνον αυτόν
γεννώνται πόνοι.

                                Πρώταρχος.
Πολύ πειστικώς ομιλείς.

                                Σωκράτης.
Όταν δε πάλιν επανέλθη η αρμονία εις την φυσικήν της κατάστασιν, πρέπει
να ειπούμεν ότι γεννάται ηδονή, προκειμένου να απαντήσωμεν με ολίγας
λέξεις το ταχύτερον διά πολύ σπουδαία πράγματα.

                                Πρώταρχος.
Νομίζω μεν, καλέ Σωκράτη, ότι ομιλείς ορθώς, αλλά ας προσπαθήσωμεν να
τα είπουμεν αναμεταξύ μας σαφέστερον.

                                Σωκράτης.
Τότε λοιπόν δεν είναι ακοπώτερον να εννοήσωμεν καλώς τα κοινολογούμενα
εκείνα και πασίγνωστα ;

                                Πρώταρχος.
Ποία ;

                                Σωκράτης.
Η πείνα, ως γνωστόν, δεν είναι λύσις και λύπη ;

                                Πρώταρχος.
Μάλιστα.

                                Σωκράτης. I
Το δε φαγητόν, το οποίον είναι κορεσμός, δεν είναι ηδονή ;

                                Πρώταρχος.
Ναι.

                                Σωκράτης.
Αλλά πάλιν η δίψα δεν είναι φθορά και λύπη και λύσις, και δεν είναι
ηδονή η δύναμις της υγρασίας, η οποία αναπληρόνει το αποξηραμμένον; Η
δε παρά φύσιν πάλιν έκκρισις και διάλυσις, τα οποία είναι παθήματα του
καύσωνος, δεν είναι λύπη, και η κατά φύσιν ανταπόδοσις και δρόσισις δεν
είναι ηδονή ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Και εις το κρύον η μεν παρά την φύσιν του ζώου πήξις της υγρότητος δεν
είναι λύπη ; Όταν δε πάλιν επιστρέψουν εις την πρώτην κατάστασιν και
χωρισθούν, η φυσική αποκατάστασις δεν είναι ηδονή ; Και με μίαν λέξιν
πρόσεξε αν σου φαίνεται μετρημένος ο λόγος ο οποίος λέγει ότι το
έμψυχον είδος το οποίον παράγεται κατά φύσιν από το άπειρον και από το
πέρας, το οποίον ανέφερα προηγουμένως, οσάκις μεν αυτό φθείρεται, η μεν
φθορά του είναι λύπη, η δε επάνοδος εις την ιδικήν του κατάστασιν πάλιν
είναι η καθολική ηδονή όλων.

                                Πρώταρχος.
Παραδέχομαι. Δηλαδή μου φαίνεται ότι το πράγμα έλαβε κάποιαν
διατύπωσιν.

                                Σωκράτης.
Αυτό λοιπόν θέλεις να το θεωρήσωμεν ως έν είδος της λύπης και της
ηδονής μέσα εις το καθέν από αυτά τα δύο παθήματα ;

                                Πρώταρχος.
Το παραδέχομαι.

                                Σωκράτης.
Θεώρησε λοιπόν της ιδίας ψυχής την προσδοκίαν εις το διάστημα αυτών των
παθημάτων, ότι ως ελπίς μεν προ των ηδονικών είναι ηδονική και
ενθαρρυντική, ως πρόβλεψις όμως των λυπηρών είναι φοβιστική και
αλγεινή.

                                Πρώταρχος.
Δηλαδή βεβαίως είναι διάφορον αυτό το είδος της ηδονής, το οποίον
παράγεται χωρίς το σώμα με μόνην την προσδοκίαν της ψυχής.

                                Σωκράτης.
Καλά με επρόλαβες. Διότι εις αυτά ίσως, κατά την γνώμην μου
τουλάχιστον, επειδή παράγεται καθάρειον, καθώς φαίνεται, και αμιγές
έκαστον είδος της λύπης και της ηδονής, θα γίνη φανερόν περί της
ηδονής, άραγε ολόκληρον το γένος της είναι προτιμητέον, ή το μεν
προτιμητέον πρέπει να το αποδώσωμεν εις κάποιον άλλο από τα γένη που
είπαμεν προηγουμένως, την δε ηδονήν και λύπην, καθώς το θερμόν και το
ψυχρόν και όλα τα παρόμοια, άλλοτε να τα προτιμώμεν και άλλοτε όχι,
διότι αγαθά μεν δεν είναι, κάποτε όμως μερικά δέχονται την φύσιν των
αγαθών.

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά ομιλείς, ότι κατά τοιούτον κάπως τρόπον πρέπει να ερευνήσωμεν
το ζήτημά μας τούτο.

                                Σωκράτης.
Πρώτον λοιπόν ας προσέξωμεν μαζί εις το εξής. Δηλαδή, αν είναι
πραγματικώς ορθόν αυτό που είπαμεν τότε, ότι, όταν μεν φθείρωνται αυτά,
παράγεται πόνος, όταν δε ανακτώνται, παράγεται ηδονή, τότε ας σκεφθώμεν
διά τα μήτε φθειρόμενα μήτε ανακτώμενα, ποίου είδους διάθεσις θα υπάρχη
κατ' ανάγκην εις τα ζώα, όταν συμβαίνουν αυτά. Πρόσεξε όμως καλά τι θα
απαντήσης. Άραγε δεν είναι πολύ λογικόν εις αυτό το διάστημα
οποιονδήποτε ζώον ούτε να λυπήται ούτε να ευφραίνεται ούτε πολύ ούτε
ολίγον ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως είναι λογικόν.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν τόρα δεν παρουσιάζεται κάποια τρίτη διάθεσις έξω από την
διάθεσιν του ευφραινομένου και του λυπουμένου ;

                                Πρώταρχος.
Αμέ πώς αλλέως ;

                                Σωκράτης.
Εμπρός λοιπόν τόρα προσπάθησε να την ενθυμήσαι αυτήν. Διότι, διά να
κρίνωμεν την ηδονήν, δεν έχει μικράν σημασίαν το να ενθυμούμεθα αυτήν ή
όχι. Και αν αγαπάς, ας τελειώνωμεν μίαν σύντομον εξέτασιν δι' αυτήν.

                                Πρώταρχος.
Λέγε ποίαν.

                                Σωκράτης.
Όστις προτιμήση τον βίον της φρονήσεως, γνωρίζεις ότι δεν υπάρχει κανέν
εμπόδιον να μη ζη κατ' αυτόν τον τρόπον;

                                Πρώταρχος.
Μήπως εννοείς βίον χωρίς χαράν και λύπην ;

                                Σωκράτης.
Δηλαδή βεβαίως είπαμεν τότε, όταν εσυγκρίναμεν τους βίους, ότι δεν
είναι ανάγκη να χαίρη ούτε πολύ ούτε ολίγον όστις προτιμήση τον βίον
της φρονήσεως.

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα το είπαμεν αυτό.

                                Σωκράτης.
Τότε λοιπόν βεβαίως αυτά πρέπει να υπάρχουν εις εκείνον. Και ίσως δεν
είναι διόλου παράδοξον, αν αυτός είναι ο αρμοδιώτερος διά τους θεούς
από όλους τους βίους.

                                Πρώταρχος.
Τουλάχιστον δεν είναι λογικόν βεβαίως ούτε να χαίρουν οι θεοί ούτε
αντιθέτως.

                                Σωκράτης.
Βεβαίως δεν είναι λογικόν. Τουλάχιστον θα ήτο άσχημον, οποιονδήποτε και
αν συνέβαινε από αυτά. Αλλά αυτό μεν βεβαίως και κατόπιν πάλιν θα το
εξετάσωμεν, όταν συμπέση ο λόγος περί αυτού, και θα παραχωρήσωμεν τον
νουν εις τα δευτερεία, εάν δεν ημπορούμεν να τον κατατάξωμεν εις τα
πρωτεία.

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά ομιλείς.

                                Σωκράτης.
Τόρα όμως το άλλο είδος των ηδονών, που είπαμεν ότι ανήκει μόνον εις
την ψυχήν, με την μνήμην παράγεται ολόκληρον.

                                Πρώταρχος.
Πώς;

                                Σωκράτης.
Καθώς φαίνεται, πρέπει πρώτον να εξετάσωμεν τι είναι μνήμη και
πλησιάζει να είναι πάλιν προηγούμενον από την μνήμην η αίσθησις, εάν
θέλωμεν να εξηγήσωμεν καλώς τα ζητήματα αυτά.

                                Πρώταρχος.
Πώς εννοείς ;

                                Σωκράτης.
Δέξου ότι άλλα μεν από τα παθήματα που συμβαίνουν εις το σώμα μας
σβύνονται μέσα εις το σώμα πριν εισχωρήσουν εις την ψυχήν μας, και
αφήνουν εκείνην απαθή, άλλα δε διαπερνούν και τα δύο και προξενούν κάτι
τι ωσάν σεισμόν και χωριστά εις έκαστον και κοινόν.

                                Πρώταρχος.
Δέχομαι.

[Σωκράτης]
Λοιπόν όσα μεν δεν διέρχονται και τα δύο, εάν ειπούμεν ότι διαφεύγουν
την ψυχήν μας, όσα δε διέρχονται και τα δύο, εάν ειπούμεν ότι δεν την
διαφεύγουν, άραγε δεν θα ειπούμεν πολύ ορθά ;

                                Πρώταρχος.
Πώς όχι ;

                                Σωκράτης.
Λοιπόν το να διαφεύγουν μην το θεωρήσης ότι το εννοώ ως παραγωγήν λήθης
εδώ. Διότι η λήθη είναι φυγή της μνήμης. Αλλά επί του προκειμένου
τοιαύτη μνήμη δεν παρήχθη ακόμη. Και δι' ό,τι δεν υπάρχει ούτε παρήχθη
ακόμη, βεβαίως είναι παράλογον να δεχθώμεν αποβολήν. Δεν είναι έτσι ;

                                Πρώταρχος.
Αμέ πώς αλλέως ;

                                Σωκράτης.
Λοιπόν τα ονόματα άλλαξε μόνον.

                                Πρώταρχος.
Πώς ;

                                Σωκράτης.
Αντί της αποχής της ψυχής, όταν αυτή μένη απαθής από τους σεισμούς του
σώματος, την οποίαν τόρα την ονομάζεις λήθην, ονόμασε την αναισθησίαν.

                                Πρώταρχος.
Το ενόησα πλέον.

                                Σωκράτης.
Το να κινήται όμως η ψυχή και το σώμα με έν πάθος, το οποίον συμβαίνει
κοινώς εις αυτά, αν πάλιν αυτήν την κίνησιν την ονομάσης αίσθησιν, δεν
θα ομιλήσης απρεπώς.

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά ομιλείς.

                                Σωκράτης.
Επί τέλους λοιπόν ενοήσαμεν άραγε τι θέλομεν να ονομάζωμεν την
αίσθησιν;

                                Πρώταρχος.
Αμέ τι;

                                Σωκράτης.
Λοιπόν, εάν ονομάση κανείς την μνήμην διάσωσιν της αισθήσεως, θα ωμίλει
ορθώς κατά την γνώμην μου τουλάχιστον.

                                Πρώταρχος.
Και βέβαια ορθώς.

                                Σωκράτης.
Από την μνήμην όμως άραγε δεν θεωρούμεν διαφορετικήν την ανάμνησιν ;

                                Πρώταρχος.
Ίσως.

                                Σωκράτης.
Αλλ' άραγε δεν την θεωρούμεν ως εξής;

                                Πρώταρχος.
Πώς δηλαδή ;

                                Σωκράτης.
Όταν η ψυχή, όσα άλλοτε έπασχε μαζί με το σώμα, τόρα μόνη της όσον
είναι δυνατόν χωρίς το σώμα τα συλλαμβάνει πάλιν, τότε λέγομεν, νομίζω,
ότι τα αναμιμνήσκεται. Δεν είναι έτσι;

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Αλλ' επίσης και όταν χάση την μνήμην είτε της αισθήσεως είτε της
μαθήσεως και πάλιν αναπολήση αυτήν μόνη της εντός της, και αυτά όλα τα
ελέγαμεν, νομίζω, είδη αναμνήσεως και μνήμης.

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά ομιλείς.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν ο λόγος, διά τον οποίον ελέχθησαν όλα αυτά, είναι ο εξής.

                                Πρώταρχος.
Ποίος;

                                Σωκράτης.
Διά να συλλάβωμεν όσον το δυνατόν καθαρώτερα την ηδονήν της ψυχής
χωριστά από το σώμα, και συγχρόνως και την επιθυμίαν. Διότι φαίνεται
ότι αυταί και αι δύο με αυτά κάπως φανερόνονται.

                                Πρώταρχος.
Τότε λοιπόν, καλέ Σωκράτη, ας ομιλήσωμεν διά τα κατόπιν.

                                Σωκράτης.
Βεβαίως πρέπει, καθώς φαίνεται, να συζητήσωμεν πολύ εξετάζοντες την
γένεσιν της ηδονής και όλην την μορφήν αυτής. Μάλιστα και τόρα ακόμη
φαίνεται ότι πρέπει πρώτον να εννοήσωμεν τι είναι η επιθυμία και πού
παράγεται.

                                Πρώταρχος.
Τότε λοιπόν ας εξετάσωμεν. Διότι δεν θα χάσωμεν τίποτε.

                                Σωκράτης.
Βεβαίως θα χάσωμεν, καλέ Πρώταρχε, και μάλιστα, αν εύρωμεν αυτό που
ζητούμεν, θα χάσωμεν την αμφιβολίαν μας ως προς αυτό.

                                Πρώταρχος.
Καλά μου τα εκατάφερες. Και λοιπόν το κατόπιν τούτων ας προσπαθήσωμεν
να συζητήσωμεν.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν προ ολίγου δεν είπαμεν ότι η πείνα και η δίψα και πολλά άλλα
παρόμοια είναι είδη επιθυμιών ;

                                Πρώταρχος.
Πάρα πολύ μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Αλλ' άραγε εις ποίαν ταυτότητα αποβλέποντες τα ονομάζομεν αυτά με έν
όνομα, ενώ είναι διαφορετικά ;

                                Πρώταρχος.
Μα τον Δία ίσως, Σωκράτη μου, δεν είναι εύκολον να το ειπή κανείς, όμως
πρέπει να το ειπούμεν.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν από εκείνο το μέρος και από τα ίδια ας αρχίσωμεν πάλιν.

                                Πρώταρχος.
Από που λοιπόν ;

                                Σωκράτης.
Λέγομεν, νομίζω, κάθε φοράν ότι κάποιον πράγμα έχει δίψαν;

                                Πρώταρχος.
Και πώς όχι;

                                Σωκράτης.
Τούτο δε δεν σημαίνει ότι είναι κενόν;

                                Πρώταρχος.
Αμέ τι ;

                                Σωκράτης.
Αλλ' άραγε μήπως η δίψα δεν είναι επιθυμία ;

                                Πρώταρχος.
Ναι, και μάλιστα επιθυμία ποτού.

                                Σωκράτης.
Ποτού, ή αναπληρώσεως ποτού;

                                Πρώταρχος.
Νομίζω, της αναπληρώσεως.

                                Σωκράτης.
Επομένως όστις από ημάς μένει κενός, καθώς φαίνεται, επιθυμεί το
αντίθετον από ό,τι πάσχει. Δηλαδή, όταν είναι κενός, επιθυμεί να
γεμισθή.

                                Πρώταρχος.
Πολύ φανερά μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Και λοιπόν ; Όστις πρώτην φοράν μένει κενός είναι δυνατόν από κανέν
μέρος είτε με την αίσθησιν είτε με την μνήμην να συλλάβη την
αναπλήρωσιν εκείνου, το οποίον ούτε εις το παρόν πάσχει ούτε άλλοτε
έπαθε εις το παρελθόν ;

                                Πρώταρχος.
Πώς είναι ποτέ δυνατόν ;

                                Σωκράτης.
Και όμως όστις επιθυμεί είπαμεν ότι κάτι επιθυμεί.

                                Πρώταρχος.
Πώς όχι;

                                Σωκράτης.
Αλλά δεν επιθυμεί αυτό το οποίον πάσχει. Διότι διψά, αυτό δε είναι
κένωσις. Αυτός όμως επιθυμεί αναπλήρωσιν.

                                Πρώταρχος.
Μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Επομένως κάποιον από τα μέρη του διψώντος θα συλλαμβάνη την
αναπλήρωσιν.

                                Πρώταρχος.
Εξ ανάγκης.

                                Σωκράτης.
Και βεβαίως το σώμα του δεν είναι δυνατόν να συλλαμβάνη αυτήν, διότι
βεβαίως γίνεται κενόν.

                                Πρώταρχος.
Μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Άρα υπολείπεται να συλλαμβάνη την αναπλήρωσιν η ψυχή, και βεβαίως με
την μνήμην. Διότι με τι άλλο θα ήτο δυνατόν να συλλάβη αυτήν;

                                Πρώταρχος.
Σχεδόν με τίποτε άλλο.

                                Σωκράτης.
Εννοούμεν λοιπόν τόρα τι εξάγεται από αυτήν την συζήτησιν ;

                                Πρώταρχος.
Τι πράγμα ;

                                Σωκράτης.
Αυτή η συζήτησις δεν παραδέχεται ότι είναι δυνατόν να υπάρχη επιθυμία
σωματική.

                                Πρώταρχος.
Πώς ;

                                Σωκράτης.
Διότι καταγγέλλει ότι είναι αντίθετος η επιχείρησις παντός ζώου προς τα
πάθη του σώματος.

                                Πρώταρχος.
Πολύ μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Αφού δε η επιθυμία τα οδηγεί εις το αντίθετον από τα πάθη των, βεβαίως
σημαίνει ότι υπάρχει μνήμη των αντιθέτων προς τα πάθη.

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Επομένως ο λόγος μας απέδειξε ότι η μνήμη οδηγεί εις τα επιθυμητά, και
αποδεικνύει ότι αυτή είναι όλης της ψυχής και ορμή και επιθυμία και
αρχή ολοκλήρου του ζώου.

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά.

                                Σωκράτης.
Επομένως με κανένα τρόπον δεν υπερισχύει ο λόγος ότι το σώμα αισθάνεται
ή πείναν ή κανέν άλλο παρόμοιον πάθημα.

                                Πρώταρχος.
Αυτό είναι αληθέστατον.

                                Σωκράτης.
Ακόμη λοιπόν ας προσέξωμεν και εις το εξής ως προς αυτά τα ίδια.
Δηλαδή, όταν περιστρεφώμεθα εις αυτά τα ίδια ζητήματα, θέλομεν να
δείξωμεν έν ιδιαίτερον είδος βίου.

                                Πρώταρχος.
Εις ποία και ποίον βίον εννοείς ;

                                Σωκράτης.
Εις την αναπλήρωσιν και κένωσιν και όλα όσα συντελούν εις την σωτηρίαν
και την καταστροφήν των ζώων, και εάν κανείς από ημάς ευρισκόμενος εις
έκαστον από αυτά τα δύο παθήματα άλλοτε πονή και άλλοτε ευχαριστήται
από τας μεταβολάς.

                                Πρώταρχος.
Αυτό είναι αληθές.

                                Σωκράτης.
Τι θα ειπούμεν όμως, όταν ευρίσκεται εις το μέσον αυτών ;

                                Πρώταρχος.
Πώς γίνεται εις το μέσον;

                                Σωκράτης.
Όταν από μεν το πάθημα πονή, ενθυμήται όμως τα ηδονικά, τα οποία εάν
ήρχοντο, θα έπαυαν οι πόνοι του, και όμως ακόμη δεν λαμβάνη την
αναπλήρωσιν. Τότε τι θα ειπούμεν ; θα ειπούμεν ότι είναι ή δεν είναι
εις το μέσον των παθημάτων ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως θα ειπούμεν.

                                Σωκράτης.
Πώς άραγε ; Ότι εντελώς πονεί, ή εντελώς ευχαριστείται;

                                Πρώταρχος.
Όχι μα τον Δία, αλλά κάπως με διπλήν λύπην ότι λυπείται, εις το σώμα
μεν από το πάθημά του, εις την ψυχήν δε διότι
λαχταρά από την προσδοκίαν.

                                Σωκράτης.
Πώς εννοείς, καλέ Πρώταρχε, την διπλήν λύπην; Άραγε δεν συμβαίνει
κάποτε κανείς από ημάς να είναι κενός και να φθάση εις την ελπίδα της
αναπληρώσεως, άλλοτε δε αντιθέτως να ευρίσκεται εις απελπισίαν ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Άραγε λοιπόν, εάν μεν ελπίζη να αναπληρωθή, δεν σου φαίνεται ότι
ευχαριστείται από την ανάμνησιν, συγχρόνως όμως επειδή είναι κενός κατά
το ίδιον διάστημα πονεί ;

                                Πρώταρχος.
Αυτό είναι λογικόν.

                                Σωκράτης.
Επομένως τότε και ο άνθρωπος και τα άλλα ζώα λυπούνται και
ευχαριστούνται συγχρόνως.

                                Πρώταρχος.
Σχεδόν.

                                Σωκράτης.
Τι συμβαίνει όμως, όταν, ενώ είναι κενός, δεν έχη ελπίδα αναπληρώσεως ;
Άραγε τότε δεν συμβαίνει το διπλάσιον πάθημα της λύπης, το οποίον συ
προ ολίγου ενόησες και ενόμισες ότι είναι γενικώς διπλούν ;

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά, Σωκράτη μου.

                                Σωκράτης.
Εις αυτήν λοιπόν την εξέτασιν αυτών των παθημάτων θα μεταχειρισθούμεν
το εξής :

                                Πρώταρχος.
Ποίον ;

                                Σωκράτης.
Δηλαδή άραγε αληθείς θα τας ονομάσωμεν αυτάς τας λύπας και τας ηδονάς ή
ψευδείς ; Ή μερικάς μεν αληθείς, άλλας όμως όχι;

                                Πρώταρχος.
Πώς είναι δυνατόν, καλέ Σωκράτη, να υπάρχουν ψευδείς ηδοναί ή λύπαι;

                                Σωκράτης.
Αλλά πώς υπάρχουν, καλέ Πρώταρχε, φόβοι αληθείς ή ψευδείς, ή προσδοκίαι
αληθείς ή όχι, ή γνώμαι αληθείς ή ψευδείς ;

                                Πρώταρχος.
Όσον δια τας γνώμας εγώ τουλάχιστον ημπορώ να τας παραδεχθώ, αυτά όμως
τα άλλα δεν ημπορώ.

                                Σωκράτης.
Πώς το είπες; Πραγματικώς πλησιάζομεν να στήσωμεν όχι πολύ μηδαμινόν
ζήτημα.

Πρώταρχε.
Λέγεις την αλήθειαν.

Σωκράτης
Ναι, αλλά πρέπει, καλό παιδί, που έχεις εκείνον τον καλόν πατέρα, να
προσέξωμεν αν θα είναι αρμόδιος.

                                Πρώταρχος. Ίσως χρειάζεται αυτό τουλάχιστον.

                                Σωκράτης.
Επομένως πρέπει να αφήσωμεν τας άλλας πολυλογίας ή και οτιδήποτε
λέγεται έξω από το πρέπον.

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά.

                                Σωκράτης.
Λέγε μου λοιπόν. Διότι εμέ τουλάχιστον με κατέλαβε θαυμασμός διαρκής
εις την ζωήν μου διά τα προβλήματα τα οποία εθέσαμεν τόρα δα.

                                Πρώταρχος.
Πώς εννοείς λοιπόν;

                                Σωκράτης.
Είπες ότι δεν υπάρχουν ηδοναί ψευδείς και αληθείς ;

                                Πρώταρχος.
Πώς είναι δυνατόν βεβαίως να υπάρχουν ;

                                Σωκράτης.
Ούτε λοιπόν εις τον ύπνον ούτε εις τον ξύπνον, καθώς φρονείς, ούτε μέσα
εις τα διάφορα είδη της μανίας και της παραφροσύνης δεν υπάρχει κανείς
ο οποίος κάποτε νομίζει μεν ότι χαίρει, δεν χαίρει όμως διόλου, ούτε ο
οποίος νομίζει ότι λυπείται, δεν λυπείται όμως πραγματικώς ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως, καλέ Σωκράτη, όλοι αυτήν την γνώμην έχομεν δι' αυτά.

                                Σωκράτης.
Ναι, αλλά είναι άραγε ορθή ; Ή πρέπει να εξετάσωμεν αν λέγονται ορθώς ή
όχι;

                                Πρώταρχος.
Πρέπει να εξετάσωμεν, καθώς εγώ τουλάχιστον νομίζω.

                                Σωκράτης.
Τότε λοιπόν ας ορίσωμεν καθαρώτερα αυτό το οποίον λέγομεν
τόρα περί της ηδονής και της γνώμης. Δηλαδή είναι αληθές ημείς ότι
έχομεν κάπως μίαν γνώμην ;

                                Πρώταρχος.
Μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Και ότι αισθανόμεθα ηδονάς ;

                                Πρώταρχος.
Επίσης.

                                Σωκράτης.
Αλλά και το αντικείμενον της γνώμης μας δεν είναι κάτι τι;

                                Πρώταρχος.
Πώς όχι ;

                                Σωκράτης.
Και το ελατήριον δια το οποίον ευχαριστείται όστις ευχαριστείται ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Τότε λοιπόν όστις έχει μίαν γνώμην, είτε είναι ορθή είτε όχι, δεν χάνει
ποτέ βεβαίως την πραγματικότητα της γνώμης του.

                                Πρώταρχος.
Πώς είναι δυνατόν βεβαίως ;

                                Σωκράτης.
Και όστις αισθάνεται ηδονήν, είτε είναι ορθή είτε όχι, είναι φανερόν
ότι ποτέ δεν θα χάση την πραγματικότητα της ηδονής.

                                Πρώταρχος.
Μάλιστα και αυτό είναι ορθόν.

                                Σωκράτης.
Με ποίον τρόπον λοιπόν η μεν γνώμη μας συνηθίζει να είναι και ψευδής
και αληθής, η ηδονή όμως μόνον αληθής είναι, ενώ μας εδόθη εκ φύσεως
και να φρονούμεν και να τερπώμεθα πραγματικώς και εις τας δύο
περιπτώσεις;

                                Πρώταρχος.
Αυτό πρέπει να το εξετάσωμεν.

                                Σωκράτης.
Άραγε, επειδή εις την γνώμην ακολουθεί το ψεύδος και η αλήθεια, και ως
εκ τούτου δεν υπάρχει απλώς γνώμη αλλά συγχρόνως γνώμη κάποιου είδους,
δια τούτο λέγεις ότι πρέπει να εξετάσωμεν ;

                                Πρώταρχος.
Μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Ακόμη δε άραγε πρέπει να συμφωνήσωμεν αν κατ' αρχήν εκείνα μεν έχουν
κάποιαν ποιότητα, η ηδονή όμως και η λύπη είναι ό,τι είναι, και δεν
έχουν καμμίαν ποιότητα;

                                Πρώταρχος.
Αυτό είναι προφανές.

                                Σωκράτης.
Αλλ' αυτό δεν είναι διόλου δύσκολον να το εννοήσωμεν, ότι δηλαδή έχουν
και κάποιαν ποιότητα. Διότι, προ πολλού είπαμεν ότι έκαστον είδος από
αυτά γίνονται μεγάλα και μικρά και σφοδρά, δηλαδή και αι λύπαι και αι
ηδοναί.

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Αν δε εις καμμίαν από αυτάς, φίλε Πρώταρχε, προστεθή η πονηρία, δεν θα
ειπούμεν τότε ότι γίνεται πονηρά και η γνώμη, πονηρά δε και η ηδονή ;

                                Πρώταρχος.
Τι άλλο βεβαίως, Σωκράτη μου ;

                                Σωκράτης.
Τόρα όμως ; Αν προστεθή η ορθότης ή το αντίθετον της ορθότητος εις
κανέν από αυτά, άραγε δεν θα ειπούμεν ορθήν την γνώμην, όταν αποκτά την
ορθότητα, το ίδιον δε και την ηδονήν;

                                Πρώταρχος.
Αυτό είναι λογικόν.

                                Σωκράτης.
Όταν όμως είναι λανθασμένον το αντικείμενον της γνώμης, δεν πρέπει τότε
την γνώμην να την παραδεχθώμεν ως λανθασμένην και όχι ορθήν ;

                                Πρώταρχος.
Πώς είναι δυνατόν αλλέως ;

                                Σωκράτης.
Και λοιπόν ; Εάν παρατηρήσωμεν ότι μία λύπη ή ηδονή, σφάλλει ως προς το
αντικείμενον της ενεργείας της, θα την ονομάσωμεν ορθήν ή κανονικήν ή
με κανέν από τα καλά ονόματα ;

                                Πρώταρχος.
Αλλά αυτό δεν είναι δυνατόν, εάν σφάλη βεβαίως η ηδονή.

                                Σωκράτης.
Και όμως φαίνεται βεβαίως ότι πολλάκις η ηδονή συμβαίνει όχι μαζί με
ορθήν γνώμην αλλά με ψευδή.

                                Πρώταρχος.
Πώς όχι; Βεβαίως όμως, καλέ Σωκράτη, την μεν γνώμην εις αυτόν τον
συνδυασμόν την ελέγαμεν και τότε ψευδή, την ιδίαν όμως την ηδονήν ποτέ
δεν ημπορεί κανείς να την χαρακτηρίση ως ψευδή.

                                Σωκράτης.
Βλέπω ότι με προθυμίαν υπερασπίζεσαι τόρα, καλέ Πρώταρχε, το ζήτημα της
ηδονής.

                                Πρώταρχος.
Διόλου μάλιστα, αλλά, καθώς ακούω, λέγω.

                                Σωκράτης.
Αλλά, αγαπητέ μου, δεν έχει άραγε καμμίαν διαφοράν δι' ημάς η ηδονή η
συνοδευομένη από ορθήν γνώμην και από επιστήμην, από εκείνην η οποία
συμβαίνει πολλάκις εις έκαστον από ημάς μαζί με το ψεύδος και την
αμάθειαν ;

                                Πρώταρχος.
Είναι τουλάχιστον λογικόν να μην έχουν μικράν διαφοράν.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν ας έλθωμεν να ερευνήσωμεν αυτήν την διαφοράν των.

                                Πρώταρχος.
Οδήγησέ με όπου κρίνεις καλόν.

                                Σωκράτης.
Ιδού πού σε οδηγώ.

                                Πρώταρχος.
Πού ;

                                Σωκράτης.
Δεχόμεθα ότι η γνώμη είναι και ψευδής και αληθινή ;

                                Πρώταρχος.
Δεχόμεθα.

                                Σωκράτης.
Αλλά πολλάκις δεν την συνοδεύει αυτήν αυτό το οποίον αναφέραμεν
πολλάκις, δηλαδή η ηδονή και η λύπη, εννοώ την αληθή και ψευδή γνώμην;

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Αλλ' άραγε δεν συμβαίνει εντός μας από την μνήμην και από την αίσθησιν
και η γνώμη και η εκάστοτε μεταβολή των γνωμών;

                                Πρώταρχος.
Πολύ μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Επομένως δεν πρέπει άραγε κατ' ανάγκην να μας συμβαίνη, εις αυτά κάπως
το εξής ;

                                Πρώταρχος.
Τι πράγμα ;

                                Σωκράτης.
Πολλάκις όταν ιδή κανείς από μακράν όχι τόσον καθαρά τα αντικείμενα,
δεν θα έλεγες ότι ομοιάζει ως να θέλη να κρίνη αυτά τα οποία βλέπει τι
πράγμα είναι ;

                                Πρώταρχος.
Θα το έλεγα.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν κατόπιν δεν είναι δυνατόν εκείνος να ερωτήση ο ίδιος τον εαυτόν
του ως εξής;

                                Πρώταρχος.
Πώς ;

                                Σωκράτης.
«Σαν τι πράγμα να είναι άραγε αυτό που μου φαίνεται ωσάν να στέκεται
όρθιον πλησίον εις εκείνην την πέτραν κάτω από ένα δένδρον ;» Νομίζεις
ότι ημπορεί κάνεις να τα ειπή αυτά μέσα του, εάν ιδή να παρουσιασθούν
εμπρός του κάποτε τοιαύται οπτασίαι ;

                                Πρώταρχος.
Αμέ τι ;

                                Σωκράτης.
Αλλά τόρα άραγε ο ίδιος κατόπιν δεν ημπορεί, ως να απαντά εις τον
εαυτόν του, να ειπή ότι αυτός εκεί είναι άνθρωπος και να το ειπή ορθώς;

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Και αν κινηθή ολίγον παρέκει, πάλιν τάχα δεν ημπορεί να προσθέση ότι η
παρατηρουμένη οπτασία θα είναι κάπως έργον ποιμένων ;

                                Πρώταρχος.
Πολύ μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Και αν παρευρίσκεται κανείς πλησίον του, τότε και όσα είπε μέσα του δεν
ημπορεί να τα επαναλάβη τα ίδια με δυνατήν φωνήν, και να γίνη τότε
πλέον ακριβώς λόγος εκείνο που προηγουμένως ωνομάζαμεν γνώμην ;

                                Πρώταρχος.
Τι άλλο βεβαίως ;

                                Σωκράτης.
Εάν όμως βεβαίως είναι μόνος του και το ίδιον πράγμα το συλλογίζεται
μέσα του, κάποτε δεν εξακολουθεί με αυτήν την σκέψιν εντός του να
βαδίζη πολλήν ώραν ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Τόρα λοιπόν ; Αυτό που συμβαίνει εις αυτά φαίνεται και εις εσέ καθώς
εις εμέ ;

                                Πρώταρχος.
Τι πράγμα;

                                Σωκράτης.
Εις εμέ φαίνεται τότε ότι η ψυχή μας ομοιάζει με βιβλίον.

                                Πρώταρχος.
Πώς ;

                                Σωκράτης.
Η μνήμη μού φαίνεται ότι ταυτίζεται με την αίσθησιν, και εκείνα όσα
συμβαίνουν εις αυτάς τας εντυπώσεις, φαίνονται εις εμέ ωσάν να γράφουν
μέσα εις τας ψυχάς μας λόγους. Και όταν μεν γράψη την αλήθειαν αυτή η
εντύπωσις, τότε γίνονται εντός μας από αυτήν γνώμαι και λόγοι αληθείς,
όταν όμως αυτός ο εσωτερικός μας γραφεύς γράψη ψεύδη, τότε γίνονται τα
αντίθετα από τα αληθινά.

                                Πρώταρχος.
Πολύ μάλιστα θεωρώ αυτά ορθά και παραδέχομαι όσα είπες.

                                Σωκράτης.
Τότε λοιπόν παραδέξου και ότι τότε υπάρχει μέσα εις τας ψυχάς μας
κάποιος άλλος εργάτης.

                                Πρώταρχος.
Ποίος;

                                Σωκράτης
Κάποιος ζωγράφος, ο οποίος κατόπιν από τον γραμματοδιδάσκαλον
ζωγραφίζει την ψυχήν μας τας εικόνας αυτών που λέγουν.

                                Πρώταρχος.
Πώς εννοούμεν αυτόν πάλιν και ποίαν στιγμήν ;

                                Σωκράτης.
Όταν από την όρασιν ή από καμμίαν άλλην αίσθησιν απομακρύνη κανείς τους
οραματισμούς και τα λεγόμενα και κάπως βλέπη μέσα του τας εικόνας των
οραματισμών και των λεχθέντων. Ή μήπως τούτο δεν συμβαίνει ποτέ εντός
μας ;

                                Πρώταρχος.
Αυτό είναι βεβαιότατον.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν αι μεν εικόνες των αληθινών γνωμών και λόγων δεν είναι αληθείς,
αι δε εικόνες των ψευδών ψευδείς ;

                                Πρώταρχος.
Εντελώς.

                                Σωκράτης.
Εάν λοιπόν αυτά τα είπαμεν ορθά, ας εξετάσωμεν ακόμη και το εξής.

                                Πρώταρχος.
Τι πράγμα ;

                                Σωκράτης.
Αν μόνον εις τα παρόντα και τα παρελθόντα είναι λογικόν να συμβαίνουν
αυτά τα πάθη, όχι δε και εις τα μέλλοντα.

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως εξ ίσου εις όλους τους χρόνους.

                                Σωκράτης.
Δεν είπαμεν λοιπόν προηγουμένως ότι αι ηδοναί και λύπαι αι αισθηταί με
μόνην την ψυχήν ημπορούν να συμβούν προ των σωματικών ηδονών, επομένως
η πρόωρος χαρά και η πρόωρος λύπη δεν περιστρέφεται εις τον μέλλοντα
χρόνον ;

                                Πρώταρχος.
Αυτό είναι αληθέστατον.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν άραγε τα γράμματα και αι ζωγραφίαι, τα οποία προ ολίγου
εδέχθημεν ότι σχηματίζονται εντός μας, μόνον εις τον παρελθόντα και τον
παρόντα χρόνον περιστρέφονται, όχι δε και εις τον μέλλοντα ;

                                Πρώταρχος.
Πολύ μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Μήπως αυτό το πολύ μάλιστα το λέγεις, διότι όλα αυτά είναι ελπίδες
περιστρεφόμεναι εις τον κατόπιν χρόνον, ημείς δε εις όλην μας την ζωήν
είμεθα φορτωμένοι από ελπίδας ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Εμπρός λοιπόν έξω από όσα είπαμεν απάντησέ μου και εις
το εξής.

                                Πρώταρχος.
Τι πράγμα;

                                Σωκράτης.
Ο δίκαιος ανήρ και ο ευσεβής και ο αγαθός δεν είναι άραγε ασφαλώς
θεοφιλής ;

                                Πρώταρχος.
Αμέ τι ;

                                Σωκράτης.
Και λοιπόν ; Ο άδικος και ολοτελώς κακός άραγε δεν είναι το αντίθετον
από εκείνον;

                                Πρώταρχος.
Πώς όχι;

                                Σωκράτης.
Αλλά βεβαίως, καθώς ελέγαμεν προ ολίγου, δεν είναι φορτωμένος από
πολλάς ελπίδας έκαστος άνθρωπος ;

                                Πρώταρχος.
Διατί δεν είναι;

                                Σωκράτης.
Και υπάρχουν λόγοι εντός εκάστου από ημάς, τους οποίους ονομάζομεν
ελπίδας;

                                Πρώταρχος.
Μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Και το κυριώτερον, είναι και τα δράματά μας ζωγραφισμένα ; Και κάποτε
κανείς βλέπει μέσα του να αποκτά άφθονον χρυσόν και περιπλέον πολλάς
απολαύσεις, ακόμη δε βλέπει και τον εαυτόν του εντός του ζωγραφισμένον
να ευχαριστήται παρά πολύ διά τον εαυτόν του ;

                                Πρώταρχος.
Διατί όχι;

                                Σωκράτης.
Από αυτά λοιπόν να παραδεχθώμεν άραγε ότι εις μεν τους αγαθούς τα
ζωγραφισμένα αποταμιεύονται αληθινά, διότι είναι θεοφιλείς, εις δε τους
κακούς συνήθως το αντίθετον, ή να μη παραδεχθώμεν;

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα πρέπει να παραδεχθώμεν.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν δεν παρουσιάζονται και εις τους κακούς επίσης ηδοναί
ζωγραφισμέναι, αυταί όμως είναι βεβαίως ψευδείς ;

                                Πρώταρχος.
Τι άλλο βεβαίως;

                                Σωκράτης.
Επομένως το περισσότερον με ψευδείς ηδονάς ευχαριστούνται οι κακοί, οι
δε αγαθοί άνθρωποι με αληθείς ;

                                Πρώταρχος.
Ομιλείς λογικώτατα.

                                Σωκράτης.
Υπάρχουν λοιπόν συμφώνως με την προκειμένην συζήτησιν ψευδείς ηδοναί
εις τας ψυχάς των ανθρώπων, αλλά μιμούνται τας αληθινάς με κάποιον
γελοίον τρόπον. Και λύπαι δε επίσης.

                                Πρώταρχος.
Υπάρχουν.

                                Σωκράτης.
Τότε λοιπόν ήτο δυνατόν πάντοτε να έχη πραγματικήν γνώμην όστις εν
γένει έχει γνώμην, όχι όμως περί υπαρχόντων ούτε περί παρελθόντων αλλά
περί μελλόντων πραγμάτων.

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Και, νομίζω, αυτά ήσαν τα δημιουργούντα γνώμην ψευδή. Δεν είναι έτσι ;

                                Πρώταρχος.
Μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Και λοιπόν ; Δεν πρέπει να ανταποδώσωμεν εις τας λύπας και τας ηδονάς
την αντίστροφον διάθεσιν ως προς αυτά ;

                                Πρώταρχος.
Πώς ;

                                Σωκράτης.
Ότι δηλαδή ήτο δυνατόν μεν να αισθάνεται πάντοτε γενικώς πραγματικήν
χαράν όστις χαίρει οπωσδήποτε και τυχαίως, όχι όμως διά παρόντα ούτε
διά παρελθόντα κάποτε, πολλάκις μάλιστα ίσως ούτε διά τα μέλλοντα να
συμβούν.

                                Πρώταρχος.
Και αυτά είναι λογικά, Σωκράτη μου.

                                Σωκράτης.
Τότε λοιπόν το ίδιον δεν θα ειπούμεν και διά τους φόβους και τας
εξάψεις και όλα τα όμοια πάθη, ότι δηλαδή κάποτε είναι και ψευδή όλα
αυτά ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Τόρα όμως; έχομεν να αναφέρωμεν πονηράς γνώμας, αι οποίαι να υπάρχουν
κατ' άλλον τρόπον παρά ως ψευδείς ;

                                Πρώταρχος.
Δεν έχομεν.

                                Σωκράτης.
Ούτε αι ηδοναί, νομίζω, παραδεχόμεθα ότι είναι κατ' άλλον τρόπον
πονηραί παρά καθ' όσον είναι ψευδείς.

                                Πρώταρχος.
Απ' εναντίας, καλέ Σωκράτη, είπες όλως το αντίθετον. Δηλαδή με το
ψεύδος σχεδόν διόλου δεν ημπορεί κανείς να παραδεχθή πονηράς λύπας και
ηδονάς, αλλά μόνον όταν συνταυτίζωνται με κάποιαν άλλην μεγάλην και
πολλήν πονηρίαν.

                                Σωκράτης.
Και λοιπόν τας πονηράς ηδονάς και όσαι είναι τοιαύται ένεκα της
πονηρίας θα τας εξετάσωμεν ολίγον αργότερον, αν έχωμεν διάθεσιν και οι
δύο μας. Τόρα όμως πρέπει να εξετάσωμεν εκείνας αι οποίαι υπάρχουν και
γίνονται εντός μας ψευδείς πολλαί και πολλάκις κατ' άλλον τρόπον. Διότι
ίσως αυτό το μέτρον θα χρησιμοποιήσωμεν εις την κρίσιν περί αυτών.

                                Πρώταρχος.
Πώς όχι βέβαια, αφού υπάρχουν;

                                Σωκράτης.
Μάλιστα, καλέ Πρώταρχε, υπάρχουν κατά την γνώμην μου τουλάχιστον. Αυτή
δε η κρίσις εφ' όσον υπάρχει εντός μας, δεν ημπορούμεν να την αφήσωμεν
ανεξέλεγκτον.

                                Πρώταρχος.
Έχει καλώς.

                                Σωκράτης.
Ας παρουσιασθώμεν λοιπόν ωσάν αθληταί εις αυτόν τον λόγον πάλιν.

                                Πρώταρχος.
Εμπρός.

                                Σωκράτης.
Είπαμεν όμως, εάν ενθυμούμεθα, ολίγον προηγουμένως, ότι όταν υπάρχουν
εντός μας αι λεγόμεναι επιθυμίαι, τότε φυσικά το σώμα κατέχεται από τα
πάθη χωριστά από την ψυχήν.

                                Πρώταρχος.
Το ενθυμούμεθα, και ελέχθησαν αυτά προηγουμένως.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν δεν ήτο η ψυχή επιθυμητής των αντιθέτων καταστάσεων του σώματος,
εκείνο δε το οποίον επροξένει τον πόνον ή κάποιαν ηδονήν από πάθος δεν
ήτο το σώμα;

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως ήτο.

                                Σωκράτης.
Κάμνε λοιπόν το εξαγόμενον αυτών.

                                Πρώταρχος.
Λέγε.

                                Σωκράτης.
Εξάγεται λοιπόν ότι, οσάκις υπάρχουν αυτά, συμπαρομαρτούν λύπαι και
ηδοναί, και από αυτά, ενώ είναι αντίθετα, παράγονται συγχρόνως
παράλληλοι αισθήσεις, το οποίον και προ ολίγου απεδείχθη.

                                Πρώταρχος.
Έτσι φαίνεται τουλάχιστον.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν δεν είναι και τούτο ειρημένον και συμφωνημένον από ημάς εις τα
προηγούμενα ;

                                Πρώταρχος.
Ποίον ;

                                Σωκράτης.
Ότι και αι δύο, δηλαδή η λύπη και η ηδονή, δέχονται αυξομείωσιν και ότι
ανήκουν εις το γένος των απεράντων.

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως ελέχθη, αμέ πώς ;

                                Σωκράτης.
Ποία εφεύρεσις λοιπόν υπάρχει, δια να κριθούν αυτά ορθώς;

                                Πρώταρχος.
Ποία αυτά λοιπόν και πώς ;

                                Σωκράτης.
Αν αυτή μας η επιθυμία του να κρίνωμεν αυτά έχει σκοπόν να λάβη μίαν
γνώμην δι' όλας τας παρομοίας περιπτώσεις, ποία από αυτάς τας παθήσεις
είναι σχετικώς μεγαλιτέρα και ποία μικροτέρα και ποία πολυπληθεστέρα
και ποία ορμητικωτέρα, δηλαδή η λύπη σχετικώς με την ηδονήν, και η λύπη
σχετικώς με την λύπην, και η ηδονή σχετικώς με την ηδονήν.

                                Πρώταρχος.
Πραγματικώς τοιαύτα είναι αυτά και αυτή είναι η επιθυμία της κρίσεως.

                                Σωκράτης.
Και λοιπόν; εις μεν την όρασιν παραδεχόμεθα ότι, όταν βλέπωμεν άλλοτε
από μακράν και άλλοτε από πλησίον, η διαφορά του μεγέθους εξαφανίζει
την αλήθειαν και μας κάμνει να κρίνωμεν ψευδώς, εις τας λύπας όμως και
εις τας ηδονάς τάχα δεν συμβαίνει αυτό το ίδιον ;

                                Πρώταρχος.
Πολύ περισσότερον βεβαίως, Σωκράτη μου.

                                Σωκράτης.
Επομένως ο παρών διισχυρισμός μας κατήντησε αντίθετος με όσα ελέγαμεν
ολίγον προηγουμένως.

                                Πρώταρχος.
Ποίον εννοείς ;

                                Σωκράτης.
Άλλοτε μεν αι κρίσεις ήσαν αι ίδιαι ψευδείς και αληθείς και συγχρόνως
μετέδιδον το ιδικόν των πάθημα και εις τας λύπας και ηδονάς.

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά.

                                Σωκράτης.
Τόρα δε βεβαίως από τας τελευταίας αυτάς επειδή μεταβάλλουν όψιν
εκάστοτε, όταν βλέπωνται άλλοτε εξ αποστάσεως και άλλοτε από πλησίον,
και συγχρόνως συγκρίνωνται εκ παραλλήλου, αι μεν ηδοναί συγκρινόμεναι
με την λύπην φαίνονται μεγαλίτεραι και σφοδρότεραι, αι δε λύπαι πάλιν,
επειδή συγκρίνονται με τας ηδονάς, φαίνονται το αντίθετον από εκείνας.

                                Πρώταρχος.
Είναι λογικόν να συμβαίνουν αυτά δι' αυτούς τους λόγους.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν όσον μεγαλίτεραι φαίνονται και η μία και η άλλη από το
πραγματικόν των και όσον μικρότεραι, εάν αποκόψης εκάστης αυτό το
φαινομενικόν και όχι πραγματικόν ποσόν των, ούτε αυτό το ίδιον θα ειπής
ότι φαίνεται ορθώς, ούτε πάλιν το αναλογούν προς αυτό μέρος της ηδονής
και λύπης θα τολμήσης να το θεωρήσης ως ορθόν και αληθές.

                                Πρώταρχος.
Όχι βεβαίως.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν τόρα ως συνέχειαν αυτών θα εξετάσωμεν αν με τον εξής κανόνα
περισσότερον από αυτάς θα ευρίσκωμεν εις τα ζώα ψευδείς ηδονάς και
λύπας, και φαινομενικάς και όχι πραγματικάς.

                                Πρώταρχος.
Ποίας λοιπόν και πώς εννοείς;

                                Σωκράτης.
Είπαμεν βεβαίως πολλάκις ότι όταν εκάστου στοιχείου φθείρεται η φυσική
κατάστασις με αναμίξεις και αποχωρίσεις και αναπληρώσεις και κενώσεις
και με κάποιας αυξήσεις και φθοράς, τότε συμβαίνουν αι λύπαι και οι
πόνοι και αι οδύναι και όλα όσα έχουν παρόμοια ονόματα.

                                Πρώταρχος.
Μάλιστα, αυτά τα είπαμεν πολλάκις.

                                Σωκράτης.
Όταν όμως βεβαίως αποκαθίστανται εις την φυσικήν των κατάστασιν, τότε
πάλιν αυτήν την κατάστασιν μόνοι μας την παρεδέχθημεν ως ηδονήν.

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά.

                                Σωκράτης.
Και λοιπόν; Όταν κανέν από αυτά δεν συμβαίνη εις το σώμα μας;

                                Πρώταρχος.
Και πότε ημπορεί να συμβή αυτό, καλέ Σωκράτη;

                                Σωκράτης.
Αυτό που ερώτησες τόρα, καλέ Πρώταρχε, δεν έχει να κάμη με αυτό που
συζητούμεν.

                                Πρώταρχος.
Διατί δηλαδή;

                                Σωκράτης.
Διότι δεν με εμποδίζει να σου επαναλάβω πάλιν την ιδικήν μου ερώτησιν.

                                Πρώταρχος.
Ποίαν;

                                Σωκράτης.
Λοιπόν, εάν δεν συνέβαινε το τοιούτον, να σου ειπώ εγώ, φίλε Πρώταρχε,
τι είναι επόμενον λογικώς να συμβή εις ημάς;

                                Πρώταρχος.
Μήπως εννοείς αν δεν μεταβάλλεται το σώμα κατά τους δύο αυτούς τρόπους
;

                                Σωκράτης.
Αυτό εννοώ.

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως αυτό είναι προφανές, καλέ Σωκράτη, ότι δηλαδή ούτε ηδονή
ημπορεί να υπάρχη ποτέ εις τοιαύτην κατάστασιν ούτε καμμία λύπη.

                                Σωκράτης.
Έξοχα απήντησες. Αλλά πάλιν, νομίζω, θέλεις να ειπής το εξής• ότι είναι
απαραίτητον να μη λείπη πάντοτε κάτι τι από τα παρόμοια, καθώς λέγουν
οι σοφοί. Διότι διαρκώς τα πάντα ρέουν άνω και κάτω.

                                Πρώταρχος.
Και βέβαια το λέγουν και μάλιστα φαίνεται ότι δεν λέγουν μηδαμινότητας.

                                Σωκράτης.
Και πώς είναι δυνατόν βεβαίως, αφού αυτοί δεν είναι μηδαμινοί; Αλλά
πάλιν αυτήν την ορμητικήν έφοδον αυτού του λόγου θέλω να την
παραμερίσω. Λοιπόν έχω σκοπόν να φύγω από το εξής μονοπάτι, και φύγε
μαζί μου και συ.

                                Πρώταρχος.
Λέγε από πού.

                                Σωκράτης.
Αυτά λοιπόν ας είναι καθώς τα λέγετε, ας ειπούμεν εις αυτούς. Συ όμως
απάντησέ μου, άραγε όλα πάντοτε όσα πάσχει έν έμψυχον, τα αισθάνεται
αυτό που πάσχει, και δεν μας διαφεύγει ούτε η αύξησίς μας ούτε όταν
παθαίνωμεν κανέν παρόμοιον, ή μήπως συμβαίνει όλως το αντίθετον ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως όλως το εναντίον. Δηλαδή σχεδόν όλα αυτά διαφεύγουν την
παρατήρησίν μας.

                                Σωκράτης.
Τότε λοιπόν δεν είπαμεν ορθώς προ ολίγου ότι αι μεταβολαί αι οποίαι
συμβαίνουν αντιρρόπως μας προξενούν λύπας και ηδονάς.

                                Πρώταρχος.
Αμέ πώς;

                                Σωκράτης.
Ως εξής είναι καλλίτερον και αψογώτερον να λέγωμεν.

                                Πρώταρχος.
Πώς ;

                                Σωκράτης.
Ότι αι μεν μεγάλαι μεταβολαί μας προξενούν λύπας και ηδονάς, αι δε
μέτριαι πάλιν και αι μικραί εντελώς τίποτε από αυτά δεν μας προξενούν.

                                Πρώταρχος.
Ναι είναι ορθότερον τόρα παρά τότε, Σωκράτη μου.

                                Σωκράτης.
Αφού λοιπόν αυτά έχουν ούτω πως, τόρα πάλιν θα μας παρουσιασθή εκείνος
ο βίος που είπαμεν.

                                Πρώταρχος.
Ποίος ;

                                Σωκράτης.
Αυτόν που είπαμεν ότι είναι χωρίς λύπας και χωρίς απολαύσεις.

                                Πρώταρχος.
Αυτό είναι πολύ αληθές.

                                Σωκράτης.
Συμφώνως λοιπόν με αυτά ας παραδεχθώμεν τρία είδη βίων, τον ένα μεν
ηδονικόν, τον δεύτερον δε λυπηρόν, και τον τρίτον ουδέτερον. Ή πώς
φρονείς συ περί αυτών ;

                                Πρώταρχος.
Δεν έχω διαφορετικήν γνώμην εγώ από αυτήν, ότι δηλαδή τριών ειδών βίοι
υπάρχουν.

                                Σωκράτης.
Δεν έπεται λοιπόν ότι ποτέ δεν είναι το ίδιον πράγμα η έλλειψις της
λύπης με την χαράν ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως πώς είναι δυνατόν να είναι το ίδιον;

                                Σωκράτης.
Όταν λοιπόν ακούσης ότι είναι το ηδονικώτερον πράγμα να είναι κανείς
εις όλον του τον βίον χωρίς λύπας, τότε τι θα νομίσης άραγε ότι εννοεί
ο τοιούτος ;

                                Πρώταρχος.
Μου φαίνεται ότι αυτός ονομάζει ηδονικόν το μη λυπηρόν.

                                Σωκράτης.
Από τρία λοιπόν οποιαδήποτε πράγματα που υπάρχουν, πάρε τα καλλίτερα,
αν θέλης, που ημπορούν να γίνουν, διά να μεταχειριζώμεθα και ονόματα
ωραιότερα, δηλαδή πρώτον τον χρυσόν, δεύτερον τον άργυρον, και τρίτον
κάποιον όλως ξένον και από τα δύο.

                                Πρώταρχος.
Επήρα.

                                Σωκράτης.
Αυτό λοιπόν το όλως ξένον τρίτον είναι δυνατόν να γίνη το έν από τα
δύο, δηλαδή χρυσός ή άργυρος ;

                                Πρώταρχος.
Πώς είναι δυνατόν ;

                                Σωκράτης.
Επομένως ούτε ο μέσος βίος ημπορεί να ονομασθή ορθώς ηδονικός ή
λυπηρός, ούτε να κριθή, εάν κριθή, ούτε να λεχθή, εάν λεχθή συμφώνως
βέβαια προς τον ορθόν λόγον.

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως δεν είναι δυνατόν.

                                Σωκράτης.
Και όμως, αγαπητέ μου, έχομεν είδησιν ότι πολλοί τα λέγουν αυτά και τα
φρονούν.

                                Πρώταρχος.
Μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Άραγε λοιπόν νομίζουν συγχρόνως και ότι ευχαριστούνται, όταν δεν
λυπούνται;

                                Πρώταρχος.
Αυτό λέγουν τουλάχιστον.

                                Σωκράτης.
Τότε λοιπόν φρονούν ότι ευχαριστούνται. Διότι αλλέως δεν θα το έλεγαν.

                                Πρώταρχος.
Σχεδόν.

                                Σωκράτης.
Βεβαίως όμως έχουν ψευδή γνώμην περί της χαράς, αφού είναι χωριστή η
φύσις της ελλείψεως ηδονής και της χαράς.

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως είπαμεν ότι είναι χωριστή.

                                Σωκράτης.
Τόρα λοιπόν θέλεις να προτιμήσωμεν την γνώμην μεταξύ μας ότι αυτά είναι
τρία, καθώς είπαμεν προ ολίγου, ή δύο μόνον, και η μεν λύπη ότι είναι
κακόν εις τους ανθρώπους, η δε απαλλαγή από τας λύπας, αυτή καθ' εαυτήν
είναι αγαθόν πράγμα, και ονομάζεται ηδονικόν ;

                                Πρώταρχος.
Αλλά πώς λοιπόν, καλέ Σωκράτη, ερωτώμεθα δι' αυτό μεταξύ μας (!); Διότι
εγώ δεν το εννοώ.

                                Σωκράτης.
Διότι πραγματικώς δεν εννοείς, καλέ Πρώταρχε, τους εχθρούς του Φιλήβου
τούτου εδώ.

                                Πρώταρχος.
Και ποίους εννοείς ως τοιούτους ;

                                Σωκράτης.
Κάποιους οι οποίοι θεωρούνται πολύ δεινοί εις την φυσιολογίαν, οι
οποίοι κατ' αρχήν δεν παραδέχονται ότι υπάρχουν ηδοναί.

                                Πρώταρχος.
Αλλά τι λοιπόν παραδέχονται;

                                Σωκράτης.
Λέγουν ότι είναι αποφυγαί των ενοχλήσεων αυτά, τα οποία οι Φιληβικοί τα
ονομάζουν ηδονάς.

                                Πρώταρχος.
Εις αυτούς λοιπόν άραγε συμβουλεύεις να πεισθώμεν ημείς ; Ή πώς αλλέως,
καλέ Σωκράτη ;

                                Σωκράτης.
Όχι, αλλά να τους μεταχειρισθώμεν εις την αρχήν ως άλλους μάντεις, οι
οποίοι δεν μαντεύουν εξ επαγγέλματος αλλά από κάποιον δύστροπον φυσικόν
των όχι αγενές, διότι εμίσησαν πολύ την δύναμιν της ηδονής και την
θεωρούν όλως νοσηράν, και ότι, επομένως και αυτά τα θέλγητρά της είναι
μάγευμα και όχι ηδονή. Αυτούς λοιπόν ως προς αυτά ημπορείς αν θέλης να
τους μεταχειρισθής ως εκ περισσού, αφού λάβης υπ' όψιν και την άλλην
των δυστροπίαν. Κατόπιν δε θα σε πληροφορήσω ποίαι μου φαίνονται
αληθείς ηδοναί, διά να εξετάσωμεν από τας δύο αυτάς γνώμας την δύναμιν
αυτής, και τας πλησιάσωμεν διά να τας κρίνωμεν.

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά ομιλείς.

                                Σωκράτης.
Ας τους ακολουθήσωμεν αυτούς λοιπόν ωσάν συμμάχους εις τα ίχνη της
δυστροπίας των. Δηλαδή νομίζω ότι κάτι τοιούτον λέγουν αυτοί,
αρχίζοντες κάπου από υψηλά, ότι, αν επιθυμήσωμεν να εννοήσωμεν την
φύσιν οποιουδήποτε είδους, καθώς λόγου χάριν του σκληρού, άραγε εις τα
πλέον σκληρά πράγματα θα ατενίζωμεν διά να την εννοήσωμεν όσον το
δυνατόν καλλίτερον, ή εις τα πολλοστά της σκληρότητος ; Πρέπει λοιπόν
και συ, φίλε Πρώταρχε, καθώς και εγώ να δώσωμεν απάντησιν και εις
αυτούς τους δυστρόπους.

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως, και απαντώ μάλιστα εις αυτούς ότι πρέπει να ατενίζωμεν εις τα
πρώτα μεγέθη.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν, εάν θελήσωμεν να εννοήσωμεν ποίον φυσικόν έχει και το γένος της
ηδονής, δεν πρέπει να ατενίζωμεν εις τα πολλοστημόρια της ηδονής, αλλά
εις τας θεωρουμένας ως ορμητικωτέρας και δυνατωτέρας.

                                Πρώταρχος.
Εις αυτόν σου τον λόγον τόρα ο καθείς ημπορεί να συμφωνήση.

                                Σωκράτης.
Άραγε λοιπόν αι πλέον πρόχειροι και μεγάλαι ηδοναί, καθώς είπαμεν
πολλάκις, δεν είναι αυταί αι σωματικαί;

                                Πρώταρχος.
Πώς δεν είναι;

                                Σωκράτης.
Τόρα λοιπόν ; Άραγε είναι και γίνονται μεγαλίτεραι αυταί εις τους
ασθενείς μέσα εις τας ασθενείας ή εις τους υγιείς ; Ας προσέξωμεν όμως
μήπως αποκριθώμεν βιαστικά και πάθωμεν κανέν πέσιμον. Δηλαδή ίσως
απαντήσωμεν εις τους υγιείς.

                                Πρώταρχος.
Αυτό είναι λογικόν βεβαίως.

                                Σωκράτης.
Και λοιπόν; Δεν είναι υπερβολικαί αι ηδοναί εκείναι, των οποίων και αι
επιθυμίαι είναι μέγισται;

                                Πρώταρχος.
Αυτό είναι βεβαίως αληθές.

                                Σωκράτης.
Αλλ’ άραγε οι θερμασμένοι και όσοι κατέχονται από παρόμοια νοσήματα,
δεν διψούν και δεν ανατριχιάζουν και εν γένει δεν αισθάνονται
σφοδρότερον όλα τα σωματικά παθήματα συνήθως, και δεν ευρίσκονται εις
μεγαλιτέραν στέρησιν, και όταν αναπληρωθούν περισσότερον ευχαριστούνται
; Ή αυτό δεν θα το παραδεχθώμεν ως αληθές;

                                Πρώταρχος.
Τόρα που το είπες βεβαίως φαίνεται πολύ αληθές.

                                Σωκράτης.
Τι λοιπόν ; θα νομίσωμεν ότι ορθώς φρονούμεν ότι όστις θέλει να
αντιληφθή τας μεγαλιτέρας ηδονάς δεν πρέπει να προσέξη εις την υγείαν,
αλλά να υπάγη να παρατηρήση ασθενείς ; Πρόσεξε δε να μη νομίσης ότι εγώ
έχω σκοπόν να σε ερωτήσω, αν αισθάνονται περισσοτέραν χαράν οι βαρέως
ασθενούντες από τους υγιείς, αλλά νόμιζε μόνον ότι εγώ ερευνώ το
μέγεθος της ηδονής και που άραγε συμβαίνει εκάστοτε η υπερβολή ως προς
αυτήν. Δηλαδή είπαμεν ότι πρέπει να την εννοήσωμεν και ποίου είδους την
θεωρούν όσοι κατ' αρχήν δεν την παραδέχονται ότι υπάρχει καν.

                                Πρώταρχος.
Μάλιστα, σχεδόν παρακολουθώ τον λόγον σου.

                                Σωκράτης.
Όχι ολιγώτερον, καλέ Πρώταρχε, και θα το δείξης ίσως εμπράκτως (!).
Δηλαδή απάντησέ μου. Μέσα εις την υβριστικότητα βλέπεις μεγαλιτέρας
ηδονάς (δεν σου λέγω περισσοτέρας), και ως προς την σφοδρότητα και την
επίτασιν ανωτέρας, ή εις τον με σωφροσύνην βίον ; Απάντησε όμως με
πολλήν προσοχήν.

                                Πρώταρχος.
Μάλιστα, ενόησα αυτό που λέγεις και βλέπω ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά.
Διότι βεβαίως τους σώφρονας συγκρατεί και η παροιμιώδης συμβουλή,
δηλαδή το «μηδέν άγαν», εις την οποίαν υποτάσσονται. Τους δε ανοήτους
και παρεκτρεπομένους μέχρι μανίας τους κυριεύει η ορμητική ηδονή και
τους καθιστά περιβοήτους.

                                Σωκράτης.
Έχει καλώς. Και αφού αυτά είναι αληθή, έπεται ότι μέσα εις κάποιαν
πονηρίαν της ψυχής και του σώματος, και όχι μέσα εις την αρετήν
συμβαίνουν μέγισται ηδοναί και μέγισται λύπαι.

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν πρέπει να εκλέξης μερικάς από αυτάς και να εξετάσης πώς είναι
και τας ελέγαμεν ότι είναι μέγισται.

                                Πρώταρχος.
Είναι ανάγκη.

                                Σωκράτης.
Πρόσεχε λοιπόν των εξής νοσημάτων αι ηδοναί πώς είναι.

                                Πρώταρχος.
Ποίων ;

                                Σωκράτης.
Τας ηδονάς των ασχημονούντων, τας οποίας μισούν ολοτελώς αυτοί τους
οποίους ωνομάσαμεν δυστρόπους (!).

                                Πρώταρχος.
Ποίας ;

                                Σωκράτης.
Λόγου χάριν τας θεραπείας της ψώρας διά της τριβής, και όλων των άλλων
ασθενειών, αι οποίαι είναι παρόμοιαι, και δεν έχουν ανάγκην άλλων
φαρμάκων. Δηλαδή δι' όνομα των θεών πώς πρέπει άραγε να ονομάσωμεν αυτό
το πάθημα ; Ηδονήν ή λύπην ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως, καλέ Σωκράτη, αυτό φαίνεται ότι είναι κάπως ανάμικτον κακόν.

                                Σωκράτης.
Σε βεβαιώ όμως, δεν έφερα αυτό το παράδειγμα χάριν του Φιλήβου (!).
Αλλά διότι έξω από αυτάς τας ηδονάς, καλέ Πρώταρχε, και τας συντρόφους
αυτών, εάν δεν ερευνηθούν καλώς, σχεδόν δεν θα μας ήτο δυνατόν να
ξεκαθαρίσωμεν το ζήτημά μας.

                                Πρώταρχος.
Τότε λοιπόν ας προχωρήσωμεν εις τας συγγενείς αυτών.

                                Σωκράτης.
Μήπως εννοείς τας συγκοινωνούσας κατά την ανάμιξιν ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν υπάρχουν αναμίξεις άλλαι μεν σωματικαί μόνον μέσα εις τα σώματα,
άλλαι δε μόνον ψυχικαί μέσα εις την ψυχήν. Αι δε ανάμικτοι λύπαι και
ηδοναί του σώματος και της ψυχής, θα εύρωμεν ότι άλλοτε μεν συνολικώς
ονομάζονται ηδοναί, άλλοτε δε λύπαι.

                                Πρώταρχος.
Πώς ;

                                Σωκράτης.
Οσάκις κανείς εις την φυσικήν του κατάστασιν ή εις την παράλυσίν του
παθαίνει συγχρόνως τα αντίθετα πάθη, δηλαδή άλλοτε ενώ κρυόνει
θερμαίνεται και άλλοτε ενώ θερμαίνεται κρυόνει, και επιθυμεί, καθώς
νομίζω, το μεν έν αίσθημα να το διατηρήση, από δε το άλλο να απαλλαχθή,
και κατά την παροιμίαν έχει μέσα του το πικρόν ανάμικτον με το γλυκύ
και δεν ημπορεί να το ξεκάμη, αυτό προξενεί αγανάκτησιν και κατόπιν
σύσπασιν αγρίαν.

                                Πρώταρχος.
Είναι πολύ αληθές αυτό που λέγεις τόρα.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν αι τοιαύται αναμίξεις δεν συνίστανται άλλαι μεν από ίσας ηδονάς
και λύπας, άλλαι δε από το έν μέρος εκ τούτων πλεονάζον ;

                                Πρώταρχος.
Πώς όχι;

                                Σωκράτης.
Δέξου λοιπόν ότι το έν είδος αυτών, δηλαδή όταν πλεονάζουν αι λύπαι από
τας ηδονάς, είναι τα είδη της ψώρας, τα οποία είπαμεν προ ολίγου, και
των γαργαλισμάτων, οσάκις δηλαδή είναι εσωτερικόν το αίτιον της
καυστικότητος και της φλεγμονής, και με την απλήν τριβήν και το ξύσιμον
δεν εισχωρεί κανείς έως εκεί, αλλά απλώς διαλύει μόνον τα υπάρχοντα εις
την επιφάνειαν, δι' αυτό τα πλησιάζουν εις το πυρ ή εις το αντίθετον,
οπότε μετατρέπουν εις απελπισίαν τας αφαντάστους ηδονάς Πολλάκις δε
αντιθέτως αναμιγνύονται εσωτερικαί με τας εξωτερικάς λύπαι και ηδοναί,
και όπου κλίνει η πλάστιγξ, προξενούν βιαίως την διασκόρπισιν των
συρρεόντων ή την συσσώρευσιν των διαρρεόντων και μας δίδουν ομού λύπας
και ηδονάς.

                                Πρώταρχος.
Αυτό είναι πολύ αληθές.

                                Σωκράτης.
Και όταν πάλιν εξ άλλου πλεονάζη η ηδονή εις όλας τας παρομοίας
αναμίξεις, η μεν ολίγη ανάμικτος δόσις της λύπης δεν μας γαργαλίζει
άραγε και δεν μας προξενεί ελαφράν δυσανασχέτησιν, η δόσις όμως της
ηδονής επειδή είναι μεγαλιτέρα εις το μίγμα, μας ανατινάσσει και κάποτε
μας κάμνει να πηδώμεν, και αφού μας δώση όλα τα χρώματα και όλους τους
μορφασμούς και διαφόρων ειδών φυσήματα, μας προξενεί παντός είδους
τινάγματα και ξεφωνητά και εκδηλώσεις ανοήτους ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Και μάλιστα, αγαπητέ μου, μας κάμνει να ομιλούμεν διά τον εαυτόν μας
και δι' άλλον, ότι τρόπον τινά αποθνήσκει από την τέρψιν αυτών των
ηδονών. Και λοιπόν βεβαίως τας επιδιώκει διαρκώς αυτάς και τόσον
περισσότερον, όσον τύχη να είναι ακολαστότερος και ανοητότερος, και
θεωρεί τάχα αυτάς ως τας ανωτέρας και εκείνον όστις ζή όσον το δυνατόν
περισσότερον μέσα εις αυτάς τον λογαριάζει ως ευτυχέστατον.

                                Πρώταρχος.
Φίλε Σωκράτη, διηγήθης με λεπτομέρειαν όλα όσα συμβαίνουν κατά την
γνώμην των περισσοτέρων ανθρώπων.

                                Σωκράτης.
Μόνον βεβαίως περί εκείνων των ηδονών, καλέ Πρώταρχε, αι οποίαι
αναφέρονται εις τα ανάμικτα πάθη του σώματος μόνον, όταν δηλαδή
αναμιγνύωνται τα εξωτερικώτερα με τα εσωτερικώτερα. Διά τας περιπτώσεις
όμως εις τας οποίας η ψυχή προσθέτει τα αντίθετα προς όσα προσθέτει το
σώμα, δηλαδή λύπην εις την ηδονήν και ηδονήν εις την λύπην, ώστε και τα
δύο να γίνουν ένα κράμα, δι' αυτάς ωμιλήσαμεν μεν προηγουμένως, και
είπαμεν ότι, όταν κανείς μείνη κενός, επιθυμεί αναπλήρωσιν, και καθόσον
μεν ελπίζει ευχαριστείται, καθόσον όμως είναι κενός πονεί, αυτά όμως
τότε δεν τα επεκαλέσθημεν εις την μαρτυρίαν, αλλά τόρα λέγομεν, ότι,
όταν η ψυχή διαφωνή με το σώμα εις όλα αυτά τα οποία είναι αμέτρητα τον
αριθμόν, μία ανάμιξις συμβαίνει να υπάρχη της λύπης και της ηδονής.

                                Πρώταρχος.
Σχεδόν ομιλείς πολύ ορθά.

                                Σωκράτης.
Υπολείπεται λοιπόν μία μόνον ακόμη ανάμιξις λύπης και ηδονής.

                                Πρώταρχος.
Ποίαν εννοείς;

                                Σωκράτης.
Εκείνην την ανάμιξιν την οποίαν είπαμεν ότι δέχεται η ιδία η ψυχή μόνη
της πολλάκις.

                                Πρώταρχος.
Αυτό λοιπόν ακριβώς πώς το εννοούμεν;

                                Σωκράτης.
Την οργήν και τον φόβον και τον πόθον και τον θρήνον και τον έρωτα και
την ζηλοτυπίαν και τον φθόνον και όλα τα παρόμοια άραγε δεν τα θεωρείς
ως λύπας της ιδίας της ψυχής ;

                                Πρώταρχος.
Τα θεωρώ.

                                Σωκράτης.
Και λοιπόν αυτά δεν θα τα εύρωμεν πλήρη από αφαντάστους ηδονάς; Ή μήπως
είναι ανάγκη να υπενθυμίζωμεν μεταξύ μας (!) διά την ηδονήν :

   Όπου μπορεί και με μυαλό άνδρα να ξεμυαλίση
   που είναι πιο γλυκότερο από το χυτό το μέλι;

Και τας ηδονάς των θρήνων και των πόθων αι οποίαι είναι ανάμικτοι με
λύπας;

                                Πρώταρχος.
Όχι, αλλά παραδέχομαι ότι αυτά συμβαίνουν ούτω πως και όχι αλλέως.

                                Σωκράτης.
Ακόμη δε και τας θεατρικάς παραστάσεις, όταν ο κόσμος συγχρόνως χαίρη
και κλαίη, δεν τας ενθυμείσαι;

                                Πρώταρχος.
Πώς όχι;

                                Σωκράτης.
Η δε ψυχική μας διάθεσις κατά τας παραστάσεις κωμωδιών, γνωρίζεις άραγε
ότι είναι και αυτή ανάμιξις λύπης και ηδονής ;

                                Πρώταρχος.
Δεν το εννοώ τόσον καλά.

                                Σωκράτης.
Διότι, φίλε Πρώταρχε, δεν είναι εντελώς εύκολον εις τοιαύτας
περιπτώσεις να εμβαθύνης εις το πάθος της στιγμής εκείνης.

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως δεν είναι, καθώς τουλάχιστον φαίνεται εις εμέ.

                                Σωκράτης.
Ας το προσέξωμεν όμως αυτό, τόσον περισσότερον, όσον είναι
σκοτεινότερον διά να ημπορή κανείς και εις άλλα να εννοή ευκόλως την
ανάμιξιν της λύπης και της ηδονής.

                                Πρώταρχος.
Ημπορείς να το ειπής.

                                Σωκράτης.
Και λοιπόν το προ ολίγου αναφερθέν όνομα του φθόνου άραγε θα το
θεωρήσης ως είδος λύπης, ή πώς αλλέως;

                                Πρώταρχος.
Καθώς το λέγεις.

                                Σωκράτης.
Βεβαίως όμως όστις φθονεί θα αποδειχθή ότι το κάμνει διά το κακόν των
πλησίον του.

                                Πρώταρχος.
Πάρα πολύ μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Βεβαίως δε είναι κακόν η αμάθεια και αυτό το οποίον ονομάζομεν
κατάστασιν αβελτερίας.

                                Πρώταρχος.
Αμέ τι;

                                Σωκράτης.
Από αυτά λοιπόν παρατήρησε ποία είναι η φύσις του γελοίου.

                                Πρώταρχος.
Λέγε και μη σε μέλει.

                                Σωκράτης.
Αυτό λοιπόν είναι κυρίως έν είδος πονηρίας, η οποία είναι όνομα μιας
ψυχικής διαθέσεως. Από όλην όμως την πονηρίαν είναι το μέρος εκείνο το
οποίον περιέχει το αντίθετον ελάττωμα από ό,τι εκφράζει το επίγραμμα
των Δελφών.

                                Πρώταρχος.
Το «γνώθι σαυτόν» εννοείς, καλέ Σωκράτη ;

                                Σωκράτης.
Μάλιστα. Και βεβαίως το αντίθετον από εκείνο το επίγραμμα θα ήτο, εάν
έλεγε «να μη γνωρίζη κανείς διόλου τον εαυτόν του».

                                Πρώταρχος.
Αμέ τι άλλο;

                                Σωκράτης.
Λοιπόν, φίλε Πρώταρχε, αυτό το τελευταίον προσπάθησε να το διαιρέσης
εις τρία.

                                Πρώταρχος.
Πώς εννοείς ; Διότι φοβούμαι μήπως δεν είμαι ικανός.

                                Σωκράτης.
Τότε λοιπόν λέγεις ότι αυτήν την φοράν (!) εγώ πρέπει να κάμω την
διαίρεσιν.

                                Πρώταρχος.
Αυτό λέγω, και εκτός του ότι το λέγω ακόμη και σε παρακαλώ.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν άραγε από όσους δεν γνωρίζουν τον εαυτόν των δεν είναι επόμενον
κατά τρεις τρόπους να παθαίνη αυτό το πάθος έκαστος;

                                Πρώταρχος.
Πώς ;

                                Σωκράτης.
Πρώτον μεν ως προς τα χρήματα, να νομίζη κανείς ότι είναι πλουσιώτερος
από όσον κάμνει η περιουσία του.

                                Πρώταρχος.
Τουλάχιστον πολλοί υπάρχουν οι οποίοι έχουν αυτό το πάθος.

                                Σωκράτης.
Περισσότεροι όμως βεβαίως είναι όσοι νομίζουν τον εαυτόν των υψηλότερον
και ωραιότερον και εις όλα τα σωματικά ότι είναι ανώτεροι από όσον
είναι εις το πραγματικόν.

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Αλλά πολύ περισσότεροι ακόμη, νομίζω, πλανώνται ως προς το τρίτον
είδος, δηλαδή τα προσόντα της ψυχής, και νομίζουν τον εαυτόν των
ανώτερον από το πραγματικόν ως προς την αρετήν ενώ δεν είναι.

                                Πρώταρχος.
Πάρα πολύ μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Αλλά τόρα πάλιν από τας αρετάς δεν επιμένουν οι περισσότεροι κυρίως εις
την σοφίαν και είναι πλήρεις διχονοιών και δοκησισοφίας;

                                Πρώταρχος.
Πώς όχι ;

                                Σωκράτης.
Εάν λοιπόν κανείς ονομάση κακόν πάθος όλα αυτά, ίσως ειπή το ορθόν.

                                Πρώταρχος.
Πάρα πολύ βεβαίως.

                                Σωκράτης.
Τόρα λοιπόν αυτό το πάθημα, φίλε Πρώταρχε, πρέπει να το διαιρέσωμεν εις
δύο, εάν θέλωμεν να ίδουμεν τον παιδικόν φθόνον και να εννοήσωμεν την
παράδοξον ανάμιξιν της ηδονής και της λύπης. Μήπως λοιπόν ερωτάς πώς να
το διαιρέσωμεν εις δύο ;

                                Πρώταρχος.
Μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Εις όλους όσοι έχουν διά τον εαυτόν των αυτήν την ψευδή γνώμην ανοήτως,
καθώς και εις όλους τους ανθρώπους είναι επόμενον, εις άλλους μεν να
συμπαρομαρτή ρωμαλεότης και δύναμις, εις άλλους δε νομίζω (!), το
αντίθετον.

                                Πρώταρχος.
Είναι επόμενον.

                                Σωκράτης.
Ως προς αυτό λοιπόν διαίρεσέ τους και όσοι μεν από αυτούς είναι
τοιούτοι μαζί με αδυναμίαν και ανεπίδεκτοι τιμωρίας με περίγελον, αν
αυτούς τους ονομάσης γελοίους, θα ειπής την αλήθειαν. Όσοι δε είναι
επιδεκτικοί τιμωρίας και ρωμαλέοι, αν τους ονομάσης φοβερούς και
εχθρούς, θα δώσης εις τον εαυτόν σου (!) τον ορθότατον δι' αυτούς
ορισμόν. Δηλαδή η μεν αμάθεια των ρωμαλέων είναι μισητή και άσχημη,
διότι είναι βλαβερά και εις τους πλησίον και η ιδία και όλαι αι όμοιαι
με αυτήν. Η δε αμάθεια των αδυνάτων κατετάχθη μοιραίως από ημάς εις την
τάξιν και την φύσιν των γελοίων.

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά ομιλείς. Αλλά πάλιν η ανάμιξις των ηδονών και λοιπών μέσα εις
αυτά δεν μου έγινε ακόμη εντελώς σαφής.

                                Σωκράτης.
Τότε λοιπόν πάρε πρώτον την σημασίαν του φθόνου.

                                Πρώταρχος.
Λέγε και μη σε μέλει.

                                Σωκράτης.
Δεν είναι άραγε ο φθόνος κάποια άδικος λύπη και ηδονή ;

                                Πρώταρχος.
Αυτό είναι λογικόν βεβαίως.

                                Σωκράτης.
Και λοιπόν το να ευχαριστήται κανείς διά τα κακοπαθήματα των εχθρών δεν
είναι αληθές ότι δεν το θεωρούμεν ούτε άδικον ούτε φθονερόν;

                                Πρώταρχος.
Αμέ τι άλλο ;

                                Σωκράτης.
Όταν όμως βλέπη κανείς τα κακοπαθήματα των φίλων του, το να μη λυπήται
και μάλιστα να ευχαριστήται δεν είναι άδικον ;

                                Πρώταρχος.
Πώς δεν είναι;

                                Σωκράτης.
Λοιπόν δεν είπαμεν ότι η αμάθεια είναι δι' όλους κακόν ;

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν τα είδη της δοκησισοφίας και ωραιομανίας των φίλων και όσα
είπαμεν προ ολίγου, τα οποία κατετάξαμεν εις τρία είδη, δεν είπαμεν ότι
όσα μεν είναι αδύναμα είναι γελοία, όσα δε είναι ρωμαλέα είναι μισητά ;
Ή δεν θέλεις να παραδεχθώμεν αυτό που είπα προ ολίγου, ότι δηλαδή, όταν
έχη κανείς αυτήν την διάθεσιν των φίλων την αβλαβή εις τους άλλους,
είναι αξιογέλαστος ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Αλλά δεν παραδεχόμεθα άραγε ότι αυτή είναι κακόν, αφού είναι αμάθεια ;

                                Πρώταρχος.
Πολύ μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Ευχαριστούμεθα όμως ή λυπούμεθα, οσάκις γελώμεν δι' αυτήν;

                                Πρώταρχος.
Είναι προφανές ότι ευχαριστούμεθα.

                                Σωκράτης.
Την ηδονήν όμως διά τα κακοπαθήματα των φίλων δεν είπαμεν ότι ο φθόνος
είναι εκείνος που την προξενεί ;

                                Πρώταρχος.
Αυτό είναι επόμενον.

                                Σωκράτης.
Επομένως ο λόγος μας αποδεικνύει ότι, όταν γελώμεν διά τα γελοία των
φίλων μας και αναμιγνύωμεν την ηδονήν με τον φθόνον, αναμιγνύομεν με
λύπην την ηδονήν. Διότι τον φθόνον τον παρεδέχθημεν προ πολλού ως λύπην
της ψυχής μας, τον δε γέλωτα ως ηδονήν, αυτό δε συμβαίνει συγχρόνως εις
αυτάς τας περιπτώσεις.

                                Πρώταρχος.
Αυτό είναι αληθές.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν ο λόγος αυτός μας ειδοποιεί ότι εις τους θρήνους και τας
τραγωδίας όχι μόνον των παραστάσεων αλλά και εις όλην την τραγωδίαν και
κωμωδίαν της αληθινής ζωής και εις πολλά άλλα βεβαίως, αναμιγνύονται αι
λύπαι με ηδονάς.

                                Πρώταρχος.
Δεν είναι δυνατόν να μη παρεδεχθή κανείς αυτά, καλέ Σωκράτη, και αν
ακόμη επιμένη πάρα πολύ εις τα αντίθετα.

                                Σωκράτης.
Και βεβαίως επήραμεν εμπρός μας την οργήν και τον πόθον και τον θρήνον
και τον φόβον και τον έρωτα και την ζηλοτυπίαν και τον φθόνον και όλα
τα παρόμοια, διότι εις αυτά είπαμεν ότι θα εύρωμεν ότι αναμιγνύονται
αυτά που επαναλαμβάνομεν έως τώρα πολλάκις. Δεν είναι έτσι ;

                                Πρώταρχος.
Μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Εννοούμεν λοιπόν, ότι εις τον θρήνον και τον φθόνον και την οργήν
περιστρέφονται όλα όσα είπαμεν προ ολίγου;

                                Πρώταρχος.
Πώς δεν εννοούμεν βεβαίως ;

                                Σωκράτης.
Λοιπόν δεν μένουν ακόμη πολλά ;

                                Πρώταρχος.
Πάρα πολλά μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Τόρα λοιπόν διατί άραγε νομίζεις ότι εγώ σου παρέστησα την ανάμιξιν η
οποία συμβαίνει εις την παράστασιν της κωμωδίας ; Άραγε όχι διά να
πιστεύσης ότι την άλλην ανάμιξιν βεβαίως, η οποία συμβαίνει εις τους
φόβους και έρωτας και εις τα άλλα, είναι εύκολον να την αποδείξωμεν ;
Και αφού κάμης αυτήν κτήμα σου να παραδεχθής ότι δεν είναι ανάγκη πλέον
να προχωρήσω και εις εκείνα και να μακρύνω την συζήτησιν, αλλά γενικώς
να ενθυμούμεθα τούτο, ότι το σώμα χωριστά από την ψυχήν και η ψυχή
χωριστά από το σώμα και από κοινού τα δύο είναι γεμάτα από ηδονήν και
λύπην εις τα διάφορα πάθη των ; Τόρα λοιπόν λέγε, άραγε με αφίνεις ή θα
με κρατής έως τα μεσάνυκτα; Αλλά με λίγα λόγια νομίζω ότι θα επιτύχω
από σε να με αφήσης. Δηλαδή δι' όλα αυτά αύριον θα είμαι πρόθυμος να
σου δώσω λόγον, προς το παρόν όμως θέλω να πάρω δρόμον διά τα υπόλοιπα
όσα σχετίζονται με την δίκην την οποίαν επιβάλλει ο Φίληβος.

                                Πρώταρχος.
Καλά το είπες, Σωκράτη μου. Λοιπόν όσα είναι υπόλοιπα ειπέ τα καθώς σου
αρέσει.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν συμφώνως με την φύσιν από κάποιαν λογικήν συνέπειαν κατόπιν των
μικτών ηδονών ας προχωρήσωμεν εις τας αμιγείς με την σειράν των.

                                Πρώταρχος.
Ωραιότατα το είπες.

                                Σωκράτης.
Εγώ λοιπόν θα προσπαθήσω κατ' άλλον τρόπον να εξηγήσω αυτάς μεταξύ μας.
Δηλαδή δεν πείθομαι τόσον πολύ εις εκείνους οι οποίοι διισχυρίζονται
ότι όλαι αι ηδοναί είναι διάλειμμα των διαφόρων ειδών της λύπης, αλλά
καθώς είπα, σας προσκαλώ μάρτυρας εις το ζήτημα ότι υπάρχουν μερικαί
φαινομενικαί ηδοναί, αι οποίαι δεν είναι διόλου πραγματικαί, και άλλαι
που νομίζονται μεγάλαι και πολλαί συγχρόνως, και όμως αυταί είναι
φύρδην μίγδην ανάμικτοι στενοχωρίαι ομού με λύπας και με διαλείμματα
των μεγαλιτέρων οδυνών των περιστρεφομένων και εις το σώμα και εις την
ψυχήν.

                                Πρώταρχος.
Αληθείς όμως ποίας όταν θεωρεί κανείς, καλέ Σωκράτη, θα σκέπτεται ορθώς
;

                                Σωκράτης.
Τας αναφερομένας εις τα λεγόμενα ωραία χρώματα και σχήματα και εις τας
περισσοτέρας οσμάς και τους μουσικούς τόνους• και εις όσα ενώ εις τας
ελλείψεις των δεν προξενούν αίσθησιν και λύπην, τας αναπληρώσεις των
τας παραδίδουν εις ημάς αισθητάς και ηδονικάς και καθαράς από τας
λύπας.

                                Πρώταρχος.
Πώς λοιπόν, καλέ Σωκράτη, λέγομεν αυτά τόρα πάλιν ούτω πως ;

                                Σωκράτης.
Βεβαίως δεν είναι αμέσως εξ αρχής σαφή όσα λέγω, πρέπει όμως να
προσπαθήσωμεν να τα εξηγήσωμεν. Δηλαδή και των σχημάτων κάλλος δεν θέλω
τόρα να παραδεχθώ εκείνο το οποίον παραδέχονται οι περισσότεροι, λόγου
χάριν των ζώων ή μερικών ζωγραφημάτων, αλλά τοιούτον ονομάζω κάποιον
ευθύγραμμον (το φέρνει ο λόγος μας) και περιφέρειαν και συμφώνως με
αυτά βεβαίως όσα κατασκευάζονται με τόρνους επίπεδα και στερεά σώματα,
και όσα με τους κανόνας και με τας γωνίας, αν με εννοής. Διότι αυτά δεν
τα ονομάζω ωραία σχετικώς με άλλο τίποτε, καθώς άλλα, αλλά ότι είναι
παντοτινά ωραία καθ' εαυτά εκ φύσεως και έχουν συγγενείς κάποιας
ηδονάς, αι οποίαι δεν είναι διόλου παρόμοιαι με τα γαργαλίσματα. Και τα
χρώματα λοιπόν, όταν έχουν αυτόν τον τύπον, είναι ωραία, καθώς και αι
ηδοναί. Αλλά τόρα άραγε το εννοούμεν, ή πώς αλλέως ;

                                Πρώταρχος.
Εγώ προσπαθώ πραγματικώς να το εννοήσω, καλέ Σωκράτη, προσπάθησε όμως
και συ να το εξηγήσης καλλίτερα.

                                Σωκράτης.
Ονομάζω λοιπόν τους τόνους, τους ομαλούς και καθαρούς, οι οποίοι δίδουν
μίαν καθαράν μελωδίαν, όχι σχετικώς με άλλο τίποτε ωραίους, αλλά μόνους
των, και παραδέχομαι ότι αυτούς τους παρακολουθούν συγγενείς ηδοναί.

                                Πρώταρχος.
Και αυτό βεβαίως είναι αληθές.

                                Σωκράτης.
Το δε γένος των ηδονών το περιστρεφόμενον εις τας οσμάς είναι βεβαίως
ολιγώτερον θείον από αυτά. Το ότι όμως δεν είναι ανάμικτοι με αυτάς
απαραίτητοι λύπαι και πώς μας συμβαίνει τούτο και μέσα εις ποία
πράγματα, τούτο ολόκληρον το θεωρώ αντίστροφον με εκείνα. Λοιπόν, αν
παρακολουθής, αυτά τα ονομάζομεν (!) δύο είδη των ηδονών.

                                Πρώταρχος.
Παρακολουθώ.

                                Σωκράτης.
Ακόμη λοιπόν ας προσθέσωμεν εις αυτά και τας ηδονάς τας περιστρεφομένας
εις τα μαθήματα, εάν βεβαίως νομίζωμεν ότι αυταί δεν περιέχουν πείναν
της μαθήσεως ούτε ότι από την πείναν προς τα μαθήματα γίνονται εις ημάς
εξ αρχής λυπηραί.

                                Πρώταρχος.
Μάλιστα το παραδέχομαι.

                                Σωκράτης.
Και λοιπόν ; Όταν αναπληρωθώμεν με μαθήματα, και κατόπιν επέλθουν
αποβολαί ένεκα λήθης, παρατηρείς ότι συμβαίνουν κάποιοι πόνοι εις αυτάς
;

                                Πρώταρχος.
Όχι βεβαίως εκ φύσεως, αλλά κάποτε όταν συλλογιζώμεθα το μάθημα και
λυπηθώμεν διότι το εστερήθημεν ένεκα της χρησιμότητος.

                                Σωκράτης.
Και όμως, αξιομακάριστε φίλε, ημείς τόρα εξετάζομεν μόνον τα φυσικά
παθήματα χωριστά από τον συλλογισμόν.

                                Πρώταρχος.
Τότε λοιπόν καλά λέγεις ότι χωρίς λύπην μας συμβαίνει η λήθη κάθε τόσον
εις τα μαθήματα.

                                Σωκράτης.
Αυτάς λοιπόν τας ηδονάς των μαθημάτων πρέπει να τας θεωρήσωμεν αμιγείς
από λύπας και ότι δεν ανήκουν εις τους κοινούς ανθρώπους αλλά εις τους
πολύ σπανίους.

                                Πρώταρχος.
Και πώς δεν πρέπει να τας θεωρήσωμεν;

                                Σωκράτης.
Αφού λοιπόν πλέον εχωρίσαμεν καθώς πρέπει τας καθαράς ηδονάς και
εκείνας αι οποίαι θα ήτο ορθόν να ονομασθούν σχεδόν ακάθαρτοι, ας
προσθέσωμεν εις τον ορισμόν μας διά μεν τας ορμητικάς ηδονάς την
αμετρίαν, διά δε τας μη ορμητικάς αντιθέτως συμμετρίαν. Και εκείνας μεν
όσαι επιδέχονται το μέγα και ορμητικόν και το πολλάκις και πλειστάκις,
αν τας κατατάξωμεν εις εκείνο το απέραντον γένος και εις την
αυξομείωσιν η οποία διέρχεται από το σώμα και από την ψυχήν μας,
εκείνας δε όσαι δεν επιδέχονται ας τας κατατάξωμεν εις το γένος των
συμμέτρων.

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά ομιλείς, Σωκράτη μου.

                                Σωκράτης.
Τόρα λοιπόν πάλιν κατόπιν από αυτά ας εξετάσωμεν και το εξής.

                                Πρώταρχος.
Τι πράγμα ;

                                Σωκράτης.
Ποίον άραγε να δεχθώμεν ότι έχει σχέσιν με την αλήθειαν ;

Το καθαρόν και άδολον, ή το ορμητικόν και το πολύ και το μέγα και το
αρκετόν ;

                                Πρώταρχος.
Τι άραγε, καλέ Σωκράτη, επιδιώκει αυτή η ερώτησίς σου ;

                                Σωκράτης.
Να μην παραλείψω τίποτε, φίλε Πρώταρχε, εις τον έλεγχον της ηδονής και
της επιστήμης, εάν βεβαίως έν μέρος από έκαστον από αυτά είναι καθαρόν,
άλλο δε δεν είναι καθαρόν, διά να παρουσιασθή το καθέν καθαρόν εις την
κρίσιν, και καταστήση εις εμέ και εις εσέ και εις όλους τούτους εδώ
ευκολωτέραν την κρίσιν.

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά.

                                Σωκράτης.
Εμπρός λοιπόν, δι' όλα τα γένη τα οποία ονομάζομεν καθαρά, ας σκεφθώμεν
το εξής. Πρώτον ας εκλέξωμεν έν μέρος αυτών και ας το ερευνήσωμεν
καλώς.

                                Πρώταρχος.
Ποίον λοιπόν να εκλέξωμεν ;

                                Σωκράτης.
Αν αγαπάς, ας εξετάσωμεν πρώτα από όλα το γένος των λευκών.

                                Πρώταρχος.
Πολύ καλά.

                                Σωκράτης.
Πώς λοιπόν ημπορούμεν να αποκτήσωμεν καθαριότητα του λευκού και ποία
είναι αυτή ; Άραγε το ανώτατον και το περισσότερον λευκόν από όλα ή το
αμιγέστερον, εις τα οποία δεν υπάρχει κανέν μερίδιον άλλου χρώματος ;

                                Πρώταρχος.
Είναι φανερόν ότι το καθαρειότερον από όλα.

                                Σωκράτης.
Πολύ ορθά. Αλλ' άραγε, φίλε Πρώταρχε, δεν θα θεωρήσωμεν αυτό ως το
αληθέστερον και συγχρόνως το ωραιότερον από όλα τα λευκά, όχι όμως το
περισσότερον ούτε το μεγαλίτερον;

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά βεβαίως.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν το &μικρόν& καθαρόν &λευκόν&, αν το θεωρήσωμεν λευκότερον και
ωραιότερον και αληθέστερον από το ανάμικτον &εκτενές λευκόν&, θα
ομιλήσωμεν εντελώς ορθώς ;

                                Πρώταρχος.
Εντελέστατα βεβαίως.

                                Σωκράτης.
Και λοιπόν ; Βεβαίως δεν θα λάβωμεν ανάγκην πολλών παρομοίων
παραδειγμάτων διά το ζήτημα της ηδονής, αλλά από αυτό ημπορούμεν να
εννοήσωμεν, ότι βεβαίως και παν είδος ηδονής το μικρόν απέναντι του
μεγάλου και το ολίγον απέναντι του πολλού, το καθαρόν από λύπην, είναι
ηδονικώτερον και αληθέστερον και ωραιότερον.

                                Πρώταρχος.
Καθ' υπερβολήν μάλιστα, και αυτό βεβαίως το παράδειγμα είναι αρκετόν.

                                Σωκράτης.
Και λοιπόν το εξής ; Άραγε δεν ακούσαμεν ποτέ περί της ηδονής ότι είναι
μία διαρκής γένεσις, και ότι ουσία δεν υπάρχει διόλου της ηδονής ;
Δηλαδή μερικοί ευφυολόγοι προσπαθούν να μας αναγγέλλουν αυτόν τον λόγον
πάλιν, και πρέπει να τους χρεωστούμεν χάριν.

                                Πρώταρχος.
Διατί τάχα ;

                                Σωκράτης.
θα σου το εξηγήσω εντελώς αυτό το ίδιον, αγαπητέ Πρώταρχε, ερωτών σε εξ
αρχής.

                                Πρώταρχος.
Λέγε και ερώτα και μη σε μέλει.

                                Σωκράτης.
Υπάρχουν λοιπόν δύο είδη, το έν μεν που είναι μόνον του, το δε άλλο που
επιθυμεί άλλο.

                                Πρώταρχος.
Πώς τα εννοείς αυτά και ποία είναι ;

                                Σωκράτης.
Το έν μεν επλάσθη πάντοτε σεβασμιώτατον, το δε άλλο στερούμενον αυτού
του στοιχείου (της σεβασμιότητος).

                                Πρώταρχος.
Εξήγησέ το σαφέστερον ακόμη.

                                Σωκράτης.
Ωμορφόπαιδα βεβαίως ωραία και καλά έχομεν ιδή και συγχρόνως εραστάς
αυτών ανδρείους.

                                Πρώταρχος.
Πολύ μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Με αυτούς λοιπόν οι οποίοι είναι δύο, ζήτησε να εύρης άλλα δύο όμοια
μεταξύ όλων όσα λέγομεν ότι υπάρχουν.

                                Πρώταρχος.
Θέλεις πλέον να ερωτήσω και τρίτην φοράν ; Λέγε καθαρώτερα, καλέ
Σωκράτη, τι εννοείς ;

                                Σωκράτης.
Διόλου κανέν πολύπλοκον, φίλε Πρώταρχε. Αλλ' απλώς ο λόγος μας έγινε
πολύλογος, και λέγει ότι άλλο μεν από τα όντα είναι πάντοτε αιτία
άλλου, άλλο δε είναι κάθε τόσον εκείνο, χάριν του οποίου υπάρχει η
αιτία.

                                Πρώταρχος.
Μόλις το ενόησα, διότι το επανέλαβες πολλάκις.

                                Σωκράτης.
Πολύ πιθανόν όμως, παιδί μου, να το εννοήσωμεν καλλίτερα όσον προχωρεί
ο λόγος.

                                Πρώταρχος.
Διατί όχι βεβαίως ;

                                Σωκράτης.
Λοιπόν ας πάρωμεν άλλα δύο, τα εξής.

                                Πρώταρχος.
Ποία ;

                                Σωκράτης.
Έν μεν την γένεσιν των πάντων, και άλλο έν την ουσίαν (ύπαρξιν,
πλάσιν).

                                Πρώταρχος.
Παραδέχομαι αυτά σου τα δύο, δηλαδή την ουσίαν και την γένεσιν.

                                Σωκράτης.
Πολύ ορθά. Λοιπόν από αυτά τα δύο ποίον άραγε θα δεχθώμεν ότι υπάρχει
χάριν του άλλου, η γένεσις χάριν της ουσίας, ή η ουσία χάριν της
γενέσεως ;

                                Πρώταρχος.
Με ερωτάς δηλαδή τόρα αν αυτό το οποίον ονομάζεται ουσία είναι αυτό που
είναι εξ αίτιας της γενέσεως ;

                                Σωκράτης.
Έτσι φαίνεται (!).

                                Πρώταρχος.
Δι' όνομα των θεών, μη τυχόν άραγε με ερωτάς πάλιν κάτι τι παρόμοιον;
«Λέγε μου, καλέ Πρώταρχε, άραγε εξ αίτιας των πλοίων λέγεις ότι υπάρχει
η ναυπηγία μάλλον, ή τα πλοία εξ αιτίας της ναυπηγίας, και όλα όσα
είναι παρόμοια ;».

                                Σωκράτης.
Αυτό ακριβώς λέγω, φίλε Πρώταρχε.

                                Πρώταρχος.
Τότε λοιπόν διατί δεν έδωκες μόνος σου απάντησιν εις τον εαυτόν σου,
Σωκράτη μου ;

                                Σωκράτης.
Δεν υπάρχει λόγος να μη δώσω. Συ όμως λάμβανε μέρος εις τον λόγον (!).

                                Πρώταρχος.
Πολύ καλά.

                                Σωκράτης.
Λέγω λοιπόν ότι εξ αιτίας της γενέσεως παρέχονται εις όλους τα χρώματα
και όλα τα όργανα και παν υλικόν, πάσα δε γένεσις γίνεται πάντοτε εξ
αιτίας άλλης ουσίας εκάστοτε, και ότι όλη η γένεσις γίνεται εξ αιτίας
όλης της ουσίας.

                                Πρώταρχος.
Πολύ καθαρά το εξήγησες πραγματικώς.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν η ηδονή ; εάν βεβαίως είναι γένεσις, είναι λογικόν να παράγεται
εξ αιτίας κάποιας ουσίας.

                                Πρώταρχος.
Αμέ τι ;

                                Σωκράτης.
Αλλά η αιτία διά την οποίαν παράγεται το παράγωγον της αιτίας ανήκει
εις την τάξιν του αγαθού. Το παραγόμενον όμως εξ αιτίας άλλου τινός
πρέπει, λαμπρέ μου άνθρωπε, να το κατατάξωμεν εις άλλην τάξιν.

                                Πρώταρχος.
Είναι πολύ λογικόν.

                                Σωκράτης.
Επομένως, αφού η ηδονή είναι γένεσις, εάν την κατατάξωμεν εις διάφορον
τάξιν από το αγαθόν, δεν θα κάμωμεν καλά ;

                                Πρώταρχος.
Πολύ καλά βεβαίως.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν καθώς είπα εις την αρχήν τούτου του λόγου, ο οποίος μας
ειδοποίησε περί της ηδονής ότι είναι γένεσις, και ότι κανέν μέρος αυτής
δεν είναι ουσία, δεν πρέπει να του χρεωστούμεν χάριν ; Δηλαδή είναι
φανερόν ότι αυτός περιγελά τους διισχυριζομένους ότι η ηδονή είναι
αγαθόν.

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Και βεβαίως αυτός ο ίδιος θα περιγελάση κάθε τόσο και δι' όσα
τελειόνουν με τας διαφόρους γενέσεις.

                                Πρώταρχος.
Πώς λοιπόν και ποίους εννοείς ;

                                Σωκράτης.
Αυτούς οι οποίοι θεραπεύουν ή την πείναν ή την δίψαν ή κάτι τι
παρόμοιον από όσα θεραπεύει η γένεσις, και ευχαριστούνται διά την
γένεσιν, διότι είναι ηδονή, και λέγουν ότι δεν θα εδέχοντο να ζουν υπό
τον όρον να μη διψούν και να μη πεινούν και να μη πάσχουν όλα τα άλλα
τα οποία ημπορεί κανείς να απαριθμήση, όσα παρακολουθούν τα τοιαύτα
αισθήματα.

                                Πρώταρχος.
Έτσι φαίνονται τουλάχιστον.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν της γενέσεως δεν θα παραδεχθώμεν όλοι ότι το αντίθετον είναι η
φθορά;

                                Πρώταρχος.
Αυτό είναι λογικόν.

                                Σωκράτης.
Τότε λοιπόν την φθοράν και την γένεσιν ίσως προτιμά κανείς όταν προτιμά
αυτά, και όχι την τρίτην εκείνην κατάστασιν του βίου, εις την οποίαν
δεν υπάρχει ούτε χαρά ούτε λύπη, αλλά διανόησις μόνον όσον το δυνατόν
καθαρωτάτη.

                                Πρώταρχος.
Φαίνεται, καλέ Σωκράτη, ότι είναι πάρα πολύ το άτοπον, εάν κανείς δεχθή
την ηδονήν ως αγαθόν.

                                Σωκράτης.
Πολύ, άλλως τε ας το είπουμεν ακόμη κατά τον εξής τρόπον.

                                Πρώταρχος.
Ποίον ;

                                Σωκράτης.
Πώς δεν είναι άτοπον, ενώ δεν υπάρχει ούτε κανέν αγαθόν ούτε κανέν
καλόν ούτε εις τα σώματα ούτε εις πολλά άλλα εκτός της ψυχής, εις αυτήν
πάλιν μόνον η ηδονή να υπάρχη, η ανδρεία όμως ή η σωφροσύνη ή ο νους, ή
κανέν άλλο από όσα αγαθά εδόθησαν εις την ψυχήν, να μην υπάρχη κανέν;
Έπειτα ακόμη εκείνον όστις δεν ευχαριστείται, αλλά πονεί, να
αναγκαζώμεθα να τον θεωρούμεν κακόν όταν πονή, και αν είναι ο
καλλίτερος από όλους, και εκείνον όστις ευχαριστείται πάλιν, όσον
περισσότερον ευχαριστείται, την στιγμήν που ευχαριστείται, τόσον
περισσότερον να τον θεωρούμεν ότι είναι υπέροχος εις την αρετήν ;

                                Πρώταρχος.
Όλα αυτά, Σωκράτη μου, είναι όσον φαντάζεσαι ατοπώτατα.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν ας μη προσπαθούμεν να εξερευνήσωμεν εντελώς όλην την ηδονήν, διά
δε τον νουν και την επιστήμην να φανούμεν ωσάν φειδωλοί. Αλλά με
γενναιότητα, εάν έχη κάπου κανέν μέρος σαθρόν, ας το καθαρίσωμεν, έως
ότου εννοήσαντες ό,τι καθάρειον υπάρχει εις την φύσιν αυτών, το
χρησιμοποιήσωμεν διά την κρίσιν μεταξύ αυτών και των αληθεστέρων μερών
της ηδονής.

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν, καθώς νομίζω, το έν από αυτά δημιουργεί την μάθησιν των
μαθημάτων, το δε άλλο την παίδευσιν και ανατροφήν, ή πώς αλλέως;

                                Πρώταρχος.
Καθώς είπες.

                                Σωκράτης.
Εις δε τας χειρωνακτικάς ας σκεφθώμεν μήπως άλλη μεν συνδέεται
περισσότερον με την επιστήμην, άλλη δε ολιγώτερον και πρέπει άλλα μεν
να θεωρούμεν όσον το δυνατόν καθαρότατα, άλλα δε όσον το δυνατόν
ακάθαρτα.

                                Πρώταρχος.
Τότε βεβαίως πρέπει.

                                Σωκράτης.
Τότε λοιπόν πρέπει εκάστης τάξεως από αυτάς να πάρωμεν τας
αρχιεργατικάς.

                                Πρώταρχος.
Ποίας και πώς ;

                                Σωκράτης.
Λόγου χάριν, εάν από όλας τας τέχνας αποχωρίση κανείς, την αριθμητικήν
και την μετρικήν και την σταθμικήν, με μίαν λέξιν θα είναι ποταπόν ό,τι
μένει από εκάστην.

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως ποταπόν.

                                Σωκράτης.
Τουλάχιστον μένει τότε πλέον να εικοτολογούμεν και να σπουδάζωμεν τας
εντυπώσεις των αισθητηρίων με κάποιαν πείραν και τριβήν,
προσλαμβάνοντες ως βοήθημα τας δυνάμεις της σκοπευτικής, τας οποίας
πολλοί τας ονομάζουν τέχνας, αι οποίαι με την μελέτην και τον κόπον
παρασκευάζουν την ρωμαλεότητα.

                                Πρώταρχος.
Ομιλείς πολύ λογικά.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν από αυτά είναι γεμάτη πρώτον βεβαίως η μουσική, η οποία
προσαρμόζει το σύμφωνον όχι με το μέτρον, αλλά με μελετημένην
επιτηδειότητα. Και όλον το αυλητικόν μέρος αυτής, η οποία επιδιώκει με
επιτηδειότητα το μέτρον εκάστης χορδής, ώστε να είναι ανάμικτον πολύ
μέρος ασαφές, και ολίγον ασφαλές.

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά.

                                Σωκράτης.
Και βεβαίως και την ιατρικήν και την γεωργίαν και την πλοιαρχικήν και
την στρατηγικήν θα τας εύρωμεν ότι είναι όμοιαι.

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Την αρχιτεκτονικήν όμως, νομίζω, η οποία μεταχειρίζεται πλείστα μέτρα
και όργανα, αυτά που δίδουν εις αυτήν μεγάλην ακρίβειαν την καθιστούν
τεχνικωτέραν από πολλάς άλλας επιστήμας.

                                Πρώταρχος.
Πώς;

                                Σωκράτης.
Εις την ναυπηγίαν και οικοδόμησιν και εις πολλά άλλα είδη της
ξυλουργικής. Διότι, νομίζω, μεταχειρίζεται κανόνα και τόρνον και
διαβήτην και στάθμην και κάποιον ωραίον ισιαστήρι.

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα, καλέ Σωκράτη, πολύ ορθά ομιλείς.

                                Σωκράτης.
Ας χωρίσωμεν λοιπόν εις δύο τας λεγομένας τέχνας, και όσαι μεν
ακολουθούν εις τα έργα των την μουσικήν ας ακούμεν ότι μετέχουν
ολιγώτερον από την ακρίβειαν, όσαι δε ακολουθούν την τεκτονικήν ότι
μετέχουν περισσότερον.

                                Πρώταρχος.
Παραδέχομαι.

                                Σωκράτης.
Από αυτάς δε τας τελευταίας ότι ακριβέσταται είναι εκείναι τας οποίας
ανεφέραμεν πρώτα πρώτα προ ολίγου.

                                Πρώταρχος.
Μου φαίνεσαι ότι εννοείς την αριθμητικήν και τας άλλας τέχνας τας
οποίας επρόφερες προ ολίγου.

                                Σωκράτης.
Βεβαιότατα. Αλλά, φίλε Πρώταρχε, άραγε δεν πρέπει πάλιν και αυτάς να
τας θεωρήσωμεν δύο ειδών ; Ή πώς αλλέως ;

                                Πρώταρχος.
Ποίας λοιπόν εννοείς ;

                                Σωκράτης.
Ως προς την άριθμητικήν πρώτον, άραγε δεν πρέπει να δεχθώμεν ότι άλλη
μεν είναι η αριθμητική των κοινών ανθρώπων, και άλλη των φιλοσόφων ;

                                Πρώταρχος.
Με ποίαν άραγε διάκρισιν θα δεχθή κανείς δύο ειδών αριθμητικήν ;

                                Σωκράτης.
Δεν είναι εύκολος ο ορισμός των συνόρων, φίλε Πρώταρχε. Δηλαδή, νομίζω,
εκείνοι μεν μετρούν με αριθμούς μονάδας ανίσους, λόγου χάριν δύο
στρατόπεδα και δύο βώδια, και δύο όλως διόλου μικρά ή τα μεγαλίτερα από
όλα τα πράγματα. Αυτοί όμως ποτέ δεν δέχονται να συμφωνήσουν με αυτούς,
εάν κανείς δεν παραδεχθή ότι καμμία μονάς δεν διαφέρει από άλλην μονάδα
μεταξύ όλων των εκατομμυρίων.

                                Πρώταρχος.
Πραγματικώς αυτή η διαφορά που λέγεις δεν είναι μικρά μεταξύ των
ασχολουμένων εις τους αριθμούς, ώστε είναι λογικόν να θεωρούμεν δύο
αυτάς τας τέχνας.

                                Σωκράτης.
Και λοιπόν ; Η λογιστική και η μετρική η εφαρμοζόμενη εις την
αρχιτεκτονικήν και το εμπόριον απέναντι της φιλοσοφικής γεωμετρίας και
των αναλυτικών υπολογισμών — άραγε ως μία πρέπει να θεωρηθή καθεμία ή
να δεχθώμεν δύο ;

                                Πρώταρχος.
Συμφώνως με τα προηγούμενα εγώ τουλάχιστον με την ψήφόν μου θα θεωρήσω
ως δύο καθεμίαν από αυτάς.

                                Σωκράτης.
Πολύ ορθά. Αλλά εννοείς άραγε διά ποίον σκοπόν εφέραμεν αυτά εις το
μέσον ;

                                Πρώταρχος.
Ίσως, αλλά επιθυμώ συ πρώτος να απαντήσης εις αυτήν την ερώτησίν μας
(!).

                                Σωκράτης.
Λοιπόν μου φαίνεται ότι αυτός ο λόγος όχι ολιγώτερον λέγει, τόρα παρ'
ό,τι έλεγε εις την αρχήν, όταν εζητούσε να εύρη το αντίστροφον από τας
ηδονάς, και ότι εξετάζει μήπως άραγε υπάρχει καμμία επιστήμη καθαρωτέρα
από άλλην επιστήμην καθώς και ηδονή από ηδονήν.

                                Πρώταρχος.
Αυτό είναι πολύ σαφές, ότι δηλαδή αυτά δι' αυτόν τον λόγον τα
εδοκίμασε.

                                Σωκράτης.
Και λοιπόν; Άραγε εις τα προηγούμενα δεν εύρισκε ότι εις άλλα πράγματα
άλλη τέχνη είναι σαφεστέρα από άλλην και άλλη ασαφεστέρα από άλλην ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Εις αυτά λοιπόν άραγε δεν αποκαλεί κάποιαν τέχνην ομώνυμον, αφού τας
παρέστησε εις την κρίσιν μας ως μίαν, και τόρα πάλιν ερωτά εκ νέου
μεταξύ αυτών την σαφήνειαν και την καθαρότητα ως προς αυτά ποία την
περιέχει ακριβέστερον, άραγε η τέχνη των φιλοσόφων ή των ασόφων ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα μου φαίνεται ότι αυτό ερωτά.

                                Σωκράτης.
Ποίαν απάντησιν λοιπόν, καλέ Πρώταρχε, θέλεις να δώσωμεν (!) εις αυτόν
;

                                Πρώταρχος.
Καλέ Σωκράτη, εις πολύ μεγάλον βαθμόν διαφοράς εφθάσαμεν ως προς την
σαφήνειαν των επιστημών.

                                Σωκράτης.
Τότε λοιπόν δεν θα απαντήσωμεν ευκολώτερον ;

                                Πρώταρχος.
Αμέ τι άλλο ; Και βεβαίως ας ειπούμεν ότι και αυταί πολύ διαφέρουν από
τας άλλας τέχνας, από τας ιδίας όμως αναμεταξύ των διαφέρουν απείρως
κατά την ακρίβειαν και την αλήθειαν ως προς τα μέτρα και τους αριθμούς
αι περιστρεφόμεναι εις τους πόθους των φιλοσοφούντων.

                                Σωκράτης.
Αυτά ας τα παραδεχθώμεν κατά την ιδικήν σου γνώμην και λοιπόν τόρα
έχοντες πεποίθησιν εις εσέ ας απαντήσωμεν με θάρρος εις τους δεινούς
σκοπευτάς των λόγων....

                                Πρώταρχος.
Τι πράγμα ;

                                Σωκράτης.
Ότι υπάρχουν δύο αριθμητικαί και δύο μετρικαί και αυτάς ακολουθούν
άλλαι πολλαί παρόμοιαι, αι οποίαι έχουν την ιδίαν διδυμικήν συγγένειαν,
αλλά απέκτησαν έν μόνον όνομα.

                                Πρώταρχος.
Ας απαντήσωμεν (!) με το καλό, Σωκράτη μου. με αυτήν την απάντησιν εις
αυτούς τους οποίους ονομάζεις δεινούς.

                                Σωκράτης.
Αυτάς λοιπόν θεωρούμεν ως κυρίως ακριβείς επιστήμας ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Αλλά, φίλε Πρώταρχε, προηγουμένως θα εξαντληθή η συζητητική δύναμίς
μας, εάν θελήσωμεν να προτιμήσωμεν καμμίαν άλλην από αυτήν.

                                Πρώταρχος.
Ποίαν λοιπόν εννοείς τόρα πάλιν ;

                                Σωκράτης.
Είναι προφανές ότι ο καθείς ημπορεί να εννοήση αυτήν που λέγομεν τόρα.
Δηλαδή εγώ νομίζω ότι την γνώσιν περί του όντος και του πραγματικού και
του εκ φύσεως πάντοτε αναλλοιώτου όλοι χωρίς άλλο, όσοι έχουν έστω και
ολίγον μυαλό μόνον, την θεωρούν ως εξόχως αληθεστάτην. Συ όμως τι την
θεωρείς; Πώς ημπορείς να κρίνης αυτό το ζήτημα, φίλε Πρώταρχε ;

                                Πρώταρχος.
Εγώ τουλάχιστον βεβαίως, καλέ Σωκράτη, ήκουα κάθε τόσον από τον Γοργίαν
πολλάκις, ότι η τέχνη της πειθούς είναι πολύ ανωτέρα από όλας τας
τέχνας. Διότι καθιστά εις εαυτήν υποχείρια τα πάντα εκουσίως και όχι
διά της βίας, και ότι είναι η υπερόχως αρίστη από όλας τας τέχνας. Τόρα
όμως βεβαίως ούτε εις σε θέλω να δώσω αντίθετον γνώμην, ούτε όμως εις
εκείνον.

                                Σωκράτης.
Μου φαίνεται ως να θέλης να ειπής ότι εντρέπεσαι να καταθέσης τα όπλα.

                                Πρώταρχος.
Τόρα ας είναι όπως θέλεις εσύ.

                                Σωκράτης.
Αλλ' άραγε πταίω εγώ διότι συ δεν απαντάς καλά;

                                Πρώταρχος.
Διά τι πράγμα ;.

                                Σωκράτης.
Εγώ, φίλε Πρώταρχε, δεν εξήταζα ακόμη αυτό το ζήτημα, δηλαδή ποία τέχνη
ή ποία επιστήμη είναι πολύ ανωτέρα από όλας ως μεγίστη και αρίστη και
πολύ ωφέλιμος δι' ημάς, αλλά ποία άραγε εξετάζει το σαφές και το
ακριβές και το αληθέστατον, έστω και αν είναι μικρά η ωφελεία της, αυτό
είναι που εζητούσαμεν προ ολίγου. Πρόσεχε λοιπόν, διότι και εις τον
Γοργίαν δεν θα γίνης μισητός, εις μεν την τέχνην εκείνου απονέμων τα
πρωτεία ως προς την χρησιμότητα διά τους ανθρώπους, ως ανωτέραν δε
θεωρών αυτήν την ασχολίαν που είπα εγώ τόρα, καθώς ελέγαμεν τότε ως
προς το λευκόν, ότι δηλαδή, και όταν είναι μικρόν, είναι όμως καθαρόν,
είναι ανώτερον από το πολύ και μη καθαρόν ως προς αυτήν την τελείαν
αλήθειαν. Ομοίως λοιπόν και τόρα, αφού σκεφθώμεν υπερβολικά και
συλλογισθώμεν αρκετά, &χωρίς να λάβωμεν υπ' όψιν κάποιαν ωφέλειαν των
επιστημών ούτε τας ευδοκιμήσεις των, αλλ' αν επλάσθη καμμία δύναμις της
ψυχής μας να αγαπά την αλήθειαν και όλα να τα εκτελή χάριν αυτής& και
μόνον, αφού εξετάσωμεν το καθαρόν μέρος του νου και της φρονήσεως, να
ειπούμεν περί αυτής αν παραδεχόμεθα κατά την λογικήν πιθανότητα ότι
αυτήν κυρίως έχομεν εντός μας ή μήπως πρέπει να ζητήσωμεν καμμίαν άλλην
εγκυροτέραν από αυτήν.

                                Πρώταρχος.
Προσέχω και μου φαίνεται ότι είναι δύσκολον να παραδεχθή κανείς ότι
κάποια άλλη επιστήμη ή τέχνη συνδέεται με την αλήθειαν περισσότερον από
αυτήν.

                                Σωκράτης.
Αλλ' άραγε τοιούτον τι εσκέφθης και είπες τόρα αυτά, ότι δηλαδή αι
περισσότεραι τέχναι και όσοι ασχολούνται εις αυτάς, πρώτον μεν
μεταχειρίζονται γνώμας και αυτάς τας γνώμας τας ερευνούν εντόνως ; Και
αν κανείς νομίζη ότι σκέπτεται περί της φύσεως, εννοείς ότι πάλιν
ερευνά τα ζητήματα αυτού του κόσμου, δηλαδή πώς παρήχθη και πώς πάσχει
και πώς ενεργεί εις όλην του την ζωήν ; Να τα παραδεχθώμεν αυτά ή πώς
αλλέως;

                                Πρώταρχος.
Μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Αλλ' άραγε ο τοιούτος δεν επήρε επάνω του αυτόν τον κόπον όχι ως προς
τα παντοτινά όντα, αλλά ως προς τα παρόντα και μέλλοντα και παρελθόντα
;

                                Πρώταρχος.
Έχεις πληρέστατον δίκαιον.

                                Σωκράτης.
Από αυτά όμως θα παραδεχθώμεν ότι υπάρχει τίποτε σαφές συμφώνως με την
ακριβεστάστην αλήθειαν, από όσα ούτε υπήρξε ποτέ κανέν αναλλοίωτον ούτε
θα υπάρξη ούτε τόρα υπάρχει;

                                Πρώταρχος.
Πώς είναι δυνατόν;

                                Σωκράτης.
Λοιπόν δι' εκείνα τα οποία δεν έχουν καμμίαν βεβαιότητα, πώς είναι
δυνατόν να αποκτήσωμεν ημείς και την παραμικροτέραν βεβαιότητα ;

                                Πρώταρχος.
Νομίζω, με κανένα τρόπον.

                                Σωκράτης.
Ούτε λοιπόν νους ούτε καμμία επιστήμη υπάρχει δι' αυτά περιέχουσα την
τελείαν αλήθειαν.

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως δεν είναι λογικόν.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν τον κύριον σε και εμέ και τον Γοργίαν και τον Φίληβον πρέπει
συχνά να τους αφήνωμεν κατά μέρος και τούτο να φέρωμεν ως μάρτυρα εις
τον λόγον.

                                Πρώταρχος.
Τι πράγμα ;

                                Σωκράτης.
Ότι δηλαδή ή εις εκείνα περιστρέφεται και το βέβαιον και το καθαρόν και
το αληθές και αυτό που είπαμεν καθάρειον, δηλαδή εις τα διαρκώς
αναλλοίωτα και εντελώς αμιγή, ή όσον το δυνατόν εις τα συγγενέστερα με
εκείνα, όλα δε τα άλλα πρέπει να τα θεωρήσωμεν δεύτερα και υστερώτερα.

                                Πρώταρχος.
Αυτό είναι πολύ αληθές.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν όσα ονόματα είναι ωραιότερα από τα σχετικά με αυτά, δεν είναι
άραγε δικαιότατον να τα αποδώσωμεν εις τα ωραιότατα;

                                Πρώταρχος.
Είναι λογικόν βεβαίως.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν ο νους και η φρόνησις δεν είναι τα ονόματα τα οποία ημπορεί
κανείς να τα τιμήση περισσότερον από όλα;

                                Πρώταρχος.
Μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Επομένως αυτά είναι με ακρίβειαν νομοθετημένα διά να αποδίδωνται ορθώς
εις τας σκέψεις περί του όντως όντος.

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Και όμως όσα εγώ τότε προσέφερα εις την δίκην μας, δεν είναι
διαφορετικά παρά αυτά τα ονόματα.

                                Πρώταρχος.
Αμέ τι άλλο, καλέ Σωκράτη ;

                                Σωκράτης.
Πολύ καλά. Λοιπόν το ζήτημα της φρονήσεως και της ηδονής χάριν της
αναμίξεως μεταξύ των, από όσα ή με όσα υλικά πρόκειται να
κατασκευάσωμεν κάτι τι, ωσάν τεχνίται, ότι πρέπει να ευρίσκεται ως
παρακαταθήκη, ίσως θα το εσυμπέραινε κανείς ορθώς από τον λόγον μας.

                                Πρώταρχος.
Πολύ μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Ύστερον λοιπόν από τούτο δεν πρέπει να δοκιμάσωμεν να τας αναμίξωμεν ;

                                Πρώταρχος.
Αμέ τι άλλο ;

                                Σωκράτης.
Λοιπόν, αν ειπούμεν προηγουμένως και αν ενθυμίσωμεν εις τον εαυτόν μας
(!) και τα εξής, άραγε δεν θα ήτο ορθόν ;

                                Πρώταρχος.
Ποία ;

                                Σωκράτης.
Αυτά που αναφέραμεν και προηγουμένως. Φαίνεται δε ότι είναι ορθή η
παροιμία που λέγει ότι δύο και τρεις φοράς πρέπει να επαναλαμβάνωμεν
διά λόγου ό,τι είναι ορθόν.

                                Πρώταρχος.
Αμέ τι;

                                Σωκράτης.
Εμπρός λοιπόν δι' όνομα του Διός. Δηλαδή νομίζω ότι ως εξής κάπως τα
είπαμεν τότε, όσα είπαμεν.

                                Πρώταρχος.
Πώς ;

                                Σωκράτης.
Ο Φίληβος λέγει ότι η ηδονή έγινε εις όλα τα ζώα ορθός σκοπός και όλοι
αυτό πρέπει να επιδιώκουν, και μάλιστα ότι και το αγαθόν αυτό το ίδιον
είναι δι' όλα εν γένει, και ότι τα δύο ονόματα, το αγαθόν και το
ηδονικόν, ορθώς ετέθησαν εις έν και το αυτό πράγμα και εις μίαν φύσιν.
Ο Σωκράτης όμως δεν παραδέχεται ότι αυτά είναι έν, αλλά δύο καθώς είναι
δύο και τα ονόματά των, και ότι και το αγαθόν και η ηδονή έχουν
διαφορετικήν φύσιν μεταξύ των, και ότι μάλλον μετέχει από την τύχην του
αγαθού η φρόνησις παρά η ηδονή. Δεν είναι και δεν ήσαν αυτά, καλέ
Πρώταρχε, όσα ελέγαμεν τότε ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν δεν παρεδέχθημεν και το εξής μαζί και τότε και τόρα;

                                Πρώταρχος.
Ποίον ;

                                Σωκράτης.
Ότι η φύσις του αγαθού διαφέρει από τα άλλα κατά το εξής.

                                Πρώταρχος.
Ποίον ;

                                Σωκράτης.
Εις ποίον από τα ζώα θα υπάρχη αυτό πάντοτε μέχρι τέλους παντοιοτρόπως
και από παντού, δηλαδή το να μη έχη πλέον ανάγκην από τίποτε άλλο, και
να έχη το απαραίτητον πληρέστατον. Δεν είναι έτσι ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν δεν επροπαθήσαμεν με την συζήτησιν μας να ορίσωμεν χωριστά τον
βίον ενός εκάστου, την μεν ηδονήν αμιγή από την φρόνησιν, την δε
φρόνησιν επίσης αμέτοχον και από το παραμικρότερον μέρος της ηδονής ;

                                Πρώταρχος.
Αυτό έγινε πραγματικώς.

                                Σωκράτης.
Μήπως λοιπόν τότε μας εφάνη κανέν από τα δύο ικανοποιητικόν δι'
οποιονδήποτε ;

                                Πρώταρχος.
Πώς είναι δυνατόν;

                                Σωκράτης.
Αλλά εάν εις τίποτε εξετροχιάσθημεν τότε, τόρα οποιοσδήποτε ας αρχίση
πάλιν από την αρχήν και ας ειπή ορθότερον, κατατάσσων την μνήμην και
την φρόνησιν και την επιστήμην και την αληθή κρίσιν εις την ιδίαν
κατηγορίαν, και εξετάζων αν κανείς χωρίς αυτά θα εδέχετο να έχη ή να
αποκτήση οτιδήποτε, πολύ δε ολιγώτερον βεβαίως είτε όσον το δυνατόν
περισσότερον είτε όσον το δυνατόν ορμητικώτερον, την οποίαν ούτε ορθώς
θα έκρινε ότι την απολαμβάνει ούτε καθόλου θα εγνώριζε τι πάθημα άραγε
του συμβαίνει, ούτε πάλιν ανάμνησιν του παθήματος θα είχε ουδέ εις
ελάχιστον χρόνον. Τα ίδια δε ας λέγη και περί της φρονήσεως. αν δηλαδή
θα εδέχετο κανείς χωρίς οποιανδήποτε ηδονήν, έστω και την μικροτέραν,
να έχη μάλλον φρόνησιν, παρά μαζί με τας ηδονάς, ή όλας τας ηδονάς
μάλλον χωρίς φρόνησιν.

                                Πρώταρχος.
Δεν είναι δυνατόν αυτό, καλέ Σωκράτη, αλλά δεν είναι ανάγκη να ερωτάς
πολλάκις το ίδιον.

                                Σωκράτης.
Επομένως το τέλειον βεβαίως και το δι' όλους προτιμητέον και εντελώς
αγαθόν δεν είναι αληθές ότι δεν είναι κανέν από αυτά τα δύο;

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως πώς είναι δυνατόν να είναι ;

                                Σωκράτης.
Λοιπόν πρέπει να συλλάβωμεν ή τελείως το αγαθόν ή κάποιον γενικόν τύπον
αυτού, διά να έχωμεν, καθώς είπαμεν, εις ποίον να δώσωμεν τα δευτερεία.

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά ομιλείς.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν δεν ευρήκαμεν κάποιον δρόμον προς το αγαθόν ;

                                Πρώταρχος.
Ποίον ;

                                Σωκράτης.
Καθώς, όταν κανείς ζητή ένα άνθρωπον, ερωτά πρώτον ορθώς την κατοικίαν
του, όπου κατοικεί, βεβαίως αποκτά σπουδαίον βήμα διά την ανεύρεσιν του
ζητουμένου.

                                Πρώταρχος.
Πώς όχι ;

                                Σωκράτης.
Το ίδιον λοιπόν και τόρα κάποιος λόγος μας εμήνυσε καθώς και εις την
αρχήν, να μη ζητούμεν εις τον αμιγή βίον το αγαθόν, αλλά εις τον
μικτόν.

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Αλλά δεν υπάρχει άραγε περισσοτέρα ελπίς να γίνη φανερώτερον το ζήτημά
μας εις το καλώς αναμιχθέν παρά εις το μη αναμιχθέν ;

                                Πρώταρχος.
Πολύ μάλιστα.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν ας τα κεράσωμεν μαζί, φίλε Πρώταρχε, και ας ευχώμεθα εις τους
θεούς, είτε ο Διόνυσος είτε ο Ήφαιστος είναι είτε οστισδήποτε άλλος ο
οποίος έχει ως κλήρον την τιμήν της αναμίξεως.

                                Πρώταρχος.
Πολύ καλά.

                                Σωκράτης.
Και βεβαίως εμπρός μας, καθώς εις οινοχόους παρουσιάζονται πηγαί, και
με πηγήν μεν μέλιτος ημπορεί κανείς να παρομοιάση την πηγήν της ηδονής,
την δε πηγήν της φρονήσεως την νηφάλιον και αμέθυστον με την πηγήν του
σωφρονικού και υγιεινού νερού. Και αυτάς πρέπει να προθυμοποιηθούμεν να
τας κεράσωμεν μαζί όσον το δυνατόν τελειότερον.

                                Πρώταρχος.
Πώς όχι βεβαίως ;

                                Σωκράτης.
Εμπρός λοιπόν προηγουμένως ας ιδούμεν, άραγε κάθε ηδονήν με κάθε
φρόνησιν αν αναμίξωμεν θα επιτύχωμεν όσον το δυνατόν καλλίτερον ;

                                Πρώταρχος.
Ίσως.

                                Σωκράτης.
Αλλά αυτό δεν είναι ασφαλές. Πώς όμως ημπορούμεν με ολιγώτερον κίνδυνον
να τα αναμίξωμεν, νομίζω ότι έχω να ειπώ μίαν γνώμην.

                                Πρώταρχος.
Λέγε ποίαν.

                                Σωκράτης.
Είπαμεν πραγματικώς ότι υπάρχει, καθώς νομίζομεν, μία ηδονή ανωτέρα από
άλλην, και μάλιστα και μία τέχνη ακριβεστέρα από άλλην.

                                Πρώταρχος.
Πώς όχι ;

                                Σωκράτης.
Και επιστήμη λοιπόν υπάρχει διάφορος από άλλην επιστήμην, και η μία μεν
αποβλέπει εις τα γινόμενα και φθειρόμενα, η άλλη όμως εις πράγματα τα
οποία ούτε γίνονται ούτε καταστρέφονται, αλλά είναι πάντοτε ομοίως και
όμοια. Αυτήν την τελευταίαν εξετάσαντες υπό έποψιν αληθείας την
ευρήκαμεν ότι είναι αληθεστέρα από εκείνην.

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν, εάν παρατηρήσωμεν πρώτον τα αληθέστερα μέρη εκάστης από τας δύο
αυτάς αφού τας αναμίξωμεν, άραγε είναι αυτά αρκετά διά να μας δώσουν
ετοιμασμένον τον αγαπητότερον βίον ηνωμένα ή μήπως έχομεν ακόμη ανάγκην
και από κανέν άλλο ανόμοιον με αυτά;

                                Πρώταρχος.
Εις εμέ τουλάχιστον φαίνεται ορθόν να εκτελέσωμεν αυτό.

                                Σωκράτης.
Ας υποθέσωμεν λοιπόν ένα άνθρωπον ο οποίος κρίνει σοφώς περί της ιδίας
της δικαιοσύνης, τι πράγμα είναι, και έχει λόγον σύμφωνον με την νόησίν
του, και μάλιστα ότι και δι' όλα τα άλλα όντα συλλογίζεται κατά τον
ίδιον τρόπον.

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως ας υποθέσωμεν.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν άραγε αυτός θα είναι ικανοποιημένος, εάν του καθ' αυτό μεν
κύκλου και της καθ' αυτό σφαίρας της θείας έχη τον λόγον, αυτήν όμως
την ανθρωπίνην σφαίραν και τούτους τους κύκλους δεν τους γνωρίζη και
μεταχειρίζεται εις την οικοδόμησιν και εις όλα τα άλλα αδιαφόρως
νεοφανείς κανόνας και κύκλους;

                                Πρώταρχος.
Ομιλούμεν, καλέ Σωκράτη, περί μιας γελοίας διαθέσεως ημών, η οποία
υπάρχει μόνον εις τας θείας επιστήμας.

                                Σωκράτης.
Πώς εννοείς ; Άραγε πρέπει την αβεβαίαν και ακάθαρτον τέχνην του
ψευδούς κανόνος και του ψευδούς κύκλου να τας βάλωμεν μαζί με εκείνην
και να τας αναμίξωμεν ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως αυτό είναι λογικόν, εάν πρόκειται κανείς έστω και τον δρόμον
του να εύρη διά την οικίαν του.

                                Σωκράτης.
Άραγε φρονείς ότι και η μουσική η οποία είπαμεν προ ολίγου ότι είναι
γεμάτη από επιτηδειότητα και μίμησιν χρειάζεται καθαρειότητα;

                                Σωκράτης.
Μου φαίνεται απαραίτητον αυτό, εάν βεβαίως ο βίος ημών πρόκειται να
είναι οπωσδήποτε βίος.

                                Σωκράτης.
Θέλεις λοιπόν, καθώς ο θυρωρός τον οποίον σπρώχνει και παρασύρει ο
όχλος, να υποχωρήσω και να ανοίξω διάπλατα τας θύρας και να αφήσω να
εισορμήσουν ως ρεύμα όλαι αι επιστήμαι και να ενωθούν η υποδεεστέρα με
την καθαράν ;

                                Πρώταρχος.
Εγώ τουλάχιστον, καλέ Σωκράτη, δεν βλέπω τι ζημίαν ημπορεί να πάθη
κανείς, εάν δεχθή όλας τας άλλας επιστήμας, όταν κατέχη τας πρώτας.

                                Σωκράτης.
Να τας αφήσωμεν λοιπόν όλας μαζί να ρεύσουν εις το δοχείον της εξόχως
ποιητικής μισγαγκείας (ρεμματαριάς) του Ομήρου ;

                                Πρώταρχος.
Βεβαιότατα.

                                Σωκράτης.
Ιδού τας άφησα. Και τόρα ας γυρίσωμεν πίσω εις την πηγήν των ηδονών.
Διότι δεν επετύχαμεν να τας αναμίξωμεν καθώς είχαμεν αποφασίση, δηλαδή
πρώτον τα μερίδια των αληθών επιστημών, αλλά επειδή αγαπούμεν ολόκληρον
την επιστήμην τας εχύσαμεν εις το ίδιον μέρος σωρηδόν και προηγουμένως
από τας ηδονάς.

                                Πρώταρχος.
Ομιλείς πολύ αληθινά.

                                Σωκράτης.
Τόρα λοιπόν είναι καιρός οι δύο μας (!) να σκεφθώμεν και περί των
ηδονών, άραγε και αυτάς όλας σωρηδόν πρέπει να τας απολύσωμεν, ή μήπως
πρέπει και από αυτάς να απολύσωμεν πρώτον εκείνας όσαι είναι αληθείς;

                                Πρώταρχος.
Είναι πολύ καλύτερον χάριν ασφαλείας τουλάχιστον να απολύσωμεν πρώτον
τας αληθινάς.

                                Σωκράτης.
Ας απολυθούν λοιπόν. Και λοιπόν τι θα κάμωμεν κατόπιν; Άραγε, εάν
μερικαί είναι απαραίτητοι, καθώς εκεί, δεν πρέπει και αυτάς να τας
αναμίξωμεν μαζί;

                                Πρώταρχος.
Πώς δεν πρέπει αυτάς βεβαίως τας απαραιτήτους;

                                Σωκράτης.
Καθώς δε δεν βλάπτει αλλά ωφελεί να γνωρίζωμεν εις την ζωήν μας όλας
τας τέχνας, εάν το ίδιον ειπούμεν τόρα και διά τας ηδονάς, δηλαδή εάν
το να απολαύσωμεν την ζωήν μας όλας τας ηδονάς είναι συμφέρον εις ημάς
και αβλαβές δι' όλους, τότε πρέπει όλας να τας αναμίξωμεν. Πως λοιπόν
να ομιλούμεν διά τας ιδίας ηδονάς, και πώς να εκτελούμεν ;

                                Σωκράτης.
Δεν πρέπει, καλέ Πρώταρχε, να ερωτούμεν οι ίδιοι τον εαυτον μας (!),
αλλά τας ιδίας ηδονάς και τας φρονήσεις μεταξύ των ως εξής.

                                Πρώταρχος.
Πώς ;

                                Σωκράτης.
«Αγαπηταί κυρίαι (είτε χρειαζόμεθα να τας προσφωνήσωμεν Ηδονάς είτε με
οποιονδήποτε άλλο όνομα), μήπως άραγε δεν θα παρεδέχεσθε να
συγκατοικήτε με όλην την φρόνησιν, παρά χωρίς φρόνησιν;». Νομίζω ότι
εις αυτά είναι λογικώτατον να απαντήσουν αυταί το εξής.

                                Πρώταρχος.
Τι πράγμα ;

                                Σωκράτης.
«Καθώς ελέχθη προηγουμένως, το να μένη μόνον και έρημον έν καθάρειον
γένος δεν είναι τόσον εύκολον ούτε ωφέλιμον. Νομίζομεν όμως βεβαίως ότι
είναι το καλλίτερον από όλα τα γένη να συγκατοική μαζί μας ένα με ένα
διά να γνωρίζη και όλα τα άλλα και όσον το δυνατόν τελείως εκάστην από
ημάς.»

                                Πρώταρχος.
«Πολύ καλά το είπατε βεβαίως τώρα», θα ειπούμεν ημείς.

                                Σωκράτης.
Πολύ ορθά. Λοιπόν πρέπει κατόπιν να ερωτήσωμεν πάλιν την φρόνησιν και
τον νουν : «Άραγε έχετε κάπως ανάγκην των και τας ορθάς κρίσεις που
είπαμεν, αυτά δεν είναι κατόπιν από τα τρία το τέταρτον είδος, αφού
βεβαίως αυτά είναι περισσότερον συγγενή με το αγαθόν παρά με την
ηδονήν;

                                Πρώταρχος.
Πολύ πιθανόν.

                                Σωκράτης.
Πέμπται λοιπόν δεν είναι άραγε αι ηδοναί τας οποίας εχαρακτηρίσαμεν ως
αλύπους, και τας ωνομάσαμεν καθαράς ηδονάς της ιδίας της ψυχής, από τας
οποίας μερικαί ακολουθούν τας επιστήμας και μερικαί τας αισθήσεις ;

                                Πρώταρχος.
Πιθανόν.

                                Σωκράτης.
Εις την έκτην όμως γενεάν, λέγει ο Ορφεύς, παύσατε το πανηγύρι της
μουσικής. Αλλά και ο ιδικός μας λόγος πλησιάζει να είναι τελειωμένος
εις την έκτην κρίσιν. Επομένως κατόπιν από αυτά δεν μένει πλέον παρά να
θέσωμεν κάπως την κορωνίδα εις όσα είπαμεν.

                                Πρώταρχος.
Τότε λοιπόν πρέπει.

                                Σωκράτης.
Εμπρός λοιπόν διά τρίτην φοράν παρουσιάζοντες μάρτυρα εις τον σωτήρα
τον ίδιον λόγον ας τον εξετάσωμεν.

                                Πρώταρχος.
Ποίον λοιπόν;

                                Σωκράτης.
Ο Φίληβος ώριζε μεταξύ μας ότι το αγαθόν είναι ηδονή ακεραία και
πλήρης.

                                Πρώταρχος.
Τρίτον, καθώς φαίνεται, καλέ Σωκράτη, ενοούσες προ ολίγου ότι πρέπει να
επαναλάβωμεν τον λόγον από την αρχήν.

                                Σωκράτης.
Μάλιστα και βεβαίως ας ακούσωμεν το κατόπιν από αυτό. Δηλαδή εγώ, αφού
ενόησα όσα προ ολίγου είπα, και αγανακτήσας διά τον λόγον του Φιλήβου
και όχι μόνον δι' αυτόν αλλά και δι' άλλους απείρους πολλάκις, είπα ότι
από την ηδονήν τουλάχιστον ο νους είναι πολύ ωραιότερος και καλλίτερος
εις τον βίον των ανθρώπων.

                                Πρώταρχος.
Αυτά ελέχθησαν.

                                Σωκράτης.
Επειδή όμως υποπτεύομαι ότι υπάρχουν και άλλα πολλά, είπα ότι, αν
αποδειχθή κανέν καλλίτερον και από τα δύο αυτά, τότε θα πολεμήσω
εναντίον της ηδονής χάριν των δευτερείων διά τον νουν, η δε ηδονή
έπρεπε να στερηθή και τα δευτερεία.

                                Πρώταρχος.
Βεβαίως το είπες.

                                Σωκράτης.
Κατόπιν όμως από όλα αυτά βεβαίως κανέν από τα δύο δεν εφάνη
ικανοποιητικώτατον.

                                Πρώταρχος.
Αυτό είναι πολύ αληθές.

                                Σωκράτης.
Λοιπόν με αυτόν τον λόγον δεν απηλλάγη εντελώς και ο νους και η ηδονή
από το να είναι το αγαθόν κανέν από αυτά τα δύο, αφού στερούνται την
αυτάρκειαν και την δύναμιν της ικανοποιήσεως και τελειότητος ;

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά.

                                Σωκράτης.
Αφού όμως βεβαίως απεδείχθη κάποιον άλλο τρίτον ανώτερον από το καθέν
από αυτά τα δύο, μυριάκις συγγενέστερος απεδείχθη τόρα πάλιν ο νους και
αρμοδιώτερος προς την μορφήν του νικώντος.

                                Πρώταρχος.
Πώς όχι;

                                Σωκράτης.
Λοιπόν δεν είναι πέμπτη, συμφώνως με την κρίσιν την οποίαν μας
παρουσίασε τόρα ο λόγος, η δύναμις της ηδονής ;

                                Πρώταρχος.
Φαίνεται.

                                Σωκράτης.
Βεβαίως δε πρώτη δεν είναι ούτε αν όλοι οι βόες και οι ίπποι και όλα
μαζί τα ζώα παραδεχθούν την επιδίωξιν των ηδονών. Εις τα οποία πολλοί
πιστεύουν ως οι μάντεις εις τα πετεινά, και θεωρούν τας ηδονάς ανωτάτας
εις το να ζώμεν ευτυχείς, και νομίζουν ότι οι έρωτες των ζώων είναι
περισσότερον έγκυροι μάρτυρες παρά οι λόγοι οι οποίοι μαντεύονται
εκάστοτε με φιλοσοφικήν μούσαν.

                                Πρώταρχος.
Πολύ ορθά, καλέ Σωκράτη, ομολογούμεν όλοι μας τόρα πλέον ότι ωμίλησες.

                                Σωκράτης.
Τότε λοιπόν θα μου επιτρέψετε και να φύγω ;

                                Πρώταρχος.
Ολίγον μένει ακόμη, καλέ Σωκράτη. Βεβαίως δε δεν θα αποκάμης συ
προηγουμένως από ημάς. Εγώ δε θα σε υπενθυμίσω όσα υπολείπονται.



ΤΕΛΟΣ



Η σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας
σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά
στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (ιστορία,
φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε
δημιουργικές μεταφορές από τους άριστους μεταφραστές, του τόπου, στην
πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο
Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο
Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο
Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ, προσφέρονται και σήμερα, στις
κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη,
Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη,
Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σίγουρου, Κ.
Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα
που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.

Φίληβος Στην ερώτηση, πού βασίζεται το αγαθό, ο Φίληβος απαντά
προβάλλοντας την ηδονή κι ο Σωκράτη αντιπαραβάλλει τη φρόνηση. Κι αφού
δειχτή ότι για τον άνθρωπο είναι σημαντικώτερη η φρόνηση, ως κάτι
πεπερασμένο και αντιληπτό, συμπεραίνεται ότι ο συνδυασμός φρονήσεως και
αρετής οδηγεί στο αγαθό. Μετάφραση Κ. Ζάμπα.



Η «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ» ΑΝΑΤΥΠΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ.


ΑΘΗΝΑΙ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 36 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΤΣΙΜΙΣΚΗ 61


ΤΙΜΗ ΤΟΜΟΥ ΔΡΑΧΜΕΣ 10





*** End of this LibraryBlog Digital Book "Φίληβος" ***

Copyright 2023 LibraryBlog. All rights reserved.



Home