Home
  By Author [ A  B  C  D  E  F  G  H  I  J  K  L  M  N  O  P  Q  R  S  T  U  V  W  X  Y  Z |  Other Symbols ]
  By Title [ A  B  C  D  E  F  G  H  I  J  K  L  M  N  O  P  Q  R  S  T  U  V  W  X  Y  Z |  Other Symbols ]
  By Language
all Classics books content using ISYS

Download this book: [ ASCII | HTML | PDF ]

Look for this book on Amazon


We have new books nearly every day.
If you would like a news letter once a week or once a month
fill out this form and we will give you a summary of the books for that week or month by email.

Title: Λόγοι Φιλιππικοί Θεοδώρου : Δεληγιάννη Απαγγελθέντες εντός και εκτός του Συνδερίου Εμμέτρως δε Διασκευασθέντες
Author: Souris, Georgios, 1853-1919
Language: Greek
As this book started as an ASCII text book there are no pictures available.


*** Start of this LibraryBlog Digital Book "Λόγοι Φιλιππικοί Θεοδώρου : Δεληγιάννη Απαγγελθέντες εντός και εκτός του Συνδερίου Εμμέτρως δε Διασκευασθέντες" ***


Note: The tonic system has been changed from polytonic to
monotonic.  The spelling of the book has not been changed
otherwise. Words in Italics have been included in _.

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε
μονοτονικό.  Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως
έχει.  Λέξεις με Πλάγιους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε _.



ΛΟΓΟΙ ΦΙΛΙΠΠΙΚΟΙ
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ



ΑΠΑΓΓΕΛΘΕΝΤΕΣ
ΕΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ,
ΕΜΜΕΤΡΩΣ ΔΕ ΔΙΑΣΚΕΥΑΣΘΕΝΤΕΣ

υπό

ΓΕΩΡΓΙΟΥ Χ. ΣΟΥΡΗ



ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΟΥ ΤΗΣ  «ΚΟΡΙΝΝΗΣ»

1878



ΕΙΣ ΤΟΝ Κ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΝ



αναχωρούντα εις Βερολίνον.

Φεύγεις, φεύγεις, Δεληγιάννη, και μας πας στο Βερολίνον,
Για να είπης τας δικαίας απαιτήσεις των ελλήνων,
Και ο κάθε έλλην τόρα με γλυκύτητα προφέρει
Το μεγάλον όνομά σου, και πηδά ψηλά και χαίρει.
Μα κι' εγώ μαζύ με όλους σαν θεότρελος γελώ
Και φωνάζω «Δεληγιάννη, κατευόδιο σου καλό.»

Αχ! ας ήμουνα πουλάκι, Δεληγιάννη, να πετάξω
Με εσέ στο Βερολίνον, και κρυφά να σε κυττάξω
Πώς θα μπης στου συνεδρίου την απέραντη την σάλα,
Πώς θα χαιρετήσης τόσα υποκείμενα μεγάλα,
Πόσας _ρεβεράνς_ θα κάμης, και με ποίο σοβαρό
Θα καθίσης στου Σουβάλωφ και του Βίσμαρκ το πλευρό.

Με σαπούνι της Ευρώπης τρυφερό και μυρωδάτο
Να αλείψης το κορμί σου από πάνω έως κάτω·
Να φορέσης μια βελλάδα κατακαίνουρια, φωκόλα,
Λαιμοδέτη, άσπρα γάντια και τα αναγκαία όλα.
Κι έτσι πλέον, Δεληγιάννη, στολισμένος σαν γαμπρός,
Να φανής με παρρησίαν στο συνέδριον εμπρός.

Βάστα πόζα, Δεληγιάννη, όσο ειμπορείς μεγάλη,
Και μη σκύψης εις κανένα διπλωμάτην το κεφάλι.
Έχε πάντοτε ολόρθο το ωραίον σου κολλάρον,
Κι' ένα πούρο της Αβάνας υπερήφανα φουμάρων,
Μη σκιαχτής από κανένα, μη κανένα εντραπής,
Αλλά όλα με το σίγμα και το νι να τα ειπής.

Την πολλή σου εξυπνάδα εις ενέργειαν να βάλης
Κι' ασπροπρόσωπον το έθνος των ελλήνων συ να βγάλης·
Και εάν κανείς θελήση να σου κάμη τον τεχνίτη,
Δίχως καν στιγμή να χάσης, ευθύς έμπα του στη μύτη,
Για να δείξης πως ο έλλην, όταν θέλη, ειμπορεί
Να τα βάλη με τον Βίσμαρκ και με τον Σαλισβουρύ.

Στρίβε κάποτε με στόμφον το μουστάκι, Δεληγιάννη,
Μη προσέχης εις κανένα, βλέπε ίσα στο ταβάνι·
Κτύπα κάποτε το χέρι, πότε πάλι το ποδάρι,
Για να μη μπορέση άλλος τον αέρα να σου πάρη.
Ένα ψιτ εάν ακούης, γίνου θάλασσα,  φωτιά,
Και ξεκούφαινε του κάθε διπλωμάτη τα αυτιά.

Εις τον ήχον της φωνής σου δώσε δύναμιν και τόνον,
Και με θάρρος, Δεληγιάννη, ζήτησε τους όχι μόνον
Όσα μέρη είνε πρέπον η Ελλάς να τα κατέχη,
Όχι μόνον όσας νήσους το Αιγαίον περιβρέχει,
Αλλά κι' ό,τι άλλο μέρος σου κατέβη εις τον νου,
Το Βουγιούκδερε, την Πόλι και το Σαραΐ-Μπουρνού.

Κι' αν ο Σώλσβουρυ, ο Βίσμαρκ, ή ο κύριος Ανδράσσυς
Κάμνουν ότι ξεροβήχουν στας δικαίας σου προτάσεις,
Τότε πλέον είν' ανάγκη την γροθιά σου να τους δείξης,
Και τα δόντια σου αφρίζων με πολύν θυμόν να τρίξης.
Τέλος πάντων, Δεληγιάννη, εις εκείνη την στιγμή
Κάμε ό,τι ειμπορέσης για του έθνους την τιμή.

Πες τους ότι, αν δεν δώσουν των πατέρων μας την προίκα,
Θα ανέβουμε και πάλι καμμιά μέρα εις την Πνύκα,
Να ειπούμε εναντίον της Ευρώπης όλης γιούχα
Και γεμάτοι από λύσσαν να ξεσχίσωμεν τα ρούχα.
Νέοι ρήτορες και πάλιν εις τους δρόμους θα φανούν,
Και πτερά θα δώσουν νέα στον ελεύθερόν μας νουν,

Πες τους ότι, αν αφήσουν να μας πάρη το ποτάμι,
Ευθύς πάλιν ο στρατός μας είνε έτοιμος να κάμη
Ένα ήσυχο σεργιάνι έως εις την Θεσσαλία . . .
Πες τους, ότι δεν εχάθη των ελλήνων η ανδρεία,
Ότι έχομεν τουφέκια, Κρουπ κανόνια αρκετά,
Υποβρύχια, τορπίλλας, και λαμπρά θωρακωτά.

Πες τους ότι την Ελλάδα ταπεινήν δεν υποφέρεις,
Πες τους, πες τους, αλλά πες τους, Δεληγιάννη, ό,τι ξέρεις·
Και αν δεν μπορέσης πέρα να τα βγάλης συ μονάχος,
Ας σε βοηθήση λίγο και ο  Άγγελος ο Βλάχος.
Έτσι πλέον και οι δυο σας θε να ήσθε αρκετοί,
Για να κάμετε βεβαίως εις το έθνος κάτι τι.

Αλλά πρόσεχε ολίγον, Δεληγιάννη, πριν προφθάσης
Να ειπής στους διπλωμάτας της Ελλάδος τας προτάσεις,
Μήπως έξαφνα την πόρτα με αγένειαν σου κλείσουν
Και απ' έξω με τα χέρια σταυρωμένα σε αφήσουν.
Αι! μα τότε εις την πόρτα δώσε μια κλωτσιά γερή,
Κι' έμπα δείξε τους πως είνε και το χέρι σου βαρύ.



Ο ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ Κ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ
ενώπιον τον Συνεδρίου.



Μπονζούρ, κύριοι μεγάλοι της Ευρώπης διπλωμάται...
Στην υγείαν σας πως είσθε; . . εδώ πέρα πώς περνάτε;
Εγώ, κύριοι μου, δόξα τω Υψίστω, υγιαίνω,
Τρώγω μ' όρεξι, κοιμούμαι, σεργιανίζω και παχαίνω.
Εν συντόμω εδώ πέρα σαν ημίθεος περνώ . . .
Μολοντούτο κι' εν τοσούτω ταπεινά σας προσκυνώ.

Κατά πρώτον, κύριοι μου, θε να σας ευχαριστήσω,
Επειδή και ηξιώθην επί τέλους να καθίσω
Με εσάς τους φημισμένους της Ευρώπης διπλωμάτας,
Και του έθνους των ελλήνων ευεργέτας και προστάτας.
Μολοντούτο τόρα θέσιν κάμετ' όλοι εις εμέ,
Για να μη περνούν με λόγια αι πολύτιμοι στιγμαί.

Και λοιπόν αρχίζω τόρα στη στιγμή να πω με θάρρος
Όσα θέλει, κύριοι μου, η Ελλάς, και μη προς βάρος.
Αλλά πριν στο μεγαλείον της Ελλάδος ανατρέξω,
Είνε φρόνιμον εν πρώτοις το λαρύγγι μου να βρέξω
Με καμμία σοκολάτα, ή κανένα παγωτό,
Για να μη βραχνιάζω διόλου και τον λόγον σταματώ.

Κάθε ρήτωρ, κύριοί μου, πριν ακόμη ομιλήση,
Είν' απόλυτος ανάγκη τον λαιμό του να δροσίση,
Επειδή αλλοιώς βραχνιάζει, και το βράχνιασμα τον κάνει
Την σειράν των ιδεών του και του λόγου του να χάνη.
Αυτό πάντα το παθαίνουν όλ' οι ρήτορες σχεδόν .. .
Μα πολλά, νομίζω, είπα, και ζητώ ευθύς π α ρ δ ό ν.

Ας στρωθή λοιπόν εμπρός μου της Ελλάδος ένας χάρτης,
Επειδή αυτός και μόνον αληθής θα ήνε μάρτυς
Εις εκείνα, όπου πρέπει να ειπώ κατά καθήκον . . .
Όλοι ξεύρετε βεβαίως πως εμείς εκ των Φοινίκων
Παρελάβαμεν τα φώτα μετά ζήλου θαυμαστού,
Δεν θυμούμαι εις τα πόσα, μα νομίζω, πριν Χριστού.

Τον καιρόν εκείνον ήλθε ένας Κάδμος στας Αθήνας,
Κι' αφού έμεινε εννέα έως δέκα θαρρώ μήνας,
Ηύρε μέσα εις εκείνη την σπουδαία κεφαλή του
Τα περίφημα στοιχεία του λαμπρού μας αλφαβήτου.
Αυτός έκαμε την γλώσσα των ελλήνων κλασική,
Και αμέσως διεσπάρη απ' εδώ και απ' εκεί.

Από τότε πια ο νους μας εσηκώθη στον αέρα, . . .
Φώτα πάνω, φώτα κάτω, φώτα 'δω, φώτα 'κεί πέρα,
Έως ότου έγιν' Αίτνα το μικρό μας το κεφάλι
Και παντού πετούσε σπίθες με ταχύτητα μεγάλη.
Δηλαδή, σοφοί μου φίλοι, με δυο λόγια στρογγυλά,
Στραβωθήκαμε μονάχοι με τα φώτα τα πολλά.

Εσείς τότε, κύριοι μου, είσθε κούτσουρα ακόμη,
Και δεν είχαν μεταξύ σας καμμιά πέρασιν οι νόμοι.
Δεν εξεύρετε καθόλου τι σημαίνει επιστήμη,
Κλασικούς, μεγαλείον, δόξα, γράμματα και φήμη.
Είσθε βάρβαροι εις όλα, τιποτένιοι, σκοτεινοί,
Κι' προσμένατε εμπρός σας ένας λύχνος να φανή.

Ξενυστάζαμε το σκότος της βλακείας σας της τόσης
Και ελιγμών στον νου μας «Σκοτισθήκαμε' από γνώσεις
Και εκάμαμ' από φώτα ατελείωτο ποτάμι...
Τάχα τι θα μας κοστίσει, αν τους δώσου' ένα δράμι;
Διατί και ο αγροίκος να μη φαίνεται σοφός;
Αι! λοιπόν κι' εις τους αγροίκους ας δοθή ολίγον φως.»

Αυτά λέγαμε στον νου μας διά σας, και κατά πρώτον
Σας εδώσαμε μια σπίθα εκ των τόσων μας των φώτων
Μετ' ολίγον μίαν άλλην κι' άλλην μίαν, και κατόπιν
Πλημμυρήσαμεν με φώτα την αγράμματον Ευρώπην.
Με αυτόν τον τρόπον πλέον όλοι σεις οι αμαθείς
Και χωριάται Ευρωπαίοι εφωτίσθητε ευθύς.

Δι' αυτά λοιπόν και άλλα, που σας είπα παραπάνω,
Σας το λέγω, κύριοι μου, και σας επαναλαμβάνω,
Ότι πρέπει χωρίς άλλο η Ελλάς να μεγαλώση,
Και ας μη το θέλουν τούτο ούτ' οι τούρκοι, ούτ' οι ρώσοι.
Ή μας δίδετε σαν φίλοι μια γενναία αμοιβή,
Ή σας πέρνομεν τα φώτα, κι' απομένετε στραβοί.



ΔΕΥΤΕΡΟΣ  ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ Κ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ
ενώπιον του Συνεδρίου.



Σας είπα, διπλωμάται σοφοί, εκτεταμένως
Για των σοφών ελλήνων το φημισμένον γένος.
Σας είπα τι συνέβη στα χρόνιά του τα πρώτα·
Σας είπα για τα τόσα αμέτρητα του φώτα,
    Και ό,τι άλλο πλέον
    Ενόμισ' αναγκαίον.

Σας είπα καλά, ότι το έθνος των ελλήνων
Ήτο το μόνον έθνος εις τον καιρόν εκείνον.
Σας είπα ποίος πρώτα ευρήκε τ' αλφαβήτα·
Σας είπα ότι τότε κατέβαινε η πήτα
    Στο στόμα των ανθρώπων,
    Χωρίς κανένα κόπον.

Σας είπα και σας είπα, μα δεν σας είπα κι' άλλα...
Άφησα πίσω τόσα ωραία και μεγάλα.
Αλλά θαρρώ πως πρέπει πολλά να παραλείπω,
Διότι, εάν όλα καταλεπτώς τα είπω,
    Θ' ακούετ' ένα χρόνο,
    Κι' εγώ δεν θα τελειώνω.

Λοιπόν με συντομίαν σας ξαναλέγω πάλι,
Πως είμεθα τωόντι μία φυλή μεγάλη·
Διότι, αν ελθήτε εις τας κλεινάς Αθήνας,
Τόσας αρχαίας δόξης θα ίδετε μυρσίνας,
    Που όλοι θα μας πήτε,
    «Φτου! να μη βασκαθήτε.»

Παρόλ ντονέρ σας λέγω, πως αι κλειναί Αθήναι
Με αρχαιολογίαν γεμάται όλαι είνε·
Κι' εις κάθε ένα μέρος, εις κάθε ένα βήμα,
Εμπρός σου θ' απαντήσης ένα αρχαίον μνήμα,
    Μια πέτρα της Πεντέλης,
    Κι' ό,τι αρχαίον θέλεις.

Και για να δήτε ότι δεν λέγω λόγια μόνο,
Αλλ' ομιλώ σπουδαίως πολύ, σας βεβαιόνω
Πως θησαυρούς μεγάλους, πολλούς, κ' αρχαιοτάτους
Θα εύρετε κι' εις όλους σχεδόν τους αποπάτους.
    Δεν είνε παραμύθια . . .
    Είνε σωστή αλήθεια.

Κι' απόδειξις μεγάλη εις όσα λέγω είνε
Ο κλασικός ο Σλήμαν κι' αι κλασικαί Μυκήναι.
Ιδού! εις ένα μέρος κατάξηρον και στείρον,
Που είνε κατοικία πολλών αγριοχοίρων,
    Ο Σλήμαν λίγο σκάπτει,
    Και θησαυρούς ξεθάπτει.

Κι' ιδού ευθύς θαμβώνουν τα ιδικά σας μάτια
Των Ατρειδών τα τόσα περίφημα παλάτια,
Κουμπιά, σπαθιά, ασπίδες, κρατήρες χρυσωμένοι,
Χρυσά ποτήρια, στάμναις, καζάνια κι' ένα κτένι,
    Που έκαμνε χορίστρα
    Μ' αυτό η Κλυταιμνήστρα.

Ω! ποίον άλλο κράτος έχει αυτή την χάρι
Να κρύβη εις την γη του ακένωτο πιθάρι
Από λαμπρό διαμάντι, χρυσάφι και ασήμι; . . .
Εμείς, νομίζω, μόνον έχομ' αυτή την φήμη,
    Και όποιος έχει κρίσι,
    Μ' εμέ θα συμφωνήση.



ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ Κ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ.
έξω από την πόρτα του Συνεδρίου.



Τίκι, τακ, ανοίξετε μου, προσφιλείς μου διπλωμάται,
Και απ' έξω απ' την πόρτα μη αδίκως με βαστάτε.
Δεν ακούτε τόση ώρα τον μεγάλο μου τον κτύπο; . .
Τίκι, τακ, ανοίξετέ μου του πτωχού, για να σας είπω
Όσα πράγματα ακόμη δεν επρόφθασα να πω .. ·
Τίκι, τακ, ανοίξετέ μου, κι' εκουράσθην να κτυπώ.

Έλα, κύριε Ανδράσσυ, και συ, Βίκονσφηλδ, που κάνεις
Ότι τάχα δεν ακούεις . . . Είμ' εγώ, ο Δεληγιάννης,
Όπου ήλθα μετά τόσου σεβασμού να υποβάλλω
Εις την εξοχότητά σας ένα έργον μου μεγάλο
Είμ' εκείνος, όπου ήλθα με τον γέρο Ραγκαβή
Να ζητήσω για το έθνος των ελλήνων αμοιβή.

Λοιπόν εις ένα κράτος, που είνε πάντα κι' ήτον
Των θησαυρών το κέντρον και των αρχαιοτήτων,
Δεν θε να δώσετ' όλοι με πάσαν προθυμίαν
Την Ήπειρον, την Κρήτην, κι' αυτήν την Θεσσαλίαν;
    Καθείς βεβαίως κρίνει
    Πως τούτο θε να γίνη.

Μα μη νομίσετ' ότι ζητούμ' αυτά τα μέρη,
Διότι ωφελείας η γη των θα μας φέρη,
Αλλά διότι μόνον ελπίζομεν μια μέρα
Καμμιά αρχαία δόξα να βρούμε κι' εκεί πέρα,
    Διά να φουρκισθήτε
    Εσείς οι Αβδηρίται.

Ποιος εβίασε τον Βίσμαρκ προσκλητήριον να στείλη
Κι' εις εμένα; . . . Εσείς μόνοι εγαυγίζατε σαν σκύλοι,
Ότι πρέπει να καθίσω στο συνέδριον μαζύ σας
Και με σας να έχω ψήφους στα ζητήματά μου ίσας.
Εγώ, κύριοι, δεν πήγα εις τα πόδια κανενός,
Και εις τούτο είνε μάρτυς αληθής ο ουρανός.

Διά ποίον λοιπόν λόγον με αφίνετε απ' έξω,
Και με φέρνετε εις θέσιν να εμβώ να σας της βρέξω;
Όταν ήλθα με τον γέρο Ραγκαβή, εσείς μονάχοι
Δεν μας είπατε με χάριν να σας δείξωμεν την ράχη,
Κι' όταν έλθη ο καιρός μας, θα μας πήτ' ορθά κοφτά,
Να ορίσωμεν και πάλιν; . . . Αι! δεν τάπατε αυτά;

Είπατέ μου λοιπόν τόρα καθαρά και νέτα σκέτα,
Θα μας δώσετε την Κρήτην κι' απ' την Ήπειρο μια φέτα;
Τον θεσσαλικόν τον κόλπον θα μας τον χαρίσετ' όλον,
Ή τουλάχιστον την πόλιν της Λαρίσσης και τον Βώλον;
Δεν μου λέτε, κύριοι μου, έχετε καλό σκοπό;
Λοιπόν πέστε μου, να ξέρω και εγώ τι να ειπώ.

Εγώ ξέρω ότι όσοι είσθε μέσα με γελάτε·
Και αν έχετε τωόντι εις τον νου σας, διπλωμάται,
Να μη δώσετε εκείνο, που στο έθνος μας ανήκει,
Είνε έγκλημα, σας λέγω, είνε τρόμος,  είνε φρίκη.
Είπατέ μου, ειδέ άλλως ούτε βήμα δεν κουνώ,
Και μπαστάκας εδώ έξω εις την πόρτα θα γενώ.

Αλλ' αφού, ευλογημένοι, η ιδέα σας δεν ήτον
Να μας δώσετε αφ' όσα σας ζητώ το ένα τρίτον,
Πώς εφέρατ' άρον άρον και εμέ στο Βερολίνο,
Και μ' εκάματε να γράψω το υπόμνημα εκείνο,
Που μου έβγαλε την πίστιν; . . . Α! μα, κύριοι, αυτά
Σας το λέγω και εμπρός σας, πως δεν είνε χωρατά.

Ένα μήνα ολοένα ήμουν μέσα στον ιδρώτα,
Έως ότου να συνάξω τα μεγάλα μας τα φώτα
Και μπορέσω, κύριοι μου, με αυτά να σας φωτίσω ...
Είδα κι' έπαθα ως ότου με ακρίβειαν μετρήσω
Τας αρχαίας μας τας δάφνας με τον γέρο Ραγκαβή,
Και από το γράψε γράψε καταντήσαμεν στραβοί.

Λοιπόν ύστερ' από τόσα υπομνήματα μεγάλα,
Νταραβέρια, σούρτα φέρτα, προσκλητήρια και άλλα,
Με αφίνετε απ' έξω μοναχόν μου εις τα κρύα; . ..
Α! μ' αυτά, σας ξαναλέγω,  είνε πράγματα αχρεία.
Αι! ανοίξετε μου τόρα, σας θερμοπαρακαλώ . . .
Βλέπετ' ότι ο καϋμένος σας το λέγω με καλό.

Αλλά βλέπω από λόγια πως δεν πέρνετε χαμπάρι,
Και σας λέγω με συμπάθειο, ότι είσθε ντιπ γαδάροι,
Ασυνείδητοι εις όλα, πονηροί, διεφθαρμένοι,
Κι' ό,τι άλλο κι' αν σας είπω στο θυμό μου, σας πηγαίνει.
Δεν μ' ανοίγετε ακόμη εις την σάλα να ελθώ;
Α! μα τόρα δίχως άλλο θα διαμαρτυρηθώ.

Εφουρκίσθηκα, μου ήλθαν οι καπνοί εις το κεφάλι,
Και καλά συλλογισθήτε, εξοχότατοι μεγάλοι,
Ότι είμαι κι' εγώ τέκνον της πατρίδος των γιγάντων
Και σαν τέτοιος όπου είμαι, σας φωνάζω τέλος πάντων,
Ή μου δίδετε εκείνα όπου θέλω, ειδεμή
Σας περιφρονώ ως έλλην και σας κλα μέσα στη μύ...



ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ.



Αυτά είπ' ο Δεληγιάννης, και με θόρυβον εκτύπα
Και εκύτταζ' ολοένα απ' της κλειδωνιάς την τρύπα,
Για να ίδη, εάν όσα μετά τόλμης είπε τόσης
Επροξένησαν στον Βίσμαρκ και τους άλλους εντυπώσεις.
Και τωόντ' οι διπλωμάται, άμα ήκουσαν αυτή
Την μεγάλη ρητορεία, τους επήγε ριπιτί.

Και ανοίξαντες αμέσως της αιθούσης των την θύραν,
Με πολλήν αβροφροσύνην απ' το χέρι τον επήραν
Και του είπαν «Ω μεγάλε αντιπρόσωπε του κράτους
Των ελλήνων, όπου κρύπτει θησαυρούς αρχαιότατους,
Έλα κάθισε κοντά μας με μεγάλη σιωπή,
Να ακούσης τι για σένα το συνέδριον θα πη.

Το συνέδριον σας δίδει από όσα απαιτείτε
Το έν τρίτον, και πιστεύει πως θα ευχαριστηθήτε.
Τούτο, φίλε, θεωρούμεν αναγκαίον, και κατόπιν,
Όταν δείξετε πως είσθε μέγα έθνος στην Ευρώπην,
Θα σας δώσωμεν τα πλούτη των πατρίων σας χωρών·
Αλλά τόρα αρκεσθήτε εις αυτά προς το παρόν.»

— Τόσα μόνον στην Ελλάδα το συνέδριον αφίνει;
Τούτο, κύριοι, δεν είνε αληθής δικαιοσύνη,
Κι' είμαι όλος εναντίος εις αυτάς τας αποφάσεις.—
— Αυτά είπ' ο Δεληγιάννης, και ο κύριος Ανδράσσυς,
—Έλα δα και συ, του είπε, δέξου τα αυτά ευθύς,
Και τον λόγον μου σου δίδω πως θα ευχαριστηθής.

— Αι! ας ήνε, γελών είπε ο γενναίος Δεληγιάννης,
Δέχομαι κι' αυτά που λέτε... κι' ειμπορείς αλλοιώς να κά-
                                                    [νης;
Λοιπόν πάρε τα αμέσως, του εφώναξαν οι άλλοι
Μαζύ όλοι μ' ένα στόμα, κι' ας σου γίνουνε χαλάλι.
Και ανάψας μία πίπα ο κυρ Θόδωρος χρυσή,
Έσκυψε την κεφαλή του και εφώναξε «Μερσί».

Λοιπόν, έλληνες, πηδώντες ας πετάξωμεν ρουκέτας
Κι' ας ειπούμε όλοι «Ζήτω ο περίδοξος Γαμβέτας!
Ζήτω, Ζήτω ο καλός μας Δεληγιάννης! Ζήτω, Ζήτω
Της ωραίας Θεσσαλίας και Ηπείρου τόνα τρίτο!
Ζήτω και ο Κουμουνδούρος, το Συνέδριον, κι' εμείς,
Που εγίναμεν μεγάλοι και εντός μιας στιγμής.



ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ Κ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ
ενώπιον τον Συνεδρίου.



Είνε, κύριοι, μεγάλη κακοήθεια και φρίκη
Να αρπάζουν οι εγγλέζοι ένα μέρος, που ανήκει
Κατά φύσιν, κατά θέσιν, κατά μήκος, κατά πλάτος,
Από την αρχήν του κόσμου εις το ιδικόν μας κράτος.
Τούτο είνε ένας κτύπος στων συνέδρων την τιμή,
Είνε αίσχος, είνε φαύλον, είνε... είνε... ας να μη!

Ρίψετ' ένα μόνον μάτι, κύριοι μου, σε μια χάρτα,
Και θα δήτε ότι, όπως ιδική μας είν' η Άρτα,
Αγυιά, Σούρπη, Μακρυνίτσα, Βώλος, Όλυμπος και Όσσα,
Λουτρό, Λάρισσα, Μιντζέλη, και ακόμη άλλα τόσα,
Έτσι είνε ιδικό μας και της Κύπρου το νησί
    Με τ' ωραίο του κρασί.

Εξετάσετ' όσον έχει πληθυσμόν αυτή η νήσος,
Και θα δήτε πόσον τρέφει κατά των εγγλέζων μίσος.
Ούτε ένας καν δεν είνε εις την Κύπρον έλλην νόθος,
Αλλά όλους τους φλογίζει ένα αίσθημα και πόθος.
Πώς λοιπόν την παραιτείτε, κύριοι μου, προς Θεού,
Να την πάρουν οι εγγλέζοι με το ά σ τ ε  ν τ ο ύ α  ο ύ;

Αλλά έπειτα και τάλλο .. . δεν μου λέτε επί τίνι
Δικαιώματι η Πύλη εις τον Βίκονσφηλδ αφίνει
Ένα τόπον, ο οποίος φυσικώς δεν της ανήκει;
Μήπως, κύριοι, διότι τάχα έκαμαν συνθήκη;
Αλλά τότε ο Σουλτάνος με την μέθοδο αυτή
    Κάθε δίκαιον πατεί.

Και σας λέγω, κύριοι μου, ότι άμα του καπνίση,
Ειμπορεί, χωρίς κανένα από σας να ερωτήση,
Εις τον Βίκονσφηλδ να δώση, ή εις άλλον, ελευθέρως
Και την Κρήτην, και την Σάμον, κι' όποιο άλλο θέλει μέρος.
Όσα, κύριοι, σας λέγω, μελετήσετε καλά,
Και κανένας ας μη παίζη με αυτά κι' ας μη γελά.

Ώστε, φίλοι διπλωμάται, τι ακόμη καρτερείτε;
Πρέπει όλοι σας με τόνον εις τον Βίκονσφηλδ να πήτε
Πως δεν δίδεται η Κύπρος εις αυτόν ή εις εκείνον,
Επειδή και είνε χώμα της πατρίδος των ελλήνων.
Ειδ' αλλέως εγώ πάλιν μοναχός θα σηκωθώ
    Να διαμαρτυρηθώ.

Μα δεν φθάνουν τόσαις λίραις, τόσα κτήματα και πλούτη
Εις τον Βίκονσφηλδ τον φαύλον, τον εβραίο, τον τσιφούτη,
Αλλά θέλει και την Κύπρον αυθαιρέτως να αρπάξη
Από 'μας τους αδυνάτους;. . Πα! πα! πα! Θεός φυλάξοι!
Τούτο, κύριοι, δεν πρέπει, ούτε είνε δυνατόν
Να αφήσωμεν την Κύπρον εις τον κύριον αυτόν

Αλλ' ας έχη, κύριοι μου, ο εβραίος τούτος χάρι,
Επειδή, εάν εκείνη η μαούνα του Γρυπάρη,
Που τραβούσε χίλια μίλια εις τα κύματ' από κάτω,
Εκατόρθωνε να φθάση εις της θάλασσας τον πάτο,
Θε να έδειχνα ποιος είνε πιο νταής από τους δυο
    Στης εβραίισας τον γυιό.

Θα του άνοιγα αφόβως τα πτερά μου σαν την κλώσσα,
Κι' εις την Κύπρον παρατάττων υποβρύχια καμπόσα,
Θα του έλεγα « Ορίστε, φίλτατέ μου, να την πάρης. . . »
Αλλ' απέτυχε εις όλα ο καϋμένος ο Γρυπάρης,
Και μπορεί ο Δισραέλης εις την Κύπρον να ελθή,
Δίχως πλέον τα δικά μας τα τορπίλλ να φοβηθή.

Αλλά κι' έτσι, όπως είμαι, ειμπορώ κι' εγώ να δείξω
Εις τον Βίκονσφηλδ την ράχη, και τα δόντια μου να τρίξω.
Προτιμώ να έμβω σώος κι' ολοζώντανος στον τάφο,
Πλην την αρπαγήν της Κύπρου, ω! ποτέ δεν υπογράφω.
Και αν όλοι το δεχθήτε, δεν θα είπω  Ν α ι  εγώ. . .
    Θα φωνάξω, θα πνιγώ. . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τα ολίγα τούτα λόγια σ' όλους έφεραν την φρίκην,
Και ο Βάδιγκτων τους είπε να γραφή εις την συνθήκην,
Πως οφείλει ο Σουλτάνος, δίχως νέας αντιρρήσεις,
Εις τους έλληνας να κάμη τας γνωστάς παραχωρήσεις.
Εις αυτό επάνω όλοι ερητόρευσαν θερμώς,
Κι' έτσι δα του Δεληγιάννη ολιγόστεψ' ο θυμός.





*** End of this LibraryBlog Digital Book "Λόγοι Φιλιππικοί Θεοδώρου : Δεληγιάννη Απαγγελθέντες εντός και εκτός του Συνδερίου Εμμέτρως δε Διασκευασθέντες" ***

Copyright 2023 LibraryBlog. All rights reserved.



Home