Home
  By Author [ A  B  C  D  E  F  G  H  I  J  K  L  M  N  O  P  Q  R  S  T  U  V  W  X  Y  Z |  Other Symbols ]
  By Title [ A  B  C  D  E  F  G  H  I  J  K  L  M  N  O  P  Q  R  S  T  U  V  W  X  Y  Z |  Other Symbols ]
  By Language
all Classics books content using ISYS

Download this book: [ ASCII ]

Look for this book on Amazon


We have new books nearly every day.
If you would like a news letter once a week or once a month
fill out this form and we will give you a summary of the books for that week or month by email.

Title: Νόμοι και Επινομίς, Τόμος Δ
Author: Plato, 427? BC-347? BC
Language: Greek
As this book started as an ASCII text book there are no pictures available.


*** Start of this LibraryBlog Digital Book "Νόμοι και Επινομίς, Τόμος Δ" ***


Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
The spelling of the book has not been changed otherwise. Words in
italics are included in _. Footnotes have been placed at the end of
the book.

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε
μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει.
Λέξεις με πλάγιους χαρακτήρες περικλείονται σε _. Οι υποσημειώσεις
των σελίδων έχουν τεθεί στο τέλος του βιβλίου.



ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ


ΠΛΑΤΩΝ



ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΝΟΜΙΣ



ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΥΡ. ΖΑΜΠΑ



ΤΟΜΟΣ Δ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ



ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

ΠΛΑΤΩΝΟΣ

ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΝΟΜΙΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΚΥΡ. ΖΑΜΠΑ

ΤΟΜΟΣ Δ.'



ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Τότε λοιπόν πρέπει να προσπαθήσω να κάμνω και να λέγω καθώς με
   παρακινείτε. Βεβαίως μεταξύ σας λέγετε και ακούετε περί της ψυχής
   τούτο τουλάχιστον, ότι δηλαδή η έξαψις, η οποία είναι είτε πάθος
   αυτής είτε μέρος της φύσεώς της το οποίον είναι εμφύτως φιλόνικον και
   ακαταμάχητον, πολλά πράγματα αναστατώνει με ασυλλόγιστον βιαιότητα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Και όμως την ηδονήν δεν την θεωρούμεν ως το ίδιον πράγμα με την
   έξαψιν, νομίζομεν μάλιστα αντιθέτως προς αυτήν, ότι αυτή κυριαρχεί
   της ρωμαλεότητος και την παρασύρει με εκβιαστικήν απάτην να κάμνη
   ό,τι επιθυμεί αυτή.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πολύ μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Τρίτην αιτίαν διά τα σφάλματα αν θελήση κανείς να αναφέρη την
   αμάθειαν, δεν θα ειπή ψέμματα. Εάν όμως αυτήν την διαιρέση ο
   νομοθέτης εις δύο, και το έν μέρος της το θεωρήση ως απλούν και ως
   αίτιον των ελαφρών σφαλμάτων, το δε άλλο ως διπλούν, δηλαδή όταν
   κανείς δεν κατέχεται μόνον από αμάθειαν, αλλά και από δοκησισοφίαν,
   ότι γνωρίζει τελείως πράγματα, περί των οποίων δεν έχει καμμίαν
   είδησιν. Αυτήν δε, όταν συνοδεύεται με μεγάλην δύναμιν και
   ρωμαλεότητα, θα την θεωρήση ως αιτίαν μεγάλων και παραχόρδων
   σφαλμάτων, όταν δε συνοδεύεται από αδυναμίαν, ως εις τα σφάλματα των
   παιδίων και των γερόντων, θα θεωρήση μεν αυτά ως σφάλματα και θα
   ορίση νόμους δι' αυτούς ως πταίστας, αλλά τους πλέον μειλιχίους και
   τους δίδοντας πολλήν συγχώρησιν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πολύ λογικά ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Και λοιπόν διά μεν την ηδονήν και την έξαψιν όλοι σχεδόν λέγομεν ότι
   άλλος μεν τας νικά, άλλος δε νικάται από αυτάς. Και είναι ορθόν αυτό.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Ότι όμως άλλος από ημάς νικά την άγνοιαν, άλλος δε νικάται από αυτήν,
   δεν το ηκούσαμεν έως τόρα ποτέ.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Αυτό είναι μεγάλη αλήθεια.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Και βεβαίως όλα αυτά φρονούμεν ότι μας αποσπούν από τον σκοπόν μας
   και συγχρόνως μας παρακινούν πολλάκις εις τα αντίθετα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πλεονάκις μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν εγώ τόρα ημπορώ να σου ορίσω σαφώς και το δίκαιον και το
   άδικον χωρίς να σε ζαλίζω. Δηλαδή την αυθαιρεσίαν της εξάψεως και του
   φόβου και της ηδονής και της λύπης και των φθόνων και των επιθυμιών
   της ψυχής, είτε προξενεί καμμίαν βλάβην είτε όχι, εγώ την ονομάζω
   αδικίαν. Η δε ορθοτάτη κρίσις, όπως δηλαδή θεωρήσουν ορθόν τούτο είτε
   όλη η πόλις είτε τα άτομα, εάν τακτοποιή έκαστον άνδρα κυριαρχούσα
   της ψυχής του, ακόμη και αν κάμη κανέν σφάλμα, φρονώ ότι πρέπει να
   θεωρούμεν ως δίκαιον ό,τι επράχθη, κατ' αυτόν τον τρόπον, και ό,τι
   υπετάχθη εις την τοιαύτην αρχήν και ως το καλλίτερον εις όλην την
   ζωήν του ανθρώπου, ότι όμως η τοιαύτη βλάβη νομίζεται από τους
   περισσοτέρους ως ακουσία αδικία. Αλλά ημείς προς το παρόν δεν έχομεν
   πεισματώδη συζήτησιν διά τας λέξεις, αλλά επειδή εδηλώσαμεν ότι
   υπάρχουν τρία είδη σφαλμάτων, πρέπει πρώτον αυτά να τα εντυπώσωμεν
   καλλίτερα εις την μνήμην μας. Λοιπόν έν είδος έχομεν την λύπην, την
   οποίαν επονομάζομεν έξαψιν και φόβον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Δεύτερον δε είδος πάλιν έχομεν την ηδονήν και τας επιθυμίας, και
   τρίτον τας ελπίδας και την γνώμην της αληθείας, την επιδιώκουσαν το
   καλλίτερον. Εάν δε πάλιν αυτό το τρίτον είδος διαιρεθή εις δύο,
   γίνονται πέντε είδη, καθώς νομίζομεν τόρα. Διά τα πέντε δε αυτά είδη
   πρέπει να θέσωμεν νόμους διαφορετικούς μεταξύ των εις δύο τάξεις.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Ποίας τάξεις;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Η μία η οποία εκτελείται με εκβιαστικάς και φανεράς πράξεις εκάστοτε,
   η δε άλλη εις τα σκοτεινά και με απάτην κρυφίως, κάποτε όμως και με
   τους δύο αυτούς τρόπους.

   Δι' αυτήν δε και νόμοι σκληροί πρέπει να υπάρχουν, εάν πρόκειται να
   είναι ανάλογοι προς αυτά.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Αυτό είναι λογικόν τουλάχιστον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Τόρα πλέον λοιπόν ας επιστρέψωμεν εις το σημείον της παρεκβάσεώς μας,
   περατώνοντες την νομοθεσίαν. Ελέγαμεν δε, νομίζω, περί των ιεροσύλων
   και των προδοτών και των παρανομούντων προς κατάλυσιν του υπάρχοντος
   πολιτεύματος. Από αυτά λοιπόν ημπορεί κανείς να διαπράξη κανέν
   κυριευμένος από μανίαν ή από ασθένειαν ή γήρας υπέμετρον ή από
   παιδαριώδεις συνηθείας, διότι ακόμη δεν κατώρθωσε να γίνη καλλίτερος
   από ένα παιδί. Από αυτά δε εάν κανέν γίνη γνωστόν εις τους
   εκλεχθέντας εκάστοτε ως δικαστάς διά της ομολογίας του δράστου ή του
   δικηγόρου της υπερασπίσεως, και εκδοθή απόφασις ότι υπό τοιούτους
   όρους παρενόμησε, τότε την μεν βλάβην ας την πληρώση ακεραίως απλήν,
   όσην τυχόν επροξένησε, από άλλας όμως αποζημιώσεις ας απαλλαχθή,
   εκτός εάν τυχόν εφόνευσε κανένα και δεν είναι καθαρός εις τας χείρας.
   Τότε δε ας φύγη εις άλλην χώραν και εις άλλον τόπον και ας μείνη
   ολόκληρον το έτος εκπατρισμένος, εάν δε επιστρέψη προ της προθεσμίας
   την οποίαν ώρισε ο νόμος, ή ακόμη αν πατήση το πόδι του εις καμμίαν
   άκραν της πατρικής του χώρας, ας δεθή υπό των νομοφυλάκων εις δημόσια
   δεσμωτήρια επί δύο έτη και τότε πλέον ας ελευθερωθή από τα δεσμά.

   Και λοιπόν, αφού αρχίσαμεν περί φόνου, ας προσπαθήσωμεν να
   νομοθετήσωμεν διά κάθε είδος φόνου, και πρώτον ας ομιλήσωμεν περί των
   εκβιασμών και ακουσίων.

   Δηλαδή, εάν κανείς μέσα εις τους αγώνας και τους δημοσίους άθλους
   φονεύση κανένα φίλον ακουσίως, είτε ο κτυπηθείς αποθάνη αμέσως, είτε
   κατόπιν από τας πληγάς, ή εις τον πόλεμον επίσης, ή εις τας πολεμικάς
   ασκήσεις, όταν τους κάμνουν γυμνάσια εκστρατείας οι άρχοντες, και με
   άοπλα σώματα ή με όπλα απομιμούνται τας πολεμικάς κινήσεις, τότε ας
   καθαρθή συμφώνως με τον νόμον ο οποίος θα έλθη από τους Δελφούς ως
   προς αυτά και ας είναι καθαρός. Γενικώς δε όλοι οι ιατροί ας είναι
   καθαροί, εάν ο νοσηλευόμενος από αυτούς αποθάνη χωρίς να το θέλουν.
   Εάν δε ιδιοχείρως μεν, αλλά ακουσίως φονεύση κανείς άλλον, είτε
   άοπλος ων, είτε με εργαλείον ή βέλος ή δόσιν ποτού ή τροφής, ή με πυρ
   ή με ψύχος, ή με αφαίρεσιν της αναπνοής, ο ίδιος με το σώμα του, ή με
   ξένας χείρας ωρισμένως ας θεωρηθή ως ιδιοχείρως φονεύσας και ας
   υποστή τας εξής ποινάς. Εάν φονεύση δούλον ξένον νομίζων ότι εξώντωσε
   τον ιδικόν του, ας πληρώση και ας αποζημιώση τον κύριον του
   φονευθέντος, ειδεμή ας καταδικασθή δικαστικώς να πληρώση το διπλάσιον
   της αξίας του φονευθέντος. Την δε αξίαν ας την ορίσουν οι δικασταί.
   Καθαρμούς δε να κάμη μεγαλιτέρους και περισσοτέρους από τους
   φονεύοντας εις τους αγώνας. Εις αυτά δε πληρεξούσιοι να είναι οι
   ερμηνευταί, τους οποίους θα εκλέξη ο θεός (Απόλλων). Εάν δε φονεύση
   ιδικόν του δούλον, ας καθαρθή και ας είναι απηλλαγμένος από τον φόνον
   συμφώνως με τον νόμον.

   Εάν δε κανείς φονεύση ελεύθερον ακουσίως, ας κάμη καθαρμούς τους
   ίδιους με τον φονέα δούλου, ας μη περιφρονήση όμως κάποιαν παλαιάν
   παράδοσιν των αρχαίων. Λέγεται δε ότι όστις θανατωθή διά της βίας,
   αφού έζησε με ελεύθερον φρόνημα, οργίζεται εναντίον του δράστου,
   ενόσω είναι πρόσφατος ο θάνατός του, και φορτωμένος από φόβον και
   τρόμον ο ίδιος από τον βίαιον θάνατον, και βλέπων τον φονέα του να
   εξακολουθή τας ιδίας συνηθείας και σχέσεις, τον φοβερίζει και με την
   ιδικήν του ταραχήν ταράσσει όσον ημπορεί τον δράστην και τον ίδιον
   και τας πράξεις του, έχων σύμμαχον την ανάμνησιν. Διά τούτο λοιπόν
   είναι ανάγκη να κάμη υποχώρησιν ο δράστης εις τον παθόντα και όλας
   τας ώρας ενός έτους να εγκαταλείψη όλας τας τοποθεσίας της πατρίδος
   του. Εάν δε ο αποθανών είναι ξένος, συγχρόνως εις το διάστημα αυτό ας
   αποκλεισθή και από την χώραν του ξένου. Και λοιπόν, εάν εις αυτόν τον
   νόμον πείθεται εκουσίως, τότε ο πλησιέστερος συγγενής του
   αποθανόντος, ο οποίος επιβλέπει όλα όσα έγιναν, ας τον συγχωρήση και
   ας θεωρήται πολύ καθώς πρέπει, εάν διατηρή μαζί του ειρήνην. Εάν όμως
   κανείς δεν πείθεται εις τον νόμον και πρώτον μεν ενώ είναι ακάθαρτος
   τολμά να εισέρχεται εις τους ναούς και να θυσιάζη, έπειτα δε δεν θέλη
   να συμπληρώση τον χρόνον της αποξενώσεως, τότε ο πλησιέστερος
   συγγενής του φονευθέντος ας καταγγείλη επί φόνω τον φονέα, ας γίνουν
   δε όλαι αι τιμωρίαι διπλαί διά τον καταδικασθέντα.

   Εάν δε ο πλησιέστερος συγγενής δεν καταγγέλλη τον δράστην, τότε
   μετατοπίζεται το μίασμα εις αυτόν, διότι ο παθών στρέφει εναντίον του
   το πάθος του, όστις δε επιθυμεί ημπορεί να τον καταγγείλη και να του
   επιβάλλη να απομακρυνθή εκ της πατρίδος του πέντε έτη συμφώνως με τον
   νόμον.

   Εάν δε φονεύση ξένος ξένον ακουσίως εντός της πόλεως, ας τον
   καταγγείλη μεν όστις θέλει συμφώνως με τους ίδιους νόμους και αν μεν
   είναι μέτοικος ας εκπατρισθή έν έτος, εάν δε είναι εντελώς ξένος,
   εκτός του καθαρμού, είτε φονεύση ξένον είτε μέτοικον είτε πολίτην, ας
   αποκλείεται εις όλην του την ζωήν από την χώραν αυτήν όπου ισχύουν οι
   παρόντες νόμοι. Εάν δε επιστρέψη παρανόμως, ας τον τιμωρήσουν οι
   νομοφύλακες διά θανάτου, και αν έχη κάποιαν περιουσίαν ας την
   παραδώσουν εις τον πλησιέστερον συγγενή του παθόντος. Εάν δε
   επιστρέψη ακουσίως, τότε, εάν μεν εξοκείλη από την θάλασσαν εις την
   χώραν, ας κατασκηνώση πλησίον της θαλάσσης βρέχων τον πόδα του εις
   αυτήν και ας περιμένη πλοίον. Εάν δε διά ξηράς μεταφερθή βιαίως από
   κανένα, η πρώτη αρχή της πόλεως η οποία θα τον συναντήση ας τον
   ελευθερώση και ας τον στείλη εις το εξωτερικόν απείρακτον.

   Εάν δε κανείς τυχόν φονεύση ελεύθερον, αλλά η πράξις εκτελεσθή εν
   βρασμώ ψυχικής ορμής, πρώτον πρέπει να εξετασθή τούτο υπό δύο
   επόψεις. Δηλαδή με έξαψιν εξετέλεσαν και όσοι έξαφνα και
   απρομελετήτως εφόνευσάν τινα με κτυπήματα ή με κάτι παρόμοιον,
   κυριευθέντες από στιγμιαίαν παραφοράν, και αν ευθύς επέρχεται
   μετάνοια διά τα γενόμενα. Αλλ' επίσης εν βρασμώ εξετέλεσαν και όσοι
   εξηυτελίσθησαν με λόγους ή με ατιμωτικάς πράξεις και επιδιώκοντες την
   εκδίκησιν κατόπιν τον απετελείωσαν, ενώ ηθέλησαν να τον κτυπήσουν
   μόνον και ούτω πως η πράξις έγινε απρομελετήτως. Και λοιπόν πρέπει να
   θεωρήσωμεν δύο ειδών τους φόνους, και σχεδόν δε και τους δύο με
   έξαψιν γινομένους, και βεβαίως πρέπει δικαίως να τους κατατάξωμεν εις
   το μέσον του εκουσίου και ακουσίου. Και όμως είναι φαινομενικός
   έκαστος από τους δύο. Δηλαδή όστις διατηρεί την έξαψιν και δεν
   εκδικείται στιγμιαίως έξαφνα, αλλά με προμελέτην ύστερον από καιρόν
   πολύν, ομοιάζει με εκούσιον, όστις δε απροετοιμάστως παραδίδεται
   αυτοστιγμεί αμέσως εις την οργήν του απρομελετήτως, αυτός ομοιάζει
   μεν με τον ακούσιον, αλλά και αυτός δεν είναι εντελώς ακούσιος, αλλά
   φαινομενικός. Διά τούτο είναι δύσκολον να ορισθούν οι φόνοι οι
   διαπραχθέντες με έξαψιν, αν πρέπει να τους θεωρήσωμεν εις την
   νομοθεσίαν ως εκουσίους ή κάπως ακουσίους. Είναι όμως καλλίτερον και
   αληθέστερον και τους δύο μεν να τους θεωρήσωμεν ως φαινομενικούς, να
   τους διακρίνωμεν όμως ως προς την προμελέτην και το απρομελέτητον,
   και εις μεν τους φονεύσαντας με προμελέτην και οργήν να επιβάλωμεν
   τιμωρίας βαρυτέρας, εις δε τους φονεύσαντας απρομελετήτως και
   εξαφνικά να θεσπίσωμεν ηπιωτέρας τιμωρίας. Διότι το όμοιον προς
   μεγαλίτερον κακόν πρέπει να τιμωρήται περισσότερον, το δε όμοιον προς
   μικρότερον, ολιγώτερον. Επομένως και οι ιδικοί μας νόμοι πρέπει να
   κάμουν κατ' αυτόν τον τρόπον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν ας επιστρέψωμεν πάλιν οπίσω και ας ορίσωμεν ότι, εάν κανείς
   φονεύση ιδιοχείρως ελεύθερον άτομον, η δε πράξις εκτελεσθή
   απρομελετήτως με κάποιαν έξαψιν, ως προς τα άλλα ας πάθη ό,τι έπρεπε
   να πάθη, εάν εφόνευε χωρίς έξαψιν, περιπλέον δε ας εκπατρισθή
   υποχρεωτικώς δύο έτη, διά να σωφρονίση τον θυμόν του. Όστις δε
   εφόνευσε από έξαψιν αλλά και με προμελέτην εις τα άλλα μεν ας
   τιμωρηθή συμφώνως πάλιν με τον προηγούμενον, περιπλέον δε καθώς ο
   άλλος εξεπατρίσθη δύο έτη, αυτός ας εκπατρισθή τρία έτη, διά να
   τιμωρηθή περισσότερον καιρόν διά τον μεγαλίτερον θυμόν του. Η δε
   επιστροφή αυτών να γίνη ως εξής. Και είναι μεν δύσκολον να το
   ορίσωμεν ακριβώς διά νόμου, διότι πολλάκις είναι δυνατόν όστις
   εχαρακτηρίσθη από τον νόμον ως σκληρότερος να είναι ημερώτερος, και ο
   ημερώτερος να είναι σκληρότερος και να εκτελέση τον φόνον αγριώτερον,
   εκείνος δε ημερώτερον. Αλλ' ως επί το πλείστον συμβαίνει καθώς
   είπαμεν. Δι' όλα αυτά λοιπόν πραγματογνώμονες πρέπει να είναι οι
   νομοφύλακες. Όταν δε συμπληρωθή η προθεσμία του εκπατρισμού διά τον
   καθένα από αυτούς, να στείλουν από το σωματείον των δώδεκα δικαστάς
   εις τα σύνορα της χώρας, μελετήσαντας εν τω μεταξύ καλλίτερον τας
   πράξεις των εξοριζομένων διά να αποφανθούν περί του ηθικού αυτών και
   της υποδοχής των, αυτοί δε να υποκύψουν εις τας αποφάσεις των
   τοιούτων αρχόντων. Εάν δε οποιοσδήποτε από τους δύο επιστρέψη και
   πάλιν νικηθείς από έξαψιν εκτελέση την ιδίαν πράξιν, τότε να εξορισθή
   και να μην επιστρέψη πλέον, εάν δε επιστρέψη, ας τιμωρηθή καθώς ο
   επιστρέφων ξένος υπό τας ιδίας συνθήκας.

   Όστις φονεύση ιδικόν του δούλον ας καθαρθή απλώς, εάν δε φονεύση
   ξένον δούλον εν βρασμώ, ας πληρώση διπλασίως την βλάβην εις τον
   κάτοχόν του, όστις δε από όλους τους φονείς δεν υποτάσσεται εις τον
   νόμον, αλλά, ενώ είναι ακάθαρτος, μολύνει την αγοράν και τους αγώνας
   και τα άλλα ιερά, τότε ο βουλόμενος ας εγκαλέση εις τα δικαστήρια και
   τον ανεχόμενον αυτόν εκ των συγγενών του αποθανόντος και τον φονέα
   και ας τους υποχρεώση να εισπράξουν και πληρώσουν το διπλάσιον της
   χρηματικής και της άλλης αποζημιώσεως, την δε αποζημίωσιν ας την
   ωφεληθή ο ίδιος συμφώνως με τον νόμον.

   Εάν δε κανείς δούλος φονεύση εν εξάψει τον κύριόν του, τότε οι
   συγγενείς του φονευθέντος ας είναι καθαροί, εάν τον τιμωρήσουν όπως
   θέλουν, αλλά ποτέ να μη του σώσουν την ζωήν. Εάν δε κανείς δούλος
   φονεύση άλλον ελεύθερον εν εξάψει, ας τον παραδώσουν οι κύριοι του
   εις τους συγγενείς του αποθανόντος, εκείνοι δε ας τον θανατώσουν
   υποχρεωτικώς, αλλά με όποιον τρόπον θέλουν.

   Εάν δε (πράγμα το οποίον συμβαίνει κάποτε, αλλά σπανίως) εν εξάψει ο
   πατήρ ή η μήτηρ φονεύση τον υιόν ή την θυγατέρα με κτυπήματα ή με
   κανένα άλλον βίαιον τρόπον, τότε ας κάμουν τους καθαρμούς τους ιδίους
   με τους άλλους και ας εκπατρισθούν τρία έτη. Όταν δε επιστρέψουν, να
   χωρίζη η γυνή από τον άνδρα και ο ανήρ από την γυναίκα, και πλέον να
   μη τεκνοποιούν μαζί, ούτε να συνοικούν με εκείνον, ο οποίος τους
   εστέρησε τον γόνον των ή τον αδελφόν των ούτε να συμμετέχουν εις τα
   ιερά. Όστις δε είναι ασεβής ως προς αυτά και δεν υποτάσσεται, ας
   είναι υπόδικος δι' ασέβειαν κατά έγκλησιν οιουδήποτε βουλομένου.

   Εάν δε ο ανήρ φονεύση την νόμιμον σύζυγόν του από οργήν, ή καμμία
   γυνή εκτελέση ομοίως το ίδιον πράγμα εις τον άνδρα της, να εκτελέσουν
   τους ιδίους καθαρμούς και τριετείς εκπατρισμούς. Όταν δε επιστρέψη ο
   τοιούτος δράστης, να μη συμμετέχη με τα τέκνα του εις τα ιερά ούτε να
   συντρώγη εις την τράπεζαν. Εάν δε δεν υποτάσσεται εις τον νόμον ο
   γονεύς ή το τέκνον, ας υπόκειται εις δίκην ασεβείας από τον
   βουλόμενον.

   Και πάλιν, εάν ο αδελφός φονεύση τον αδελφόν ή την αδελφήν, ή η
   αδελφή τον αδελφόν ή την αδελφήν εν βρασμώ, οι μεν καθαρμοί και οι
   εκπατρισμοί πρέπει να γίνουν ομοίως, καθώς ωρίσθη διά τους γονείς και
   τα τέκνα, δηλαδή με όσους αδελφούς εφόνευσαν τους αδελφούς των και με
   όσους γονείς εφόνευσαν τα παιδιά των, με αυτούς ας μη γίνη ποτέ
   σύνοικος ούτε συμμέτοχος εις τα ιερά. Εάν δε κανείς απειθή, είναι
   ορθόν να είναι υπόδικος εις τον νόμον, όστις ωρίσθη διά την τοιαύτην
   ασέβειαν.

   Εάν δε κανείς τυχόν τόσον ακράτητος φανή εις τον θυμόν του απέναντι
   των γονέων του, ώστε μέσα εις την μανίαν της οργής να τολμήση να
   φονεύση κανένα από τους γεννήτοράς του, εάν μεν ο φονευθείς πριν
   εκπνεύση συγχωρήση εκουσίως τον δράστην διά τον φόνον, ας καθαρθή
   ούτος καθώς οι εκτελέσαντες ακούσιον φόνον και ας κάμη όλα τα άλλα
   όσα κάμνουν εκείνοι και ας είναι καθαρός, εάν όμως δεν τον συγχωρήση,
   ας είναι ένοχος παραβάσεως πολλών νόμων ο δράστης. Δηλαδή ημπορεί να
   θεωρηθή και ένοχος των χειροτέρων τιμωριών διά κακοποίησιν και δι'
   ασέβειαν, επίσης δε και δι' ιεροσυλίαν, αφού εσύλησε την ψυχήν του
   γονέως του, επομένως, εάν ήτο δυνατόν να φονευθή πολλάκις το ίδιον
   άτομον, τότε επίσης θα ήτο δίκαιον και ο πατροκτόνος ή ο μητροκτόνος,
   έστω και διαπράξας εν εξάψει, να λάβη πολλούς θανάτους. Διότι, αφού
   και προς απόκρουσιν του θανάτου, όταν κινδυνεύη κανείς να αποτελειωθή
   από τους γονείς του, δεν επιτρέπει ο νόμος να φονεύση ούτος τον
   πατέρα του ή την μητέρα του, αυτούς οι οποίοι του εχάρισαν το φως της
   ζωής του, αλλά οφείλει να υποστή τα πάντα παρά να κάμη κανέν
   παρόμοιον, πώς θα ήρμοζε να δοθή άλλη τιμωρία εις αυτόν συμφώνως με
   τον νόμον; Λοιπόν ας ορισθή ως τιμωρία ο θάνατος διά τον φονεύσαντα
   εν βρασμώ τον πατέρα του ή την μητέρα του.

   Εάν δε ο αδελφός φονεύση τον αδελφόν του εν φιλονικία όταν
   συγκρουσθούν ή εις άλλην ανάλογον περίστασιν, όστις φονεύση τον
   πρώτον επιτεθέντα ως εχθρόν αποκρούων αυτόν, ας είναι καθαρός. Και αν
   πολίτης φονεύση πολίτην ή ξένος ξένον, ας κάμη το ίδιον. Εάν δε
   πολίτης φονεύση ξένον ή ξένος πολίτην αποκρούων την επίθεσιν, ας
   θεωρήται κατά τον ίδιον τρόπον καθαρός. Και αν δούλος φονεύση δούλον,
   επίσης. Εάν δε πάλιν δούλος φονεύση ελεύθερον αποκρούων την επίθεσίν
   του, ας είναι ένοχος με τους ιδίους νόμους, με τους οποίους και ο
   φονεύων τον πατέρα του. Ό,τι δε ελέχθη περί της συγχωρήσεως του
   φονέως από τον πατέρα, το ίδιον ας ισχύη και διά την συγχώρησιν όλων
   αυτών. Εάν οποιοσδήποτε συγχωρή οποιονδήποτε εκουσίως δι' αυτό, ας
   είναι ως να έγινε ακουσίως ο φόνος, και ας γίνουν αναλόγως οι
   καθαρμοί του δράστου και έν έτος του εκπατρισμού κατά τον νόμον. Και
   λοιπόν οι μεν βίαιοι και οι ακούσιοι οι γινόμενοι εν εξάψει φόνοι
   αρκετά εξετάσθησαν.

   Τόρα δε ας ομιλήσωμεν κατόπιν από αυτά περί των εκουσίων και των
   γινομένων κατά πλήρη αδικίαν και με προμελέτην ένεκεν υποκύψεως εις
   τας ηδονάς και τας επιθυμίας και τους φθόνους.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πολύ ορθά ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν ας ομιλήσωμεν τόρα πάλιν όσον μας είναι δυνατόν περί των
   τοιούτων, πόσα είναι. Το μεγαλίτερον λοιπόν είναι η επιθυμία η νικώσα
   την ψυχήν την εξαγριωμένην από τους πόθους. Τούτο δε συμβαίνει εις το
   ζήτημα εις το οποίον αισθάνονται οι περισσότεροι την μεγαλιτέραν και
   ισχυροτέραν κλίσιν, δηλαδή εις την ακόρεστον και απέραντον επιθυμίαν
   της αποκτήσεως χρημάτων, την οποίαν γεννά η έμφυτος κληρονομικότης
   και η κακή εκπαίδευσις. Διά δε την κακήν εκπαίδευσιν και τον κακώς
   επαινούμενον πλούτον αιτία είναι η επικρατούσα δοξασία μεταξύ των
   Ελλήνων και των βαρβάρων. Διότι θεωρούν αυτόν ως το πρώτον μεταξύ των
   αγαθών, ενώ είναι το τρίτον και βλάπτουν και τους νεωτέρους και τον
   εαυτόν των. Δηλαδή το μόνον αληθές που πρέπει να λέγεται περί του
   πλούτου εις όλας τας πόλεις, και το καλλίτερον από όλα είναι, ότι ο
   πλούτος υπάρχει χάριν του σώματος και το σώμα χάριν της ψυχής. Επειδή
   λοιπόν είναι αγαθά εκείνα χάριν των οποίων επλάσθη ο πλούτος, πρέπει
   να θεωρηθή ως τρίτον κατόπιν από την αρετήν του σώματος και της
   ψυχής. Επομένως ο λόγος αυτός διδάσκει ότι όστις θέλει να γίνη
   ευτυχής δεν πρέπει να ζητή να πλουτήση, αλλά να πλουτήση δικαίως και
   σωφρόνως. Και τότε δεν θα συμβαίνουν φόνοι εις τας πόλεις έχοντες
   ανάγκην να εξαγνίζωνται με άλλους φόνους. Τόρα όμως, καθώς είπαμεν
   και εις την αρχήν, αυτό το ζήτημα είναι το πρώτον και το
   σπουδαιότερον, το οποίον γεννά τας μεγαλιτέρας τιμωρίας του
   προμελετημένου φόνου. Η δευτέρα αιτία είναι η κατάστασις της
   φιλοδόξου ψυχής, η οποία, γεννά φθόνον ολέθριον εσωτερικόν κυρίως μεν
   διά τον έχοντα τον φθόνον, κατά δεύτερον όμως λόγον διά τους
   καλλιτέρους άνδρας της πόλεως. Τρίτον δε οι εκ δειλίας και
   αδικαιολόγητοι τρόμοι προξενούν πάρα πολλούς φόνους, όταν κάποιος
   διέπραξε ή διαπράττει κάτι, το οποίον δεν θέλει να το γνωρίζη κανείς.
   Λοιπόν τους μόνους ενδεχομένους καταδότας αυτών τους εξοντώνουν διά
   θανάτου, όταν δεν ημπορούν με άλλον τρόπον. Δι' όλους λοιπόν αυτούς
   ελέχθησαν αυτά ως προοίμιον, εκτός δε αυτών ας υπάρχη και ο λόγος τον
   οποίον ακούουν εις τας θυσίας πολλοί ενδιαφερόμενοι διά τοιαύτα
   ζητήματα και πείθονται, ότι δηλαδή υπάρχει τιμωρία των τοιούτων και
   εις τον Άδην, διότι, όταν επιστρέψουν, πάλιν εδώ είναι ανάγκη να
   έχουν πληρωμένην την φυσικήν τιμωρίαν, δηλαδή να παύη κανείς ό,τι
   έκαμε και με τοιαύτην μοίραν να τελειώση την ζωήν.

   Λοιπόν διά τον υπακούοντα και ωρισμένως φοβούμενον την τοιαύτην
   τιμωρίαν από το προοίμιον μόνον, δεν χρειάζεται να αναφέρωμεν τον
   σχετικόν νόμον. Διά τον απειθούντα όμως ας θεσπισθή ο εξής νόμος.
   Όστις φονεύση εκ προμελέτης και αδίκως οποιονδήποτε ομόφυλον
   ιδιοχείρως, πρώτον μεν ας αποκλείεται από τα νόμιμα και ας μη μολύνη
   ούτε τα ιερά ούτε την αγοράν ούτε τους λιμένας ούτε καμμίαν άλλην
   δημοσίαν συνάθροισιν, είτε εμποδίζη κανείς αυτά εις τον δράστην είτε
   όχι, διότι ο ίδιος ο νόμος τον εμποδίζει και θα εξακολουθή να τον
   εμποδίζη πάντοτε χάριν όλης της πόλεως. Όστις δε δεν τον καταγγέλλει,
   ενώ οφείλει, ή δεν τον ειδοποιεί ότι αποκλείεται, ενώ είναι συγγενής
   μέχρις εξαδέλφου με τον αποθανόντα, πρώτον μεν ας επισύρη εις την
   κεφαλήν του το μόλυσμα και την έχθραν των θεών, καθώς η κατάρα του
   νόμου διαδίδει την φήμην, δεύτερον δε ας είναι υπόδικος εις τον
   θέλοντα να τον τιμωρήση χάριν του αποθανόντος. Όστις δε θέλει να
   φροντίση διά την τήρησιν των σχετικών καθαρμών και δι' όσα νόμιμα
   κατά παράδοσιν θεόθεν ορίζονται, εκτελών όλα τα σχετικά και
   γνωστοποιών εκ των προτέρων εις τον δράστην την δήλωσιν, ας υπάγη να
   υποχρεώση τούτον να υποστή την τιμωρίαν συμφώνως με τον νόμον.

   Ότι δε αυτά πρέπει να συνοδεύωνται με κάποιας προσευχάς και θυσίας
   εις τους θεούς εκείνους, όσοι φροντίζουν διά να μη γίνονται φόνοι εις
   τας πόλεις, είναι εύκολον να το ειπή ο νομοθέτης. Ποίοι όμως είναι
   αυτοί οι θεοί και πώς είναι ορθόν να γίνεται η εισήγησις αυτών των
   δικών εμπρός εις τους θεούς, ας το νομοθετήσουν οι νομοφύλακες μαζί
   με τους ερμηνευτάς και με τους μάντεις και με τον θεόν ας ενεργούν
   αυτάς τας δίκας. Δικασταί δε αυτών να είναι οι ίδιοι όσοι είπαμεν ότι
   πρέπει να δικάζουν τους ιεροσύλους. Όστις δε καταδικασθή ας τιμωρηθή
   διά θανάτου και ας μη ταφή εις την χώραν του παθόντος, διότι εκτός
   της ασεβείας του ήτο και αναιδής. Εάν δε φύγη και δεν θελήση να
   υποστή την κρίσιν, ας μείνη διαρκώς εις εξορίαν. Εάν δε κανείς από
   αυτούς πατήση το έδαφος του φονευθέντος, ο πρώτος συναντήσας αυτόν εκ
   των συγγενών του φονευθέντος ή εκ των πολιτών ας τον φονεύση χωρίς
   ζημίαν ή ας τον δέση και ας τον παραδώση εις τους άρχοντας εκείνους,
   οι οποίοι τον εδίκασαν, όστις δε καταγγέλλει ας ζητήση και εγγύησιν
   διά τον καταγγελλόμενον. Αυτός δε ας δώση αξιοπίστους εγγυητάς τρεις
   όποιους εγκρίνει η δικαστική αρχή επί των τοιούτων υποθέσεων, οι
   οποίοι να εγγυηθούν ότι θα τον παρουσιάσουν εις την δίκην. Εάν όμως ή
   δεν θέλη ή δεν έχη να δώση κανείς εγγυητάς, ας τον παραλάβη η εξουσία
   και ας τον κρατή δέσμιον, διά να τον παραδώση εις την δικαιοσύνην.
   Εάν δε δεν φονεύση μεν ιδιοχείρως, προμελετήση όμως τον θάνατον άλλου
   και είναι αίτιος του θανάτου αυτού με την προαίρεσιν και την
   προμελέτην του και ενώ δεν είναι καθαρμένη η ψυχή του από τον φόνον
   μένει εντός της πόλεως, ας εφαρμοσθούν και εις αυτόν αι ίδιαι
   τιμωρίαι πλην της εγγυήσεως, εάν δε καταδικασθή ας του επιτραπή να
   καταδικασθή εις την πατρίδα του, ως προς τα άλλα όμως ας εφαρμοσθούν
   και εις αυτόν όσα ελέχθησαν διά τον προηγούμενον. Αυτά δε τα ίδια ας
   εφαρμοσθούν και εις τους ξένους απέναντι ξένων και εις τους πολίτας ή
   τους ξένους μεταξύ των και πάλιν εις τους δούλους απέναντι των
   δούλων, δηλαδή ως προς την ιδιόχειρον εκτέλεσιν και την προμελέτην
   εκτός της εγγυήσεως. Αυτήν δε ας την δίδουν μόνον οι ιδιόχειροι
   δράσται.

   Εάν δε δούλος φονεύση ελεύθερον εκουσίως είτε ιδιοχείρως είτε εκ
   προμελέτης και καταδικασθή, τότε ο κοινός δήμιος της πόλεως ας τον
   οδηγήση πλησίον εις το μνήμα του αποθανόντος, από μέρος όπου φαίνεται
   ο τύμβος του, και αφού τον δείρη όσας φοράς διατάξη ο κερδίσας την
   δίκην, εάν εξακολουθή να ζη ο φονεύς, τότε ας τον θανατώση. Εάν δε
   κανείς φονεύση δούλον, όστις δεν έκαμε καμμίαν αδικίαν, αλλά μόνον
   διότι φοβείται μήπως τον καταγγέλλει διά τας κακάς και αισχράς του
   πράξεις, ή διά καμμίαν άλλην παρομοίαν αιτίαν, καθώς θα υφίστατο
   δίκην φόνου, εάν εφόνευε πολίτην, ομοίως ας υποστή και διά τον
   τοιούτον δούλον, ο οποίος εφονεύθη υπό τους όρους τούτους.

   Εάν όμως συμβούν πράγματα διά τα οποία και να νομοθετήσωμεν είναι
   φρικώδες και όχι επιθυμητόν πράγμα, αλλά πάλιν είναι αδύνατον να μη
   νομοθετήσωμεν διά φόνους συγγενών ιδιοχείρους ή με προμελέτην
   γενομένους, ωρισμένως δε εκ προμελέτης και αδίκους, οι οποίοι συνήθως
   μεν συμβαίνουν εις πόλεις αι οποίαι ιδρύθησαν και διάγουν υπό κακούς
   όρους, αλλά κάποτε είναι δυνατόν να συμβούν και εις τόπον εις τον
   οποίον δεν θα επερίμενε ποτέ κανείς, τότε πάλιν πρέπει να λέγωμεν τον
   προ ολίγου λεχθέντα λόγον, και ίσως τυχόν κανείς μας ακούση και
   ημπορέση να αποφύγη τους πλέον ανοσίους φόνους εκουσίως εξ αιτίας
   αυτών. Δηλαδή ο μύθος είτε λόγος είτε οτιδήποτε άλλο όνομα του
   αποδώσωμεν, ελέχθη καθαρά από αρχαίους ιερείς, ότι η θεία δίκη, η
   οποία εκδικείται το αίμα των συγγενών, εφαρμόζει τον προ ολίγου
   αναφερθέντα νόμον και διατάσσει, όταν κανείς εκτελέση κάτι, να πάθη
   αναγκαστικώς τα ίδια τα οποία έκαμε. Λόγου χάριν, εάν κανείς εφόνευσε
   πρότερον τον πατέρα του, τόρα ο ίδιος να υπομείνη να πάθη το ίδιον
   διά της βίας εις ολίγον καιρόν. Και εάν εφόνευσε την μητέρα του είναι
   ανάγκη να ξαναγεννηθή με γυναικείαν φύσιν και κατόπιν να στερηθή την
   ζωήν από τα τέκνα του. Διότι, όταν μολυνθή το κοινόν αίμα, δεν
   υπάρχει άλλος καθαρμός ούτε ημπορεί να ξεπλυθή το μολυσμένον πριν
   πληρώση με φόνον όμοιον τον φόνον η εγκληματήσασα ψυχή και καθησυχάση
   όλην την οργήν της συγγενείας διά της εξιλεώσεως. Αυτάς λοιπόν τας
   εκδικήσεις των θεών φοβούμενος κανείς πρέπει να τα αποφεύγη αυτά. Εάν
   όμως κανένα τον κυριεύση τόσον αθλία συμφορά, ώστε να τολμήση εκ
   προμελέτης εκουσίως να αποχωρίση την ψυχήν από το σώμα του πατρός του
   ή της μητρός του ή των αδελφών του ή των τέκνων του, τότε ο παρών
   νόμος του θνητού νομοθέτου νομοθετεί περί των τοιούτων προκηρύσσων
   ότι αποκλείεται από τα νόμιμα και ότι υφίσταται τας ιδίας εγγυήσεις,
   καθώς είπαμεν προηγουμένως. Εάν δε κανείς καταδικασθή διά τον
   τοιούτον θάνατον, ότι δηλαδή εφόνευσε κανένα από αυτούς, οι μεν
   υπηρέται των δικαστών και άρχοντες ας τον φονεύσουν εις το ωρισμένον
   σταυροδρόμιον, αφού τον βγάλουν γυμνόν έξω από την πόλιν, όλοι δε οι
   άρχοντες φέροντες ο καθείς ένα λίθον ας τον ρίψουν εις την κεφαλήν
   του νεκρού και ας εξαγνίσουν όλην την πόλιν, κατόπιν δε ας τον φέρουν
   εις τα σύνορα της χώρας και ας τον πετάξουν άταφον.

   Αλλά τόρα όστις φονεύση τον συγγενέστερόν του και καθώς λέγομεν τον
   _φίλτατόν_ του τι πρέπει να πάθη; Εννοώ δε όστις φονεύση τον εαυτόν
   του και τον στερήση την μοίραν του πεπρωμένου διά της βίας, χωρίς
   ούτε η πόλις να το επιβάλη ως τιμωρίαν ούτε αυτός να υποκύπτη εις την
   οδυνηράν δυστυχίαν η οποία τον εκυρίευσε, ούτε να του έλθη κάποιος
   αθεράπευτος και αβίωτος εξευτελισμός, αλλά από οκνηρίαν και ανανδρίαν
   και δειλίαν επιβάλλων εις τον εαυτόν του άδικον τιμωρίαν. Δι' αυτόν
   λοιπόν τους μεν άλλους νόμους οι οποίοι πρέπει να εφαρμοσθούν ως προς
   τους καθαρμούς και τας ταφάς ο θεός (Απόλλων) τα γνωρίζει. Διά ταύτα,
   δε πρέπει να συμβουλεύονται τους ερμηνευτάς και τους σχετικούς προς
   αυτά νόμους οι πλησιέστεροι συγγενείς και να εκτελούν συμφώνως με τας
   οδηγίας των. Οι δε τάφοι διά τους καταστραφέντας ούτω πως πρέπει να
   είναι μεμονωμένοι χωρίς να υπάρχη κανείς άλλος πλησίον των απολύτως,
   έπειτα να θάπτουν αυτούς εις τα παραμεθόρια μέρη από τα δώδεκα
   τμήματα, όσα είναι ακαλλιέργητα και αδέσποτα, και να τους θάπτουν
   χωρίς ευλογίαν και χωρίς να θέσουν επάνω εις τους τάφους των στήλας
   και ονόματα.

   Εάν δε τυχόν κανέν φορτηγόν ή άλλο ζώον φονεύση άνθρωπον, εκτός
   εκείνων τα οποία αγωνίζονται εις τους δημοσίους αγώνας, ας
   καταγγείλουν οι πλησιέστεροι τον φονέα διά τον φόνον, ας δικάσουν δε
   την υπόθεσιν όποιους και όσους από τους αγρονόμους ορίση ο συγγενής,
   το δε καταδικασθέν ζώον ας φονευθή και ας πεταχθή έξω από τα σύνορα
   της χώρας.

   Εάν δε κανέν άψυχον στερήση την ψυχήν κανενός ανθρώπου, εκτός εάν
   είναι κεραυνός ή κανέν παρομοίον θεϊκόν πλήγμα, από όλα τα άλλα εις
   όσα κανείς προσκρούση ή αυτά πέσουν επάνω του και τον φονεύσουν,
   δικαστήν μεν δι' αυτά ας ορίζη ο πλησιέστερος συγγενής, εξιλεώνων τον
   εαυτόν του και όλον το συγγενολόγι του, το δε καταδικασθέν
   αντικείμενον να το εξορίση, καθώς ελέχθη διά το γένος των ζώων.

   Εάν δε πάλιν ευρεθή κανείς φονευμένος, δεν είναι όμως φανερός ο
   φονεύς και αφού γίνη αυστηρά έρευνα δεν ανακαλυφθή, αι μεν
   προκηρύξεις να είναι αι ίδιαι καθώς εις τους άλλους, δηλαδή να δηλωθή
   ο φόνος προς γνώσιν του δράστου και αφού καταδικασθή να διαλαλήση ο
   κήρυξ ότι όστις εφόνευσε τον δείνα και τον δείνα και απεδείχθη ως
   φονεύς πρέπει να μη πατήση εις τα ιερά ούτε απολύτως εις το έδαφος
   της χώρας του αποθανόντος, διότι, εάν παρουσιασθή και ανακαλυφθή, θα
   θανατωθή και θα πεταχθή έξω από τα σύνορα της χώρας του παθόντος
   άταφος. Αυτός λοιπόν ο νόμος γενικώς ας είναι έγκυρος διά τον φόνον.
   Και αυτά μεν έως εδώ ας είναι ούτω πως.

   Αι περιστάσεις όμως και οι λόγοι, διά τους οποίους όστις φονεύση θα
   είναι καθαρός, είναι οι εξής. Τον κλέπτην τον εισερχόμενον την νύκτα
   εις την οικίαν διά να κλέψη χρήματα εάν κανείς τον συλλάβη και τον
   φονεύση, ας είναι καθαρός. Και εάν φονεύση κανείς λωποδύτην εν αμύνη,
   ας είναι καθαρός. Και πάλιν, όστις προσπαθεί να εκβιάση ελευθέραν
   γυναίκα ή παίδα χάριν ασελγείας, ας φονευθή χωρίς αντίποινα από τον
   προσβληθέντα διά της βίας και από τον πατέρα του ή τους αδελφούς του
   ή τους υιούς του. Και εάν ο σύζυγος συλλάβη την νόμιμον σύζυγόν του,
   όταν εκβιάζηται, αν φονεύση τον εκβιαστήν της, ας είναι καθαρός
   συμφώνως με τον νόμον. Και εάν κανείς υπερασπιζόμενος την ζωήν του
   πατρός του, όστις δεν εκτελεί τυχόν κανέν ανόσιον, ή της μητρός ή των
   τέκνων ή των αδελφών ή του συζύγου, φονεύση κανένα, ας είναι εντελώς
   καθαρός.

   Και λοιπόν περί της ανατροφής και εκπαιδεύσεως της ζωντανής ψυχής,
   ποία όταν απολαύση αξίζει να ζη και ποία όταν δεν επιτύχη πρέπει
   αντιθέτως να αποθάνη, και επί των βίαιων θανάτων ποίαι τιμωρίαι
   πρέπει να εφαρμόζωνται, δι' όλα αυτά τα ζητήματα ας είναι αρκετά όσα
   ενομοθετήσαμεν. Περί δε της ανατροφής και εκπαιδεύσεως των σωμάτων
   επίσης ωμιλήσαμεν, ως συνέχειαν δε αυτών πρέπει να χωρίσωμεν όσον
   είναι δυνατόν τας βιαίας πράξεις μεταξύ των εις ακουσίας και
   εκούσιας, ποίαι είναι και πόσαι και ποίας τιμωρίας είναι ορθόν να
   λάβη εκάστη. Αυτά κατόπιν από εκείνα, καθώς φαίνεται, είναι ορθόν να
   νομοθετηθούν.

   Λοιπόν τας πληγάς και τα σακατεύματα που προέρχονται από πληγάς και ο
   μηδαμινώτερος νομοθέτης θα τα κατατάξη ως δεύτερα κατόπιν από τους
   θανάτους. Και λοιπόν καθώς διαιρέσαμεν τους φόνους ομοίως πρέπει να
   θεωρήσωμεν και τας πληγάς άλλας μεν ως εκούσιας, άλλας δε ως από
   έξαψιν, άλλας δε ως από φόβον, άλλας δε ως προερχομένας εκ προμελέτης
   εκουσίως. Πρέπει δε να προλογίσωμεν δι' όλα αυτά το εξής. Ότι δηλαδή
   είναι ανάγκη οι άνθρωποι να θέτουν νόμους και να ζουν συμφώνως με
   νόμους, αλλέως δεν διαφέρουν από τα εντελώς άγρια θηρία. Αιτία δε
   τούτων είναι ότι η φύσις κανενός ανθρώπου δεν γεννάται ικανή να
   γνωρίζη ποία συμφέρουν εις την ανθρωπίνην πολιτείαν και αφού γνωρίση
   να ημπορή και να θέλη να κάμνη πάντοτε το καλλίτερον. Δηλαδή πρώτον
   είναι δύσκολον να εννοήση κανείς ότι η πολιτική η οποία είναι και
   αληθινή τέχνη δεν πρέπει να σκέπτεται το ατομικόν συμφέρον, αλλά το
   κοινόν — διότι το μεν κοινόν συσφίγγει, το δε ατομικόν διασπά τας
   πόλεις — και ότι και εις το κοινόν και εις το άτομον συγχρόνως
   συμφέρει να θεσπισθή καλώς το κοινόν συμφέρον παρά το ατομικόν.

   Δεύτερον δε, και αν ακόμη κανείς αποκτήση τελείως την τέχνην να
   γνωρίζη ότι αυτά επλάσθησαν ούτω πως, συγχρόνως όμως κυριαρχήση
   ανευθύνως και απολυταρχικώς εις την πόλιν, δεν θα ημπορέση ποτέ να
   μείνη πιστός εις αυτήν την γνώμην και διαρκώς το μεν κοινόν να το
   θεωρή προτιμότερον, το δε ατομικόν ως κατώτερον του κοινού, αλλά
   πάντοτε θα τον παρασύρη η θνητή φύσις του εις πλεονεξίαν και
   αυθαιρεσίαν, διά να αποφύγη ασυλλογίστως την λύπην και να επιδιώξη
   την ηδονήν, από δε το δικαιότερον και καλλίτερον θα προτιμήση αυτά τα
   δύο, και προξενούσα εις τον εαυτόν της σκοτισμόν θα φορτώση αυτόν από
   όλα τα κακά καθώς και ολόκληρον την πόλιν. Άλλως τε, εάν κανείς
   άνθρωπος εγεννήθη εκ φύσεως με θεού θέλημα ικανός διά να τα εφαρμόση,
   τότε αυτός δεν έχει ανάγκην από νόμους διά να τον θυσιάζουν. (1)
   Διότι από την επιστήμην ούτε ο νόμος ούτε η τάξις είναι ανωτέρα ούτε
   είναι συγχωρημένον ο νους να γίνη υπήκοος ούτε δούλος κανενός, αλλά
   όλα να τα εξουσιάζη, εάν βεβαίως είναι αληθινά ελεύθερος και
   πραγματικώς σύμφωνος με την φύσιν. Αλλά τόρα δεν υπάρχει διόλου εις
   κανέν μέρος, παρά μόνον εις μικράς δόσεις.

   Διά τούτο λοιπόν πρέπει να προτιμήσωμεν το δεύτερον, δηλαδή τας
   διατάξεις και τους νόμους, τα οποία βεβαίως τας μεν συνήθεις
   περιπτώσεις τας βλέπουν και τας παρατηρούν, όλας όμως απολύτως δεν
   ημπορούν να τας παρατηρήσουν. Αυτά λοιπόν ελέχθησαν διά τον εξής
   σκοπόν. Τόρα ημείς θα ορίσωμεν τι πρέπει να πάθη ή να πληρώση όστις
   επλήγωσε ή έβλαψε άλλον. Είναι λοιπόν εύκολον εις τον καθένα, γενικώς
   να μας προλάβη και να ειπή ορθώς: Τι όταν πληγώση ή ποίον ή πώς ή
   πότε λοιπόν εννοείς; Διότι καθέν από αυτά τα είδη περιέχει απείρους
   περιπτώσεις και διαφέρουν πολύ μεταξύ των. Όλα λοιπόν αυτά
   ανεξαιρέτως ή πάλιν κανέν απολύτως να μη αναθέση ο νομοθέτης εις τα
   δικαστήρια να το αποφασίσουν, δεν είναι δυνατόν. Διότι έν κυρίως
   είναι ανάγκη δι' όλα να αναθέση να κρίνουν, δηλαδή αν έγινε ή δεν
   έγινε έκαστον από αυτά. Και πάλιν δε διά να μη αναθέση εις αυτά να
   κρίνουν τι πρέπει να πληρώση ή να πάθη όστις κάμη καμμίαν από αυτάς
   τας αδικίας, αλλά να νομοθετήση ο ίδιος δι' όλα μικρά και μεγάλα,
   είναι σχεδόν αδύνατον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Ποίος λόγος λοιπόν έρχεται κατόπιν από αυτά;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Ο εξής, ότι άλλα μεν πρέπει να αναθέση εις τα δικαστήρια, άλλα δε δεν
   πρέπει να αναθέση εις αυτά, αλλά ο ίδιος να τα νομοθετήση.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Ποία λοιπόν πρέπει να νομοθετήση και ποία πρέπει να αναθέση εις τα
   δικαστήρια να τα κρίνουν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Τόρα πλέον λοιπόν ορθόν είναι να ειπούμεν τα εξής, ότι, εάν εις μίαν
   πόλιν υπάρχουν δικαστήρια μηδαμινά και βωβά, τα οποία υποκλέπτουν
   κρυφίως τας αποφάσεις των, και το χειρότερον από όλα, εάν δεν είναι
   ούτε ήσυχα, αλλά πλημμυρούν από θόρυβον καθώς τα θέατρα και κρίνουν
   άλλους ρήτορας επαινούντα με βοήν και άλλους κατακρίνοντα, τότε
   συμβαίνει συνήθως κακόν πάθημα εις όλην την πόλιν. Διά τοιαύτα λοιπόν
   δικαστήρια αν υποχρεωθή κανείς αναγκαστικώς να νομοθετήση, δεν είναι
   μεν μεγάλη ευτυχία του, αλλά οπωσδήποτε, αν υποχρεωθή, πρέπει όσον το
   δυνατόν διά τα μικρά ζητήματα, να αναθέση εις τους δικαστάς να
   ορίζουν την τιμωρίαν, τα δε περισσότερα να τα νομοθετή ο ίδιος ρητώς,
   αν τυχόν συμβή να νομοθετήση εις τοιαύτην πολιτείαν. Εις όποιαν όμως
   πόλιν λειτουργούν τα δικαστήρια όσον το δυνατόν ορθώς διά της καλής
   μορφώσεως των μελλόντων να δικάζουν και διά της λεπτομερούς εξετάσεως
   αυτών, εκεί είναι ορθόν και καλόν τας περισσοτέρας περιπτώσεις να τας
   αναθέτη να τας κρίνουν οι τοιούτοι δικασταί διά τους καταδικασθέντας,
   δηλαδή τι πρέπει, να πάθουν ή να πληρώσουν. Εις ημάς δε τόρα δεν
   είναι ασέβεια, αν δεν νομοθετήσωμεν δι' αυτούς τα κυριώτερα και τα
   περισσότερα, τα οποία και οι κατωτέρας μορφώσεως δικασταί θα
   ημπορούσαν να αντιληφθούν και να εφαρμόσουν εις εκάστην παρανομίαν
   ό,τι αξίζει να πάθη ο δράστης διά την πράξιν του. Επειδή λοιπόν δι'
   όσους ημείς νομοθετούμεν τόρα τους θεωρούμεν ότι θα γίνουν αρμονικοί
   κριταί των τοιούτων, ας αναθέσωμεν εις αυτούς τα περισσότερα. Αλλ'
   όμως εκείνο το οποίον είπαμεν πολλάκις και το εξετελέσαμεν εις την
   θέσπισιν των προηγουμένων νόμων, ότι δηλαδή θα ομιλήσωμεν με γενικόν
   τύπον διά τας τιμωρίας, διά να δώσωμεν παραδείγματα εις τους δικαστάς
   να μην εξέρχωνται από την υπόθεσίν των, αυτό και τότε ήτο ορθόν, και
   τόρα το ίδιον πρέπει να κάμωμεν, επιστρέφοντες εις τους νόμους.

   Λοιπόν η καταγγελία διά την πληγήν ας είναι ως εξής. Εάν κανείς
   επρομελέτησε εκουσίως να φονεύση κανένα φιλικόν άνθρωπον, έξω από
   εκείνους που επιτρέπει ο νόμος, και τον πληγώση μεν, αλλά δεν
   ημπορέση να τον θανατώση, τότε δεν πρέπει να συγχωρήσωμεν τον
   προμελετήσαντα και πληγώσαντα ούτε να τον σεβασθώμεν αλλέως, αλλά, ως
   να εφόνευσε να τον αναγκάσωμεν ν' υποστή την ποινήν του φόνου.
   Σεβόμενος όμως την όχι τόσον κακήν τύχην του και τον δαίμονα, ο
   οποίος ελυπήθη και αυτόν και τον δράστην και απεμάκρυνε το κακόν ώστε
   να μη γίνη αθεράπευτον εις τον παθόντα, εις δε τον δράστην κατηραμένη
   συμφορά, εις αυτόν λοιπόν τον δαίμονα χαριζόμενος και μη
   εναντιούμενος κανείς πρέπει από μεν τον θάνατον να απαλλάξη τον
   δράστην, να γίνη όμως μετακόμισις αυτού εις την γειτονικήν πόλιν δι'
   όλην του την ζωήν, και να απολαμβάνη όλην του την περιουσίαν. Την δε
   βλάβην την οποίαν επροξένησε εις τον πληγωθέντα να την πληρώση εις
   αυτόν. Αυτήν δε να την ορίση το δικαστήριον το οποίον θα δικάση την
   δίκην. Να την δικάσουν δε οι δικασταί οι οποίοι θα εδίκαζαν τον
   φόνον, εάν απέθνησκε από την πληγήν.

   Εάν δε το τέκνον πληγώση εκ προμελέτης τους γονείς του ή ο δούλος τον
   κύριόν του, ας είναι θάνατος η τιμωρία του. Και εάν ο αδελφός πληγώση
   ομοίως τον αδελφόν ή την αδελφήν, ή η αδελφή τον αδελφόν ή την
   αδελφήν, και καταδικασθή διά πληγήν εκ προμελέτης, να είναι θάνατος η
   τιμωρία. Εάν δε η γυνή πληγώση εκ προμελέτης με σκοπόν να φονεύση τον
   άνδρα της, ή ο ανήρ την γυναίκα του, ας εκπατρισθή ισοβίως. Τα δε
   κτήματά των, εάν μεν έχουν υιούς ή θυγατέρας ανηλίκους ακόμη, να τα
   επιτροπεύουν οι επίτροποι και να είναι κηδεμόνες των παιδιών ως
   ορφανών. Εάν δε είναι ενήλικες, ας μην είναι υποχρεωτικόν να τρέφεται
   ο εκπατρισθείς από τους γόνους του, την δε περιουσίαν ας την έχουν
   αυτοί. Όστις δε περιπλακή εις τοιαύτας συμφοράς άτεκνος, ας κάμουν
   συμβούλιον οι συγγενείς μέχρι των μικρανεψιών του εκπατρισθέντος, και
   από τα δύο μέρη, δηλαδή και από τους συγγενείς του ανδρός και της
   γυναικός, και ας διορίσουν κληρονόμον εις αυτόν τον οίκον, ο οποίος
   να είναι ένας από τους πέντε χιλιάδες σαράντα όλης της πόλεως,
   συσκεπτόμενοι με τους νομοφύλακας και τους ιερείς και έχοντες υπ'
   όψει των την εξής αρχήν, ότι δηλαδή ουδείς οίκος από τους πέντε
   χιλιάδες σαράντα είναι κτήμα του ενοίκου ούτε και όλης του της γενεάς
   τόσον, όσον της πόλεως, είτε είναι δημόσιος είτε ιδιωτικός. Πρέπει
   λοιπόν η πόλις βεβαίως να διατηρή τους οίκους της όσον το δυνατόν
   αγνούς και καλοτυχισμένους. Όταν λοιπόν κακοτυχήση και μολυνθή κανείς
   από τους οίκους, ώστε ο κάτοχός του να μην αφήση μέσα εις αυτόν
   τέκνα, άγαμος δε ή και έγγαμος χωρίς τέκνα να αποθάνη καταδικασθείς
   διά φόνον εκούσιον, ή διά καμμίαν άλλην παρανομίαν προς τους θεούς ή
   τους πολίτας, διά την οποίαν υπάρχει ρητώς ως τιμωρία ο θάνατος εις
   τον νόμον, ή και αν εκπατρισθή ισοβίως κανείς από τους άνδρας
   άτεκνος, αυτόν τον οίκον πρώτον μεν είναι ανάγκη να τον καθαρίσουν
   και να τον εξορκίσουν συμφώνως με τον νόμον, έπειτα ας συνέλθουν εις
   συμβούλιον, καθώς είπαμεν προ ολίγου, οι συγγενείς μαζί με τους
   νομοφύλακας, διά να σκεφθούν ποία γενεά υπάρχει εις την πόλιν έχουσα
   υπόληψιν καλήν διά την αρετήν και συγχρόνως ευτυχής, εις την οποίαν
   να υπάρχουν πολλά παιδιά. Από αυτά δε ας υιοθετήσουν το έν ως υιόν
   του πατρός του αποθανόντος και των ανιόντων συγγενών, και χάριν της
   φήμης ας το ονομάσουν γέννημά των και διάδοχον και προσκυνητήν των
   οσίων των και των προσκυνημάτων των με την ελπίδα καλλιτέρας τύχης
   από τον πατέρα, και κατ' αυτόν τον τρόπον ευχηθέντες να τον
   καταστήσουν κληρονόμον συμφώνως με τον νόμον, τον δε εγκληματήσαντα
   να τον αφήσουν να μείνη χωρίς όνομα και άτεκνος και άμοιρος, όταν τον
   κυριεύση τοιαύτη συμφορά.

   Ως φαίνεται δε, δεν είναι πάντοτε συναφή τα σύνορα, αλλά όπου υπάρχει
   μεθόριον, αυτό κείται μεταξύ των δύο συνόρων και αυτό προσκρούει
   προηγουμένως εις έκαστον από τα δύο σύνορα. Και λοιπόν μεταξύ των
   ακουσίων και εκουσίων ό,τι γίνεται εν βρασμώ είπαμεν ότι είναι
   τοιούτον. Διά τας υφισταμένας λοιπόν ακόμη πληγάς, αι οποίαι προήλθαν
   από έξαψιν, εάν καταδικασθή κανείς, τότε πρέπει πρώτον μεν να πληρώση
   το διπλάσιον της βλάβης, αν η πληγή είναι ευκολοθεράπευτος, εάν δε
   είναι αθεράπευτος, το τετραπλάσιον. Εάν δε είναι μεν
   ευκολοθεράπευτος, αλλά προσάπτη μεγάλην προσβολήν εις τον πληγωθέντα
   και εξευτελισμόν, να πληρώση το τριπλάσιον. Εάν δε με τας πληγάς που
   θα προξενήση κανείς εις άλλον δεν βλάπτη μόνον τον παθόντα αλλά και
   την πόλιν, διότι τον κατέστησε ανίκανον να υπερασπισθή την πατρίδα
   εναντίον των εχθρών, αυτός εκτός του άλλου προστίμου ας αναπληρώση
   και την βλάβην της πόλεως. Δηλαδή εκτός της ιδικής του επιστρατεύσεως
   ας επιστρατευθή και χάριν του ανικάνου και ας εκτελή εις την θέσιν
   εκείνου τας πολεμικάς διατάξεις, εάν δε δεν εκτελή αυτάς, ας είναι
   υπόδικος διά μυνήσεως του βουλομένου ως λιποτάκτης συμφώνως με τον
   νόμον. Το δε αντίτιμον της βλάβης είτε το διπλάσιον, είτε το
   τριπλάσιον, είτε το τετραπλάσιον, ας το ορίζουν οι καταδικάσαντες
   αυτόν δικασταί.

   Εάν δε αυτάδελφος πληγώση αυτάδελφον, κατά τον ίδιον τρόπον με τον
   προηγούμενον, τότε οι γονείς και οι συγγενείς των μέχρι των
   μικρανεψιών από το μέρος της γυναικός και από το μέρος του ανδρός,
   και αι γυναίκες και οι άνδρες να συνέλθουν διά να τον δικάσουν και να
   τον παραδώσουν εις τους γονείς του να τον τιμωρήσουν συμφώνως με την
   φύσιν. Εάν δε η ποινή μένη εξ ίσου διαφιλονικουμένη, τότε ας
   υπερισχύουν οι ορίζοντες αυτήν από το μέρος του ανδρός. Εάν δε δεν
   ημπορούν οι ίδιοι, ας την αναθέσουν επί τέλους εις τους νομοφύλακας.
   Διά δε τας παρομοίας πληγάς των τέκνων προς τους γονείς δικασταί να
   ορίζωνται υποχρεωτικώς όσοι επέρασαν τα εξήντα έτη της ηλικίας των,
   και έχουν παιδιά όχι υιοθετημένα αλλά γνήσια. Εάν δε κανείς
   καταδικασθή, να ορίσουν αν πρέπει αυτός να αποθάνη ή να πάθη κάτι
   μεγαλίτερον ή όχι πολύ μικρότερον. Και από τους συγγενείς του δράστου
   να μη διορισθή κανείς δικαστής, ούτε αν έχη την ηλικίαν την οποίαν
   ορίζει ο νόμος.

   Εάν δε κανείς δούλος πληγώση ελεύθερον από έξαψιν, ας παραδώση ο
   ιδιοκτήτης τον δούλον εις τον παθόντα, να τον μεταχειρισθή όπως
   θέλει. Εάν δε δεν τον παραδώση, ας αποζημιώση ο ίδιος την βλάβην. Εάν
   δε καταγγέλλη κανείς ότι είναι εφεύρεσις εκ συνεννοήσεως του δούλου
   και του πληγωθέντος το γεγονός, ας το διαφιλονικήση. Εάν δε δεν
   κερδίση την υπόθεσιν, ας πληρώση τριπλασίως την βλάβην. Εάν δε
   κερδίση την υπόθεσιν, ας κάμη τον σκευωρήσαντα υπόδικον υποδουλώσεως
   μαζί με τον δούλον. Όστις δε πληγώση ακουσίως άλλον μη συγγενή, ας
   πληρώση την βλάβην απλήν. Διότι ουδείς νομοθέτης είναι άξιος να
   κυριαρχήση την τύχην. Δικασταί δε ας ορισθούν όσοι ωρίσθησαν και διά
   τους υιούς προς τους γονείς, και ας ορίσουν το αντίτιμον της βλάβης.

   Όλα τα προεξετασθέντα παθήματα είναι βίαια, βίαια όμως επίσης είναι
   και όλα τα είδη της κακοποιήσεως. Λοιπόν δι' αυτά πρέπει το εξής να
   σκέπτεται πας ανήρ και παις και γυνή διαρκώς, ότι δηλαδή ο
   γεροντότερος δεν είναι εις μικράν προτίμησιν από τον νεώτερον και
   εμπρός εις τους θεούς και εις τους ανθρώπους, οι οποίοι θέλουν να
   διατηρούνται και να ευτυχούν. Λοιπόν το να ιδή κανείς μίαν
   κακοποίησιν μέσα εις την πόλιν γενομένην από τον νεώτερον εις τον
   γεροντότερον είναι αισχρόν και θεομίσητον. Αρμόζει όμως, όταν ο νέος
   κτυπηθή από γέροντα, να υποφέρη υπομονητικώς την έξαψίν του,
   επιφυλάττων και διά τον εαυτόν του αυτήν την εκτίμησιν εις το γήρας
   του. Λοιπόν ας γίνη το εξής. Ο καθείς εις τον τόπον μας ας σέβεται
   τον γεροντότερόν του εις τα έργα και εις τους λόγους του. Τον δε
   γεροντότερόν του κατά είκοσι έτη είτε άρρενα είτε θήλυν, ας τον
   σέβεται ως άλλον πατέρα ή μητέρα και εν γένει ας αποφεύγη να προσβάλη
   πάσαν ηλικίαν, η οποία ήτο δυνατόν να τον γεννήση, χάριν των
   γενεθλίων θεών. Ομοίως δε ας αποφεύγη και τον ξένον είτε μένει εις
   την πόλιν προ πολλού είτε ήλθε τελευταίως. Δηλαδή ούτε αρχήν κάμνων
   ούτε αποκρούων επίθεσιν γενικώς ας μη τολμά να σωφρονίση τον τοιούτον
   με κτυπήματα. Εάν δε κανείς ξένος έχη την τόλμην και το θράσος να τον
   κτυπήση και νομίζη ότι πρέπει να τιμωρηθή, ας τον συλλάβη και ας τον
   οδηγήση προς την αρχήν των αστυνόμων, αλλά ας κρατηθή από το να
   κτυπήση αυτόν, διά να είναι πολύ μακράν από το να τολμήση να κτυπήση
   τον εντόπιον. Οι δε αστυνόμοι, αφού τον κρατήσουν και τον ανακρίνουν,
   τότε και αυτοί σεβόμενοι τον προστάτην θεόν των ξένων, εάν μεν φανή
   ότι αδίκως ο ξένος εκτύπησε τον εντόπιον, ας δώσουν με την μάστιγα
   εις τον ξένον τόσες ξυλιές, όσας έδωκε αυτός και ας καταπαύσουν την
   ξενοκρατίαν του. Εάν όμως δεν έχη άδικον, ας απειλήσουν και ας
   ονειδίσουν τον καταδότην και ας αφήσουν και τους δύο.

   Εάν δε κανείς κτυπά τον συνομήλικόν του ή τον άτεκνον γεροντότερόν
   του, και ο γέρων τον γέροντα και ο νέος τον νέον, αυτός ας τον
   αποκρούη συμφώνως με την φύσιν χωρίς οξύ όργανον με γυμνάς χείρας,
   όστις δε περάση τα σαράντα έτη της ηλικίας του, εάν συγκρούεται με
   κανένα ή επιτιθέμενος ή αμυνόμενος, θα είναι πρέπον να θεωρηθή
   αγροίκος και δουλοπρεπής και χαμερπής και να λάβη εξευτελιστικήν
   τιμωρίαν. Και εάν μεν με παρόμοια σωφρονιστήρια γίνεται ευπειθής,
   τότε είναι ευκολοδιοίκητος, εάν όμως είναι απειθής και δεν προσέχη
   εις το προοίμιον, τότε ας δεχθή οριστικώς τον εξής νόμον:

   Εάν κανείς κτυπά άλλον γεροντότερόν του κατά είκοσι έτη ή και
   περισσότερον ακόμη, πρώτον μεν όστις τον επιτύχη, εάν δεν είναι
   συνομήλικος ούτε νεώτερος από τους συγκρουομένους, ας τους χωρίση,
   ειδεμή ας είναι κακός συμφώνως με τον νόμον. Εάν δε φέρη την ηλικίαν
   του κτυπηθέντος ή είναι ακόμη νεώτερος, ας υπερασπιστή τον
   αδικούμενον ως αδελφόν ή πατέρα ή και ανώτερον συγγενή. Εκτός δε
   τούτου ας υποστή δίκην κακοποιήσεως όστις τολμήση να κτυπήση τον
   γεροντότερόν του, καθώς είπαμεν, και, εάν χάση την δίκην, ας δεθή όχι
   ολιγώτερον από έν έτος. Εάν δε οι δικασταί τον καταδικάσουν εις
   περισσότερον χρόνον, ας έχη κύρος ο ορισθείς δι' αυτόν χρόνος. Εάν δε
   κανείς, από τους ξένους ή τους μετοίκους κτυπά τον γεροντότερόν του,
   κατά είκοσι έτη ή και περισσότερον ακόμη, διά μεν την βοήθειαν των
   παρευρισκομένων ας ισχύη ο ίδιος νόμος, όστις δε χάση την τοιαύτην
   δίκην, εάν μεν είναι ξένος και όχι συγκάτοικος, ας δεθή δύο έτη και
   ας πληρώση αυτήν την τιμωρίαν, εάν δε είναι μέτοικος και δεν υπακούη
   εις τους νόμους, ας δεθή τρία έτη εκτός, εάν το δικαστήριον ορίση
   περισσότερον χρόνον διά την ποινήν του. Ας τιμωρηθή δε και όστις
   παρευρέθη εις οποιανδήποτε περίπτωσιν από αυτάς και δεν εβοήθησε
   συμφώνως με τον νόμον, αν μεν ανήκη εις το ανώτερον τίμημα, με μίαν
   μναν, εάν δε εις το δεύτερον, με πενήντα δραχμάς, εάν δε εις το
   τρίτον, με τριάντα, και εάν εις το τέταρτον με είκοσι. Το δικαστήριον
   δε ας αποτελέσουν διά τους τοιούτους οι στρατηγοί και οι ταξίαρχοι
   και οι φύλαρχοι και οι ίππαρχοι.

   Οι δε νόμοι, καθώς φαίνεται, άλλοι μεν θεσπίζονται χάριν διδαχής των
   καλών ανθρώπων, με ποίον τρόπον πρέπει να σχετίζωνται μεταξύ των, διά
   να ευρίσκωνται εις φιλικάς σχέσεις, άλλοι δε χάριν των αποφυγόντων
   την εκπαίδευσιν, οι οποίοι έχουν κάποιον ανυπότακτον φυσικόν και δεν
   εμαλάχθησαν αι ψυχαί των, ώστε να μην είναι πρόθυμοι διά πάσαν
   κακίαν. Αυτοί είναι αίτιοι διά να ειπούμεν τους λόγους, τους οποίους
   πρόκειται να ειπούμεν τόρα. Τους οποίους βεβαίως θα νομοθετήση εξ
   ανάγκης, ο νομοθέτης, αν και δεν θα ευχηθή ποτέ του να δοθή
   περίστασις να εφαρμοσθούν.

   Δηλαδή όστις τολμήση να θέση χείρα εις τον πατέρα του ή την μητέρα
   του ή τους προγόνους αυτών κακοποιών αυτούς, χωρίς να φοβηθή ούτε την
   εκδίκησιν των ουρανίων θεών ούτε τας πιστευομένας τιμωρίας των
   υποχθονίων, αλλά, ως να γνωρίζη όσα δεν γνωρίζει διόλου, περιφρονεί
   τα παλαιά και όσα όλοι λέγουν, και παρανομεί, αυτός έχει ανάγκην από
   την τελευταίαν θεραπείαν. Και ο μεν θάνατος δεν είναι το τελευταιον,
   τα δε πιστευόμενα βασανιστήρια τούτων εις τον Άδην είναι από τον
   θάνατον χειρότερα, αλλά, αν και λέγουν την αλήθειαν, δεν φέρουν κανέν
   εμπόδιον εις τας τοιαύτας ψυχάς. Διότι τότε ποτέ δεν θα υπήρχαν
   μητροκτόνοι ούτε ασεβείς εκτελέσεις κτυπημάτων εναντίον των άλλων
   γονέων. Δι' αυτό λοιπόν πρέπει αι ενταύθα τιμωρίαι αυτών εις την ζωήν
   να μην είναι κατώτεραι από τα βασανιστήρια του Άδου, όσον είναι
   δυνατόν. Λοιπόν ας ορίσωμεν δι' αυτά τον εξής νόμον:

   Εάν κανείς τολμήση να κτυπήση τον πατέρα του ή την μητέρα του ή τους
   πατέρας ή τας μητέρας τούτων χωρίς να εκυριεύθη από μανίαν, πρώτον
   μεν όστις παρευρέθη, καθώς και εις τας προηγουμένας περιπτώσεις, ας
   τρέξη εις βοήθειαν. Και αν μεν είναι μέτοικος ή ξένος όστις βοηθήση,
   ας προσκληθή εις τιμητικήν θέσιν εις τους αγώνας, εάν δε δεν βοηθήση,
   ας εξορισθή διά παντός από την χώραν. Όστις δε δεν είναι μέτοικος,
   εάν μεν βοηθήση, ας λάβη έπαινον, εάν δε δεν βοηθήση, ας κατακριθή. Ο
   δε δούλος, εάν μεν βοηθήση, ας γίνη ελεύθερος, εάν δε δεν βοηθήση, ας
   δεχθή εκατόν ραβδισμούς με το μαστίγιον, και εάν μεν γίνη το συμβάν
   εις την αγοράν, από τους αγορανόμους, εάν δε συμβή έξω από την αγοράν
   εις την πόλιν, τότε οι αστυνόμοι να τον τιμωρήσουν, εάν δε εις τους
   αγρούς κάπου, τότε οι άρχοντες, των αγρονόμων. Εάν δε ο
   παρευρισκόμενος είναι εγχώριος είτε παις είτε ανήρ είτε γυνή, ας
   βοηθήση και ας τον υβρίζη ως ασεβή, όστις δε δεν βοηθεί ας έχη την
   κατάραν του συγγενικού και πατρικού Διός συμφώνως με τον νόμον.

   Εάν δε κανείς καταδικασθή διά κακοποίησιν των γονέων του, πρώτον μεν
   ας εκπατρισθή διά παντός από την πόλιν εις την έξω χώραν και ας
   αποκλείεται από όλα τα προσκυνήματα. Εάν όμως δεν απομακρύνεται από
   αυτά, ας τον τιμωρούν με ραβδισμούς και όσον θέλουν οι αγρονόμοι. Εάν
   δε επιστρέψη ας τιμωρήται με θάνατον. Εάν δε κανείς από τους
   ελευθέρους συμφάγη ή συμποσιάση με τον τοιούτον ή έλθη εις καμμίαν
   παρομοίαν επιμιξίαν ή και απλώς αν τον συναντήση κάπου και τον
   συντροφεύη εκουσίως, ας μην πλησιάση ποτέ ούτε εις προσκύνημα ούτε
   εις την αγοράν ούτε γενικώς εις την πόλιν πριν να καθαρθή, πιστεύων
   ότι μετεδόθη εις αυτόν κάποια αλιτηρία τύχη. Εάν δε απειθή εις τον
   νόμον και μολύνη την πόλιν παρανόμως, όστις εκ των αρχόντων το μάθη
   και δεν καταγγείλη εις δίκην τον τοιούτον, αυτό κατά την εποχήν των
   ευθυνών του ας είναι μία από τας μεγαλιτέρας κατηγορίας εναντίον του.

   Εάν δε πάλιν δούλος κτυπά ελεύθερον, είτε ξένον είτε πολίτην, ας
   βοηθήση μεν όστις παρευρεθή, ειδεμή ας πληρώση συμφώνως με το τίμημά
   του το πρόστιμον που είπαμεν, και αφού τον δέσουν οι παρευρισκόμενοι
   με την σύμπραξιν του κτυπηθέντος, ας τον παραδώσουν εις τον
   αδικούμενον. Αυτός δε, αφού τον παραλάβη, ας τον δέση εις χειροπέδας
   και ας τον μαστιγώση όσον θέλει, χωρίς να ζημιώση διόλου τον κύριόν
   του, και ας τον παραδώση εις εκείνον να τον έχη συμφώνως με τον
   νόμον. Ο δε νόμος αυτός ας λέγη: Όστις ενώ είναι δούλος κτυπά
   ελεύθερον χωρίς την διαταγήν των αρχόντων, ας τον παραλάβη ο κάτοχός
   του από τον κτυπηθέντα δεμένον και ας μη τον λύση πριν ο δούλος να
   καταπείση τον κτυπηθέντα ότι είναι πλέον άξιος να λυθή. Αυτοί δε οι
   ίδιοι νόμοι ας ισχύουν και διά τας γυναίκας μεταξύ των δι' όλας τας
   παρομοίας περιπτώσεις, και διά τας γυναίκας απέναντι των ανδρών και
   διά τους άνδρας απέναντι των γυναικών.



ΒΙΒΛΙΟΝ Ι'.



ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Κατόπιν δε από τας κακοποιήσεις ας λεχθή γενικώς είς νόμος περί όλων
   των βιαιοτήτων, ο εξής: Κανείς να μη μετατοπίζη ξένον πράγμα, ούτε να
   μεταχειρίζεται πράγματα του πλησίον του, εάν δεν λάβη την άδειαν του
   κατόχου των. Διότι ωρισμένως από αυτά προέρχονται και θα προέρχωνται
   όλα τα κακά που είπαμεν. Από όλα δε τα άλλα πάλιν τα μεγαλίτερα είναι
   αι ακολασίαι και αι ύβρεις των νέων. Ακόμη δε μεγαλίτερα είναι, όταν
   γίνωνται εις τα προσκυνήματα, και όλως διόλου υπερβολικά, όταν
   γίνωνται εις τα δημόσια και τα άγια ή επιτοπίως εις τα μέρη όπου
   μετέχουν οι φυλέται ή άλλοι παρόμοιοι. Όταν δε γίνωνται εις τα
   ιδιωτικά προσκυνήματα και τους τάφους, είναι δεύτερα και μικρότερα,
   εις δε τους γονείς τρίτα, όταν έξω από τας αναφερθείσας προηγουμένως
   περιπτώσεις τους υβρίζη, κανείς. Τέταρτον δε είδος αυθαδείας είναι,
   όταν περιφρονή κανείς, τους άρχοντας και μετατοπίζη ή μεταχειρίζεται
   κανέν πράγμα, ιδικόν των χωρίς την άδειάν των. Πέμπτον δε η αυθάδεια
   προς πάντα πολίτην, η οποία ζητεί τιμωρίαν. Εις όλα λοιπόν αυτά
   πρέπει να ορίσωμεν ένα κοινόν νόμον.

   Και βεβαίως ως προς την ιεροσυλίαν είτε γίνη βιαίως είτε κρυφίως,
   είπαμεν γενικώς τι πρέπει να πάσχη ο δράστης. Δι' όσας δε ύβρεις
   εκτελεί κανείς με τους λόγους του ή με τα έργα του, πρέπει να
   ομιλήσωμεν, αφού προτάξωμεν την συμβουλήν. Είναι δε η εξής:

   Όταν κανείς πιστεύη συμφώνως με τον νόμον ότι υπάρχουν θεοί, δεν
   κάμνει ποτέ έργον ασεβές εκουσίως ούτε λέξιν προφέρει παράνομον, αλλά
   το κάμνει μόνον όταν πάσχη έν από τα τρία αυτά, ή αυτό που είπα, ότι
   δηλαδή δεν τους πιστεύει, ή το δεύτερον, δηλαδή ότι υπάρχουν, αλλά
   δεν σκοτίζονται διά τους ανθρώπους, ή το τρίτον ότι εξιλεώνονται
   ευκόλως παρασυρόμενοι με τας θυσίας και τας προσευχάς.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Τι λοιπόν ημπορούμεν να κάμωμεν ή έστω και να ειπούμεν προς αυτούς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Αγαπητέ μου, ας προσέξωμεν να ακούσωμεν πρώτον από αυτούς όσα
   προμαντεύω ότι θα ειπούν εμπαικτικώς περιφρονούντες ημάς.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Ποία δηλαδή;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Πιθανόν να ειπούν εμπαικτικώς τα εξής: Καλέ μου ξένε Αθηναίε και
   Λακεδαιμόνιε και Κνώσιε, λέγετε την αλήθειαν. Δηλαδή από ημάς άλλοι
   μεν δεν πιστεύομεν διόλου τους θεούς, άλλοι δε τους παραδεχόμεθα
   καθώς τους λέγετε σεις. Καθώς επομένως σεις οι ίδιοι εκρίνατε καλόν
   να πράξητε διά τους νόμους, πριν να μας απειλήσητε σκληρώς, ζητούμεν
   πρώτον να προσπαθήσετε να μας διαφωτίσετε ότι υπάρχουν θεοί, με
   πειστικάς αποδείξεις, και ότι είναι καλλίτεροι παρά τοιούτοι, ώστε να
   παρασύρωνται έξω από το δίκαιον τερπόμενοι από τα δώρα. Διότι έως
   τόρα αυτά ακούομεν και άλλα παρόμοια από τους θεωρουμένους ως
   καλλιτέρους ποιητάς και ρήτορας και μάντεις και ιερείς και άλλους
   αναριθμήτους, και δεν βλέπομεν να μη κάμνωμεν αδικήματα, αλλά αφού τα
   κάμωμεν προσπαθούμεν να τα σκεπάσωμεν. Τόρα λοιπόν από σας που λέγετε
   ότι είσθε νομοθέται όχι άγριοι αλλά ήμεροι ζητούμεν να μας φέρετε
   πειστικάς αποδείξεις, και αν δεν ειπήτε πολύ καλλίτερα πράγματα από
   τους άλλους περί των θεών, τουλάχιστον όμως να ειπήτε καλλίτερα ως
   προς την αλήθειαν. Και πολύ πιθανόν να σας πιστεύσωμεν. Λοιπόν
   προσπαθήσατε, αν είναι ορθοί οι λόγοι μας, να μας ειπήτε αυτά που σας
   παρακαλούμεν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Λοιπόν, καλέ Ξένε, δεν σου φαίνεται ότι είναι εύκολον να τους
   ειπούμεν, καθώς είναι αληθές, ότι υπάρχουν θεοί;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Πώς;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πρώτον μεν θεοί είναι η γη και ο ήλιος και όλα ανεξαιρέτως τα άστρα
   και αι ώραι του έτους, αι οποίαι έχουν τόσον καλήν διάταξιν,
   χωριζόμεναι εις έτη και μήνας. Και ότι αυτά όλοι οι Έλληνες και οι
   βάρβαροι τα θεωρούν ως θεούς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Εγώ, αξιομακάριστε φίλε, φοβούμαι τους μοχθηρούς, δηλαδή δεν θέλω να
   ειπώ ότι εντρέπομαι μήπως μας περιφρονήσουν. Διότι σεις δεν γνωρίζετε
   την αιτίαν της αλλοδοξίας των, αλλά νομίζετε ότι μόνον από ακράτειαν
   διά τας ηδονάς και τας επιθυμίας ρέπουν αι ψυχαί των εις τον ασεβή
   βίον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Και τι άλλο λοιπόν ακόμη αίτιον υπάρχει, καλέ Ξένε;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Σχεδόν εκείνο το οποίον δεν είναι δυνατόν να γνωρίζετε σεις, που ζήτε
   έξω από αυτά, αλλά σας διαφεύγει.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Ποίον εννοείς τόρα πάλιν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Κάποιαν αμάθειαν πολύ κακήν, η οποία νομίζει ότι είναι μεγάλη
   νοημοσύνη.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς το εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Υπάρχουν λόγοι γραμμένοι μέσα εις διάφορα συγγράμματα, οι οποίοι,
   καθώς εγώ εννοώ, δεν λείπουν εδώ ως εκ της τελειότητος του
   πολιτεύματός σας, άλλοι μεν με διάφορα μέτρα, άλλοι δε χωρίς μέτρα
   και λέγουν οι αρχαιότεροι από αυτούς, ότι πρώτος έλαβε ύπαρξιν ο
   ουρανός και τα άλλα. Αφού δε προχωρήσουν ολίγον από αυτήν την πρώτην
   ύπαρξιν, μας διηγούνται την θεογονίαν, δηλαδή πώς εγεννήθησαν οι θεοί
   και πώς εφέρθησαν μεταξύ των. Τα οποία αν είναι καλά ή όχι διά τους
   ακούοντας ως προς τα άλλα δεν είναι εύκολον να τα κατηγορήση κανείς,
   αφού είναι αρχαία, ως προς τας περιποιήσεις όμως και τιμάς των γονέων
   δεν ημπορώ εγώ να τα επαινέσω και να ειπώ ότι είναι ωφέλιμα ούτε
   εντελώς ότι είναι αληθή. Και λοιπόν τα μεν έργα των αρχαίων ας τα
   αφήσωμεν και, όπως θέλει ο θεός, ας λέγωνται. Ημείς δε ας ρίψωμεν το
   βάρος εις τα έργα των νέων σοφών ότι είναι αίτια των κακών. Και
   λοιπόν το εξής κατορθώνουν οι λόγοι των τοιούτων. Δηλαδή, όταν εγώ
   και συ φέρωμεν αποδείξεις ότι υπάρχουν θεοί αναφέροντες αυτά τα ίδια,
   δηλαδή, τον ήλιον και την σελήνην και τα άστρα και την γην ότι είναι
   θεοί και θεϊκά όντα, αυτοί παρασυρόμενοι από αυτούς τους σοφούς θα
   μας ειπούν ότι αυτά είναι χώμα και λίθοι και δεν ημπορούν να
   φροντίσουν διά τα ανθρώπινα πράγματα. Αυτά δε λέγονται με πολύ ωραία
   και πειστικά επιχειρήματα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πολύ καλόν λόγον μας είπες, καλέ Ξένε, και είθε να ήτο είς μόνον.
   Αλλά τόρα που είναι πάρα πολλοί, ίσως είναι πολύ χειρότερα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Και τόρα λοιπόν; Ημείς τι λέγομεν; Τι πρέπει να κάμωμεν; Άραγε να
   απολογηθώμεν ωσάν να μας κατηγόρησε κανείς εμπρός εις ασεβείς
   ανθρώπους, και ως να δικαζώμεθα διά την νομοθεσίαν, και να λέγουν ότι
   είναι τρομερόν πράγμα να νομοθετούμεν δι' αυτούς ωσάν διά θεούς; Ή θα
   τους αφήσωμεν εις την διάθεσίν των και θα προχωρήσωμεν πάλιν εις τους
   νόμους, μήπως γίνη κάπως το προοίμιον εκτενέστερον από τους νόμους;
   Διότι ο λόγος εκτεινόμενος δεν θα γίνη σύντομος, εάν πρόκειται διά
   μερικούς που θέλουν να είναι ασεβείς άλλα μεν να αποδείξωμεν επαρκώς
   με επιχειρήματα, δηλαδή όσα έλεγαν ότι πρέπει να αναπτύξωμεν, δι'
   άλλα δε να τους εμπνεύσωμεν φόβον, δι' όσα δε είναι πρέπον να τους
   κάμωμεν να στενοχωρούνται, και τότε πλέον να νομοθετήσωμεν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Καλέ Ξένε, εις αυτό το ολίγον διάστημα πολλάκις επανελάβαμεν αυτό το
   ίδιον πράγμα, ότι δηλαδή δεν είναι διόλου ανάγκη προς το παρόν να
   προτιμώμεν περισσότερον την βραχυλογίαν παρά την μακρολογίαν. Διότι,
   καθώς λέγει η παροιμία, δεν μας κυνηγά κανείς. Επομένως είναι γελοίον
   και ουτιδανόν να φαινώμεθα ότι προτιμώμεν τα συντομώτερα από τα
   καλλίτερα. Δεν είναι δε μικρόν πράγμα να έχουν οπωσδήποτε κάποιαν
   πειστικότητα οι λόγοι μας περί του ότι οι θεοί υπάρχουν και είναι
   αγαθοί και τιμούν υπερβολικά την δικαιοσύνην των ανθρώπων. Διότι αυτό
   σχεδόν είναι το ωραιότερον και καλλίτερον προοίμιον δι' όλους τους
   νόμους (!). Λοιπόν χωρίς να στενοχωρηθώμεν ούτε να βιασθώμεν, αν
   έχωμεν καμμίαν δύναμιν να πείσωμεν με τοιαύτα επιχειρήματα, ας μη
   αποκάμωμεν να ομιλήσωμεν όσον το δυνατόν επαρκώς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Μου φαίνεται ωσάν παράκλησις ο λόγος σου, διότι με πολλήν προθυμίαν
   επιμένεις. Και δεν επιτρέπεται να χάνωμεν καιρόν πλέον, αλλά πρέπει
   να ομιλήσωμεν. Εμπρός λοιπόν, πώς ημπορεί κανείς να ομιλήση περί θεού
   χωρίς να οργισθή; Διότι βεβαίως είναι ανάγκη να εχθρεύηται κανείς και
   να μισή εκείνους, οι οποίοι έγιναν αιτία δι' αυτούς μας τους λόγους
   και γίνονται ακόμη και τόρα, διότι δεν πείθονται εις τους μύθους τους
   οποίους ήκουαν από μικρά παιδιά, όταν ακόμη ετρέφοντο με το γάλα από
   τας τροφούς και τας μητέρας των, οι οποίοι λέγονται με τα παιχνίδια
   και με τα σοβαρά και μαζί με τας προσευχάς και τας θυσίας και με
   ακούσματα και με θεαματικάς τελετάς, τας οποίας με πολλήν
   ευχαρίστησιν παρακολουθεί κανείς όταν είναι νέος, βλέπων τους γονείς
   του να φροντίζουν δι' αυτάς με μεγάλην προθυμίαν και ως να έχουν
   απόλυτον πεποίθησιν περί της υπάρξεως των θεών να λέγουν εις αυτούς
   τας προσευχάς των και τας παρακλήσεις των, και όταν ανατέλλη ο ήλιος
   και η σελήνη και όταν δύουν ακούοντες και βλέποντες γονυκλισίας και
   προσκυνισμούς όλων των Ελλήνων και των βαρβάρων όταν κυριεύωνται από
   διαφόρους συμφοράς, και όταν ευτυχούν όχι πιστεύοντες ότι δεν
   υπάρχουν, αλλά έχοντες απόλυτον πεποίθησιν ότι υπάρχουν και χωρίς
   καμμίαν υποψίαν μήπως δεν υπάρχουν οι θεοί. Λοιπόν όσοι όλα αυτά τα
   περιφρονούν χωρίς κανέν σπουδαίον επιχείρημα, καθώς ημπορούν να
   υποθέσουν, όσοι έχουν έστω και ολίγην νοημοσύνην, και μας αναγκάζουν
   τόρα να λέγωμεν αυτά που λέγομεν, πώς ημπορεί κανείς με μειλιχίους
   λόγους να τους συμβουλεύση και συγχρόνως να τους διδάξη περί θεών
   πρώτον ότι υπάρχουν; Και όμως πρέπει να το υπομένωμεν. Διότι δεν
   πρέπει, εάν εκείνοι έγιναν μανιώδεις από την ακολασίαν των ηδονών, να
   γίνωμεν και ημείς τοιούτοι από την έξαψίν μας.

   Λοιπόν ας αποτείνωμεν το εξής προοίμιον χωρίς θυμόν εις τους έχοντας
   ούτω πως διεφθαρμένην την διάνοιάν των, και ας τους ειπούμεν
   μειλιχίως καταπνίγοντες τον θυμόν μας ως να συνδιαλεγώμεθα με κανένα
   από αυτούς: Παιδί μου, συ είσαι νέος. Όσον δε περνά ο καιρός θα σε
   κάμη να μεταβάλης πολλάς σημερινάς σου δοξασίας και να παραδέχεσαι τα
   αντίθετα. Περίμενε λοιπόν τότε να γίνης κριτής των σπουδαιοτέρων
   ζητημάτων. Το σπουδαιότερον δε από όλα είναι αυτό που συ δεν το
   θεωρείς τόρα τίποτε, δηλαδή, αφού σκεφθής ορθώς περί των θεών, να
   ζήσης καλά ή άσχημα. Και λοιπόν, εάν σου ειπώ δι' αυτούς έν σπουδαίον
   επιχείρημα, ποτέ δεν θα νομισθώ ψεύτης, είναι δε το εξής. Δεν είσαι
   συ μόνος ούτε οι φίλοι σου, οι οποίοι εσχηματίσατε πρώτοι αυτήν την
   γνώμην περί των θεών, αλλά πάντοτε υπάρχουν πολλοί ή ολίγοι που έχουν
   αυτήν την ασθένειαν. Λοιπόν εγώ, ο οποίος εσχετίσθην πολλούς
   τοιούτους, σου λέγω το εξής. Ότι κανείς, αφού εσχημάτισε αυτήν την
   γνώμην νέος περί των θεών, ότι δηλαδή δεν υπάρχουν, δεν έμεινε
   διαρκώς μέχρι γεροντικής ηλικίας εις αυτήν την αντίληψιν. Τα άλλα
   όμως δύο παθήματα ως προς τους θεούς, αν δεν έμειναν διαρκώς εις
   πολλούς, έμειναν όμως εις μερικούς, ότι δηλαδή υπάρχουν μεν οι θεοί,
   αλλά δεν φροντίζουν διόλου διά τα ανθρώπινα πράγματα, και έπειτα ότι
   φροντίζουν μεν, αλλά ευκόλως εξιλεώνονται με θυσίας και προσευχάς.
   Και λοιπόν, αν θέλης να με ακούσης, πρέπει να περιμένης την καθαράν
   σου αντίληψιν περί αυτών όσον είναι δυνατόν, και να αναθεωρής τας
   σκέψεις σου αν συμβαίνει ούτως ή άλλως, ερωτών και τους άλλους και
   προ πάντων τον νομοθέτην. Εις αυτό λοιπόν το διάστημα μη τολμήσης να
   κάμης καμμίαν ασέβειαν προς τους θεούς. Διότι πρέπει να προσπαθήση ο
   παρών νομοθέτης σου και τόρα και άλλοτε να σε διαφωτίση περί αυτών
   των ζητημάτων πώς είναι.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πολύ λαμπρά, Ξένε μου, ελέχθησαν έως εδώ.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Βεβαιότατα, φίλε Μέγιλλε και Κλεινία. Αλλά χωρίς να το αντιληφθώμεν
   επεριπλέχθημεν εις περιεργότατον ζήτημα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Ποίον δηλαδή;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Το ζήτημα το οποίον θεωρούν οι περισσότεροι ως το σοφώτερον από όλα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Εξηγήσου καθαρώτερα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λέγουν μερικοί, ως γνωστόν, ότι όλα τα παρόντα και παρελθόντα και
   μέλλοντα πράγματα υπάρχουν άλλα μεν εκ φύσεως, άλλα δε εκ τύχης και
   άλλα με τέχνην.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Και δεν λέγουν καλά;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Βεβαίως είναι λογικόν να ομιλούν ορθά, αφού είναι σοφοί άνδρες. Αλλά
   ημείς άκολουθούντες αυτούς ας ιδούμεν τι εξάγουν από αυτά.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Ωρισμένως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Φαίνεται, λέγουν, ότι τα μεν σπουδαιότερα και ωραιότερα πράγματα τα
   εκτελεί η φύσις και η τύχη, τα δε μικρότερα η τέχνη, η οποία μάλιστα
   λαμβάνει από την φύσιν την δημιουργίαν των σπουδαίων και πρώτων και
   πλάττει και κατασκευάζει όλα τα μικρότερα, τα οποία ακριβώς όλοι τα
   ονομάζομεν τεχνικά.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Ιδού πώς θα σου το ειπώ καθαρώτερα. Το πυρ και το ύδωρ και η γη και ο
   αήρ λέγουν ότι όλα υπάρχουν εκ φύσεως και εκ τύχης, κανέν δε από αυτά
   δεν έγινε με τέχνην. Επίσης δε και τα κατόπιν σώματα, καθώς εννοούν
   την γην και τον ήλιον και την σελήνην και τα άστρα, με αυτά τα
   στοιχεία κατεσκευάσθησαν, τα οποία είναι εντελώς άψυχα. Ενώ δε
   μεταφέρονται εκ τύχης συμφώνως με την ιδιότητά των έκαστον, και με
   αυτόν τον τρόπον συνέπεσε να προσαρμοσθούν κάπως τα συγγενή, δηλαδή
   τα θερμά με τα ψυχρά ή τα ξηρά με τα υγρά και τα μαλακά με τα σκληρά
   και όλα όσα κατά τύχην εξ ανάγκης ανεμίχθησαν με τα αντίθετά των,
   κατ' αυτόν τον τρόπον εσχηματίσθη ολόκληρος ο ουρανός και όλα τα
   ουράνια σώματα, και πάλιν όλα τα ζώα και τα φυτά, αφού έγιναν από
   αυτά αι ώραι όχι από νουν, λέγουν αυτοί, ούτε από κανένα θεόν ούτε με
   τέχνην, αλλά, καθώς είπαμεν, από την φύσιν και την τύχην. Η δε τέχνη,
   η οποία ήλθε κατόπιν από αυτά, και είναι θνητή γεννηθείσα από
   θνητούς, εδημιούργησε κατόπιν μερικάς παιγνιώδεις μιμήσεις όχι πολύ
   σχετικάς με την αλήθειαν, αλλά είδωλα κάπως συγγενή των πραγμάτων,
   καθώς παράγει η ζωγραφική και η μουσική και όσαι άλλαι τέχναι
   ανταγωνίζονται με αυτάς. Και αν υπάρχουν τέχναι, αι οποίαι παράγουν
   κάτι σπουδαίον, αυταί είναι όσαι συνήνωσαν με την φύσιν την δύναμίν
   των, καθώς λόγου χάριν η ιατρική και η γεωργική και η γυμναστική, και
   μάλιστα λέγουν και διά την πολιτικήν ότι πολύ ολίγον μέρος της
   μετέχει της φύσεως, το περισσότερον όμως ανήκει εις την τέχνην.
   Επομένως και όλη η νομοθεσία δεν ανήκει εις την φύσιν, αλλά εις την
   τέχνην. Διά τούτο τα θεσπίσματά της δεν είναι, αληθινά.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Αξιομακάριστε φίλε, αυτοί πρώτα λέγουν ότι οι θεοί υπάρχουν με
   τέχνην, και όχι εκ φύσεως, αλλά με κάποιους νόμους και μάλιστα
   διαφορετικούς εις τα διάφορα μέρη, όπως έκαστον μέρος ώρισε εις την
   νομοθεσίαν του και λοιπόν, και τα καλά εκ φύσεως μεν είναι άλλα, διά
   νόμων δε άλλα. Τα δε δίκαια, ούτε υπάρχουν καν εκ φύσεως, αλλά όλοι
   τα διαφιλονικούν διαρκώς μεταξύ των και τα διαρρυθμίζουν. Όσα δε
   μεταβάλλουν και όταν τα μεταβάλλουν, τότε έχουν κύρος, ενώ γίνονται
   με τέχνην και με νόμους, όχι δε με καμμίαν φύσιν. Όλα αυτά τα
   διδάγματα, φίλοι μου, είναι λόγοι ανδρών σοφών ιδιωτών και ποιητών
   προς νέους ανθρώπους, και λέγουν ότι το μόνον δίκαιον είναι όπου
   υπερισχύει κανείς διά της βίας. Από αυτό δε προέρχονται ασέβειαι εις
   τους νέους με την ιδέαν ότι δεν υπάρχουν θεοί τοιούτοι, καθώς μας
   επιβάλλει ο νόμος, να τους φανταζώμεθα, και οι φατριασμοί δε από
   αυτά προέρχονται, διότι άλλοι τους σύρουν εις τον σύμφωνον με την
   φύσιν και ορθόν βίον, ο οποίος είναι το να είσαι πραγματικώς ανώτερος
   των άλλων και όχι να υποδουλωθής εις άλλον συμφώνως με τον νόμον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Τι φοβερόν λόγον μας είπες, καλέ Ξένε, και πόσην καταστροφήν των νέων
   και δημοσίως διά τας πόλεις και ατομικώς διά τας οικογενείας των!

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λέγεις βεβαίως την αλήθειαν, φίλε Κλεινία. Και λοιπόν τι πρέπει να
   κάμη ο νομοθέτης, αφού προ πολλού αυτά κατήντησαν εις τοιαύτην
   κατάστασιν; Ή πρέπει μόνος του να σηκωθή μέσα εις την πόλιν και να
   απειλή όλους τους ανθρώπους, εάν δεν παραδεχθούν ότι υπάρχουν θεοί,
   και δεν τους φαντασθούν τοιούτους οποίους τους παρουσιάζει ο νόμος;
   Και περί των καλών λοιπόν και των δικαίων και περί όλων των σπουδαίων
   και δι' όσα συντελούν εις την αρετήν και δι' όσα εις την κακίαν ο
   ίδιος λόγος άραγε υπάρχει, ότι δηλαδή πρέπει αυτά να τα παραδέχωνται
   καθώς ορίζει γραπτώς ο νομοθέτης· όσοι δε δεν υποτάσσουν τον εαυτόν
   των ευπειθώς εις τους νόμους, άλλοι μεν ότι πρέπει να αποθάνουν,
   άλλοι δε να τιμωρηθούν με μαστιγώσεις και δεσμά, και άλλοι με
   ατιμώσεις, και άλλοι με πτώχευσιν και εκπατρισμόν, και καμμίαν
   συμβουλήν να μη δίδη ο νομοθέτης εις τους ανθρώπους συγχρόνως με την
   νομοθεσίαν και να τους εξημερώνη όσον είναι δυνατόν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Διόλου, καλέ Ξένε, αλλά, και αν υπάρχη μικρά ελπίς να ωφελήση η
   συμβουλή εις τα τοιαύτα, δεν πρέπει διόλου να αποκάμη ο νομοθέτης,
   και αν είναι μικράς αξίας, αλλά, καθώς λέγει η παροιμία, πρέπει να
   φωνάζη με όλην του την φωνήν και να βοηθήση τον παλαιόν νόμον, ότι
   δηλαδή υπάρχουν θεοί και είναι αληθινά όλα όσα τόρα είπες συ και
   μάλιστα και τον ίδιον τον νόμον και την τέχνην να βοηθήση λέγων ότι
   υπάρχουν και τα δύο ή εκ φύσεως ή από κάτι όχι κατώτερον από την
   φύσιν, εάν βεβαίως είναι έργα νου με ορθόν λόγον, τον οποίον και συ
   μου φαίνεται ότι θέλεις να ειπής και εγώ τόρα πλέον σε πιστεύω.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Φιλοπρόοδε Κλεινία μου, και δεν είναι τάχα δύσκολον διά τα πλήθη να
   παρακολουθήσουν τοιούτους λόγους και με τόσον υπερβολικόν μήκος;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Και πώς, καλέ Ξένε, αφού, όταν ωμιλούσαμεν τόσον διεξοδικώς περί της
   μέθης και της μουσικής μεταξύ μας, επεριμέναμεν ο είς τον άλλον, τόρα
   που θα ομιλήσωμεν περί των θεών και των σχετικών ζητημάτων δεν θα
   υπομείνωμεν; Εκτός δε τούτου και διά την φρόνιμον νομοθεσίαν αυτά
   είναι μεγάλη βοήθεια, διότι αι διαταγαί των νόμων, όταν γίνουν
   γραπταί, ωρισμένως γίνονται ακλόνητοι, διότι δίδουν έλεγχον εις πάσαν
   εποχήν. Επομένως δεν πρέπει να φοβηθώμεν, εάν εις την αρχήν μας
   φαίνωνται δυσνόητα, αφού και διά τον αμβλύνουν υπάρχει ευκολία να τα
   μελετά επανειλημμένως. Αφού δε είναι ωφέλιμα, νομίζω ότι δεν υπάρχει
   διόλου λόγος ούτε είναι ευσεβές να μη βοηθήση αυτούς τους λόγους πας
   ανήρ.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

   Πολύ λαμπρά μου φαίνεται, Ξένε μου, ότι ομιλεί, ο Κλεινίας.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Βεβαιότατα, φίλε Μέγιλλε, και πρέπει να κάμωμεν καθώς λέγει. Διότι,
   εάν οι τοιούτοι λόγοι δεν ήσαν διαδεδομένοι σχεδόν εις όλους τους
   ανθρώπους, δεν θα υπήρχε καμμία ανάγκη υπεραπολογίας της υπάρξεως των
   θεών. Τόρα όμως είναι ανάγκη. Όταν λοιπόν διαφθείρονται οι
   μεγαλίτεροι νόμοι από τους κακούς ανθρώπους, ποίος άλλος οφείλει να
   τους βοηθήση περισσότερον παρά ο νομοθέτης;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Κανείς άλλος.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν λέγε μου και συ πάλιν, φίλε Κλεινία. Διότι πρέπει να
   συμπράττης εις την συζήτησιν. Δηλαδή φαίνεται, σχεδόν ότι όστις λέγει
   αυτά νομίζει ότι τα πρώτα από όλα τα πράγματα είναι το πυρ και το
   ύδωρ και η γη και ο αήρ, και ότι αυτά θεωρεί ως φύσιν, την δε ψυχήν
   ως παραχθείσαν αργότερα από αυτά. Και δεν είναι μόνον πιθανότης
   τούτο, αλλά φαίνεται ότι πραγματικώς αυτά μας λέγει με αυτούς τους
   λόγους.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Μήπως λοιπόν δι' όνομα του Διός ευρήκαμεν σχεδόν την πραγματικήν
   πηγήν των ανοήτων δοξασιών των ανθρώπων, όσοι ανέκαθεν ανεμίχθησαν
   εις τα ζητήματα της φύσεως; Δηλαδή πρόσεχε εις έκαστον λόγον καλά.
   Διότι βεβαίως δεν είναι μικρά η διαφορά, εάν, όσοι θίγουν λόγους
   ασεβείς και γίνονται εισηγηταί και εις άλλους, αποδειχθούν ότι δεν
   μεταχειρίζονται ορθώς τα επιχειρήματα, αλλά λανθασμένως. Εγώ λοιπόν
   νομίζω ότι αυτό συμβαίνει πραγματικώς.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Καλά λέγεις. Αλλά προσπάθησε να μας εξηγήσης πώς το εννοείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Φαίνεται λοιπόν ότι πρέπει να θίξωμεν λόγους όλως διόλου πρωτοφανείς.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Δεν πρέπει να διστάσωμεν, καλέ Ξένε. Εννοώ δηλαδή ότι έχεις σκοπόν να
   έβγης έξω από το θέμα της νομοθεσίας, εάν θίξωμεν τοιαύτας
   συζητήσεις. Εάν όμως δεν υπάρχη άλλος τρόπος από αυτόν να
   δικαιολογήσωμεν τους σήμερον συμφώνως με τον νόμον αναγνωριζομένους
   θεούς, τότε, αξιοθαύμαστε φίλε, λέγε και με αυτόν τον τρόπον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Θα ειπώ, καθώς φαίνεται, πλέον λόγον ασυνήθιστον, τον εξής. Εκείνο,
   το οποίον είναι η πρώτη αιτία της γενέσεως και της φθοράς όλων των
   πραγμάτων, δεν το έκριναν ως πρώτον, αλλά ως τελευταίον γέννημα οι
   λόγοι, οι οποίοι εκαλλιέργησαν την ψυχήν των ασεβών, εκείνο δε, το
   οποίον είναι τελευταίον, το έκριναν ως πρώτον, και διά τούτο
   επλανήθησαν περί της αληθούς υπάρξεως των θεών.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Δεν ενόησα ακόμη.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Αγαπητέ μου, φαίνεται ότι όλοι σχεδόν δεν εννοούν τι πράγμα είναι η
   ψυχή και ποίαν δύναμιν έχει, και προ πάντων μεταξύ άλλων περί της
   γενέσεως αυτής, ότι δηλαδή είναι μεταξύ των πρώτων πραγμάτων,
   γεννηθείσα προηγουμένως από όλα τα σώματα, και ότι περισσότερον από
   κάθε άλλο κυριαρχεί εις την μεταβολήν αυτών και πάσαν εν γένει
   εξέλιξιν. Αφού δε τούτο είναι αληθές, δεν έπεται άραγε λογικώς ότι
   προηγουμένως έλαβαν ύπαρξιν τα συγγενή με την ψυχήν παρά τα συγγενή
   με το σώμα, και ότι αυτή είναι γεροντοτέρα από το σώμα;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Αυτό είναι λογικόν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Τότε λοιπόν η κρίσις και η μελέτη και ο νους και η τέχνη και ο νόμος
   θα είναι προγενέστερα από τα σκληρά και μαλακά και τα βαρέα και
   ελαφρά. Και το κυριώτερον, τα μεγάλα και τα πρώτα έργα και αι πράξεις
   θα είναι της τέχνης, αφού ανήκουν εις τα προγενέστερα, τα δε εκ
   φύσεως και η φύσις, την οποίαν ουχί ορθώς θεωρούν ως το ίδιον πράγμα,
   είναι μεταγενέστερα και κυριαρχούνται από την τέχνην και από τον
   νουν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς δεν την θεωρούν ορθώς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Φύσιν εννοούν αυτοί την γένεσιν των πρώτων πραγμάτων. Εάν όμως
   αποδειχθή ότι πρώτον πράγμα είναι η ψυχή και όχι το πυρ ούτε ο αήρ,
   αλλά ότι η ψυχή έλαβε ύπαρξιν μεταξύ των πρώτων, σχεδόν ορθώς θα
   ειπούμεν ότι είναι ανωτέρα της φύσεως. Όλα αυτά θα είναι ορθά, εάν
   αποδείξη κανείς ότι η ψυχή είναι αρχαιοτέρα του σώματος, και όχι
   άλλως πως.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πολύ ορθά ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν τόρα πλέον δεν ετοιμαζόμεθα δι' αυτόν τον δρόμον;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν ας προσέχωμεν τελείως τον απατηλόν λόγον μήπως αυτός που είναι
   νεοπρεπής παρασύρη ημάς τους γέροντας και χωρίς να τον αντιληφθώμεν
   μας γελοιοποιήση, και φανώμεν ότι ζητούμεν τα μεγάλα και χάνομεν τα
   μικρά. Προσέχετε λοιπόν, ως να επρόκειτο να περάσωμεν ημείς οι τρεις
   ένα ορμητικόν ρεύμα ποταμού, και εγώ, επειδή είμαι ο νεώτερος από
   όλους και έμπειρος πολλών ρευμάτων, σας έλεγα ότι πρέπει να δοκιμάσω
   μόνος μου, αφού σας αφήσω εις μέρος ασφαλές, και να ιδώ αν ημπορήτε
   να τον περάσετε και σεις, που είσθε γεροντότεροι, ή ποία είναι η
   κατάστασίς του, και αν μεν τον θεωρήσω διαβατόν να σας προσκαλέσω και
   να σας συντροφεύσω εις το πέρασμα με την εμπειρίαν μου, εάν δε είναι
   αδιάβατος, σχετικώς με την ηλικίαν σας, εις εμέ να περιορισθή ο
   κίνδυνος, τότε άραγε δεν θα ωμιλούσα ορθώς; Το ίδιον λοιπόν και τόρα
   ο προκείμενος λόγος είναι κάπως ορμητικός και ίσως σχεδόν αδιάβατος
   σχετικώς με την δύναμίν σας. Λοιπόν διά να μη σας προξενήση τυχόν
   σκοτοδινίασιν και ζάλην, εάν παρεκτρέπεται και ερωτά σας τους
   ασυνηθίστους εις τας απαντήσεις, ή γεννήση ασχημίαν και ανυπόφορον
   δυσαρμονίαν, νομίζω ότι πρέπει εγώ να κάμω προς το παρόν το εξής,
   δηλαδή να ερωτώ πρώτον τον εαυτόν μου, και σεις μόνον να ακούετε από
   ασφαλισμένον μέρος, κατόπιν δε πάλιν εγώ να απαντώ, και όλον αυτόν
   τον λόγον να τον τελειώσω ούτω πως, έως ότου να λάβη τέλος η
   συζήτησις περί ψυχής και αποδειχθή ότι η ψυχή είναι προγενεστέρα από
   το σώμα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Μας φαίνεται, Ξένε μου, ότι ωμίλησες πολύ λαμπρά, και κάμε καθώς
   λέγεις.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Εάν λοιπόν είναι πρέπον κάποτε να επικαλεσθώμεν κανένα θεόν, τόρα ας
   το κάμωμεν. Δηλαδή ας τους επικαλεσθώμεν με όλην μας την προθυμίαν
   εις την απόδειξιν της υπάρξεώς των.

   Ωσάν δε να κρατούμεθα από ασφαλές σχοινίον, ας προχωρήσωμεν εις το
   ζήτημά μας. Και τόρα εγώ, ο οποίος εξελέγχομαι ως προς αυτά με τας
   εξής ερωτήσεις, κρίνω ασφαλέστερον να αποκριθώ κατά τον εξής τρόπον.
   Όταν μου ειπή κανείς, καλέ μου, Ξένε, άραγε όλα τα πράγματα στέκονται
   και κανέν δεν κινείται; Ή όλως διόλου το αντίθετον από αυτό
   συμβαίνει; Ή μήπως άλλα μεν κινούνται, άλλα δε ακινητούν;

    — Βεβαίως άλλα μεν κινούνται, θα ειπώ εγώ, και άλλα ακινητούν.

    — Μήπως λοιπόν τάχα και τα ακινητούντα και τα κινούμενα δεν
   ευρίσκονται εις κάποιον τόπον;

    — Πώς όχι;

    — Και δεν κινούνται άλλα μεν εις τον ίδιον τόπον, άλλα δε εις
   περισσοτέρους;

    — Ίσως θα εννοής τα λαμβάνοντα την ικανότητα να κινούνται πέριξ του
   ακινήτου κέντρου των, θα ειπούμεν, καθώς γίνεται η περιστροφή των
   κύκλων, οι οποίοι λέγομεν ότι ακινητούν.

    — Μάλιστα.

    — Αντιλαμβανόμεθα δε ότι εις αυτήν την περιστροφήν η τοιαύτη κίνησις
   σύρει μαζί της συγχρόνως και τον μεγαλίτερον και τον μικρότερον
   κύκλον και μοιράζεται αναλόγως των μικρών και μεγάλων τόξων και
   γίνεται αλλού μικροτέρα και αλλού μεγαλιτέρα. Δι' αυτό λοιπόν είναι η
   πηγή όλων των αξιοθαυμάστων φαινομένων, διότι συγχρόνως δίδει εις
   μικρούς και εις μεγάλους κύκλους βραδύτητας και ταχύτητας αναλογικάς,
   το οποίον θα ενόμιζε κανείς ότι είναι αδύνατον.

    — Πολύ ορθά ομιλείς.

    — Ως μετακινούμενα δε εις πολλούς τόπους μου φαίνεται ότι θεωρείς
   όσα κινούνται μεταβαίνοντα διαρκώς εις άλλον τόπον, και άλλοτε μεν
   βαδίζουν ολόγυρα εις έν κέντρον, άλλοτε δε εις πολλά, διότι
   κυλίονται. Έπειτα ότι, όταν έκαστον από αυτά προσκρούση εις κανέν
   σώμα ακινητούν διασχίζεται (2), άλλα δε ότι αντιθέτως, ενώ
   συναντώνται και κινούνται μαζί εις έν σημείον, συγχωνεύονται εις τα
   μεσαία και τα μεταξύ αυτών μέρη.

    — Βεβαίως λέγω ότι αυτά συμβαίνουν, καθώς τα λέγεις.

    — Και βεβαίως, όταν μεν συγχωνεύωνται, αυξάνουν, όταν δε χωρίζωνται,
   σμικρύνουν εφ' όσον η αποκατασταθείσα νέα κατάστασίς των διατηρείται,
   εάν όμως αυτή δεν διατηρηθή, τότε καταστρέφονται.

    — Εις ποίον λοιπόν φαινόμενον επέρχεται η γένεσις των όντων;

    — Προφανώς όταν, αυξήση το στοιχείον και φθάση εις την δευτέραν
   μετάβασιν, και από αυτήν εις την πλησιεστέραν, και όταν λάβη τρεις
   διαστάσεις και γίνη αισθητόν εις τα αισθανόμενα. Με αυτάς λοιπόν τας
   μεταβολάς και μετακινήσεις σχηματίζονται όλα τα όντα. Και, όταν μεν
   διατηρήται, είναι όντως ον, όταν όμως μεταβληθή εις άλλην κατάστασιν,
   εντελώς παραμορφώνεται. Λοιπόν άραγε δεν αριθμήσαμεν όλα τα είδη των
   κινήσεων εκτός δύο, καλοί μου φίλοι;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Ποίαι είναι αυταί αι δύο;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Σχεδόν, αγαπητέ μου, είναι εκείναι, χάριν των οποίων έγινε όλη αυτή η
   θεωρία.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Λέγε σαφέστερον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Δεν επρόκειτο τάχα περί ψυχής;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν ας δεχθώμεν ως μίαν κίνησιν εκείνην, η οποία ημπορεί να
   μετακινήση άλλα σώματα, τον εαυτόν της όμως δεν ημπορεί να κινήση,
   και άλλην μίαν από όλας εκείνην, η οποία, και τον εαυτόν της και άλλα
   σώματα εις τας συγκρούσεις ημπορεί να μετακινήση, και τους χωρισμούς
   και τας αυξήσεις και τας ελαττώσεις και τας γενέσεις και τας φθοράς.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Ας δεχθώμεν βεβαίως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν τόρα πάλιν δεν θα δεχθώμεν ως ενάτην εκείνην, η οποία
   μετακινεί άλλα σώματα, η ιδία όμως μετακινείται από άλλα, εκείνην δε,
   η οποία και τον εαυτόν της κινεί και άλλα σώματα μετακινεί και η
   οποία προσαρμόζεται εις όλα τα δημιουργήματα και όλα τα φαινόμενα και
   ονομάζεται πραγματική μεταβολή και κίνησις των όντων, δεν θα την
   ειπούμεν σχεδόν δεκάτην;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Είμαι συμφωνότατος.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν από αυτάς τας δέκα ακριβώς κινήσεις ποίαν θα θεωρήσωμεν ότι
   είναι ανδρειοτέρα από όλας και εξόχως δραστηριωτέρα;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Είναι ανάγκη να ειπούμεν ότι χιλιάδας φοράς είναι ανωτέρα η κινούσα
   τον ίδιον εαυτόν της, όλαι δε αι άλλαι ότι είναι κατώτεραι.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Πολύ καλά ομιλείς. Αλλ' άραγε από όσα τόρα δεν είπαμεν καλά πρέπει να
   μετακινήσωμεν έν ή δύο;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Ποία εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Αυτό που είπαμεν διά την δεκάτην δεν το είπαμεν σχεδόν ορθώς.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Αυτή είναι πρώτη ως προς την γένεσιν και αναλόγως και ως προς την
   ρωμαλεότητα, κατόπιν δε από αυτήν ως δεύτερον έχομεν αυτό, το οποίον
   προ ολίγου το είπαμεν παραλόγως ένατον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Ιδού πώς. Όταν έν πράγμα μεταβάλη άλλο και εκείνο πάλιν άλλο, άραγε
   από αυτά υπάρχει κανέν ως πρώτον μεταβάλλον; Αλλά πώς είναι δυνατόν,
   αφού κινείται από άλλο, να είναι το ίδιον το πρώτον μεταβάλλον;
   Βεβαίως είναι αδύνατον. Αλλά τότε, όταν το έν κινήση τον εαυτόν του
   και μεταβάλη άλλο, εκείνο δε πάλιν άλλο, και αν κατ' αυτόν τον τρόπον
   χιλιάδες των χιλιάδων μετακινήσεις συμβούν, τάχα όλων αυτών των
   κινήσεων άλλη είναι η αρχή παρά εκείνη, η οποία εκίνησε η ιδία τον
   εαυτόν της;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πολύ ορθά το είπες και πρέπει να τα παραδεχθώμεν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Ακόμη δε ας ειπούμεν μόνοι μας και ας απαντήσωμεν εις τον εαυτόν μας
   και το εξής. Εάν υπήρχε τρόπος να σταθούν όλα τα πράγματα συνηνωμένα,
   καθώς τολμούν να λέγουν οι περισσότεροι από αυτούς, ποία άραγε από
   τας λεχθείσας κινήσεις είναι επόμενον να γεννηθή εις αυτά; Βεβαίως η
   κινούσα τον εαυτόν της. Διότι δεν είναι δυνατόν ποτε αυτή να
   μετατοπισθή προηγουμένως από άλλο πράγμα, διότι δεν υπάρχει
   προηγουμένως καμμία μετατόπισις εις τα πράγματα. Επομένως αρχικήν από
   όλας τας κινήσεις και πρώτην, η οποία και εις τα ακινητούντα πράγματα
   γεννάται και εις τα κινούμενα υπάρχει, θα θεωρήσωμεν λογικώς αυτήν
   την ιδίαν, η οποία κινεί τον εαυτόν της και η οποία είναι η
   αρχεγονωτέρα και η ανωτέρα από όλας τας μεταβολάς, εκείνην δε, η
   οποία μεταβάλλεται από άλλο πράγμα και κινεί άλλα, θα την θεωρήσωμεν
   δευτέραν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πολύ ορθά ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Αφού λοιπόν ευρισκόμεθα εις αυτό το σημείον του λόγου, ας απαντήσωμεν
   το εξής.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Τι πράγμα;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Εάν ιδούμεν αυτήν την κίνησιν να παρουσιασθή τυχόν εις το στοιχείον
   της γης ή του ύδατος ή του πυρός, ή όταν είναι χωριστόν έκαστον ή
   ανάμικτον, τι φαινόμενον θα ειπούμεν ότι συμβαίνει εις αυτό;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Μη τυχόν με ερωτάς, αν θα ειπούμεν ότι έχει ζωήν αυτό, το οποίον
   κινεί μόνον του τον εαυτόν του;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Μάλιστα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Βεβαίως έχει ζωήν. Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Αλλά τόρα; Και όταν βλέπωμεν ψυχήν εις μερικά πράγματα, άραγε άλλο
   τίποτε πρέπει να παραδεχθώμεν ή επίσης ότι ζη;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Όχι άλλο, βεβαίως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Στάσου λοιπόν δι' όνομα του Διός. Άραγε δεν θα θελήσης δι' έκαστον
   πράγμα τρία ζητήματα να σκεφθής;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Έν μεν την ουσίαν του, δεύτερον δε τον ορισμόν της ουσίας του και
   τρίτον το όνομά του. Και μάλιστα ότι δύο ερωτήσεις επιδέχεται έκαστον
   ον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς δύο;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Άλλοτε μεν έκαστος από ημάς ημπορεί να προβάλη το όνομα και να
   απαιτήση ως απάντησιν τον ορισμόν, άλλοτε δε πάλιν ημπορεί να προβάλη
   τον ορισμόν και να ερωτήση το όνομα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Άραγε μήπως τόρα πάλιν θέλομεν να ειπούμεν το εξής;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Τι πράγμα;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Βεβαίως η διαίρεσις εις δύο συμβαίνει και εις άλλα πράγματα και εις
   αριθμούς. Εις αυτούς λοιπόν τους αριθμούς τους διαιρουμένους διά του
   δύο όνομα μεν δίδομεν το άρτιον, ορισμόν δε τον αριθμόν τον
   διαιρούμενον εις δύο ίσα μέρη.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Ακριβώς αυτό εννοώ. Και λοιπόν τάχα δεν ορίζομεν το ίδιον πράγμα είτε
   μας ερωτήσουν τον ορισμόν και απαντήσωμεν με το όνομα, είτε μας
   ερωτήσουν το όνομα και απαντήσωμεν με τον ορισμόν, και ειπούμεν ως
   όνομα το άρτιον, ως ορισμόν δε τον εις δύο διαιρούμενον αριθμόν, το
   οποίον είναι έν και το αυτό;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Τόρα λοιπόν αυτό που ονομάζεται ψυχή ποίον ορισμόν έχει; έχομεν
   κανένα άλλον εκτός αυτού, τον οποίον είπαμεν προ ολίγου, δηλαδή ότι
   είναι εκείνη η κίνησις που ημπορεί να κινήση η ιδία τον εαυτόν της;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Δηλαδή το να κινή τον εαυτόν της το εννοείς, ως ορισμόν εκείνης, την
   οποίαν κατά το όνομα όλοι ονομάζομεν ψυχήν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Βεβαίως αυτό λέγω. Και, αφού αυτό είναι αληθές, τάχα στενοχωρούμεθα
   ακόμη ως να μη απεδείχθη τελείως ότι η ψυχή είναι το ίδιον πράγμα με
   την πρώτην γένεσιν και κίνησιν των πραγμάτων και του παρόντος και του
   παρελθόντος και του μέλλοντος καθώς και με τα αντίθετα αυτών (φθοράν
   και στάσιν), αφού βεβαίως απεδείχθη ως η αιτία πάσης μεταβολής και
   κινήσεως εις όλα;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Όχι, αλλά τελειότατα απεδείχθη ότι η ψυχή είναι η αρχεγονωτέρα από
   όλα, αφού απεδείχθη ως η αρχή της κινήσεως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν η κίνησις, η οποία παράγεται από άλλο σώμα εις άλλο, και ποτέ
   δεν κάμνει κανέν πράγμα να κινή τον ίδιον εαυτόν του, δεν είναι
   δευτέρα ή πολλαπλασία οσουδήποτε αριθμού θελήση κανείς να την
   φαντασθή, η οποία, είναι πραγματικώς μεταβολή σώματος αψύχου;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Τότε λοιπόν ορθώς θα είπαμεν και εγκύρως αληθέστατα και τελειότατα,
   ότι η μεν ψυχή εγεννήθη προηγουμένως από το σώμα μας, το δε σώμα
   δεύτερον και μεταγενέστερον και εξουσιάζεται συμφώνως με την φύσιν
   από την κυρίαρχον ψυχήν

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Βεβαίως αληθέστατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Ενθυμούμεθα όμως ότι εις τα προηγούμενα παρεδέχθημεν ότι, εάν
   αποδειχθή η ψυχή προγενεστέρα του σώματος τότε και τα ψυχικά θα είναι
   προγενέστερα των σωματικών.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Τότε δε οι χαρακτήρες και τα ήθη και αι βουλήσεις και οι συλλογισμοί
   και αι αληθείς κρίσεις και αι επιμέλειαι και αι αναμνήσεις είναι
   προγενέστεραι από το μήκος των σωμάτων και το πλάτος και το βάθος και
   την ρωμαλεότητα, αφού είναι προγενεστέρα και η ψυχή από το σώμα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Αυτό είναι λογικόν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Τόρα πλέον λοιπόν είναι άραγε λογικόν να παραδεχθώμεν ότι και των
   αγαθών αιτία είναι η ψυχή, και των κακών και των καλών και των
   ασχημιών και των δικαίων και των αδίκων και όλων των αντιθέτων, αφού
   θα θεωρήσωμεν αυτήν ως αιτίαν όλων;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Μήπως λοιπόν η ψυχή, η οποία διοικεί και κατοικεί εις όλα τα εντελώς
   κινούμενα, δεν είναι λογικόν να ειπούμεν ότι διοικεί και τον ουρανόν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Μία ή περισσότεραι;

    — Περισσότεραι — εγώ απαντώ εις την θέσιν σας. Αλλά ας μη δεχθώμεν
   ολιγώτερα από δύο είδη ψυχής, δηλαδή την ευεργετικήν και την ικανήν
   να εκτελέση τα αντίθετα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πολύ ορθά ωμίλησες.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Πολύ καλά. Λοιπόν η ψυχή κινεί όλα όσα είναι εις τον ουρανόν και την
   γην και την θάλασσαν με τας κινήσεις της, αι οποίαι έχουν διάφορα
   ονόματα, καθώς βούλησις, σκέψις, επιμέλεια, προμελέτη, ορθή κρίσις,
   ψευδής κρίσις, χαρά, λύπη, θάρρος, φόβος, μίσος, στοργή, και με όλας
   τας κινήσεις, όσαι είναι, συγγενείς με αυτάς ή αρχιεργατικαί και
   παραλαμβάνουν τας δευτερογενείς κινήσεις των σωμάτων και οδηγούν τα
   πάντα εις την αύξησιν και την φθοράν και την διαχώρισιν και
   συγκόλλησιν και τας παρακαλουθούσας αυτάς θερμότητας, ψύξεις,
   ρευστοποιήσεις, ελαφρότητας, σκληρότητα και μαλακότητα, λευκότητα και
   μελανότητα, δριμύτητα και γλυκύτητα και όλα όσα μεταχειρίζεται η
   ψυχή, και εάν μεν προσλάβη νουν πάντοτε θείον και κινήται (θει)
   ορθώς, τότε χειραγωγεί ορθώς και με ευτυχίαν τα πάντα, όταν όμως
   συντροφεύση με ανοησίαν, τότε πάλιν κάμνει όλως διόλου τα αντίθετα
   από αυτά. Να δεχθώμεν ότι αυτά είναι ούτω πως, ή να αμφιβάλλωμεν
   ακόμη μήπως είναι αλλέως πως;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Διόλου μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Άραγε λοιπόν πρέπει να δεχθώμεν ότι εκείνο το γένος της ψυχής
   κυριαρχεί του ουρανού και της γης και όλων των περιστροφών, το οποίον
   είναι φρόνιμον και φορτωμένον από αρετήν, ή εκείνο το οποίον δεν έχει
   τίποτε από αυτά; Θέλετε λοιπόν εις αυτά να απαντήσωμεν το εξής;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Εάν μεν, αξιοθαύμαστε φίλε, θα του ειπούμεν, ολοκλήρου του ουρανού η
   κίνησις και περιστροφή και όλων των ουρανίων σωμάτων έχη ομοίαν φύσιν
   με την κίνησιν του νου και με τους υπολογισμούς, και ομοίως
   μεταφέρεται, τότε είναι προφανές ότι πρέπει να δεχθώμεν ότι η
   καλλιτέρα ψυχή φροντίζει διά τον κόσμον όλον και αυτή τον οδηγεί εις
   αυτόν τον δρόμον της.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Εάν όμως μεταφέρεται εξωφρενικώς και ατάκτως, τότε θα ειπούμεν ότι
   την οδηγεί η κακή ψυχή.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Και αυτό είναι ορθόν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Ποία λοιπόν είναι η φύσις της κινήσεως του νου; Αυτό τόρα είναι
   δύσκολον ζήτημα, φίλοι μου, διά να δώσωμεν φρόνιμον απάντησιν.

   Διά τούτο είναι δίκαιον και εγώ να λάβω μέρος εις την απάντησίν σας.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πολύ καλά ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν, διά να απαντήσωμεν, ας μη βλέπωμεν καταντικρύ καθώς εις τον
   ήλιον, ο οποίος τότε μας φέρει την νύκτα μέσα εις το μεσημέρι, ως να
   ημπορούμεν ποτέ να ιδούμεν, και να γνωρίσωμεν καλά τον νουν με τα
   θνητά βλέμματά μας. Αλλά θα είναι ασφαλεστέρα η όρασίς μας, εάν
   βλέπωμεν προς μίαν εικόνα του πράγματος, το οποίον εξετάζομεν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Από τας δέκα εκείνας κινήσεις ας λάβωμεν ως εικόνα την κίνησιν, με
   την οποίαν ομοιάζει ο νους. Ταύτην θα ενθυμηθώ εγώ μαζί σας και θα
   απαντήσω από κοινού με σας.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πολύ καλά μου φαίνεται ότι ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν ως προς εκείνας ενθυμούμεθα βεβαίως ότι από όλα τα πράγματα
   άλλα μεν εδέχθημεν ότι κινούνται, άλλα ότι ακινητούν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Από τα κινούμενα δε πάλιν άλλα μεν κινούνται εις ένα τόπον, άλλα δε
   κινούνται μεταφερόμενα εις πολλούς τόπους.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Αυτό είναι αληθές.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Από αυτάς λοιπόν τας δύο κινήσεις εκείνη βεβαίως, η οποία κινείται
   πάντοτε εις τον ίδιον τόπον, είναι ανάγκη να κινήται πέριξ ενός
   κέντρου, αποτελούσα μίμησιν των τορνευμένων κύκλων, και αυτή βεβαίως
   είναι όσον το δυνατόν συγγενής και ομοία με την περιφοράν του νου.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Εάν ειπούμεν ότι και ο νους και η εντός ενός τόπου κίνησις γίνεται με
   τους ιδίους νόμους και με τον ίδιον τρόπον και εις τον ίδιον τόπον
   και εις το ίδιον κέντρον και με την ιδίαν αναλογίαν και τάξιν,
   ομοιάζοντα εις τας περιστροφάς με την τορνευμένην σφαίραν, τότε δεν
   είναι δυνατόν να φανούμεν εις τον λόγον μας μηδαμινοί καλλιτέχναι
   ωραίων εικόνων.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν τόρα πάλιν η κίνησις, η οποία ποτέ δεν κινείται με τον ίδιον
   τρόπον και με τους ιδίους νόμους, ούτε εις τον ίδιον τόπον ούτε με
   την ιδίαν ακτίνα ούτε με το ίδιον κέντρον ούτε με ρυθμόν και τάξιν
   ούτε με κάποιαν αναλογίαν, δεν είναι συγγενείς με παντός είδους
   ανοησίαν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Βεβαιότατα είναι.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Τόρα λοιπόν δεν είναι διόλου δύσκολον να δηλώσωμεν ρητώς ότι, επειδή
   παρεδέχθημεν ότι η ψυχή περιστρέφει όλα, κατ' ανάγκην πρέπει να
   παραδεχθώμεν και ότι και την περιστροφήν του ουρανού εκτελεί με
   επιμέλειαν και τάξιν ή η καλλιτέρα ψυχή ή η αντίθετος.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Ξένε μου, από όσα είπαμεν δεν είναι πλέον ευσεβές να ειπούμεν άλλο
   τίποτε παρά ότι μία ψυχή περιστρέφει αυτά έχουσα πάσαν αρετήν ή και
   περισσότεραι.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Πολύ λαμπρά παραδέχεσαι τους λόγους μου, Κλεινία μου, αλλά άκουσε
   ακόμη και το εξής.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Τι πράγμα;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Εάν τον ήλιον και την σελήνην και τα άλλα άστρα τα περιστρέφη όλα μία
   ψυχή, άραγε δεν περιστρέφει και το καθέν χωριστά;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν ας φέρωμεν δι' έν από αυτά επιχειρήματα, τα οποία θα γίνουν
   παραδεκτά και δι' όλα τα άλλα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Διά ποία;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Του ηλίου το σώμα πας άνθρωπος το βλέπει, την ψυχήν του όμως δεν την
   βλέπει κανείς. Διότι ούτε άλλου κανενός σώματος ούτε ζωντανού ούτε
   αποθαμμένου βλέπει την ψυχήν, αλλ' υπάρχει μεγάλη πιθανότης ότι το
   γένος αυτό επλάσθη απολύτως απρόσιτον εις όλας τας αισθήσεις του
   σώματος, και μόνον με τον νουν είναι νοητόν, επομένως και ημείς μόνον
   με τον νουν ας σκεφθώμεν το εξής.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Τι πράγμα;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Αφού τον ήλιον τον περιστρέφει ψυχή, τότε, εάν ειπούμεν ότι αυτή
   κάμνει έν από τα τρία, δεν θα σφάλωμεν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Ποία τρία;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Ότι η ενυπάρχουσα εις αυτό το περιφερικόν φαινόμενον σώμα ολόγυρα
   μετακομίζει αυτό, καθώς ημάς μας περιφέρει ολόγυρα η ενυπάρχουσα
   εντός μας ψυχή· ή από κανέν μέρος απ' έξω προμηθεύεται πυρ ή κανέν
   αέριον, καθώς είναι η θεωρία μερικών, και ωθεί διά της βίας σώμα με
   σώμα· ή, τρίτον, αυτή η ιδία είναι γυμνή από σώμα, αλλά έχει κάποιας
   άλλας δυνάμεις υπερβολικά θαυμασίας και τον ποδηγετεί.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Βεβαίως όσον δι' αυτό είναι λογικόν έν από αυτά τα τρία να κάμνη η
   ψυχή, όταν περιστρέφη πάντα πάντα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Αυτήν λοιπόν την ψυχήν του είναι καλλίτερον πας άνθρωπος να την
   νομίζη θεόν είτε μέσα εις άρμα κυριαρχεί τον ήλιον και χύνει φως εις
   όλους είτε από έξω, είτε με κανένα άλλον τρόπον. Ή πώς αλλέως;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Βεβαίως, θα τα παραδεχθή όστις δεν έφθασε εις την τελευταίαν
   παραφροσύνην.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Τόρα λοιπόν δι' όλα τα άστρα και την σελήνην και τα έτη και τους
   μήνας και όλας τας ώρας ποίαν άλλην εξήγησιν θα δώσωμεν παρά αυτήν
   την ιδίαν, ότι δηλαδή, επειδή η ψυχή ή αι ψυχαί απεδείχθησαν αιτίαι
   όλων αυτών και ότι είναι ενάρετοι με όλας τας αρετάς, θα δεχθώμεν ότι
   είναι θεοί είτε μέσα εις σώματα, τα οποία είναι ζωντανά και
   κανονίζουν όλον τον ουρανόν, είτε οπωσδήποτε αλλέως; Υπάρχει κανείς ο
   οποίος, αφού παραδέχεται αυτά, δεν θα δεχθή ότι τα πάντα είναι
   κατοικημένα από θεούς;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Τόσον παράφρων, καλέ Ξένε, δεν υπάρχει κανείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Τόρα λοιπόν εις εκείνον που δεν παρεδέχετο προηγουμένως θεούς, φίλε
   Μέγιλλε και Κλεινία, ας προβάλλωμεν όρους και ας τελειώνωμεν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Ποίους όρους;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Ή να μας φωτίση ότι δεν ομιλούμεν ορθώς παραδεχόμενοι ότι η ψυχή
   είναι η πρώτη γένεσις από όλας και όλα τα άλλα όσα είπαμεν συμφώνως
   με αυτό, ή, αν δεν είναι ικανός να ομιλήση καλλίτερα από ημάς, ας
   πεισθή εις ημάς και ας ζη εις το εξής πιστεύων εις τους θεούς. Λοιπόν
   ας προσέξωμεν αν ωμιλήσαμεν πλέον επαρκώς διά τους μη παραδεχομένους
   την ύπαρξιν των θεών, ή μήπως ωμιλήσαμεν ατελώς.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Διόλου μάλιστα ατελώς, καλέ Ξένε.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Εις αυτά λοιπόν ας λάβη τέλος η συζήτησίς μας.

   Τον δε φρονούντα ότι υπάρχουν μεν θεοί, αλλ' ούτοι δεν σκοτίζονται
   διά τα ανθρώπινα πράγματα, πρέπει να τον συμβουλεύσωμεν τα εξής:
   Αγαπητέ μου, ας του ειπούμεν, το ότι μεν πιστεύει εις τους θεούς ίσως
   το κάμνει κάποια συγγένεια θεία, η οποία σε οδηγεί προς το ομογενές
   σου, διά να το τιμάς και να πιστεύης ότι υπάρχει. Αλλά των κακών
   ανθρώπων η κατάστασις και ιδιωτικώς και δημοσίως πραγματικώς δεν
   είναι ευτυχής, αλλά φαινομενικώς μακαρίζονται πολύ και όχι αρμονικώς,
   και σε οδηγούν προς την ασέβειαν, διότι και εις την ποίησιν
   εγκωμιάζονται και εις τους διαφόρους λόγους. Ή ίσως βλέπεις ασεβείς
   ανθρώπους να φθάσουν εις το έσχατον γήρας, και να αφήσουν παίδας των
   παίδων των μέσα εις μεγάλας τιμάς, και σε ανησυχούν στιγμιαίως όλα
   αυτά, τα οποία είδες ο ίδιος ή τα έμαθες, εξ ακοής ή εξ αυτοψίας
   παρευρέθης εις πολλάς ασεβείας και φρικαλεότητας μερικών, οι οποίοι
   με αυτά ακριβώς τα μέσα έφθασαν από τα μικρά εις τα μεγάλα και εις
   κυριαρχίαν. Τότε δε γίνεσαι ολοφάνερος ότι δι' όλα αυτά δεν θέλεις να
   κατακρίνης τους θεούς ως αιτίους ένεκα της συγγενείας σου,
   παρασυρόμενος, όμως από κάποιον παραλογισμόν και συγχρόνως μη
   δυνάμενος να οργισθής κατά των θεών κατήντησες πλέον εις το πάθημα,
   ώστε να φρονής μεν ότι υπάρχουν, αλλά ότι περιφρονούν και αμελούν τα
   ανθρώπινα πράγματα. Λοιπόν, διά να μη μεγαλώση η γνώμη σου αυτή το
   ασεβές πάθημά σου, και, αν είναι δυνατόν, διά να κατορθώσωμεν να το
   εξορκίσωμεν, όταν έλθη, ας προσπαθήσωμεν να συνεχίσωμεν την κατωτέρω
   συζήτησιν με εκείνην, την οποίαν απετείναμεν προς τον απολύτως μη
   παραδεχόμενον την ύπαρξιν θεών, και αυτήν τόρα να εφαρμόσωμεν. Σεις
   δε, φίλε Κλεινία και Μέγιλλε, απαντάτε διαδοχικώς εις την θέσιν του
   νέου καθώς εις τα προηγούμενα. Εάν δε συμπέση κανέν δύσκολον εις την
   συζήτησίν μας, εγώ θα σας στηρίξω καθώς προηγουμένως και θα σας
   περάσω από τον ποταμόν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πολύ ορθά ομιλείς. Ώστε και συ αυτό να κάμης και ημείς όσον είναι
   δυνατόν θα κάμωμεν καθώς λέγεις.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Αλλ' ίσως δεν είναι διόλου δύσκολον να αποδείξωμεν αυτό τουλάχιστον,
   ότι οι θεοί και διά τα μικρά φροντίζουν όχι ολιγώτερον παρά όσον διά
   τα μεγάλα. Διότι αυτός ήκουε και παρευρίσκετο εις τα λεχθέντα προ
   ολίγου, ότι, αφού είναι τελείως αγαθοί, έχουν την επιμέλειαν των
   πάντων, η οποία είναι αρμοδιωτάτη δι' αυτούς.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Και πολύ μάλιστα το ήκουσε.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Τόρα λοιπόν ας εξετάσωμεν μαζί ποίαν αρετήν παραδεχόμενοι δι' αυτούς
   τους θεωρούμεν αγαθούς. Λέγε μου, θεωρούμεν την φρόνησιν και την
   νοημοσύνην ως αρετήν, τα δε αντίθετα ως κακίαν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Μάλιστα την θεωρούμεν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Και πάλιν; ότι ιδιότης της αρετής είναι η ανδρεία, η δε δειλία της
   κακίας;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Και άλλα μεν από αυτά θα τα θεωρήσωμεν ως αισχρά, άλλα δε ως καλά;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Αυτό είναι λογικόν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Και εις ημάς μεν αρμόζουν τα μηδαμινά, όταν αρμόζουν, εις τους θεούς
   όμως ούτε πολύ ούτε ολίγον θα δεχθώμεν ότι υπάρχει από αυτά;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Και αυτά ο καθείς θα τα παραδεχθή ως ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Και τόρα; Την αμέλειαν και την αργίαν και την τρυφηλότητα ως αρετήν
   της ψυχής, θα την θεωρήσωμεν, ή πώς εννοείς;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς είναι δυνατόν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Αλλά τότε ως το αντίθετον;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Επομένως και τα αντίθετα αυτών θα τα θεωρήσωμεν ως το αντίθετον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Βεβαίως ως το αντίθετον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Και λοιπόν; ο τρυφηλός και ο αμελής και ο αργός δεν θα μας φανή
   εντελώς καθώς τον παρέστησε ο ποιητής (3), ο οποίος είπε ότι αυτός
   είναι προ πάντων όμοιος με τους οκνηρούς κηφήνας;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πολύ καλά βεβαίως τους παρωμοίασε.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν δεν πρέπει ούτε να ειπούμεν ότι ο θεός έχει παρόμοιον ήθος, το
   οποίον αυτός βεβαίως μισεί, ούτε να επιτρέπωμεν εις κανένα, εάν
   δοκιμάση, να προφέρη τοιαύτην λέξιν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Βεβαίως όχι. Διότι πώς είναι δυνατόν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Όστις λοιπόν έχει καθήκον να εκτελή και να φροντίζη υπερβολικά διά
   κάποιον πράγμα, ο νους του όμως διά μεν τα μεγάλα φροντίζει, τα δε
   μικρά τα παραμελεί, με ποίαν δικαιολογίαν ημπορούμεν να επαινέσωμεν
   αυτόν χωρίς να σφάλωμεν εντελώς; Ας σκεφθώμεν δε κατά τον εξής
   τρόπον. Άραγε δεν εκτελεί κατά δύο τρόπους όστις εκτελεί αυτό, είτε
   θεός είτε άνθρωπος;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Ποίους δύο εννοούμεν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Ή διότι φρονεί ότι δεν υπάρχει σπουδαία διαφορά διά το σύνολον, εάν
   αμελούνται τα μικρά, ή από οκνηρίαν και τρυφηλότητα, εάν υπάρχη
   διαφορά, αυτός όμως αμελεί. Ή υπάρχει και με άλλον τρόπον γινομένη
   αμέλεια; Διότι βεβαίως, όταν είναι αδύνατον να επιμεληθή δι' όλα,
   τότε δεν πρέπει να θεωρηθή ως αμέλεια διά τον μη φροντίζοντα διά τα
   μικρά ή τα μεγάλα, διά τα οποία ίσως είναι ελλιπής και δεν έχει την
   ικανότητα να τα επιμεληθή με την δύναμίν του είτε είναι θεός είτε
   κανείς μηδαμινός.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Βεβαίως πώς αλλέως;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Τόρα λοιπόν αυτοί που είναι δύο ας αποκριθούν εις ημάς τους τρεις,
   αυτοί δηλαδή που παραδέχονται μεν ότι υπάρχουν θεοί, αλλ' ο μεν είς
   τους θεωρεί παρακλητούς, ο δε άλλος αμελείς διά τα μικρά. Πρώτον μεν
   οι δύο σας παραδέχεστε ότι οι θεοί γνωρίζουν και βλέπουν και ακούουν
   τα πάντα και ότι δεν είναι δυνατόν να διαφύγη αυτούς τίποτε από όσα
   υπόκεινται εις τας αισθήσεις και εις την επιστήμην; Αυτό φρονείτε δι'
   αυτά ή πώς αλλέως;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Αυτό.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Και τόρα πάλιν; Ότι είναι ικανοί δι' όλα όσα έχουν την δύναμιν να
   κάμουν οι θνητοί και οι αθάνατοι;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Βεβαίως πώς δεν θα συμφωνήσουν ότι και αυτά είναι ορθά;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Και ιδού ότι ημείς που είμεθα όλοι πέντε παρεδέχθημεν ότι αυτοί είναι
   αγαθοί και άριστοι.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πολύ μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Άραγε λοιπόν δεν είναι αδύνατον να παραδεχθώμεν ότι αυτοί εκτελούν
   απολύτως οτιδήποτε με οκνηρίαν και τρυφηλότητα, αφού βεβαίως είναι
   καθώς τους παραδεχόμεθα; Διότι βεβαίως η αργία εις την ψυχήν μας
   είναι απόγονος της δειλίας, η δε οκνηρία της αργίας και της
   τρυφηλότητος.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πολύ ορθά ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Επομένως κανείς από τους θεούς δεν αμελεί από αργίαν και οκνηρίαν,
   διότι δεν έχει καμμίαν δειλίαν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Τόρα λοιπόν, εάν τυχόν παραμελούν τα μικρά και ολίγα μεταξύ των
   πάντων, τότε ή πράττουν τούτο, διότι γνωρίζουν ότι δεν οφείλουν να
   φροντίζουν διά κανέν από αυτά, ή τι άλλο μένει παρά το αντίθετον από
   το να γνωρίζουν (η άγνοια);

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Κανέν άλλο.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν, καλέ μου και λαμπρέ μου, να παραδεχθώμεν ότι συ φρονείς ότι
   αγνοούν και ενώ πρέπει να επιμελούνται αμελούν από άγνοιαν, ή ότι, αν
   και γνωρίζουν ότι οφείλουν, όμως κάμνουν καθώς λέγουν διά τους
   προστυχωτέρους ανθρώπους, οι οποίοι, αν και γνωρίζουν ότι άλλα είναι
   τα καλλίτερα παρά αυτά που κάμνουν, όμως δεν τα κάμνουν, διότι κάπως
   νικώνται από τας ηδονάς ή τας λύπας;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Βεβαίως πώς είναι δυνατόν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν τα ανθρώπινα πράγματα δεν μετέχουν άραγε της εμψύχου φύσεως
   και συγχρόνως ο άνθρωπος δεν είναι το θεοσεβέστερον από όλα τα ζώα;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Αυτό φαίνεται τουλάχιστον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Και όμως λέγομεν ότι είναι κτήματα των θεών όλα όσα είναι θνητά ζώα
   καθώς και όλος ο ουρανός.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Τότε λοιπόν μας είναι αδιάφορον αν φρονή οποιοσδήποτε ότι αυτά είναι
   μικρά ή μεγάλα, διά τους θεούς. Διότι εις καμμίαν από τας δύο
   περιπτώσεις δεν είναι πρέπον οι κάτοχοι μας να μας αμελούν, αφού
   είναι επιμελέστατοι και άριστοι. Αλλά ας εξετάσωμεν περιπλέον και το
   εξής.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Τι πράγμα;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Η αίσθησις και η δύναμις δεν επλάσθησαν άραγε αντίθετοι μεταξύ των ως
   προς την ευκολίαν και την δυσκολίαν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Βεβαίως το να βλέπωμεν και να ακούωμεν τα μικρά είναι δυσκολώτερον
   παρά τα μεγάλα, αλλά πάλιν να κρατούμεν και να νικώμεν και να
   επιμελούμεθα τα μικρά και τα ολίγα είναι γενικώς δι' όλους
   ευκολώτερον παρά τα αντίθετα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Και πολύ μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Αλλά ένας ιατρός, ο οποίος ανέλαβε να θεραπεύση κάτι ολόκληρον και
   θέλει και ημπορεί, άραγε, εάν διά μεν τα μεγάλα φροντίζη, διά δε τα
   τεμάχια και τα μικρά παραμελή, θα είναι δυνατόν να θεραπεύση το όλον;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Διόλου μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Βεβαίως δε ούτε οι πλοίαρχοι ούτε οι στρατηγοί ούτε οι οικονόμοι ούτε
   πάλιν μερικοί πολιτικοί ούτε κανείς άλλος παρόμοιος ημπορεί χωριστά
   από τα ολίγα και μικρά να τακτοποιήση τα πολλά και τα μεγάλα. Διότι
   ούτε χωρίς μικρούς λίθους τακτοποιούνται καλά οι μεγάλοι, καθώς
   λέγουν οι κτίσται.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Βεβαίως πώς είναι δυνατόν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν ας μη θελήσωμεν ώστε να υποθέσωμεν τον θεόν ως χειρότερον από
   τους θνητούς τεχνίτας, οι οποίοι τα σχετικά των έργα όσον είναι
   καλλίτεροι, τόσον ακριβέστερον και τελειότερον τα κατασκευάζουν με
   μίαν τέχνην και τα μικρά και τα μεγάλα. Ο δε θεός, ο οποίος είναι
   σοφώτατος και θέλει να επιμελήται και ημπορεί, όσα μεν ήτο εύκολον να
   τα επιμεληθή, διότι είναι μικρά, διόλου δεν τα επιμελείται ως κάποιος
   αργός ή δειλός και φυγόπονος και μόνον διά τα μεγάλα φροντίζει.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Διόλου ας μη δεχθώμεν αυτήν την γνώμην περί των θεών, καλέ Ξένε.
   Διότι απολύτως ούτε ευσεβής ούτε ορθή θα ήτο αυτή η σκέψις. Μου
   φαίνεται δε τόρα πλέον ότι πολύ καλά ωμιλήσαμεν εις τον
   προφασιζόμενον διά την αμέλειαν των θεών.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Βεβαίως ως προς το να αναγκάσωμεν αυτόν με τα επιχειρήματά μας να
   ομολογήση ότι δεν έχει δίκαιον. Αλλ' όμως μου φαίνεται ότι το ζήτημά
   μας χρειάζεται ακόμη κάποιους ελκυστικούς μύθους.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Ποίους, αγαπητέ μου;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Ας πείσωμεν τον νεανίαν αυτόν με τα εξής επιχειρήματα, ότι δηλαδή
   όστις φροντίζει δι' έν σύνολον όλα τα μέρη τα κανονίζει προς σωτηρίαν
   και τελειοποίησιν του όλου, αναλόγως του οποίου όσον είναι δυνατόν
   ενεργεί και πάσχει και έκαστον μέρος. Έπειτα ότι εις αυτά υπάρχουν
   διωρισμένοι άρχοντες επιτηρούντες και τα μικρότερα παθήματα και τας
   πράξεις, και εφαρμόζουν τελειοποίησιν και εις τας τελευταίας
   λεπτομερείας. Μεταξύ δε αυτών και το άτομόν σου, ταλαίπωρε, συντελεί
   εις το όλον, όταν στρέφη διαρκώς προς αυτό, αν και είναι ελάχιστον.
   Συ δε δεν ενόησες ως προς αυτό ότι χάριν εκείνου γίνεται παν ό,τι
   γίνεται, διά να υπάρχη πάσα αρμονική ύπαρξις, η οποία συντελεί εις
   τον βίον του σύμπαντος, χωρίς να υπάρξη χάριν σου, αλλά συ χάριν
   εκείνης. Διότι πας ιατρός και πας καλλιτέχνης εργάτης και όλα μεν τα
   εκτελεί χάριν του όλου, ρυθμίζων αυτά προς το συνολικόν καλόν, αλλά
   μάλλον το μέρος εκτελεί χάριν του όλου και όχι το όλον χάριν του
   μέρους. Συ δε αγανακτείς, διότι δεν γνωρίζεις ότι το ως προς σε
   ωφελιμώτερον διά το σύμπαν συμβαίνει και εις εσέ δυνάμει της κοινής
   καταγωγής. Επειδή δε η ψυχή άλλοτε μεν συζή με άλλο σώμα και άλλοτε
   με άλλο, και τούτο λαμβάνει πολυειδείς μεταβολάς εξ αιτίας της, ή εξ
   αιτίας άλλης ψυχής, δεν μένει άλλο τίποτε εις τον παίκτην παρά να
   μεταθέση το μεν τελειοποιηθέν ήθος εις καλλίτερον τόπον, το δε
   χειροτερεύσαν εις χειρότερον, δι' εκάστην καθώς της αρμόζει, διά να
   απολαύση την αρμοδίαν μοίραν της.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Νομίζω ότι εξηγούμαι με ποίον τρόπον θα εδικαιολογείτο η ευκολία της
   επιμελείας των θεών δι' όλα. Διότι, εάν μεν προσέχη κανείς εις το
   σύνολον πάντοτε, όταν μετασχηματίζη όλα τα αντικείμενα, λόγου χάριν
   όταν από το πυρ κάμη ύδωρ έμψυχον, και όχι έν σύνολον πολλών
   πραγμάτων από έν ή έν από πολλά, διερχόμενα από μίαν και δύο και
   τρεις γενεάς, τότε αι μεταθέσεις της διαπλάσεως θα επροχώρουν εις το
   άπειρον. Τόρα όμως υπάρχει θαυμασία ευκολία εις τον επιμελούμενον διά
   το σύμπαν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς το εννοείς αυτό πάλιν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Ιδού πώς. Επειδή ο βασιλεύς ημών παρετήρησε ότι όλαι μας αι πράξεις
   είναι ψυχικαί και ότι υπάρχει εις αυτάς και πολλή αρετή και πολλή
   κακία και ότι η ψυχή και το σώμα είναι άφθαρτα, αλλ' όχι αιώνια,
   καθώς οι νομίμως αθάνατοι θεοί — διότι δεν θα υπήρχε ποτέ γέννησις
   ζώων, εάν το έν εξ αυτών των δύο εξηφανίζετο — και επειδή ενόησε ότι
   το μέρος της ψυχής, το οποίον είναι αγαθόν, επλάσθη διά να ωφελή, το
   δε κακόν να βλάπτη, όλα αυτά σκεφθείς ευρήκε, πού πρέπει να κείται
   έκαστον μέρος, διά να καθιστά εις το σύμπαν νικήτριαν μεν την αρετήν,
   νικωμένην δε την κακίαν όσον το δυνατόν περισσότερον και καλλίτερον.
   Εσχεδιάσθη λοιπόν συμφώνως με όλα αυτά, πως όταν γίνη το καθέν, ποίαν
   τοποθεσίαν πρέπει να αλλάζη ως κατοικίαν και ποίους τόπους. Τας δε
   αιτίας της μεταβολής της ποιότητος επαφήκε εις την θέλησιν εκάστου
   από ημάς. Διότι όπως θέλει έκαστος και οποίου είδους ψυχήν έχει, ούτω
   πως σχεδόν και τοιούτος γίνεται συνήθως έκαστος.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Αυτό είναι λογικόν τουλάχιστον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν μεταβάλλονται όλα όσα μετέχουν της ψυχής, διότι έχουν εντός
   των την αιτίαν της μεταβολής. Μεταβαλλόμενα δε μετακινούνται συμφώνως
   με την διάταξιν της ειμαρμένης και τον νόμον. Και αν τα ήθη
   μεταβάλλωνται ολιγώτερον, τότε μετατοπίζονται ολίγον εις το ίδιον
   επίπεδον της χώρας των, εάν δε περισσότερον και αδικώτερον, τότε
   μεταπίπτουν εις το βάθος και εις τον κάτω κόσμον λεγόμενον, τον
   οποίον ονομάζουν Άδην και με άλλα σχετικά ονόματα και όπου φοβούνται
   πολύ και ονειροπολούν ζωντανοί, χωρισμένοι από τα σώματά των. Όταν
   όμως η ψυχή μεταβληθή ακόμη περισσότερον ως προς την κακίαν ή την
   αρετήν εξ αιτίας της θελήσεώς της και της επιμόνου συμπεριφοράς της,
   όταν μεν συνενωθή με την αρετήν και γίνη υπερόχως θεία, τότε
   μετατοπίζεται και εις υπερόχως άγιον τόπον καθόλου και πολύ
   καλλίτερον από τον προηγούμενον όταν δε κάμη τα αντίθετα, μετατοπίζει
   εις τα αντίθετα την ύπαρξίν της.

      Αυτό είναι το δίκαιον θεών των Ολυμπίων, (4)

   καλό μου παιδί και παλικάρι, που νομίζεις ότι παραμελείσαι από τους
   θεούς σου, δηλαδή, όταν μεν γίνη χειρότερος, πηγαίνει προς τας
   χειροτέρας ψυχάς, όταν δε γίνη καλλίτερος, προς τας καλλιτέρας και
   εις την ζωήν και εις οποιονδήποτε θάνατον και πάσχει ό,τι είναι
   πρέπον να κάμνουν οι όμοιοι προς τους ομοίους. Αυτήν την δίκην δεν
   είναι δυνατόν ποτε ούτε συ να αποφύγης ούτε άλλος κανείς και να
   καυχηθή ότι είναι ανώτερος από τους θεούς. Την οποίαν και από όλας
   τας δίκας υπεροχώτερον ετακτοποίησαν όσοι την ετακτοποίησαν και είναι
   πρέπον απολύτως να την σέβεσαι. Διότι ποτέ δεν θα παραμεληθής από
   αυτήν. Ούτε εάν είσαι τόσον μικρός, ώστε να εισδύσης εις το βάθος της
   γης, ούτε υψηλός, ώστε να πετάξης εις τον ουρανόν, αλλά θα πληρώσης
   την αρμόζουσαν τιμωρίαν είτε εδώ μένεις είτε εις τον Άδην μεταβής
   είτε και εις αγριώτερον τόπον από αυτούς μετακομισθής. Ο ίδιος δε
   λόγος ισχύει και δι' εκείνους, τους οποίους συ παρετήρησες ότι έγιναν
   μεγάλοι από μικροί, ενώ ανοσιούργησαν ή έπραξαν κάτι παρόμοιον, και
   ενόμισες ότι από άθλιοι έγιναν ευτυχείς, και έπειτα μέσα εις τα
   κάτοπτρα των πράξεών των ενόμισες ότι αντελήφθης καθαρά την αμέλειαν
   των θεών δι' όλα, χωρίς να γνωρίζης ποία είναι η υπηρεσία αυτών διά
   το σύμπαν. Και πώς, παλικαρά μου εσύ, δεν φρονείς ότι πρέπει να
   γνωρίζης αυτήν; Την οποίαν εάν δεν γνωρίζη κανείς, ούτε σχέδιον
   ημπορεί να σχεδιάση ποτέ ούτε με λόγον να συντελέση εις την ευτυχή
   και δυστυχή κατάστασιν της ζωής. Εις αυτά εάν μεν σε καταπείθη ο
   Κλεινίας απ' εδώ και όλη η ιδική μας γερουσία, ότι δηλαδή δεν
   γνωρίζεις τι λέγεις περί θεών, τότε ίσως σε δεχθή και ο θεός με το
   καλόν. Εάν δε έχης ακόμη ανάγκην κανενός λόγου, τόρα που θα
   ομιλήσωμεν ημείς προς τον τρίτον, άκουε, εάν έχης έστω και ολίγον
   νουν. Δηλαδή ότι μεν υπάρχουν θεοί και φροντίζουν διά τους ανθρώπους
   εγώ νομίζω ότι δεν απεδείχθη διόλου ατελώς μεταξύ μας. Το ότι όμως
   πάλιν οι θεοί είναι παρακλητοί από τους αδίκους, όταν δεχθούν δώρα,
   ούτε πρέπει να το επιτρέψωμεν εις κανένα να το ειπή και πρέπει τον
   καθένα να προσπαθήσωμεν να εξελέγξωμεν με κάθε τρόπον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πολύ καλά το είπες, και ας κάμωμεν καθώς λέγεις.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν, διά το όνομα των ιδίων των θεών, με ποίον τρόπον γίνονται
   άραγε παρακλητοί, εάν γίνωνται; Και διότι ποίου είδους είναι; Βεβαίως
   είναι ανάγκη να είναι άρχοντες, αφού θα διοικούν τον ουρανόν
   ολόκληρον διαρκώς.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Αυτό είναι αληθές.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Αλλά τόρα άραγε με ποίους άρχοντας προσφέρνουν (ομοιάζουν); Ή κάπως
   με εκείνους, με τους οποίους είναι δυνατόν να επιτύχωμεν, αν τους
   παρομοιάσωμεν με την διαφοράν μόνον του μεγέθους; Άραγε μήπως είναι
   κάπως ηνίοχοι ζευγών αγωνιζομένων ή πλοίαρχοι πλοίων; Πιθανόν δε να
   παρομοιάζωνται και με αρχηγούς στρατοπέδων. Ακόμη δε είναι δυνατόν να
   ομοιάζουν με ιατρούς, οι οποίοι φοβούνται τον πόλεμον των ασθενειών
   εναντίον των σωμάτων, ή με γεωργούς, οι οποίοι από τον φόβον των
   περιμένουν κακοκαιρίας, συνήθως καταστρεπτικάς εις την βλάστησιν των
   φυτών, ή και με επιστάτας ποιμνίων. Δηλαδή, αφού εσυμφωνήσαμεν προς
   τον εαυτόν μας ότι ο ουρανός είναι φορτωμένος από πολλά αγαθά, αλλά
   και από τα αντίθετα, και περισσότερον από τα αντίθετα, διά τούτο
   λοιπόν, υποθέτομεν, αυτή είναι μάχη έχουσα ανάγκην μεγάλης προσοχής,
   σύμμαχοί μας δε είναι οι θεοί και οι δαίμονες, ημείς δε πάλιν είμεθα
   κτήματα θεών και δαιμόνων. Μας καταστρέφει δε η αδικία και η
   υπερηφάνεια μαζί με την ανοησίαν, μας σώζει δε η δικαιοσύνη και η
   σωφροσύνη μαζί με την φρόνησιν, αι οποίαι κατοικούν μέσα εις τας
   εμψύχους δυνάμεις των θεών. Από αυτό δε ημπορεί να εννοήση κανείς ότι
   έν μικρόν μέρος από αυτάς κατοικεί και εντός μας. Λοιπόν κάποιαι
   ψυχαί κατοικούσαι εις την γην και έχουσαι άδικον πόθον παραπλανούν με
   κολακευτικούς λόγους και με κάποιαν γοητείαν τας ψυχάς των φυλάκων
   κυνών ή των βοσκών ή ακόμη και των όλως απολυταρχικών κυριάρχων,
   καθώς λέγουν οι κακοί, και κατορθώνουν, ενώ είναι πλεονέκται μεταξύ
   των ανθρώπων, να μη πάθουν κανέν κακόν. Λέγομεν δε ότι αυτό το
   σφάλμα, το οποίον τόρα ονομάζεται πλεονεξία, είναι ασθένεια εις τα
   σάρκινα σώματα, εις δε τας πόλεις και τα πολιτεύματα είναι η ιδία
   λέξις τροποποιημένη, δηλαδή η αδικία.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν είναι ανάγκη αυτόν τον λόγον να ειπή όστις λέγει ότι υπάρχουν
   θεοί πάντοτε και διά τους αδίκους και διά τους αδικούντας ανθρώπους,
   αρκεί κανείς να δώση εις αυτούς μερίδιον των αδίκων κερδών, καθώς εάν
   οι λύκοι έδιδαν μικρόν μέρος εις τους κύνας από τα αρπαγμένα, εκείνοι
   δε, εξημερωνόμενοι με τα δώρα τους επέτρεπαν να κλέπτουν τα ποίμνια.
   Άραγε δεν λέγουν αυτό όσοι νομίζουν παρακλητούς τους θεούς;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Αυτό βεβαίως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν με ποίους από τους προηγουμένους φύλακας αν παρομοιάση τους
   θεούς δεν θα γίνη γελοίος οποιοσδήποτε άνθρωπος; Άραγε με τους
   πλοιάρχους, οι οποίοι με κέρασμα οίνου και με την κνίσαν
   εκτροχιάζονται και εκτροχιάζουν με τα πλοία και τους ναύτας;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Διόλου μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Αλλά βεβαίως ούτε με ηνιόχους παραταχθέντας εις διαγωνισμόν, οι
   οποίοι διά δώρων κατεπείσθησαν να αφήσουν την νίκην εις άλλα ζεύγη.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Θα ήτο φρικαλέα η παρομοίωσις, την οποίαν παρουσιάζεις με αυτόν τον
   λόγον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Βεβαίως δε ούτε με στρατηγούς ούτε με ιατρούς ούτε με γεωργούς ούτε
   με βοσκούς αλλ' ούτε και με κύνας, τους οποίους εμάγευσαν οι λύκοι.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πρόσεχε τα λόγια σου. Πώς είναι δυνατόν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Αλλά άραγε δεν είναι οι μεγαλίτεροι από όλους τους φύλακας και εις τα
   μεγαλίτερα πράγματα οι θεοί;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πάρα πολύ μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Αυτούς λοιπόν που φυλάττουν τα καλλίτερα πράγματα και είναι υπέροχοι
   φύλακες ως προς την αρετήν, θα τους θεωρήσωμεν άραγε χειροτέρους από
   τους κύνας και από τους μεσαίους ανθρώπους, οι οποίοι ποτέ δεν είναι
   δυνατόν να καταπροδώσουν το δίκαιον χάριν δώρων διδομένων ασεβώς από
   αδίκους άνδρας;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Διόλου μάλιστα. Αυτός ο λόγος είναι ανυπόφορος. Και από όλους όσοι
   περιστρέφονται εις την ασέβειαν ο λόγος όστις υποστηρίζει αυτήν την
   γνώμην σχεδόν είναι δίκαιον να θεωρηθή ως ο χειρότερος και ο
   ασεβέστατος από όλους τους ασεβείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Και λοιπόν τόρα πλέον τα τρία ζητήματά μας, δηλαδή ότι υπάρχουν θεοί
   και ότι φροντίζουν και ότι είναι εντελώς άκαμπτοι έξω από το δίκαιον,
   θέλετε να δεχθώμεν ότι απεδείχθησαν επαρκώς;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς όχι; Και μάλιστα είμεθα σύμφωνοι με αυτούς τους λόγους.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Και είναι μεν αληθές ότι ελέχθησαν κάπως ορμητικώτερον ένεκα της
   επιμονής των κακών ανθρώπων. Αλλά, φίλε Κλεινία, η λογομαχία αυτή
   έγινε, διά να μη νομίζουν ότι από την συζήτησιν τους δίδεται δικαίωμα
   να κάμνουν ό,τι θέλουν οι κακοί, δηλαδή ό,τι και όσα και οποίου
   είδους πράγματα φαντάζονται διά τους θεούς. Λοιπόν ημείς είχομεν την
   προθυμίαν να ομιλήσωμεν δι' αυτά ωσάν νεώτεροι. Και αν δε μικρόν
   αποτέλεσμα εφέραμεν εις το να καταπείσωμεν αυτούς τους ανθρώπους να
   μισήσουν τον εαυτόν των, και κάπως να αγαπήσουν τα αντίθετα ήθη,
   πάλιν θα είχε πολύ καλά την θέσιν του το προοίμιον μας εις τους
   νόμους περί ασεβείας.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Αλλά υπάρχει ελπίς, ειδεμή βεβαίως η γενεά των λόγων δεν θα κατακρίνη
   την νομοθεσίαν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Κατόπιν λοιπόν από το προοίμιον αρμόζει να γίνη λόγος μεταξύ μας, ο
   οποίος να ερμηνεύση ορθώς τους νόμους, προκηρύττων εις όλους τους
   ασεβείς να εγκαταλείψουν τους ασεβείς των τρόπους, και να έλθουν με
   τους ευσεβείς. Δι' όσους δε δεν πείθονται, ας υπάρχη ο εξής νόμος
   περί της ασεβείας. Εάν κανείς ασεβή με λόγους ή με έργα, ο
   παρευρισκόμενος ας τον αποκρούση καταγγέλλων αυτόν εις τους άρχοντας.
   Από δε τους άρχοντας όσοι λάβουν είδησιν πρώτοι, ας τον εγκαλέσουν
   εις το αρμόδιον διά τοιαύτας υποθέσεις δικαστήριον συμφώνως με τους
   νόμους. Εάν δε καμμία αρχή λάβη είδησιν και δεν εκτελέση αυτά, η ιδία
   ας γίνη υπόδικος ασεβείας εις τον θέλοντα να τιμωρήση αυτήν χάριν των
   νόμων.

   Εάν δε καταδικασθή κανείς, ας ορίση το δικαστήριον μίαν τιμωρίαν δι'
   εκάστην ασέβειαν χωριστά. Και λοιπόν δι' όλους ας είναι βάσις τα
   δεσμά. Από δε τα τρία δεσμωτήρια, τα οποία υπάρχουν εις την πόλιν, έν
   μεν κοινόν διά τους περισσοτέρους εις την αγοράν, χάριν της θεραπείας
   των σωμάτων εις πολλούς, έν δε πλησίον της νυκτερινής συγκεντρώσεως
   των αρχόντων (5), ονομαζόμενον σωφρονιστήριον, έν δε πάλιν εις το
   μέσον της χώρας, όπου τυχόν είναι έρημον μέρος και όσον το δυνατόν
   αγριώτερον, το οποίον να λάβη φήμην κάποιας τιμωρίας. Από δε τας
   τρεις αιτίας της ασεβείας, τας οποίας εξετάσαμεν, δύο είδη
   αποτελούνται, από εκάστην και γίνονται έξ τα διάφορα γένη των
   ασεβούντων εις τα θεία, τα οποία δεν έχουν ανάγκην ίσης τιμωρίας ούτε
   ομοίας.

   Δηλαδή όστις δεν πιστεύει απολύτως εις τους θεούς, έχει όμως ήθος εκ
   φύσεως δίκαιον, αυτός μισεί πάντοτε τους κακούς από αποτροπιασμόν δε
   της αδικίας δεν δέχεται να πράξη τας τοιαύτας πράξεις και αποφεύγει
   τους μη δικαίους ανθρώπους και αγαπά τους δικαίους (6). Εις όσους
   όμως εκτός του ότι φρονούν ότι τα πάντα είναι έρημα από θεούς
   συμπέσουν και ακράτειαι των ηδονών και των λυπών, και υπάρχει ισχυρά
   ανάμνησις και οξύνοια μαθήσεως, η μεν απιστία εις τους θεούς είναι
   κοινή εις αυτούς καθώς και εις εκείνους, ως προς την βλάβην όμως των
   άλλων ανθρώπων εκείνο μεν το γένος κάμνει ολιγώτερα κακά, αυτό όμως
   περισσότερα. Δηλαδή ο μεν πρώτος θα είναι αθυρόστομος ως προς τους
   θεούς και τας θυσίας και τους όρκους, και ενώ περιγελά τους άλλους
   πιθανόν να κάμη άλλους ομοίους του, εάν δεν τιμωρηθή. Ο δε άλλος δεν
   πιστεύει μεν καθώς ο προηγούμενος, θεωρείται όμως αγαθός, αλλά είναι
   φορτωμένος με δολιότητα και οπισθοβουλίαν, από αυτούς δε πολλοί
   αναδεικνύονται ψευδομάντεις και πάσης μαγείας ζωηροί οπαδοί, επίσης
   δε από αυτούς κάποτε αναδεικνύονται και τύραννοι και λαοπλάνοι και
   στρατηγοί και σχεδιασταί μυστικών ιεροτελεστιών. Από αυτούς λοιπόν
   ημπορούν να σχηματισθούν πολλά γένη. Αλλά τα σπουδαιότερα διά την
   νομοθεσίαν είναι δύο. Εξ αυτών το μεν ειρωνικόν δεν είναι άξιον μόνον
   ενός θανάτου, ούτε δύο αλλά πολλών, το δε άλλο έχει ανάγκην συμβουλών
   και δεσμών. Ομοίως δε και το γένος αυτών που νομίζουν ότι οι θεοί δεν
   φροντίζουν αποτελεί άλλα δύο γένη, και το άλλο που τους θεωρεί
   παρακλητούς άλλα δύο. Από αυτά δε, τα οποία διαχωρίζονται κατ' αυτόν
   τον τρόπον, όσοι μεν έγιναν τοιούτοι από ανοησίαν χωρίς καμμίαν
   κακίαν του θυμικού και του ήθους, αυτούς ο δικαστής ας τους περιορίση
   συμφώνως με τον νόμον εις το σωφρονιστήριον όχι ολιγώτερον των πέντε
   ετών. Εις τούτο δε το διάστημα ας μη τους επισκέπτεται άλλος πολίτης
   παρά μόνον τα μέλη της νυκτερινής συγκεντρώσεως των αρχόντων
   ομιλούντες συμβουλευτικώς προς αυτούς προς σωτηρίαν της ψυχής των.
   Όταν δε συμπληρωθή ο χρόνος των δεσμών των, εάν μεν κανείς από αυτούς
   φαίνεται ότι είναι σώφρων, ας κατοική μαζί με τους σώφρονας, αν δε
   όχι, και αν καταδικασθή πάλιν εις παρομοίαν δίκην, ας τιμωρηθή διά
   θανάτου.

   Όσοι δε έγιναν θηριώδεις ως προς την απιστίαν προς τους θεούς ή ως
   προς το να θεωρούν αυτούς αμελείς ή παρακλητούς, και περιφρονούντες
   τους ανθρώπους δελεάζουν πολλούς εκ των ζώντων, διότι δισχυρίζονται
   ότι παραπλανούν τους αποθανόντας και υπόσχονται να μεταπείσουν τους
   θεούς ωσάν με συγχωροχάρτια, δελεάζοντες αυτούς με θυσίας και
   προσευχάς και ύμνους, και ούτω πως προσπαθούν να κυριεύσουν τελείως
   και τα άτομα και ολοκλήρους οικογενείας και πόλεις χάριν των
   χρημάτων, από αυτούς όστις καταδικασθή ως ένοχος ας ορίση το
   δικαστήριον δι' αυτόν να τεθή εις δεσμά συμφώνως με τον νόμον, να μη
   πλησιάζη δε αυτόν κάνεις ελεύθερος, να λαμβάνη δε ωρισμένην τροφήν
   από τους νομοφύλακας. Όταν δε αποθάνη, να τον πετάξουν άταφον έξω από
   τα σύνορα. Εάν δε κανείς ελεύθερος συντελή εις την ταφήν του, ας
   υπόκειται εις δίκην ασεβείας από τον τυχόντα. Εάν δε αφήση εις την
   πόλιν παίδας αρκετούς, οι επιμελούμενοι των ορφανών ας φροντίζουν και
   δι' αυτούς, ως όχι ολιγώτερον ορφανούς, ευθύς από την ημέραν της
   καταδίκης του πατρός των.

   Δι' όλα δε αυτά ας ορισθή κοινός νόμος, ο οποίος τους περισσοτέρους
   από αυτούς θα τους κάμη ολιγώτερον να σφάλλουν με έργα και με λόγους
   προς τους θεούς, μάλιστα ολιγώτερον ανοήτως, διότι δεν θα επιτρέπεται
   να εκκλησιάζωνται έξω από τον νόμον. Δηλαδή ας υπάρχη δι' όλους
   γενικώς ο εξής νόμος.

   Κανείς να μην έχη προσκυνήματα εις την ατομικήν του κατοικίαν. Όταν
   δε κανείς αποφασίση να εκτελέση θυσίαν, ας υπάγη εις τα δημόσια
   προσκυνήματα, διά να θυσιάση, και ας δώση τα θύματα εις τας χείρας
   των ιερέων και των ιερειών, όσοι έχουν δικαίωμα να φροντίζουν δι'
   αυτά. Ας προσευχηθή δε μαζί και αυτός και όστις άλλος θέλει μαζί του.
   Αυτά δε ας γίνωνται διά τον εξής λόγον. Προσκυνήματα και εικόνας θεών
   δεν είναι εύκολον να τοποθετή κανείς, αλλά χρειάζεται μεγάλη σκέψις,
   διά να γίνη τούτο ορθώς. Έπειτα αι γυναίκες προ πάντων όλαι καθώς και
   οι εντελώς ανίσχυροι και οι κινδυνεύοντες και οι στενοχωρημένοι, μέσα
   εις την στενοχωρίαν των, ή και αντιθέτως, όταν εύρουν καμμίαν
   σωτηρίαν, συνηθίζουν να καθιερώνουν πάντοτε εκείνο το μέρος και να
   τάζουν θυσίας και εικόνας εις τους θεούς και τους δαίμονας και τους
   παίδας των θεών, και εις τας εξύπνους οπτασίας από τον φόβον των και
   εις τα όνειρά των. Ομοίως δε οι αναφέροντες πολλάς οπτασίας θεωρούν
   ως θεραπείαν το να μεταβάλλουν εις βωμούς και προσκυνήματα όλας τας
   οικίας και όλα τα χωρία, και εις τα καθαρά μέρη και όπου αλλού τύχη
   από αυτά τα μέρη. Δι' όλα αυτά πρέπει να κάμωμεν συμφώνως με τον
   νόμον που λέγομεν τόρα. Ακόμη δε διά τους ασεβείς, διά να μη
   προφασίζωνται τα τοιαύτα εις τας πράξεις των, τοποθετούντες
   προσκυνήματα και βωμούς εις τας ατομικάς των κατοικίας και νομίζοντες
   ότι πρέπει κρυφίως να εξιλεώνουν τους θεούς με θυσίας και με
   προσευχάς, και να αυξάνουν απείρως την αδικίαν εις τον εαυτόν των και
   εις τους επιτρέποντας αυτά προφασιζόμενοι τους θεούς, οι οποίοι είναι
   ανώτεροί των, και τότε δικαίως όλη η πόλις να έχη την προκοπήν (!)
   τρόπον τινά των ασεβών.

   Και λοιπόν τον νομοθέτην ο θεός θα τον κατακρίνη. Δηλαδή ας ορισθή
   αυτός ο νόμος, να μην έχη κανείς προσκυνήματα θεών εις την ατομικήν
   του κατοικίαν. Όστις δε αποδειχθή ότι έχει άλλα και ιερουργεί έξω από
   τα δημόσια, εάν μεν τα έχη κάποιος ανήρ ή γυνή, ο οποίος δεν έκαμε
   κανέν από τα μεγάλα και ανόσια έργα, τότε, όστις λάβη είδησιν ας τον
   καταγγείλη εις τους νομοφύλακας, αυτοί δε ας τον διατάξουν να
   μεταφέρη εις τα δημόσια προσκυνήματα τα ατομικά του, εάν δε δεν
   πείθεται, ας τον τιμωρήσουν έως ότου να μεταφερθούν. Εάν δε γίνη
   κανείς φανερός ότι διέπραξε ασέβειαν, όχι παιδικήν αλλά ανδρικήν,
   είτε διότι ετοποθέτησε προσκυνήματα εις ιδιόκτητά του μέρη, είτε
   διότι εθυσίασεν ο ίδιος δημοσίως εις οιουσδήποτε θεούς, επειδή
   θυσιάζει, ενώ δεν είναι καθαρός, ας τιμωρηθή διά θανάτου. Κατά πόσον
   δε είναι παιδικόν το σφάλμα ή όχι, ας το κρίνουν οι νομοφύλακες και
   τότε ας τον εγκαλέσουν εις το δικαστήριον και ας επιβάλουν εις αυτόν
   την ποινήν της ασεβείας.



ΒΙΒΛΙΟΝ ΙΑ'.



ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Και τόρα πλέον είναι ανάγκη να θέσωμεν την αρμόζουσαν τάξιν διά τας
   μεταξύ των πολιτών συναλλαγάς. Γενικόν δε μέτρον είναι το εξής. Μήτε
   κανείς να εγγίζη τα ιδικά μου χρήματα όσον είναι δυνατόν, μήτε πάλιν
   να μου πάρη και το ελάχιστον, χωρίς να με πείση. Συμφώνως δε με αυτά
   τα ίδια θα κάμω και εγώ ως προς τα χρήματα των άλλων, όταν έχω νουν
   σώφρονα.

   Και λοιπόν λέγομεν ότι τον θησαυρόν πρώτον τον οποίον απεθήκευσε
   κανείς ως κειμήλιον διά τον εαυτόν του και τους ιδικούς του, αν δεν
   είναι από τους ιδικούς μου προπάτορας, τότε ούτε να τον εύρω θα
   ευχηθώ, ούτε, αν τον εύρω, θα τον μετακινήσω, ούτε πάλιν θα τον
   ανακοινώσω εις τους λεγομένους μάντεις, οι οποίοι οπωσδήποτε θα με
   συμβουλεύσουν να σηκώσω το αποθηκευμένον εις την γην. Διότι δεν είναι
   δυνατόν τόσον πολύ να ωφεληθώ ως προς την απόκτησιν χρημάτων, όσον θα
   προοδεύσω εις τον όγκον της αρετής της ψυχής και του δικαίου, εάν δεν
   πάρω τον θησαυρόν, αποκτών άλλο κτήμα απέναντι άλλου, καλλίτερον μέσα
   εις καλλίτερον μέρος, δηλαδή προτιμήσας την δικαιοσύνην μέσα εις την
   ψυχήν παρά τον πλούτον εις την περιουσίαν μου. Διότι και εις άλλα
   εφαρμόζεται καλώς η παροιμία να μη κινή κανείς τα ακίνητα, αλλά και
   εις αυτό ημπορεί να εφαρμοσθή ως έν από εκείνα. Πρέπει δε να
   πιστεύωμεν και εις τους λεγομένους περί αυτών μύθους, ότι δηλαδή διά
   την τεκνογονίαν δεν συμφέρουν τα τοιαύτα.

   Όστις όμως φανή αμέριμνος διά τα τέκνα του και περιφρονήση τον
   νομοθέτην αυτού του νόμου, και όσα δεν απεθήκευσε ούτε ο ίδιος ούτε
   κανείς από τους πατέρας των πατέρων του τα σηκώση χωρίς να καταπείση
   τον αποθέσαντα, και ούτω πως καταστρέφει ωραιότατον νόμον και
   απλούστατον και διόλου αγενούς ανδρός νομοθεσίαν, ο οποίος είπε·
   «ό,τι δεν κατέθεσες μη το σηκώνεις», (7) και περιφρονήση αυτούς τους
   δύο νομοθέτας και σηκώση πράγμα που δεν απεθήκευσε αυτός, όχι κανέν
   μικρόν αλλά κάποτε υπερβολικόν πλήθος θησαυρού, αυτός τι πρέπει να
   πάθη; Και λοιπόν τι θα πάθη μεν από τους θεούς, ο θεός το ηξεύρει.
   Όστις όμως τον ιδή πρώτος, εάν μεν συμβή το τοιούτον μέσα εις την
   κεντρικήν πόλιν, ας το γνωστοποιήση εις τους αστυνόμους, εάν δε εις
   κανέν μέρος της πόλεως, εις τους αγορανόμους, εάν δε εις κανέν μέρος
   της άλλης χώρας εις τους αγρονόμους και τους άρχοντας αυτών. Αφού δε
   ειδοποιηθούν, ας στείλη να ερωτήση η πόλις τους Δελφούς. Και ό,τι
   αποφανθή ο θεός και διά τα χρήματα και διά τον μετακινήσαντα, αυτό ας
   εκτελέση η πόλις υπηρετούσα τας μαντείας του θεού. Και αν μεν ο
   καταδότης είναι ελεύθερος, ας αποκτήση υπόληψιν αρετής, εάν δε δεν
   καταδώση, ας αποκτήση φήμην κακίας. Εάν δε είναι δούλος, εάν μεν
   καταδώση, είναι πολύ ορθόν να γίνη ελεύθερος και να αποδώση η πόλις
   το αντίτιμόν του εις τον κύριόν του· εάν δε δεν καταδώση, ας τιμωρηθή
   διά θανάτου.

   Κατόπιν δε από αυτόν είναι καλόν να ακολουθήση και διά τα μικρά και
   διά τα μεγάλα είς και ο αυτός νόμος, ο εξής. Εάν κανείς αφήση κάπου
   ιδικόν του πράγμα εκουσίως ή ακουσίως, όστις το εύρη ας το αφήση εις
   την θέσιν του, φρονών ότι φυλάττει η ενοδία θεότης (η έφορος των
   οδών) τα τοιαύτα, τα οποία είναι αφιερωμένα εις την επιτήρησιν της
   θεότητος. Εάν όμως παραβαίνων κανείς ταύτα εξ απειθείας τα σηκώση και
   τα φέρη εις την οικίαν του, τότε, αν μεν είναι δούλος μικρού
   αντιτίμου και τον συναντήση κανείς όχι κατωτέρας ηλικίας των τριάντα
   ετών, ας του δώση πολλούς ραβδισμούς. Εάν δε είναι κανείς ελεύθερος,
   εκτός του να θεωρήται κατά κοινήν γνώμην ακοινώνητος των νόμων, ας
   πληρώση το δεκαπλάσιον του αντιτίμου εις τον αφήσαντα το πράγμα εν τη
   οδώ.

   Εάν δε κανείς κατακρίνη κάποιον ότι έχει κάτι από τα ιδικά του μέγα ή
   μικρόν, αυτός δε ομολογή μεν ότι το έχει, όχι όμως το ιδικόν του,
   τότε, εάν μεν είναι καταγραμμένον εις τα βιβλία των Αρχόντων το κτήμα
   συμφώνως με τον νόμον, ας προσκληθή ο κάτοχός του εις την αρχήν, και
   ας το καταθέση. Όταν δε φανερωθή, εάν μεν έχη καταγραφή εις τα βιβλία
   εις ποίον ανήκει από τους διαφιλονικούντας αυτό, ας το πάρη αυτός και
   ας φύγη. Εάν δε είναι κανενός άλλου έξω από τους παρευρισκομένους,
   όποιος δώση αξιόπιστον εγγυητήν χάριν του απουσιάζοντος, ότι θα το
   παραδώση εις εκείνον, ας το σηκώση καθώς θα έκαμνε εκείνος. Εάν όμως
   το φιλονικούμενον δεν έχη καταγραφή εις τα βιβλία των αρχόντων, ας
   κατατεθή μέχρι της δίκης πλησίον τριών αρχόντων εκ των γεροντοτέρων.
   Και αν το κρατημένον είναι σφαχτόν, όστις χάση την δίκην περί αυτού
   ας πληρώνη και την τροφήν του εις τους άρχοντας. Την δε υπόθεσιν να
   την δικάσουν εντός τριών ημερών οι άρχοντες.

   Ας συμμαζεύη από οπουδήποτε τον δούλον του όστις θέλει, εάν έχη τας
   φρένας του, και ας τον κάμη ό,τι θέλει από όσα είναι ευσεβή. Αλλά ας
   συμμαζεύη και χάριν άλλου συγγενούς του ή φίλου τον φεύγοντα (δούλον)
   διά να ελευθερωθή. Εάν δε κάποιος προσπαθή να αποσπάση κανένα, διά να
   τον ελευθερώση ωσάν δούλον συμμαζευόμενον, τότε ας τον παραιτήση ο
   συμμαζεύων αυτόν, αλλά ο αποσπών αυτόν ας αφήση τρεις αξιοπίστους
   εγγυητάς και τότε ας τον αποσπάση, όχι όμως αλλέως. Εάν δε κανείς
   αποσπά έξω από αυτά, ας θεωρηθή ένοχος και, αν καταδικασθή, ας
   πληρώνη την διπλασίαν της σημειωθείσης βλάβης εις εκείνον, από τον
   οποίον τον απέσπασε.

   Αλλά ας συμμαζεύη και τον απελεύθερον, εάν δεν περιποιήται τους
   απελευθερώσαντας αυτόν, ή περιποιείται όχι επαρκώς. Η περιποίησις
   είναι να συχνάζη τρεις φοράς τον μήνα ο απελευθερωθείς εις την οικίαν
   του απελευθερώσαντος και να ερωτά τι πρέπει να κάμη από ό,τι είναι
   δίκαιον και συγχρόνως δυνατόν. Και διά τον γάμον του να κάμη ότι
   εγκρίνει όστις υπήρξε άλλοτε κύριός του, να μη επιτρέπεται δε να γίνη
   πλουσιώτερος από τον απελευθερώσαντα. Το δε πλεόνασμα ας γίνεται
   κτήμα του κυρίου του. Να μη μένη δε περισσότερον από είκοσι έτη ο
   απολυθείς, αλλά καθώς και οι άλλοι ξένοι να απέλθη, αφού λάβη την
   περιουσίαν του, εκτός εάν πείση και τους άρχοντας και τον
   απελευθερώσαντα. Εάν δε κανείς απελεύθερος ή από τους άλλους ξένους
   αποκτήση περιουσίαν περισσοτέραν από το τρίτον τίμημα, (τάξις) από
   την ημέραν που θα συμβή αυτό εντός τριάντα ημερών ας λάβη τα ιδικά
   του και ας αναχωρήση, και ας μη δίδεται καμμία άδεια διαμονής πλέον
   εις αυτόν από τους άρχοντας. Εάν δε κανείς απειθήσας εις αυτούς
   εγκαλεσθή εις το δικαστήριον και καταδικασθή, ας τιμωρηθή διά θανάτου
   και τα χρήματά του ας γίνουν δημόσια. Αι δε τιμωρίαι αυτού ας
   γίνωνται εις τας φυλετικάς δίκας, εάν δεν απαλλαχθούν από τας
   καταγγελίας προηγουμένως ενώπιον των γειτόνων ή εις τα κατ' εκλογήν
   δικαστήρια.

   Εάν δε εγγίζη ως ιδικόν του κανέν ζώον ή οτιδήποτε άλλο από τα
   πράγματά του, ας το επιστρέψη ο κρατών αυτό εις τον πωλήσαντα ή εις
   τον δωρήσαντα αυτό με τρόπον αξιόχρεον και νόμιμον ή άλλον έγκυρον
   τρόπον εντός μεν τριάντα ημερών εις τον πολίτην ή και τον μέτοικον
   της πόλεως, εις δε τον ξένον εντός πέντε μηνών (ας το παραδώση), αλλά
   το μέσον της προθεσμίας να αποτελή ο μην των χειμερινών τροπών του
   ηλίου.

   Όσα δε κανείς ανταλλάσσει αγοράζων ή πωλών εις άλλον, ας παραδίδη το
   πράγμα εις το ιδιαιτέρως ωρισμένον προς τούτο μέρος της αγοράς δι'
   έκαστον και ας λάβη αμέσως το αντίτιμον διά να ξεκάμη, όχι όμως εις
   κανέν άλλο μέρος, ούτε επί πιστώσει να κάμη κανενός πράγματος πώλησιν
   ή αγοράν. Εάν δε με άλλον τρόπον ή εις άλλους τόπους ανταλλάσση
   κανείς με άλλον οτιδήποτε απέναντι οποιουδήποτε πράγματος, μόνον αν
   έχη πεποίθησιν εις το πρόσωπον, με το οποίον συναλλάσσεται, ας κάμη
   αυτά, έχων υπ' όψει του ότι δεν υπάρχουν δίκαι συμφώνως με τους
   νόμους διά τα πωληθέντα συμφώνως με αυτόν τον τελευταίον τρόπον που
   λέγομεν.

   Όσον δε διά τα δάνεια όστις θέλει ας δανείζεται από τους φίλους του.
   Εάν όμως συμβή καμμία φιλονικία περί του δανείου, ας κανονίσουν αυτοί
   μόνοι των έχοντες υπ' όψει ότι δεν επιτρέπονται δίκαι περί τοιούτων
   ζητημάτων εις κανένα με κανένα τρόπον.

   Όστις δε πωλήση τοις μετρητοίς και λάβη αντίτιμον του πράγματος όχι
   κατώτερον των πενήντα δραχμών, ας μένη υποχρεωτικώς εντός της πόλεως
   δέκα ημέρας, ο δε αγοραστής ας γνωρίζη την κατοικίαν του πωλητού μη
   τυχόν έχη κανέν παράπονον εναντίον του, καθώς συμβαίνει συνήθως εις
   τοιαύτα ζητήματα και χάριν των επιστροφών, αι οποίαι γίνονται
   συμφώνως με τους νόμους. Η δε νόμιμος επιστροφή ή όχι ας συμβαίνη ως
   εξής. Εάν κανείς πωλήση δούλον πάσχοντα από φθίσιν, από λιθίασιν, από
   στραγγουρίαν, ή από την λεγομένην ιεράν νόσον (σεληνιασμόν) ή και από
   καμμίαν άλλην άγνωστον εις τους περισσοτέρους ασθένειαν χρονίαν και
   ανίατον σωματικήν ή ψυχικήν, τότε, εάν μεν τον πωλήση εις ιατρόν ή
   γυμναστήν, ας μη επιτραπή εις αυτόν να επιτύχη επιστροφήν, ούτε εάν
   κανείς ομολογήση την αλήθειαν πριν τον πωλήση εις κάποιον. Εάν όμως
   τον πωλήση κανείς τεχνίτης εις ιδιώτην, τότε όστις τον αγοράση ας τον
   επιστρέψη εντός εξαμήνου, εκτός όταν πάσχη από ιεράν νόσον. Δι' αυτήν
   δε ας επιτρέπεται να γίνη η επιστροφή εντός ενός έτους. Ας εικασθούν
   δε και οι δύο εμπρός εις ιατρούς, όσους εκλέξουν και οι δύο εκ
   συμφώνου. Όστις δε χάση την δίκην, ας πληρώση το διπλάσιον του
   αντιτίμου της πωλήσεως. Εάν δε επώλησε ιδιώτης προς ιδιώτην να
   επιτρέπεται μεν επιστροφή καθώς ελέχθη και διά τους προηγουμένους,
   επίσης δε και δίκη, αλλά όστις χάση την δίκην ας πληρώση το αντίτιμον
   εις το απλούν. Εάν δε πωλήση κανείς φονέα εν γνώσει και του πωλητού
   και του αγοραστού, ας μη επιτυγχάνη επιστροφήν διά τοιαύτην πώλησιν,
   εάν όμως εν αγνοία του αγοραστού, τότε να γίνεται η επιστροφή
   οιανδήποτε ώραν το αντιληφθή κανείς από τους αγοραστάς, η δε κρίσις
   να γίνη ενώπιον πέντε νομοφυλάκων, των νεωτέρων από όλους, αν δε
   αποδειχθή δικαστικώς ότι το εγνώριζε, τότε και τας οικίας του
   αγοραστού ας καθαρίση συμφώνως με τον νόμον του ερμηνευτού και ας
   πληρώση εις τον αγοραστήν το τριπλάσιον του αντιτίμου.

   Όστις δε ανταλλάσσει ή νόμισμα απέναντι νομίσματος ή κανέν
   οποιονδήποτε ζώον ή πράγμα άψυχον, ας δίδη πάντοτε συμφώνως με τους
   νόμους και ας λαμβάνη ακίβδηλα πράγματα. Ως προοίμιον δε καθώς εις
   τους άλλους νόμους, ας παραδεχθώμεν και διόλην αυτήν την κακίαν το
   εξής. Έκαστος οφείλει να γνωρίζη ότι υπάγεται εις την ιδίαν
   κατηγορίαν η κιβδηλεία και το ψεύδος και η απάτη, και είναι εκείνη,
   διά την οποίαν πολύ κακώς οι περισσότεροι συνηθίζουν να εφαρμόζουν
   την διάδοσιν ότι, εάν γίνεται εις κατάλληλον ευκαιρίαν το τοιούτον,
   ημπορεί να έχη την θέσιν του πολλάκις, οι οποίοι όμως αφήνουν
   απροσδιόριστον το επίκαιρον και το πού και πότε και με αυτήν την
   εκφρασιν πολύ ζημιώνονται και ζημιώνουν άλλους.

   Εις τον νομοθέτην δε δεν επιτρέπεται να αφήση τούτο απροσδιόριστον,
   αλλά πρέπει να το διασαφήση εντός μεγαλειτέρων ή μικροτέρων ορίων.
   Και λοιπόν και τώρα ας το ορίσωμεν. Κανείς ποτε ας μη μεταχειρισθή
   ούτε ψεύδος ούτε απάτην ούτε κανέν αντικείμενον κίβδηλον ούτε με
   λόγον ούτε με έργα επικαλούμενος συγχρόνως τους θεούς, εάν δεν θέλη
   να γίνη ο πλέον θεομίσητος άνθρωπος. Τοιούτος δε είναι όστις
   ορκίζεται ψευδείς όρκους και δεν σκοτίζεται διόλου διά τους θεούς,
   κατά δεύτερον δε λόγον όστις ψεύδεται ενώπιον των ανωτέρων του.
   Ανώτεροι δε είναι οι καλλίτεροι απέναντι των χειροτέρων και οι
   γέροντες απέναντι των νέων. Διά τούτο και οι γονείς είναι ανώτεροι
   από τα τέκνα και οι άνδρες από τας γυναίκας και τα παιδία και οι
   άρχοντες από τους αρχομένους. Τούτους δε πρέπει όλοι να τους σέβωνται
   και εις όλα τα άλλα αξιώματα και μάλιστα εις τα πολιτικά, χάριν των
   οποίων συνέπεσε το ζήτημα τούτο. Δηλαδή πας άνθρωπος της αγοράς, ο
   οποίος κιβδηλοποιεί κάτι, ψεύδεται και απατά και επικαλούμενος τους
   θεούς ορκίζεται συμφώνως με τους νόμους των αγορανόμων χωρίς ούτε
   τους ανθρώπους να εντρέπεται ούτε τους θεούς να σέβεται. Και βεβαίως
   είναι καλή πράξις να μη μιαίνη κανείς ευκόλως τα ονόματα των θεών,
   αλλά να ευρίσκεται εις την θέσιν που ευρισκόμεθα συνήθως οι
   περισσότεροι ως προς την καθαρότητα και τον εξαγνισμόν προς τους
   θεούς.

   Εάν όμως οπωσδήποτε δεν υπακούη κανείς, ας υπάρχη ο εξής νόμος. Όστις
   πωλεί οτιδήποτε εις την αγοράν, ας μην ειπή ποτέ του δύο τιμάς διά τα
   πωλούμενα, αλλά ας λέγη ωρισμένην τιμήν, και αν δεν επιτύχη αυτήν,
   είναι ορθόν να το αποσύρη, και αυτήν την ιδίαν ημέραν δεν πρέπει να
   ορίση ούτε μεγαλιτέραν ούτε μικροτέραν τιμήν. Ας λείπη δε πας έπαινος
   και όρκος διά τα πωλούμενα πράγματα. Εάν δε κανείς δεν υπακούη εις
   αυτά, όστις τον επιτύχη από τους πολίτας, χωρίς να είναι κάτω των
   τριάντα ετών εις την ηλικίαν, αν θέλη να τιμωρήση τον ορκιζόμενον, ας
   τον κτυπά χωρίς να φοβηθή τίποτε κακόν, αν δε αμελήση και δεν
   υπακούση, ας κατακριθή ως προδότης των νόμων. Εκείνον δε που πωλεί
   κανέν κίβδηλον και δεν ημπορεί να υπακούση εις τους λόγους τούτους,
   όστις τον επιτύχη από τους γνωστούς, εάν είναι ικανός να τον
   εξελέγξη, ας τον εξελέγξη εμπρός εις τους άρχοντας, και αν μεν είναι
   δούλος ή μέτοικος, ας πάρη το κίβδηλον αντικείμενον, ο δε πολίτης,
   εάν μεν δεν τον εξελέγξη, ας δυσφημισθή ως κακός, διότι στερεί τους
   θεούς τα δικαιώματά των, εάν δε τον εξελέγξη, ας το αφιερώση εις τους
   θεούς, οι οποίοι προστατεύουν την αγοράν. Όστις δε αποδειχθή ότι
   πωλεί κανέν τοιούτον, εκτός της στερήσεως του κιβδήλου, όσας δραχμάς
   ζητήση διά το πωλούμενον, τόσας φοράς ας ξυλισθή με την μάστιγα από
   τον κήρυκα εις την αγοράν, αφού αυτός διαλαλήση διά ποίον λόγον
   πρόκειται να ξυλισθή. Δι' όλας δε τας κιβδηλοποιήσεις και τας
   κακουργίας των πωλητών ας λάβουν πληροφορίας από τους ειδικούς και οι
   αγορανόμοι και οι νομοφύλακες και ας γράψουν εις μίαν στήλην τι
   πρέπει να κάμη ο πωλητής και τι όχι και ας τα τοποθετήσουν εμπρός από
   το αγορανομείον, διά να χρησιμεύσουν ως νόμοι σαφείς διά την κίνησιν
   της αγοράς.

   Όσον δε διά τους αστυνόμους ωμιλήσαμεν αρκετά εις τα προηγούμενα, εάν
   όμως φανή καμμία πρόσθετος ανάγκη, ας την ανακοινώσουν εις τους
   νομοφύλακας και αφού γράψουν ό,τι νομισθή ελλιπές, ας τοποθετήσουν
   επάνω εις μίαν στήλην εντός της αστυνομίας και τα πρώτα και τα
   δεύτερα θεσπίσματα αυτής της αρχής.

   Αμέσως δε κατόπιν από τας κιβδηλοποιήσεις έρχεται το επάγγελμα της
   καπηλείας. Αφού δε γενικώς δώσωμεν περί αυτών συμβουλήν και λόγον,
   κατόπιν θα θέσωμεν τον νόμον. Δηλαδή όλη η καπηλεία εδημιουργήθη εις
   τας πόλεις όχι προς βλάβην, όταν είναι σύμφωνος με την φύσιν, αλλά
   όλως το αντίθετον. Διότι βεβαίως πώς δεν είναι ευεργετικός πας όστις
   οποιανδήποτε περιουσίαν η οποία είναι ασύμμετρος και ανώμαλος την
   κάμνει ομαλήν και συμμετρικήν; Αυτό πρέπει να δεχθώμεν ότι κάμνει και
   η δύναμις του νομίσματος, και ο έμπορος πρέπει να φρονούμεν ότι δι'
   αυτό προωρίσθη και ο μισθωτός και ο ξενοδόχος και ότι όλοι αυτοί, οι
   οποίοι είναι άλλοι κοσμιώτεροι και άλλοι κάπως απειρόκαλοι, αυτόν τον
   προορισμόν έχουν βεβαίως, να προμηθεύουν ευκολίας εις όλους διά τας
   ανάγκας των και εξομάλυνσιν των περιουσιών. Τότε λοιπόν ποία είναι η
   αιτία διά να θεωρούνται αυτά τα επαγγέλματα όχι καλά και τι συνέτεινε
   εις το να δυσφημισθούν, ας το εξετάσωμεν, ώστε, και αν όχι εις το
   σύνολόν του, τουλάχιστον εις μερικά του μέρη να ημπορέσωμεν να το
   θεραπεύσωμεν με τον νόμον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Αυτό το ζήτημα δεν φαίνεται μικρόν ούτε έχει ανάγκην ολίγης
   ικανότητος. Αλλά πώς εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Φίλε Κλεινία, πολύ μικρά τάξις ανθρώπων και εκ φύσεως ολίγη και με
   τελείαν ανατροφήν μορφωμένη, όταν έλθη εις την ανάγκην και επιθυμίαν
   κανενός πράγματος, έχει την ικανότητα να συγκρατήται εις το ορθόν
   μέτρον, και όταν της δοθή ευκαιρία να λάβη πολλά χρήματα, είναι
   νηφάλιος και προτιμά από το πολύ το μέτριον. Τα πλήθη όμως των
   ανθρώπων όλως αντιθέτως διάκεινται από αυτούς, δηλαδή και αι ανάγκαι
   των είναι υπέρμετροι και, ενώ επιτρέπεται να κερδίσουν τα μέτρια,
   προτιμούν να κερδίσουν απλήστως. Διά τούτο λοιπόν όλαι αι τάξεις αι
   ασχολούμεναι εις την καπηλείαν και το εμπόριον και τα ξενοδοχικά είδη
   εσυκοφαντήθησαν και περιέπεσαν εις εξευτελιστικούς ονειδισμούς.
   Διότι, εάν κανείς (πράγμα το οποίον δεν εύχομαι να γίνη ποτέ ούτε
   ημπορεί να γίνη) υποχρεώση — αυτό είναι κωμικόν βεβαίως να το ειπή
   κανείς, αλλ' όμως θα το ειπούμεν — να γίνουν ξενοδόχοι οι καλλίτεροι
   άνδρες εις όλα τα μέρη δι' ολίγον καιρόν, ή να γίνουν κάπηλοι, ή να
   κάμουν κανέν παρόμοιον επάγγελμα, ή γυναίκες από καμμίαν ανάγκην της
   ειμαρμένης να λάβουν μέρος εις αυτάς τας βιωτικάς ασχολίας, τότε ήτο
   δυνατόν να εννοήσωμεν πόσον είναι αγαπητόν και προσφιλές έκαστον από
   αυτά και πόσον, εάν εγίνετο με λογικήν και με τρόπον αδιάφθορον, θα
   εξετιμώντο όλα αυτά τα επαγγέλματα με γόητρον μητρός και τροφού. Τόρα
   όμως, αφού έκαστος χάριν καπηλείας ιδρύει εις έρημα μέρη οικοδομάς
   και όπου υπάρχουν μακρινοί δρόμοι προς όλας τας διευθύνσεις, και
   υποδέχεται μέσα εις αναπαυτικά καταλύματα ταξιδιώτας ευρισκομένους
   εις στενοχωρίαν ή ωθουμένους από την αγρίαν βίαν των κακοκαιριών,
   παρέχων καλοκαιρινήν ανάπαυσιν ή εις τους καύσωνας αναψυχήν, κατόπιν
   όμως δεν προσφέρει εις αυτούς φιλοξενίας ως προς φίλους συμφώνως με
   την υποδοχήν, αλλά ωσάν εχθρούς αιχμαλώτους υποχειρίους τους
   ελευθερώνει απέναντι μιαρωτάτων και αδίκων και ακαθάρτων λύτρων, όλα
   αυτά και τα παρόμοια αισχρά πραξικοπήματα εναντίον όλων αυτών
   συνετέλεσαν να συκοφαντηθή η βοήθεια η παρεχομένη εις τους
   ευρισκομένους εις απορίαν. Δι' όλα αυτά λοιπόν πρέπει να εύρη
   φάρμακον ο νομοθέτης.

   Και βεβαίως είναι ορθόν και παλαιόν το ρητόν ότι είναι δύσκολον να
   πολεμή κανείς προς δύο πράγματα και μάλιστα αντίθετα, καθώς συμβαίνει
   εις τας ασθενείας και εις άλλας πολλάς περιπτώσεις. Ωρισμένως δε και
   τόρα η εναντίον αυτών μάχη είναι εναντίον δύο, δηλαδή της πτωχείας
   και του πλούτου, εκ των οποίων αυτός μεν διέφθειρε την ψυχήν των
   ανθρώπων με την τρυφηλότητα, εκείνη δε με τα βάσανα παρωθεί αυτήν εις
   την αναίδειαν. Λοιπόν ποία θεραπεία ημπορεί να ευρεθή διά την
   ασθένειαν αυτήν εις μίαν νοήμονα πόλιν; Πρώτον μεν να υπάρχη όσον το
   δυνατόν περιωρισμένον το γένος των καπήλων. Έπειτα να ανατίθεται εις
   ανθρώπους, οι οποίοι εάν διαφθαρούν, δεν θα προκύψη μεγάλη καταστροφή
   εις την πόλιν. Τρίτον δε πρέπει οι ίδιοι οι μετέχοντες των
   επαγγελμάτων αυτών να εύρουν τρόπον να μη μεταδίδωνται ευκόλως τα ήθη
   της αναιδείας και της δουλοπρεπούς ψυχής.

   Κατόπιν λοιπόν από αυτό το προοίμιον ας ορισθή με το καλό ο εξής
   νόμος. Από τους Μάγνητας, τους οποίους ο ευνοϊκός θεός τους
   συνοικίζει και πάλιν, όσοι είναι γεωμόροι ανήκοντες εις τας πέντε
   χιλιάδας σαράντα κατοικίας, ας μη γίνη κανείς κάπηλος ούτε εκουσίως
   ούτε ακουσίως, ούτε έμπορος ούτε να αναλάβη καμμίαν υπηρεσίαν εις
   ιδιώτας μη ίσους με αυτόν, εκτός του πατρός του και της μητρός του
   και των άλλων ανιόντων συγγενών και όλων των γεροντοτέρων του όσοι
   είναι ελεύθεροι ελευθέρως.

   Το δε ελευθερόφρον και το δουλοπρεπές με ακρίβειαν μεν δεν είναι
   εύκολον να το ορίσωμεν διά νόμου, ας κρίνεται όμως από τους
   θεωρηθέντας ως αρίστους εις την αγάπην του πρώτου και αποστροφήν του
   δευτέρου. Οποιοσδήποτε δε λάβη μέρος εις την καπηλείαν με
   οποιονδήποτε τέχνασμα, ας τον καταγγέλλη ως καταισχύνοντα το γένος
   του ο βουλόμενος προς τους θεωρουμένους ως πρώτους, εάν δε κριθή ότι
   καταρρυπαίνει με ανάξιον επάγγελμα την πατρικήν του οικίαν, ας
   υποβληθή εις τα δεσμά έν έτος, διά να απομακρυνθή από αυτό, και αν το
   επαναλάβη πάλιν, τότε ας δεθή δύο έτη, και εις πάσαν ενοχοποίησίν του
   ας εξακολουθή να διπλασιάζη τον προηγούμενον χρόνον της ποινής.

   Δεύτερος όμως νόμος ας ορισθή ο εξής. Πρέπει να είναι μέτοικος ή
   ξένος όστις πρόκειται να γίνη κάπηλος. Τρίτος δε, ότι, διά να είναι
   όσον το δυνατόν καλός ή όσον το δυνατόν ολιγώτερον κακός ο τοιούτος
   συγκάτοικος της πόλεώς μας, πρέπει οι νομοφύλακες να είναι φύλακες
   όχι μόνον εκείνων, τους οποίους είναι εύκολον να προφυλάξουν διά να
   μη γίνουν παράνομοι και κακοί, δηλαδή όσοι είναι εκ φύσεως και εξ
   ανατροφής καλοί, αλλά τους αντιθέτους και τους επαγγελλομένους
   επαγγέλματα, τα οποία έχουν ροπήν κάπως ισχυράν διά να τους
   παρακινούν να γίνουν κακοί, πρέπει να προφυλάττουν περισσότερον. Αφού
   λοιπόν η καπηλεία είναι πολυειδής και περιλαμβάνει πολλά παρόμοια
   επαγγέλματα, δι' όσα κριθούν από αυτά ως απαραίτητα να μείνουν εις
   την πόλιν, πρέπει να συνεδριάσουν πάλιν οι νομοφύλακες μετά των
   πραγματογνωμόνων εις έκαστον είδος καπηλείας, καθώς διετάξαμεν
   προηγουμένως ως προς την κιβδηλοποιίαν, η οποία είναι συγγενές έργον
   με αυτήν, και αφού συνεδριάσουν να συσκεφθούν ποίον κέρδος είναι
   ορθόν να δίδη εις τον κάπηλον η αγορά και η κατανάλωσις, αφού δε
   καταγράψουν να θεσπίσουν την ορισθείσαν αγοράν και κατανάλωσιν και να
   φυλάττουν την καταγραφήν και οι αγορανόμοι και οι αστυνόμοι και οι
   αγρονόμοι. Και τότε πλέον η καπηλεία σχεδόν θα ωφελή όλους, πολύ δε
   ολίγον θα ημπορή να βλάπτη τους χρησιμοποιούντας αυτήν εντός των
   πόλεων.

   Όσα κανείς ομολογεί ότι τα εσυμφώνησε, αλλά δεν τα εκτελεί συμφώνως
   με την συμφωνίαν, να υπάρχουν δίκαι περί μη εκτελέσεως της συμφωνίας
   εις τα φυλετικά δικαστήρια, εάν εις την διαιτησίαν ή εμπρός εις τους
   γείτονας δεν ημπορούν προηγουμένως να συμβιβασθούν δι' όλα, εκτός
   μόνον δι' όσα εμποδίζουν οι νόμοι ή κανέν ψήφισμα, ή όσα κανείς
   συμφωνήση εκβιασθείς από καμμίαν άδικον υποχώρησιν.

   Είναι δε η τάξις των τεχνιτών ιερά υπό την προστασίαν του Ηφαίστου
   και της Αθηνάς, οι οποίοι επροίκισαν την ζωήν μας με διαφόρους
   τέχνας, επίσης δε του Άρεως και της Αθηνάς, οι οποίοι επενόησαν άλλας
   αμυντικάς τέχνας διά να σώζουν τα έργα των τεχνιτών. Δικαίως δε και
   η τάξις αυτών προστατεύεται από αυτούς τους θεούς. Αυτοί λοιπόν όλοι
   διαρκώς προστατεύουν την χώραν και τον δήμον, οι μεν πρώτοι ως
   κυρίαρχοι των πολεμικών αγώνων, οι δε δεύτεροι αποτελειώνοντες την
   κατασκευήν των εμμίσθων οργάνων και των έργων. Αυτοί λοιπόν ως προς
   αυτά δεν πρέπει να ψεύδωνται, σεβόμενοι τους θεούς τους προγόνους
   αυτών. Εάν λοιπόν τόρα κανείς από τους τεχνίτας δεν τελειώση εις τον
   συμφωνημένον χρόνον έν έργον από κακίαν, χωρίς να σεβασθή διόλου τον
   βιοδότην θεόν, και φρονών ότι ως ιδικός του ο θεός θα τον συγχωρήση,
   μη έχων διανοητικήν όρασιν, αυτός πρώτον μεν θα υποστή τιμωρίαν χάριν
   του θεού, εκτός δε τούτου, δι' αυτόν ας υπάρχη ο εξής νόμος. Ας
   πληρώση το αντίτιμον του έργου, διά το οποίον ηπάτησε τον
   παραγγελιοδότην του, και πάλιν εξ αρχής ας το εκτελέση δωρεάν εις τον
   συμφωνημένον χρόνον.

   Και εις τον αναλαμβάνοντα μίαν εργασίαν ο παρών νόμος συμβουλεύει τα
   ίδια, τα οποία συνεβούλευσε και εις τον πωλητήν, δηλαδή να μη
   προσπαθή να ζητήση μεγαλίτερον αντίτιμον, αλλά όσον το δυνατόν μόνον
   την αξίαν του πράγματος, Το ίδιον λοιπόν και διά τον αναλαμβάνοντα
   μίαν εργασίαν.

   Διότι ο τεχνίτης βεβαίως γνωρίζει την αξίαν. Εις τας πόλεις λοιπόν
   των ελευθέρων δεν πρέπει με την τέχνην του, η οποία είναι καθάρειον
   και ανόθευτον πράγμα εκ φύσεως, να προσπαθή ο ίδιος τεχνίτης να
   εξαπατήση με τεχνάσματα τους ιδιώτας, αλλά να υπάρχη εκδίκησις δι'
   αυτά εις τον αδικούμενον απέναντι του αδικούντος.

   Εάν δε πάλιν κανείς παρήγγειλε έν έργον εις τεχνίτην και δεν πληρώνη
   το αντιμίσθιόν του ακριβώς όπως έγινε η νόμιμος συμφωνία, και ασεβή
   προς τον Δία τον πολιούχον και Αθηνάν, οι οποίοι προστατεύουν την
   πολιτείαν και από μανίαν δι' ολίγον κέρδος καταλύει μεγάλας
   επικοινωνίας, ας υπάρχη ο νόμος βοηθός μαζί με τους θεούς εις την
   αλληλεγγύην της πόλεως.

   Δηλαδή όστις έλαβε πρώτος το έργον από τον τεχνίτην και δεν πληρώνη
   το αντιμίσθιόν του εις την συμφωνηθείσαν προθεσμίαν, ας πληρώση το
   διπλάσιον.

   Εάν δε διαρρεύση ολόκληρον έτος, ενώ όλα τα άλλα οφειλόμενα χρήματα
   δεν φέρουν κανένα τόκον, αυτός ας πληρώση δι' εκάστην δραχμήν κατά
   μήνα ένα οβολόν, αι δε δίκαι αυτών να γίνωνται εις τα φυλετικά
   δικαστήρια.

   Είναι δε δίκαιον και περί της διασώσεως των πολεμικών τεχνιτών,
   δηλαδή των στρατηγών και όσοι είναι τεχνίται εις τοιαύτα πράγματα, να
   ειπούμεν εν παρέργω ότι γενικώς τους ενθυμήθημεν μαζί με τους
   τεχνίτας, διότι και αυτοί είναι τεχνίται καθώς εκείνοι. Λοιπόν, εάν
   και από αυτούς κανείς αναλάβη είτε εκουσίως είτε κατά διαταγήν έν
   δημόσιον έργον και το εκτελέση καλώς, ο δε δήμος αποδώση τας τιμάς
   δικαίως, αι οποίαι είναι ως μισθοί διά τους πολεμικούς άνδρας, τότε ο
   νόμος δεν θα παύση ποτέ να εγκωμιάζη αυτόν (τον δήμον). Εάν όμως
   αποκτήση κανέν καλόν έργον εκ των πολεμικών χωρίς να αποδώση τας
   τιμάς, ο νόμος θα τον κατακρίνη. Λοιπόν ας υπάρχη αυτός ο νόμος εις
   ημάς ανάμικτος με έπαινον, και συμβουλευτικός, όχι όμως υποχρεωτικός
   διά το πλήθος των πολιτών, να τιμά κατά δεύτερον λόγον τους αγαθούς
   άνδρας, όσοι είναι σωτήρες όλης της πόλεως είτε με την ανδρείαν των
   είτε με πολεμικάς εφευρέσεις. Διότι βεβαίως κατά πρώτον λόγον το
   μεγαλίτερον βραβείον πρέπει να δοθή εις εκείνους, οι οποίοι θα
   ημπορέσουν να εκτιμήσουν εξόχως τους γραπτούς νόμους των αγαθών
   νομοθετών.

   Και λοιπόν τα μεγαλίτερα συμβόλαια όσα συνομολογούν μεταξύ των οι
   άνθρωποι, εκτός βεβαίως των ορφανικών και των επιτροπικών περί
   επιμελείας των ορφανών, σχεδόν ωρίσθησαν από ημάς. Τόρα λοιπόν,
   κατόπιν από εκείνα που είπαμεν, είναι ανάγκη να ορίσωμεν οπωσδήποτε
   αυτά. Αφορμή δε δι' όλα αυτά είναι αι επιθυμίαι των μελλοθανάτων να
   κάμουν διαθήκην και αι περιπέτειαι εκείνων, οι οποίοι δεν άφησαν
   απολύτως καμμίαν διαθήκην. Ανέφερα δε την λέξιν ανάγκη, φίλε Κλεινία,
   διότι έλαβα υπ' όψιν την δυστροπίαν και την δυσκολίαν αυτών. Διότι
   βεβαίως δεν είναι δυνατόν και να αφήσωμεν αυτό το ζήτημα
   ατακτοποίητον. Δηλαδή έκαστος πολλά θα εθέσπιζε και όλοι διαφορετικά
   μεταξύ των και αντιθέτως και με τους νόμους και με τα ήθη των ζώντων
   και με τα ιδικά των προηγούμενα, πριν να φθάσουν εις την στιγμήν της
   διαθήκης, εάν κανείς τους έδιδε το δικαίωμα να είναι απολύτως έγκυρος
   η διαθήκη, την οποίαν θα εκτελέση κανείς με οποιανδήποτε ψυχικήν
   κατάστασιν εις το τέλος της ζωής του. Διότι κάπως είμεθα ανόητοι και
   χαϊδευμένοι οι περισσότεροι, όταν πλέον νομίζωμεν ότι πρόκειται να
   αποθάνωμεν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς το εννοείς αυτό, καλέ Ξένε;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Είναι δύσκολον πράγμα, φίλε Κλεινία, ο άνθρωπος που
   πρόκειται να αποθάνη, και επιφορτίζει εις τους νομοθέτας λόγον πάρα
   πολύ φοβερόν και δύσκολον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Επειδή θέλει εις όλα αυτός να έχη κύρος, συνηθίζει να ομιλή με οργήν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Τι δηλαδή;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Είναι φρίκη, θεέ μου, φωνάζει αυτός, εάν τα ιδικά μου πράγματα δεν
   έχω δικαίωμα να τα δώσω εις όποιον θέλω ή όχι, και εις άλλον
   περισσότερα και άλλον ολιγώτερα εξ όλων όσοι εδείχθησαν εις εμέ κακοί
   και όσοι αγαθοί, βασανισθέντες αρκετά εις τας ασθενείας μου, άλλοι δε
   εις τα γηρατειά μου και εις άλλας διαφόρους περιπετείας μου.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Λοιπόν δεν σου φαίνονται, καλέ Ξένε, ότι έχουν δίκαιον;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Μου φαίνεται, φίλε Κλεινία, ότι οι παλαιοί νομοθέται ήσαν μαλθακοί
   και ότι ενομοθέτησαν βλέποντες και σκεπτόμενοι εις μικράν έκτασιν των
   ανθρωπίνων πραγμάτων.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Επειδή εφοβούντο αυτόν τον λόγον, αγαπητέ μου, έθεσαν τον εξής νόμον,
   να έχη δικαίωμα έκαστος να διαθέση τα πράγματά του απολύτως όπως
   θέλει, εγώ όμως και συ θα απαντήσωμεν αρμονικότερα εις τους
   μελλοθανάτους πολίτας μας.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   θα ειπούμεν: Καλοί μας φίλοι και κυριολεκτικώς εφήμεροι, εις αυτήν
   την στιγμήν σας είναι δύσκολον να γνωρίζετε τα ιδικά σας πράγματα και
   προ πάντων να γνωρίζετε τον εαυτόν σας, καθώς λέγει και το επίγραμμα
   των Δελφών (γνώθι σαυτόν). Εγώ λοιπόν που είμαι νομοθέτης ούτε εσάς
   σας θεωρώ ότι ανήκετε εις τον εαυτόν σας ούτε αυτήν την περιουσίαν,
   αλλά εις ολόκληρον την γενεάν σας και την προγενεστέραν και την
   μεταγενεστέραν, και πολύ περισσότερον εις την πόλιν ανήκει και το
   γένος σας και η περιουσία σας. Και αφού αυτά είναι ούτω πως δεν θα
   συγκατατεθώ μαζί σας εκουσίως, εάν κανείς με τας θωπείας μέσα εις την
   τρικυμίαν της ασθενείας σας και εκ του γήρατός σας σάς καταπείση να
   διαθέσετε τα υπάρχοντά σας έξω από το δίκαιον, αλλ' ό,τι είναι και
   δι' όλην την πόλιν το καλλίτερον και διά το γένος σας, αυτό έχων υπ'
   όψει μου θα νομοθετήσω, θέτων το συμφέρον εκάστου ατόμου εις
   κατωτέραν θέσιν. Σεις δε με ευσπλαγχνίαν και ευμένειαν προς ημάς είθε
   να απέλθετε όπου τόρα απέρχεσθε συμφώνως με την ανθρωπίνην φύσιν.
   Ημείς δε θα φροντίσωμεν ως κηδεμόνες δι' όλους τους ιδικούς σας και
   όχι μόνον διά μερικούς. Αυτά λοιπόν ας είναι ως συμβουλαί και ως
   πρόλογος και των ζώντων και των μελλοθανάτων, φίλε Κλεινία, νόμος δε
   ας είναι ο εξής. Όστις γράφει διαθήκην διαθέτων τα πράγματά του και
   είναι πατήρ τέκνων, πρώτον μεν όποιον από τους υιούς κρίνει άξιον να
   γίνη κληρονόμος του ας το γράψη. Από δε τα άλλα του τέκνα, εάν μεν
   παρέχει κανέν εις άλλον προς υιοθεσίαν και εκείνος το δέχεται, ας
   γράψη και αυτό. Εάν, δε περισσεύη κανείς από τους υιούς του, ο οποίος
   δεν υιοθετήθη διά κανένα κλήρον, και ο οποίος υπάρχει ελπίς να σταλή
   κατά τον νόμον εις καμμίαν αποικίαν, εις αυτόν ας έχη το δικαίωμα ο
   πατήρ να δώση από τα άλλα χρήματά του όσα θέλει, έξω από τον πατρικόν
   κλήρον και από όλας τας πέριξ αυτού εγκαταστάσεις, και αν είναι υιοί
   περισσότεροι, ας μοιράση ο πατήρ εις έκαστον όπως θέλει τα
   περισσεύματα έξω από τον κλήρον.

   Όποιος δε από τους υιούς έχει ήδη αποκατασταθή εις κατοικίαν, εις
   αυτόν να μη δίδη μέρος από τα χρήματα. Ομοίως δε και εις την θυγατέρα
   του, εις την οποίαν υπεσχέθη τις ότι θα γίνη σύζυγός της, να μη δώση
   τίποτε ο πατήρ, εις την μη έχουσαν δε υπόσχεσιν γάμου, να δώση. Εάν
   δε εις κανένα από τους υιούς ή τας θυγατέρας παρουσιασθή κανείς
   κλήρος παραχωρηθείς κατόπιν της διαθήκης εκείνης, ας τον αφήση αυτός
   εις τον κληρονόμον του διαθέτου της διαθήκης. Εάν δε δεν αφήση άρρενα
   τέκνα αλλά θήλεα ο διαθέτης, ας ορίση ως άνδρα δι' οποιανδήποτε
   θυγατέρα του οποιονδήποτε θέλει και ως υιόν του ας του αφήση γραπτώς
   την κληρονομίαν. Εάν δε ο υιός κανενός αποθάνη εις παιδικήν ηλικίαν,
   πριν να γίνη ενήλιξ, είτε γνήσιος είναι είτε υιοθετημένος, ας γράψη
   και δι' αυτήν την περίπτωσιν ο διαθέτης ποίος πρέπει να γίνη υιός του
   υπό καλλιτέρους οιωνούς. Εάν δε κανείς, είναι εντελώς άτεκνος και
   γράφη διαθήκην, ας αφαιρέση από τα ιδικά του μέρη το δεκατημόριον και
   ας το δωρήση εις όποιον θέλει. Όλα δε τα άλλα ας τα παραδώση εις τον
   υιοθετημένον και ας κάμη αυτόν αμέμπτως ευγνώμονα υιόν συμφώνως με
   τον νόμον.

   Όταν δε κανενός οι παίδες έχουν ανάγκην επιτρόπων, εάν μεν αποθάνη
   αφήσας διαθήκην και ορίσας επιτρόπους διά τους παίδας ανθρώπους οι
   οποίοι θέλουν και ομολογούν ότι θα επιτροπεύσουν οποιουσδήποτε και
   οσουσδήποτε θέλει συμφώνως με αυτό το άρθρον της διαθήκης, ας είναι
   έγκυρος η εκλογή των επιτρόπων. Εάν όμως ή απολύτως δεν γράψη
   διαθήκην, όταν αποθάνη, ή είναι ελλιπής εις την εκλογήν των
   επιτρόπων, τότε να είναι έγκυροι επίτροποι οι πλησιέστεροι συγγενείς
   του πατρός και της μητρός και είς από τους φίλους του αποθανόντος,
   αυτούς δε ας τους ορίσουν οι νομοφύλακες εις τους έχοντας έλλειψιν
   ορφανούς. Και επί όλης της επιτροπής και των ορφανών ας επιστατούν οι
   δεκαπέντε γεροντότεροι εκ των νομοφυλάκων, και διαιρεθέντες ανά τρεις
   ας επιστατούν ανά έν έτος και πάλιν άλλοι τρεις το άλλο έτος έως ότου
   να συμπληρωθούν αι πέντε περίοδοι. Αυτή δε η διάταξις ας μη λείψη
   ποτέ όσον είναι δυνατόν. Εάν δε κανείς αποθάνη χωρίς να αφήση
   απολύτως καμμίαν διαθήκην, αφήση όμως τέκνα έχοντα ανάγκην
   κηδεμονίας, ας εφαρμοσθούν αυτοί εδώ οι νόμοι εις την ανάγκην αυτών
   των τέκνων.

   Όταν κανείς καταλείπη θήλεα τέκνα αιφνηδίως αποθνήσκων, ας συγχωρήση
   τον νομοθέτην, εάν εκ των τριών όρων μόνον τους δύο λαμβάνη υπ' όψιν
   διά την αποκατάστασιν των θυγατέρων του, δηλαδή την πλησιεστέραν
   συγγένειαν και την διάσωσιν του κλήρου, τον τρίτον όμως όρον, τον
   οποίον ημπορούσε ο ίδιος ο πατήρ να τον σκεφθή, δηλαδή από όλους τους
   πολίτας να κρίνη από τα ήθη και τους τρόπους τον κατάλληλον διά να
   γίνη εις αυτόν μεν υιός, εις δε την θυγατέρα του γαμβρός, αυτόν τον
   παραλείπη, διότι είναι αδύνατος η εξέτασις αυτού. Λοιπόν περί αυτών
   ας υπάρχη ο εξής νόμος. Εάν όστις δεν έκαμε διαθήκην αφήση θυγατέρας,
   ο ομοπάτριος αδελφός του αποθανόντος ή ο άκληρος ομομήτριος ας λάβη
   την θυγατέρα και τον κλήρον του αποθανόντος. Εάν δε δεν υπάρχη
   αδελφός, αλλά υιός του αδελφού, ας κάμη το ίδιον, εάν συμβιβάζωνται
   αι ηλικίαι των δύο. Εάν δε δεν υπάρχη κανείς από αυτούς, υπάρχη όμως
   υιός της αδελφής του, ας κάμη το ίδιον. Τέταρτος δε έρχεται ο αδελφός
   του πατρός, πέμπτος ο υιός αυτού, έκτος ο υιός της αδελφής του
   πατρός, και κατά τον ίδιον τρόπον ας εξακολουθή ο πλησιέστερος
   συγγενής από τους αδελφούς εις τους υιούς, κατά πρώτον μεν εις τα
   άρρενα, έπειτα δε εις τα θήλεα, εάν αποθάνη κανείς και αφήση θήλεα
   τέκνα. Την δε συμμετρίαν και ασυμμετρίαν της ηλικίας των διά τον
   γάμον ας την κρίνη ο δικαστής παρατηρών γυμνά τα άρρενα, και μέχρι
   ομφαλού γυμνά τα θήλεα.

   Εάν δε υπάρχη έλλειψις συγγενών μέχρι των εγγόνων του αδελφού και των
   παίδων του πάππου, τότε από όλους τους άλλους πολίτας οποιονδήποτε
   εκλέξη η κόρη μαζί με τους επιτρόπους εκούσιον εκουσία, αυτός ας γίνη
   κληρονόμος του αποθανόντος και γαμβρός της θυγατρός του. Αλλά είναι
   δυνατόν και εντός της πόλεως να υπάρχη μεγάλη έλλειψις πολλών
   τοιούτων ζητουμένων γαμβρών. Αν λοιπόν καμμία στενοχωρημένη βλέπη ότι
   κάποιος εντόπιος εστάλη εις αποικίαν και έχη εις τον νουν της εκείνος
   να γίνη κληρονόμος του πατρός της, αυτός, εάν μεν είναι συγγενής, ας
   σπεύση προς τον κλήρον συμφώνως με την διάταξιν του νόμου, εάν δε
   είναι έξω από την γενεάν, και είναι από τους εκτός της συγγενείας
   πολίτας, ας είναι έγκυρος συμφώνως με την εκλογήν των επιτρόπων και
   της κόρης του αποθανόντος να την νυμφευθή και επιστρέφων εις την
   πατρίδα του να λάβη τον κλήρον του αδιαθέτου.

   Όστις δε αποθάνη χωρίς διαθήκην άτεκνος όλως από άρρενα και θήλεα
   τέκνα, τα μεν άλλα ως προς αυτόν ας γίνουν συμφώνως με τον
   προηγούμενον νόμον, το θήλυ δε και το άρρεν ως ίσοι δικαιούχοι ας
   σπεύσουν εις τον κλήρον από την ιδίαν γενεάν εις τον ερημωθέντα
   οίκον, και εις αυτούς ας κατακυρωθή ο κλήρος. Και πρώτον μεν ας
   σπεύση η αδελφή, του, δεύτερον η θυγάτηρ του αδελφού του, τρίτον η
   κόρη της αδελφής, τέταρτον η αδελφή του πατρός του, πέμπτον η κόρη
   του αδελφού του πατρός του, έκτον η κόρη της αδελφής του πατρός.
   Αύται δε να κάμουν συνοικέσιον με εκείνους συμφώνως με την συγγένειαν
   και τον νόμον, καθώς ενομοθετήσαμεν προηγουμένως.

   Ας μη μας διαφύγη δε η σκληρότης των τοιούτων νόμων, ότι δηλαδή
   κάποτε επιβάλλει ακάμπτως εις τον εκάστοτε πλησιέστερον συγγενή του
   αποθανόντος να νυμφευθή την συγγενή του, και ότι δεν φαίνεται να
   λαμβάνη υπ' όψιν του ότι άπειρα εμπόδια συμβαίνουν, διά να μη θέλη να
   πεισθή κανείς εις τας τοιαύτας διαταγάς και να προτιμήση να πάθη
   οτιδήποτε, όταν υπάρχουν ασθένειαι και βλάβαι του σώματος ή της
   διανοίας εις κανένα από τους διατασσομένους να νυμφευθούν ή να
   υπανδρευθούν. Και ίσως δι' αυτά νομισθή ο νομοθέτης ότι δεν εφρόντισε
   διόλου, το οποίον δεν είναι ορθόν. Λοιπόν ας ειπούμεν και υπέρ του
   νομοθέτου και υπέρ του δεχομένου τον νόμον κάπως ως κοινόν προοίμιον
   να δώσουν συγγνώμην εις τον νομοθέτην οι διατασσόμενοι, διότι, επειδή
   φροντίζει διά τα κοινά, δεν είναι δυνατόν συγχρόνως να εξοικονομή και
   τας ατομικάς συμφοράς εκάστου, αλλά συγχρόνως να συγχωρήσουν και τους
   υφισταμένους τον νόμον, διότι ευλόγως κάποτε δεν ημπορούν να
   εκτελέσουν τας διαταγάς του νομοθέτου, όσας ούτος επιβάλλει, διότι
   δεν τους γνωρίζει.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Λοιπόν, καλέ Ξένε, τι πρέπει να κάμη εις τοιαύτας περιστάσεις, διά να
   είναι εντός του ορθού;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Είναι ανάγκη, φίλε Κλεινία, να εκλέξη διαιτητάς διά τους τοιούτους
   νόμους και διά τους υφισταμένους τους νόμους.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πώς εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Κάποτε ο από πλούσιον πατέρα ανεψιός δεν θέλει να λάβη εκουσίως
   γυναίκα την θυγατέρα του θείου του, κομπάζων και έχων τον νουν εις
   μεγαλίτερον γάμον. Κάποτε δε είναι δυνατόν, εάν ο νομοθέτης του
   επιβάλη την μεγαλιτέραν συμφοράν, να αναγκασθή να απειθήση εις τον
   νόμον, αφού τον αναγκάζει να λάβη σύζυγον μανιακήν, ή με άλλας
   φοβεράς του σώματος ή της ψυχής συμφοράς, τας οποίας όταν έχη πλησίον
   του, είναι ανυπόφορος η ζωή δι' αυτόν. Λοιπόν η συμβουλή μας δι' αυτά
   ας γίνη νόμος ως εξής. Εάν προκειμένου περί διαθήκης καταγγέλλη
   κανείς τους κειμένους νόμους και δι' άλλα οποιαδήποτε ζητήματα και
   μάλιστα και διά τον γάμον, ότι ασφαλώς, αν ήτο παρών και έζη ο ίδιος
   ο νομοθέτης, ποτέ δεν θα τους ηνάγκαζε να κάμουν ούτω πως και να
   νυμφευθούν ούτε να υπανδρευθούν αυτοί που αναγκάζονται τόρα να κάμουν
   το καθέν από αυτά τα δύο, κάποιος δε από τους οικιακούς ή κανείς
   επίτροπος το ειπή ότι ο νομοθέτης άφησε ως διαιτητάς και πατέρας διά
   τους ορφανούς και τας ορφανάς του δεκαπέντε εκ των νομοφυλάκων, τότε
   ας παρουσιασθούν εμπρός εις αυτούς και ας δικασθούν όσοι
   διαφιλονικούν κανέν παρόμοιον ζήτημα, και ας εκτελέσουν τας αποφάσεις
   των ως εγκύρους. Εάν δε κανείς νομίζη ότι ανετέθη μεγαλιτέρα του
   πρέποντος δύναμις εις τους νομοφύλακας, ας τους εγκαλέση εις το
   δικαστήριον των εγκρίτων δικαστών και ας δικασθή διά τα
   φιλονικούμενα· όστις δε χάση την δίκην ας λάβη από τον νομοθέτην
   κατάκρισιν και όνειδος, τα οποία δι' εκείνον που έχει νουν είναι
   πρόστιμον ανώτερον από πολλά χρήματα.

   Αλλά τόρα τα μικρά ορφανά είναι ως να γεννώνται κάπως δευτέραν φοράν.
   Και βεβαίως μετά την πρώτην των γέννησιν ανεφέραμεν ποία θα είναι η
   ανατροφή και η εκπαίδευσίς των. Αλλά κατά την δευτέραν αυτήν
   περίοδον, η οποία είναι στερημένη πατρός, πρέπει να εύρωμεν τρόπον,
   ώστε η τύχη της ορφανίας να προξενήση όσον το δυνατόν ολιγώτερον
   οίκτον διά την συμφοράν της. Πρώτον λοιπόν διά νομοθεσίας ορίζομεν
   δι' αυτούς ως πατέρας αντί των γονέων των όχι χειροτέρους τους
   νομοφύλακας, και μάλιστα διατάσσομεν έκαστον έτος να φροντίζουν ως
   διά συγγενείς των, αφού προλογίσωμεν τα αρμόδια δι' αυτούς και διά
   τους επιτρόπους ως προς την ανατροφήν των ορφανών.

   Νομίζω ότι εις κάποιαν προηγουμένην ευκαιρίαν ανεπτύξαμεν το ζήτημα,
   ότι αι ψυχαί των αποθανόντων έχουν κάποιαν δύναμιν μετά θάνατον, με
   την οποίαν φροντίζουν διά τας υποθέσεις των ανθρώπων. Δι' αυτά δε
   υπάρχουν αληθείς λόγοι, αλλά είναι εκτενείς. Είναι δε ανάγκη δι' αυτά
   να πιστεύη κανείς τας άλλας παραδόσεις, αι οποίαι είναι τόσον πολλαί
   και τόσον παλαιαί, εξ άλλου δε να πιστεύη και εις τους νομοθέτας ότι
   είναι αληθινά αυτά, εάν βέβαια οι νομοθέται δεν είναι εντελώς
   ανόητοι. Αφού λοιπόν αυτά συμβαίνουν ούτω πως κατά φύσιν, πρώτον μεν
   ας φοβούνται τους επουρανίους θεούς, οι οποίοι έχουν είδησιν διά την
   εγκατάλειψιν των ορφανών και ως προς αυτά τα πράγματα ακούουν με
   οξείαν ακοήν και βλέπουν με οξύ βλέμμα, και προς τους δικαίους εις
   αυτά φαίνονται ευμενείς, μισούν δε πάλιν πολύ τους υβρίζοντας τα
   ορφανά και τα έρημα, διότι νομίζουν ότι αυτά είναι μεγίστη και
   ιερωτάτη παρακαταθήκη. Έπειτα πρέπει να φοβούνται τας ψυχάς των
   μεταστάντων, αι οποίαι εκ φύσεως έχουν την δύναμιν να φροντίζουν
   υπερβολικά διά τα τέκνα των, και αι οποίαι εις τους τιμώντας αυτά
   είναι ευμενείς, εις δε τους υβρίζοντας αυτά εχθρικαί, έπειτα δε και
   τας ψυχάς εκείνων, οι οποίοι ζουν ακόμη, αλλά ευρίσκονται εις το
   γήρας και εις τας μεγαλιτέρας τιμάς. Διότι εις μίαν και ευνομουμένην
   και ευτυχή πόλιν τα τέκνα των τέκνων είναι με ευχαρίστησιν
   φιλόστοργα. Αυτούς λοιπόν πρέπει να λάβη υπ' όψιν του ο επίτροπος και
   ο άρχων, αν έχη έστω και ολίγον νουν, και να προσέχη και να
   προφυλάσσεται ως προς την ανατροφήν και την εκπαίδευσιν των ορφανών,
   και όσον του είναι δυνατόν να τα ευεργετή με όλας του τας δυνάμεις ως
   να συνεισφέρη έρανον διά τον εαυτόν του και τους ιδικούς του.

   Λοιπόν όστις πείθεται εις τον προτασσόμενον του νόμου λόγον και δεν
   κάμνει καμμίαν ύβριν εις ορφανόν δεν θα γνωρίζη ζωηρώς την οργήν του
   νομοθέτου δι' αυτά, όστις όμως απειθεί και αδικεί κανένα έρημον από
   πατέρα και μητέρα, ας πληρώνη διπλήν την βλάβην παρά όσον εάν εγίνετο
   κακός εις ένα αμφιθαλή παίδα. Όσον δε διά την άλλην νομοθεσίαν διά
   τους επιτρόπους ως προς τους ορφανούς, και διά τους άρχοντας ως προς
   την επιμέλειαν των επιτρόπων, εάν μεν δεν είχον παραδείγματα
   ανατροφής παίδων ελευθέρων με το να ανατρέφουν τους ιδικούς των και
   να φροντίζουν διά τα ιδικά των πράγματα, ακόμη δε εάν δεν είχον
   νόμους περί αυτών των ιδίων ζητημάτων πολύ ορθά εξηγημένους, τότε θα
   υπήρχε λόγος να νομοθετήσωμεν κάπως νόμους περί επιτροπείας
   διαφορετικούς καθό ειδικούς, ποικίλλοντας με ιδιαιτέρας ασχολίας τον
   βίον των ορφανών και των μη ορφανών. Αλλά τόρα ως προς αυτά δεν έχει
   σπουδαίαν διαφοράν εις ημάς η κηδεμονία ορφανών από την πατρονομικήν,
   συγχρόνως δε δεν είναι διόλου ίση ως προς τας τιμάς και τας ατιμώσεις
   και τας επιμελείας. Και δι' αυτό ακριβώς ο υπάρχων πρόλογος εις την
   νομοθεσίαν των ορφανών απειλεί σοβαρώς.

   Ακόμη δε είναι πολύ επίκαιρος και η εξής απειλή: όστις επιτροπεύει
   θήλυ ή άρρεν και όστις διωρίσθη φύλαξ των επιτροπικών νόμων και
   φροντίζει δι' αυτά, ας μη αγαπά ολιγώτερον από τα ιδικά του τέκνα
   εκείνον τον οποίον κατέλαβεν η τύχη της ορφανίας ούτε να φροντίζη διά
   τα χρήματα του τροφίμου του χειρότερον από τα ιδικά του, αλλά ως προς
   την προθυμίαν καλλίτερον ακόμη και από τα ιδικά του. Αυτόν δε και
   μόνον τον νόμον ας φυλάττη έκαστος διά τα ορφανά και ας επιτροπεύη.

   Εάν δε κανείς εκτελή τα τοιαύτα αλλέως παρά τον νόμον τούτον, ο μεν
   άρχων ας τιμωρήση τον επίτροπον, ο δε επίτροπος ας καταγγείλη τον
   άρχοντα εις το δικαστήριον των εκλεκτών και ας του επιβάλη διπλάσιον
   πρόστιμον από ό,τι θα αποφασίση το δικαστήριον. Εάν δε ο επίτροπος
   φανή εις τους συγγενείς ή εις κανένα άλλον πολίτην ότι αμελεί ή
   κακουργεί, ας τον καταγγείλη αυτός εις το ίδιον δικαστήριον. Εις ό,τι
   δε καταδικασθή, ας πληρώση το τετραπλάσιον και ας αποδοθή το μεν
   ήμισυ εις τον παίδα, το άλλο ήμισυ εις τον ενάγοντα. Μόλις δε
   ηλικιωθή κανείς από τους ορφανούς, εάν νομίζη ότι εκηδεμονεύθη κακώς,
   ας επιτρέπεται έως πέντε έτη μετά το τέλος της κηδεμονίας να τον
   καταγγείλη διά την κηδεμονίαν. Εάν δε καταδικασθή κανείς από τους
   επιτρόπους, να ορίση το δικαστήριον τι πρέπει να πάθη ή να πληρώση.
   Εάν δε καταδικασθή κανείς από τους άρχοντας ότι εξ αμελείας
   εκακοποίησε τον ορφανόν, ας ορίση μεν το δικαστήριον τι πρέπει να
   πληρώση εις το παιδίον, εάν δε το έπραξε από αδικίαν, εκτός του
   προστίμου ας απομακρυνθή από το αξίωμα των νομοφυλάκων, το δε κοινόν
   της πόλεως ας εκλέξη άλλον νομοφύλακα εις την θέσιν αυτού διά την
   χώραν και την πόλιν.

   Συμβαίνουν διαφοραί των πατέρων προς τα τέκνα των και των τέκνων προς
   τους γονείς μεγαλίτεραι από το πρέπον, μέσα εις τας οποίας και οι
   πατέρες θα ενόμιζαν ότι πρέπει να νομοθετήση ο νομοθέτης να
   επιτρέπεται εις αυτούς εάν θέλουν να αποκηρύξουν τον υιόν των ενώπιον
   όλων διά του κήρυκος ότι δεν είναι ιδικός των πλέον, και πάλιν οι
   υιοί τους πατέρας των, οι οποίοι από ασθενείας ή από το γήρας
   κατήντησαν ανυπόφοροι, να επιτρέπεται να τους καταγγέλλουν ως
   απομωρανθέντας. Αυτά δε πραγματικώς συμβαίνουν εις ανθρώπους με
   κάκιστα ήθη· άλλως, αν είναι οι μισοί κακοί, λόγου χάριν όχι ο πατήρ
   κακός, αλλά ο υιός, ή το αντίθετον, δεν συμβαίνουν συμφοραί, αι
   οποίαι είναι γεννήματα τόσον μεγάλης έχθρας. Και λοιπόν εις άλλην
   πολιτείαν ο αποκηρυχθείς υιός δεν θα εγίνετο υποχρεωτικώς άπατρις,
   εις αυτήν όμως την πολιτείαν, εις την οποίαν θα εφαρμοσθούν οι
   παρόντες νόμοι, είναι ανάγκη να εκπατρισθή εις άλλην χώραν ο
   αποκηρυχθείς. Διότι έξω από τους πέντε χιλιάδας σαράντα οίκους δεν
   είναι δυνατόν να προστεθή άλλος. Διά τούτο πρέπει, όστις πρόκειται να
   πάθη τούτο δικαίως, να μη αποκηρυχθή μόνον από τον πατέρα, αλλά από
   ολόκληρον το συγγενολόγι. Πρέπει δε ως προς αυτά να ακολουθούν κάπως
   τον εξής νόμον. Όποιον κυριεύση έξαψις εντελώς παράφορος είτε δικαίως
   είτε όχι, ώστε να επιθυμήση να απομακρύνη από το συγγενολόγι του
   εκείνον που εγέννησε και ανέθρεψε, ας μη επιτρέπεται τόσον ασημάντως
   ούτε τόσον γρήγορα να εκτελή αυτό, αλλά πρώτον ας συγκεντρώση όλους
   τους συγγενείς του μέχρι των εξαδέλφων, επίσης δε και τους συγγενείς
   του υιού του εκ μέρους της μητρός, και εμπρός εις αυτούς ας ομιλήση
   εναντίον του διαφωτίζων αυτούς ότι είναι άξιον χάριν όλων να
   αποκηρυχθή από το συγγενολόγι. Ας επιτρέψη δε και εις τον υιόν του να
   ομιλήση εξ ίσου ότι δεν είναι άξιος να πάθη τίποτε από αυτά. Και αν
   μεν πείθη τους παρόντας ο πατήρ και έχη μαζί του την πλειονοψηφίαν
   της συγγενείας, χωρίς να ληφθή υπ' όψιν η ψήφος του πατρός και της
   μητρός και του κατηγορουμένου παρά μόνον των άλλων όσοι είναι
   ενήλικες είτε γυναίκες είτε άνδρες, ούτω πως και συμφώνως με αυτά ας
   επιτρέπεται εις τον πατέρα να αποκηρύξη τον υιόν, αλλέως όμως ποτέ.
   Τον δε αποκηρυχθέντα, εάν μεν κανείς από τους πολίτας θέλη να τον
   υιοθετήση, ας μην τον εμποδίζη κανείς νόμος. Διότι τα ήθη των νέων
   επλάσθησαν να επιδέχωνται πολλάς μεταβολάς εις την ζωήν. Μετά δε την
   αποκήρυξίν του, εάν εντός δέκα ετών δεν θελήση κανείς να τον
   υιοθετήση, τότε οι επιμεληταί της αποικίας των επιγόνων ας φροντίσουν
   και δι' αυτούς, διά να λάβη μέρος κανονικώς εις την ιδίαν αποικίαν.

   Εάν δε καμμία ασθένεια ή γήρας ή σκληρότης χαρακτήρος ή και όλα αυτά
   μαζί κάμνουν κανένα εξωφρενικόν πολύ διαφορετικά από τους
   περισσοτέρους, και αυτός φθείρη την οικίαν ως κυρίαρχος των ιδικών
   του πραγμάτων, χωρίς να αντιλαμβάνωνται τούτο οι άλλοι πλην των
   συγκατοικούντων, ο δε υιός του απορή και διστάζη να τον καταγγείλη ως
   απομωρανθέντα, ας υπάρχη δι' αυτόν ο νόμος πρώτον μεν να έλθη εις
   τους γεροντοτέρους εκ των νομοφυλάκων και να διηγηθή την συμφοράν του
   πατρός του, εκείνοι δε εννοήσαντες τελείως να τον συμβουλεύσουν αν
   είναι ανάγκη, να κάμη την καταγγελίαν ή όχι. Εάν δε τον συμβουλεύσουν
   να καταγγείλη, αυτοί ας γίνουν συγχρόνως και μάρτυρες του καταδότου
   και σύνδικοι, ο δε καταδικασθείς ας κηρυχθή εις το εξής έκπτωτος από
   τα ιδικά του και ανίκανος να διαθέση και το μικρότερον πράγμα, και ας
   κατοική εις το εξής εις τον οίκον ωσάν παιδίον.

   Εάν ο ανήρ με την γυναίκα του δεν συμβιβάζωνται με κανένα τρόπον κατά
   κακήν των μοίραν μεταξύ των, είναι ανάγκη δέκα άνδρες από τους
   νομοφύλακας οι μεσαίας ηλικίας να φροντίζουν διά τοιαύτα ζητήματα,
   δέκα δε επίσης από τους άρχοντας τους επιμελουμένους τους γάμους των
   γυναικών. Και εάν μεν βεβαίως κατορθώσουν να τους συμβιβάσουν, ας έχη
   κύρος η πράξις των, εάν δε αι ψυχαί των εξερεθίζωνται περισσότερον,
   ας ζητήσουν όσον είναι δυνατόν τι σύζυγος θα είναι κατάλληλος, δι'
   έκαστον από τους δύο. Είναι δε πιθανόν οι τοιούτοι να μη έχουν ήμερα
   ήθη. Και λοιπόν πρέπει να προσπαθήσουν οι άρχοντες να τους συνενώσουν
   με ηρεμώτερα και ηπιώτερα ήθη, ώστε να είναι συμβιβαστοί. Και όσοι
   μεν από τους ασυμβιβάστους είναι άτεκνοι ή έχουν ολίγα τέκνα, αυτοί
   ας αποβλέπουν εις το νέον συνοικέσιον και προς απόκτησιν τέκνων. Όσοι
   όμως έχουν αρκετά τέκνα, αυτοί ας κάμουν το διαζύγιον και το νέον
   συνοικέσιον χάριν της συντροφιάς εις το γήρας και της αμοιβαίας
   περιποιήσεως.

   Εάν δε αποθάνη η γυνή και αφήση τέκνα θήλεα και άρρενα, τότε ο νόμος
   συμβουλεύει τον άνδρα χωρίς να τον υποχρεώνη να αναθρέψη τα τέκνα
   χωρίς να φέρη εις την οικίαν μητρυιάν. Εάν όμως δεν υπάρχουν τέκνα,
   να νυμφευθή υποχρεωτικώς, έως ότου να γεννήση αρκετά τέκνα και διά
   την οικογένειάν του και διά την πόλιν. Εάν δε αποθάνη ο ανήρ και
   αφήση αρκετά τέκνα, ας μείνη εκεί η μήτηρ των τέκνων και ας τα
   ανατρέφη. Εάν δε φαίνεται κάπως νεωτέρα και δεν δύναται να ζήση υγιώς
   χωρίς άνδρα, οι συγγενείς ας το ανακοινώσουν εις τας περί γάμου
   αρμοδίας γυναίκας και ας κάμουν ό,τι εγκριθή μεταξύ των ιδίων και
   εκείνων. Εάν όμως είναι στερημένοι τέκνων, τότε και χάριν
   τεκνοποιήσεως. Ας είναι δε αρκετός αριθμός των τέκνων έν άρρεν και έν
   θήλυ συμφώνως με τον νόμον.

   Όταν δε αναγνωρίζεται μεν ότι το γεννηθέν είναι τέκνον των
   παραδεχομένων αυτό, χρειάζεται όμως να κριθή ποιον πρέπει να
   ακολουθήση το γεννηθέν, τότε, εάν μεν μία δούλη το γεννήση με δούλον
   ή ελεύθερον ή απελεύθερον, ωρισμένως ας ανήκη εις τον κύριον της
   δούλης το γεννηθέν.

   Εάν δε καμμία ελευθέρα γεννήση τέκνον με δούλον, το γεννηθέν ας ανήκη
   εις τον κύριον του δούλου. Εάν δε από τον ίδιον εγέννησε η δούλη του,
   ή η ιδία κυρία εγέννησε από τον δούλον της και τούτο αποδειχθή
   τελείως, το μεν τέκνον της γυναικός ας το στείλουν αι γυναίκες εις
   άλλην χώραν μαζί με τον πατέρα του, το δε τέκνον του ανδρός ας το
   στείλουν οι νομοφύλακες μαζί με την μητέρα του.

   Αμέλειαν δε προς τους γονείς ούτε θεός ούτε άνθρωπος νοήμων ημπορεί
   ποτε να συμβουλεύση κανένα. Πρέπει δε να εννοήση έκαστος ότι το εξής
   προοίμιον, το οποίον θα ήρμοζε και διά τους θεούς, είναι ορθόν να
   θεσπισθή διά τας τιμάς και τας ατιμώσεις των γονέων. Νόμοι διά τους
   θεούς υπάρχουν αρχαίοι εις όλους δύο ειδών. Δηλαδή άλλους μεν από
   τους θεούς τους βλέπομεν καθαρά και τους τιμώμεν, δι' άλλους δε
   υψώνομεν αγάλματα, τα οποία σεβόμενοι, αν και είναι άψυχα, νομίζομεν
   ότι πολλήν ευχαρίστησιν προξενούμεν εις τους εμψύχους θεούς εξ αιτίας
   αυτών. Λοιπόν όστις έχει εις την οικίαν του πατέρα ή μητέρα ή τους
   πατέρας και τας μητέρας αυτών ως κειμήλια απηυδημένους από το γήρας,
   ας μη σκεφθή ποτε ότι, αν έχη τοιούτον άγαλμα υψούμενον ως εικόνισμα
   μέσα εις την οικίαν του, θα έχη περισσότερον κύρος, αρκεί να λατρεύη
   ορθώς αυτό όστις το έχει.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Ποίαν ορθότητα εννοείς λοιπόν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Εγώ θα σου ειπώ. Διότι βεβαίως είναι καλόν να ακούετε τα τοιαύτα,
   καλοί μου φίλοι.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Λέγε και μη σε μέλει.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Ο Οιδίπους, λέγουν, περιφρονηθείς ηυχήθη εις τα τέκνα του, όσα και
   έκαστος διαδίδει ότι εξετελέσθησαν και εισηκούσθησαν από τους θεούς.
   Και ο Αμύντωρ ότι εκαταράσθη τον υιόν, του Φοίνικα οργισθείς, και τον
   Ιππόλυτον ο Θησεύς, και άλλοι άλλους απείρους, από τους οποίους έγινε
   σαφές ότι εισακούουν οι θεοί τους γονείς εναντίον των τέκνων. Διότι
   έχει δύναμιν η κατάρα των γονέων εναντίον των τέκνων όσον ουδεμία
   άλλη εναντίον άλλου, και πολύ δικαίως. Λοιπόν ας μη νομίση κανείς
   ότι, μόνον όταν περιφρονήται ο πατήρ από τα τέκνα, και η μήτηρ, ο
   θεός εισακούει τας ευχάς των κατά φύσιν, όταν όμως τιμάται και
   ευχαριστήται υπερβολικά και δι' αυτά παρακαλή ολοψύχως τους θεούς διά
   τα αγαθά των τέκνων του, τάχα τότε δεν πρέπει να πιστεύη ότι και αυτά
   εξ ίσου τα εισακούουν και τα εκτελούν Αλλά τότε δεν θα ήσαν δίκαιοι
   χορηγοί των αγαθών, πράγμα το οποίον ελάχιστα, νομίζω, αρμόζει εις
   τους θεούς.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν ας φρονούμεν εκείνο που είπαμεν ολίγον προηγουμένως, ότι προς
   ευχαρίστησιν των θεών δεν είναι δυνατόν να αποκτήσωμεν άλλο
   σεβαστότερον άγαλμα από τον πατέρα και τον προπάτορα, αν αμελήσωμεν
   αυτούς εις το γήρας, και τας μητέρας, αι οποίαι έχουν την ιδίαν
   χάριν, ενώ, όταν κανείς τους γεραίρη με τιμάς, ο θεός ευχαριστείται.
   Διότι άλλως δεν θα εισήκουε αυτούς. Και βεβαίως είναι θαυμάσιον το
   έμψυχον εικόνισμα των προγόνων μας μέσα εις την οικίαν μας
   περισσότερον από τα άψυχα αγάλματα. Διότι όσα είνε έμψυχα, όταν τα
   περιποιούμεθα, ενώνουν μαζί μας τας ευχάς των, όταν δε τα
   περιφρονούμεν, κάμνουν το αντίθετον, ενώ τα άψυχα δεν κάμνουν ούτε το
   έν ούτε το άλλο. Ώστε, εάν κανείς μεταχειρίζεται ορθώς τον πατέρα του
   και τον προπάτορά του και όλους αυτούς, θα έχη πλησίον του τα
   σπουδαιότερα πράγματα, διά να αποκτήση την εύνοιαν των θεών.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Πολύ λαμπρά το είπες.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Λοιπόν πας όστις έχει νουν φοβείται και τιμά τας ευχάς των γονέων
   του, διότι γνωρίζει ότι εις πολλούς πολλάκις έφεραν αποτέλεσμα. Αφού
   λοιπόν αυτά εδόθησαν εκ φύσεως ούτω πως, διά μεν τους αγαθούς είναι
   εύρημα οι γηραιοί πρόγονοι, εάν ζήσουν μέχρι των εσχάτων ημερών της
   ζωής των, και, εάν αποθάνουν νέοι, είναι υπερβολικά ποθητοί, διά δε
   τους κακούς είναι όσον χρειάζεται φοβεροί. Έκαστος λοιπόν ας τιμά με
   όλας τας νομίμους τιμάς τους γονείς του πειθόμενος εις τους παρόντας
   λόγους.

   Αλλ' αν τυχόν κανείς είναι κυριευμένος από παράδοσιν κωφήν εις
   τοιαύτα προοίμια, ο εξής νόμος είναι ορθόν να υπάρχη δι' αυτούς. Εάν
   κανείς εντός αυτής της πόλεως είναι αμελής προς τους γονείς του
   περισσότερον του δέοντος και δεν υποχωρή και εκτελή όλα τα θελήματά
   των περισσότερον από τους υιούς του και από όλους τους απογόνους του
   και από τον εαυτόν του, ας το κάμη γνωστόν όστις υποφέρει κανέν
   τοιούτον, είτε μόνος του είτε στέλλων άλλον, εις τους τρεις
   γεροντοτέρους νομοφύλακας και εις τρεις από τους επιστατούντας εις
   τους γάμους των γυναικών. Αυτοί δε ας φροντίσουν τιμωρούντες τους
   αδικούντας, εάν μεν είναι ακόμη νέοι, με ξυλοκόπημα και με δεσμά
   μέχρι της ηλικίας των τριάντα ετών, αν είναι άνδρες, αι δε γυναίκες,
   και δέκα έτη αν είναι γεροντότεραι, ας τιμωρούνται με τας ιδίας
   τιμωρίας. Εάν όμως προχωρήσουν πέραν αυτής της ηλικίας και δεν παύουν
   να έχουν την ιδίαν αδιαφορίαν προς τους γονείς των, αλλά τους
   κακοποιούν, ας τους εγκαλούν εις δικαστήριον εξ εκατόν και ενός
   πολιτών, οι οποίοι να είναι οι γεροντότεροι από όλους.

   Αν δε καταδικασθή κανείς, ας ορίση το δικαστήριον τι πρέπει να πάθη ή
   να πληρώση, χωρίς να αποφύγουν τίποτε από όσα είναι δυνατόν να πάθη ή
   να πληρώση άνθρωπος. Εάν όμως κανείς κακοποιούμενος δεν ημπορή να το
   δηλώση, όστις πληροφορηθή από τους ελευθέρους ας το αναγγείλη εις
   τους άρχοντας, άλλως ας θεωρήται κακός και ας είναι υπόδικος βλάβης,
   εις τον θέλοντα. Εάν δε καταγγείλη το πράγμα δούλος, ας ελευθερωθή,
   και, εάν μεν είναι δούλος των κακοποιούντων ή των κακοποιουμένων, ας
   ελευθερωθή από την εξουσίαν, εάν δε κανενός άλλου πολίτου, ας
   καταβάλη εις την θέσιν του το αντίτιμον το δημόσιον, οι δε άρχοντες
   ας φροντίσουν να μην αδικήση κανείς τον τοιούτον, εκδικούμενος αυτόν
   διά την καταγγελίαν.

   Δι' όσας βλάβας προξενεί ο είς εις τον άλλον με φάρμακα, τα μεν
   θανάσιμα από αυτά εξετάσθησαν λεπτομερώς, διά δε τας άλλας βλάβας,
   δηλαδή είτε βλάπτει κανείς με ποτά ή με φαγητά ή με αλοιφάς εκουσίως
   και εκ προμελέτης, από αυτά ακόμη τίποτε δεν ελέχθη. Δηλαδή δύο ειδών
   φαρμακώματα υπάρχουν εις το ανθρώπινον γένος, των οποίων είναι
   δύσκολος η διασάφησις. Διότι αυτό, το οποίον είπαμεν τόρα σαφώς,
   είναι φυσική βλάβη του σώματος με άλλο σώμα. Υπάρχει όμως και έν
   άλλο, το οποίον καταπείθει με μαγείας και διαβάσματα και με κάποια
   γοητεύματα, καθώς λέγονται, άλλους μεν ότι οι τολμώντες να τους
   βλάψουν έχουν αυτήν την δύναμιν, άλλους δε ότι περισσότερον από κάθε
   άλλον βλάπτονται από αυτούς, διότι έχουν την δύναμιν να τους
   μαγεύουν. Αυτά λοιπόν και όλα τα παρόμοια ούτε εύκολον είναι να
   γνωρίζη κανείς πως εδόθησαν εκ φύσεως, ούτε εάν το γνωρίση, είναι
   εύκολον να καταπείση άλλους. Ούτε είναι πρέπον να προσπαθήση κανείς
   να μεταπείση τας ψυχάς των ανθρώπων, οι οποίοι είναι προκατειλημμένοι
   μεταξύ των δι' αυτά, αν τύχη να ιδούν κηρίνας απομιμήσεις είτε εις
   τας θύρας είτε εις το σταυροδρόμι είτε εις τα μνήματα των γονέων των,
   και να τους παρακινήση να περιφρονούν όλα αυτά χωρίς να έχουν σαφή
   ιδέαν δι' αυτά.

Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν
ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν
συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη
(Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε
δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου,
στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο.
Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο
Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο
Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα,
στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη,
Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη,
Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου,
Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου
τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην
Ελλάδα.

Νόμοι και Επινομίς Το πιο ώριμο από τα έργα του Πλάτωνος, σε δώδεκα
βιβλία. Ο διάλογος, στον οποίο δεν παρουσιάζεται πια, διδάσκοντας ή
ελέγχοντας, ο Σωκράτης, μα κάποιος ανώνυμος Αθηναίος, δηλαδή ο
Πλάτων, διεξάγεται κατά το διάστημα μιας πορείας από την Κνωσσό ως το
άντρο του Διός: μιας ημέρας. Στον διάλογο παίρνουνε μέρος ο
Λακεδαιμόνιος Μέγιλος, και ο Κρητικός Κλεινίας, που εκπροσωπούν τα
δύο περιφημότερα αρχαία πολιτεύματα, το μινωικό και το σπαρτιατικό.
Εδώ δε θα συναντήσουμε περιγραφές χαρακτήρων και επεισόδια, κάθε
συζητητής παρουσιάζεται απλά σαν εκπρόσωπος μιας ωρισμένης θεωρίας,
για να διατυπωθή τελικά η ώριμη φιλοσοφική αντίληψη του Πλάτωνος σε
πολιτικό σύστημα, επιδεχτικό εφαρμογής. Η «Επινομίς», αποτελώντας
συνέχεια των «Νόμων» είναι ταυτόχρονα και μια επεξήγησή τους συχνά.
Μεταφραστής ο Κ. Ζάμπας. Τόμοι τέσσερις.



ΤΙΜΗ ΤΟΜΟΥ ΔΡΑΧΜΕΣ 10



1) Το θέμα τούτο συζητείται ευρύτατα εις τον «Πολιτικόν».

2) Τοιαύτη περίπου και η νεωτέρα θεωρία του Λαπλάς περί σχηματισμού
των ουρανίων σωμάτων.

3) Ησίοδος Έργ. 300 — 304.

4) Οδυσσείας τ 43.

5) Ιδέ «Επινομίδα».

6) Τους τοιούτους ανθρώπους χαρακτηρίζει συνήθως η υγεία της
καρδίας και σωματική ευρωστία.

7) Νόμος του Σόλωνος· ιδέ και σελ. 60.





*** End of this LibraryBlog Digital Book "Νόμοι και Επινομίς, Τόμος Δ" ***

Copyright 2023 LibraryBlog. All rights reserved.



Home