Home
  By Author [ A  B  C  D  E  F  G  H  I  J  K  L  M  N  O  P  Q  R  S  T  U  V  W  X  Y  Z |  Other Symbols ]
  By Title [ A  B  C  D  E  F  G  H  I  J  K  L  M  N  O  P  Q  R  S  T  U  V  W  X  Y  Z |  Other Symbols ]
  By Language
all Classics books content using ISYS

Download this book: [ ASCII | HTML | PDF ]

Look for this book on Amazon


We have new books nearly every day.
If you would like a news letter once a week or once a month
fill out this form and we will give you a summary of the books for that week or month by email.

Title: Πολιτεία, Τόμος 1
Author: Plato, 427? BC-347? BC
Language: Greek
As this book started as an ASCII text book there are no pictures available.


*** Start of this LibraryBlog Digital Book "Πολιτεία, Τόμος 1" ***


Konstantinides.



Note: The tonic system has been changed from polytonic to
monotonic, otherwise the spelling of the book has not been
changed. Bold words have been included in &.  Footnotes have
been converted to endnotes.

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε
μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του
βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. Οι
υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του
βιβλίου.



ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ



ΠΛΑΤΩΝΟΣ
ΠΟΛΙΤΕΙΑ



ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
Ι. Ν. ΓΡΥΠΑΡΗ

ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ



ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ

1911



ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

ΠΛΑΤΩΝΟΣ

ΠΟΛΙΤΕΙΑ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
I. Ν. ΓΡΥΠΑΡΗ

ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΕΗ
1911



ΠΡΟΛΟΓΟΣ



Η θεμελιώδης βάσις της Πολιτείας του Πλάτωνος είναι η τελεία
συνταύτισις της ευτυχίας και της δικαιοσύνης· το περιεχόμενον
δηλαδή του πολυθρυλήτου αυτού έργου είναι καθαρώς ηθικόν, και
μολαταύτα εκ των δύο τίτλων, που μας διέσωσεν η αρχαιοτάτη
παράδοσις: Πολιτεία ή περί δικαίου, επεκράτησεν ο πρώτος, δια
του οποίου εξαίρεται αποκλειστικώτερον το πολιτικόν και
κοινωνικόν περιεχόμενον του διαλόγου.

Ο Πλάτων λοιπόν αναλαμβάνει κυρίως την έρευναν περί της φύσεως
του δικαίου και του αδίκου, δια να καταδείξη συγχρόνως την
ηθικήν ανάγκην τόσον του κράτους όσον και του ατόμου να
κανονίζουν πάσαν αυτών την διαγωγήν επί της δικαιοσύνης, η
οποία κατά τον τελευταίον αυτής λόγον είναι αυτή η Ιδέα του
αγαθού, η πηγή της τελείας ευδαιμονίας διά τα άτομα και τας
κοινωνίας, ο θεός τον Πλάτωνος. Και αντιστρόφως όμως, επειδή η
δικαιοσύνη εμφανίζεται κυρίως εις τας κοινωνικάς και πολιτικάς
σχέσεις του ανθρώπου, πάσα αναζήτησις του αρίστου πολιτικού
οργανισμού οδηγεί κατ' ανάγκην εις την ανάλυσιν αυτής της
εννοίας της δικαιοσύνης, και επί τη βάσει αυτής εις τον
καθορισμόν των πρακτικών εφαρμογών της. Η δικαιοσύνη είναι
αρετή εφικτή εις τον άνθρωπον μόνον δι' ενός γενικού συστήματος
εκπαιδεύσεως, του οποίου ο Πλάτων χαράσσει το σχέδιον εν τη
Πολιτεία, συγχρόνως όμως η αληθής πολιτεία, το τέλειον κράτος,
δεν είναι άλλο παρά η εφαρμογή και κατά συνέπειαν η μετά λόγου
και επιστήμης γνώσις της δικαιοσύνης.

Η απόδειξις της Πλατωνικής θέσεως ακολουθεί σχέδιον καθ' αυτό
απλούστατον και αυστηρότατα διαγεγραμμένον, μολονότι η
οικονομία αυτού φαίνεται πολλάκις διασπωμένη υπό της ελευθερίας
του διαλόγου.

Εις το πρώτον βιβλίον, το οποίον αποτελεί την εισαγωγήν εις το
όλον έργον, ο Σωκράτης συζητεί διαφόρους ορισμούς της
δικαιοσύνης μετά του Πολεμάρχου και του σοφιστού Θρασυμάχου,
τους οποίους αναιρεί με ύφος ειρωνικόν μάλλον και με
επιχειρήματα όχι σπανίως σοφιστικά· μόλις δε περί το τέλος του
βιβλίου δίδει σοβαρωτέραν τροπήν εις τον λόγον, δια να δείξη
ότι η προηγηθείσα συζήτησις ήτο εν μέρει ελαφρά και εν μέρει
σοβαρά εισαγωγή εις την έρευναν περί της φύσεως του δικαίου.

Οι αδελφοί του Πλάτωνος, Γλαύκων και Αδείμαντος, θέτουν
ακολούθως επιστημονικώτατα το ζήτημα και προδιαγράφουν την
αληθή μέθοδον της ερεύνης, ήτις συνίσταται εις το να απαλλαγή η
έννοια της δικαιοσύνης παντός επουσιώδους στοιχείου αυτής (της
καλής ή κακής υπολήψεως των ανθρώπων, αμοιβών, ποινών κτλ.) και
να αντιπαραβληθή ο τελείως δίκαιος άνθρωπος προς τον τελείως
άδικον· δεν πρόκειται δηλαδή κατ' αρχάς να εξετασθή ο ορισμός
της δικαιοσύνης, αλλ' η ικανότης την οποίαν έχει απολύτως και
καθ' εαυτήν να καθιστά τον άνθρωπον ευτυχή· αναλαμβάνοντες δε
αυτοί την υποστήριξιν της υλιστικής θεωρίας του απολύτου
εγωισμού, αφήνουν εις τον Σωκράτην ν' αποδείξη την εναντίαν
θέσιν: Εάν πράγματι ο δίκαιος, μακράν του να καρπούται κανέν
πλεονέκτημα εκ του εναρέτου αυτού βίου, παραγνωρίζεται καθ'
όλην του την ζωήν, καταδιώκεται, προπηλακίζεται, βασανίζεται,
και μολαταύτα είναι ευτυχέστερος του αδίκου, τότε η θέσις του
Σωκράτους δύναται να θεωρηθή αποδεδειγμένη.

Το από τούδε ο λόγος μένει μέχρι τέλους εις τον Σωκράτην ευθύς
εξ αρχής δίδει ούτος την τροπήν εκείνην εις τον διάλογον, ήτις
οδηγεί από του ατόμου εις την κοινωνίαν και όπου διατυπούται
κατά πρώτην φοράν η αλήθεια, θεωρουμένη κοινός τύπος πλέον
σήμερον, ότι το κράτος είναι οργανισμός. Ο Σωκράτης διακηρύττει
ότι είναι ανίκανος να λύση το πρόβλημα, όπως ετέθη υπό του
Αδειμάντου· εκείνο, το οποίον αποτελεί εν τη ατομική ψυχή την
ουσίαν της δικαιοσύνης, θα καταστή εναργέστερον, εάν εν πρώτοις
το μελετήσωμεν εκεί όπου φανερούται εν ηυξημένη αναλογία, εν τη
πολιτεία δηλαδή· και τοιουτοτρόπως θα γνωρίσωμεν και την
γένεσιν της δικαιοσύνης εν τη γενέσει της κοινωνίας.

Ανάγκαι αποκλειστικώς οικονομικαί ωδήγησαν, κατά τον Πλάτωνα,
τους ανθρώπους εις την σύμπηξιν της πρωτογενούς κοινωνίας,
δικαίως δε θα ηδύνατο, μέχρι του σημείου τούτου, η
πραγματιστική ιστορική σχολή να αντιποιηθή ως αρχηγόν αυτής τον
μέγαν ιδεολόγον· αλλ' ούτος, αφού εκθέση τας μεταβολάς, τας
οποίας ευθύς εξ αρχής επέφεραν εις την πρώτην &υγιά& κοινωνίαν
η τρυφή και η αύξησις του πληθυσμού, αίτινες πάλιν αφ' ετέρου
εξηγούν την αναπόφευκτον ανάγκην του πολέμου και την σύστασιν
ιδίας τάξεως των πολεμιστών ή φυλάκων, αναλαμβάνει να διαγράψη
την εκπαίδευσιν αυτών εις τρόπον ώστε, όπως οι αγαθοί κύνες, να
είναι επίφοβοι διά τους ξένους, πραότατοι διά τους οικείους και
εν γένει της πόλεως σωτήρες, και ούτω αποτελεσθή το πρότυπον
ιδανικής πολιτείας· από της πραγματικότητος δηλαδή και του
ιστορικού των γεγονότων μεταπηδά εις μίαν τελείως ιδανικήν
κατασκευήν και αντί της φυσικής ούτως ειπείν ιστορίας την
οποίαν ανέλαβε να μας δώση της κοινωνίας και του κράτους, διά
να καταδείξη την εν αυτοίς γένεσιν και φύσιν της δικαιοσύνης,
έρχεται να διδάξη οποία τις ώφειλε να είναι κατ' αυτόν η
πολιτεία.

Η κατά Πλάτωνα εκπαίδευσις της προνομιούχου των φυλάκων τάξεως,
ήτις μόνη παρ' αυτώ λογίζεται και εξ ης θα ληφθώσι μίαν ημέραν
οι ανώτατοι άρχοντες δεν θα μας απασχολήση εν τη συντόμω ταύτη
αναλύσει περισσότερον. Η μυθολογία και η θεολογία, η γυμναστική
και η μουσική λαμβάνουν παρά τω Πλάτωνι τον ιδανικόν αυτών
παιδαγωγικόν τύπον, διά να καταστήσουν τελείους εκείνους,
οίτινες διά της φυσικής ήδη προδιαθέσεως του πνεύματος και του
χαρακτήρος είναι προωρισμένοι να αποτελέσουν την διοικούσαν
τάξιν. Όσον αφορά τας άλλας διατάξεις, τας αποβλεπούσας τον
βίον των πολεμιστών (ιδιοκτησίαν, γάμον, τεκνοποιίαν κτλ.), τον
τρόπον της εκλογής των αρχόντων και άλλα συναφή ζητήματα,
πάντων τούτων ακροθιγώς μόνον άπτεται ενταύθα. Περί δε της
ανωτέρας διανοητικής και φιλοσοφικής μορφώσεως ούτε λόγον
ποιείται ακόμη, πράγμα το οποίον ιδιαιτέρως θα μας εξένιζεν, αν
δεν μας άφηνε να διίδωμεν επαρκώς ότι, επιφυλασσόμενος να
επανέλθη επί τούτων λεπτομερέστερον, σπεύδει ήδη προς τον
άμεσον αυτού σκοπόν· επρόκειτο να αναζητήση την δικαιοσύνην εν
τη πραγματική πολιτεία: ήδη πρόκειται να την ανεύρη εν τη
ιδανική αυτού, και δι' αυστηροτάτης λογικής μεθόδου,
υποχρεούται να την ταυτίση με την αρχήν της «κατανομής της
εργασίας ή της ειδικεύσεως των ικανοτήτων». Όταν έκαστος κατέχη
ό,τι του ανήκει και αποδίδη τας συμφώνους προς την ειδικότητα
αυτού υπηρεσίας, η ιδέα της δικαιοσύνης έχει πραγματοποιηθή·
αύτη λοιπόν εκδηλούται εν τω κράτει διά της ακριβείας των
αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ πάντων των πολιτών και διά της ειδικής
ενεργητικότητος εκάστης των τάξεων, των δημιουργών, των
επικούρων και φυλάκων. Ο προσωρινός αυτός καθορισμός της
δικαιοσύνης εν τη πολιτεία θα λάβη πάγιον κύρος, εάν ευρεθή
επαληθεύων και επί του ατόμου, επί της ατομικής ψυχής.

Και αύτη αποτελείται εκ τριών μερών, του επιθυμητικού, του
θυμοειδούς και του λογιστικού, τα οποία αντιστοιχούν προς τας
τρεις της πολιτείας τάξεις. Η απόδειξις της διαιρέσεως και
αντιστοιχίας ταύτης γίνεται κατά τρόπον εξαιρετικώς επίπονον
και βεβιασμένον, προκαλούντα δε πλήθος αντιρρήσεων και
αμφιβολιών, αίτινες βεβαίως και τον Πλάτωνα θα ηδύναντο να
σταματήσουν, αν δεν έσπευδεν αποφασιστικώς πλέον εις το τέρμα
της ερεύνης του. Η κατανομή της εργασίας κατέδειξε την αληθή
οδόν εις την γνώσιν της δικαιοσύνης· όπως τα επαγγέλματα εν τω
κράτει, τοιουτοτρόπως και εις το εσωτερικόν της ψυχής αι τρεις
τάξεις οφείλουν να είναι ακριβώς χωρισμέναι· η σωτηρία της
απαιτεί να απαγορεύεται αυστηρώς πας σφετερισμός, πάσα
επέμβασις των μεν εις τα δικαιώματα των άλλων και να
συνεργάζωνται πάσαι εν τελεία αρμονία. Αύτη είναι η ουσία της
δικαιοσύνης, ενώ το εναντίον, δηλαδή η στάσις του ενός μέρους
εναντίον ολοκλήρου της ψυχής και η εξ αυτής προερχομένη
διατάραξις της αρμονίας αποτελεί την αδικίαν· όπως δε η υγιεία
του σώματος στηρίζεται επί των φυσικών σχέσεων των μερών αυτού,
η δε ασθένεια αφορμήν έχει την ανατροπήν, την εναντίαν προς την
φύσιν της τάξεως ταύτης, τοιουτοτρόπως και η αρετή φανερούται
ως «η υγιεία, το κάλλος και η ρώμη» της ψυχής, η δε κακία ως «η
νόσος, η ασχημία και η ασθένειά της». Η θέσις του Πλάτωνος
δύναται πλέον, προσωρινώς τουλάχιστον, να θεωρηθή
αποδεδειγμένη, διότι θα ήτο γελοίον να εγερθή κατόπιν τούτων το
ζήτημα, αν η δικαιοσύνη είναι πράγματι επωφελής εις τον
δίκαιον, ή εάν η αδικία επιζήμιος εις τον άδικον, είτε
λανθάνουσι τους ανθρώπους, είτε μη.

Αλλά το ιδανικόν κράτος του Πλάτωνος έμεινε μέχρι τούδε
εστερημένον της βάσεως αυτού, ήτις είναι η διοργάνωσις της
οικογενείας, και του επιστεγάσματος επίσης, το οποίον είναι η
βασιλεία των φιλοσόφων· επομένως πρέπει να συμπληρωθή
τοιουτοτρόπως το τέλειον πολιτειακόν οικοδόμημα, διά να δυνηθή
να αντιπαραβληθή προς το αντίθετόν του: προς το ατελές,
ελαττωματικόν κράτος υπό τας διαφόρους αυτού μορφάς, τας οποίας
μας παρέχει η ιστορική πραγματικότης. Αφού λοιπόν πραγματευθή
εν τοις εξής πρώτον τα πολυθρύλητα ζητήματα της χειραφετήσεως
της γυναικός, της κοινότητος των γυναικών και των τέκνων, και
της καταργήσεως της ιδιοκτησίας εν παντί, εγείρει ο ίδιος την
αμφιβολίαν περί της πραγματοποιήσεως τοιαύτης ιδανικής
πολιτείας, διά να παραδεχθή όμως μετ' ακλονήτου πίστεως το
δυνατόν αυτής, υπό τον απαραίτητον όρον «ή οι φιλόσοφοι να
βασιλεύσωσιν εν ταις πόλεσιν, ή οι βασιλείς γνησίως να
φιλοσοφήσωσιν». Και η απαίτησις αύτη της γνησίας φιλοσοφικής
εκπαιδεύσεως του βασιλέως οδηγεί τον Πλάτωνα εις την μακράν
περί αυτής πραγματείαν, ήτις καταλαμβάνει μέρος του έκτου και
ολόκληρον το έβδομον βιβλίον και παρέχει την αφορμήν, ή μάλλον
την πρόφασιν εις τον συγγραφέα να εκθέση την περί των επιστημών
θεωρίαν αυτού· απαράλλακτα όπως εις τα πρώτα βιβλία η
στοιχειώδης εκπαίδευσις των φυλάκων έδωκεν αφορμήν εις τας
μακράς εκείνας και εν μέρει ασχέτους προς τον κύριον σκοπόν
παρεκβάσεις περί μυθολογίας, θρησκείας, μουσικής, ποιήσεως και
γυμναστικής. Πάσαι αι επιστήμαι, των οποίων ακριβώς καθορίζει
την ιεραρχίαν, σκοπόν έχουσι να ανυψώσουν την κεκαθαρμένην
πλέον ψυχήν από του γίγνεσθαι εις το είναι, δηλαδή εις το
βασίλειον των Ιδεών και την ανωτάτην αυτού κορυφήν, την ιδέαν
του Αγαθού.

Ήδη το πολιτειακόν σύνταγμα έχει την βάσιν και την κορωνίδα
αυτού και είναι δυνατόν πλέον να αντιτεθώσι προς αυτό αι
ελαττωματικαί μορφαί των υφισταμένων πολιτευμάτων (τιμαρχίας ή
τιμοκρατίας, ολιγαρχίας, δημοκρατίας και τυραννίδος) και οι εις
αυτά αντιστοιχούντες ανθρώπινοι τύποι, διά να καταδειχθή εν
τέλει ότι η τυραννίς είναι το χείριστον των πολιτευμάτων και ο
τύραννος ο χείριστος και αδικώτατος των ανθρώπων συνάμα δε και
ο δυστυχέστατος. Η απόδειξις της Πλατωνικής θέσεως έχει πλέον
τελείως και από πάσης απόψεως συντελεσθή. Το επόμενον δέκατον
και τελευταίον βιβλίον είναι απλώς συμπληρωτικόν παράρτημα των
προεκτεθέντων· εν αυτώ ο Πλάτων επανέρχεται αποτόμως εις την
σφοδράν αυτού κατά της ποιήσεως πολεμικήν, την οποίαν ήδη
διεξάγει αποτελεσματικώτερον, στηριζόμενος επί της
προεκτεθείσης διαιρέσεως της ψυχής και της θεωρίας των ιδεών.
Σκέψεις τινές θρησκευτικαί, αναφερόμενοι εις τας αμοιβάς των
δικαίων και τας τιμωρίας των κακών, και ο μύθος του Ηρός του
Παμφυλίου αποτελούσι το τέλος του όλου έργου.

                          * *
                           *

Η πληθύς των ζητημάτων, τα οποία ανακινούνται εν τη Πολιτεία
και σχετίζονται είτε αμέσως προς την Πλατωνικήν φιλοσοφίαν,
είτε οπωσδήποτε εμμέσως προς την καθόλου ιστορίαν της
ανθρωπίνης σκέψεως, καθιστά αδύνατον και να θίξωμεν μόνον αυτά
ενταύθα. Απαραίτητος όμως είναι μία γενικωτέρα επισκόπησις της
θεμελιώδους θέσεως του Πλάτωνος «της τελείας συνταυτίσεως της
ευτυχίας προς την δικαιοσύνην», την οποίαν δίδομεν
ακολουθούντες την φωτεινήν έκθεσιν του Th. Comperz.

Με όλην την ζωηράν επιθυμίαν των καλώς προδιατεθειμένων
αναγνωστών να θεωρήσουν την θέσιν ταύτην ως αποδεδειγμένην, ο
αμερόληπτος κριτής δεν δύναται να αποφύγη την εντύπωσιν ότι η
στερεότης της αποδείξεως δεν ανταποκρίνεται εις το μεγαλείον
της προθέσεως του συγγραφέως. Είναι περιττόν σχεδόν και να
παρατηρήση τις πόσον προφανής υπερβολή είναι να θεωρούνται ως
μηδέν τα εξωτερικά αγαθά και να γίνεται λόγος περί ευτυχίας
ανθρώπου καταδιωκομένου, προπηλακιζομένου, βασανιζομένου. Ο
Αριστοτέλης, ο οποίος δεν έχει μικροτέραν έξαρσιν σκέψεως, αλλά
και μείζονα συγχρόνως νηφαλιότητα του Πλάτωνος, την απεμάκρυνεν
ήδη σιωπηλώς. Μολαταύτα όσον και αν την θεωρήσωμεν ήκιστα
παραδεκτήν, περιέχει μίαν αλήθειαν καθ' εαυτήν βάσιμον και
εξαιρέτως ενδιαφέρουσαν, ότι δηλαδή διά τους έχοντας έν
ιδανικόν — αδιάφορον ποίον — υπάρχουν αξίαι, αι οποίαι δύνανται
να χαρακτηρισθώσιν ως απεριόριστοι, ή τουλάχιστον προς τας
οποίας ουδεμία άλλη δύναται να συγκριθή. Τι σημαίνει θάνατος,
τι σημαίνουν οι σκληρότεροι εξωτερικοί πόνοι εμπρός εις την
απώλειαν εκείνου, το οποίον αποτελεί το σέμνωμα και την αξίαν
ημών; Τοιαύτη είναι, άνευ υπερβολής, η κραυγή της καρδίας
πάντων εκείνων, όσοι έχουν μίαν ηθικήν μόρφωσιν.

Αλλά η γνώσις εκείνου, όπερ αληθώς προσδίδει την μόνην της
αξίαν εις την ζωήν, είναι καρπός της εκπαιδεύσεως και της
μορφώσεως, την οποίαν το άτομον έλαβε παρά της κοινωνίας· το
δυνατόν τοιαύτης μορφώσεως εξαρτάται αναμφιβόλως εκ της φύσεως
του ατόμου και άνευ προδιαθέσεως η τοιαύτη ενέργεια της
κοινωνίας θα ήτο αδύνατος· αφ' ετέρου όμως, άνευ της ενεργείας
ταύτης, η προδιάθεσις, ήτις καθεύδει εν ημίν, ουδέποτε θα
ανεπτύσσετο. Και η ανάπτυξις αύτη είναι όλως διόλου διάφορος
και ανάλογος του περιβάλλοντος, εν τω οποίω η τύχη ετοποθέτησε
τον άνθρωπον. Άλλη είναι, παραδείγματος χάριν, διά τους
συμπολίτας του Πλάτωνος, οίτινες εκέκτηντο δούλους, και άλλη
παρ' ημίν, εις τους οποίους η δουλεία εμπνέει φρίκην· άλλη διά
τους Τουρκομάνους και Βεδουίνους, οίτινες θεωρούν την ληστείαν
ως επιτετραμμένην και έντιμον μάλιστα, και άλλη παρ' ημίν,
οίτινες την στιγματίζομεν και την τιμωρούμεν ως μυσαρόν
έγκλημα. Η κοινωνική αρετή ή δικαιοσύνη στηρίζεται επί βάσεως
φυσικής, δεν είναι όμως διόλου διά τούτο και προϊόν της φύσεως·
η βαθεία γνώσις την οποίαν απεκτήσαμεν των διαφόρων φάσεων του
πολιτισμού, κατ' ανάγκην διαφόρων — προ πάντων ως προς τα
αντικείμενα και την ροπήν των ηθικών παραγγελμάτων — ουδέ σκιάν
αμφιβολίας καταλείπει υπό την έποψιν ταύτην· άλλως τε οι
πρεσβύτεροι του Πλάτωνος, ο ιστορικός Ηρόδοτος και ο σοφιστής
Ιππίας, είχον ήδη σαφή και καθαράν επίγνωσιν του πράγματος. Ο
ζήλος όμως, τον οποίον εκληρονόμησεν ο Πλάτων παρά του
Σωκράτους, και τον οποίον του ενέπνεον τα καθαρώτερα ελατήρια,
να στηρίξη επί αδιασαλεύτων θεμελίων την απολογίαν της
δικαιοσύνης ή κοινωνικής αρετής, εθόλωσε την διαύγειαν του
βλέμματός του, εις τρόπον ώστε να παρορά πράγματα προφανέστατα·
ούτω μόνον εξηγείται το γεγονός ότι δύναται να συνταυτίζη την
δικαιοσύνην άλλοτε μεν προς την ικανότητα άλλοτε δε προς την
ισορροπίαν των ψυχικών δυνάμεων. Αισθανόμεθα τον πειρασμόν να
υποστηρίξωμεν εναντίον του, ότι υπήρξαν τύραννοι, δουλέμποροι ή
λήσταρχοι τελείως ευτυχείς, εφόσον ήσαν τελείως ενεργητικοί και
κατείχον πάσας αυτών τας δυνάμεις εν πλήρει αναπτύξει. Άνθρωπος
εμψυχούμενος υπό αισθημάτων αντικοινωνικών ή μισανθρωπικών υπό
πάσας ή και υπό τινας μόνον επόψεις, δεν βλέπει
διακινδυνεύουσαν, εξ αιτίας αυτών των αισθημάτων και κατά
τρόπον άμεσον, ούτε την ικανότητά του να είναι ευτυχής, ούτε
την ενεργητικότητά του· ή, διά να ομιλήσωμεν ακριβέστερον, δεν
βλέπει αυτάς ελαττουμένας, παρά μόνον καθ' ήν ημέραν έχει
συλλέξη εν εαυτώ το μέτρον των αλτρουιστικών αισθημάτων το
αναγκαίον όπως παραβλάψη την εσωτερικήν του ενότητα και την
ομοιογένειαν του χαρακτήρος του. Τότε γεννάται εν αυτώ η
«στάσις» και η εσωτερική εκείνη διατάραξις, η έλλειψις της
ψυχικής ισορροπίας, αίτινες διακυβεύουσι την ευτυχίαν του,
εξασθενίζουσι την ενεργητικότητά του, και αίτινες είναι εξ ίσου
ολέθριαι διά τον τελείως αντικοινωνικόν άνθρωπον, όσον και διά
τον εμφορούμενον τελείως υπό κοινωνικών αισθημάτων.

Η σκέψις αύτη, ήτις ρίπτει ούτως ειπείν γέφυραν μεταξύ της
κοινωνικής ηθικής και της υγιεινής της ψυχής, επιδέχεται και
πολύ γενικωτέραν έκφρασιν. Όταν έν οιονδήποτε αίσθημα
επικρατούν εν τω χαρακτήρι ημών υποχωρή διά τινα λόγον και
κατανικάται προσωρινώς, αναλαμβάνει, εκλιπούσης της αφορμής,
την αρχαίαν αυτού θέσιν, αλλά συνοδεύεται ήδη υπό λυπηρών
συναισθημάτων, τα οποία ονομάζομεν, κατά τας περιστάσεις,
λύπην, απογοήτευσιν, μετάνοιαν ή τύψιν· δυσκόλως δε θα
ευρίσκετο ο άνθρωπος, όστις θα είχε την γενναιότητα να υποστή
την οξείαν οδύνην και να υποστηρίξη μέχρι τέλους την σύγκρουσιν
των δύο εχθρικών τάσεων. Κατά την εναντίαν περίπτωσιν, η οξεία
νόσος μεταβάλλεται εις χρονίαν ασθένειαν, ήτις βαθμηδόν
απαμβλύνει και καταστρέφει την δύναμιν του αισθήματος και της
θελήσεως· διότι αι συναισθηματικαί και βουλητικαί παρορμήσεις
ευρισκόμενοι αδιαλείπτως απέναντι αλλήλων εξασθενίζονται
αμοιβαίως, όπως δύο ρεύματα, τα οποία εν τω αυτώ αγωγώ βαίνουσι
κατά αντίθετον διεύθυνσιν· η εξασθένισις άλλως τε υποβοηθείται
εμμέσως και υπό της ακουσίας τάσεως προς αποφυγήν της
συγκρούσεως, προς κατάργησιν δηλαδή των ιδεών, αίτινες
αλληλοσυγκρούονται. Πράγματι η τάσις αύτη μη δυναμένη να
περιορισθή εις στενήν ψυχικήν περιοχήν παραλύει αυτόν τον
κανονικόν ρουν των ιδεών και αποτελεί μόνιμον βλάβην διά την
λειτουργίαν της ψυχής. Ίσως κατορθωθή ημέραν τινά να
καθορισθώσι μετά πλήρους ακριβείας διά της πειραματικής
ψυχοφυσικής τα γεγονότα ταύτα, άτινα μας παρέχει η παρατήρησις
και η αναλογία των φυσικών φαινομένων· τότε θα απεδεικνύετο
πραγματικώς η &φυσική& βάσις, την οποίαν προησθάνθη ο Σωκράτης
και ο Πλάτων, της κοινωνικής ηθικής καθ' εαυτήν, ανεξαρτήτως
της ευτυχίας του ατόμου. Δύναταί τις αναμφιβόλως να φέρη την
αντίρρησιν, ότι η θεραπεία της εσωτερικής συγκρούσεως δύναται
να γίνη επίσης τελεσφόρως διά της καταργήσεως των κοινωνικών
αισθημάτων, όπως και των αντικοινωνικών και η αντίρρησις είναι
καθ' εαυτήν βάσιμος, αλλά πρακτικώς άνευ σημασίας· μόνον Κύκλωψ
διαβιών εν τελεία απομονώσει και ερημία θα ηδύνατο να δοκιμάση
το τοιούτον μέσον, αλλ' ουχί και μέλος της ανθρωπίνης κοινωνίας
ευρισκόμενον εις αδιάλειπτον επαφήν μετά των ομοίων του και το
οποίον, εφόσον τουλάχιστον δεν είναι τέρας, συνδέεται πάντοτε
προς εκείνους διά δεσμών συμπαθείας και ακουσίως του
δημιουργουμένων.

Αναμφιβόλως ο Πλάτων επίστευεν, ότι ηδύνατο να παρακάμψη μίαν
απόδειξιν, ήτις ενέκλειεν εν εαυτή τόσας άλλας διαμέσους·
απέφυγε την ανάγκην ταύτην υποκαθιστών αντί αυτής της αδικίας
τα ελατήρια της αδικίας· άδικος κατ' αυτόν είναι ο φιλόδοξος, ο
άπληστος, ο δουλεύων εις τας ορμάς και τα πάθη του· και εις
τους τύπους τούτους αντιτάσσει τους εναντίους και τοιουτοτρόπως
δημιουργεί το ιδανικόν εκείνο, το οποίον απέκτησε την μεγίστην
επίδρασιν και την υψίστην σημασίαν διά την ανθρωπότητα. Το
μόνον πράγμα, το οποίον δεν δύναται να του παραχωρήση ο
αμερόληπτος κριτής, είναι το να πιστεύη ότι απέδειξεν
αναντιρρήτως την μεγαλυτέραν αξίαν των τύπων τούτων υπό την
έποψιν της ευτυχίας· δύναται τις να παραδεχθή άνευ ενδοιασμού
ότι ο κυριαρχών των παθών του είναι ευτυχέστερος του
δουλεύοντος εις αυτά· αλλά ο θεωρητικός ή φιλοσοφικός βίος, ως
μάλλον απηλλαγμένος επιθυμιών και παθών, καθιστά τον άνθρωπον
ευτυχέστερον εκείνου, του οποίου η φύσις είναι να δρα προς τα
έξω και να κυβερνά τους ανθρώπους; Αυτό ποτέ δεν θα ηδύνατο τις
να το αποδείξη εις οιαδήποτε επιχειρήματα και αν προσέτρεχεν·
επί του σημείου τούτου, εις τα αισθήματα ενός Πλάτωνος ή ενός
Αριστοτέλους αντιτίθενται τα αισθήματα ενός Περικλέους ή ενός
Επαμεινώνδου και εις μάτην ήθελέ τις αναζητήση τον διαιτητήν,
όστις θα ηδύνατο εγκύρως να αποφανθή μεταξύ των δύο.



ΠΛΑΤΩΝΟΣ
ΠΟΛΙΤΕΙΑ

[Ή περί του δικαίου: πολιτικός]



ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ



ΣΩΚΡΑΤΗΣ
ΓΛΑΥΚΩΝ
ΠΟΛΕΜΑΡΧΟΣ
ΘΡΑΣΥΜΑΧΟΣ
ΑΔΕΙΜΑΝΤΟΣ
ΚΕΦΑΛΟΣ



ΒΙΒΛΙΟΝ Α'.



ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Κατέβηκα χθες εις τον Πειραιά μαζί με τον Γλαύκωνα
τον υιόν του Αρίστωνος και διά να προσευχηθώ εις την θεάν και
συγχρόνως διότι ηθέλησα να ίδω, πώς θα διεξαχθή η εορτή, την
οποίαν κατά πρώτην φοράν επρόκειτο να πανηγυρίσουν. Και
πραγματικώς ωραία μου εφάνη και των εντοπίων η πομπή, ουδόλως
όμως κατά την γνώμην μου υπελείφθη ως προς την μεγαλοπρέπειαν
και η πομπή των Θρακών.

Αφού λοιπόν προσευχήθημεν και παρετηρήσαμεν την εορτήν,
εγυρίζαμεν διά την πόλιν. Μόλις όμως μας είδεν από μακράν να
ξεκινούμεν ο Πολέμαρχος, ο υιός του Κεφάλου, διέταξε τον δούλον
του να τρέξη και να μας παρακαλέση να τον περιμένωμεν.

Πλησιάσας λοιπόν από πίσω ο δούλος μ' έσυρε από το ιμάτιον και
μου είπε: Σας παρακαλεί ο Πολέμαρχος να περιμείνετε. Και εγώ
εγύρισα και τον ηρώτησα, πού ήτο. Νά τον, μου είπε, έρχεται από
πίσω· περιμένετέ τον. Θα τον περιμένομεν, επρόσθεσεν ο Γλαύκων.

Και σε λίγον έφθασαν πραγματικώς ο Πολέμαρχος και ο Αδείμαντος
ο αδελφός του Γλαύκωνος και ο Νικήρατος του Νικίου ο υιός και
μερικοί άλλοι, οι οποίοι επέστρεφον από την πομπήν. Και μας
λέγει λοιπόν ο Πολέμαρχος· Μου φαίνεται, Σώκρατες, ότι
εξεκινήσατε δια να επιστρέψετε εις την πόλιν. — Δεν ηπατήθης,
του απήντησα εγώ.

 — Μας βλέπεις καλά πόσοι είμεθα: — Αι, και τι; είπα εγώ. — Ή
θα δειχθήτε ισχυρότεροι από αυτούς, ή τελείωσε — θα μένετε εδώ.
— Μας αποκλείετε ακόμη και να ελπίζωμεν, είπα εγώ, ότι θα μας
αφήσετε, αν κατορθώσωμεν να σας πείσωμεν; — Και πώς τάχα,
απήντησεν εκείνος, θα ημπορέσετε να πείσετε ανθρώπους μη
ακούοντας; — Διόλου βέβαια, είπεν ο Γλαύκων. — Πάρετέ το λοιπόν
απόφασιν πως δεν θα σας ακούσωμεν.

 — Άραγε, έλαβε τον λόγον ο Αδείμαντος, μήπως και δεν γνωρίζετε
ότι προς το βράδυ θα γίνη έφιππος λαμπαδηδρομία προς τιμήν της
Θεάς; — Έφιππος; ηρώτησα εγώ· αλήθεια, πρωτοφανές θέαμα αυτό·
κρατούντες λαμπάδας θα τας μεταδίδουν από χείρα εις χείρα ενώ
θα παρατρέχουν με τους ίππους; ή πώς αλλέως λέγεις;

 — Έτσι όπως είπες, απήντησεν ο Πολέμαρχος, και ακόμη θα κάμουν
και παννυχίδα την οποίαν αξίζει τον κόπον να ιδούμεν. Θα
εξέλθωμεν μετά το δείπνον και θα συναντήσωμεν έξω και πολλούς
από τους νέους, με τους οποίους θ' ανοίξωμεν ομιλίαν. Μείνετε
λοιπόν και μη ζητήτε άλλα. — Καθώς φαίνεται, ανάγκη πάσα να
μείνωμεν, είπεν ο Γλαύκων. — Αλλ' αφού το αποφασίζεις,
επρόσθεσα και εγώ, ας γίνη κ' έτσι.

Επήγαμεν λοιπόν εις την οικίαν του Πολεμάρχου, όπου ευρίσκομεν
τον Λυσίαν και τον Ευθύδημον, τους αδελφούς του Πολεμάρχου και
μάλιστα τον Θρασύμαχον τον Χαλκηδόνιον και τον Χαρμαντίδην τον
Παιανιέα και τον Κλειτοφώντα του Αριστωνύμου. Μέσα ήσαν ακόμη
και ο πατέρας του Πολεμάρχου ο Κέφαλος· μου εφάνη ότι είχε πάρα
πολύ γηράση, καθώς είχα να τον ιδώ από καιρό. Εκάθητο δε επί
δίφρου στηριζόμενος επί προσκεφαλαίου και με στέφανον εις την
κεφαλήν· διότι είχε κάμη θυσίαν εις την αυλήν.

Εκαθίσαμεν λοιπόν πλησίον του· διότι ήσαν τοποθετημένα εκεί
γύρω του μερικά καθίσματα· μ' εχαιρέτησε εγκαρδίως ευθύς καθώς
με είδεν ο Κέφαλος και είπε. — Πολύ σπανίως καταβαίνεις να μας
επισκέπτεσαι εις τον Πειραιά, Σωκράτη· και όμως έπρεπε· αν
βέβαια ήμην εγώ ακόμη εις θέσιν ν' αναβαίνω εύκολα εις την
πόλιν, δεν θα σε υπεβάλλομεν εις τον κόπον να έρχεσαι εσύ εδώ,
αλλ' ημείς θα ηρχόμεθα να σ' ευρίσκαμεν· τώρα όμως πρέπει να
μας ενθυμήσαι συχνότερα· διότι πρέπει να γνωρίζης ότι δι' εμέ,
όσον απομαραίνονται αι διάφοροι σωματικαί απολαύσεις, τόσον
αυξάνουν η επιθυμία και η ευχαρίστησις των λόγων. Κάνε λοιπόν
όπως σου λέγω· δεν εννοώ να μη συναναστρέφεσαι και με αυτούς
τους νεανίσκους, αλλά έρχου κάποτε κ' εδώ να μας επισκέπτεσαι
ως φίλους σου και πολύ οικείους.

 — Και να ιδής, είπα εγώ, Κέφαλε, αισθάνομαι μεγάλην χαράν να
συνδιαλέγωμαι με τους πολύ ηλικιωμένους· διότι μου φαίνεται ότι
χρειάζεται να ζητώ από αυτούς διαφόρους πληροφορίας, ως να
έχουν ήδη διατρέξη ένα δρόμον, τον οποίον ίσως γίνη ανάγκη να
βαδίσωμεν και ημείς, οποίος τις να είναι αυτός τάχα, τραχύς και
δύσκολος, ή εύκολος και ευδιάβατος. Κ' έτσι τώρα θα μου έκανες
μεγάλην ευχαρίστησιν να μου μάθης, αφού δα ευρίσκεσαι εις το
σημείον τούτο της ηλικίας, το οποίον κατώφλιον του γήρατος
ονομάζουν οι ποιηταί, αν είναι δύσκολον αυτό το στάδιον της
ζωής — ή πώς εσύ το κηρύττεις;

 — Εγώ θα σου είπω την πάσαν αλήθειαν, Σωκράτη, πώς μου
φαίνεται αυτό που ερωτάς· διότι πολλές φορές τυχαίνει και
μαζευόμεθα μερικοί που έχομεν την αυτήν ηλικίαν, εφαρμόζοντες
την παλαιάν παροιμίαν (όμοιος τον όμοιον). Οι περισσότεροι
λοιπόν από ημάς δεν κάμνουν άλλο, παρά να θρηνολογούν,
ενθυμούμενοι και ποθούντες τας ηδονάς της νεότητος, και τας
περί τον έρωτα και τα συμπόσια και τας ευωχίας και τα άλλα τα
ανάλογα και αγανακτούν, ως να έχουν στερηθή μεγάλα και σπουδαία
πράγματα και ως να ήτο τότε αληθινά ευτυχισμένη η ζωή των, ενώ
τώρα ούτε ζωή δεν αξίζει να την ονομάζη κανείς. Μερικοί δε
οδύρονται και διά τους προπηλακισμούς που υφίσταται το γήρας εκ
μέρους των οικείων, κ' επάνω εις όλ' αυτά ψάλλουν τον εξάψαλμον
του γήρατος δι' όσα κακά τους είναι αιτία.

Εμένα όμως μου φαίνεται, Σωκράτη, ότι δεν είναι αυτή η αληθινή
αιτία που κατηγορούν· διότι αν πράγματι αυτό ήτο το αίτιον, και
δι' εμέ βέβαια θα είχε τα ίδια κακά αποτελέσματα και δι' όλους
τους άλλους που έφθασαν εις αυτήν την ηλικίαν. Και όμως έχω
συναντήση ως τώρα ανθρώπους διαφορετικά σκεπτομένους, και
άλλους και μάλιστα τον ποιητήν τον Σοφοκλή: Ήμην παρών κάποτε
που τον ηρώτα κάποιος, εάν ήτο ακόμη ικανός να απολαμβάνη τας
ερωτικάς ηδονάς· και εκείνος του απήντησε: «Δάγκασε τη γλώσσα
σου, άνθρωπε! με την μεγαλυτέραν μου ευχαρίστησιν εγλύτωσα από
αυτό το πράγμα, ως να απηλευθερώθην από τύραννον λυσσαμένον και
άγριον. Και τότε λοιπόν έκρινα ότι είχε δίκαιον να ομιλήση κατ'
αυτόν τον τρόπον, και τώρα με την ηλικίαν δεν ήλλαξα γνώμην·
διότι πράγματι με το γήρας επέρχεται τελεία ειρήνη και
απελευθέρωσις από τα τοιαύτα τουλάχιστον· αφού αι επιθυμίαι
χάσουν την έντασίν των και χαλαρωθούν, πράγματι, καθώς το είπε
και ο Σοφοκλής, είναι ως να απαλλαττώμεθα από ένα πλήθος
τυράννων μαινομένων· αλλά και όλων αυτών και των προπηλακισμών
ακόμη εκείνων, που παραπονούνται οι γέροντες, αφορμή δεν είναι
το γήρας, Σώκρατες, αλλά ο χαρακτήρ των ανθρώπων αν έχουν
χαρακτήρα μετρημένον και εύκολον, δεν τους είναι και το γήρας
πάρα πολύ ανυπόφορον· ειδέ μη, διά τους άλλους, και το γήρας
και η νεότης είναι πράγματα εξ ίσου επίμοχθα.

Έμεινα καταμαγευμένος από τους λόγους αυτούς του γέροντος, και
διά να τον κεντήσω να εξακολουθήση ακόμη, του είπα: Εγώ,
Κέφαλε, στοχάζομαι ότι οι περισσότεροι, όταν σε ακούουν να
ομιλής κατ' αυτόν τον τρόπον, δεν παραδέχονται τα επιχειρήματά
σου, και φρονούν ότι, αν υποφέρης με τόσην ευκολίαν το γήρας,
αυτό οφείλεται όχι τόσον εις τον χαρακτήρα, αλλά εις την
μεγάλην περιουσίαν την οποίαν έχεις· διότι ο πλούτος,
ισχυρίζονται, παρέχει πολλά τα ανακουφιστικά.

 — Πράγματι, μου απήντησε, δεν το παραδέχονται· και έχουν μεν
κάποιο δίκαιον εις τας αντιρρήσεις των, όχι όμως και όσον
φαντάζονται. Εδώ εφαρμόζεται ο λόγος του Θεμιστοκλέους, που
είπεν εις τον Σερίφιον εκείνον, ο οποίος τον επείραζε και του
έλεγε, ότι την δόξαν του την χρεωστεί όχι εις την αξίαν του,
αλλά εις την πατρίδα που είχε. «Και βέβαια, απεκρίθη ο
Θεμιστοκλής, ούτε εγώ θα εγενόμην ονομαστός αν ήμην Σερίφιος,
αλλ' ούτε και συ αν ήσο Αθηναίος». Τον ίδιον λοιπόν λόγον θα
ημπορούσε να είπη κανείς και εις τους μη πλουσίους ανθρώπους,
οι οποίοι με δυσκολίαν υποφέρουν το γήρας, ότι δηλαδή, αν η
πτωχεία δεν δύναται βέβαια να καταστήση πολύ υποφερτόν το γήρας
εις ένα άνθρωπον μετρημένον και φρόνιμον, ούτε όμως πάλιν
άνθρωπος μη τοιούτος, με όλα τα πλούτη που θα απέκτα, θα
ημπορούσε να παρασκευάση δι' εαυτόν γήρας ανεκτόν.

 — Αλλά δεν μου λέγεις, Κέφαλε, — ηρώτησα πάλιν εγώ — τα πολλά
αυτά πλούτη, που έχεις, τα εύρες έτοιμα, ή τα επηύξησες και ο
ίδιος; — Τι τα επηύξησα, Σωκράτη; εγώ ως οικονομολόγος υπήρξα
το μέσον μεταξύ του πάππου μου και του πατρός μου· διότι ο
πάππος μου, του οποίου φέρω και το όνομα, παραλαβών όσην σχεδόν
περιουσίαν έχω και εγώ τώρα, την έκαμε πολλές φορές
περισσοτέραν. Ο πατέρας μου πάλιν ο Λυσανίας την έκαμε ακόμη
μικροτέραν απ' ό,τι είναι τώρα· εγώ δε θα ήμουν ευχαριστημένος
εάν δεν αφήσω ολιγώτερα εις αυτούς, αλλά και κάτι μάλιστα
παραπάνω απ' όσα παρέλαβον.

Σου έκαμα αυτήν την ερώτησιν — είπα εγώ — διότι πάντα μου
εφάνης ότι δεν πολυαγαπάς τα χρήματα· πράγμα το οποίον συνήθως
συμβαίνει εις εκείνους οι οποίοι δεν απέκτησαν οι ίδιοι τα
πλούτη των· ενώ απεναντίας εκείνοι που τα αποκτούν μόνοι των,
τα αγαπούν διπλάσια από τους άλλους· διότι καθώς οι ποιηταί
αγαπούν τα ποιήματά των και οι πατέρες τα τέκνα των, κατά τον
ίδιον τρόπον και οι αφοσιωθέντες εις την απόκτησιν χρημάτων τα
αγαπούν ως δημιούργημά των, ακόμη δε, όπως και όλοι οι λοιποί
άνθρωποι, και διότι τα χρησιμοποιούν κ' έτσι είναι και πολύ
δύσκολοι εις τας σχέσεις των, διότι τίποτε άλλο δεν θέλουν να
εκτιμούν έξω από τον πλούτον. — Έχεις δίκαιον, μου απήντησεν ο
Κέφαλος. Και πολύ μεγάλον μάλιστα, επρόσθεσα εγώ· αλλά τόσον
μόνον ειπέ μου ακόμη· ποίον είναι κατά την γνώμην σου το
μέγιστον αγαθόν, που έχεις απολαύση από την μεγάλην σου
περιουσίαν;

 — Εκείνο, μου απήντησε, το οποίον ίσως και να μη μου
πιστεύσουν οι πολλοί, αν το ακούσουν. Γνώριζε όμως, Σώκρατες,
ότι, όταν ευρίσκεται κανείς περί τα τέλη της ζωής του, τον
καταλαμβάνει ένας φόβος και μία συλλογή διά πράγματα, τα οποία
ούτε έβαζε πριν εις τον νουν του· διότι όλα εκείνα που
διηγούνται περί του Άδου και περί των τιμωριών, αι οποίαι
περιμένουν εκεί όσους έπραξαν αδικίας εις αυτόν τον κόσμον, ενώ
έως τώρα τα περιέπαιζε, τότε δα αρχίζουν και ανησυχούν την
ψυχήν του, μήπως τάχα είναι αληθινά· και είτε ένεκα της
αδυναμίας του γήρατος, είτε και διότι ευρίσκεται ίσως
πλησιέστερον προς εκείνα, τα βλέπει κάπως τώρα καθαρώτερα.
Ανησυχία λοιπόν και τρόμος γεμίζουν την ψυχήν του, και αρχίζει
να εξετάζη και αναθεωρή τας πράξεις του, μήπως διέπραξε καμμίαν
αδικίαν και όστις ευρίσκει εις την ζωήν του πολλά αδικήματα, ο
φόβος τον κάμνει και μέσα εις τον ύπνον του να πηδά επάνω, όπως
τα παιδιά, και να ζη πάντοτε εις απελπισίαν. Ενώ όσοι δεν έχουν
εις την συνείδησίν των το βάρος καμμιάς αδικίας, τους
παραστέκει πάντα μία ελπίς γλυκεία και αγαθή του γήρατος
τροφός, καθώς λέγει και ο Πίνδαρος· διότι πράγματι με πολλήν
χάριν το είπεν εκείνος, Σώκρατες, ότι όστις διέλθη την ζωήν του
με δικαιοσύνην και ευσέβειαν,

     γλυκειά η ελπίδα του ακλουθά
     συντρόφισσα στα γερατειά του,
     που θεραπεύει την καρδιά
     και κυβερνάει τα λογικά
     του ανθρώπου του αστάτου.

Όπως πολύ θαυμάσια τα λέγει. Ως προς τούτο λοιπόν εγώ θεωρώ ότι
τα πλούτη έχουν μεγάλην αξίαν, όχι διά κάθε άνθρωπον βέβαια,
αλλά διά τον μετρημένον και φρόνιμον. Συντείνουν δηλαδή κατά
μέγα μέρος εις το να μη εξαναγκασθή κανείς έστω και ακουσίως να
εξαπατήση ή γελάση τον άλλον και να μη αναχωρήση διά τον άλλον
κόσμον φοβισμένος εάν τύχη να οφείλη ή θυσίας εις θεόν τινα ή
χρήματα εις άνθρωπον, και άλλας βεβαίως πολλάς ωφελείας
παρέχουν^ αλλ' εγώ τουλάχιστον, αν τα σταθμίσω έν προς έν, θα
έκρινα, ότι αυτή είναι όχι η μικροτέρα χρησιμότης του πλούτου
δι' άνθρωπον όστις έχει νουν.

 — Ωραιότατα λέγεις, είπον εγώ, Κέφαλε· αλλ' αυτό το πράγμα,
την δικαιοσύνην, πώς τάχα θα το ορίσωμεν; ότι σημαίνει απλώς:
να λέγωμεν την αλήθειαν και να αποδίδωμεν εκείνα τα οποία
ηθέλομεν λάβη παρά τινος, ή μήπως ημπορεί και αυτά ενίοτε μεν
να είναι δίκαια, ενίοτε όμως και άδικα; παραδείγματος χάριν,
εάν τις ήθελε λάβη παρ' ενός φίλου του όπλα και έπειτα εκείνος
ο φίλος τύχη και παραφρονήση, αν του τα ζητή οπίσω, πας τις
βεβαίως οφείλει να παραδεχθή, ότι ούτε πρέπει να του τα
αποδώση, ούτε δίκαιος θα ημπορούσε να ονομασθή αν του τα
απέδιδε· επίσης και να λέγη πάσαν ανυποκρίτως την αλήθειαν εις
άνθρωπον διατελούντα εν τοιαύτη καταστάσει. — Ορθά τα λέγεις,
είπεν εκείνος. — Δεν είναι λοιπόν αυτός ο ορισμός της
δικαιοσύνης, να λέγη τις την αλήθειαν και να αποδίδη εκείνα τα
οποία ήθελε λάβη.

 — Είναι και παραείναι, Σώκρατες, — είπεν ο Πολέμαρχος λαβών
τον λόγον — εάν τουλάχιστον οφείλωμεν να πιστεύσωμεν τον
Σιμωνίδην. — Κ' επάνω εις αυτό — είπεν ο Κέφαλος — σας παραδίδω
τον λόγον· διότι πρέπει να πηγαίνω να φροντίσω διά την θυσίαν
μου. — Και λοιπόν, είπον εγώ, ορίζεις τον Πολέμαρχον κληρονόμον
σου; — Βεβαιότατα, απήντησεν εκείνος γελάσας· και συγχρόνως
εξήλθε διά την θυσίαν του. — Λέγε μας λοιπόν, είπον εγώ, εσύ ο
κληρονόμος του λόγου, τι λέγει ο Σιμωνίδης περί δικαιοσύνης, το
οποίον συ παραδέχεσαι ότι είναι ορθόν; — Λέγει, απήντησεν
εκείνος, ότι δίκαιον είναι το να αποδίδωμεν εις έκαστον τα
οφειλόμενα· και εις τούτο ευρίσκω εγώ ότι έχει πληρέστατον
δίκαιον. — Αλλά βέβαια, είπον εγώ, δεν είναι εύκολον να απιστή
κανείς εις τον Σιμωνίδην· διότι είναι σοφός και θείος άνθρωπος.
Τι είναι όμως ακριβώς εκείνο το οποίον λέγει, συ μεν ίσως,
Πολέμαρχε, να το γνωρίζης, εγώ όμως το αγνοώ· διότι είναι
φανερόν ότι δεν εννοεί βέβαια, αυτό που ελέγομεν ημείς προ
ολίγου, ότι δηλ. οφείλει τις να αποδώση εις ένα άνθρωπον ο
οποίος έχασε τας φρένας του μίαν παρακαταθήκην, την οποίαν του
ενεπιστεύθη εκείνος όταν τας είχε ακόμη, διότι βέβαια και η
παρακαταθήκη είναι πράγμα οφειλόμενον· ή όχι; — Ναι — Ώστε κατ'
ουδένα τρόπον δεν πρέπει να το αποδώσωμεν, όταν το ζητή
άνθρωπος μη ευρισκόμενος εις τα λογικά του; — Αυτό είναι
βέβαιον, απήντησεν εκείνος. — Κάτι άλλο λοιπόν εννοεί, καθώς
φαίνεται, ο Σιμωνίδης, όταν λέγη ότι είναι δίκαιον να
αποδίδωμεν τα οφειλόμενα. — Χωρίς αμφιβολίαν, είπεν εκείνος·
καθόσον φρονεί, ότι οφείλουν οι φίλοι να κάμνουν καλόν εις τους
φίλους των, ουδέποτε όμως κακόν. — Α, τώρα ενόησα, είπα εγώ,
ότι δηλ. δεν αποδίδει τα οφειλόμενα, εκείνος όστις π. χ.
αποδίδει μίαν χρηματικήν παρακαταθήκην εις τον φίλον, που του
την ενεπιστεύθη, εάν και η απόδοσις και η παραλαβή είναι
βλαβερά· αυτό δεν λέγεις ότι είναι το νόημα του Σιμωνίδου; —
Βεβαιότατα. — Εις τους εχθρούς του όμως οφείλει τις να αποδίδη
ό,τι τύχη να τους οφείλη; — Αναμφιβόλως, απήντησεν, εκείνο
τουλάχιστον που τους οφείλεται· οφείλεται δε, κατά την γνώμην
μου, εις τον εχθρόν εκ μέρους του εχθρού, εκείνο ακριβώς και
που του αρμόζει, δηλ. κακόν. — Διετύπωσε λοιπόν, καθώς
φαίνεται, είπον εγώ, ο Σιμωνίδης ολίγον αινιγματωδώς, ως
ποιητής που είναι, το δίκαιον, διότι είχε μεν εις τον νουν του
κατά πάσαν πιθανότητα, ότι δίκαιον είναι το να αποδίδη τις εις
έκαστον εκείνο που του αρμόζει, τούτο δε ωνόμασεν οφειλόμενον.
— Αλλά τι άλλο νομίζεις; μου απήντησε. — Κάμε μου λοιπόν την
χάριν και άκουσε. Εάν κανείς τον ηρώτα· «Ω Σιμωνίδη, ιατρική
καλείται η τέχνη, η οποία εις τίνας και τι το οφειλόμενον ή
αρμόζον αποδίδει;» τι νομίζεις ότι θα μας απεκρίνετο; — Φανερόν
ότι, απήντησεν, εκείνη η οποία προσφέρει εις τα σώματα τα
φάρμακα, τας τροφάς και τα ποτά. — Τέχνη πάλιν μαγειρική
καλείται εκείνη η οποία εις τίνας και τι το οφειλόμενον ή
αρμόζον αποδίδει; — Εις τα φαγητά τα καρυκεύματά των.

 — Σύμφωνοι. Λοιπόν δικαιοσύνη θα εκαλείτο η τέχνη, η οποία εις
τίνας τι αποδίδει; — Εάν πρέπη να είμεθα συνεπείς με εκείνα τα
οποία είπομεν πριν, εκείνη η οποία αποδίδει εις τους φίλους και
τους εχθρούς ωφελείας και βλάβας. — Το να ευεργετή λοιπόν
κανείς τους φίλους του και να βλάπτη τους εχθρούς του, αυτό
ονομάζει δικαιοσύνην; — Έτσι μου φαίνεται. — Ποίος λοιπόν είναι
ικανώτατος να κάμνη καλόν εις φίλους ασθενούντας και κακόν εις
τους εχθρούς εις ό,τι αποβλέπει την ασθένειαν και την υγιείαν;
— Ο ιατρός. — Και ποίος εις τους ταξιδεύοντας, όσον αφορά τους
κινδύνους της θαλάσσης; — Ο κυβερνήτης.

 — Ο δε δίκαιος πάλιν, εις ποίαν πράξιν και όσον αφορά ποίον
έργον είναι ικανώτατος να ωφελή τους φίλους και να βλάπτη τους
εχθρούς; — Εις τον πόλεμον, μου φαίνεται, μαχόμενος μεν
εναντίον αυτών, υπερασπιζόμενος δε εκείνους. — Έστω· εις τους
μη ασθενούντας όμως, φίλε Πολέμαρχε, ο ιατρός είναι άχρηστος. —
Πραγματικώς. — Και εις τους μη ταξιδεύοντας επίσης ο
κυβερνήτης. — Ναι. Και ο δίκαιος άρα γε κατά τον αυτόν λόγον
είναι άχρηστος εις τους μη πολεμούντας; — Δεν ημπορώ να το
παραδεχθώ ολότελα αυτό. — Ώστε είναι χρήσιμον άρα γε πράγμα και
εν ειρήνη η δικαιοσύνη; — Χρήσιμον. — Αλλά και η γεωργία είναι
επίσης· ή όχι; — Ναι. — Διά την εσοδείαν βέβαια καρπού. — Ναι.
— Αλλά και το επάγγελμα προσέτι του υποδηματοποιού; — Ναι. —
Προς κατασκευήν βέβαια υποδημάτων, μου φαίνεται ότι θα απήντας.
— Σωστά.

 — Αι, λοιπόν! η δικαιοσύνη προς ποίαν χρήσιν ή προς ποίον
έργον θα μου απαντούσες ότι είναι ωφέλιμος εν ειρήνη; — Εις τας
συναλλαγάς, Σωκράτη. — Συναλλαγάς δε εννοείς τους
συνεταιρισμούς, ή τίποτε άλλο; — Αυτό ακριβώς. — Άρα γε λοιπόν
εις το παιγνίδιον των κύβων έξαφνα καλός και χρήσιμος σύντροφος
θα ήτο ο δίκαιος, ή ο εξ επαγγέλματος παίκτης; — Ο παίκτης. —
Και όσον αφορά την συναρμογήν πλίνθων και λίθων, ο δίκαιος θα
ήτο χρησιμότερος και προτιμότερος να συνεργασθή μαζί σου, παρά
ο οικοδόμος; — Κάθε άλλο βέβαια. — Αλλά περί τίνος λοιπόν
πράγματος προκειμένου θα επεζήτεις την σύμπραξιν του δικαίου
μάλλον παρά του μουσικού, όπως πάλιν έξαφνα θα ήτο μάλλον
επιζήτητος ο μουσικός προκειμένου περί κανενός οργάνου; — Μα,
μου φαίνεται, εάν επρόκειτο περί διαχειρίσεως χρημάτων. — Εκτός
όμως πάλιν ίσως, Πολέμαρχε, όταν θα εχρειάζετο να κάμης χρήσιν
χρημάτων, εις περίπτωσιν που απεφασίζετο να προβήτε από κοινού
εις αγοράν ή πώλησιν κανενός ίππου· διότι τότε, νομίζω, θα
εχρειάζετο ο ειδικός εμπειρογνώμων· ή όχι; — Φαίνεται. — Όπως
και αν επρόκειτο περί πλοίου, ο ναυπηγός ή ο κυβερνήτης. —
Μάλιστα. — Ποίαν λοιπόν από κοινού χρήσιν όταν θέλω να κάμω των
χρημάτων μου, θα μου ήτο ο δίκαιος χρησιμώτερος από κάθε άλλον;
— Όταν θέλης να τα βάλης παρακαταθήκην και να τα διαφυλάξης από
πάσαν απώλειαν. — Α, ώστε λοιπόν λέγεις, όταν δεν θέλω να τα
εργασθώ, αλλά να τα αφήσω να κάθωνται; — Εννοείται. — Όταν
λοιπόν είναι άχρηστα τα χρήματα, τότε είναι χρήσιμος δι' αυτά η
δικαιοσύνη. — Καθώς φαίνεται . . . — Και όταν λοιπόν πρέπη να
διαφυλάξω και κανέν δρέπανον ή ιδικόν μου ή από κοινού με
κανένα άλλον, και τότε θα μου χρησιμεύση η δικαιοσύνη· ενώ,
όταν πρόκειται να το μεταχειρισθώ, η αμπελουργική. — Φαίνεται.
— θα είπης επομένως, και όταν χρειασθή να φυλάξω καμμίαν ασπίδα
και λύραν και να μην τα μεταχειρίζωμαι, ότι είναι χρήσιμος τότε
η δικαιοσύνη, ενώ εις την εναντίαν περίπτωσιν η οπλομαχητική
και η μουσική. — Κατ' ανάγκην. — Ώστε και δι' όλα τα άλλα η
δικαιοσύνη άχρηστος μεν είναι διά την χρήσιν εκάστου πράγματος,
χρήσιμος δε μόνον διά την αχρηστίαν του;

 — Εκεί καταντά.

 — Δεν θα ήτο λοιπόν, φίλε μου, και πάρα πολύ σπουδαίον πράγμα
η δικαιοσύνη, εάν η χρησιμότης της περιωρίζετο μόνον εις τα
άχρηστα· και παρακολούθησε τώρα αυτόν τον συλλογισμόν μου. Άρα
γε εκείνος όστις, είτε εις την πυγμαχίαν είτε και εις άλλην
τινά μάχην, είναι επιτηδειότατος να καταφέρη κτυπήματα, δεν
είναι συγχρόνως και επιτηδειότατος να προφυλαχθή από τα
πλήγματα του αντιπάλου του; — Είναι βεβαιότατα. — Άρα λοιπόν
και εκείνος που είναι ικανώτατος να προφυλαχθή από νόσον, δεν
είναι και ο πλέον επιτήδειος να την εμβάλη εις ένα άλλον: — Μου
φαίνεται. — Τοιουτοτρόπως πρέπει να παραδεχθώμεν, ότι εκείνος
είναι ο άριστος φύλαξ ενός στρατοπέδου, όστις δύναται να
προβλέψη και να κλέψη τα σχέδια και τας λοιπάς πράξεις των
εχθρών — Χωρίς αμφιβολίαν. — Κατά συνέπειαν ο καταλληλότατος
φύλαξ ενός πράγματος είναι συνάμα και ο επιτηδειότατος κλέπτης
αυτού. — Φαίνεται.

 — Εάν επομένως ο δίκαιος είναι ικανός να φυλάξη χρήματα, θα
ήτο επίσης και ικανώτατος να τα κλέψη. — Αυτό τουλάχιστον είναι
το συμπέρασμα του συλλογισμού μας. — Νά λοιπόν που απεδείχθη
κλέπτης ο δίκαιος· και φαίνεται να έλαβες αυτό το μάθημα από
τον Όμηρον· διότι και εκείνος έχει ιδιαιτέραν στοργήν προς τον
Αυτόλυκον, τον προς μητρός πάππον του Οδυσσέως, και λέγει ότι
υπερέβαινεν όλους τους ανθρώπους εις την κλεπτοσύνην και την
ψευδορκίαν· και φαίνεται επομένως και κατά σε και κατά τον
Όμηρον και κατά τον Σιμωνίδην, ότι η δικαιοσύνη είναι κάποια
τέχνη κλοπής, μόνον όπου γίνεται προς ωφέλειαν των φίλων και
προς βλάβην των εχθρών· δεν έλεγες έτσι; — Όχι βέβαια, μα τον
θεόν! Αλλά και εγώ δεν γνωρίζω τώρα τι έλεγα· εις αυτό όμως
επιμένω ακόμη, ότι η δικαιοσύνη ωφελεί μεν τους φίλους βλάπτει
δε τους εχθρούς.

 — Αλλά τι εννοείς λέγων φίλους; εκείνους, οι οποίοι μας
φαίνονται άνθρωποι χρηστοί, ή εκείνους, οι οποίοι είναι
πράγματι χρηστοί, και αν ακόμη δεν τους θεωρούμεν τοιούτους; το
ίδιον δε και περί των εχθρών; — Φυσικόν είναι, όσους θεωρούμεν
χρηστούς να τους αγαπώμεν, και όσους πάλιν νομίζομεν φαύλους να
τους μισώμεν. — Αλλά τάχα δεν συμβαίνει πολλές φορές να
απατώνται οι άνθρωποι εις τας κρίσεις των και να νομίζουν
χρηστούς πολλούς ανθρώπους δίχως να είναι, και το εναντίον; —
Βεβαίως συμβαίνει. — Ώστε εις τους τοιούτους οι μεν αγαθοί
είναι εχθροί, οι δε κακοί φίλοι. — Μάλιστα. — Αλλ' όμως έχουν
δίκαιον τότε αυτοί να ωφελούν μεν τους πονηρούς, να βλάπτουν δε
τους αγαθούς. — Φαίνεται. — Και όμως οι αγαθοί είναι δίκαιοι
και ανίκανοι να προξενήσουν κακόν. — Αληθέστατον. — Σύμφωνα
όμως με τον λόγον σου είναι δίκαιον να βλάπτωμεν ανθρώπους, που
δεν μας κάμνουν κανένα κακόν. — Το αποκρούω αυτό διαρρήδην,
Σώκρατες· είναι ημαρτημένον προφανώς το συμπέρασμα. — Τους
αδίκους λοιπόν είναι δίκαιον να βλάπτωμεν, τους δε δικαίους να
ωφελούμεν. — Αυτό φαίνεται σωστότερον. — Θα συμβή όμως εις
πολλούς, Πολέμαρχε, οίτινες απατώνται εις τας περί των ανθρώπων
κρίσεις των, να είναι δίκαιον τους μεν φίλους να βλάπτουν,
διότι τους θεωρούν φαύλους, τους δε εχθρούς να ωφελούν, διότι
είναι κατ' αυτούς χρηστοί. Και έτσι φθάνομεν εις το αντίθετον
συμπέρασμα από εκείνο, που είπομεν ότι εννοεί ο Σιμωνίδης.

 — Και πράγματι, είπεν, εκεί καταντώμεν αλλ' ας μεταβάλωμεν τον
ορισμόν του φίλου και του εχθρού, αφού φαίνεται πως δεν τον
εθέσαμεν εξ αρχής ορθώς. — Και πώς τον εθέσαμεν, Πολέμαρχε; —
Ότι φίλος είναι εκείνος που τον θεωρούμεν ως χρηστόν. — Και
τώρα πώς να τον μεταβάλωμεν; ηρώτησα εγώ. — Εκείνος ο οποίος
και θεωρείται και είναι πράγματι χρηστός· ενώ εκείνος ο οποίος
απλώς νομίζεται τοιούτος, χωρίς και να είναι πράγματι, μόνον
κατά το φαινόμενον θα ήτο φίλος· το ίδιον δε ισχύει και περί
του εχθρού. — Ώστε κατά τούτον τον λόγον, όπως φαίνεται, φίλος
μεν θα είναι ο αγαθός άνθρωπος, εχθρός δε ο φαύλος. — Ναι. —
Δίδεις λοιπόν την άδειαν να κάμωμεν μίαν προσθήκην και εις τον
προηγούμενον εκείνον ορισμόν μας της δικαιοσύνης, κατά τον
οποίον ελέγομεν ότι δίκαιον είναι να ωφελούμεν τον φίλον και να
βλάπτωμεν τον εχθρόν; και να λέγωμεν τώρα, ότι δίκαιον είναι να
ωφελούμεν τον φίλον, όταν ούτος είναι χρηστός άνθρωπος, να
βλάπτωμεν δε τον εχθρόν, όταν είναι φαύλος; — Συμφωνότατος, μου
απεκρίθη, κ' έτσι μάλιστα, καμμίαν αντιλογίαν δεν θα επεδέχετο
το πράγμα.

 — Αλλά πώς; είπον εγώ· είναι τάχα ίδιον του δικαίου, να κάμνη
κακόν, έστω και εις οιονδήποτε άνθρωπον; — Αναμφιβόλως, μου
απεκρίθη, οφείλει βέβαια τουλάχιστον εις τους εχθρούς οι οποίοι
είναι φαύλοι. — Και δεν μου λέγεις, οι ίπποι εις τους οποίους
κάμνουν κακόν, γίνονται καλύτεροι ή χειρότεροι: — Χειρότεροι. —
Ως προς τι; ως προς τας αρετάς άρα γε που προσιδιάζουν εις
αυτούς, ή εις τους σκύλους; — Εις αυτούς βέβαια.

Και οι σκύλοι επομένως, όταν τους κάμνουν κακόν, γίνονται
χειρότεροι ως προς τας αρετάς, αι οποίαι προσιδιάζουν εις
αυτούς και όχι εις τους ίππους. — Κατ' ανάγκην. — Και περί των
ανθρώπων λοιπόν, φίλε μου, δεν θα είπωμεν κατά τον ίδιον
τρόπον, ότι βλαπτόμενοι γίνονται χειρότεροι εις την
προσιδιάζουσαν εις αυτούς αρετήν; — Πολύ μάλιστα. — Αλλά η
δικαιοσύνη δεν είναι ανθρωπίνη αρετή; — Δεν υπάρχει αντίρρησις.
— Επομένως οι βλαπτόμενοι άνθρωποι ανάγκη πάσα να γίνωνται
αδικώτεροι. — Φαίνεται.

 — Αλλά οι μουσικοί εν τη ιδιότητι της τέχνης των ημπορούν να
καταστήσουν τινά άμουσον; — Αδύνατον. — Και ένας διδάσκαλος της
ιππικής ημπορεί με την τέχνην του να κάμη κάποιον ανίκανον εις
αυτήν; — Δεν ημπορεί. — Αλλά με την δικαιοσύνην λοιπόν οι
δίκαιοι να κάμουν αδίκους; ή και γενικώς οι αγαθοί με την
αρετήν να κάμουν κακούς; — Αλλά αδύνατον. — Διότι βέβαια δεν
είναι της θερμότητος το έργον να παράγη ψύχος, αλλά του
αντιθέτου της. — Βέβαια. — Ούτε του αγαθού να προξενή κακόν,
αλλά του εναντίου του. — Φαίνεται.

 — Αλλά ο δίκαιος άνθρωπος είναι αγαθός; — Είναι βέβαια. — Δεν
είναι λοιπόν του δικαίου το έργον να κάμνη κακόν, Πολέμαρχε,
εις κανένα ούτε εις φίλον ούτε εις οποιονδήποτε άλλον, αλλά του
εναντίου του, δηλ. του ανθρώπου του αδίκου. — Παραδέχομαι ότι
έχεις πληρέστατον δίκαιον, Σωκράτη.

 — Εάν λοιπόν λέγη κανείς, ότι η δικαιοσύνη είναι το να αποδίδη
τις εις έκαστον τα οφειλόμενα, και εννοεί δι' αυτού ότι ο
δίκαιος άνθρωπος οφείλει εις μεν τους εχθρούς βλάβην, εις δε
τους φίλους ωφέλειαν, δεν ήτο βέβαια σοφός εκείνος που το είπε·
διότι δεν έλεγε την αλήθειαν, εύρομεν δε προ ολίγου ότι
ουδέποτε είναι δίκαιον να βλάπτη τις. — Είμαι σύμφωνος. — Και
θα αντικρούσωμεν επομένως από κοινού, εγώ και συ, πάντα όστις
ήθελεν ισχυρισθή ότι είπε τοιούτον πράγμα ή ο Σιμωνίδης ή ο
Βίας ή ο Πιττακός ή κανείς άλλος από τους σοφούς και μακαρίους
άνδρας. — Έτοιμος να λάβω το μέρος μαζί σου, απεκρίθη. — Αλλά
γνωρίζεις τίνος μου φαίνεται ότι είναι αυτό το αξίωμα, που
λέγει ότι δίκαιον είναι τους μεν φίλους να ωφελούμεν, τους δε
εχθρούς να βλάπτωμεν; Τίνος; ηρώτησε. — Στοχάζομαι ότι θα είναι
ή του Περιάνδρου ή του Περδίκκα ή του Ξέρξου ή του Ισμηνίου του
Θηβαίου ή κανενός άλλου πλουσίου, που είχε μεγάλην ιδέαν διά
την δύναμίν του. — Αλήθεια λέγεις. — Έστω. είπα εγώ, αλλ' αφού
ευρέθη ότι ουδέ εις τούτο έγκειται η δικαιοσύνη, πώς λοιπόν
αλλέως να την ορίση κανείς;

Καθ' όλον αυτόν τον διάλογόν μας πολλές φορές ο Θρασύμαχος
έκαμε εν τω μεταξύ να μας διακόψη και να αναμιχθή, εις την
συζήτησιν, συνεκρατείτο όμως υπό των παρακαθημένων, οι οποίοι
ήθελον να μας ακούσουν ως το τέλος. Αφού όμως ετελειώσαμεν
πλέον, και είπα εγώ αυτά, δεν ημπόρεσε πλέον να κρατηθή, αλλά
συστραφείς ως θηρίον εχύθηκε κατ' επάνω μας, ως διά να μας
διασπαράξη. Και εγώ και ο Πολέμαρχος εζαρώσαμεν από τον φόβον
μας. Εκείνος δε ανέκραξεν εις το μέσον. — Τι είναι αυτή η
φλυαρία που σας κρατεί τόση ώρα, Σωκράτη; Και τι μας παίζετε
τους κουτούς, προσποιούμενοι πότε ο ένας πότε ο άλλος ότι
πέφτει εις το πάλαιμα; Αλλ' αν θέλης αληθινά να γνωρίσης τι
είναι το δίκαιον, να μη περιορίζεσαι να ερωτάς μόνον, και να
ικανοποιής την ματαιοδοξίαν σου ελέγχων τας αποκρίσεις των
άλλων, αλλά να αποκριθής και συ ο ίδιος και να μας ειπής, τι
λέγεις ότι είναι το δίκαιον· πρόσεχε όμως μη μου απαντήσης ότι
είναι το πρέπον, ή το ωφέλιμον, ή το επικερδές, ή το συμφέρον,
αλλά να μου λέγης σαφώς και ακριβώς ό, τι έχεις να είπης· διότι
δεν είμαι εγώ από εκείνους να τα χάφτω, εάν μας λέγης τέτοια
αερολογήματα.

Και εγώ εις το άκουσμα αυτό εξαφνίστηκα, τα έχασα, τον έβλεπα
μετά τρόμου, και νομίζω και την φωνήν μου θα έχανα, αν δεν τον
εκύτταζα εγώ πριν να με κυττάξη εκείνος· διότι ευτυχώς επρόλαβα
και τον εκύτταξα πρώτος, μόλις ήρχισε να εξαγριώνεται, και έτσι
ημπόρεσα να του αποκριθώ, και του είπα με μια κάποια τρεμούλα.
— Μην είσαι, Θρασύμαχε, τόσον σκληρός μαζί μας! εάν υπεπέσαμεν
εις κανένα σφάλμα κατά την εξέλιξιν του διαλόγου μας, έσο
πεπεισμένος ότι δεν το εκάμαμεν εκουσίως. Εάν επρόκειτο έξαφνα
περί αναζητήσεως χρυσίου, δεν θα επίστευες βέβαια ποτέ ότι θα
ημπορούσαμεν να κάμνωμεν εκουσίως αυτάς τας αμοιβαίας
υποχωρήσεις προς αλλήλους κατά την αναζήτησίν του και θα
εχάναμεν άδικα τους κόπους μας διά να το εύρωμεν· πολλώ μάλλον
αφού επρόκειτο περί δικαιοσύνης, που είναι από όλον τον χρυσόν
του κόσμου πολυτιμότερον, δεν ήτο δυνατόν βέβαια να υποχωρούμεν
τόσον ανόητα προς αλλήλους και να μη βάζωμεν όλα μας τα δυνατά
διά να το ανακαλύψωμεν μίαν ώραν αρχύτερα· να είσαι πεπεισμένος
δι' αυτό. φίλε μου· αλλά, φαίνεται, δεν έφθαναν ως εκεί αι
δυνάμεις μας· και σεις οι σπουδαίοι είναι φυσικώτερον να
οικτίρετε μάλλον την αδυναμίαν μας παρά να αγανακτήτε μαζί μας.

 — Μα τον Ηρακλέα! είπε τότε ο Θρασύμαχος ανακαγχάζων με ένα
προσποιημένον γέλωτα, νά την η συνηθισμένη εκείνη ειρωνεία του
Σωκράτους· αλλά τα ήξευρα εγώ και τα προέλεγα εις αυτούς, ότι
συ θα απέφευγες να απαντήσης και θα το εγύριζες εις τας
ειρωνείας, και ότι κάθε άλλο θα έκανες παρά να αποκριθής, εάν
σε ερωτήση κανείς. — Αληθινά σοφός είσαι, Θρασύμαχε, του είπα
εγώ· το ήξευρες πολύ καλά ότι, αν ερωτούσες κανένα, «πόσα είναι
τα δώδεκα», συγχρόνως όμως του προέλεγες· «κύτταξε μόνον να μη
μου απαντήσης ότι είναι δύο φορές έξ ή τρείς φορές τέσσερα, ή
έξ φορές δύο, ή τέσσαρες φορές τρία, διότι δεν θα παραδεχθώ να
ακούσω τοιαύτας φλυαρίας», το ήξευρες, λέγω, εκ των προτέρων,
ότι κανείς δεν θα ημπορούσε να σου απαντήση εις ερώτησιν την
οποίαν έθεσες τοιουτοτρόπως· αλλ' αν σου έλεγε· «τι είναι αυτά,
Θρασύμαχε; να μη σου δώσω καμμίαν από αυτάς τας αποκρίσεις, που
απηγόρευσες, και αν ακόμη μέσα εις αυτάς περιείχετο η μόνη
αληθινή, παρά να σου είπω άλλο τι, έξω από αυτήν;», τι θα του
έλεγες;

 — Ναι δα! απήντησεν ο Θρασύμαχος· πόσον είναι όμοιον μ'
εκείνο! — Δεν έχει να κάμη τίποτε, είπα εγώ· διότι και αν δεν
είναι όμοιον, φαίνεται όμως τοιούτον εις τον ερωτηθέντα,
νομίζεις ότι δεν θα δώση εκείνος την απάντησιν που του φαίνεται
ορθή, είτε του το απαγορεύσωμεν ημείς, είτε όχι; — Αυτό λοιπόν
έχεις και συ σκοπόν να κάμης; μου είπε· σκέπτεσαι να δώσης
καμμίαν από τας απαντήσεις που σου απηγόρευσα;

 — Δεν θα ήτο διόλου παράξενον, του απήντησα εγώ, εάν, αφού
εξήταζα καλά το ζήτημα, ελάμβανα τοιαύτην απόφασιν.

 — Τι θα ειπής όμως, εάν εγώ σου δείξω άλλην απόκρισιν
διαφορετικήν από όλας εκείνας και συγχρόνως καλυτέραν εν σχέσει
με την δικαιοσύνην; τι δέχεσαι να πάθης; — Τι άλλο, απήντησα
εγώ, παρά ό, τι ταιριάζει να παθαίνη εκείνος που δεν γνωρίζει
κάτι; δηλαδή, να το μάθη από τον γνωρίζοντα· και εγώ λοιπόν
δέχομαι να το πάθω αυτό.

 — Είσαι νόστιμος, μου είπε· να μάθης βέβαια, αλλά να πληρώσης
συγχρόνως και χρήματα. — Όταν μου ευρεθούν . . . — Ευρίσκονται,
ευρίσκονται, είπεν ο Γλαύκων αν πρόκειται διά χρήματα, λέγε,
Θρασύμαχε· διότι όλοι ημείς θα συνεισφέρωμεν διά τον Σωκράτη. —
Ναι· πώς όχι, απήντησεν εκείνος, διά να κάμη πάλιν ο Σωκράτης
τα συνηθισμένα του, να μην αποκρίνεται ο ίδιος, αλλά να λαμβάνη
τον λόγον και να εξελέγχη τας αποκρίσεις του άλλου. — Μα και
πώς, καλέ μου άνθρωπε, είπα εγώ, θέλεις να αποκρίνεται ένας ο
οποίος πρώτον μεν δεν γνωρίζει και ομολογεί την άγνοιάν του,
έπειτα, και αν έχη και καμμίαν ιδέαν περί αυτών, του απηγορεύθη
από άνθρωπον όχι αξιοκαταφρόνητον να απαντήση τίποτε από εκείνα
που νομίζει σωστά; Ώστε συ είναι φυσικώτερον να λάβης τον
λόγον, αφού μάλιστα ισχυρίζεσαι ότι γνωρίζεις και έχεις να
ειπής κάτι περί της δικαιοσύνης· μη θέλης λοιπόν παρακλήσεις,
αλλά και εμένα κάμε μου την χάριν, και διά τον Γλαύκωνα αυτόν
και τους άλλους μη φθονής τα φώτα σου.

Αφού είπα αυτά, και ο Γλαύκων και οι άλλοι συνήνωσαν τας
παρακλήσεις των· και ο Θρασύμαχος εφαίνετο μεν ότι διεφλέγετο
υπό της επιθυμίας να ομιλήση, διά να επισπάση την επιδοκιμασίαν
του ακροατηρίου, επειδή ήτο πεπεισμένος ότι θα έλεγε θαυμάσια
πράγματα· αλλ' ακόμη έκαμνεν ότι επροσποιείτο και επέμενεν εις
το ότι εγώ είμαι ο αποκρινόμενος.

Εις το τέλος υπεχώρησε και — Αυτή δα, είπεν, είναι η σοφία του
Σωκράτους, να μη θέλη ο ίδιος να διδάσκη, αλλά να γυρίζη και να
μανθάνη από τους άλλους, χωρίς μάλιστα και να τους το γνωρίζη
χάριν. — Ότι πράγματι μανθάνω από τους άλλους, είπα εγώ, αυτό
είναι η αλήθεια, Θρασύμαχε· έχεις άδικον όμως να λέγης και ότι
δεν τους το χρεωστώ χάριν· εγώ απεναντίας πληρώνω, όπως ημπορώ,
το χρέος μου· και ημπορώ μόνον να επαινώ· διότι χρήματα δεν
έχω· και πόσον πρόθυμα το κάμνω αυτό, θα το γνωρίσης και συ
πολύ καλά αμέσως, αφού αποκριθής· διότι στοχάζομαι ότι θα είπης
ωραία πράγματα.

 — Άκουε λοιπόν, είπεν εκείνος. Λέγω ότι το δίκαιον δεν είναι
τίποτε άλλο παρά το συμφέρον του ισχυροτέρου. Μα πώς; δεν
επικροτείς λοιπόν; Δεν σε βλέπω πολύ πρόθυμον. — Πώς; του
απήντησα· αφού όμως πρώτα καταλάβω τι εννοείς· διότι ακόμη δεν
ενόησα· ισχυρίζεσαι ότι δίκαιον είναι το συμφέρον του
ισχυροτέρου· και τι εννοείς μ' αυτό, Θρασύμαχε; διότι βέβαια
δεν θέλεις να είπης ότι, αφού ο Πολυδάμας ο αθλητής είναι
ισχυρότερός μας και τον συμφέρει προς διατήρησιν των σωματικών
του δυνάμεων να τρώγη βωδινά κρέατα, το ίδιον είναι και δι'
ημάς τους ασθενεστέρους του συμφέρον και δίκαιον.

 — Είσαι άνοστος, Σωκράτη· και πάντα ζητείς να τα γυρίζης εις
τρόπον που να καταστρέφης την συζήτησιν. — Κάθε άλλο, καλέ μου,
του απήντησα εγώ· μόνον να μου ειπής σαφέστερον τι εννοείς. —
Και δεν γνωρίζεις λοιπόν, μου είπεν, ότι άλλαι μεν πόλεις
έχουσι μοναρχικά πολιτεύματα, άλλαι δε αριστοκρατικά και άλλαι
τέλος, δημοκρατικά; — Το γνωρίζω.

 — Λοιπόν εις εκάστην πολιτείαν δεν είναι ισχυρότερον εκείνο το
οποίον έχει την κυβέρνησιν των πραγμάτων; — Βεβαιότατα.

 — Και εκάστη κυβέρνησις δεν θέτει τους νόμους συμφώνως προς το
συμφέρον της, η μεν δημοκρατία δημοκρατικούς, η βασιλεία
μοναρχικούς, και αι λοιπαί ομοίως; Και αφού άπαξ τους θέσουν,
ορίζουν ότι τούτο είναι δίκαιον διά τους υπηκόους, εκείνο δηλ.
που συμφέρει εις τον εαυτόν τους, και όσοι τολμήσουν να
εξέλθουν από αυτό τους τιμωρούν, ως παρανομούντας και
αδικούντας· αυτό λοιπόν είναι, σοφολογιώτατέ μου, που λέγω ότι
εις όλας τας πόλεις είναι το ίδιον το δίκαιον, δηλ. το συμφέρον
της υφισταμένης εξουσίας· αυτή δε είναι, ως γνωστόν, το
ισχυρότερον, ώστε συμβαίνει διά τον γνωρίζοντα να σκέπτεται, να
είναι το αυτό παντού και πάντοτε το δίκαιον, δηλ. το συμφέρον
του ισχυροτέρου.

 — Τώρα μάλιστα, ενόησα τι λέγεις, είπα εγώ· αν όμως είναι και
αληθές αυτό, ή όχι, θα προσπαθήσω να το καταλάβω. Το συμφέρον
λοιπόν απεκρίθης και συ Θρασύμαχε, ότι είναι το δίκαιον· αν και
εις εμένα απηγόρευες τότε να απαντήσω έτσι, με μόνην την
διαφοράν ότι επρόσθεσες εσύ και του ισχυροτέρου. — Μικρά ίσως
προσθήκη, είπεν εκείνος. — Δεν ηξεύρομεν ακόμη αν δεν είναι και
μεγάλη· τούτο μόνον ηξεύρω, ότι πρέπει να εξετάσωμεν εάν είναι
αληθές αυτό που λέγεις· διότι επειδή και εγώ οπωσδήποτε είμαι
σύμφωνος, ότι το δίκαιον είναι κάποιο συμφέρον, εσύ δε
προσθέτεις και λέγεις: το συμφέρον του ισχυροτέρου — πράγμα το
οποίον εγώ αγνοώ — ανάγκη να το εξετάσωμεν. — Εξέταζε λοιπόν. —
Αυτό και θα κάμω· αλλά ειπέ μου, και το να πείθεται κανείς εις
τους άρχοντας, δεν λέγεις ότι είναι δίκαιον και αυτό; —
Βεβαιότατα. — Αλλά οι άρχοντες εις τας διαφόρους πόλεις είναι
τάχα αναμάρτητοι, ή δύνανται και αυτοί να υποπέσουν εις
σφάλματα; — Βεβαίως δύνανται. — Ώστε όταν αναλαμβάνουν να
θέσουν νόμους, άλλους μεν θέτουν ορθώς, μερικούς όμως και όχι.
— Αυτό φρονώ και εγώ. — Και άραγε οι μεν ορθώς νομοθετημένοι θα
είναι σύμφωνοι με το συμφέρον των, οι δε άλλοι ασύμφοροι δι'
εαυτούς; ή πώς λέγεις; — Έτσι ακριβώς. — Όσα όμως νομοθετήσουν,
οφείλουν να τα τηρώσιν οι υπήκοοι, και εις τούτο έγκειται το
δίκαιον, καθώς είπομεν; — Πώς όχι; — Δίκαιον λοιπόν, κατά τον
λόγον σου, είναι όχι μόνον το συμφέρον του ισχυροτέρου, αλλά
και το εναντίον, το μη συμφέρον.

 — Καλέ τι μας λέγεις! — Εκείνα που λέγεις εσύ, όπως μου
φαίνεται· και ας εξετάσωμεν το πράγμα καλύτερα. Δεν εμείναμεν
σύμφωνοι ότι οι άρχοντες επιβάλλοντες το πρακτέον εις τους
υπηκόους των αστοχούν ενίοτε το συμφέρον των, είναι όμως
δίκαιον οι υπήκοοι να πράττουν πάντοτε τα προστεταγμένα; δεν το
παρεδέχθημεν αυτό; — Ναι, νομίζω. — Ομολόγησε λοιπόν ότι έχεις
παραδεχθή, αφού λέγεις ότι δίκαιον είναι οι υπήκοοι να πράττουν
όσα προστάττουν οι άρχοντες, ότι είναι δίκαιον επίσης να
πράττουν και όσα είναι ασύμφορα διά τους άρχοντας και τους
ισχυροτέρους, όταν ούτοι ακουσίως νομοθετήσουν πράγματα εναντία
προς το συμφέρον των· ώστε δεν πρέπει τότε κατ' ανάγκην να
συμβαίνη, σοφώτατε Θρασύμαχε, να είναι δίκαιον όλως διόλου το
εναντίον από εκείνο που έλεγες; αφού λαμβάνει διαταγήν και
είναι υποχρεωμένος ο ασθενέστερος να κάμνη εκείνο που είναι
ασύμφορον διά τον ισχυρότερον;

 — Δίχως αμφιβολίαν, Σώκρατες, διέκοψεν ο Πολέμαρχος, αυτό
είναι προφανέστατον. — Χωρίς άλλο, έλαβε τον λόγον και είπεν ο
Κλειτοφών, εάν και συ βέβαια το μαρτυρής. — Και τι ανάγκην έχει
μάρτυρος, επανέλαβεν, αφού ο ίδιος ο Θρασύμαχος ομολογεί, ότι
οι μεν άρχοντες προστάττουν ενίοτε πράγματα κακά διά τους
εαυτούς των, οι δε υπήκοοι είναι δίκαιον να τα εκτελούν; — Το
να πράττουν απλώς τα προσταττόμενα υπό των αρχόντων, Πολέμαρχε,
ώρισεν ότι είναι δίκαιον ο Θρασύμαχος. — Ναι, αλλά ώρισε
προσέτι, Κλειτοφών, ότι το συμφέρον του ισχυροτέρου είναι το
δίκαιον· και αφού έθεσε τα δύο αυτά αξιώματα, ωμολόγησε πάλιν
ότι ενίοτε οι ισχυρότεροι προστάττουν εις τους ασθενεστέρους να
κάμνουν πράγματα ασύμφορα διά τους εαυτούς των· και από αυτάς
τας δύο ομολογίας εξάγεται το συμπέρασμα, ότι το δίκαιον θα ήτο
όχι περισσότερον εκείνο που συμφέρει τους ισχυροτέρους, παρά
και εκείνο που δεν τους συμφέρει.

 — Αλλά, είπεν ο Κλειτοφών, λέγων ο Θρασύμαχος το συμφέρον του
ισχυροτέρου ενοούσε εκείνο που κρίνει ο ισχυρότερος ως συμφέρον
του· και αυτό πρέπει να πράττη ο ασθενέστερος, και αυτό ώριζεν
ότι είναι το δίκαιον. — Ναι, μα δεν έλεγε καθόλου έτσι, είπεν ο
Πολέμαρχος. — Δεν σημαίνει δα και τίποτε, είπα εγώ, Πολέμαρχε,
αλλ' αν θέλη να δώση τώρα αυτήν την εξήγησιν ο Θρασύμαχος,
εμείς το δεχόμεθα και αυτό. Ειπέ μου λοιπόν, Θρασύμαχε, αυτό
είναι που ενοούσες με το δίκαιον, το συμφέρον δηλαδή του
ισχυροτέρου, όπως το κρίνει αυτός ο ίδιος, αδιάφορον εάν
πράγματι τον συμφέρη, είτε και όχι;

 — Εγώ; καθόλου! νομίζεις λοιπόν ότι ονομάζω ισχυρότερον έναν
άνθρωπον σφαλλόμενον, εφ' όσον σφάλλεται; — Πραγματικώς, είπον,
αυτό ενόμιζα πως έλεγες, όταν παρεδέχεσο ότι οι άρχοντες δεν
είναι αναμάρτητοι, αλλά περιπίπτουν και εις σφάλματα κάποτε. —
Βέβαια, διότι είσαι συκοφάντης εις τους λόγους, Σώκρατες· αλλά,
δεν μου λέγεις, ιατρόν ονομάζεις εσύ έξαφνα έναν που απατάται
ως προς τας ασθενείας, εφ' όσον εξαπατάται εις αυτό το πράγμα,
ή λογιστήν έναν που κάμνει λάθη εις τους λογαριασμούς, εφ' όσον
και όταν υποπίπτη εις αυτά τα λάθη; Είναι αληθές ότι λέγομεν
εις την ομιλίαν συνήθως, ότι ο ιατρός ηπατήθη, ο λογιστής έκαμε
λάθος, ο γραμματικός και ούτω καθ' εξής. Πράγματι όμως, φρονώ,
έκαστος από αυτούς, εφ' όσον είναι εκείνο που τον λέγομεν ότι
είναι, ουδέποτε υποπίπτει εις σφάλματα. Ώστε, ακριβώς ειπείν,
αφού και συ τόσον ακριβολογείς, κανείς από τους κατόχους μιας
τέχνης ή επιστήμης δεν περιπίπτει εις λάθη· διότι μόνον όταν
τον εγκαταλίπη η επιστήμη του σφάλλεται, οπότε όμως δεν είναι
πλέον επιστήμων. Ώστε είτε επιστήμων, είτε τεχνίτης, είτε
σοφός, είτε άρχων ουδέποτε απατάται εφ' όσον είναι τοιούτος, αν
και εις την κοινήν ομιλίαν λέγομεν ότι ο ιατρός ηπατήθη, ο
άρχων έσφαλλε· και κάτι τοιούτο δέξου και συ τώρα ότι σου
απήντησα· η ακριβολογία όμως του πράγματος είναι αυτή· ο άρχων,
εφ' όσον είναι άρχων δεν σφάλλεται, και αφού επομένως δεν
σφάλλεται, νομοθετεί το συμφερώτερον διά τον εαυτόν του, τούτο
δε πρέπει να το εκτελούν οι υπήκοοι. Ώστε, όπως εξ αρχής ώρισα
το δίκαιον, και τώρα επαναλαμβάνω ότι δίκαιον είναι το συμφέρον
του ισχυροτέρου.

 — Έστω, είπα εγώ, Θρασύμαχε· λοιπόν με θεωρείς συκοφάντην; —
Και πολύ μάλιστα. — Νομίζεις δηλαδή ότι επιβούλως και διά να σε
παγιδεύσω εις τους λόγους σε ηρώτησα όπως σε ηρώτησα; — Είμαι
βεβαιότατος, αλλά και τίποτε δεν έχεις να κερδίσης με αυτό· δεν
θα διαλάβουν πλέον την προσοχήν μου αι παγίδες σου, αλλά, και
αν με διαλάθουν, δεν θα το καταφέρης να με πιάσης εις τα λόγια.
— Ούτε καν θα το επιχειρήσω, ευλογημένε· αλλά διά να μη μας
συμβή πάλιν τίποτε παρόμοιον, όρισε πώς λαμβάνεις τον άρχοντα
και τον ισχυρότερον, κατά την κοινήν χρήσιν της λέξεως, ή με
την πάσαν ακριβολογίαν εκείνον, του οποίου το συμφέρον, επειδή
είναι ισχυρότερος, είναι δίκαιον να κανονίζη πάντοτε τας
πράξεις του ασθενέστερου; — Ναι, αυτόν, τον με πάσαν την
ακριβολογίαν της λέξεως άρχοντα· και συ, βάλε εις ενέργειαν όλα
σου τα τεχνάσματα και τας συκοφαντίας, εάν ημπορής· όλα σου τα
επιτρέπω· αλλά θα χάσης άδικα τους κόπους σου. — Και νομίζεις
ότι είμαι τόσον τρελλός, ώστε να τολμήσω να κουρεύσω λέοντα ή
να συκοφαντήσω τον Θρασύμαχον; — Και μολαταύτα και αυτό το
εδοκίμασες, αν και ωραία τα κατάφερες.

 — Ας τελειώνωμεν πλέον μ' αυτά, είπα εγώ· και λέγε μου τώρα· ο
κατά την ακριβολογίαν της λέξεως ιατρός, όπως τον ώρισες, είναι
τάχα χρηματιστής ή θεραπευτής των ασθενούντων; — Θεραπευτής των
ασθενούντων; — Και ο κυβερνήτης πάλιν; ο ορθώς εννοούμενος
κυβερνήτης, είναι αρχηγός των ναυτών, ή ναύτης; — Αργηγός των
ναυτών. — Ουδέ πρέπει, νομίζω, να λάβωμεν υπ' όψιν ότι
ταξιδεύει επί του αυτού πλοίου και ότι πρέπει διά τούτο να
ονομασθή ναύτης· επειδή κυβερνήτης ονομάζεται όχι διότι
ταξιδεύει, αλλά από την τέχνην του και από την εξουσίαν που
έχει επί των ναυτών! — Είναι αλήθεια. — Και δεν υπάρχει δι'
έκαστον εξ αυτών κάτι, που να του είναι το συμφέρον του; —
Υπάρχει βέβαια. — Και ο σκοπός της τέχνης εκάστου δεν είναι
αυτός, να ζητή το συμφέρον διά τον καθένα και να του το παρέχη;
— Μάλιστα αυτός είναι. — Και μήπως άραγε άλλο τι είναι το
συμφέρον εκάστης τέχνης παρά να επιδιώκη να γίνεται όσον το
δυνατόν τελεία; — Τι εννοείς με την ερώτησίν σου; — Νά, όπως
παραδείγματος χάριν, αν μ' ερωτούσες: εάν είναι αρκετόν εις το
σώμα να είναι σώμα, ή έχη ανάγκην και άλλου τινός πράγματος, θα
σου απαντούσα, ότι και πάρα έχει μάλιστα· και δι' αυτό ακριβώς
ευρέθη και η ιατρική τέχνη, διότι το σώμα ενίοτε αρρωσταίνει
και δεν το σηκώνει να είναι τοιούτον· διά να του παρέχη λοιπόν
εκείνα που το συμφέρουν, εφευρέθη προς τον σκοπόν τούτον αυτή η
τέχνη, θα είχα λοιπόν δίκαιον αν σου απαντούσα τοιουτοτρόπως, ή
όχι; — Θα είχες.

 — Τώρα σε ερωτώ. Αυτή η ιατρική, ή άλλη οιαδήποτε τέχνη, είναι
καθ' εαυτήν ελαττωματική και έχει ανάγκην άλλου τινός πράγματος
ή ιδιότητος, καθώς οι οφθαλμοί έχουν ανάγκην της οράσεως και τα
ώτα της ακοής και διά τούτο χρειάζονται κάποιαν τέχνην που να
εξετάζη τι είναι εκείνο που τους συμφέρει και να τους το
παρέχη; έχει λοιπόν και η τέχνη αυτή κάποιαν έλλειψιν και
χρειάζεται κάθε τέχνη μίαν άλλην, η οποία να εξετάζη το
συμφέρον της, και πάλιν αυτή η τελευταία μίαν άλλην τοιαύτην
και ούτω καθεξής επ' άπειρον; ή αυτή η ιδία θα είναι αρκετή να
φροντίζη διά το ίδιον το συμφέρον της; ή ούτε του εαυτού της
ούτε κανενός άλλου έχει ανάγκην να φροντίζη δι' εκείνο το
οποίον είναι συμφέρον εις τας ελλείψεις της, διότι δεν υπάρχει
καμμία έλλειψις ούτε κανένα ελάττωμα εις καμμίαν τέχνην, ουδέ
αρμόζει εις την τέχνην να ζητή το συμφέρον κανενός άλλου
πράγματος, παρά μόνον εκείνου του οποίου είναι τέχνη, αυτή δε
μένει πάντοτε αβλαβής, ακεραία και τελεία, εφ' όσον τουλάχιστον
διατηρεί αρτίαν την φυσικήν αυτής υπόστασιν; Και σκέψου με όλην
εκείνην την ακριβολογίαν· ούτως έχει το πράγμα ή άλλως πως; —
Ούτως έχει.

 — Δεν επιδιώκει λοιπόν, είπα εγώ, η ιατρική το συμφέρον της
ιατρικής αλλά του σώματος. — Ναι. — Ούτε η ιππευτική της
ιππευτικής αλλά των ίππων· ούτε άλλη καμμία τέχνη το ιδικόν της
συμφέρον, διότι ούτε έχει ανάγκην, αλλά εκείνου του οποίου
είναι τέχνη. — Έτσι φαίνεται. — Αλλ' όμως, ω Θρασύμαχε,
εξουσιάζουν αι τέχναι και είναι ανώτεραι από εκείνο, του οποίου
είναι τέχναι; Συνεφώνησε και εις αυτό, αν και με κάποιαν
δυσκολίαν. — Καμμία λοιπόν επιστήμη δεν αποβλέπει εις το
συμφέρον του ισχυροτέρου ουδ' επιβάλλει αυτό, αλλ' απεναντίας
του ασθενεστέρου και του υποκειμένου εις αυτήν. Έμεινεν εις το
τέλος σύμφωνος και εις αυτό, επεχείρησεν όμως να φέρη κάποιας
αντιρρήσεις.

 — Τοιουτοτρόπως λοιπόν, εξηκολούθησα εγώ, κανείς ιατρός εφ'
όσον είναι τοιούτος, δεν αποβλέπει εις το συμφέρον του ιατρού
ουδ' επιβάλλει αυτό, αλλ' εις το συμφέρον του αρρώστου· διότι
παρεδέχθημεν ότι ο πράγματι ιατρός έχει εις την δικαιοδοσίαν
του τα σώματα, και δεν είναι χρηματιστής έξαφνα· δεν το
παρεδέχθημεν αλήθεια; — Μάλιστα, απήντησε. — Και ο κυβερνήτης
επίσης ο πραγματικός, ότι είναι αρχηγός των ναυτών και όχι
ναύτης. — Το παρεδέχθημεν και αυτό. Δεν θα κυττάξη λοιπόν ούτε
θα προστάξη ο τοιούτος κυβερνήτης και αρχηγός εκείνο που
συμφέρει εις τον κυβερνήτην και τον αρχηγόν, αλλ' εκείνο που
συμφέρει εις τον υπό την εξουσίαν του, εις τον ναύτην.
Συνεφώνησε μόλις και μετά βίας.

 — Και επομένως, Θρασύμαχε, και κανείς άλλος εις καμμίαν αρχήν,
εφ' όσον είναι άρχων, δεν αποβλέπει ούτε επιβάλλει το ιδικόν
του συμφέρον, αλλά το συμφέρον τον αρχομένου και του
υποκειμένου εις την δικαιοδοσίαν του· και έχων πάντοτε προ
οφθαλμών τι συμφέρει και τι του χρειάζεται, κανονίζει σύμφωνα
με αυτό όλους του τους λόγους, όλας του τας πράξεις.

Ενώ λοιπόν εφθάσαμεν εις αυτό το σημείον της συζητήσεως και
όλοι έβλεπαν φανερά ότι η δικαιοσύνη παρουσιάσθη, όλως διόλου
αντίθετος από τον ορισμόν του, ο Θρασύμαχος, αντί να απαντήση,
με ερωτά έξαφνα. — Δεν μου λέγεις, Σωκράτη, έχεις παραμάννα; —
Δεν άξιζε καλύτερα, του είπα εγώ, να μου απαντήσης, παρά να μου
κάνης τοιαύτας ερωτήσεις; — Δεν κάνει καλά, εξηκολούθησεν
εκείνος, να σ' αφήνη έτσι και να μη σε ξεμυξιάζη· κ' έχεις
ανάγκην, μα το ναι, αφού δεν είσαι εις θέσιν να ξεχωρίσης τι
είναι τα πρόβατα και τι είναι ο βοσκός. — Και πώς το ενόησες,
παρακαλώ; — Επειδή πιστεύεις ότι οι βοσκοί και οι βουκόλοι δεν
φροντίζουν παρά διά το καλόν των προβάτων και των βωδιών και τα
παχύνουν και τα περιποιούνται διά κάθε άλλο, παρά διά το
συμφέρον των κυρίων των και το ιδικόν των. Έτσι φαίνεται
φαντάζεσαι πως και οι άρχοντες των πόλεων, εκείνοι που είναι
πραγματικώς άρχοντες, άλλα αισθήματα τρέφουν προς τους υπηκόους
των διαφορετικά από τας διαθέσεις που θα είχε κανείς διά τα
πρόβατα, και ότι σκέπτονται νύκτα και ημέραν άλλο τίποτε, παρά
πώς να ωφεληθούν από αυτούς· και τόσον μακράν είσαι από το να
εννοής το δίκαιον και την δικαιοσύνην, το άδικον και την
αδικίαν, ώστε αγνοείς ότι η μεν δικαιοσύνη και το δίκαιον είναι
πράγμα καλόν όχι διά τον δίκαιον, αλλά δι' εκείνον που έχει την
δύναμιν και εξουσιάζει, ενώ δι' εκείνον που υπακούει και
δουλεύει προσιδιάζει η βλάβη· η δε αδικία το εναντίον έχει εις
την εξουσίαν της τους αληθώς απλοϊκούς και αγαθούς ανθρώπους,
αυτοί δε πράττουν κατά το συμφέρον του ισχυροτέρου, και τον
κάμνουν ευτυχή με τας υπηρεσίας των, ενώ τον εαυτόν των κάθε
άλλο. Και ιδού πώς πρέπει να εξετάζης τα πράγματα, αφελέστατε
άνθρωπε: ο δίκαιος εις όλας τας περιστάσεις μειονεκτεί του
αδίκου· πρώτον μεν εις τας ιδιωτικάς συναλλαγάς, όπου
συνεταιρισθούν ο τοιούτος με τον τοιούτον, ποτέ εις την
διάλυσιν δεν θα εύρης τον δίκαιον κερδημένον, αλλ' απεναντίας
ζημιωμένον· έπειτα εις τα πολιτικά ζητήματα, όταν επιβληθώσιν
εισφοραί, ο δίκαιος με ίσην περιουσίαν θα συνεισφέρη
περισσότερα, ο άδικος ολιγώτερα· και όταν πάλιν πρόκειται περί
αποδοχών, ο ένας τίποτε, ο άλλος πάμπολλα κερδίζει· εις τας
διαχειρίσεις αφ' ετέρου δημοσίων λειτουργιών, ο δίκαιος, και αν
συμβή να μη υποστή καμμίαν άλλην ζημίαν, αφήνει τα ιδιωτικά του
συμφέροντα και παίρνουν τον κατήφορον, επειδή τα παραμελεί, από
δε το δημόσιον τίποτε δεν ωφελείται, διότι είναι ακέραιος, προς
τούτοις δε αποκτά και εχθρούς τους οικείους και τους γνωρίμους
του, όταν δεν θελήση να τους κάμη καμμίαν ευκολίαν παρά το
δίκαιον. Ενώ με τον άδικον θα ίδης όλως διόλου τα εναντία· και
εννοώ εκείνον που έλεγα πριν, ότι έχει την δύναμιν και την
ικανότητα να παίρνη εμπρός τους άλλους· αυτόν κύτταξε, εάν
θέλης να κρίνης, πόσον τον συμφέρει περισσότερον να είναι
άδικος παρά δίκαιος. Και απ' όλα καλύτερα θα το εννοήσης, εάν
μεταβής αμέσως εις την τελειοτάτην αδικίαν, η οποία καθιστά
ευτυχέστατον μεν εκείνον όστις την διαπράττει, αθλιωτάτους δε
εκείνους οι οποίοι την υφίστανται και που δεν θέλουν οι ίδιοι
να αδικήσουν· εννοώ δηλαδή την τυραννίδα, η οποία θέτει εις
ενέργειαν και τον δόλον και την βίαν διά να βάλη εις το χέρι
όχι μικρόν κατά μικρόν τα αγαθά του άλλου, αλλά χωρίς να
σέβεται ούτε όσιον ούτε ιερόν σφετερίζεται άπαξ και διά μιας
δημοσίας και ιδιωτικάς περιουσίας· κάθε άλλος ο οποίος ήθελε
διαπράξη μονομερώς καμμίαν από αυτάς τας αδικίας και
ανακαλυφθή, υφίσταται τας μεγίστας τιμωρίας και τους εσχάτους
εξευτελισμούς· και αναλόγως του αδικήματος που ήθελε χωριστά ο
καθένας κάμη, τους ονομάζουν και ιεροσύλους, και σωματεμπόρους,
και τυμβωρύχους και κλέπτας και λωποδύτας και τα λοιπά. Εάν
όμως κανείς εκτός της περιουσίας των πολιτών στερήση αυτούς και
της προσωπικής των ελευθερίας και τους μεταβάλη εις ανδράποδα,
αντί όλων αυτών των αισχρών ονομάτων, ευτυχής άνθρωπος και
μακάριος ονομάζεται, όχι μόνον υπό των πολιτών αλλά και υπό των
άλλων, όσοι λάβουν γνώσιν της αδικίας την οποίαν διέπραξε·
διότι, αν καταφέρωνται κατά της αδικίας εκείνοι οι οποίοι
καταφέρονται, το κάμνουν όχι διότι φοβούνται να την πράξουν,
αλλά διότι φοβούνται να την υποστούν, καλέ μου Σωκράτη· τόσον
είναι αληθές ότι η αδικία, όταν φθάνη εις ένα τοιούτον βαθμόν,
είναι ισχυροτέρα και ελευθερωτέρα και δεσποτικωτέρα από την
δικαιοσύνην, και όπως εξ αρχής έλεγα, δίκαιον μεν είναι το
συμφέρον του ισχυροτέρου, άδικον δε εκείνο το οποίον ωφελεί και
συμφέρει τον εαυτόν του.

Ο Θρασύμαχος, αφού καθώς λουτράρης μας επλημμύρησε τα αυτιά μας
με τον μακρόν και μαζευμένον αυτόν λόγον, έδειξε πως είχε την
πρόθεσιν να αναχωρήση· δεν τον άφησαν όμως οι παριστάμενοι αλλά
τον ηνάγκασαν να μείνη και να δικαιολογήση αυτά που είπε· και
εγώ ακόμη ο ίδιος τον παρεκάλεσα πάρα πολύ και του είπα· — Ω
ευλογημένε Θρασύμαχε, αφού μας έρριψες εις το μέσον ένα
τοιούτον λόγον, σκέπτεσαι τώρα να αναχωρήσης, πριν να μας
διδάξης επαρκώς ή και συ ο ίδιος να μάθης, αν είναι έτσι καθώς
τα είπες, ή αλλέως; ή νομίζεις ότι αυτό το πράγμα που πρόκειται
να καθορισθή έχει τόσον μικράν σημασίαν, και δεν είναι αυτός ο
κανών του βίου, τον οποίον όταν ακολουθή ο καθένας μας, θα έχη
την μεγαλυτέραν ωφέλειαν εις την ζωήν του; — Και ποιος σου
λέγει, παρακαλώ, ότι εγώ έχω διαφορετικήν ιδέαν δι' αυτό; — Μου
φαίνεται όμως σαν να μη σε μέλει καθόλου δι' ημάς, και ούτε
φροντίζεις αν θα περάσωμεν καλύτερα ή χειρότερα την ζωήν μας,
αφού δεν θα γνωρίζωμεν αυτό που λέγεις ότι γνωρίζεις εσύ. Αλλά,
έλα, καλέ μας, λάβε την καλωσύνην να το υποδείξης και εις ημάς·
δεν θα έχης να κάμης με αχαρίστους, αν κάμης αυτό το καλόν εις
τόσους που είμεθα ημείς. Όσον διά το μέρος μου, εγώ σου το
λέγω, πως ποτέ μου δεν πείθομαι ούτε το παραδέχομαι ότι η
αδικία είναι επικερδεστέρα της δικαιοσύνης, και ούτε ακόμη εάν
την αφήνη κανείς ελευθέραν και δεν την εμποδίζη να κάνη ό,τι
θέλει. Ναι, Θρασύμαχε, ας είναι κανείς άδικος, ας έχη την
δύναμιν να αδική είτε διά της βίας είτε με την επιτηδειότητά
του· λοιπόν δεν ημπορής να με πείσης ότι αυτός θα είναι πλέον
κερδημένος παρά εάν ήτο δίκαιος· και ίσως να μην είμαι μόνος
εγώ που να έχω αυτήν την ιδέαν. Απόδειξέ μας λοιπόν ωρισμένως,
καλέ μου, ότι πλανώμεθα να προτιμούμεν την δικαιοσύνην από την
αδικίαν.

 — Και πώς θέλεις να σε πείσω; απεκρίθη· εάν δεν έχης πεισθή με
αυτά που σου είπα, τι θέλεις παραπάνω να σου κάμω; ή να φέρω
μέσα εις την ψυχήν σου να σου βάλω τον λόγον; — Όχι, μα τον
Θεόν, δεν έχω αυτήν την αξίωσιν· αλλά πρώτον μεν θέλω να
εμμένης εις εκείνα που λέγεις· ή, εάν μεταβάλης τίποτε, να το
κάμνης φανερά και να μη μας εξαπατάς· διότι τώρα βλέπεις,
Θρασύμαχε, διά να επανέλθωμεν εις τα προηγούμενα εκείνα, ενώ
κατ' αρχάς ώρισες τον πράγματι ιατρόν, δεν ενόμισες ότι έπρεπε
να φυλάξης την αυτήν ακρίβειαν και εις τον ορισμόν του αληθινού
βοσκού, αλλά νομίζεις ότι έργον έχει αυτός, εφ' όσον είναι
βοσκός, να παχαίνη τα πρόβατα, χωρίς να αποβλέπη καθόλου διά το
καλόν των προβάτων, ως να ήτο μάλλον κανείς πανηγυριστής που τα
προορίζει διά καμμίαν εστίασιν ή ευωχίαν, ή κανένας
επιχειρηματίας που τα έχει προς κερδοσκοπίαν· ενώ πραγματικώς η
ποιμενική κανένα άλλον σκοπόν δεν έχει παρά να φροντίζη διά το
καλύτερον εκείνου που της είναι εμπιστευμένον· επειδή, όσον
αφορά την ιδικήν της την τελειότητα, είναι αρκετά βέβαια
εφωδιασμένη, ώστε να μη χρειάζεται τίποτε διά να είναι
πραγματικώς ποιμενική. Αυτό λοιπόν ενόμιζα και εγώ ότι ήτο
ανάγκη να παραδεχθώμεν διά κάθε διοίκησιν, ότι δηλαδή εφ' όσον
είναι τοιαύτη, και είτε ιδιωτική είναι είτε δημοσία, κανένα
άλλον σκοπόν δεν έχει παρά να φροντίζη διά το καλύτερον εκείνου
που έχει υπό την δικαιοδοσίαν της. Εσύ δε φαντάζεσαι ότι οι
άρχοντες των πόλεων, και εννοώ τους πραγματικώς άρχοντας, με
ευχαρίστησίν των κυβερνούν;

 — Όχι το φαντάζομαι, είπε, αλλ' είμαι τελείως πεπεισμένος.

 — Και πώς, Θρασύμαχε; δεν παρατηρείς ότι τας άλλας δημοσίας
υπηρεσίας κανείς δεν τας αναλαμβάνει με ευχαρίστησίν του, αλλ'
απαιτούν μισθόν δι' αυτάς, διότι δεν περιμένουν ωφέλειαν από
αυτάς οι ίδιοι, αλλά μόνον εκείνοι διά τους οποίους τας
εξασκούν; και τόσον μόνον, σε παρακαλώ, ειπέ μου· δεν λέγομεν
πάντοτε ότι κατά τούτο είναι εκάστη τέχνη διαφορετική από μίαν
άλλην, ότι έχει διάφορον δύναμιν και σκοπόν; μόνον μη μου
απαντήσης, ευλογημένε, άλλο απ' ό,τι σκέπτεσαι, διά να φθάνωμεν
επί τέλους και εις ένα τέλος. — Πραγματικώς, μου απεκρίθη,
διαφέρουν κατά τούτο. — Επομένως και κάθε μία των μας παρέχει
και κάποιαν ιδιαιτέραν ωφέλειαν και όχι κοινήν, παραδείγματος
χάριν η ιατρική την υγιείαν, η κυβερνητική την ασφάλειαν εις τα
ταξείδια και ούτω καθ' εξής; — Αναμφιβόλως — Λοιπόν και η
μισθωτική δεν είναι διά να μας πορίζη μισθόν; διότι αυτή είναι
η δύναμίς της· ή λέγεις εσύ το ίδιον πράγμα την ιατρικήν και
την κυβερνητικήν; ή, εάν επιμένης εις τον ακριβή καθορισμόν των
πραγμάτων, όπως ηθέλησες εξ αρχής, θα την ονομάσης τάχα
ιατρικήν, εάν λάχη ένας κυβερνήτης να αποκτήση την υγιείαν του,
επειδή τον ωφελούν τα θαλάσσια ταξίδια; — Όχι βέβαια, είπε. —
Ούτε επίσης την τέχνην του εκμισθωτού, εάν ένας που εξασκεί
αυτήν έχη την υγιείαν του; — Ούτε. — Και επομένως ημπορούμε να
ονομάσωμεν εκμισθωτικήν την τέχνην την ιατρικήν, εάν κανείς
εξασκών αυτήν λαμβάνη μισθόν; — Όχι, είπεν. — Λοιπόν
παρεδέχθημεν ότι είναι ιδιαιτέρα η ωφέλεια εκάστης τέχνης; —
Έστω. — Εάν λοιπόν υπάρχη κάποια κοινή ωφέλεια δι' όλους που
εξασκούν μίαν τέχνην, είναι φανερόν ότι αύτη προέρχεται από
κάτι τι κοινόν πράγμα έξω από την καθ' αυτό τέχνην των. — Έτσι
φαίνεται. — Αυτή λοιπόν η κοινή δι' όλους ωφέλεια, αυτός ο
μισθός που λαμβάνουν διά την τέχνην των, προέρχεται επειδή
έκαστος εις την καθ' αυτό τέχνην του προσθέτει και την
εκμισθωτικήν. — Εσυμφώνησε μόλις και μετά βίας. — Ώστε αυτή η
ωφέλεια, η αποδοχή μισθού, δεν προέρχεται από την εξάσκησιν του
κυρίως επαγγέλματος, αλλ' αν θέλωμεν να ορίζωμεν ακριβώς τα
πράγματα, η μεν ιατρική παρέχει την υγιείαν, τον δε μισθόν η
εκμισθωτική· επίσης η αρχιτεκτονική κατασκευάζει τας οικίας,
τον μισθόν όμως τον παρέχει η εκμισθωτική, και ούτω καθ' εξής·
ώστε κάθε τέχνη εξασκεί το έργον της και παρέχει εις άλλους την
ωφέλειαν, διά την οποίαν είναι ωρισμένη, εάν όμως δεν
προσυπάρχη και ο μισθός, δεν ωφελείται τίποτε ο εξασκών το
επάγγελμα από την τέχνην του; — Τίποτε, καθώς, φαίνεται. —
Επομένως ούτε ωφελεί τότε, όταν εξασκήται χάρισμα. — Έτσι
νομίζω. — Τούτο λοιπόν έγινε φανερόν, Θρασύμαχε, ότι καμμία
τέχνη και εξουσία δεν παρασκευάζει εκείνο που της είναι
ωφέλιμον αυτής, αλλά, καθώς ελέγαμεν απ' αρχής, εκείνου που
υπάγεται εις την δικαιοδοσίαν της και το επιβάλλει αυτό,
αποβλέπουσα εις το συμφέρον αυτού, αν και είναι ασθενέστερος,
και όχι εις το συμφέρον του ισχυροτέρου. Δι' αυτό λοιπόν είναι
που έλεγα και προ ολίγου, φίλε μου Θρασύμαχε, ότι κανείς δεν
αναλαμβάνει μίαν αρχήν με ευχαρίστησίν του, ούτε παίρνει επάνω
του ξένες έγνοιες εις τα καλά καθούμενα, αλλ' απαιτεί μισθόν,
επειδή ένας που πρόκειται να εξασκήση μίαν τέχνην καθώς πρέπει,
δεν έχει να περιμένη τίποτε καλόν διά τον εαυτόν του απ' όσα
πράττει και διατάσσει, αλλ' όλα γίνονται δι' εκείνον που έχει
εις την εξουσίαν του. Δι' αυτό, καθώς φαίνεται, έγινε ανάγκη να
ορισθή αμοιβή δι' όσους θέλουν ν' αναλάβουν μίαν εξουσίαν,
χρήματα ή τιμαί, ή ακόμη και τιμωρία διά τους αρνουμένους να
την αναλάβουν.

 — Πώς το εννοείς αυτό, Σωκράτη; είπεν ο Γλαύκων· γνωρίζω
πράγματι τα δύο είδη των αμοιβών, που είπες· δεν εννοώ όμως και
την τιμωρίαν, που λέγεις, ως ένα τρίτον είδος αμοιβής. — Δεν
γνωρίζεις λοιπόν την αμοιβήν των αρίστων, η οποία τους κάμνει
και αποφασίζουν ν' αναλάβουν καμμίαν αρχήν, όταν την
αναλαμβάνουν; ή δεν γνωρίζεις ότι το να αγαπά κανείς την αρχήν
διά τα εξ αυτής κέρδη θεωρείται και είναι τωόντι πράγμα
επονείδιστον; Το γνωρίζω, είπεν. — Διά τούτο λοιπόν οι άριστοι
δεν επιζητούν την τιμήν της εξουσίας ούτε την θέλουν διά να
ωφεληθούν εξ αυτής χρήματα· διότι δεν επιθυμούν, είτε
λαμβάνοντες φανερά μισθόν διά την αρχήν να ονομάζωνται
μισθωτοί, είτε κρυφά σφετερισμένοι τα δημόσια να λέγωνται
κλέπται· ούτε πάλιν την επιζητούν διά την τιμήν· διότι δεν
είναι φιλόδοξοι. Πρέπει λοιπόν να υπάρχη κάποια επιτακτική
ανάγκη και ο φόβος τιμωρίας τινός, διά να αποφασίσουν ν'
αναλάβουν εκουσίως μίαν αρχήν. Όθεν καταντά να νομίζεται
αισχρόν πράγμα το να αναδέχεται κανείς εκουσίως μίαν αρχήν,
χωρίς να του το επιβάλλη κάποια ανάγκη· η δε μεγίστη τιμωρία
δι' αυτόν, όταν δεν θέλη να κυβερνήση ο ίδιος, είναι να
κυβερνάται από άλλους, χειροτέρους του· και ένεκα αυτού του
φόβου μου φαίνεται ότι αναλαμβάνουν την αρχήν οι άριστοι, όταν
την αναλαμβάνουν, και όχι διότι την επιζητούν ως πράγμα καλόν
δι' αυτούς, ούτε διά να τα καλοπεράσουν απ' αυτήν, αλλά διότι
κατ' ανάγκην την αναδέχονται, αφού δεν έχουν να την αναθέσουν
εις άλλους καλυτέρους των ή και ομοίους των. Ούτως ώστε, αν ήτο
δυνατόν να ευρεθή μία πολιτεία όλο από ανθρώπους τελείους, θα
ήτο πράγμα περιζήτητον να έμενε κανείς έξω της αρχής, όπως τώρα
όλοι επιζητούν να την έχουν και τότε θα απεδεικνύετο
προφανέστατα ότι το φυσικόν του πράγματι αληθινού άρχοντος
είναι να αποβλέπη όχι εις το συμφέρον το ιδικόν του, αλλά των
υπηκόων και κάθε άνθρωπος με γνώσιν θα επροτίμα να ωφελήται
μάλλον αυτός υπό ενός άλλου, παρά να μοχθή και να βασανίζεται
διά την ωφέλειαν των άλλων. Κάθε άλλο λοιπόν παρά να συμφωνήσω,
εις αυτό με τον Θρασύμαχον, ότι δίκαιον είναι το συμφέρον του
ισχυροτέρου· αλλ' αυτό θα το εξετάσωμεν και άλλοτε· πολύ όμως
σπουδαιότερον μου φαίνεται αυτό που λέγει τώρα ο Θρασύμαχος,
ότι δηλαδή ο βίος του αδίκου είναι προτιμότερος από του
δικαίου. Εσύ δε, Γλαύκων, ποίον από τους δύο προτιμάς, και τι
νομίζεις ότι είναι αληθέστερον; — Το να είναι κανείς δίκαιος
μου φαίνεται ότι είναι ωφελιμώτερον, απήντησεν ο Γλαύκων. —
Ήκουσες όμως πόσα αγαθά μας απηρίθμησε προ ολίγου ο Θρασύμαχος
ότι έχει ο άδικος; — Ήκουσα, είπε, αλλά δεν μένω σύμφωνος. —
Θέλεις λοιπόν να δοκιμάσωμεν μήπως εύρωμεν κανένα τρόπον να τον
πείσωμεν ότι δεν είναι αληθινά αυτά που λέγει; — Διατί να μη
θέλω; — Ναι, αν όμως εις τον μακρόν λόγον που ετέντωσεν αυτός,
αντιπαρατάξωμεν και ημείς κανένα άλλον όμοιον, διά να
απαριθμήσωμεν τα αγαθά της δικαιοσύνης, και έπειτα άλλον αυτός,
και ημείς πάλιν άλλον, θα γίνη ανάγκη να μετρήσωμεν ένα προς
ένα και να ζυγίσωμεν τα αγαθά της δικαιοσύνης και της αδικίας,
και εις το τέλος θα χρειασθούμεν δικαστάς διά να βγάλουν την
απόφασιν· ενώ, εάν, όπως εκάναμεν έως τώρα, προχωρούμεν εις την
εξέτασιν συμφωνούντες αμοιβαίως προς αλλήλους, θα είμεθα
δικασταί μαζί και δικηγόροι, οι ίδιοι. — Είναι αλήθεια, είπεν.
— Τι σου αρέσει λοιπόν καλύτερ' από τα δύο; — Έτσι καθώς είπες.

 — Εμπρός λοιπόν τώρα. Θρασύμαχε, απάντησέ μου εξ αρχής, του
είπα· λέγεις ότι η τελεία αδικία ωφελεί περισσότερον από την
τελείαν δικαιοσύνην; — Και, το λέγω, και σας είπα και τους
λόγους. — Έλα τώρα να σε ερωτήσω κάτι άλλο· δεν ονομάζεις
αλήθεια το ένα από αυτά τα δύο αρετήν και το άλλο κακίαν; —
Αναμφιβόλως. — Και βέβαια την μεν δικαιοσύνην θα ονομάζης
αρετήν, την δε αδικίαν κακίαν. — Ναι, είναι φυσικόν αλήθεια,
εγώ που λέγω ότι η αδικία ωφελεί και η δικαιοσύνη όχι. — Αλλά
τι λοιπόν; — Όλως διόλου το εναντίον. — Δηλαδή την δικαιοσύνην
την ονομάζεις κακίαν; — Όχι, αλλά μεγαλοπρεπή ευήθειαν. — Και
την αδικίαν λοιπόν κακοήθειαν; — Όχι, αλλά φρόνησιν. — Ώστε
φρόνιμοι σου φαίνονται πως είναι και αγαθοί οι άδικοι; —
Εκείνοι τουλάχιστον που ημπορούν τελείως να αδικούν και να
κάμνουν υποχειρίους πόλεις και έθνη· εσύ όμως φαντάζεσαι ίσως
πως ομιλώ διά τους βαλαντιοτόμους· όχι ότι δεν έχει και αυτή η
τέχνη τας ωφελείας της, εφ' όσον τουλάχιστον εξασκείται με
επιτηδειότητα· αλλά δεν αξίζουν και πολύ πράγμα, εμπρός εις τα
άλλα εκείνα που έλεγα προ ολίγου.

 — Πολύ καλά εννοώ τι θέλεις να ειπής· αυτό όμως με παραξενεύει
που παραδέχεσαι την αδικίαν ως αρετήν και σοφίαν, την δε
δικαιοσύνην το εναντίον. — Ναι, το παραδέχομαι. — Αυτός δα
είναι τώρα ο στερεώτερος ισχυρισμός σου, και δεν είναι εύκολον
να εύρη κανείς τα μέσα διά να τον ανατρέψη· διότι αν έλεγες
απλώς ότι η αδικία ωφελεί, παραδέχεσο όμως συγχρόνως, όπως και
άλλοι τινές, ότι είναι κακία και αισχρόν πράγμα, θα
ημπορούσαμεν και ημείς να ειπούμεν κάτι, σύμφωνα με όσα
νομίζομεν· τώρα όμως είναι φανερόν ότι δεν θα διστάσης να την
ονομάσης και πράγμα ωραίον και ισχυρόν και όλας τας άλλας
ιδιότητας να της αποδώσης, τας οποίας ημείς αποδίδομεν συνήθως
εις την δικαιοσύνην, αφού ετόλμησες να την κατατάξης μεταξύ της
αρετής και της σοφίας. — Πράγματι, ορθότατα μαντεύεις.

 — Και μολαταύτα δεν πρέπει να διστάσω να αναλάβω την εξέτασιν
του ζητήματος, εφ' όσον τουλάχιστον πιστεύω ότι λέγεις σοβαρώς
εκείνα τα οποία και σκέπτεσαι· διότι πράγματι μου φαίνεται,
Θρασύμαχε, ότι δεν υπάρχει ουδέ σκιά ειρωνείας εις τους λόγους
σου, και λέγεις αληθινά εκείνα που φρονείς. — Και τι σε
ενδιαφέρει είτε τα φρονώ είτε όχι, και δεν κυττάζεις απλώς να
τα αναιρέσης; — Καλά λέγεις, του απήντησα· κάμε μου μόνον την
χάριν να μου αποκριθής ακόμη εις αυτό· ένας δίκαιος νομίζεις
ότι θα ήθελέ ποτε να ωφεληθή τίποτε εις βάρος ενός άλλου επίσης
δικαίου; — Ποτέ βέβαια, διότι αλλέως δεν Θα ήτο καλόβολος και
ευήθης, όπως τον παραδέχομαι τώρα.

 — Και πώς; ούτε ακόμη αν επρόκειτο περί δικαίου πράγματος; —
Ούτε, βέβαια. — Εις βάρος όμως ενός αδίκου ανθρώπου θα είχε την
αξίωσιν τάχα ότι ημπορούσε να το κάμη, και θα το εθεωρούσε
δίκαιον; ή όχι; — Θα το εθεωρούσε βέβαια, αλλά δεν θα είχε την
ικανότητα να το κάμη. — Δεν σε ερωτώ αυτό, αλλ' απλώς εάν εις
βάρος μεν ενός δικαίου δεν θα είχε αυτήν την αξίωσιν ουδέ την
θέλησιν, εις βάρος όμως ενός αδίκου θα την είχε; — Μάλιστα, θα
την είχε . . . — Ενώ ένας άδικος άνθρωπος θα είχε άραγε την
αξίωσιν να ωφελήται αυτός εις βάρος του δικαίου ανθρώπου
καταπατών την δικαιοσύνην;

 — Πώς όχι; αφού εννοεί να υπερισχύη απ' όλους τους άλλους.

 — Ώστε λοιπόν θα θέλη να επικρατήση και από ένα άλλον άδικον
εις την αδικίαν και θα βάλη τα δυνατά του, δια να έχη αυτός
περισσότερα απ' όλους; — Έτσι βέβαια.

 — Λέγομεν λοιπόν ότι, ο μεν δίκαιος δεν θέλει να έχη παραπάνω
από τον όμοιόν του, αλλά μόνον από τον ανόμοιόν του, ενώ ο
άδικος και από τον όμοιόν του και από τον ανόμοιόν του. —
Θαυμάσια τα λέγεις. — Είναι δε ακόμη ο μεν άδικος φρόνιμος και
αγαθός, ενώ ο δίκαιος τίποτε απ' αυτά. — Και αυτό σωστόν. — Και
ομοιάζει λοιπόν, είπα εγώ, ο μεν άδικος με τον φρόνιμον και
αγαθόν, ο δε δίκαιος δεν ομοιάζει. — Και πώς να μη; ένας
βέβαια, που είναι τοιούτος και αυτός, κατ' ανάγκην θα oμοιάζη
με τους τοιούτους, και το εναντίον. — Πολύ καλά ο καθένας των
λοιπόν είναι τοιούτος, όπως εκείνοι με τους οποίους ομοιάζει. —
Αι, ναι, σου είπανε. — Έστω, Θρασύμαχε· τώρα άκουσέ μου· λέγεις
δι' ένα άνθρωπον ότι είναι μουσικός, και δι' ένα άλλον ότι δεν
είναι· ποίον από τους δύο ονομάζεις φρόνιμον, και ποίον το
εναντίον; — Τον μουσικόν βέβαια θα είπω φρόνιμον, τον δεν άλλον
το εναντίον. — Και επομένως, καθ' ό φρόνιμον, θα τον είπης
καλόν και ικανόν, το εναντίον δε τον άλλον. — Ναι. — Δεν
συμβαίνει το ίδιον και με τον ιατρόν; — Βεβαίως. — Λοιπόν
νομίζεις ότι ένας μουσικός, όταν κορδίζη την κιθάραν, θα είχε
την αξίωσιν να τεντώση ή να χαλαρώση τας χορδάς περισσότερον
από ένα άλλον μουσικόν; — Όχι βέβαια — Από ένα όμως άλλον που
δεν είναι μουσικός; — Κατ' ανάγκην. — Και ένας ιατρός, όταν
πρόκειται να διαγράψη τι να φάγη ή τι να πίη ένας άρρωστος, θα
ήθελε να το κάμη αυτό παραπάνω από έναν άλλον επίσης ιατρόν; —
Όχι εννοείται. — Από ένα άλλον όμως που δεν είναι ιατρός; —
Ναι. — Κύτταξε λοιπόν, διά πάσαν επιστήμην, εάν σου φαίνεται
ότι ένας επιστήμων οτιδήποτε θα ήθελε να έχη το παραπάνω, και
εις ό,τι λέγει και εις ό,τι πράττει, από ένα άλλον επιστήμονα,
και να μη προτιμά να κάμνη και να λέγη τα ίδια με τον ομότεχνόν
του. — Ίσως πράγματι να είναι κατ' ανάγκην όπως το λέγεις. —
Ενώ απεναντίας ο ανεπιστήμων θα ήθελε να έχη ένα λόγον παραπάνω
και από τον επιστήμονα και από τον ανεπιστήμονα. — Ίσως — Αλλά
ο επιστήμων είναι σοφός. — Είναι — Και ο σοφός, καλός και
ικανός. — Μάλιστα. — Λοιπόν ο καλός και ο σοφός δεν θα θέλη να
είναι παραπάνω από τον όμοιόν του, αλλά μόνον από τον ανόμοιον
και τον αντίθετόν του. — Έτσι φαίνεται. — Ενώ απεναντίας ο
κακός και άσοφος, και από τον όμοιόν του και από τον ανόμοιόν
του. — Μάλιστα. — Δεν παρεδέχθημεν όμως, Θρασύμαχε, ότι ο
άδικος θέλει να έχη το παραπάνω και από τον όμοιον και από τον
ανόμοιόν μου; ή δεν έλεγες έτσι; — Ναι, το έλεγα. — Ενώ
απεναντίας ο δίκαιος μόνον από τον ανόμοιόν του, όχι όμως και
από τον όμοιόν του. — Μάλιστα. — Ομοιάζει λοιπόν ο μεν δίκαιος
με τον σοφόν και με τον καλόν, ο δε άδικος με τον κακόν και τον
άσοφον. — Φαίνεται. — Αλλ' ημείς εσυμφωνήσαμεν ότι και ο ένας
και ο άλλος είναι τοιούτοι, όπως και εκείνοι με τους οποίους
ομοιάζουν. — Πράγματι εσυμφωνήσαμεν. — Νά λοιπόν που μας
απεδείχθη φως φανερά, ότι ο δίκαιος είναι σοφός και καλός, ενώ
ο άδικος αμαθής και κακός.

Ο Θρασύμαχος ηναγκάσθη μεν να συμφωνήση εις όλα αυτά, όχι όμως
τόσον εύκολα όσον τα διηγούμαι εγώ τώρα, αλλά μόλις και μετά
βίας με το τράβ' απεδώ τράβ' απ' εκεί, ενώ έτρεχε ποτάμι ο
ιδρώς του, διότι ήτο και καλοκαίρι. Τότε τον είδα εγώ διά
πρώτην φοράν και να κοκκινίζη, πράγμα που δεν έπαθε ποτέ πριν.

Αφού λοιπόν τοιουτοτρόπως εμείναμεν σύμφωνοι ότι η μεν
δικαιοσύνη είναι αρετή και σοφία, η δε αδικία κακία και
αμάθεια, — ας το θεωρήσωμεν τώρα αυτό λελυμένον ζήτημα, είπα·
ελέγαμεν όμως ακόμη ότι η αδικία είναι και πράγμα ισχυρόν· ή
δεν το ενθυμείσαι, Θρασύμαχε; — Το ενθυμούμαι, απήντησεν
εκείνος, αλλά δεν μου αρέσουν ουδέ αυτά που λέγεις τώρα· και μη
νομίζης ότι δεν έχω τι να ειπώ· αν θελήσω όμως να το κάμω,
ξεύρω καλά ότι θα μου ειπής πως δημηγορώ· ή λοιπόν άφησέ με να
ειπώ όσα θέλω, ή, εάν επιμένης να ερωτάς, ερώτα· και εγώ θα
περιορισθώ να λέγω, καλά, ας είναι, και να κουνώ το κεφάλι μου,
όπως κάμνουν εις τις γρηές που διηγούνται παραμύθια. — Καθόλου
δεν το θέλω αυτό να γίνεται παρά τας πεποιθήσεις σου. — Διά να
μη σε δυσαρεστώ τουλάχιστον, αφού δεν με αφήνεις να ομιλήσω· τι
άλλο θέλεις να σου κάμω παραπάνω; — Τίποτε άλλο, μα την
αλήθειαν μόνον, αν θέλης να κάμης αυτό που σου λέγω, κάμε το·
και εγώ θα σε ερωτώ. — Ερώτα λοιπόν.

 — Αυτό λοιπόν σε ερωτώ πάλιν, διά να εξακολουθήσωμεν την
συνέχειαν της συζητήσεώς μας: τι πράγμα είναι η δικαιοσύνη εν
σχέσει προς την αδικίαν; διότι έλεγες, μου φαίνεται, ότι η
αδικία θα είναι τάχα και ισχυρότερον και δυνατώτερον πράγμα από
την δικαιοσύνην ενώ τώρα, αφού είπαμεν ότι η δικαιοσύνη είναι
αρετή και σοφία, εύκολα θα καταδειχθή ότι είναι και ισχυρότερον
πράγμα η δικαιοσύνη από την αδικίαν, αφού αυτή είναι αμάθεια·
και κανείς δεν είναι που να μη το παραδεχθή αυτό. Εγώ όμως δεν
επιθυμώ να αρκεσθώ έτσι απλώς εις αυτό, αλλ' ας κάμωμεν και ένα
άλλον συλλογισμόν: Δεν παραδέχεσαι ότι υπάρχουν πόλεις άδικοι,
αι οποίαι επιβουλεύονται αδίκως την ελευθερίαν άλλων πόλεων,
και κατορθώνουν μάλιστα και τας υποδουλώνουν και τας κάμνουν
υποχειρίους των; — Πώς όχι; είπε· και αυτό μάλιστα το
κατορθώνει μόνον η αρίστη και που είναι εις τον τελειότατον
βαθμόν άδικος. — Το καταλαμβάνω ότι είναι η ιδική σου η
πεποίθησις αυτή. Εγώ όμως εξετάζω το ζήτημα κατ' αυτόν τον
τρόπον εάν δηλαδή η πόλις η οποία καθυποτάσσει μίαν άλλην, άνευ
δικαιοσύνης αποκτά αυτήν την δύναμιν, ή κατ' ανάγκην μετά της
δικαιοσύνης; — Εάν μεν, όπως παρεδέχθης εσύ, η δικαιοσύνη είναι
σοφία, τότε κατ' ανάγκην μετά της δικαιοσύνης· εάν όμως το
πράγμα είναι όπως το έλεγα εγώ, τότε μετά της αδικίας. — Είμαι
πολύ ενθουσιασμένος, Θρασύμαχε, ότι δεν περιορίζεσαι μόνον να
κινής την κεφαλήν σου, αλλά δίδεις και πολύ καλάς αποκρίσεις. —
Διότι δεν θέλω να σε δυσαρεστήσω.

 — Πολύ καλά κάνεις, του απήντησα. Αλλά κάμε μου ακόμη και
αυτήν την χάριν και λέγε μου· νομίζεις ότι μία πόλις, ή ένα
στράτευμα, ή μία συμμορία ληστών ή κλεπτών, ή οιαδήποτε άλλη
ομάς από εκείνας που αναλαμβάνουν από κοινού μίαν άδικον
επιχείρησιν, θα ημπορούσαν ποτέ να κατορθώσουν τίποτε, εάν τα
μέλη που την αποτελούν εφέροντο αδίκως μεταξύ των; — Όχι
βέβαια. — Ενώ, εάν εφέροντο δικαίως, δεν θα επετύχαιναν
περισσότερον; — Και πολύ μάλιστα. — Διότι βέβαια, Θρασύμαχε, η
αδικία γεννά μίση και διχονοίας και πολέμους μεταξύ των, ενώ η
δικαιοσύνη ομόνοιαν και αγάπην δεν είναι έτσι; — Ας το
παραδεχθώ, είπε, διά να μη φιλονεικώ μαζί σου. — Και καλά
κάνεις, φίλε μου· λέγε μου τώρα: αφού αυτό είναι το έργον της
αδικίας, να γεννά μίση και διχονοίας όπου εισχωρήση, δεν θα έχη
τα αυτά αποτελέσματα και όπου παρουσιάζεται εν γένει μεταξύ των
ανθρώπων, είτε δούλων είτε ελευθέρων, και δεν θα καθιστά,
αδύνατον πάσαν από κοινού επιχείρησίν των; — Και πολύ μάλιστα.
— Τι δε; εάν παρουσιασθή μεταξύ δύο ανθρώπων, δεν θα
αναπτυχθούν μεταξύ των έριδες και διαφοραί και μίση, και δεν θα
γίνουν εχθροί ο ένας με τον άλλον, όπως είναι και με τους
δικαίους; — Θα γίνουν. — Και εάν τέλος την δεχθώμεν υπάρχουσαν
εις ένα μόνον άνθρωπον, μήπως θα χάση τάχα αυτήν την ιδιότητα
που έχει, ή και πάλιν θα την διατηρήση; — Ας ειπούμεν ότι θα
την διατηρήση.

 — Τοιαύτη λοιπόν επομένως φαίνεται ότι είναι η φύσις της
αδικίας, ώστε, όπου παρουσιάζεται, είτε εις πόλιν, είτε εις
στρατόπεδον, είτε εις οιονδήποτε άλλο άθροισμα ανθρώπων, πρώτον
μεν να το καθιστά ανίκανον να αναλάβη καμμίαν επιχείρησιν ένεκα
των διχονοιών και των ερίδων τας οποίας γεννά, έπειτα δε του
αναπτύσσει την έχθραν και προς τον εαυτόν του, και προς κάθε τι
που δεν είναι όμοιόν του και προς το δίκαιον δεν είναι έτσι; —
Μάλιστα.

 — Και εις ένα λοιπόν μόνον, είπαμεν, όταν ενυπάρχη, τα αυτά θα
έχη αποτελέσματα, σύμφωνα με την φύσιν της· πρώτον μεν θα τον
καταστήση ανίκανον διά κάθε επιχείρησιν, διότι θα ευρίσκεται
πάντα εις διάστασιν και διχογνωμίαν με τον εαυτόν του· έπειτα
θα τον κάμη εχθρόν και με τον εαυτόν του και με τους δικαίους·
ναι ή όχι; — Ναι. — Οι θεοί όμως, φίλε μου, παραδέχεσαι βέβαια
ότι είναι δίκαιοι. — Ας το παραδεχθώμεν. — Και με τους θεούς
επομένως εχθρός θα είναι ο άδικος, ενώ ο δίκαιος θα είναι φίλος
των.

 — Χόρταινε όλην την ηδονήν της συζητήσεως, είπε τότε ο
Θρασύμαχος, χωρίς κανένα φόβον· διότι εγώ τουλάχιστον δεν εννοώ
να σου την διακόψω, μήπως και τα χαλάσω με αυτούς. —
Εξακολούθησε λοιπόν να δεικνύης αυτήν σου την συγκατάβασιν και
εις τα επίλοιπα, και απάντα μου όπως το έκαμνες, έως τώρα.
Είδομεν ότι οι δίκαιοι φαίνονται και σοφώτεροι και ικανώτεροι
και δυνατώτεροι, εις ό,τι πράττουν, από τους αδίκους· οι δε
άδικοι απεναντίας ουδέ να αναλάβουν καμμίαν κοινήν επιχείρησιν
με άλλους είναι ικανοί· και όταν όμως ακόμη παραδεχώμεθα ότι θα
ημπορούσαν να φέρουν εις πέρας μίαν κοινήν επιχείρησιν
επιτυχώς, και πάλιν λέγω ότι δεν θα ήτο αληθινόν αυτό· διότι
εάν ήσαν πράγματι όλως διόλου άδικοι, δεν θα ήτο δυνατόν να μη
στραφούν ο ένας εναντίον του άλλου· αλλά είναι πρόδηλον ότι θα
έμενεν ακόμη μέσα των κάποιο ίχνος δικαιοσύνης, η οποία θα τους
ημπόδιζε τουλάχιστον να αδικούνται και μεταξύ των, καθ' όν
χρόνον επεχείρουν να αδικήσουν κάποιους άλλους· και μόνον κατ'
αυτόν τον τρόπον θα κατώρθωσαν, εάν κατώρθωσαν τίποτε, εις μίαν
άδικον επιχείρησιν που ανέλαβαν, διότι δεν θα ήσαν εξ ολοκλήρου
ίσως αλλά μόνον εξ ημισείας κυριευμένοι από την αδικίαν· επειδή
οι παμπόνηροι και τελείως άδικοι είναι και τελείως ανίκανοι να
κατορθώσουν τίποτε. Τοιουτοτρόπως εγώ αντιλαμβάνομαι τα
πράγματα, και όχι όπως τα έθεσες εσύ κατά πρώτον. Μας
υπολείπεται να εξετάσωμεν, το οποίον το αφήσαμεν και
τελευταίον, αν ζουν και καλύτερα οι δίκαιοι από τους αδίκους
και εάν είναι ευτυχέστεροι. Και ναι μεν, αυτό είναι φανερόν και
αυταπόδεικτον, όπως νομίζω, και εξ όσων είπαμεν μέχρι τούδε· ας
το εξετάσωμεν όμως και καλύτερα. — Εξέτασέ το λοιπόν, μου
είπεν.

 — Αυτό κάμνω τώρα· παραδέχεσαι, σε ερωτώ, ότι ο ίππος έχει
κάποιο ωρισμένον έργον; — Έχει. — Και τούτο μόνον παραδέχεσαι
ότι είναι έργον του ίππου, ή και οιουδήποτε άλλου ζώου, το
οποίον θα ηδύνατο να εκτελεσθή ή υπ' αυτού, ή τουλάχιστον υπό
μόνου αυτού καλύτερα; — Δεν σε εννοώ. Νά, παραδείγματος χάριν·
ημπορείς να ίδης αλλέως παρά με τους οφθαλμούς; — Δεν ημπορώ
βέβαια. — Και να ακούσης αλλέως παρά με τα ώτα σου; — Ούτε. —
Ώστε δυνάμεθα να είπωμεν δικαίως ότι αυτό είναι το έργον των. —
Μάλιστα. — Τι δε; θα ημπορούσες να κλαδεύσης ένα κλήμα ή με το
μαχαίρι, ή με το σμιλάρι ή με πολλά άλλα τέτοια εργαλεία; — Και
πώς όχι; — Αλλά με κανένα άλλο, νομίζω, ότι δεν θα το έκαμνες
τόσον καλά, όσον με το δρέπανον, το οποίον επίτηδες
κατεσκευάσθη προς τον σκοπόν τούτον. — Είναι αλήθεια αυτό που
λέγεις. — Δεν θα είπωμεν λοιπόν ότι αυτό είναι το αποκλειστικόν
του έργον; — Ναι, θα το ειπούμεν.

 — Τώρα λοιπόν, υποθέτω, θα ενόησες καλύτερα αυτό που σε
ηρώτησα πριν, εάν δηλαδή δεν είναι έργον εκάστου πράγματος
εκείνο το οποίον ή μόνον αυτό ημπορεί να εκτελέση, ή
τουλάχιστον καλύτερα από κάθε άλλο. — Αλλά ναι, τώρα σε εννοώ·
και αυτό παραδέχομαι πως είναι το έργον εκάστου πράγματος. —
Πολύ καλά. Λοιπόν παραδέχεσαι ακόμη ότι έχει και μίαν
ιδιάζουσαν αρετήν κάθε πράγμα, εις το οποίον είναι ανατεθειμένη
μία λειτουργία; και ας επανέλθωμεν εις τα ίδια παραδείγματα.
Είπομεν ότι οι οφθαλμοί έχουν μίαν ωρισμένην λειτουργίαν· έχουν
λοιπόν και μίαν αρετήν, η οποία προσιδιάζει εις αυτούς μόνον; —
Έχουν. — Επίσης τα ώτα; — Και αυτά. — Και όλα τα άλλα πράγματα
κατ' αυτόν τον τρόπον; — Επίσης.

 — Στάσου τώρα μίαν στιγμήν· θα ημπορούσαν ποτέ οι οφθαλμοί να
εκτελέσουν καλά το έργον των, εάν δεν είχαν την προσιδιάζουσαν
εις αυτούς αρετήν, αλλά την αντίθετον κακίαν; — Και πώς είναι
δυνατόν; δηλαδή εννοείς, εάν είχαν τάχα τυφλότητα αντί της
ικανότητος του οράν; — Οιαδήποτε και αν ήτο η αρετή των· διότι
δεν είναι αυτό που θέλω τώρα να μάθω, αλλ' αν με την ιδιάζουσαν
αρετήν του εκτελή ένα πράγμα καλώς το έργον του, με την
αντίθετον δε κακίαν κακώς. — Είναι βέβαια έτσι όπως το λέγεις.
— Λοιπόν και τα ώτα, εάν στερηθούν την αρετήν που τους
προσιδιάζει, δεν θα κάμουν καλά το έργον που έχουν να κάμουν. —
Πράγματι, όχι. — Τοιουτοτρόπως και όλα τα άλλα, δεν ημπορούμεν
να τα θέσωμεν εις την αυτήν κατηγορίαν; — Μου φαίνεται.

 — Έλα λοιπόν τώρα και ακολούθησε αυτόν τον συλλογισμόν: Έχει
τάχα και η ψυχή κανέν ωρισμένον έργον, το οποίον με κανένα άλλο
πράγμα δεν θα ημπορούσες να εκτελέσης; παραδείγματος χάριν, το
να σκεπτώμεθα, το να κυβερνώμεν, το να αποφασίζωμεν, θα
ημπορούσαμεν δικαίως να τα αποδώσωμεν εις αυτήν και να λέγωμεν
ότι αυτά είναι το έργον της; — Μάλιστα, είπεν. — Ώστε
παραδεχόμεθα ότι και η ψυχή έχει μίαν αρετήν, η οποία της
προσιδιάζει; — Το παραδεχόμεθα. — Ημπορεί λοιπόν ποτε,
Θρασύμαχε, η ψυχή να εκτελέση καλώς τα έργα της, εάν στερήται
την προσιδιάζουσαν εις αυτήν αρετήν; — Αδύνατον. — Κατ' ανάγκην
λοιπόν η κακή ψυχή και κακώς θα σκέπτεται και κακώς θα κυβερνά,
ενώ απεναντίας η καλή ψυχή όλα αυτά θα εκτελή καλώς. — Ανάγκη
πάσα. — Δεν παρεδέχθημεν όμως ότι η αρετή της ψυχής είναι η
δικαιοσύνη, η δε κακία της η αδικία; — Αι ναι, το παρεδέχθημεν.
— Η δικαία λοιπόν ψυχή και ο δίκαιος άνθρωπος θα ζη καλά, το
εναντίον δε ο άδικος. — Φαίνεται, είπε, συμφώνως με αυτά που
λέγεις. — Αλλά εκείνος που ζη καλά, είναι ευτυχής και ευδαίμων,
τουναντίον δε εκείνος που ζη κακά. — Πώς όχι; — Λοιπόν ο μεν
δίκαιος είναι ευτυχής, ο δε άδικος άθλιος και δυστυχής. — Ας
είναι κ' έτσι. — Αλλ' όμως δεν τον ωφελεί βέβαια κανένα να
είναι δυστυχής; — Όχι, εννοείται. — Και επομένως, ευλογημένε
μου Θρασύμαχε, ουδέποτε η αδικία είναι ωφελιμώτερον πράγμα από
την δικαιοσύνην. — Πάρε την τώρα, Σωκράτη, αυτήν την συζήτησιν
ως συμπόσιον το οποίον σου παρετέθη διά την σημερινήν εορτήν
των Βενδιδείων (1). — Και το χρεωστώ εις εσένα, Θρασύμαχε,
διότι παρήτησες εκείνην την αγριότητα που μου έδειξες κατ'
αρχάς, και έγινες τόσον ήμερος . . . Δεν ήτο όμως και τελεία,
όπως θα την ήθελα, η εστίασις· όχι από φταίξιμον ιδικόν σου,
αλλά από ιδικόν μου μάλλον· επειδή την έπαθα όπως οι
κοιλιόδουλοι, οι οποίοι πέφτουν επάνω αρπακτικά εις το κάθε
νέον φαγητόν που σερβίρεται, πριν να απολαύσουν οπωσδήποτε το
προηγούμενον έτσι κ' εγώ, πριν να ευρούμεν εκείνο που
εσυζητούσαμεν πρώτον, &τι πράγμα δηλαδή είναι η δικαιοσύνη&, το
παρήτησα αυτό εις την μέσην και εβάλθηκα να εξετάζω εάν είναι
κακία ή αμάθεια, ή σοφία ή αρετή· και επειδή έτυχε ύστερα να
παρεμπέση άλλος λόγος, ότι η αδικία είναι ωφελιμώτερον πράγμα
από την δικαιοσύνην, δεν ημπόρεσα να συγκρατήσω τον εαυτόν μου
και να μην περάσω από τον πρώτον εις αυτόν τον άλλον. Ώστε εις
το τέλος κατήντησα να μη μάθω τίποτε από αυτήν την συζήτησιν
διότι, όταν δεν γνωρίζω, ποία είναι &αυτή η ουσία της
δικαιοσύνης&, πώς θα ημπορώ να ηξεύρω αν είναι αρετή, είτε όχι,
και αν είναι ευτυχής εκείνος που την έχει, ή το εναντίον.

&ΒΙΒΛΙΟΝ Β'.&

Και εγώ μεν λοιπόν, αφού είπα αυτά, επίστευσα ότι είχα γλυτώση
πλέον από την συζήτησιν· ήτο όμως, καθώς φαίνεται, το προοίμιον
μόνον αυτό· διότι ο Γλαύκων, ο οποίος πάντοτε και εις όλας τας
περιστάσεις είναι πραγματικώς ανδρειότατος, δεν του εκαλοφάνη
που κατέθεσε τότε τα όπλα ο Θρασύμαχος, αλλά, λαμβάνων τον
λόγον — Θέλεις, είπε, Σωκράτη, να φαίνεται πως μας έπεισες ότι
κατά πάντα τρόπον είναι προτιμότερον η δικαιοσύνη από την
αδικίαν, ή θέλεις και πραγματικώς να μας πείσης; — Αυτό βέβαια
θα επροτιμούσα και εγώ, αν ήτο εις την εξουσίαν μου.

 — Δεν κάμνεις λοιπόν τότε εκείνο το οποίον θέλεις· διότι, λέγε
μου· παραδέχεσαι ότι υπάρχει ένα είδος αγαθών, τα οποία θα
ηυχόμεθα να έχωμεν, αποβλέποντες όχι εις τα αποτελέσματά των,
αλλ' απλώς και μόνον δι' αυτά τα ίδια; όπως παραδείγματος
χάριν, η χαρά και αι αβλαβείς ηδοναί και που καμμίαν άλλην
συνέπειαν δεν έχουν κατόπιν, παρά μόνον μας δίδουν την
ευχαρίστησιν να τας απολαμβάνωμεν. — Μάλιστα υπάρχει ένα
τοιούτον είδος αγαθών. — Δεν υπάρχει και ένα άλλο, το οποίον
αγαπώμεν και δι' αυτό το ίδιον και διά τα αποτελέσματά του;
όπως είναι η ευθυκρισία, η δράσις, η υγιεία, τα οποία
επιζητούμεν και διά τους δύο αυτούς λόγους. — Μάλιστα. — Δεν
βλέπεις δε και ένα τρίτον είδος αγαθών, όπως είναι η εκγύμνασις
του σώματος, η διά της σκληραγωγίας θεραπεία αυτού, η εξάσκησις
της ιατρικής και κάθε άλλου προσοδοφόρου επαγγέλματος; διότι
αυτά είναι μεν κοπιαστικά, μας ωφελούν όμως, και τα επιζητούμεν
όχι δι' αυτά τα ίδια, αλλά διά τα κέρδη και τας άλλας ωφελείας
που μας παρέχουν. — Πράγματι υπάρχει και αυτό το τρίτον είδος
των αγαθών. Αλλά προς τι αυταί αι ερωτήσεις; — Εις ποίον από
αυτά τα είδη κατατάσσεις την δικαιοσύνην; — Εγώ; εις το
καλύτερον βέβαια από τα τρία, εις εκείνα δηλαδή τα αγαθά, που
πρέπει να τα επιζητούν και δι' αυτά τα ίδια και διά τα
αποτελέσματά των, όσοι θέλουν να είναι πραγματικώς ευτυχείς. —
Δεν το νομίζει όμως έτσι και ο κόσμος, αλλά κατατάσσουν την
δικαιοσύνην εις τα κοπιαστικά αγαθά, τα οποία μόνον διά τα
κέρδη και διά την δόξαν που παρέχουν ημπορεί κανείς να τα
επιζητή, και που πρέπει να τα αποφεύγη αυτά καθ' εαυτά, επειδή
είναι αληθώς αφόρητα.

 — Το γνωρίζω, είπα εγώ, ότι αυτή είναι η ιδέα του κόσμου, και
δι' αυτό και ο Θρασύμαχος της έψαλε πριν τον εξάψαλμον της
δικαιοσύνης· εγώ όμως φαίνεται να είμαι βαρυκέφαλος. — Στάσου
λοιπόν να ιδούμεν, εάν θα επιμένης εις την γνώμην σου, αφού
ακούσης και εμένα· διότι ο Θρασύμαχος, μου φαίνεται πως τον
εγήτεψες πολύ γρήγορα σαν το φείδι· εγώ όμως, δεν μου εγέμισαν
το κεφάλι όσα είπετε διά την δικαιοσύνην και την αδικίαν·
επιθυμώ να ακούσω ποία είναι η φύσις του καθενός, ποίαν δύναμιν
έχουν καθ' εαυτά όταν ενυπάρχουν εις την ψυχήν, ανεξαρτήτως από
τας ωφελείας και τα αποτελέσματα, που ημπορεί να έχουν. Ιδού
λοιπόν πώς εννοώ να επιληφθώ του ζητήματος, εάν μου το
επιτρέπης. Θα αρχίσω εκ νέου τον λόγον του Θρασυμάχου, και
πρώτον μεν θα ειπώ τι πράγμα είναι η δικαιοσύνη κατά την κοινήν
αντίληψιν του κόσμου και ποία είναι η αρχή της· έπειτα θα
αποδείξω, ότι όλοι όσοι την εξασκούν το κάμνουν κατ' ανάγκην
και όχι διότι είναι πράγμα καλόν· τρίτον, ότι έχουν πολύ
δίκαιον να φρονούν τοιουτοτρόπως, διότι είναι πολύ προτιμότερος
ο βίος του αδίκου από του δικαίου, καθώς τουλάχιστον λέγουν·
εγώ ίσως και να μην το παραδέχωμαι αυτό· δεν ηξεύρω όμως και
καλά καλά τι να αποφασίσω, καθώς μου έχουν γεμίση τα αυτιά ο
Θρασύμαχος και χίλιοι άλλοι επαναλαμβάνοντες τα ίδια, ενώ
κανένα ακόμη δεν ήκουσα να αναλαμβάνη, καθώς θα ήθελα, την
υπεράσπισιν της δικαιοσύνης, διά να αποδείξη ότι είναι
προτιμοτέρα της αδικίας· και θα ήθελα να την ήκουα να
εγκωμιάζεται διά τον εαυτόν της μόνον· και να σου ειπώ, από
σένα είναι που περιμένω ν' ακούσω αυτό το εγκώμιον· διά τούτο
και εγώ θέλω να εκταθώ εις τον έπαινον του αδίκου βίου, διά να
σου υποδείξω πώς εννοώ και εγώ να ακούσω από σένα την
κατηγορίαν μεν της αδικίας, τον πανηγυρικόν δε της δικαιοσύνης.
Από σένα τώρα εξαρτάται να συμμορφωθής με την επιθυμίαν μου. —
Με όλην μου την ευχαρίστησιν· διότι διά ποιον άλλο πράγμα θα
επροτιμούσε ένας άνθρωπος με νουν να ομιλή και να ακούη
συχνότερα;

 — Πολύ λαμπρά λέγεις. Άκουε λοιπόν τώρα εκείνο το πρώτον που
έλεγα πως θα ειπώ, ποία είναι η φύσις και ποία είναι η αρχή της
δικαιοσύνης· το να αδική κανείς, λέγουν, είναι καλόν πράγμα,
ενώ το να αδικήται είναι κακόν, και μάλιστα πολύ περισσότερον
κακόν από ό,τι είναι καλόν το να αδική. Ώστε οι άνθρωποι, αφού
εδοκίμασαν και τα δύο αδικούντες και αδικούμενοι μεταξύ των,
όσοι δεν είχον την δύναμιν ούτε ν' αποκρούσουν τας αδικίας των
άλλων, ούτε οι ίδιοι να αδικούν, εσκέφθησαν ότι τους είναι
συμφερώτερον να συμφωνήσουν μεταξύ των μήτε να αδικούν μήτε να
αδικούνται· και από τότε άρχισαν να βάζουν νόμους και να
κάμνουν συμβάσεις μεταξύ των και ωνόμασαν δίκαιον και νόμιμον
εκείνα που διατάσσει ο νόμος· και αυτό είναι η γένεσις και η
ουσία της δικαιοσύνης, η οποία είναι το μέσον μεταξύ του
καλυτέρου πράγματος, δηλαδή να αδική κανείς ατιμωρητί, και του
χειροτέρου, δηλαδή να μην έχη κανείς την δύναμιν να εκδικήται
αδικούμενος, το δίκαιον λοιπόν, το οποίον κείται εις το μέσον
αμφοτέρων τούτων, τιμάται όχι διότι είναι αγαθόν καθ' εαυτό,
αλλά διότι η αδυναμία πολλών να αδικούν το κάμνει να το θεωρούν
τοιούτο· διότι ένας που ημπορεί να το κάμνη και είναι άνδρας
πραγματικώς, είναι αδύνατον να έλθη με κανένα εις τοιούτον
συμβιβασμόν, ώστε μήτε να αδική μήτε να αδικήται· διότι θα ήτο
τρέλλα αυτό εκ μέρους του. Αυτή λοιπόν είναι, Σωκράτη, η φύσις
της δικαιοσύνης, και αυτά είναι τα στοιχεία από τα οποία, καθώς
είπαμεν, προήλθεν.

Και διά να εννοήσωμεν ακόμη καλύτερα, ότι και όσοι εξασκούν την
δικαιοσύνην από αδυναμίαν των, επειδή δεν είναι ικανοί να
αδικούν, το κάμνουν όχι με ευχαρίστησίν των, ας κάμωμεν την
εξής υπόθεσιν: δίδομεν και εις τους δύο, και εις τον δίκαιον
και εις τον άδικον, εξουσίαν να κάμουν ό,τι θέλουν, και ημείς
τους παρακολουθούμεν διά να ίδωμεν πού θα οδηγήση τον καθένα η
επιθυμία του· είναι αδύνατον να μη συλλάβωμεν επ' αυτοφώρω τον
δίκαιον να βαδίζη επί τα ίχνη του αδίκου, απ' την φυσικήν
πλεονεξίαν την οποίαν επιδιώκει μεν πας άνθρωπος, εξαναγκάζεται
όμως διά της βίας του νόμου να σέβεται την ισότητα· και να
είναι μάλιστα η εξουσία, που λέγω να τους δώσωμεν, τέτοια, όπως
ήτο η δύναμις που έλαβε, λέγουν, μίαν φοράν ο Γύγης ο πρόγονος
του Λυδού· διηγούνται δηλαδή ότι αυτός ήτο ποιμήν εις την
υπηρεσίαν του τότε βασιλέως της Λυδίας, και ότι μίαν φοράν
κατόπιν μεγάλης βροχής και σεισμού, ο οποίος επηκολούθησεν,
ερράγισεν η γη και εσχημάτισεν ένα χάσμα εις το μέρος ακριβώς
που έβοσκεν· αυτός από περιέργειαν κατέβηκε μέσα, όπου βλέπει,
καθώς διηγούνται, και άλλα θαυμαστά πράγματα και ένα χάλκινον
ίππον, που είχεν εις τας πλευράς του κάτι παραθυράκια· σκύφτει
λοιπόν από αυτά και βλέπει μέσα ένα νεκρόν, καθώς εφαίνετο,
αλλά πολύ μεγαλύτερον από τους κοινούς ανθρώπους, και ο οποίος
τίποτε άλλο δεν εφορούσε, παρά μόνον ένα χρυσό δακτυλίδι εις το
χέρι· του το παίρνει λοιπόν από το δάκτυλον και βγαίνει έξω.
Όταν κατόπιν μετά μερικάς ημέρας συνηθροίσθησαν οι ποιμένες,
όπως εσυνήθιζαν κάθε μήνα, διά να αναφέρουν εις τον βασιλέα διά
την κατάστασιν των ποιμνίων, ήλθε και εκείνος με το δακτυλίδι
εις το χέρι· καθώς λοιπόν εκάθητο με τους άλλους έτυχε να
στρέψη την πέτραν του δακτυλιδιού από το μέσα μέρος· και αμέσως
έγινεν άφαντος εις τους άλλους που ευρίσκοντο εκεί και ήρχισαν
να ομιλούν δι' αυτόν ως να είχε φύγη και να μην ήτο εμπρός·
εκείνος παρεξενεύθη και ψηλαφητά έστρεψε πάλιν το δακτυλίδι
προς το έξω μέρος και αμέσως έγινε φανερός· αφού λοιπόν ενόησε
τι συμβαίνει, ηθέλησε να βεβαιωθή με επανειλημμένας δοκιμάς,
εάν έχη αυτήν την δύναμιν το δακτυλίδι, όταν το στρέψη προς τα
μέσα να χάνεται από τα μάτια των άλλων, και όταν προς τα έξω να
παρουσιάζεται πάλιν· αφού το εβεβαιώθη ενήργησε να σταλή και
αυτός με τους άλλους ποιμένας οι οποίοι επρόκειτο να δώσουν
τους λογαριασμούς εις τον βασιλέα· έρχεται πραγματικώς,
κατορθώνει και τα ψήνει με την βασίλισσαν, φονεύουν οι δύο των
μαζί τον βασιλέα και λαμβάνει αυτός τον θρόνον.

Εάν λοιπόν υπήρχον δύο τέτοια δακτυλίδια και εφορούσε το ένα ο
δίκαιος και το άλλο ο άδικος, κανείς δεν θα ευρίσκετο
χαρακτήρος τόσον αδαμαντίνου, ώστε να διατηρηθή εις την
δικαιοσύνην και να έχη την γενναιότητα να κρατήση το χέρι του
και να μη εγγίση το δίκαιον του άλλου· ενώ θα είχε την εξουσίαν
και από την αγοράν να παίρνη χωρίς φόβον ό,τι θα ήθελε και μέσα
εις τα ξένα σπίτια να εισέρχεται και να κάνη ό,τι θέλει, και να
φονεύη τον ένα, και να λυτρώνη τον άλλον από τα σίδερα και να
έχη πραγματικώς ισόθεον δύναμιν μεταξύ των ανθρώπων· και εν
γένει τίποτε διαφορετικόν δεν θα έκαμνεν από τον άλλον, τον
άδικον, αλλά και οι δύο τον ίδιον δρόμον θα έπαιρναν· τίποτε
λοιπόν δεν ημπορούσε να αποδείξη καλύτερα από αυτό το
παράδειγμα, ότι κανείς δεν είναι δίκαιος με ευχαρίστησίν του,
αλλά από ανάγκην, επειδή δεν είναι πράγμα αγαθόν καθ' εαυτό,
και όπου κανείς νομίζει ότι είναι ικανός να αδικήση το κάμνει·
διότι πας άνθρωπος πιστεύει, και δικαίως, όπως θα είπουν οι
παραδεχόμενοι τον λόγον τούτον, ότι πολύ περισσότερον τον
ωφελεί η αδικία από την δικαιοσύνην· και εάν κανείς, όστις θα
ελάμβανε τοιαύτην εξουσίαν, δεν θα ήθελέ ποτε να αδικήση μηδέ
να βάλη χέρι εις ξένον πράγμα, αθλιώτατος και ανοητότατος θα
εθεωρείτο από εκείνους που έχουν κρίσιν· το πολύ, να τον
επαινούν εις τα φανερά και να γελούν έτσι ο ένας τον άλλον, από
φόβον μήπως αδικηθούν και οι ίδιοι.

Όσον αφορά τώρα τον βίον των δύο τούτων ανθρώπων, διά τους
οποίους ομιλούμεν, θα είμεθα εις θέσιν να εκφέρωμεν ορθήν την
κρίσιν μας, εάν πάρωμεν και εξετάσωμεν χωριστά ένα δικαιότατον
και ένα αδικώτατον· αλλέως, όχι· και πώς θα το κάμωμεν αυτό; ως
εξής· τίποτε να μη αφαιρέσωμεν του αδίκου από την αδικίαν του,
μήτε του δικαίου από την δικαιοσύνην του, αλλά να λάβωμεν και
τον ένα και τον άλλον τέλειον εις το είδος του βίου που
ακολουθεί· πρώτον μεν ο άδικος, όπως ένας τελειότατος
κυβερνήτης παραδείγματος χάριν ή ένας περιφημότατος ιατρός, ο
οποίος μ' ένα βλέμμα αντιλαμβάνεται αμέσως ποία είναι τα δυνατά
και ποία είναι τα αδύνατα εις την τέχνην του και εκείνα μεν τα
επιχειρίζεται, παραιτείται δε από τα άλλα, ακόμη δε και εάν
υποπέση καμμίαν φοράν εις κανένα λάθος, είναι εις θέσιν να το
επανορθώση — τοιουτοτρόπως, λέγω, και ο άδικος πρέπει με τόσην
δεξιότητα να διεξάγη τας αδίκους επιχειρήσεις του, ώστε να
είναι αδύνατον να φωραθή· και εάν αφήση να τον πιάσουν, δεν θα
είναι πλέον ο τέλειος άδικος, που τον εδέχθημεν, αλλ' άξιος
πάσης περιφρονήσεως· επειδή το άκρον άωτον της αδικίας είναι να
θεωρήται κανείς δίκαιος χωρίς να είναι· ας δώσωμεν λοιπόν εις
τον τελείως άδικον την τελειοτάτην αδικίαν, και να μην του
αφαιρέσωμεν, αλλ' ας του αφήσωμεν ώστε, αν και διαπράττων τας
μεγίστας αδικίας, να αποκτήση την μεγίστην υπόληψιν ανθρώπου
δικαίου· και αν αποτύχη κάπου, να είναι ικανός να επανορθώση το
λάθος του, να έχη δε αρκετήν ευγλωττίαν ώστε να πείθη περί της
αθωότητός του τους δικαστάς, αν τύχη και οδηγηθή εμπρός των διά
τα αδικήματά του· και ακόμη, αν η χρεία το καλέση, και την βίαν
να ημπορέση να μεταχειρισθή, διότι και ο ίδιος θα έχη την
τόλμην και την δύναμιν, και φίλους και περιουσίαν θα έχη
παρασκευάση.

Τώρα πλάγι εις αυτόν ας θέσωμεν, κατά την υπόθεσίν μας, τον
άλλον τον άνθρωπον, τον άκακον και ειλικρινή, ο οποίος, καθώς
λέγει και ο Αισχύλος,

     &θέλει να είναι κι' όχι να θεωρήται ανδρείος.&

Ας του αφαιρέσωμεν λοιπόν το να θεωρήται δίκαιος· διότι, αν
περνά διά τέτοιος, θα τον φορτώνουν κατά συνέπειαν με δώρα και
με τιμάς· και δεν θα είμεθα πλέον βέβαιοι αν θα είναι τοιούτος
διά τα δώρα και τας τιμάς, ή από αγάπην της δικαιοσύνης· ας τον
απογυμνώσωμεν λοιπόν από όλα τα άλλα εκτός από την δικαιοσύνην
και ας τον κάμωμεν να είναι όλως διόλου το αντίθετον από
εκείνον τον πρώτον· τοιουτοτρόπως, χωρίς να έχη ποτέ κάμη την
παραμικροτέραν αδικίαν, ας θεωρείται πως είναι ο χειρότερος
κακούργος, διά να περάση η αρετή του από τας μεγίστας
δοκιμασίας δίχως να την επηρεάζη η κακή ιδέα του κόσμου και όσα
προέρχονται από αυτήν· και ας μην παρασαλεύση από τον δρόμον
του αυτόν μέχρι τάφου, θεωρούμενος καθ' όλην την ζωήν του
άδικος, ενώ αυτός ήτο δίκαιος. Κατ' αυτόν λοιπόν τον τρόπον
έχοντες υπ' όψιν μας τα δύο αυτά πρότυπα, της τελειοτάτης
δικαιοσύνης τον ένα και της τελειοτάτης αδικίας τον άλλον, θα
κρίνωμεν τίνος ο βίος είναι ευτυχέστερος.

 — Πω; πω; καλέ μου Γλαύκων, με πόσον μεγάλην ακρίβειαν και
τέχνην τους καθαρίζεις, ως να ήσαν αγάλματα, και τους δύο από
το κάθε τι, διά να υποβληθούν υπό την κρίσιν μας!

 — Όσον ημπορώ καλύτερα, είπε· και αφού τους ελάβαμεν
τοιούτους, δεν είναι καθόλου δύσκολον, φρονώ, να εκθέσωμεν την
ζωήν που περιμένει τον καθένα τους· μόνον σε παρακαλώ, Σωκράτη,
αν τα λέγω κάπως χονδρά, μην το παίρνης πως τα λέγω εγώ, αλλά
εκείνοι που προτιμούν την αδικίαν από την δικαιοσύνην· και
λοιπόν θα ειπούν αυτοί, ότι ο δίκαιός μας θα μαστιγωθή, θα
ριφθή εις τα σίδερα, θα τυφλωθή, και τελευταίον, αφού υποστή
όλα τα βασανιστήρια, θα ανασκολοπισθή κ' έτσι θα μάθη ότι δεν
είναι ανάγκη να θέλη να είναι κανείς δίκαιος, αλλά να θεωρήται
τοιούτος· και ο στίχος επομένως του Αισχύλου ορθότερον θα ήτο
να εφαρμόζεται διά τον άδικον· ούτος τωόντι, επειδή κυνηγά ένα
πράγμα, που έχει αληθινήν υπόστασιν και δεν ζη διά την υπόληψιν
του κόσμου, θέλει όχι να θεωρήται άδικος αλλά να είναι
τοιούτος,

&βαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι,
που μέσαθέ του οι πάνσοφες βουλές βλασταίνουν.&

Και εν πρώτοις, επειδή θα περνά διά δίκαιος, θα έχη τα ανώτατα
αξιώματα της πολιτείας, θα παίρνη γυναίκα απ' όποιο σπίτι
θέλει, θα αποκαθιστά κατ' αυτόν τον τρόπον και τα παιδιά του,
θα γίνεται μέτοχος εις όσας επιχειρήσεις θέλει, και εις όλα
αυτά θα βγαίνη πάντα κερδημένος, διότι βέβαια δεν θα
δυσκολεύεται διόλου να εκμεταλλεύεται τους άλλους κατά τον
αισχρότερον τρόπον και εις δικαστικούς αγώνας αν περιπλεχθή,
είτε ιδιωτικούς είτε δημοσίους, θα τα ξεκεφαλώση μια χαρά με
ζημίαν των αντιπάλων του και ωφέλειαν ιδικήν του· με την
μεγάλην περιουσίαν που θ' αποκτήση αφεύκτως με την
αισχροκέρδειάν του, θα είναι εις θέσιν τους φίλους του να
ευεργετή, τους εχθρούς του να βλάπτη, μεγαλοπρεπείς θυσίας και
πλούσια αφιερώματα να κάμνη εις τους θεούς, και να εξασφαλίζη
την εύνοιαν των θεών και όσων ανθρώπων θέλει πολύ ασφαλέστερα
και βεβαιότερα παρ' ό,τι ημπορεί να το κάμη ο δίκαιος· ώστε,
κατά φυσικόν λόγον, και πολύ θεοφιλέστερος του ανήκει να είναι
από τον δίκαιον. Τοιούτος λοιπόν βίος, λέγουν, έχει ετοιμασθή
και εκ μέρους των θεών και εκ μέρους των ανθρώπων διά τον
άδικον, πολύ βέβαια ευτυχέστερος από τον βίον του δικαίου.

Αφού είπεν αυτά ο Γλαύκων, εγώ μεν κάτι είχα εις τον νουν μου
να του απαντήσω· αλλά ο αδελφός του ο Αδείμαντος, λαβών τον
λόγον, με ηρώτησε· — Νομίζεις, Σωκράτη, να έχη αναπτυχθή
επαρκώς το θέμα; — Και διατί όχι; — Εγώ λέγω ότι παρελείφθη
ακριβώς το ουσιωδέστερον. — Αι λοιπόν, όπως λέγει και η
παροιμία, αδελφός αδελφόν βοηθά· ώστε και συ, αν αυτός
παρέλειψε τίποτε, έλα εις βοήθειάν του· αν και αρκούν και όσα
είπε να με θέσουν, εμένα, εκτός μάχης και να με καταστήσουν
ανίκανον να υπερασπισθώ την δικαιοσύνην. — Άφηνέ τα αυτά, και
άκουε τώρα τι θα ειπώ και εγώ· διότι πρέπει να εξετάσωμεν το
ζήτημα και από την αντίθετον όψιν του και να ακούσωμεν και τα
επιχειρήματα εκείνων, οι οποίοι παίρνουν το μέρος της
δικαιοσύνης εναντίον της αδικίας, διά να καταδειχθή, σαφέστερον
εκείνο το οποίον μου φαίνεται πως ήθελεν ο Γλαύκων.

Συνιστούν λοιπόν γενικώς και συμβουλεύουν οι πατέρες τα τέκνα
των και όλοι όσοι αναλαμβάνουν την φροντίδα της ανατροφής των
νέων, ότι πρέπει να είναι κανείς δίκαιος, όχι διότι με αυτό
θέλουν να επαινέσουν αυτήν την δικαιοσύνην, αλλά τας ωφελείας
που παρέχει· ούτως ώστε, όταν κατορθώση τις να θεωρήται
δίκαιος, να αποκτά με αυτήν την υπόληψιν αξιώματα και γάμους
και όλα όσα απηρίθμησε προ μικρού ο Γλαύκων ότι κερδίζει ο
άδικος· προχωρούν όμως και πάρα πέρα αυτοί, και προσθέτουν τα
άφθονα αγαθά τα οποία θα έχουν, εξασφαλίζοντες την ευμένειαν
των θεών, όπως λέγει και ο καλός μας Ησίοδος και ο Όμηρος·
διότι, κατά τον πρώτον, οι θεοί έκαμαν τις βελανιδιές διά τους
δικαίους, διά τους οποίους

     &έχει η κορφή τους τον καρπό κ' έχει ο κορμός μελίσσια
     και μέσα στο παχύ μαλλί πνίγουνται οι προβατίνες,&

και άλλα πολλά παρόμοια αγαθά· τα ίδια δε και ο δεύτερος· διότι
λέγει διά κάποιον ότι

     &σαν τον καλό τον βασιλιά που, σα θεός, μοιράζει
     τη δικιοσύνη στους λαούς, η παχειά γη του φέρνει
     σιτάρι και γεννήματα, πλήθιους καρπούς τα δέντρα,
     πάντα φτουρούν οι στάνες του, ψάρια οι γιαλοί του βγάζουν.&

Ο δε Μουσαίος και ο υιός του ακόμη γενναιότερα αγαθά υπόσχονται
εις τους δικαίους εκ μέρους των θεών· διότι αφού τους οδηγήσουν
μετά θάνατον εις τον Άδην, τους παρακαθίζουν εις το συμπόσιον
των ευσεβών, το οποίον παρασκευάζουν εκεί, και τους παριστάνουν
να περνούν όλον τον καιρόν των πίνοντες και διασκεδάζοντες
στεφανωμένοι, ως να ήτο η καλυτέρα αμοιβή διά την αρετήν των η
αιωνία μέθη. Άλλοι πάλιν ποιηταί δεν περιορίζουν έως εκεί μόνον
τας εκ μέρους των θεών αμοιβάς· διότι λέγουν ότι οι ευσεβείς
και οι εύορκοι αφήνουν οπίσω των παιδιά των παιδιών των και
γενεάς γενεών· με αυτά και άλλα τοιαύτα εγκωμιάζουν την
δικαιοσύνην· τους δε ασεβείς πάλιν και τους αδίκους τους χώνουν
εις τον Άδην μέσα εις μίαν λάσπην, ή τους αναγκάζουν να
κουβαλλούν νερό με το κόσκινον· και όσον είναι ακόμη εις την
ζωήν τους φορτώνουν με όλους τους εξευτελισμούς και τας
περιφρονήσεις και τους υποβάλλουν εις όλα τα βασανιστήρια, τα
οποία διεξετραγώδησεν ο Γλαύκων ότι υφίστανται εκείνοι, οι
οποίοι ενώ είναι δίκαιοι θεωρούνται άδικοι· αυτά λέγουν διά
τους αδίκους και άλλα δεν έχουν να προσθέσουν, αυτός δε είναι ο
έπαινος και η κατηγορία του δικαίου και του αδίκου.

Εκτός όμως αυτών άκουσε τώρα, Σωκράτη, και ένα άλλο είδος λόγων
περί δικαιοσύνης και αδικίας, τους οποίους λέγουν και οι κοινοί
άνθρωποι και οι ποιηταί· όλοι δηλαδή με ένα στόμα κηρύττουν ότι
είναι μεν ωραίον πράγμα η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη, δύσκολον
όμως και επίπονον· ενώ η αδικία και η ακολασία είναι μεν
ευχάριστα και δεν στοιχίζουν τίποτε να τα αποκτήση κανείς,
είναι όμως επονείδιστα μόνον κατά την ιδέαν του κόσμου και
επειδή έτσι το θέλει ο νόμος· ότι όμως είναι τα άδικα
ωφελιμώτερα από τα δίκαια κανείς, λέγουν, δεν ημπορεί να το
αρνηθή· και οι περισσότεροι δεν δυσκολεύονται να μακαρίζουν και
να τιμούν και κατ' ιδίαν και δημοσία τους φαύλους εκείνους που
έχουν τα πλούτη και την δύναμιν, ενώ απεναντίας ελεεινολογούν
και περιφρονούν τους άλλους, όταν τύχη να είναι αδύνατοι και
πτωχοί, όσον και αν παραδέχονται πως είναι καλύτεροι από τους
αδίκους· αλλ' απ' όλους αυτούς τους λόγους οι πλέον παράξενοι
είναι εκείνοι που λέγονται σχετικώς με τους θεούς και με την
αρετήν, ότι τάχα και οι ίδιοι οι θεοί παρέχουν πολλάκις όλα τα
κακά και τας δυστυχίας της ζωής εις τους εναρέτους ανθρώπους,
ενώ εις τους κακούς επιφυλάττουν την εναντίαν μοίραν· αφ'
ετέρου πάλιν γόητες και μάντεις, κρούοντες συχνάκις τας θύρας
των πλουσίων, τους πείθουν ότι έχουν την δύναμιν, κατά θείαν
παραχώρησιν, εάν υπέπεσαν εις καμμίαν αμαρτίαν ή αυτοί και οι
πρόγονοί των, να την εξιλεώνουν με θυσίας και με διαβάσματα, με
τελετάς και άλλα τοιαύτα· και αν θέλουν να βλάψουν κανένα
εχθρόν των, δίκαιον ή άδικον αδιάφορον, με μικράν δαπάνην
ημπορούν να το επιτύχουν, διότι αυτοί με μαγικούς εξορκισμούς
και με άλλας μαγγανείας καταφέρνουν ώστε να τους εξυπηρετούν οι
θεοί· όλων δε αυτών των λόγων μάρτυρας φέρουν πάλιν τους
ποιητάς, διά να αποδείξουν μεν πόσον εύκολον πράγμα είναι η
κακία,

     &γιατί μπορείς με το σακκί να πάρης την κακία
     εύκολα· ίσια η στράτα της, δεν καίγεται δι' αλάργου
     μα μπρος στην αρετή οι θεοί έχουν ιδρώτα βάλη&

και ένα δρόμον μακρόν και ανηφορικόν· άλλοι δε φέρουν μάρτυρα
τον Όμηρον, ότι ημπορούν οι άνθρωποι να στρέψουν με το θέλημά
των τους θεούς, διότι και εκείνος είπεν ότι

                              &και των θεών γυρνάει η γνώμη,
     κι αυτούς μπορούν με προσευχές και ευπρόσδεκτες θυσίες
     με κνίσσα και με τις σπονδές οι άνθρωποι να λυγίζουν
     παρακαλόντας, αν κανείς καμμιά αμαρτία κάμη.&

Ακόμη δε παρουσιάζουν ένα σωρόν βιβλία του Μουσαίου και του
Ορφέως — οι οποίοι, λέγουν, ότι κατάγονται από τας Μούσας και
από την Σελήνην — που περιέχουν τας ιεροτελεστίας αυτών των
θυσιών, και πείθουν όχι μόνον τους ιδιώτας αλλά και ολοκλήρους
πόλεις ακόμη ότι με θυσίας και με τερπνά παιγνίδια ημπορούν να
επιτύχουν τον εξαγνισμόν και την άφεσιν των αμαρτημάτων όχι
μόνον των ζωντανών αλλά και των αποθαμμένων· ονομάζουν δε
&τελετάς& όλα αυτά τα μέσα με τα οποία μας απαλλάττουν από τα
βασανιστήρια του άλλου κόσμου, που δεν θα τα διαφύγουν όσοι τας
παραμελούν.

Όλα λοιπόν αυτά, αγαπητέ μου Σωκράτη, τα οποία λέγονται περί
της αρετής και της κακίας και περί της ιδέας την οποίαν έχουν
δι' αυτά οι θεοί και οι άνθρωποι, ποίαν εντύπωσιν νομίζεις ότι
θα έχουν επί της ψυχής των νέων, όσοι εκ φύσεως είναι
πεπροικισμένοι με την ικανότητα να ημπορούν να εξάγουν
συμπεράσματα εξ όσων ακούουν, εν σχέσει με αυτό το ζήτημα;
οποίος τις πρέπει να είναι ο άνθρωπος και ποίαν οδόν να
ακολουθήση διά να είναι ευτυχής εις την ζωήν του; Δεν είναι
πιθανόν ότι θα ειπή προς τον εαυτόν του εκείνο που λέγει ο
Πίνδαρος;

     &Ποίο δρόμο νακλουθήσω
     για νανεβώ στον πύργο ψηλά και πιο ψηλά;
     της δικιοσύνης τον ίσιο
     ή τη λοξή γυροβολιά;&

και αφού ανεβώ και κλεισθώ εκεί μέσα να διέλθω ασφαλής την ζωήν
μου; διότι απ' όλα όσα ακούω να λέγουν, τίποτε δεν θα με
ωφελήση να είμαι δίκαιος, αν δεν θεωρούμαι και τοιούτος, ζημίας
δε μόνον και βάσανα φανερά θα έχω· επειδή λοιπόν αρκεί να
θεωρήται μόνον κανείς δίκαιος, όπως με διαβεβαιούν οι σοφοί,
και αυτό είναι ανώτερον από την αλήθειαν και το μόνον που δίδει
εις τον άνθρωπον την ευτυχίαν, προς αυτό λοιπόν και εγώ θα
στραφώ εξ ολοκλήρου· θα περιβληθώ λοιπόν ολόγυρα μου με όλα τα
προσχήματα και την επίφασιν της αρετής και θα σέρνω από πίσω
μου την πονηράν εκείνην και πανούργον αλώπεκα, που λέγει ο
σοφώτατος Αρχίλοχος· θα μου ειπή ίσως κάποιος, ότι δεν είναι
εύκολον να είναι κανείς πάντα κακός χωρίς να τον πάρουν
είδησιν· ναι, αλλά και όλα τα μεγάλα πράγματα έχουν τας
δυσκολίας των, θα του απαντήσωμεν· και ό,τι και αν είναι, αν
θέλωμεν να ευτυχήσωμεν, ας πάρωμεν αυτόν τον δρόμον, του οποίου
τα ίχνη τα χαράζουν αυτοί οι λόγοι που ακούομεν· άλλως τε, διά
να μείνωμεν ασύλληπτοι, θα συγκεντρώσωμεν γύρω μας συντρόφους
και συνενόχους, υπάρχουν δε και διδάσκαλοι να μας μάθουν πώς να
εξαπατώμεν και τα πλήθη και τους δικαστάς με την τέχνην της
ρητορικής, και τοιουτοτρόπως, άλλοτε με την απάτην, άλλοτε με
την βίαν, θα κατορθώνωμεν να μένωμεν ατιμώρητοι διά τα
αδικήματά μας· ναι, τους θεούς όμως δεν ημπορούμεν ούτε να τους
διαφύγωμεν ούτε να τους εκβιάσωμεν· αλλ' αν δεν υπάρχουν θεοί,
ή εάν δεν εν διαφέρωνται διόλου διά τους ανθρώπους, τι μας
μέλει και ημάς αν μας νοιώσουν ή δεν μας νοιώσουν; εάν πάλιν
υπάρχουν και ενδιαφέρωνται, γνωρίζομεν την ύπαρξίν των εξ ακοής
και από τους λόγους των ποιητών, οι οποίοι μας έκαμαν και την
γενεαλογίαν των· αλλ' οι ίδιοι πάλιν οι ποιηταί μας διδάσκουν,
ότι τους θεούς ημπορούμεν να τους εξιλεώσωμεν και να
εξευμενίσωμεν την οργήν των με θυσίας και με ευπρόσδεκτα
ταξίματα και με προσευχάς· ή λοιπόν πρέπει να τους πιστεύσωμεν
εις όλα όσα λέγουν, ή εις τίποτε από αυτά· και αν επομένως τους
πιστεύσωμεν, ας είμεθα άδικοι· δεν έχομεν παρά να προσφέρωμεν
θυσίας και εις τους θεούς από τους καρπούς της αδικίας μας·
είναι αληθές ότι, αν είμεθα δίκαιοι, δεν έχομεν να φοβώμεθα
τίποτε εκ μέρους των θεών, θα απαρνηθώμεν όμως συγχρόνως και
όλα τα κέρδη που προέρχονται από την αδικίαν· ενώ, εάν είμεθα
άδικοι, πρώτον δεν θα χάσωμεν αυτά τα κέρδη, έπειτα
εξαγοράζοντες τα κρίματά μας με προσευχάς και θυσίας, θα την
περάσωμεν ατιμώρητοι· ναι, αλλά θα πληρώσωμεν εις τον Άδην, ή
ημείς οι ίδιοι ή τα τέκνα μας, όσας αμαρτίας εκάμαμεν εις αυτήν
την ζωήν· υπάρχουν όμως πάλιν οι εξαγνισμοί και αι τελεταί, που
έχουν μεγάλην δύναμιν διά τους θεούς του κάτω κόσμου, όπως το
παραδέχονται και ολόκληροι πόλεις και όπως το διακηρύττουν οι
ποιηταί, οι οποίοι είναι τέκνα και προφήται συγχρόνως των θεών.
Με ποίαν λοιπόν λογικήν θα ημπορούσαμεν πλέον να προτιμήσωμεν
την δικαιοσύνην από την μεγίστην αδικίαν, την οποίαν εάν
περικαλύψωμεν εύμορφα με το κίβδηλον πρόσχημα της αρετής, όλα
θα μας έρχονται κατ' ευχήν και εκ μέρους των θεών και εκ μέρους
των ανθρώπων και εις αυτήν την ζωήν και εις την άλλην, κατά την
κοινήν ομολογίαν και των πολλών και των σοφών;

Από όλα λοιπόν όσα είπαμεν, πώς ημπορεί ποτε, Σωκράτη, να
προτιμήση την δικαιοσύνην ένας άνθρωπος με ανώτερα ψυχικά και
σωματικά προτερήματα, με καταγωγήν, με περιουσίαν, και να μην
την περιγελά απεναντίας όταν ακούη να την εγκωμιάζουν, αφού
μάλιστα, και αν ημπορή ακόμη να αποδείξη κανείς ότι όλα αυτά
που είπαμε είναι ψεύματα, και είναι τελείως πεπεισμένος ότι η
δικαιοσύνη είναι το καλύτερον πράγμα, πάλιν δεν ημπορεί παρά να
είναι συγκαταβατικός προς τους αδίκους και να τους συγχωρή εν
μέρει· διότι γνωρίζει ότι, εκτός ίσως εκείνων οίτινες
προικισθέντες με εξαιρετικήν τινα και θείαν φύσιν ή γνώσιν
αποτροπιάζονται την αδικίαν, κανείς άλλος δεν είναι δίκαιος
εκουσίως, αλλά είτε από ανανδρίαν είτε από γηρατειά είτε από
άλλην καμμίαν αδυναμίαν κατηγορεί την αδικίαν, επειδή δεν
ημπορεί, ο ίδιος να αδικήση· και ιδού η απόδειξις· ο πρώτος από
αυτούς που θα ελάμβανε την δύναμιν, αμέσως θα τον έβλεπες να
αδική, όσον θα του επερνούσε.

Και όλων αυτών καμμία άλλη αιτία δεν είναι, παρά εκείνη ακριβώς
από την οποίαν ωρμήθη και η συζήτησίς μας, του Γλαύκωνος και
εμού, μαζί σου· ότι δηλαδή κανείς από σας που παρουσιάζεσθε
εξυμνηταί της δικαιοσύνης, αν αρχίσωμεν από τους παλαιοτάτους
ήρωας, των οποίων λόγοι έχουν διασωθή εις την μνήμην των
ανθρώπων, έως σήμερα, κανείς, λέγω, δεν κατηγόρησε την αδικίαν
ούτε εγκωμίασε την δικαιοσύνην αλλέως πως παρά διά τας δόξας
και τας τιμάς και τας αμοιβάς αυτών. Κανείς όμως έως τώρα δεν
εξήτασε την δικαιοσύνην και την αδικίαν όπως ενυπάρχουν καθ'
εαυτάς εις την ψυχήν των ανθρώπων και με την ιδιαιτέραν των
εκείνην ουσίαν την άγνωστον και εις τους θεούς και εις τους
ανθρώπους, και κανείς ακόμη δεν επραγματεύθη επαρκώς είτε διά
της ποιήσεως είτε εν πεζώ λόγω, ότι η μεν δικαιοσύνη είναι το
μέγιστον αγαθόν απ' όσα έχει μέσα της η ψυχή, η δε αδικία το
μέγιστον κακόν. Διότι αν το εκάμνετε αυτό απ' αρχής και μας
επείθετε από νεαράς ηλικίας, δεν θα ήτο ανάγκη να φυλάττη ο
ένας τον άλλον μήπως αδικήση, αλλ' έκαστος θα ήτο φύλαξ του
εαυτού του, διότι θα εφοβείτο να τρέφη μέσα εις την ψυχήν του
το μέγιστον αυτό κακόν, την αδικίαν.

Ταύτα και άλλα ίσως περισσότερα απ' αυτά θα είχαν να λέγουν ο
Θρασύμαχος, και όποιος άλλος, περί της δικαιοσύνης και της
αδικίας, συγχέοντες βέβαια, καθώς μου φαίνεται, ολίγον
βεβιασμένως την φύσιν της μιας και της άλλης. Εγώ όμως, και δεν
έχω καμμίαν ανάγκην να σου το κρύψω, δι' αυτό ακριβώς εξέτεινα
τόσον πολύ τον λόγον μου, διότι επιθυμώ να ακούσω εσένα, πώς θα
τα αντικρούσης όλα αυτά· μη περιορισθής λοιπόν μόνον να μας
αποδείξης ότι η δικαιοσύνη είναι προτιμοτέρα της αδικίας, αλλά
να μας εξηγήσης πώς ενεργεί καθ' εαυτήν επί της ψυχής του
ανθρώπου, ώστε να είναι αγαθόν η μία και κακόν η άλλη· θα
αφαιρέσης, εννοείται, τα φαινόμενα και το τι φρονεί ο ένας και
ο άλλος, όπως το εσύστησε και ο Γλαύκων διότι αν δεν αφαιρέσης
μεν έστω και τα αληθή, και δεν προσθέσης απεναντίας τα ψευδή,
θα είπωμεν ότι δεν επαινείς την δικαιοσύνην, ούτε ότι κατηγορής
την αδικίαν, αλλ' εκείνο το οποίον θεωρείται δικαιοσύνη και
αδικία· και ότι μας επιτρέπεις επομένως να αδικούμεν, φθάνει
μόνον να μη μας παίρνουν είδησιν και ότι εις το τέλος είσαι
σύμφωνος με τον Θρασύμαχον, ότι η δικαιοσύνη δεν είναι αγαθόν
δι' εκείνον που την έχει, αλλά είναι το συμφέρον του
ισχυροτέρου, ενώ απεναντίας η αδικία είναι πράγμα ωφέλιμον και
συμφέρον δι' εαυτήν, μόνον δε διά τον ασθενέστερον ασύμφορον.
Αφού λοιπόν παρεδεχθής ότι η δικαιοσύνη είναι από τα μέγιστα
αγαθά, τα οποία αξίζει να αποκτά κανείς διά τα αποτελέσματά
των, αλλά και πολύ περισσότερον δι' αυτά τα ίδια, όπως είναι η
όρασις, η ακοή, η φρόνησις, η υγιεία και όσα άλλα αγαθά είναι
γόνιμα απ' αυτήν την φύσιν των και όχι διότι τα θεωρούν τοιαύτα
οι άνθρωποι, εγκωμίασε λοιπόν την δικαιοσύνην διά την ωφέλειαν
την οποίαν παρέχει αυτή καθ' εαυτήν εις τον άνθρωπον και
κατηγόρησε την αδικίαν διά την βλάβην της. Τας δε ανταμοιβάς
και τας ιδέας του κόσμου περί αυτών, άφες άλλους να τα
επαινούν, επειδή εγώ θα ημπορούσα να ανεχθώ κάθε άλλον να
εγκωμιάζη κατ' αυτόν τον τρόπον την δικαιοσύνην και να κατηγορή
την αδικίαν από τα εξωτερικά των αυτά αποτελέσματα, όχι όμως
και σένα — εκτός αν μου το διέτασσες — αφού εσύ επέρασες όλην
την ζωήν αποκλειστικώς με αυτήν την μελέτην και την εξέτασιν.
Ώστε, μη μας αποδείξης μόνον ότι η δικαιοσύνη είναι προτιμοτέρα
από την αδικίαν, αλλά και πώς επενεργεί καθ' εαυτήν επί του
ανθρώπου, ώστε να είναι αγαθόν πράγμα η μία, και κακόν η άλλη.

Πάντοτε μεν είχα εξαιρετικήν συμπάθειαν εις τον Γλαύκωνα και
τον Αδείμαντον διά τα καλά φυσικά των· τώρα όμως, που ήκουσα
αυτά, κατεγοητεύθην τελείως και είπα· — Δεν είχε άδικον, τέκνα
εκείνου του πατρός, ο ποιητής ο φίλος του Γλαύκωνος, ο οποίος
ήρχισεν ως εξής την ελεγείαν που σας έκαμεν ότε ηνδραγαθήσατε
εις την μάχην των Μεγάρων:

     &Τέκνα του Αρίστωνος, πατρός ενδόξου θείον γένος·&

και πολύ σωστά μου φαίνεται πως το είπε· διότι θα έχετε
πράγματι κάτι τι το θείον μέσα σας, διά να μη παραδέχεσθε ότι
είναι καλύτερον πράγμα από την δικαιοσύνην η αδικία, ενώ έχετε
την δύναμιν να αναλαμβάνετε κατ' αυτόν τον τρόπον την
συνηγορίαν της· και αληθινά μου φαίνεται ότι δεν το
παραδέχεσθε· και το συμπεραίνω από όλην την άλλην διαγωγήν σας,
διότι από αυτούς τουλάχιστον τους λόγους που είπετε θα είναι το
δικαίωμα να απιστώ· αλλ' όσον μάλλον το πιστεύω, τόσον και εις
μεγαλυτέραν αμηχανίαν ευρίσκομαι, πώς να κάμω· αφ' ενός, δεν
γνωρίζω τώρα πώς να αναλάβω την υπεράσπισιν της δικαιοσύνης και
ομολογώ ότι δεν αισθάνομαι επαρκείς τας δυνάμεις μου προς
τούτο· και απόδειξις, ότι δεν σας ικανοποίησαν εσάς τα
επιχειρήματα με τα οποία ενόμιζα πως απέδειξα εις τον
Θρασύμαχον ότι είναι καλύτερον πράγμα η δικαιοσύνη από την
αδικίαν· αφ' ετέρου όμως, πώς να αφήσω πάλιν αβοήθητον και
ανυπεράσπιστον την δικαιοσύνην; διότι φοβούμαι μήπως είναι και
ασέβεια εκ μέρους μου, να τύχω εμπρός να κατηγορούν την
δικαιοσύνην και να αποδειλιάσω να αναλάβω την υπεράσπισίν της,
ενώ έχω ακόμη μέσα μου πνοήν και ημπορώ να ομιλήσω^ το
καλύτερον λοιπόν είναι να το επιχειρήσω όπως ημπορώ.

Και πράγματι ο Γλαύκων και οι άλλοι συνήνωσαν τας παρακλήσεις
των διά να αναλάβω με όλην μου την δύναμιν την υπεράσπισίν της
και να μη παραιτήσω την συζήτησιν, αλλά να διευκρινήσωμεν μαζί
ποία είναι η φύσις της δικαιοσύνης και αδικίας και ποία είναι η
αλήθεια όσον αφορά τας ωφελείας που αποδίδουν εις την μίαν και
εις την άλλην.

Τους είπα λοιπόν: — Μου φαίνεται ότι το ζήτημα περί ου
πρόκειται δεν είναι του τυχόντος, αλλ' απαιτεί εξαιρετικήν
οξυδέρκειαν πνεύματος, κατά την ιδέαν μου· επειδή λοιπόν ημείς
δεν είμεθα τοιούτοι, μου φαίνεται ότι ημπορούμεν να κάμωμεν το
εξής εις αυτήν την εξέτασιν: εάν κανείς έδιδεν εις ανθρώπους μη
έχοντας πολύ ισχυράν όρασιν να αναγνώσουν από μακράν γράμματα
πολύ μικρά, και έπειτα κάποιος από αυτούς ανεκάλυπτεν ότι τα
ίδια γράμματα ευρίσκοντο και κάπου αλλού με μεγαλυτέρους
χαρακτήρας, νομίζω ότι θα τους εφαίνετο εύρημα, αφού αναγνώσουν
πρώτον εκείνα, να προσπαθήσουν τότε να αναγνώσουν και τα
μικρότερα, αφού έτυχε να είναι τα ίδια. — Πολύ σωστά, απήντησεν
ο Αδείμαντος· αλλά τι σχέσιν έχει αυτό με το ζήτημά μας; — Θα
σου το ειπώ· δεν λέγομεν ότι υπάρχει δικαιοσύνη ενός ανθρώπου,
και δικαιοσύνη ολοκλήρου πόλεως; — Μάλιστα. — Και μία πόλις δεν
είναι μεγαλύτερον πράγμα από ένα άνθρωπον; — Είναι. — Ίσως
λοιπόν να υπάρχη και περισσοτέρα δικαιοσύνη εις το μεγαλύτερον
και επομένως να είναι ευκολώτερον να μελετηθή εις αυτό· εάν
λοιπόν θέλετε, λέγω να εξετάσωμεν πρώτον εις τας πόλεις ποία
είναι η φύσις της δικαιοσύνης· και έπειτα μεταβαίνομεν και εις
ένα έκαστον άτομον, εξετάζοντες το όμοιόν πράγμα του
μεγαλυτέρου και εις την περιοχήν του μικροτέρου. — Πολύ ορθά
μου φαίνεται να το λέγης. — Εάν τώρα φαντασθώμεν μίαν πόλιν εν
τω γίγνεσθαι, δεν θα ημπορέσωμεν να παρακολουθήσωμεν και την
γένεσιν εν αυτή της δικαιοσύνης και της αδικίας; — Υποθέτω. —
Και θα υπήρχε τότε ελπίς να εύρωμεν ευκολώτερον εκείνο που
ζητούμεν. — Βεβαιότατα. — Τι λέγετε λοιπόν; δοκιμάζομεν να
βγάλωμε πέρα την επιχείρησιν; διότι μου φαίνεται πως δεν είναι
μικρόν έργον αυτό· αποφασίσατε λοιπόν. — Απεφασίσθη, είπεν ο
Αδείμαντος, και λοιπόν, εμπρός.

 — Η πόλις, κατά την ιδέαν μου, εγεννήθη από την αδυναμίαν, εις
την οποίαν ευρίσκεται ο άνθρωπος να επαρκέση μόνος του εις τας
πολυειδείς αυτού ανάγκας· ή νομίζεις ότι άλλη υπήρξεν η αρχή
της κοινωνίας; — Καμμία άλλη. — Τοιουτοτρόπως λοιπόν, επειδή η
ανάγκη ενός πράγματος υπεχρέωνε τον ένα να καταφύγη εις την
συνδρομήν ενός άλλου, και τον άλλον εις την βοήθειαν ενός
τρίτου, αι πολλαί αύται ανάγκαι ήνωσαν πολλούς εις ένα κοινόν
συνοικισμόν, διά να αλληλοβοηθούνται· και αυτόν τον συνοικισμόν
τον ωνομάσαμεν πόλιν· δεν είναι έτσι; — Μάλιστα. — Ο ένας
λοιπόν μεταδίδει εις τον άλλον, ό,τι είναι εκείνο, και παίρνει
πάλιν από αυτόν άλλο πράγμα, επειδή βέβαια πιστεύει ότι είναι
διά το καλόν του αυτό που γίνεται. — Εννοείται. — Ας
ανιδρύσωμεν λοιπόν εξ αρχής διά της φαντασίας μας την πόλιν· θα
την ανιδρύσουν δε, καθώς λέγομεν, αι ανάγκαι μας. —
Αναμφιβόλως. — Αλλά η πρωτίστη και η μεγίστη ανάγκη μας είναι
βέβαια η της τροφής, από την οποίαν εξαρτάται η ζωή μας και η
ύπαρξίς μας. — Μάλιστα. — Δευτέρα η ανάγκη της κατοικίας, τρίτη
της ενδυμασίας και τα τοιαύτα. — Πράγματι. — Ας ίδωμεν λοιπόν,
πώς θα επαρκέση η πόλις εις την πλήρωσιν τόσων αναγκών^ δεν θα
χρειασθή ένας να είναι γεωργός, άλλος οικοδόμος, και ένας
τρίτος υφαντής; δεν θα προσθέσωμεν και ένα υποδηματοποιόν, ή
και κάποιον άλλον ακόμη διά τας τοιαύτας ανάγκας του σώματος; —
Βεβαίως.

 — Ώστε λοιπόν απαραιτήτως η πόλις πρέπει να αποτελεσθή από
τέσσαρας ή πέντε ανθρώπους. — Φαίνεται. — Αλλά πώς; έκαστος εξ
αυτών πρέπει να καταθέτη την εργασίαν του εις το μέσον προς
κοινήν χρήσιν όλων; ο γεωργός παραδείγματος χάριν, να
παρασκευάζη, ένας αυτός, την τροφήν διά τέσσαρας και να εξοδεύη
τετραπλάσιον χρόνον και κόπον διά τους άλλους; ή αντί να
φροντίζη και δι' αυτούς, να χρησιμοποιή το τέταρτον μόνον του
χρόνου διά την παρασκευήν της ιδικής του τροφής, τα δε άλλα
τρία τέταρτα διά να κτίση την οικίαν του, να κατασκευάση τα
ενδύματά του και τα υποδήματά του, και τοιουτοτρόπως χωρίς να
σκοτίζεται με τας υποθέσεις των άλλων να απασχολήται μόνος του
και αποκλειστικώς με τας ιδικάς του; Και ο Αδείμαντος είπε: —
Αλλά νομίζω ότι θα ήτο ευκολώτερον το πρώτον. — Και μα την
αλήθειαν δεν θα έχης άδικον διότι μου έρχεται και εμένα εις τον
νουν τώρα, ότι δεν είναι πάρα πολύ εκ φύσεως όμοιος ο ένας με
τον άλλον, αλλ' ο καθείς έχει και διαφορετικήν ιδιοφυίαν δι'
ωρισμένον έργον^ ή δεν το παραδέχεσαι και συ; — Πώς; — Και τι
θα ήτο καλύτερον, όταν ένας άνθρωπος θα έκαμνε πολλάς εργασίας,
ή όταν περιωρίζετο εις μίαν μόνην; — Όταν μίαν μόνην. — Αλλ'
ακόμη και τούτο είναι φανερόν, ότι αν μίαν εργασίαν παραλείψης
να την κάμης εις τον καιρόν της, πάει χαμένη. — Πραγματικώς. —
Διότι ποτέ μία εργασία δεν ημπορεί να περιμένη την διάθεσιν και
την ευκαιρίαν του εργάτου, αλλ' αυτός πρέπει να κυνηγά και να
συμμορφώνεται με όλας τας απαιτήσεις του έργου. — Κατ' ανάγκην.
— Εξ ου έπεται, ότι και περισσοτέρα εργασία και καλυτέρα αλλά
και ευκολωτέρα γίνεται, όταν ένας μόνος περιορίζεται
αποκλειστικώς εις ένα έργον, διά το οποίον έχει και ιδιοφυίαν
και το κάμνει εις τον καιρόν που χρειάζεται, χωρίς από τίποτε
άλλο να απασχολήται. — Ουδεμία αμφιβολία, δύναται να υπάρχη.

 — Περισσοτέρους λοιπόν πολίτας χρειαζόμεθα, Αδείμαντε, από
τους τέσσαρας διά τας ανάγκας που ελέγαμεν^ διότι ο γεωργός δεν
θα κατασκευάση βέβαια μόνος του το άροτρόν του, αν πρόκειται να
αξίζη τίποτε, ούτε την δίκελλάν του, ουδέ τα άλλα γεωργικά του
εργαλεία· το ίδιον και τα τόσα που χρειάζεται ο οικοδόμος, το
ίδιον και ο υφαντής και ο υποδηματοποιός. — Βεβαίως. — Ιδού
λοιπόν και ξυλουργοί και σιδηρουργοί και πολλοί άλλοι τοιούτοι
τεχνίται, οι οποίοι κατ' ανάγκην προσλαμβανόμενοι εις την
μικράν μας πόλιν, θα αυξήσουν τον αριθμόν των ανθρώπων της. —
Εννοείται. — Αλλά δεν θα είναι δα και μεγάλη η αύξησις, αν
επροσθέταμεν ακόμη και βουκόλους και ποιμένας και βοσκούς κάθε
είδους, διά να έχουν και οι γεωργοί βώδια να αροτριούν, και οι
οικοδόμοι φορτηγά ζώα προς μεταφοράν του υλικού, και οι υφανταί
και οι υποδηματοποιοί μαλλιά και δέρματα. — Δεν θα ήτο βέβαια,
είπεν εκείνος, μικρά πλέον η πόλις, που θα είχεν όλα αυτά.

 — Ναι, αλλά σκέψου, ότι θα ήτο αδύνατον σχεδόν να κτίσωμεν
πόλιν εις ένα μέρος τοιούτον, ώστε να μη έχη ανάγκην εισαγωγής
έξωθεν κανενός πράγματος. — Πράγματι είναι αδύνατον. — Ώστε θα
χρειασθή και άλλους ακόμη, διά να κομίζουν από άλλα μέρη όσα
της αναγκαιούν. — θα χρειασθή. — Αν όμως αυτός που πρόκειται να
εξυπηρετήση την ανάγκην ταύτην έλθη με άδεια χέρια, χωρίς να
φέρη τίποτε απ' όσα χριάζονται, και με άδεια χέρια θα επανέλθη
εις εκείνους, από τους οποίους προμηθεύονται τα αναγκαιούντα· ή
όχι; — Έτσι φαίνεται. — Πρέπει λοιπόν εκάστη πόλις να μη
παρασκευάζη μόνον όσα θα επαρκούν δα τας ιδικάς της ανάγκας,
αλλά και όσα χρειάζονται εις εκείνους, που έχει και αυτή την
ανάγκην των. — Βεβαίως πρέπει. — Ώστε θα χρειασθούμεν επομένως
διά την πόλιν μας μεγαλύτερον αριθμόν γεωργών και των άλλων εν
γένει τεχνιτών. — Μεγαλύτερον βέβαια. — Θα χρειασθούμεν ακόμη
και περισσοτέρους από εκείνους που θα αναλάβουν την εισαγωγήν
και την εξαγωγήν κάθε πράγματος· και είναι αυτοί που ονομάζομεν
εμπόρους· ή όχι; — θα χρειασθούμεν βέβαια, και από αυτούς
περισσοτέρους. — Εάν δε προσέτι το εμπόριον διεξάγεται κατά
θάλασσαν, θα χρειασθούμεν και ένα σωρόν άλλους, που να
γνωρίζουν από την εργασίαν της θαλάσσης. — Πραγματικώς, ένα
σωρόν.

 — Αλλά και εντός αυτής της πόλεως, πώς θα ανταλλάσσουν μεταξύ
των τα προϊόντα της εργασίας των; το οποίον ακριβώς είναι και ο
κυριώτατος λόγος διά τον οποίον προέβημεν εις την σύστασιν της
κοινωνίας, της αποτελούσης την πόλιν. — Αγοράζοντες βεβαίως και
πωλούντες αυτά αναμεταξύ των. — Ώστε θα χρειασθούμεν ακόμη και
μίαν αγοράν και νόμισμα, ως σύμβολον αξίας των ανταλλασσομένων
πραγμάτων. — Αναμφιβόλως.

 — Αλλ' αν ο γεωργός, ή και από τους άλλους τεχνίτας κανείς,
φέρη εις την αγοράν τα προϊόντα της εργασίας του όχι εις τον
κατάλληλον καιρόν που τα χρειάζονται όσοι θέλουν να τ'
ανταλλάξουν με τα ιδικά των, θα διακόψη τάχα την τέχνην του και
θα καθίση αργός εις την αγοράν; — Καθόλου, διότι υπάρχουν άλλοι
οι οποίοι, βλέποντες το άτοπον τούτο, ανέλαβαν να εξυπηρετήσουν
αυτήν την ανάγκην και αυτοί, εις τας πόλεις τας καλώς
διωργανωμένας είναι οι ασθενέστεροι σωματικώς και ανίκανοι δι'
άλλην εργασίαν· μένουν λοιπόν κατ' ανάγκην εις την αγοράν και
από άλλους μεν αγοράζουν με χρήματα ό,τι έχουν προς πώλησιν,
εις άλλους δε πάλιν πωλούν ό,τι τους χρειάζεται. — Αυτός
πράγματι ο λόγος, είπα εγώ, εδημιούργησε την ανάγκην των
μεταπωλητών εις τας πόλεις· ή μήπως δεν είναι αυτό το όνομα που
δίδομεν εις εκείνους που μένουν επί τόπου και εξυπηρετούν την
αγοροπωλησίαν, κατ' αντίθεσιν εκείνων που γυρίζουν από πόλιν
εις πόλιν και τους ονομάζομεν εμπόρους; — Μάλιστα — Ακόμη δε
υπάρχουν και άλλοι, μου φαίνεται, οι οποίοι δεν είναι πολύ
χρήσιμοι διανοητικώς εις την κοινωνίαν, αλλ' οι οποίοι με το
σώμα των είναι ικανοί διά τους βαρυτέρους κόπους· πωλούν λοιπόν
εις τους άλλους, που την χρειάζονται, αυτήν την δύναμίν των και
λαμβάνουν απέναντι μισθόν, καθώς τον λέγουν, και ονομάζονται
διά τούτο μισθωτοί· ή όχι; — Βεβαιότατα. — Είναι λοιπόν
συμπλήρωμα της πόλεως και οι μισθωτοί. — Μου φαίνεται. — Τώρα
λοιπόν, Αδείμαντε, έλαβεν αρκετήν αύξησιν η πόλις μας, ώστε να
θεωρηθή τελεία; — Ίσως. — Και πού τάχα να υπάρχη μέσα εις αυτήν
η δικαιοσύνη και η αδικία; και με τι άραγε από αυτά που
ανεφέραμεν να εγεννήθη μαζί; — Εγώ αλήθεια δεν το βλέπω,
Σωκράτη, εκτός αν ίσως με καμμίαν από αυτάς τας αμοιβαίας
ανάγκας που έχουν οι πολίται. — Πιθανόν να έχης δίκαιον^ και
πρέπει να το εξετάσωμεν δίχως άλλο· και πρώτον ας ίδωμεν κατά
ποίον τρόπον θα ζουν αυτοί που τους ελάβαμεν ως κατοίκους της
πόλεώς μας. Τι άλλο βέβαια θα έχουν να κάμνουν παρά να
φροντίζουν να έχουν την τροφήν των, το κρασί των, τα φορέματα,
τα υποδήματα, και μίαν κατοικίαν; και το μεν θέρος, θα
εργάζωνται σχεδόν γυμνοί και ανυπόδητοι, τον δε χειμώνα καλά
φορεμένοι και υποδημένοι· θα τρέφωνται με άλευρα κριθής και
σίτου, από τα οποία θα ζυμώνουν και θα πλάθουν της καρδιάς των
ψωμιά και πήττες· θα τα απλώνουν εμπρός των επάνω εις κλαδιά
και καθαρά φύλλα και ξαπλωμένοι σε στρωμένες στοίβες από
σμιλακιά και μερσίνες, θα χορταίνουν και αυτοί και τα παιδιά
των· θα πίνουν αποπάνω και το κρασάκι των και με στεφάνια εις
την κεφαλήν θα ψάλλουν ύμνους εις τους θεούς και θα περνούν
ευχάριστα μεταξύ των· παιδιά θα αποκτούν όσα τους επιτρέπει η
περιουσία των, από φόβον της φτώχειας ή του πολέμου.

 — Ναι, αλλά μου φαίνεται, διέκοψεν ο Γλαύκων, ότι τους έκαμες
να τρώγουν το ψωμί των δίχως προσφάγι. — Αλήθεια, είπον,
ελησμόνησα ότι θα έχουν προσφάγι, άλας δηλαδή και ελιές και
τυρί και βολβούς και λάχανα και τα άλλα αυτά που βγαίνουν εις
τους αγρούς. Θα τους παραθέσωμεν ακόμη και τα επιδόρπιά των,
σύκα και ροβίθια και κουκιά, και κάστανα (2)· να τα σιγοψήνουν
κοντά στη φωτιά, διά να τραυούν και από καμμιά· και κατ' αυτόν
τον τρόπον αφού περάσουν την ζωήν των, με ειρήνην και υγείαν,
και αποθάνουν, φυσικά, εις βαθύ γήρας, θα αφήσουν κληρονομίαν
εις τα τέκνα των ένα παρόμοιον βίον.

 — Και αν κατεσκεύαζες, Σωκράτη, μίαν πόλιν χοίρων, πώς αλλέως
θα τους έβαζες να τρώγουν, παρά όπως είπες; — Αλλά πώς έπρεπε
λοιπόν, Γλαύκων; — Όπως τώρα συνηθίζεται· εάν ήθελες να μη
ταλαιπωρούνται, έπρεπε να τους κάμης να δειπνούν επάνω εις
τραπέζια εξαπλωμένοι εις κλίνας, και να τους παραθέσης όσα
προσφάγια και επιδόρπια μεταχειριζόμεθα σήμερα. — Α, καλά,
ενόησα· δεν εξετάζομεν, φαίνεται, απλώς πώς γεννάται μία πόλις,
αλλά την θέλομεν να πλέη και μέσα εις την καλοπέρασιν· ίσως να
μην είναι άσχημα κ' έτσι· ίσως μέσα εις μίαν τοιαύτην πόλιν να
ημπορέσωμεν να ίδωμεν πώς και πόθεν ξεφυτρώνει η δικαιοσύνη και
η αδικία εις τας πόλεις· όπως και αν έχη το πράγμα, μου
φαίνεται ότι η αληθινή πόλις είναι αυτή που επεριγράψαμεν πριν,
διότι είναι η υγιής· αλλά αν θέλετε πάλιν να εξετάσωμεν μίαν
πόλιν την οποίαν κατέχει ο πυρετός και η αρρώστεια, τίποτε δεν
μας εμποδίζει· διότι πράγματι αυτός ο τρόπος της ζωής δεν είναι
διά να ευχαριστή όλους, αλλά θα χρειασθούμεν δι' αυτούς και
κλίνας και τραπέζας και άλλα έπιπλα, και ορεκτικά και αρώματα
και θυμιάματα και γυναίκας και λιχνεύματα, παντός είδους και εν
αφθονία. Και λοιπόν δεν θα θέσωμεν πλέον ως της πρώτης ανάγκης
εκείνα που ελέγαμεν εις την αρχήν, αλλά θα βάλωμεν εις
ενέργειαν και την ζωγραφικήν, και τον χρυσόν και τον ελέφαντα,
και όλα τα τοιαύτα πρέπει να τα αποκτήσωμεν^ αλήθεια λέγω; —
Ναι. — Δεν πρέπει λοιπόν συγχρόνως να κατασκευάσωμεν και
μεγαλυτέραν την πόλιν; διότι εκείνη η πρώτη μας, η υγιής, δεν
θα επαρκή πλέον, αλλά πρέπει να της δώσωμεν τώρα όγκον και να
την γεμίσωμεν μ' ένα πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι δεν είναι και
της πρώτης ανάγκης εις τας πόλεις· καθώς οι διάφοροι κυνηγοί,
όλοι όσοι εξασκούν τας μιμητικάς τέχνας είτε με χρώματα είτε με
σχήματα είτε με ήχους, επίσης οι ποιηταί με όλην την ακολουθίαν
των, ραψωδοί, υποκριταί, χορευταί, εργολάβοι, κατασκευασταί
παντοειδών πραγμάτων και προ πάντων του γυναικείου στολισμού·
ακόμη θα λάβωμεν ανάγκην και περισσοτέρων υπηρετών· ή δεν
παραδέχεσαι ότι θα μας χρειασθούν και παιδαγωγοί, τροφοί,
κομμώτριαι, κουρείς, μάγειροι και ζαχαροπλάσται; μέσα εις όλα
θα χρειασθούμεν ακόμη και χοιροβοσκούς· διότι αυτό το πράγμα
δεν υπήρχεν εις την πρώτην μας εκείνην πόλιν· ήτο τελείως
αχρείαστον· αλλ' εις αυτήν τώρα πώς να τους παραλείψωμεν, αφού
και άλλα πάμπολλα ζώα ακόμη θα χρειασθούμε, δι' όσους θα έχουν
όρεξιν να τρώγουν; δεν είναι έτσι; — Βεβαίως. — Αλλά λοιπόν και
ιατρών θα λάβωμεν πολύ μεγαλυτέραν ανάγκην, αφού θα διαιτώμεθα
τόσον διαφορετικά από πριν. — Είναι αλήθεια.

 — Και η χώρα επομένως η οποία επήρκει έως τώρα εις την
διατροφήν των πρώτων εκείνων κατοίκων της, θα είναι πλέον πολύ
μικρά· ή όχι; — Θα είναι βέβαια. — Θα γίνη λοιπόν ανάγκη να
καταπατήσωμεν μέρος της χώρας των γειτόνων μας, εάν θέλωμεν να
έχωμεν επαρκή προς καλλιέργειαν και βοσκήν, και οι γείτονές μας
πάλιν θα κάμουν το ίδιον, εάν υπερβαίνοντες και εκείνοι τα όρια
του απολύτως αναγκαίου, ριφθούν εις την ικανοποίησιν ακορέστου
πλεονεξίας. — Ανάγκη πάσα. — Κατά συνέπειαν θα περιέλθωμεν εις
πόλεμον, Γλαύκων· ή τι άλλο; — Εις πόλεμον, μάλιστα.

 — Και ας μη κάμωμεν λόγον ακόμη διά τα καλά ή τα κακά που
ημπορεί να προξενή ο πόλεμος, αλλά ας αρκεσθώμεν εις αυτό, ότι
ευρήκαμεν την γένεσιν του πολέμου, εκ του οποίου προέρχονται
τόσα κακά και εις το κράτος και εις τους ιδιώτας, όταν
προέρχωνται. — Ορθότατα. — Ακόμη λοιπόν, φίλε μου, χρειάζεται
να αυξήσωμεν την πόλιν μας όχι ολίγον, αλλά με ολόκληρον
στράτευμα, το οποίον θα εξέλθη εις συνάντησιν του εχθρού και
διά να υπερασπίση τα υπάρχοντα αγαθά και διά τα άλλα εκείνα που
είπαμεν. — Και πώς; δεν θα είναι αυτοί οι ίδιοι ικανοί; — Όχι,
εάν τουλάχιστον είναι ορθή η αρχή, που παρεδέχθης και συ και
όλοι ημείς, όταν εχαράξαμεν το αρχικόν σχέδιον της πόλεως·
παρεδέχθημεν δηλαδή, καθώς θα ενθυμείσαι βέβαια, ότι είναι
αδύνατον ένας και ο αυτός να εξασκή καλώς πολλάς τέχνας. —
Αλήθεια λέγεις. — Τι λοιπόν; η περί τον πόλεμον ενασχόλησις δεν
σου φαίνεται ότι είναι έργον ειδικής τέχνης; — Και πάρα πολύ
μάλιστα. — Ή τάχα χρειάζεται περισσοτέραν επιμέλειαν η
υποδηματοποιία από την πολεμικήν τέχνην; — Καθόλου. — Και όμως
δεν εδώσαμεν την άδειαν εις τον υποδηματοποιόν να αναλαμβάνη
έξαφνα και την εργασίαν του γεωργού συγχρόνως ή του υφαντού ή
του οικοδόμου, διά να εκτελήται καλώς η εργασία του
επαγγέλματός του· επίσης και εις έκαστον των άλλων ανεθέσαμεν
μίαν μόνον εργασίαν, διά την οποίαν έχει και φυσικήν κλίσιν,
διά να την εξασκή καθ' όλην την ζωήν του και να την τελειοποιή,
χωρίς να αναμιγνύεται εις καμμίαν άλλην και παραμελή
τοιουτοτρόπως την ιδικήν του· και λοιπόν η ακριβής και τελεία
εξάσκησις της τέχνης του πολέμου δεν έχει μεγίστην
σπουδαιότητα; ή είναι τόσον εύκολη, ώστε να ημπορή ένας γεωργός
ή υποδηματοποιός ή οιοσδήποτε άλλος τεχνίτης να είναι συγχρόνως
και πολεμιστής; εις τα παιγνίδια των κύβων και των πεσσών δεν
είναι δυνατόν να διακριθή κανείς, εάν δεν εξακολουθή να
καταγίνεται και χωρίς διακοπήν από την παιδικήν του ηλικίαν·
και έπειτα θα έφθανε να πάρη κανείς εις τας χείρας του την
ασπίδα ή οτιδήποτε άλλο από τα πολεμικά όπλα και όργανα διά να
γίνη αυθημερόν δεξιός χειριστής των όπλων, ή έμπειρος κάθε
άλλου είδους της πολεμικής; αλλά κανένα άλλο εργαλείον δεν
αρκεί να το πάρη κανείς εις τας χείρας του, διά να τον κάμη
αμέσως τεχνίτην και δεξιόν χειριστήν του, ούτε θα του είναι
χρήσιμον, εάν δεν μάθη κατά βάθος την χρήσιν του και καταγίνη
με όλην του την επιμέλειαν — Αν ήτο βέβαια έτσι, θα είχαν
μεγάλην αξίαν τα εργαλεία.

 — Τοιουτοτρόπως, όσον σπουδαιότερον είναι το έργον των φρουρών
της πόλεως, τόσον είναι ανάγκη να μη περισπάται από καμμίαν
άλλην ενασχόλησιν, αλλά να γίνεται με όλην την σπουδήν και την
επιμέλειαν. — Και εγώ αυτό νομίζω. — Δεν χρειάζεται ακόμη και
κατάλληλος φυσική προδιάθεσις δι' αυτό το επάγγελμα; — Πώς όχι;
— Εις ημάς λοιπόν ανήκει τώρα, εάν ημπορούμεν, να εκλέξωμεν
ποίαι και τι είδους φύσεις είναι κατάλληλοι προς φρούρησιν της
πόλεως. — Πράγματι. — Μα την αλήθειαν, επιφορτιζόμεθα με όχι
αξιοκαταφρόνητον επιχείρημα· ας μην αποδειλιάσωμεν όμως, και
εμπρός, όσον μας το επιτρέπουν αι δυνάμεις μας. — Εμπρός
λοιπόν. — Όσον αφορά την φρούρησιν, ευρίσκεις ότι υπάρχει
διαφορά φυσικής προδιαθέσεως μεταξύ ενός σκύλου και ενός νέου,
καλής καταγωγής και των δύο; — Τι εννοείς δηλαδή; — Θέλω να
είπω ότι και ο ένας και ο άλλος πρέπει να έχη οξείαν την
αίσθησιν προς ανακάλυψιν του εχθρού, ελαφρότητα προς καταδίωξίν
του, και δύναμιν, διά να τον καταβάλη, όταν ήθελε τον προφθάση.
— Πράγματι, είναι απαραίτητα όλα αυτά. — Ακόμη πρέπει να έχη
και ανδρείαν, διά να πολεμά με γενναιότητα. — Πώς όχι; — Αλλά
ημπορεί ποτε να είναι γενναίος ένας ίππος, ή ένας σκύλος ή και
οιονδήποτε άλλο ζώον, εάν δεν είναι θυμοειδούς χαρακτήρος; ή
δεν έχεις παρατηρήση ότι ο θυμός είναι ένα πράγμα
ακαταδάμαστον, και το οποίον καθιστά την ψυχήν άφοβον και
ανίκανον να υποχωρήση εμπρός εις οιονδήποτε κίνδυνον; —
Μάλιστα, το έχω παρατηρήση. — Αυτά λοιπόν είναι προφανώς τα
σωματικά προτερήματα που πρέπει να έχη ένας φρουρός της πόλεως.
— Ναι. — Φανερόν επίσης ότι και η ψυχή του πρέπει να είναι
ομοίως θυμοειδής. — Και αυτό. — Αλλά, Γλαύκων, με αυτόν τον
κύριον χαρακτήρα που τους απεδώσαμεν, δεν θα είναι άγριοι και
μεταξύ των και προς τους άλλους πολίτας; — Δύσκολον, μα την
αλήθειαν, να το αρνηθή κανείς. — Και μολαταύτα πρέπει να είναι
ήμεροι προς τους συμπολίτας των, και άγριοι μόνον απέναντι των
εχθρών· ειδεμή, δεν θα είναι ανάγκη να περιμένουν άλλους να
έλθουν να τους χαλάσουν, αλλά θα προλάβουν να το κάμουν οι
ίδιοι αναμεταξύ των. — Αλήθεια. — Πώς να κάμωμεν λοιπόν; πού να
εύρωμεν ένα χαρακτήρα που να είναι συγχρόνως και ήμερος και
θυμοειδής, αφού αυτά είναι δύο πράγματα εναντία και
ασυμβίβαστα; και όμως είναι αδύνατον να θεωρηθή καλός φρουρός
εάν στερήται ή το ένα ή το άλλο από αυτά· και επειδή είναι των
αδυνάτων αδύνατον, κατ' ανάγκην πρέπει να παραδεχθούμεν ότι
είναι και αδύνατον να ευρεθή καλός φρουρός. — Εκεί καταντά.

Αφού εσταμάτησα ολίγο και εσκέφθηκα μέσα μου επάνω εις αυτό που
είπαμεν πριν, — δικαίως, είπα, φίλε μου, εσκοντάψαμεν· διότι
απεμακρύνθημεν από το παράδειγμα που είχαμε λάβη. — Πώς αυτό; —
Δεν ελάβαμεν υπ' όψιν μας, ότι υπάρχουν πραγματικώς τοιαύται
φύσεις, που ημείς τας εφανταζόμεθα αδυνάτους, και που
συνδυάζουν αυτάς τας δύο αντιθέτους ιδιότητας. — Και πού
υπάρχουν; — Ημπορεί κανείς να τας συναντήση και εις άλλα ζώα,
αλλά προ πάντων εις εκείνο ακριβώς προς το οποίον ημείς
παρεβάλαμεν τον φρουρόν της πόλεως· διότι γνωρίζεις βέβαια ότι
ενός σκύλου από ράτσα αυτό είναι το φυσικόν του, να είναι
ημερώτατος με εκείνους που γνωρίζει και έχει συνηθίση, το
εναντίον δε με όσους δεν γνωρίζει. — Το ηξεύρω. — Είναι λοιπόν,
καθώς βλέπεις, δυνατόν και δεν ζητούμεν τίποτε αφύσικον πράγμα
να είναι τοιούτος και ο φρουρός. — Όχι πράγματι.

 — Δεν σου φαίνεται όμως ότι λείπει ακόμη κάτι από τον φρουρόν
μας, και ότι, εκτός του θυμοειδούς, πρέπει να είναι και εκ
φύσεως φιλόσοφος; — Πώς δηλαδή; δεν σε εννοώ καλά. — Θα
παρατηρήσης εις τους σκύλους και αυτό ακόμη το φυσικόν, το
οποίον πραγματικώς αξίζει κανείς να θαυμάση. — Το ποίον; — Όταν
βλέπη κανένα που δεν γνωρίζει, αμέσως αγριεύει, αν και δεν του
έχει κάμη κανένα κακόν, ενώ απεναντίας όταν ιδή κανένα
γνώριμον, είναι όλος χαρά και περιποίησις και χωρίς να του έχη
κάμη ποτέ καλόν^ ή δεν εθαύμασες ποτέ αυτό το πράγμα; — Δεν
έδωσα και μεγάλην προσοχήν αλλά πράγματι είναι όπως το λέγεις.
— Και όμως είναι πολύ αξιοθαύμαστον αυτό το ιδίωμά του και
μαρτυρεί φύσιν αληθώς φιλοσοφικήν. — Και πώς, παρακαλώ; — Καθ'
όσον, δεν διακρίνει αλλέως ένα πρόσωπον αν είναι φίλος ή
εχθρός, παρά από το ότι, τον ένα μεν τον γνωρίζει, τον δε άλλον
όχι· πως λοιπόν να μην του αποδώσωμεν φιλομάθειαν, αφού ως όρον
διακρίσεως του οικείου και του ξένου έχει την γνώσιν και την
άγνοιαν; — Πραγματικώς δεν ημπορεί να είναι αλλέως. — Αλλ' όμως
δεν είναι το ίδιον η φιλομάθεια και η φιλοσοφία; — Το ίδιον. —
Λοιπόν μετά πεποιθήσεως ας είπωμεν και περί του ανθρώπου ότι,
διά να είναι ήμερος προς τους οικείους και τους γνωρίμους,
πρέπει να είναι εκ φύσεως φιλόσοφος και φιλομαθής. — Έστω. —
Ώστε φιλόσοφος και θυμοειδής και ταχύς και δυνατός πρέπει να
είναι εκ φύσεως, διά να υπάρξη καθ' όλα τέλειος ο φρουρός της
πόλεως; — Χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν.

 — Τοιούτος λοιπόν θα είναι ο χαρακτήρ των πολεμιστών μας·
τώρα, κατά ποίον τρόπον θα τους αναθρέψωμεν και θα τους
εκπαιδεύσωμεν: και άραγε θα συντείνη αυτή η εξέτασις διά να
εύρωμεν εκείνο εις το οποίον αποβλέπουν όλαι μας αυταί αι
έρευναι, πώς δηλαδή γεννάται η δικαιοσύνη και η αδικία εις τας
πόλεις; διά να μην την παραιτήσωμεν, εάν πρόκειται να μας
βοηθήση εις τούτο, ή αλλέως να την παρατρέξωμεν.

Και ο αδελφός του Γλαύκωνος, — Εγώ, είπε, φρονώ, ότι και πολύ
μάλιστα θα μας βοηθήση εις αυτό που ζητούμεν. — Ας μην την
παραιτήσωμεν λοιπόν, φίλε μου Αδείμαντε, και αν ακόμη αυτή η
εξέτασις πρόκειται να μας φέρη πολύ μακράν. — Βεβαίως. — Ας
αρχίσωμεν λοιπόν με όλην την άνεσίν μας και υπό τύπον απλής
συνδιαλέξεως να εκπαιδεύωμεν τους ανθρώπους μας. — Έτσι πρέπει
να κάμωμεν.

 — Ποία λοιπόν θα είναι αύτη η ανατροφή; εγώ νομίζω ότι θα
είναι δύσκολον να εύρωμεν άλλην καλυτέραν από αυτήν που είναι
καθιερωμένη από μακρού χρόνου, και η οποία συνίσταται εις την
γυμναστικήν διά τα σώματα και εις την μουσικήν διά την ψυχήν. —
Πραγματικώς. — Και δεν θα αρχίσωμεν την εκπαίδευσιν από την
μουσικήν μάλλον, παρά από την γυμναστικήν; — Πώς όχι; — Και
μουσικήν όταν λέγης, δεν θεωρείς μέρος αυτής και τους λόγους; —
Μάλιστα. — Λόγων πάλιν δεν υπάρχουν δύο είδη, οι αληθείς και οι
ψευδείς; — Ναι. — Και με τα δύο λοιπόν αυτά είδη θα
εκπαιδεύσωμεν τους νέους, και μάλιστα με τους ψευδείς πρώτα; —
Δεν σε εννοώ τι θέλεις να είπης. — Δεν γνωρίζεις ότι πρώτα
πρώτα διηγούμεθα εις τα παιδιά μύθους, οι οποίοι εν συνόλω δεν
είναι τίποτε άλλο παρά ψεύδος, αν και περιέχουν και μερικάς
αληθείας; πρώτον λοιπόν αρχίζομεν τα παιδία με μύθους, πριν να
αρχίσωμεν την γυμναστικήν. — Είναι αλήθεια. — Δι' αυτό λοιπόν
έλεγα, ότι πρωτύτερα πρέπει να αρχίσωμεν την μουσικήν από την
γυμναστικήν. — Σωστά. — Αλλά γνωρίζεις βέβαια ότι η αρχή παντός
έργου έχει μεγίστην σπουδαιότητα, όταν μάλιστα πρόκειται περί
οιουδήποτε πράγματος νεαρού και τρυφερού· διότι τότε προ πάντων
διαπλάσσεται και μορφώνεται ο τύπος, τον οποίον θα επεθύμει τις
να εγχαράξη εις έκαστον. — Αναμφισβήτητος αλήθεια. — Θα
επιτρέψωμεν λοιπόν έτσι εύκολα να ακούουν τα παιδιά ό,τι λάχη
μύθους, που τους έκαμεν ο πρώτος τυχών, και να δέχωνται εις τας
ψυχάς των εντυπώσεις ως επί το πολύ εναντίας προς τας ιδέας,
τας οποίας νομίζομεν ότι πρέπει να έχουν, όταν γίνουν τέλειοι
άνδρες; — Διόλου μάλιστα δεν θα το επιτρέψωμεν. — Πρέπει λοιπόν
εν πρώτοις να επιστήσωμεν την προσοχήν μας εις τους μυθοποιούς,
και να εγκρίνωμεν μεν ό,τι καλόν θα εύρωμεν εις αυτούς, να
απορρίψωμεν δε όλα τα άλλα· τους δε εγκριθέντας μύθους θα
υποχρεώσωμεν τας τροφούς και τας μητέρας να τους διηγούνται εις
τα παιδιά και να διαπλάττουν με τους μύθους τας ψυχάς των με
περισσοτέραν φροντίδα ή ίσην καταβάλλουν προς διάπλασιν των
σωμάτων· εννοείται τους περισσοτέρους από τους μύθους που τους
διηγούνται σήμερα θα τους αποσκορακίσωμεν. — Ποίους δηλαδή; —
Από τους μεγαλυτέρους θα καταλάβωμεν και τους μικροτέρους·
διότι κατ' ανάγκην όλοι πρέπει να είναι χυμένοι εις τον ίδιον
τύπον επάνω και να έχουν την ιδίαν δύναμιν και οι μεγαλύτεροι
και οι μικρότεροι. — Πολύ καλά, αλλά δεν εννοώ ούτε ποίοι είναι
αυτοί οι μεγαλύτεροι που λέγεις.

 — Εκείνοι τους οποίους μας διηγούνται ο Ησίοδος και ο Όμηρος
και οι άλλοι ποιηταί· διότι αυτοί συνέθετον και εξακολουθούν να
συνθέτουν προς τέρψιν των ανθρώπων μύθους ψευδείς. — Ποίους
μύθους; και τι έχεις να τους κατηγορήσης μ' αυτά που λέγεις; —
Εκείνο που αξίζει πρώτα πρώτα και παρά κάθε άλλο να ακούση
ένας, που δεν γνωρίζει καν να λέγη εύμορφα ψεύματα. — Τι θέλεις
να ειπής; Όταν δεν απεικονίζη τις επιτυχώς, και όπως
πραγματικώς είναι, τους θεούς και τους ήρωας, καθώς έξαφνα ένας
ζωγράφος ο οποίος δεν αποδίδει την ομοιότητα του
απεικονιζομένου προσώπου. — Δικαία βεβαίως θα ήτο αυτή η
κατηγορία, αλλά πώς και κατά τι εφαρμόζεται εις τους ποιητάς; —
Εν πρώτοις, δεν είναι από τα μεγαλύτερα και βαρύτερα ψεύματα
που ημπορούν να γίνουν εκείνα που διηγείται ο Ησίοδος, ότι
έκαμε τάχα ο Ουρανός, και πώς πάλιν τον εξεδικήθη ο Κρόνος; τα
όσα δε έκαμεν ο τελευταίος ούτος προς τον υιόν του και όσα
ακολούθως έπαθεν υπ' αυτού, και αληθινά ακόμη αν ήσαν, νομίζω
ότι δεν έπρεπε να λέγωνται τόσον εύκολα προς νέους εστερημένους
κρίσεως· εάν δε ήτο ανάγκη οπωσδήποτε να γίνεται λόγος περί
αυτών, να τα ακούουν ολίγιστοι μόνον εν κρυπτώ και υπό
αυστηροτάτην εχεμύθειαν, και κατόπιν θυσίας όχι πλέον χοίρου
αλλά του πολυτιμοτάτου και σπανιωτάτου θύματος, διά να
περιορίζεται εις όσον το δυνατόν ολιγίστους ο αριθμός των
ακουόντων. — Πραγματικώς, είπεν ο Αδείμαντος, τοιαύται
διηγήσεις είναι επικίνδυνοι.

 — Και δεν πρέπει να ακουσθούν ποτέ εις την ιδικήν μας πόλιν,
ούτε θα επιτραπή να λέγεται επί παρουσία των νέων ότι, και τα
μέγιστα κακουργήματα αν διαπράττη κανείς, και τον πατέρα του
ακόμη αν υποβάλη εις τα σκληρότερα βασανιστήρια προς
αντεκδίκησιν, δεν θα έκαμνε τίποτε το έκτακτον, αλλά πράγμα το
οποίον έκαμαν και οι πρώτοι και μέγιστοι των θεών. — Και εγώ,
μα την αλήθειαν, φρονώ ότι δεν θα είναι διόλου εποικοδομητικαί
τοιαύται διηγήσεις διά τους νέους. — Και ούτε ο ελάχιστος
λόγος, εννοείται, δεν θα γίνη διά τους πολέμους και τας
επιβουλάς και τας μάχας των θεών προς αλλήλους — διότι δεν
είναι και αληθή — αν τουλάχιστον θέλωμεν οι μέλλοντες
υπερασπισταί της πόλεώς μας να αποστρέφωνται ως το αισχρότερον
των πραγμάτων τας μεταξύ των διαφοράς και έχθρας. Κατά μείζονα
λίγον, απαγορεύεται να διηγούμεθα και να εξιστορούμεν εις τους
νέους τας γιγαντομαχίας, και τας άλλας παντοειδείς έχθρας των
θεών και των ηρώων προς τους συγγενείς και τους οικείους αυτών.
Αλλ' αν ο σκοπός μας είναι να τους πείσωμεν, ότι ουδέποτε
υπήρξε διχόνοια και έχθρα μεταξύ των κατοίκων της αυτής πόλεως,
και ούτε είναι όσιον να υπάρχη, πρέπει να αναγκάσωμεν και τους
γέροντας και τας γραίας να διηγούνται μύθους εις τα παιδιά υπ'
αυτό το πνεύμα, αναλόγους δε να συνθέτουν και οι ποιηταί. Τα
δεσίματα δε της Ήρας από τον υιόν της και τα ριψίματα του
Ηφαίστου από τον πατέρα του, διότι ηθέλησε να παρέμβη εις το
ξυλοκόπημα της μητέρας του, και όλα τα μαλλώματα των θεών που
διηγείται ο Όμηρος, θα είναι τελείως απαράδεκτα εις την πόλιν
μας, ούτε αν υποκρύπτουν ούτε αν δεν υποκρύπτουν αλληγορίας
αυτοί οι μύθοι· διότι το παιδί δεν είναι εις θέσιν να διακρίνη
ποίον είναι αλληγορία και ποίον δεν είναι, αλλ' ό,τι εντυπωθή
από αυτήν την ηλικίαν εις το πνεύμα του, δύσκολον είναι συνήθως
να εξαλειφθή χωρίς να αφήση ίχνη· ένεκα του οποίου ίσως πρέπει
να θεωρηθή μεγίστης σημασίας, οι πρώτοι λόγοι τους οποίους
ακούει, το παιδί, να είναι όσον ημπορεί καταλληλότεροι διά να
το οδηγούν εις την αρετήν.

 — Είναι λογικώτατα αυτά που λέγεις, είπεν ο Αδείμαντος· αλλ'
αν κανείς μας ερωτούσε, οποίοι τίνες πρέπει να είναι αυτοί οι
μύθοι, τι θα του απαντήσωμεν; — Δεν είμεθα ποιηταί, Αδείμαντε,
επί του παρόντος εγώ και συ, αλλά οικισταί πόλεως· οι δε
οικισταί χρειάζεται να γνωρίζουν μόνον τους τύπους, επάνω εις
τους οποίους θα συνθέσουν τους μύθους των οι ποιηταί, και από
τους οποίους δεν θα τους επιτρέπουν να απομακρύνωνται· δεν θα
συνθέτουν όμως και οι ίδιοι τους μύθους. — Πολύ σωστά· αλλ'
αυτό ακριβώς, ποίοι θα είναι οι τύποι των μύθων των σχετικών με
τους θεούς; — Τοιούτοι επάνω-κάτω· πάντοτε πρέπει να
παριστάνεται ο θεός, ακριβώς απαράλλακτα όπως είναι, είτε εις
τα επικά ποιήματα είτε εις τας τραγωδίας. — Βέβαια πρέπει. —
Αλλ' ο θεός δεν είναι πραγματικώς αγαθός και δεν πρέπει
επομένως και να παριστάνεται τοιούτος; — Ποίος αμφιβάλλει; —
Κάθε τι που είναι αγαθόν ημπορεί ποτε να είναι, βλαβερόν; — Δεν
μου φαίνεται. — Και ένα πράγμα που δεν είναι βλαβερόν ημπορεί
να προξενήση βλάβην; — Διόλου. — Επομένως κάμνει ποτέ κακόν; —
Ούτε. — Ή, δύναται ποτε να γίνη αφορμή κακού; — Ποτέ. — Το δε
αγαθόν είναι ωφέλιμον; — Ναι. — Επομένως δεν είναι η αφορμή
ενός καλού που γίνεται; — Ναι. — Ώστε λοιπόν το αγαθόν δεν
είναι η αφορμή όλων όσα γίνονται, αλλά μόνον των καλών, όχι δε
και των κακών. — Βεβαιότατα. — Ούτε επομένως ο θεός, αφού είναι
αγαθός, ημπορεί να είναι η αφορμή όλων, όπως λέγουν κοινώς·
αλλ' ολίγων μεν πραγμάτων είναι αίτιος εις τους ανθρώπους,
πολλών δε αναίτιος· διότι είναι πολύ ολιγώτερα τα καλά που
έχουν οι άνθρωποι από τα κακά· και τα μεν καλά εις κανένα άλλον
δεν ημπορούμεν να τα αποδώσωμεν εκτός του θεού, των κακών όμως
πρέπει να αναζητήσωμεν άλλας αφορμάς και όχι τον θεόν. — Μου
φαίνεται ότι έχεις πληρέστατον δίκαιον.

 — Δεν πρέπει λοιπόν να δώσωμεν πίστιν εις τον Όμηρον ούτε εις
άλλον ποιητήν, όταν ανοήτως εκστομίζη αυτήν την βλασφημίαν περί
των θεών, ότι τάχα υπάρχουν δύο πίθοι

     &στου Δία το κατώφλι
     γεμάτοι ο ένας με καλές κι ο άλλος με κακές μοίρες·&

και ότι εις όποιον ο Ζευς ανακατώση και δώση και από τους δύο,

     &πότε του έρχονται δεξά και πότε ζερβά πάλι&

εις όποιον όμως δώση μόνον από τον ένα, τον δεύτερον, χωρίς να
αναναιώση και από τον πρώτον,

     &φάουσσα πείνα λυσιακή παντού στη γης τον διώχτει·&

ούτε ότι ο Ζευς είναι ο διανομεύς των καλών και των κακών εις
τους ανθρώπους.

Εάν δε ειπή κανείς ότι καθ' υποκίνησιν του Διός και της Αθηνάς
παρεβίασε τους όρκους ο Πάνδαρος και έγινε αφορμή να λυθή η
ανακωχή, δεν θα το παραδεχθούμεν· ούτε επίσης την έριδα των
θεών, η οποία διελύθη διά της παρεμβάσεως της Θέμιδος και του
Διός· ούτε πάλιν θα επιτρέψωμεν εις τους νέους να ακούουν
εκείνα που λέει ο Αισχύλος, ότι τάχα

                 &ο θεός αφορμή βρίσκει
     σαν θέλη σύρριζα να ξεπατώση σπίτι·&

αλλ' εάν ένας ποιητής διεκτραγωδή με τους ιάμβους του τα πάθη
της Νιόβης ή των Πελοπιδών, ή τα Τρωικά, ή άλλα παρόμοια, δεν
θα τον αφήνωμεν να λέγη ότι είναι έργα του θεού αυτά, ή
τουλάχιστον πρέπει θα ανευρεθή ο λόγος που ζητούμεν ημείς τώρα
και να λέγωμεν, ότι δίκαια και αγαθά είναι του θεού τα έργα,
και ότι τα παθήματα είναι προς ωφέλειαν των τιμωρουμένων· ας
λέγουν, εάν θέλουν, ότι είναι άθλιοι οι κακοί επειδή
εχρειάσθησαν τιμωρίαν, τιμωρηθέντες όμως ωφελήθησαν υπό του
θεού· ότι όμως είναι δυστυχείς οι τιμωρούμενοι και της
δυστυχίας των είναι παραίτιος ο θεός, δεν πρέπει να επιτρέψωμεν
εις τον ποιητήν να το επαναλάβη και εν γένει να λέγουν εμπρός
μας ότι ο θεός, όστις είναι αγαθός, ημπορεί να κάμη κακόν εις
κανένα, αυτό πρέπει με όλας τας δυνάμεις μας να το
αντικρούσωμεν, εάν πρόκειται να έχωμεν πόλιν καλώς
διωργανωμένην και δεν θα δώσωμεν ποτέ την άδειαν, ούτε εις τους
πρεσβυτέρους ούτε εις τους νεωτέρους, ούτε να λέγουν ούτε να
ακούουν τοιούτους λόγους είτε με στίχους είτε και χωρίς
στίχους, διότι και ανόσιοι είναι περί του θεού λεγόμενοι, εάν
λέγωνται, και δι' ημάς επιβλαβείς, αλλά και μεταξύ των
ασύμφωνοι· — Μου αρέσει αυτός ο νόμος και τον συνυπογράφω και
εγώ. — Ο πρώτος μας λοιπόν νόμος και ο τύπος, σύμφωνα με τον
οποίον θα ρυθμίζουν ό,τι λέγουν ή ό,τι γράφουν περί του θεού,
θα είναι ο εξής: ο θεός δεν είναι ο αίτιος όλων των πραγμάτων,
αλλά μόνον των καλών. — Και είναι πράγματι αναγκαιότατος.

 — Τώρα τι λέγεις περί αυτού του δευτέρου; πιστεύεις τάχα ότι ο
θεός είναι κανένας μάγος, ώστε, όπως του καταβαίνη εις την
φαντασίαν, να παρουσιάζεται υπό πολλάς και διαφόρους μορφάς,
και άλλοτε μεν να γίνεται και να μεταβάλλη το είδος του εις
πολλά σχήματα, άλλοτε δε να απατά τας αισθήσεις μας και να μας
φαίνεται τοιούτος, ή ότι απεναντίας είναι απλούς και από όλα τα
όντα ολιγώτερον υπόκειται εις οιανδήποτε αλλοίωσιν της μορφής
του; — Δεν ημπορώ να σου απαντήσω έτσι εκ του προχείρου τώρα. —
Τουλάχιστον αυτό; όταν ένα πράγμα υφίσταται μεταβολήν της
φυσικής του μορφής, δεν θα προέρχεται κατ' ανάγκην η μεταβολή
αύτη ή από αυτό το ίδιον ή από ένα άλλο; — Κατ' ανάγκην. — Τα
πράγματα όμως που έχουν την αρίστην κατασκευήν δεν αλλοιούνται
και μετατρέπονται ολιγώτερον από τας εξωτερικάς αιτίας;
παραδείγματος χάριν, τα σώματα τα υγιέστατα και ισχυρότατα δεν
αλλοιούνται ολιγώτερον από τας τροφάς και τα πιοτά και τους
κόπους, όπως επίσης και τα φυτά από τους ανέμους και τους
καύσωνας και τας λοιπάς ατμοσφαιρικάς επηρείας; — Πώς όχι; —
Και η ψυχή επίσης δεν ταράσσεται και αλλοιούται τόσον
ολιγώτερον από τας εξωτερικάς επιδράσεις, όσον γενναιοτέρα και
φρονιμωτέρα είναι; — Ναι. — Αλλ' ακόμη και αυτά τα έργα της
ανθρωπίνης χειρός, σκεύη και οικοδομήματα, κατά τον αυτόν
λόγον, όσα μεν είναι καλώς κατεσκευασμένα και από καλά υλικά,
ελάχιστα αλλοιούνται υπό του χρόνοι και των λοιπών περιστάσεων.
— Έτσι είναι. — Ώστε και γενικώς, κάθε πράγμα που είναι
τέλειον, είτε εκ φύσεως, είτε από τέχνην, είτε και από τα δύο
μαζί, υπόκειται εις ελαχίστην μεταβολήν από εξωτερικάς αιτίας.
— Φαίνεται. — Ο θεός όμως, και ό,τι ανάγεται εις την φύσιν του
θεού, είναι κατά πάντα τέλειος. — Πώς όχι; — Ώστε λοιπόν, υπ'
αυτήν την έποψιν, δεν θα ήτο διόλου δυνατόν να λαμβάνη ο θεός
πολλάς μορφάς. — Διόλου πραγματικώς.

 — Αλλά μήπως τάχα θα ήτο δυνατόν να μεταβάλλη και μεταμορφώνη
ο ίδιος τον εαυτόν του; — Φανερόν ότι μόνον κατ' αυτόν τον
τρόπον θα ημπορούσε να γίνη, αν εγίνετο. — Και θα εγίνετο αυτή
η μεταβολή εις το καλύτερον, ή εις το χειρότερον; — Κατ'
ανάγκην εις το χειρότερον· διότι δεν δυνάμεθα να είπωμεν ότι
λείπει από τον θεόν καμμία δυνατή ωραιότης και τελειότης. —
Είναι ορθότατον αυτό που λέγεις· και τούτου τεθέντος,
φαντάζεσαί ποτε, Αδείμαντε, ότι είναι δυνατόν ή θεός ή άνθρωπος
να κάμη εκουσίως τον εαυτόν του χειρότερον οπωσδήποτε απ' ό,τι
είναι; — Αδύνατον. — Αδύνατον λοιπόν είναι και να θέλη ο θεός
να μεταβάλλη τον εαυτόν του· αλλ' έκαστος εξ αυτών, κάτοχος
πάσης της δυνατής ωραιότητος και τελειότητος, διατηρεί πάντοτε
και αμεταβλήτως την ιδίαν αυτού μορφήν. — Μου φαίνεται ότι δεν
ημπορεί να είναι διαφορετικά.

 — Κανείς λοιπόν ποιητής ας μη τολμήση να μας λέγει ότι

     &ξένη οι Θεοί παίρνουν μορφή, σαν τάχα εξωμερίτες
     κι αλλοίωτικοι, λογής κοπής, γυρνούν τις πολιτείες·&

μήτε να ψευδολογή διά τας μεταμορφώσεις του Πρωτέως και της
Θέτιδος, μήτε να παρουσιάζη εις τας τραγωδίας και εις άλλα
ποιήματα την Ήραν υπό μορφήν ιερείας να μαζεύη ελέη και
συνδρομάς διά τα ευτυχισμένα τέκνα του Αργείου ποταμού Ι ν ά χ
ο υ, μήτε εν γένει να μας αραδιάζουν πολλά τοιαύτα
ψευδολογήματα. Ας προσέξουν ακόμη και αι μητέρες να μη γίνωνται
θύματα της ευπιστίας των και να εκφοβίζουν με τέτοια παραμύθια,
τα παιδιά των, ότι τάχα πολλοί θεοί τριγυρνούν την νύκτα με
διαφόρους ξένας μορφάς, διότι αυτά και βλασφημίαν κατά των θεών
αποτελούν, κάμνουν δε και τα παιδιά συγχρόνως δειλότερα. — Ας
απαγορεύσουν λοιπόν.

 — Αλλά δεν ημπορεί τάχα, αυτοί μεν οι θεοί να είναι πράγματι
ανεπίδεκτοι μεταβολής και αλλοιώσεως, αλλά να εξαπατούν ημάς
και να μαγεύουν τας αισθήσεις μας, ώστε να φανταζώμεθα ότι
παρουσιάζονται εμπρός μας υπό πολλάς και διαφόρους μορφάς; —
Ίσως και αυτό. — Αλλά πώς; θα ήθελέ ποτε ένας θεός να εξαπατήση
ή με λόγον ή με έργον και να παρουσιάζη φαντάσματα αντί του
εαυτού του; — Δεν γνωρίζω. — Δεν γνωρίζεις ότι το αληθινόν
ψεύμα — εάν επιτρέπεται το οξύμωρον — το αποστρέφονται όλοι και
θεοί και άνθρωποι; — Τι εννοείς με τούτο; — Εννοώ ότι κανείς
δεν επιτρέπει εκουσίως να εισέρχεται το ψεύδος εις την
ευγενεστέραν μερίδα του εαυτού του και αναφορικώς μάλιστα με τα
σπουδαιότερα των πραγμάτων, αλλά παρά κάθε άλλο φοβείται να το
έχη εκεί· — Ούτε τώρα ενόησα περισσοτέρων. — Διότι φαντάζεσαι
ίσως ότι πρόκειται διά τίποτε μυστήρια της αποκαλύψεως· ενώ εγώ
λέγω απλώς ότι, να εισχωρήση εις την ψυχήν το ψεύδος όσον αφορά
την ουσίαν των όντων και να διατελή επομένως αυτή εν απάτη και
αγνοία, είναι πράγμα που κανείς ποτε δεν θα εδέχετο· και ότι
τίποτε δεν μισούν όλοι περισσότερον, παρά να έχουν
ενθρονισμένον ένα τοιούτον ψεύδος μέσα εις τοιούτον μέρος. —
Πολύ σωστά. — Τούτο λοιπόν ορθότατα, όπως έλεγα και πριν, θα
εκαλείτο αληθινόν ψεύμα, η εν τη ψυχή άγνοια ενός πράγματος
ηπατημένου· διότι, αυτό το οποίον λέγομεν συνήθως ψεύμα, είναι
η διά λόγων εξωτερίκευσις του εν τη ψυχή αισθήματος, και όχι
καθαρόν ψεύμα, αλλά ούτως ειπείν είδωλον, το οποίον γεννάται
κατόπιν· ή δεν είναι έτσι; — Είναι μάλιστα.

 — Το αληθινόν λοιπόν και πραγματικόν ψεύμα το αποστρέφονται
όχι μόνον οι θεοί αλλά και οι άνθρωποι. — Το πιστεύω. — Τώρα,
το διά των λόγων ψεύδος πότε και εις ποίον είναι χρήσιμον, ώστε
να μην είναι και αυτό άξιον μίσους και αποστροφής; μήπως τάχα
προς τους εχθρούς ή και προς τους φίλους, όσοι από μανίαν ή
παραφροσύνην είναι έτοιμοι να κάμουν κανένα κακόν, ημπορεί να
είναι χρήσιμον ως φάρμακον προληπτικόν; ή και εις τα
μυθολογήματα, διά τα οποία ωμιλούσαμεν πριν, επειδή δεν
γνωρίζομεν πώς έχει ακριβώς η αλήθεια προκειμένου περί
πραγμάτων τόσον παλαιών, μήπως ημπορούμεν να το
χρησιμοποιήσωμεν το ψεύδος, δίδοντες εις αυτό όλην την επίφασιν
της αληθείας; — Έτσι πράγματι θα είναι. — Αλλά διά ποίον από
αυτούς τους λόγους θα ήτο χρήσιμον το ψεύδος εις τον θεόν;
μήπως τάχα από άγνοιαν των παλαιών πραγμάτων θα κατέφευγεν και
αυτός εις το ψεύδος, εις το οποίον θα έδιδε την επίφασιν της
αληθείας; — Γελοίον θα ήτο να το φαντασθώμεν. — Δεν είναι
λοιπόν ο θεός ποιητής ψευδολόγος. — Δεν μου φαίνεται. — Ή μήπως
τάχα μανία ή παραφροσύνη φίλων θα τον ηνάγκαζε να καταφύγη εις
το ψεύδος; Αλλά κανείς παράφρων ή μανιακός δεν ημπορεί να είναι
φίλος του θεού. — Δεν υπάρχει λοιπόν κανείς λόγος διά να ψευσθή
ποτε ο θεός. — Δεν υπάρχει. — Ώστε είναι ο θεός όλως διόλου
απλούς και αληθινός και εις τα έργα και εις τους λόγους και
ούτε ο ίδιος μεταβάλλεται ούτε τους άλλους εξαπατά είτε με
λόγια είτε με σημεία που τάχα τους στέλλει είτε εις τον ύπνον
είτε εις τον ξύπνον. — Και εγώ είμαι σύμφωνος όπως τα λέγεις. —
Ώστε επιδοκιμάζεις και αυτόν τον δεύτερον τύπον, σύμφωνα με τον
οποίον οφείλομεν και να ομιλούμεν και να γράφωμεν περί των
θεών, ότι δηλαδή ούτε αυτοί είναι μάγοι ώστε να
μεταμορφώνωνται, ούτε και ημάς εξαπατούν με ψευδείς λόγους ή
πράξεις; — Επιδοκιμάζω — Ώστε, αν και πολλά άλλα έχομεν να
επαινέσωμεν του Ομήρου, δεν θα επαινέσωμεν όμως και εκείνα που
διηγείται περί του ονείρου, το οποίον έστειλεν ο Ζευς εις τον
Αγαμέμνονα· ούτε του Αισχύλου, εκεί όπου λέγει η Θέτις πως ο
Απόλλων της έψαλλεν εις τους γάμους της:

                           &μάννα παιδιών ευτυχισμένη
     που αρρώστεια δε θα δουν και χρόνια πολλά θάχουν·
     η αγάπη των θεών θα μου χαρίζη πάντα
     μοίρα, μούπε, χρυσή — κ' έκρουξε τον παιάνα
     και γιόμισε χαρά κ' ελπίδες τη ψυχή μου·
     γιατί δεν πίστευα ποτέ πως θάβγη ψέμα
     από το στόμα του θεού της μαντωσύνης·
     μα αυτός ο ίδιος πώψαλε, αυτός ο ίδιος
     που ήτανε στο τραπέζι, αυτός που τάπε ο ίδιος,
     αυτός είναι που σκότωσε το γυιό μου. . .&

Όταν κανείς μας λέγη τοιαύτα περί των θεών, θα του γυρίσωμεν
την πλάτην και δεν θα του δώσωμεν τα ψαλτικά του· ούτε εις τους
διδασκάλους θα επιτρέψωμεν να τα μεταχειρίζωνται διά την
ανατροφήν των νέων, εάν θέλωμεν μίαν ημέραν να έχωμεν
πολεμιστάς θεοσεβείς και ομοίους με τους θεούς — όσον
τουλάχιστον είναι δυνατόν διά τον άνθρωπον. — Επιδοκιμάζω καθ'
όλα και εγώ τους τύπους αυτούς, και τους λαμβάνω ως νόμους.

                          * *
                           *

Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη,
υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά
προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η
αρχαία ελληνική σκέψη (ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα,
δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της,
από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη
μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος,
οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο
Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο
Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και
σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή,
Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη,
Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού,
Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σίγουρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια
σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης
γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα,

&Πολιτεία.& Το πρωτοτυπώτερον και πλαστικώτερον των πλατωνικών
έργων, αποτελούμενον εκ 10 βιβλίων. Το πρώτον βιβλίον
πραγματευόμενον περί δικαιοσύνης είναι αφετηρία διατυπώσεως
έπειτα ιδανικού πολιτεύματος. Η οριζομένη ισότης δικαιωμάτων
των πολιτών, η διακανόνισις ίσης εργασίας, η κατανομή των
πολιτών εις τρεις τάξεις, η εξίσωσις ανδρών και γυναικών, η
κοινογαμία και κοινοκτημοσύνη, ο αποκλεισμός των ποιητών, ο
περιορισμός της αυξήσεως του πληθυσμού, αι πρωτόρρυθμοι γενικαί
περί του κοινωνικού και του αστικού δικαίου αρχαί συνδιαζόμεναι
εις οργανικόν σύστημα εις την «Πολιτείαν» του Πλάτωνος, υπήρξαν
αφετηρίαι πλείστων φιλοσοφικών, κοινωνιολογικών και πολιτικών
θεωριών. Ώστε και από της απόψεως ταύτης είναι εκ των
σημαντικοτέρων δημιουργημάτων της ανθρωπίνης σκέψεως.

Η μετάφρασις πιστή, σαφής και γλαφυρά υπό του κ. I. Ν. Γρυπάρη.
Τόμος Α' 10 δρχ., Τόμος Β' 10 δρχ., Τόμος Γ' 10 δρχ., Τόμος Δ'
10 δρχ.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ

ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ Σια Ο.Ε.

ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 ΤΗΛ. 614.686, 634.506

ΤΙΜΑΤΑΙ
ΔΡΧ. 10

                          * *
                           *

1) Η εορτή, περί της οποίας κάμνει λόγον ευθύς εις την αρχήν
του διαλόγου και χάριν της οποίας κατήλθον εις τον Πειραιά, ήτο
προς τιμήν της Βενδίδος, θρακικής Θεότητος αναλόγου προς την
Αρτέμιδα των Ελλήνων.

2) Εις το κείμενον έχει &«μύρτα και φηγούς»&.





*** End of this LibraryBlog Digital Book "Πολιτεία, Τόμος 1" ***

Copyright 2023 LibraryBlog. All rights reserved.



Home