Home
  By Author [ A  B  C  D  E  F  G  H  I  J  K  L  M  N  O  P  Q  R  S  T  U  V  W  X  Y  Z |  Other Symbols ]
  By Title [ A  B  C  D  E  F  G  H  I  J  K  L  M  N  O  P  Q  R  S  T  U  V  W  X  Y  Z |  Other Symbols ]
  By Language
all Classics books content using ISYS

Download this book: [ ASCII | HTML | PDF ]

Look for this book on Amazon


We have new books nearly every day.
If you would like a news letter once a week or once a month
fill out this form and we will give you a summary of the books for that week or month by email.

Title: Πολιτεία, Τόμος 4
Author: Plato, 427? BC-347? BC
Language: Greek
As this book started as an ASCII text book there are no pictures available.


*** Start of this LibraryBlog Digital Book "Πολιτεία, Τόμος 4" ***


Konstantinides. Thanks to George Canonis for his major


Note: The tonic system has been changed from polytonic to
monotonic, otherwise the spelling of the book has not been
changed. Bold words are included in &. Footnotes have been
converted to endnotes. // Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει
αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει
διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με έντονους
χαρακτήρες περιβάλλονται από &. Οι υποσημειώσεις των σελίδων
έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.



ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ



ΠΛΑΤΩΝΟΣ
ΠΟΛΙΤΕΙΑ



ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
Ι. Ν. ΓΡΥΠΑΡΗ

ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ



ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ
1911



ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

Π Λ Α Τ Ω Ν Ο Σ
ΠΟΛΙΤΕΙΑ


ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ I. Ν. ΓΡΥΠΑΡΗ
ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΙ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ
1911



ΒΙΒΛΙΟΝ Η'.



 — Έστω· εμείναμεν λοιπόν σύμφωνοι, αγαπητέ Γλαύκων, ότι εις μίαν
πολιτείαν, η οποία μέλλει να κυβερνάται άριστα, θα είναι κοιναί
μεν αι γυναίκες, κοινά τα τέκνα, κοινή όλη η εκπαίδευσις, κοινά
όλα τα έργα τα αναφερόμενα εις τον πόλεμον και την ειρήνην, η δε
ανωτάτη αρχή θα δίδεται εις τους αναδεικνυομένους αρίστους εις
την φιλοσοφίαν και εις τα πολεμικά· — Μάλιστα, εμείναμεν
σύμφωνοι. — Επίσης παρεδέχθημεν ότι αφού τοιουτοτρόπως εκλεχθώσιν
οι άρχοντες, θα κατοικήσωσι μετά των στρατιωτών των εις οικίας
τοιαύτας, όπως τας προείπομεν, κοινάς δηλαδή δι' όλους και όπου
κανείς δεν θα έχη τίποτε ιδικόν του^ εκτός δε της κατοικίας,
ενθυμείσαι βέβαια ακόμη και τι παρεδέχθημεν και σχετικώς με την
ιδιοκτησίαν. — Και βέβαια ενθυμούμαι, ότι κανείς από αυτούς δεν
πρέπει να έχη οιανδήποτε ατομικήν περιουσίαν, όπως συμβαίνει
σήμερον^ αλλ' ως αθληταί, που θα είναι, προωρισμένοι διά τον
πόλεμον και την φρούρησιν της πόλεως, θα λαμβάνουν ως μισθόν διά
τας υπηρεσίας των παρά των άλλων την τροφήν των μόνον, όση τους
χρειάζεται δι' ένα χρόνον, και θα φροντίζουν αποκλειστικώς διά
την ασφάλειαν την ιδικήν των και της πόλεως. — Πολύ σωστά· έλα
λοιπόν τώρα, αφού είπαμεν όσα είχαμεν να ειπούμεν δι' αυτά, να
ενθυμηθούμεν, πού ευρισκόμεθα, όταν εισήλθαμεν εις αυτήν την
παρέκβασιν, διά να αναλάβωμεν την σειράν του λόγου μας.

 — Δεν είναι δύσκολον· διότι, όπως και τώρα, εφαίνετο ότι είχες
τελειώση και τότε τον λόγον περί της πόλεως και κατέληξες εις το
συμπέρασμα ότι, διά να είναι αρίστη μία πολιτεία, οφείλει να
ομοιάζη με εκείνην, που περιέγραψες, επίσης δε και τέλειος
άνθρωπος, εκείνος που θα ωμοίαζε με αυτήν, αν και ημπορούσες,
καθώς έλεγες, να δώσης και καλύτερον ακόμη πρότυπον του τελείου
ανθρώπου και της πόλεως· επρόσθεσες όμως ότι, αφού αυτή η μορφή
της πολιτείας ήτο η αρίστη, όλαι αι άλλαι κατ' ανάγκην είναι
ελαττωματικαί· καθόσον δε ενθυμούμαι, έλεγες ότι υπάρχουν τέσσερα
είδη τοιούτων πολιτειών, τα οποία θα ήξιζε τον κόπον να μελετήση
κανείς, διά να ίδη τα ελαττώματά των, καθώς και των ανθρώπων που
αντιστοιχούν προς αυτάς, ούτως ώστε, αφού σπουδάσωμεν επιμελώς
όλους αυτούς και αναγνωρίσωμεν, ποίος είναι ο καλύτερος και ποίος
ο χειρότερος, να είμεθα εις θέσιν να κρίνωμεν αν πράγματι ο
πρώτος είναι ο ευτυχέστερος, και ο δεύτερος είναι ο αθλιώτερος, ή
εάν το πράγμα έχη διαφορετικά· και ενώ εγώ σε ερωτούσα να μου
ειπής, ποία είναι αυτά τα τέσσερα είδη των πολιτειών, μας
διέκοψαν ο Πολέμαρχος και ο Αδείμαντος, και σε ηνάγκασαν
τοιουτοτρόπως να κάμης την παρέκβασιν αυτήν, η οποία τώρα
ετελείωσε.

 — Πολύ σωστά τα ενθυμείσαι. — Κάμε λοιπόν τώρα όπως οι
παλαισταί· δόσε μου πάλιν το ίδιον πιάσιμον και απάντησε εις την
ιδίαν μου εκείνην ερώτησιν ό,τι επρόκειτο να μου αποκριθής τότε.
— Ευχαρίστως, εάν ημπορώ. — Επιθυμώ λοιπόν να ακούσω, ποία είναι
τα τέσσερα είδη των πολιτειών, που έλεγες.

 — Δεν είναι δύσκολον να το ακούσης· είναι πολύ γνωστά και αι
τέσσαρες και με τα ονόματά των· η πρώτη, που επαινείται μάλιστα
από τους περισσοτέρους, είναι η Κρητική και η Λακωνική· η
δευτέρα, η οποία έρχεται και δευτέρα εις την εκτίμησιν των
πολλών, είναι η καλουμένη ολιγαρχία, έχουσα όχι ολίγα ελαττώματα·
η τρίτη, όλως διόλου αντίθετος με αυτήν και ολιγώτερον
εκτιμωμένη, η δημοκρατία· και τελευταίον η περίφημος δα εκείνη
τυραννίς, εντελώς διαφορετική απ' όλας τας άλλας, το τέταρτον και
χειρότερον νόσημα διά μίαν πόλιν· αυτά λοιπόν είναι τα τέσσερα
είδη των πολιτειών· ή μήπως γνωρίζεις εσύ και καμμίαν άλλην, που
να αποτελή ίδιον και σαφώς διακεκριμένον είδος; διότι αι
δυναστείαι και αι αγορασταί βασιλείαι και άλλαι τοιαύται ημπορούν
να εισέλθουν ως διάμεσοι μορφαί μεταξύ των ανωτέρω, και
ευρίσκονται όχι ολιγώτερον συχνά εις τους βαρβάρους, παρά εις
τους Έλληνας. — Υπάρχουν πράγματι πολλά και περίεργα πολιτεύματα
τοιαύτα.

 — Γνωρίζεις λοιπόν, ότι κατ' ανάγκην θα υπάρχουν και άλλα τόσα
είδη ανθρωπίνων χαρακτήρων, όσα και πολιτευμάτων; ή νομίζεις ότι
τα πολιτεύματα γίνονται &από δρυν ή από πέτραν&, και όχι από τα
ήθη των πολιτών, τα οποία κατά την διεύθυνσιν, που θα λάβουν, θα
συμπαρασύρουν και όλα τα λοιπά; — Πραγματικώς από τα ήθη και
μόνον. — Αφού λοιπόν υπάρχουν πέντε είδη πολιτευμάτων, δεν πρέπει
επίσης να υπάρχουν και πέντε είδη χαρακτήρων της ψυχής; — Πώς
όχι; — Και τον μεν χαρακτήρα, ο οποίος αντιστοιχεί προς την
αριστοκρατίαν, τον επραγματεύθημεν ήδη, και ορθώς είπαμεν, ότι
είναι αγαθός και δίκαιος. — Μάλιστα. — Μετά τούτον λοιπόν πρέπει
τώρα να διεξέλθωμεν τους χειροτέρους χαρακτήρας, και εν πρώτοις
τον φίλαρχον και φιλόδοξον, ο οποίος αντιστοιχεί προς το
πολίτευμα των Λακεδαιμονίων, και ακολούθως τον ολιγαρχικόν και
τον δημοκρατικόν και τον τυραννικόν· και αφού αναγνωρίσωμεν τον
αδικώτατον εξ όλων, τον αντιπαραβάλωμεν προς τον δικαιότατον, διά
να ημπορέσωμεν εν τέλει να κρίνωμεν, ποία είναι η σχέσις της
ακράτου δικαιοσύνης προς την άκρατον αδικίαν ως προς την ευτυχίαν
ή την αθλιότητα του έχοντος, και τοιουτοτρόπως να επιδιώκωμεν ή
την αδικίαν, συμφώνως προς τας συμβουλάς του Θρασυμάχου, ή την
δικαιοσύνην, συμφώνως με το λογικόν συμπέρασμα που εξάγεται εξ
αυτής της συζητήσεως. — Αυτό πράγματι έχομεν να κάμωμεν.

 — Λοιπόν, όπως αρχίσαμεν ήδη να εξετάζωμεν τα ήθη των πολιτειών
πριν από τα ήθη των ατόμων, επειδή μας εφάνη η μέθοδος αυτή
φωτεινωτέρα, δεν εγκρίνεις να εξακολουθήσωμεν εφαρμόζοντες αυτήν,
και αφού εξετάσωμεν κατά πρώτον την φίλαρχον πολιτείαν (διότι δεν
γνωρίζω ποίον άλλο όνομα να της δώσω· εκτός εάν ίσως πρέπη να την
ονομάσω τιμοκρατίαν ή τιμαρχίαν) να εξετάσωμεν ακολούθως τον
άνθρωπον που αντιστοιχεί προς αυτήν, έπειτα την ολιγαρχίαν και
τον ολιγαρχικόν άνθρωπον, ύστερον να στραφώμεν και να μελετήσωμεν
την δημοκρατίαν και τον δημοκρατικόν, και τελευταίον, αφού
εξετάσωμεν το τυραννικόν πολίτευμα και ιδούμεν και την ψυχήν του
τυραννικού ανθρώπου, να δοκιμάσωμεν να εκφέρωμεν δικαιολογημένην
την κρίσιν μας επί του ζητήματος, που ανελάβαμεν να λύσωμεν; —
Μάλιστα, τοιουτοτρόπως θα ήτο σύμφωνος με την λογικήν και η
εξέτασις και η κρίσις μας.

 — Ας δοκιμάσωμεν λοιπόν πρώτα πρώτα να εξετάσωμεν πώς γίνεται η
μετάβασις από την αριστοκρατίαν εις την τιμοκρατίαν· ή δεν είναι
απλουστάτη αλήθεια, ότι πάσα μεταβολή εν τω πολιτεύματι
προέρχεται από το μέρος το οποίον διαχειρίζεται την αρχήν, όταν
τύχη και συμβή καμμία διατάραξις εις αυτό, ενώ, εφ' όσον διατηρή
αδιατάρακτον την αρμονίαν του, όσον μικρόν και αν υποτεθή αυτό το
μέρος, είναι αδύνατον να επέλθη καμμία μεταβολή εις την
πολιτείαν; — Έτσι είναι πραγματικώς. — Πώς λοιπόν, Γλαύκων, θα
υποστή μεταβολήν η πολιτεία η ιδική μας; και από πού θα εισχωρήση
μεταξύ των επικούρων και των αρχόντων μας η διχόνοια και προς
αλλήλους και προς τους εαυτούς των; ή θέλεις, καθώς ο Όμηρος, να
επικαλεσθώμεν τας Μούσας να μας ειπούν, πώς κατά πρώτον ενέπεσε
μεταξύ των η έρις και να φαντασθώμεν ότι μας αποκρίνωνται με ένα
ύφος τραγικόν και μεγαλόστομον, ως να σοβαρεύωνται και να
σπουδαιολογούν, ενώ θα παίζουν και θα χαριεντολογούν με ημάς σαν
με παιδιά; — Πώς;

 — Κατ' αυτόν τον τρόπον περίπου: Δύσκολον βέβαια είναι μία
πόλις, ούτω συγκεκροτημένη, όπως η ιδική σας, να μετακινηθή· αλλ'
αφού παν ό,τι γεννάται υπόκειται και εις φθοράν, ούτε το
πολιτικόν σας αυτό σύνταγμα θα μείνη εις αιώνα αναλλοίωτον, αλλά
θα έλθη ημέρα να διαλυθή· και ιδού πώς. Υπάρχει, όχι μόνον διά τα
φυτά, που γεννώνται εις τους κόλπους της γης, αλλά προσέτι και
διά τας  {???} και τα σώματα των ζώων, που ζουν επί της
επιφανείας αυτής, περίοδος ευφορίας και αφορίας· συμβαίνει δε
τούτο, όταν έκαστον είδος τελειώνη και ξαναρχίζη τον κύκλον της
εξελίξεως αυτού, ο οποίος είναι βραχύτερος ή μακρότερος, αναλόγως
της διαρκείας της ζωής εκάστου είδους· οι δε ιδικοί σας άρχοντες,
τους οποίους σεις εξεπαιδεύσατε, όσον σοφοί και αν είναι, δυνατόν
να συμβή να μην εννοήσουν ή να μην υπολογίσουν ακριβώς τας
περιόδους αυτάς της ευφορίας και της αγονίας του είδους σας και
τοιουτοτρόπως να τους διαφύγη ο κατάλληλος καιρός και να
τεκνοποιήσουν, όταν δεν πρέπη· και διά μεν τα θεία γένη η
περίοδος αύτη περιλαμβάνεται εντός αριθμού τελείου· διά δε το
ανθρώπινον γένος υπάρχει ένας τοιούτος αριθμός γεωμετρικός, (1) ο
οποίος κανονίζει την περίοδον των χειροτέρων και των καλυτέρων
γεννήσεων, όταν δει από άγνοιαν αυτού, οι άρχοντές σας συνάψωσιν
εις ακατάλληλον εποχήν τους μεταξύ των ανδρών και γυναικών
γάμους, τότε εξ αυτών θα προέλθουν τέκνα όχι με καλά φυσικά ούτε
ευτυχισμένα. Και θα εγκαταστήσουν μεν τους καλυτέρους μεταξύ
αυτών εις την αρχήν οι προκάτοχοι, επειδή όμως θα είναι ανάξιοι
να τους διαδεχθούν, θα αρχίσουν πρώτα πρώτα να παραμελούν την
φρούρησίν μας, μη δίδοντες την δέουσαν σημασίαν εις τα της
μουσικής [ακολούθως δε και εις την γυμναστικήν]· ένεκα τούτου οι
νέοι μας θα γίνουν αμουσότεροι· και όσοι εξ αυτών γίνουν κατόπιν
άρχοντες δεν θα έχουν την προσήκουσαν ικανότητα να διακρίνουν τα
κατά τον Ησίοδον γένη, που παρεδέχθημεν και ημείς, το χρυσούν, το
αργυρούν, το χαλκούν και το σιδηρούν· επειδή δε θα ανακατωθούν το
σιδηρούν με το αργυρούν, και το χαλκούν με το χρυσούν, θα επέλθη
ανομοιότης και ανάρμοστος ανωμαλία, ελαττώματα τα οποία, όπου και
αν παρουσιάζωνται, γεννούν πάντα τον πόλεμον και την έχθραν. —
Και πολύ σωστά θα ειπούμεν ότι μας απεκρίθησαν αι Μούσαι. — Κατ'
ανάγκην, αφού βέβαια είναι Μούσαι. — Ας ιδούμεν λοιπόν τι λέγουν
και παρακάτω.

 — Αφού άπαξ προέκυψεν η διχόνοια μεταξύ των, αφ' ενός μεν τα δύο
γένη, το χαλκούν και το σιδηρούν, ήρχισαν να τραυούν προς τον
πλουτισμόν και την απόκτησιν γης και οικιών και χρυσίου και
αργύρου, τα δε δύο άλλα πάλιν αφ' ετέρου, το χρυσούν και το
αργυρούν, επειδή αυτά δεν είχαν έλλειψιν, αλλ' ήσαν εκ φύσεως
πλούσια, εξηκολούθουν να σύρουν τας ψυχάς προς την αρετήν και την
αρχαίαν εν γένει κατάστασιν· μετά πολλούς τέλος αγώνας και
διαμάχας, συνεβιβάσθησαν να μοιράσουν μεταξύ των την γην και τας
κατοικίας, να υποδουλώσουν δε εκείνους, που εφρούρουν πριν, και
τους οποίους ελευθέρους όντας τους εθεώρουν φίλους και τροφούς
των, και να τους καταστήσουν τώρα περιοίκους και οικέτας των,
μόνοι των δε πλέον να έχουν την φροντίδα του πολέμου και της
κοινής ασφαλείας. — Από αυτό πράγματι μου φαίνεται, πως ήρχισεν η
μετάβασις. — Αυτό δε το νέον πολίτευμα δεν θα είναι κάτι τι
μεταξύ αριστοκρατίας και ολιγαρχίας; — Βεβαιότατα.

 — Κατ' αυτόν λοιπόν τον τρόπον θα επέλθη η μεταπολίτευσις· οποία
δε τις θα είναι τώρα η νέα διοίκησις; δεν είναι φανερόν ότι, αφ'
ενός μεν θα διατηρήση μερικά από το παλαιόν πολίτευμα, άλλα δε θα
πάρη από την ολιγαρχίαν, αφού κείται μεταξύ των δύο, αφ' ετέρου
δε θα έχη κάτι όλως διόλου ξεχωριστόν και ιδικόν της; — Έτσι
είναι. — Δεν θα διατηρήση λοιπόν η τάξις των προμάχων από μεν την
αριστοκρατίαν τον προς τους άρχοντας σεβασμόν, την αποχήν από της
γεωργίας και των χειρωνακτικών εργασιών και εν γένει όλων των
προσοδοφόρων επαγγελμάτων, το σύστημα των κοινών συσσιτίων, την
επιμέλειαν της γυμναστικής και των πολεμικών γυμνασίων και όλα τα
τοιαύτα; — Ναι. — Ξεχωριστά δε ιδικά της δεν θα έχη τον φόβον να
ανυψώνη εις τα ανώτατα αξιώματα τους σοφούς, επειδή δεν θα
ευρίσκη πλέον εις τους κόλπους της τοιούτους ανθρώπους μονομερείς
και αποκλειστικούς, αλλά μικτούς; και επομένως δεν θα αποκλίνη
προς ανθρώπους μάλλον θυμοειδείς και ολιγώτερον μορφωμένους, και
γεννημένους μάλλον δια τον πόλεμον παρά διά την ειρήνην; και δεν
θα δίδη μεγαλυτέραν αξίαν εις τα στρατηγήματα και τους δόλους του
πολέμου, τον οποίον θα θεωρή ως την μοναδικήν της πάντοτε
ενασχόλησιν; — Ναι. — Επομένως θα είναι οι τοιούτοι άπληστοι
χρημάτων, όπως συμβαίνει εις τας ολιγαρχίας, και θα λατρεύουν
μανιωδώς εν κρυπτώ και παραβύστω τον χρυσόν και τον άργυρον, αφού
θα έχουν ίδια ταμεία και θησαυροφυλάκια, όπου θα τα φυλάττουν
κρυμμένα, επίσης δε και κατοικίας απομονωμένας, αληθινάς φωλεάς
ιδικάς των, όπου θα κάμνουν μεγάλα έξοδα και σπατάλην με γυναίκας
και με οποίους άλλους θέλουν. — Σωστότατα. — Επομένως θα είναι
φιλάργυροι μεν διά τα ιδικά των χρήματα, αφού θα τα λατρεύουν και
θα τα φυλάττουν κρυφά, σπάταλοι όμως διά τα ξένα, από την
επιθυμίαν να ικανοποιούν τα πάθη των· παραδεδομένοι δε κρυφίως
εις όλας τας ηδονάς, θα κυττάζουν πώς να διαφύγουν τον νόμον, σαν
άτακτα παιδιά τον πατέρα των, εξ αιτίας της ανατροφής των, η
οποία στηρίζεται εις την βίαν και όχι εις την πειθώ, επειδή
παρημελήθη η Μούσα η αληθινή των λόγων και της φιλοσοφίας, και
επροτιμήθη η γυμναστική αντί της μουσικής. — Όλως διόλου πράγματι
είναι ανακατωμένη αυτή η πολιτεία με καλά και με κακά. —
Ανακατωμένη, μάλιστα· ένα δε μόνον είναι καθαρόν και
διαφανέστατον εις αυτήν, αφού επικρατεί το θυμοειδές, η φιλαρχία
και η φιλοδοξία. — Και πάρα πολύ μάλιστα.

 — Αυτή λοιπόν είναι η αρχή και η μορφή του πολιτεύματος τούτου,
το οποίον, εννοείς, περιωρίσθην να σχεδιαγραφήσω απλώς και όχι να
επεξεργασθώ τελείως, επειδή αρκεί και τόσον διά να γνωρίσωμεν τον
δικαιότατον και τον αδικώτατον άνθρωπον, που ζητούμεν, θα ήτο δε
εξ άλλου και ατελείωτον το έργον, αν ηθέλαμεν να διέλθωμεν όλα τα
πολιτεύματα, χωρίς να παραλείπωμεν καμμίαν λεπτομέρειαν. — Και
πολύ σωστά.

 — Ποίος λοιπόν είναι ο άνθρωπος, που αντιστοιχεί προς αυτό το
πολίτευμα; πώς μορφούται και ποίος είναι ο χαρακτήρ του; — Τον
φαντάζομαι, διέκοψεν ο Αδείμαντος, να παρομοιάζη κάπως με τον
Γλαύκωνα αυτόν, όσον αφορά τουλάχιστον την φιλοδοξίαν. — Ίσως
κατά τούτο μόνον· μου φαίνεται όμως ότι διαφέρει κατά πολλά άλλα.
— Ποία; — Εν πρώτοις πρέπει να είναι εκείνος αυθαδέστερος και
κάπως αμουσότερος, αν και θα αγαπά την μουσικήν· θα αγαπά επίσης
τους λόγους και τα ακροάματα, δεν θα έχη όμως ο ίδιος καμμίαν
ρητορικήν ιδιοφυίαν· προς τους δούλους θα είναι σκληρός, αντί να
τους περιφρονή, όπως εκείνοι που έλαβαν την τελείαν ανατροφήν,
προς τους ελευθέρους ήμερος και προς τους άρχοντας ευπειθέστατος·
φίλαρχος δε και φιλόδοξος επί πάσι, θα επιζητή τα αξιώματα όχι
χάρις εις την ρητορικήν του ικανότητα, αλλά χάρις εις την
πολεμικήν του αξίαν και τα πολεμικά του κατορθώματα, και θα είναι
επομένως μανιώδης διά τας σωματικάς ασκήσεις και το κυνήγιον. —
Αυτά αλήθεια θα είναι τα ήθη του ανθρώπου εκείνης της πολιτείας.
— Αλλά ακόμη ο τοιούτος, εφ' όσον μεν είναι νέος, ίσως να
περιφρονή τα χρήματα, όσον όμως προχωρή η ηλικία, θα του
αναπτύσσεται επί μάλλον και μάλλον και το πάθος αυτό, διότι και
εκ φύσεως μετέχει της φιλοχρηματίας και διότι και η αρετή του δεν
είναι καθαρά και ακεραία, επειδή εξ αρχής εστερήθη του αρίστου
αυτής φύλακος. — Τίνος; ηρώτησεν ο Αδείμαντος. — Της διαλεκτικής,
συνδυασμένης με την μουσικήν διότι μόνον αυτή ημπορεί να διασώση
την αρετήν καθ' όλον τον βίον εις την καρδίαν εκείνου, που την
κατέχει. — Καλά λέγεις. — Τοιούτος λοιπόν είναι και ο χαρακτήρ
του νέου, ο οποίος ομοιάζει με το τιμοκρατικόν πολίτευμα. —
Πράγματι.

 — Ιδού δε τώρα κατά ποίον τρόπον σχηματίζεται· συμβαίνει ο νέος
μας να έχη πατέρα κατοικούντα εις πόλιν κακώς κυβερνωμένην, ο
οποίος αποφεύγει τας τιμάς και τα αξιώματα και όλας τας
ενοχλήσεις που συνεπάγουν και προτιμά να μην έχη καμμίαν θέσιν
εις την πόλιν, φθάνει να έχη εξησφαλισμένην την ησυχίαν του. —
Λοιπόν πώς διαπλάσσεται ο χαρακτήρ του υιού; — Ακούει εν πρώτοις
την μητέρα του να δυσανασχετή και να παραπονήται διαρκώς, διότι ο
σύζυγός της δεν είναι από τους επισήμους και δι' αυτό δεν έχει
και αυτή καμμίαν κοινωνικήν σειράν μεταξύ των άλλων γυναικών,
διότι τον βλέπει να μη φροντίζη καθόλου να αυξήση την περιουσίαν
του και να προτιμά να υφίσταται ανάνδρως κάθε ζημίαν των
συμφερόντων του, παρά να έχη ανακατώματα και διαφοράς εις τα
δικαστήρια, να ενασχολήται μόνον περί του εαυτού του, να δεικνύη
δε τελείαν αδιαφορίαν περί αυτής· καθημερινώς λοιπόν την ακούει
να επαναλαμβάνη και να λέγη, ότι ο πατέρας του δεν είναι άνδρας,
ότι δεν είναι καμμιά προκοπή από αυτόν, και όλα τα τέτοια που
συνηθίζουν να ψάλλουν αι γυναίκες εις αυτάς τας περιστάσεις. —
Αυτό το έχουν πραγματικώς αι γυναίκες, είπεν ο Αδείμαντος. —
Γνωρίζεις δε ακόμη ότι και οι υπηρέται της οικίας, θέλοντες να
δείξουν ζήλον και ενδιαφέρον διά τον υιόν του κυρίου των, του
ομιλούν ενίοτε κρυφίως με την ιδίαν γλώσσαν, και όταν
παραδείγματος χάριν βλέπουν, ότι ο πατέρας του δεν έρχεται εις
βοήθειάν του, ή διά να πληρώση κανένα του χρέος, ή διά να
ξεμπλέξη από καμμιά βρωμοδουλειά, τον συμβουλεύουν και τον
παρακινούν, όταν μεγαλώση, να κυνηγά τους εχθρούς του και να μην
αφήνη να του πατούν το δίκιο και να είναι περισσότερον άνδρας από
τον πατέρα του· και όταν εξέρχεται έξω όλο τα ίδια ακούει, και
βλέπει ότι, όσοι περιορίζονται εις το έργον των, θεωρούνται
ηλίθιοι και παραγκωνίζονται, ενώ όσοι κάθε άλλο κυττάζουν παρά
την δουλειάν των, τιμώνται και δοξάζονται. Τότε λοιπόν ο νέος,
όσον από το ένα μέρος βλέπει και ακούει αυτά, από το άλλο όμως
πάλιν ακούει τους λόγους του πατέρα του και βλέπει πόσον η
διαγωγή του και ο τρόπος του διαφέρει από τους άλλους, αισθάνεται
τον εαυτόν του να τον τραβούν και από τα δύο μέρη, διότι ενώ ο
πατέρας του καλλιεργεί και ενισχύει το λογιστικόν μέρος της ψυχής
του, οι άλλοι απεναντίας του εξάπτουν το επιθυμητικόν και το
θυμοειδές· και επειδή το φυσικόν του δεν είναι κακόν, αλλά απλώς
έχει παρασυρθή από κακάς συναναστροφάς, ελκόμενος και από τα δύο
μέρη, καταντά να πάρη τον μέσον δρόμον και να παραδώση πάσαν επί
του εαυτού του εξουσίαν εις το θυμοειδές και φιλόνεικον μέρος της
ψυχής του, το οποίον επίσης είναι το μέσον μεταξύ του λογιστικού
και του επιθυμητικού· και τοιουτοτρόπως έγινεν άνθρωπος φιλόδοξος
και υψηλόφρων. — Μου φαίνεται ότι πολύ καλά εξήγησες την γένεσιν
αυτού του χαρακτήρος. — Έχομεν λοιπόν το δεύτερον είδος του
πολιτεύματος και του ανθρώπου; — Το έχομεν. — Κατόπιν από αυτόν,
δεν θα μεταβώμεν, καθώς λέγει ο Αισχύλος, εις &«άλλον τώρα σ'
άλλη κληρωμένο πόλη»& (21) ή μάλλον πρώτα εις άλλο πολίτευμα, διά
να ακολουθήσωμεν την τάξιν; — Εννοείται. — Το πολίτευμα που
έρχεται, καθώς νομίζω, κατόπιν είναι η &ολιγαρχία&. — Και ποίαν
μορφήν του πολιτεύματος ονομάζεις ολιγαρχίαν; — Το πολίτευμα το
οποίον στηρίζεται επί της περιουσίας των πολιτών και εις το
οποίον λαμβάνουν μέρος μόνον οι πλούσιοι, αποκλείονται δε οι
πτωχοί. — Ενόησα. — Λοιπόν δεν πρέπει πρώτον να ειπούμεν πώς
γίνεται η μετάβασις από την τιμοκρατίαν εις την ολιγαρχίαν; —
Ναι. — Και τυφλός όμως το βλέπει, υποθέτω, πώς γίνεται. — Πώς; —
Ο χρυσός ο συσσωρευόμενος εις τα ιδιωτικά ταμεία των πολιτών,
είναι εκείνος που επιφέρει την καταστροφήν του πολιτεύματος·
διότι πρώτον μεν δημιουργούν δαπάνας δια τους εαυτούς των και
επομένως παραχαράττουν τον νόμον και αυτοί και αι γυναίκες των. —
Φυσικά. — Έπειτα, νομίζω, το παράδειγμα αυτών ωθεί και τους
άλλους να τους μιμηθούν και δεν αργούν να γίνουν όλοι οι ίδιοι. —
Βεβαίως. — Ακολούθως το πάθος του χρηματισμού τους κυριεύει
ολοένα και περισσότερον, και όσο δίδουν μεγαλυτέραν εκτίμησιν εις
τον πλούτον, τόσον εκπίπτει η αξία της αρετής· διότι πραγματικώς
η αρετή και ο πλούτος δεν έχουν τοιαύτην διαφοράν μεταξύ των,
ώστε αν τα βάλωμεν εις τας δύο πλάστιγγας του ζυγού, όσον
ανεβαίνει το ένα τόσον θα κατεβαίνη το άλλο; — Και βέβαια. — Ώστε
εφ' όσον τιμώνται εις την πόλιν τα πλούτη και οι πλούσιοι, επί
τοσούτον θα περιφρονούνται η αρετή και οι χρηστοί άνθρωποι. —
Αυτό είναι φανερόν. — Επιδιώκεται όμως πάντοτε ένα πράγμα που το
εκτιμούν, απεναντίας δε παραμελείται εκείνο που περιφρονούν. —
Έτσι είναι. — Ώστε από φιλόδοξοι και φιλότιμοι που ήσαν εις την
τιμοκρατίαν, καταντούν εις το τέλος να γίνουν φιλοχρήματοι και
άπληστοι, και τον μεν πλούσιον εγκωμιάζουν και θαυμάζουν και
ανυψώνουν εις τα αξιώματα του κράτους, τον δε πτωχόν περιφρονούν.
— Αναμφιβόλως.

 — Τότε λοιπόν θεσπίζουν διά νόμου ως όρον της συμμετοχής εις την
εξουσίαν το ποσόν της περιουσίας, περισσότερον ή ολιγώτερον
αναλόγως του βαθμού της ολιγαρχίας, αποκλείοντες της αρχής
πάντας, όσων η περιουσία δεν ανέρχεται εις το ορισθέν τίμημα· όλα
δε αυτά ή τα επιβάλλουν διά της βίας και των όπλων, ή και απλώς
επισείοντες τον φόβον αναγκάζουν και τους άλλους να τα
παραδεχθούν· ή δεν είναι έτσι; — Έτσι. — Ιδού λοιπόν εν συντόμω
πώς λαμβάνει την σύστασίν του αυτό το πολίτευμα. — Μάλιστα· αλλά
ποία είναι τα ήθη του και τα ελαττώματα, τα οποία είπαμεν ότι
έχει;

 — Πρώτον πρώτον αυτός ο θεμελιώδης όρος του πολιτεύματος· διότι,
ειπέ μου, τι θα συνέβαινεν, αν εξελέγοντο οι κυβερνήται των
πλοίων επί τη βάσει της περιουσίας των, και απεκλείετο ο πτωχός,
με όλην την μεγαλυτέραν εμπειρίαν που θα είχεν εις τα ναυτικά; —
Πάρα πολύ κακά θα επήγαινε τότε η τοιαύτη ναυτιλία. — Δεν θα
συνέβαινε δε το ίδιον προκειμένου και διά κάθε άλλην αρχήν; —
Υποθέτω. — Εκτός ίσως διά την αρχήν της πόλεως· ή και δι' αυτήν
επίσης; — Δι' αυτήν ίσα ίσα περισσότερον από κάθε άλλην, αφού
είναι το δυσκολώτατον και σπουδαιότατον είδος της αρχής. — Ώστε
αυτό το μέγιστον ελάττωμα έχει εν πρώτοις η ολιγαρχία. —
Φαίνεται.

 — Αλλά τι; αυτό το άλλο σου φαίνεται τάχα μικρότερον; — Το
ποίον; — Ότι κατ' ανάγκην η ολιγαρχική πόλις δεν είναι μία, αλλά
δύο, η μία μεν των πτωχών και η άλλη των πλουσίων, οίτινες
κατοικούν μεν ομού, θέλουν δε το κακόν οι μεν των δε. — Δεν
είναι, μα την αλήθειαν, μικρότερον. — Αλλ' ακόμη δεν είναι και
αυτό καλόν, ότι δεν ημπορούν ίσως να κάμουν και πόλεμον, διότι
είναι ηναγκασμένοι ή να οπλίσουν προς τούτο το πλήθος, οπότε θα
εφοβούντο αυτό μάλλον ή τους εχθρούς, ή να μην το χρησιμοποιήσουν
καθόλου, οπότε θα εφαίνοντο πραγματικώς ολιγαρχικοί εις την
μάχην, εκτός του ότι οι πλούσιοι δεν εννοούν και να συνεισφέρουν
χρήματα, αφού είναι φιλάργυροι. — Αλήθεια δεν είναι καλόν. — Τι
δε; εκείνο που κατεδικάσαμεν προηγουμένως, να καταγίνωνται δηλαδή
οι ίδιοι εις πολλά έργα συγχρόνως και να είναι μαζί και γεωργοί
και έμποροι και πολεμισταί, όπως συμβαίνει εις αυτήν την
πολιτείαν, σου φαίνεται τάχα πως είναι σωστόν; — Καθόλου μάλιστα.

 — Βλέπε τώρα, αν απ' όλα αυτά τα κακά το μεγαλύτερον δεν
εμφανίζεται κατά πρώτον εις αυτήν την πολιτείαν. — Το ποίον; —
Ότι επιτρέπεται εις τον καθένα να εκποιήση όλην του την
περιουσίαν, και εις ένα άλλον να την αγοράση από αυτόν, και
εκείνος που την επώλησε να παραμένη εις την πόλιν, χωρίς να είναι
πλέον τίποτε δι' αυτήν, ούτε έμπορος, ούτε τεχνίτης, ούτε ιππεύς,
ούτε οπλίτης, αλλά να ονομάζεται απλώς πτωχός και άπορος. — Έχεις
δίκαιον. — Δεν εμποδίζεται λοιπόν αυτό εις τας ολιγαρχικάς
πολιτείας· διότι αλλέως δεν θα ήταν οι μεν υπέρπλουτοι, οι δε
πάμπτωχοι. — Σωστά. — Πρόσεξε ακόμη και εις αυτό· όταν, καθ' όν
καιρόν ήτο πλούσιος, εξώδευεν αλύπητα ο τοιούτος, είχε από αυτό
καμμίαν ωφέλειαν η πολιτεία; εθεωρείτο τότε ένας από τους
αρχηγούς της, ή πράγματι δεν ήτο ούτε άρχων ούτε υπηρέτης, αλλ'
απλώς εξοδευτής των ετοίμων; — Όπως το λέγεις· δεν ήτο τίποτε
άλλο παρά εξοδευτής. — Θέλεις λοιπόν να τον ονομάσωμεν αυτόν,
όπως είναι ο κηφήν εις την κυψέλην νόσημα του σμήνους,
τοιουτοτρόπως και αυτός νόσημα της πόλεως; — Ακούς εκεί δεν θέλω;
— Όμως, ω Αδείμαντε, τους μεν πτερωτούς κηφήνας ο θεός τους έκαμε
δίχως κέντρον, ενώ από αυτούς τους δίποδας κηφήνας, εις μερικούς
μεν δεν έδωσεν επίσης κέντρον, εις άλλους όμως έδωσε και πολύ
φοβερόν μάλιστα· και αυτοί μεν που δεν έχουν, αποθνήσκουν εις τα
γηρατειά των πτωχοί, από δε τους άλλους γίνονται όλοι εκείνοι,
που ονομάζονται κακούργοι· δεν είναι αλήθεια; — Βεβαιότατα. —
Είναι λοιπόν φανερόν, ότι εις μίαν πόλιν, όπου θα ιδής πτωχούς,
υπάρχουν κρυμμένοι το δίχως άλλο κλέπται και λωποδύται και
ιερόσυλοι και εν γένει εργάται πάσης τοιαύτης κακίας. — Φανερόν.
— Τι λοιπόν; εις τας ολιγαρχουμένας πόλεις υπάρχουν πτωχοί; —
Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι εκτός των αρχόντων. — Πώς λοιπόν να μη
πιστεύωμεν, ότι θα υπάρχουν εις αυτάς και πλήθος κακούργοι με
κέντρα, τους οποίους φροντίζουν οι άρχοντες και συγκρατούν διά
της βίας; — Βεβαίως. — Και από ποίαν άλλην αφορμήν προέρχεται
τούτο, παρά από την απαιδευσίαν και την κακήν ανατροφήν και από
την ελαττωματικήν σύστασιν της πολιτείας; — Από καμμίαν άλλην. —
Τοιαύτη τις λοιπόν σχεδόν είναι η ολιγαρχουμένη πόλις και αυτά τα
ελαττώματά της, ίσως δε και περισσότερα. — Μάλιστα. — Και ας
θεωρήσωμεν επομένως τελειωμένην την απεικόνισιν και αυτής της
πολιτείας, την οποίαν ονομάζουν ολιγαρχίαν και της οποίας οι
άρχοντες γίνονται επί τη βάσει της περιουσίας· τώρα ας εξετάσωμεν
και τον άνθρωπον, που της είναι όμοιος, και πώς σχηματίζεται και
ποίος είναι ο χαρακτήρ του. — Ας ίδωμεν. — Δεν σου φαίνεται, ότι
κατ' αυτόν τον τρόπον μεταπίπτει από του τιμοκρατικού εκείνου εις
τον ολιγαρχικόν; — Πώς; — Ο υιός από την παιδικήν του ηλικίαν
κατά πρώτον μεν φιλοτιμείται να μιμηθή τον πατέρα του και να
βαδίση επί τα ίχνη του· αλλ' ακολούθως, όταν ιδή έξαφνα, ότι ο
πατέρας του προσέκρουσεν εις την πόλιν, όπως επάνω εις βράχον,
και αφού έκαμε αβαρίαν και της περιουσίας του και του εαυτού του,
κατά την διαχείρισιν είτε στρατηγίας τινός ή καμμιάς άλλης αρχής,
έπεσε εις τα δικαστήρια και εις τα νύχια των συκοφαντών, και
κατεδικάσθη ή εις θάνατον ή εις εξορίαν ή εις την στέρησιν των
πολιτικών του δικαιωμάτων και την δήμευσιν της περιουσίας του, —
Όπως συμβαίνει φυσικά. — Όταν, λέγω, ιδή όλα αυτά και πάθη και
φοβηθή τα ίδια και διά τον εαυτόν του, τότε, νομίζω, και αυτός
κρημνίζει κατακέφαλα από τον θρόνον της ψυχής του την φιλοδοξίαν
και το θυμοειδές εκείνο, και ταπεινωθείς από την πτωχείαν δεν
σκέπτεται άλλο παρά πώς να κάμη περιουσίαν, και κατά μικρόν με
πολλάς στερήσεις, μεγάλην οικονομίαν και αδιάκοπον εργασίαν το
κατορθώνει· δεν νομίζεις λοιπόν τότε, ότι εις εκείνον τον θρόνον,
από τον οποίον εδίωξε την φιλοδοξίαν, θα αναβιβάση την
φιλοχρηματίαν και το επιθυμητικόν, το οποίον θα ανακηρύξη μέγαν
βασιλέα του και θα του φορέση τιάρας και στρεπτούς και ακινάκας;
— Το πιστεύω. — Το δε λογιστικόν βέβαια και το θυμοειδές θα τα
ρίψη χάμω δούλους και υποπόδια εκατέρωθεν του θρόνου του, και εις
μεν το ένα δεν θα επιτρέπη να σκέπτεται και να συλλογίζεται
τίποτε άλλο, παρά πώς θα κάμη από ολιγώτερα περισσότερα τα
χρήματά του, το δε άλλο πάλιν τίποτε να μη θαυμάζη και τιμά παρά
τον πλούτον και τους πλουσίους και να μην έχη άλλην φιλοδοξίαν
παρά την απόκτησιν χρημάτων και οτιδήποτε άλλο οδηγεί προς τούτο.
— Δεν υπάρχει άλλη μετάβασις τόσον ταχεία και ισχυρά δι' ένα
νέον, όσον από την φιλοδοξίαν εις την φιλοχρηματίαν. — Αυτός
λοιπόν δεν είναι ο ολιγαρχικός; — Η μεταβολή τουλάχιστον που τον
έκαμε τοιούτον είναι ομοία με την μεταβολήν, εκ της οποίας
προήλθεν η ολιγαρχία. — Ας εξετάσωμεν λοιπόν αν είναι όμοιος με
αυτήν. — Ας το εξετάσωμεν.

 — Πρώτη λοιπόν ομοιότης δεν είναι, ότι εκτιμά τα χρήματα
περισσότερον από κάθε άλλο; — Πώς όχι; — Έπειτα, ότι είναι
φειδωλός και εργατικός και δεν ικανοποιεί παρά μόνον τας
απολύτους ανάγκας και επιθυμίας του και απαγορεύει κάθε άλλην
δαπάνην εις τον εαυτόν του και υποδουλώνει όλας τας άλλας
επιθυμίας του ως ματαίας. — Πραγματικώς. — Είναι επομένως βρωμερά
γλίσχρος, αφού ζητεί από το κάθε τι να κερδίση, με μίαν λέξιν
άνθρωπος θησαυροποιός, από εκείνους δα που θαυμάζει το πλήθος· ή
δεν είναι αυτός, που ομοιάζει με το ολιγαρχικόν πολίτευμα; —
Μάλιστα, διότι και από τα δύο μέρη τα χρήματα είναι που έχουν την
μεγαλυτέραν αξίαν και εκτίμησιν. — Διά τον λόγον, ότι καμμίαν
προσοχήν, υποθέτω, δεν έδωσεν ο τοιούτος άνθρωπος διά την
μόρφωσίν του. — Και εγώ το υποθέτω, διότι άλλως δεν θα ελάμβανεν
ένα οδηγόν τυφλόν και δεν θα τον εξετίμα τόσον. — Πολύ ωραία το
είπες· πρόσεχε δε τώρα εις αυτό· δεν θα έχωμεν δίκαιον να
ειπούμεν, ότι η απαιδευσία του εγέννησεν επιθυμίας ως του
κηφήνος, άλλας μεν πτωχικάς, άλλας δε κακούργους, τας οποίας
μόλις και μετά βίας προσπαθεί να συγκρατή; — Μάλιστα. — Και
γνωρίζεις πού θα ίδης εκδηλουμένας τας κακούργους διαθέσεις των;
— Πού; — Όταν αναλάβουν έξαφνα την επιτροπείαν ορφανών, ή τίποτε
άλλο ανάλογον, που θα έχουν όλην την ελευθερίαν να καταχρασθούν
και να αδικήσουν. — Αλήθεια λέγεις. — Δεν είναι λοιπόν εκ τούτου
φανερόν ότι εις τας άλλας του συναλλαγάς, εις τας οποίας
ευδοκιμεί θεωρούμενος έντιμος και δίκαιος κατορθώνει, με όχι
μικράν επιβολήν επί του εαυτού του να συγκρατήση τας αγρίας
επιθυμίας που κρύπτει μέσα του, όχι διότι είναι πεπεισμένος ότι
αυτό είναι καλύτερον, ούτε διότι τας χαλιναγωγεί διά του ορθού
λόγου, αλλ' εξ ανάγκης και από φόβον, διότι τρέμει μήπως χάση και
την άλλην περιουσίαν; — Αναμφιβόλως. — Αλλ' όταν πρόκειται να
εξοδεύσουν τα ξένα χρήματα, τότε μα την αλήθειαν, φίλε μου, θα
ανακαλύψης εις τους πλείστους εξ αυτών κεκρυμμένας τας φυσικάς
εκείνας επιθυμίας του κηφήνος. — Και εις τον υπέρτατον μάλιστα
βαθμόν. — Ο τοιούτος λοιπόν άνθρωπος δεν θα είναι απηλλαγμένος
εσωτερικών στάσεων, ούτε θα είναι ένας, αλλά διπλούς, διότι αι
καλύτεραι και αι χειρότεραι επιθυμίαι, που έχει μέσα του, θα
πολεμούν μεταξύ των, θα υπερισχύουν όμως οπωσδήποτε αι καλύτεραι.
— Έτσι είναι. — Διά τούτο δε νομίζω θα τηρή ο τοιούτος τα
εξωτερικά τουλάχιστον προσχήματα καλύτερα από πολλούς άλλους· η
αληθινή όμως αρετή, η οποία προέρχεται από την εσωτερικήν
ομόνοιαν και αρμονίαν της ψυχής, θα είναι βέβαια πράγμα τελείως
άγνωστον δι' αυτόν. — Το πιστεύω. — Προκειμένου δε περί ευγενούς
αμίλλης μεταξύ των πολιτών, ή διά καμμίαν νίκην, ή δι' ό,τι άλλο
από τα ωραία αγωνίσματα της φιλοτιμίας, ο φιλοχρήματος κάθε άλλο
παρά να λαμβάνη ενεργητικόν μέρος εις αυτά, διότι δεν θέλει να
εξοδεύη χρήματα διά την δόξαν και τους τοιούτους αγώνας, και
φοβείται να εξεγείρη μέσα του τας εξοδευτικάς επιθυμίας και να
τας προσκαλέση εις βοήθειάν του και εις σύμπραξιν· πολεμεί λοιπόν
με ολίγιστον μέρος από τα ιδικά του, πράγματι ολιγαρχικώς, και
επομένως νικάται μεν πάντοτε, αλλά και πάντοτε μένει πλούσιος. —
Έτσι είναι. — Θα αμφιβάλλωμεν λοιπόν ακόμη περί της πλήρους
ομοιότητος, που υφίσταται μεταξύ της ολιγαρχουμένης πολιτείας και
του φιλοχρημάτου και φειδωλού ανθρώπου; — Καθόλου.

 — Έρχεται τώρα η σειρά της δημοκρατίας, να εξετάσωμεν πώς
σχηματίζεται και ποίος είναι ο χαρακτήρ αυτής, ούτως ώστε, αφού
γνωρίσωμεν και τον χαρακτήρα του ανθρώπου, που της ομοιάζει, να
υποβάλωμεν και αυτόν υπό την κρίσιν μας. — Θα ακολουθήσωμεν
δηλαδή και εις αυτό την ιδίαν μας μέθοδον. — Ιδού λοιπόν πώς
γίνεται η μετάβασις από την ολιγαρχίαν εις την δημοκρατίαν, ένεκα
της απληστίας προς επαύξησιν της κεκτημένης περιουσίας, πράγμα το
οποίον θεωρείται ως το ανώτατον αγαθόν εν τη ολιγαρχική πολιτεία.
— Πώς γίνεται; — Επειδή οι άρχοντες εν αυτή οφείλουν το αξίωμά
των εις τα μεγάλα των πλούτη, δεν τους συμφέρει να περιορίσουν
διά νόμου την ελευθερίαν των ασώτων νέων, ώστε να μην έχουν το
δικαίωμα να σπαταλούν και να καταβροχθίζουν τας περιουσίας των,
διά να αγοράζουν αυτοί τα αγαθά των ή να τους δανείζουν με βαρείς
τόκους και τοιουτοτρόπως να αυξάνουν ακόμη περισσότερον τα πλούτη
των και την υπόληψίν των. — Αναμφιβόλως. — Είναι όμως ήδη
φανερόν, ότι αδύνατον συγχρόνως και να τιμούν τον πλούτον εις
μίαν πόλιν, και να εξασκούν την εγκράτειαν και την σωφροσύνην,
αλλά κατ' ανάγκην ή το ένα θα παραμελούν ή το άλλο. — Εκτός πάσης
αμφιβολίας. — Παραμελούντες λοιπόν οι άρχοντες εις τας
ολιγαρχικάς πολιτείας και μη φροντίζοντες να περιορίσουν την
ακολασίαν, ηνάγκασαν πολλούς, ανθρώπους ίσως εκ φύσεως ευγενών
αισθημάτων, να καταντήσουν εις την εσχάτην ένδειαν. — Μάλιστα. —
Κάθηνται λοιπόν αυτοί εις την πόλιν με το κέντρον έτοιμον και
ωπλισμένοι, άλλοι μεν κατάχρεοι, άλλοι στερημένοι τα πολιτικά
τους δικαιώματα, άλλοι και τα δύο μαζί, με την καρδίαν γεμάτην
έχθραν και επιβουλήν εναντίον εκείνων, που επλούτησαν με τα
λείψανα της περιουσίας των, και εναντίον όλων εν γένει των
πολιτών, τρέφοντες σχέδια γενικής ανατροπής των πραγμάτων. — Έτσι
είναι. — Εν τω μεταξύ οι χρηματισταί, πεσμένοι με τα μούτρα εις
τη δουλειά των, χωρίς να κάνουν πως τους προσέχουν καν αυτούς,
περιμένουν τίνος από τους άλλους θα έλθη τώρα η σειρά να πέση εις
τα νύχια των, διά να τον αφαιμάξουν, δανείζοντες εις αυτόν και
λαμβάνοντες τόκους πολύ περισσοτέρους από το αρχικόν κεφάλαιον
και αυξάνοντες τοιουτοτρόπως τον αριθμόν των πτωχών και των
κηφήνων εις την  {πόλιν}. — Πώς βέβαια να μην τον αυξάνουν; — Δεν
εννοούν μολαταύτα ν' ανακόψουν την πρόοδον του κακού, που
υποβόσκει, είτε απαγορεύοντες εις τους ιδιώτας, να διαθέτουν όπως
τους φανή την περιουσίαν των, είτε και με ένα άλλο μέσον, διά του
οποίου προλαμβάνονται όλα αυτά τα κακά. — Και ποίον είναι αυτό το
μέσον; — Ένας νόμος, ο οποίος, ελλείψει του πρώτου, θα ηνάγκαζε
τους πολίτας να είναι τίμιοι εις τας συναλλαγάς των· διότι αν
ήθελέ τις ορίση τα τοιούτου είδους συμβόλαια να γίνωνται επί
κινδύνω των δανειστών, και η τοκογλυφία θα εξησκείτο ολιγώτερον
αναιδώς εις την πόλιν, και ολιγώτερα από αυτά τα κακά, που
είπαμεν τώρα, θα ανεφύοντο εν αυτή. — Πολύ σωστά. — Ενώ τώρα οι
άρχοντες δι' όλους αυτούς τους λόγους γίνονται αφορμή να
περιέρχωνται εις αυτήν την κατάστασιν οι υπήκοοί των· αυτοί δε οι
ίδιοι και τα τέκνα των ζώντες βίον τρυφηλόν και μη γυμνάζοντες
ούτε τα σώματα ούτε τας ψυχάς των, καταντούν μαλθακοί και
ανίκανοι να αντισταθούν και εις τας ηδονάς και εις τας λύπας. —
Πράγματι. — Αλλ' αφού αυτοί οι πατέρες δεν σκέπτονται τίποτε
άλλο, παρά πώς να αυξήσουν την περιουσίαν των, είναι δυνατόν να
φροντίζουν περί αρετής περισσότερον από την τάξιν των πτωχών; —
Όχι βέβαια.

 — Λοιπόν, υπό τοιαύτας συνθήκας, όταν τύχη και ευρεθούν μαζί
άρχοντες και υπήκοοι, είτε εις καμμίαν πορείαν, ή αποστολήν, ή
εκστρατείαν κατά ξηράν ή θάλασσαν ως συστρατιώται ή συμπλωτήρες,
ή εις οιανδήποτε άλλην περίστασιν και γνωρισθούν καλά μεταξύ των
εις τους κινδύνους, βέβαια δεν θα έχουν λόγον οι πλούσιοι να
περιφρονούν τους πτωχούς· αλλ' απεναντίας, όταν ένας πτωχός,
ξερακιανός και ηλιοκαμμένος, τύχη να έχη παραστάτην εις τον
πόλεμον κανένα πλούσιον, που δεν τον είδε ποτέ ο ήλιος και
γεμάτον περιττά κρέατα και πάχη, και τον ιδή να λαχανιάζη και να
μην ηξεύρη πώς να εξοικονομήση τον εαυτόν του, δεν νομίζεις πως
θα σκεφθή αμέσως, ότι από την ιδικήν των την ανανδρίαν είναι
πλούσιοι οι τοιούτοι, και δεν θα λέγουν ο ένας του άλλου, όταν
συναντώνται ιδιαιτέρως, ότι «οι άνθρωποί μας δεν αξίζουν τίποτε»;
— Πολύ καλά το γνωρίζω, ότι αυτό πράγματι γίνεται.

 — Λοιπόν, όπως ένα σώμα ασθενικόν δεν χρειάζεται παρά την
ελαχίστην αφορμήν απέξω διά να πέση κάτω, ενίοτε δε υφίσταται
γενικήν διατάραξιν και χωρίς καμμίαν εξωτερικήν αιτίαν, το ίδιον
και μία πολιτεία, ευρισκομένη εις την αυτήν κατάστασιν, αρκεί
μικρά αφορμή, διά να αναστατωθή και παραδοθή εις τον εμφύλιον
πόλεμον, όταν ή οι πτωχοί επικαλεσθούν την βοήθειαν μιας
δημοκρατουμένης πόλεως, ή οι πλούσιοι ολιγαρχουμένης, ενίοτε δε
και χωρίς να γίνη και αυτό. — Πολύ σωστά. — Και το πολίτευμα
μεταβάλλεται εις δημοκρατικόν, όταν, μου φαίνεται, υπερισχύσουν
οι πτωχοί και άλλους μεν φονεύσουν, άλλους δε εξορίσουν, και
μοιράσουν με τους λοιπούς εξ ίσου τας αρχάς και τα αξιώματα της
πολιτείας [εκλεγομένων ως επί το πλείστον των αρχόντων διά του
κλήρου]. — Κατ' αυτόν πράγματι τον τρόπον γίνεται η σύστασις της
δημοκρατίας, είτε αν νικήσουν διά των όπλων οι πτωχοί, είτε αν οι
πλούσιοι από φόβον αποφασίσουν να αποχωρήσουν μόνοι των εκ της
πόλεως.

 — Ποίος λοιπόν θα είναι τώρα ο τρόπος της διοικήσεως, και ποία
τα ήθη της πολιτείας ταύτης; διότι είναι φανερόν ότι εξ αυτής της
εξετάσεως θα ευρεθή τοιούτος και ο δημοκρατικός άνθρωπος. —
Βεβαίως — Λοιπόν εν πρώτοις όλοι των είναι ελεύθεροι, και
επικρατεί εις την πολιτείαν πλήρης ελευθερία και παρρησία και
εξουσία να κάμνη ο καθένας ό,τι θέλει. — Αυτό τουλάχιστον
λέγεται. — Όπου όμως υπάρχει αυτή η εξουσία, είναι φανερόν ότι
έκαστος πολίτης θα διαθέτη και θα κανονίζη τον βίον του κατ'
αρέσκειαν. — Μάλιστα, φανερόν. — Επομένως θα υπάρχη εις αυτήν την
πολιτείαν μεγίστη ποικιλία ανθρωπίνων τύπων και χαρακτήρων. — Και
πώς όχι; — Μα την αλήθειαν κινδυνεύει να θεωρηθή η ωραιοτέρα από
όλας τας πολιτείας αυτή, καθώς φόρεμα κεντημένον με πολυποίκιλα
άνθη, τοιουτοτρόπως στολισμένη και αυτή με παντοειδή ήθη και
χαρακτήρας· και δι' αυτό ίσως, όπως τα παιδιά και αι γυναίκες
θαυμάζουν την ποικιλίαν του στολισμού, να κρίνουν και οι πολλοί
ωραιοτέραν αυτήν την πολιτείαν. — Δεν δυσκολεύομαι να το
πιστεύσω. — Και εις αυτήν την πολιτείαν είναι που ημπορεί κανείς
να έλθη να διαλέξη το είδος του πολιτεύματος που του έρχεται εις
τον λογαριασμόν. — Πώς αυτό; — Διότι περικλείει όλα τα είδη των
πολιτευμάτων, χάρις εις την εξουσίαν που έχει ο καθένας να ζη
όπως θέλει· και φαίνεται, πως αν ήθελε κανείς να χαράξη το
σχέδιον μιας πολιτείας, όπως δα εκάμναμεν και ημείς τώρα, δεν θα
έχη ανάγκην παρά να μεταβή εις μίαν δημοκρατουμένην πάλιν, όπως
πηγαίνει κανείς εις την αγοράν ή εις το παντοπωλείον, και να
διαλέξη το είδος της αρεσκείας του, σύμφωνα με το οποίον να
εκτελέση το σχέδιόν του. — Ίσως πράγματι δεν θα του λείψουν
πρότυπα.

 — Δεν φαίνεται δε θαυμασία εκ πρώτης όψεως και πολύ χαριτωμένη η
τοιαύτη διευθέτησις των πραγμάτων, ώστε να μην έχης την
υποχρέωσιν να αναλαμβάνης καμμίαν δημοσίαν λειτουργίαν, όσην και
αν έχης ικανότητα προς τούτο, ούτε πάλιν να υπόκεισαι εις καμμίαν
εξουσίαν, εάν δεν θέλης, ούτε να πηγαίνης εις τον πόλεμον, ενώ οι
άλλοι πηγαίνουν, ούτε να έχης ειρήνην, όταν έχουν οι άλλοι, εάν
δεν το επιθυμής εσύ, ή, εάν κανείς νόμος σου αποκλείη το δικαίωμα
να γίνης άρχων και δικαστής, εσύ μολαταύτα να γίνεσαι, εάν σου
κατέβη εις το κεφάλι; — Ίσως πράγματι εκ πρώτης όψεως. — Έπειτα,
τι σου λέγει εκείνη ενίοτε η επιείκεια προς τους καταδικασμένους;
ή δεν έτυχε ποτέ να ιδής εις τοιαύτην πολιτείαν ανθρώπους
καταδικασθέντας εις θάνατον ή εις εξορίαν, να μένουν και να
αναστρέφωνται εν μέσω των άλλων, και ως να μην τον επρόσεχε ή τον
έβλεπε κανείς, να περιφέρεται αρειμανίως εν μέση αγορά ως ήρως; —
Και πολλούς μάλιστα είδα.

 — Εκείνη δε η συγκαταβατικότης των, η απηλλαγμένη και του
ελαχίστου ίχνους μικρολογίας; εκείνη η καταφρόνησις προς όλας τας
αρχάς, τας οποίας ημείς με τόσην σοβαρότητα και σεβασμόν
πραγματευόμεθα, όταν εσχεδιάζαμεν την πόλιν μας, λέγοντες ότι,
ουδέποτε, εκτός αν έχη τις τελείαν εκ φύσεως προδιάθεσιν, εκτός
αν εκ παιδικής ηλικίας και εν μέσω των παιγνίων του ζη με τα
παραδείγματα του καλού και ακολούθως σπουδάση επιμελώς όλα αυτά,
είναι δυνατόν να γίνη κανείς ενάρετος και καλός άνθρωπος; με
πόσην μεγαλοπρέπειαν ποδοπατή όλας αυτάς τας αρχάς και χωρίς
διόλου να ενδιαφέρεται να γνωρίση με ποίαν προπαρασκευήν κατήλθεν
εις το πολιτικόν στάδιον ο δείνα πολιτευόμενος, τον περιβάλλει με
όλην του την εκτίμησιν και υποστήριξιν, αρκεί μόνον να διακηρύττη
εκείνος ότι είναι φίλος και προστάτης των συμφερόντων του λαού! —
Τι γενναία πράγματι συγκατάβασις! — Αυτά έχει και άλλα πολλά,
όμοια πλεονεκτήματα η δημοκρατία και είναι, καθώς βλέπεις,
πολίτευμα ευχάριστον, με μεγάλην ποικιλίαν και με τελείαν
αναρχίαν, αφού διανέμει την ισότητα ομοίως μεταξύ ίσων και
ανίσων. — Πράγματα πολύ γνωστά μας λέγεις.

 — Πρόσεξε τώρα και οποίος τις θα είναι ο χαρακτήρ του ατόμου εις
μίαν δημοκρατίαν· ή θέλεις πρώτα να εξετάσωμεν, όπως το εκάμαμεν
και διά το πολίτευμα, κατά ποίον τρόπον σχηματίζεται; — Μάλιστα.
— Λοιπόν ως εξής κατά την ιδέαν μου· ο φιλοχρήματος εκείνος και
ολιγαρχικός έχει υιόν, ο οποίος ανατραφείς υπό του πατρός του
έχει τα ίδια αισθήματα με αυτόν. — Πώς όχι; — Και ούτος λοιπόν
διά της βίας κατορθώνει και χαλιναγωγεί τας επιθυμίας του
εκείνας, αι οποίαι χωρίς να του φέρουν κανένα κέρδος, απεναντίας
είναι δαπανηραί, και δι' αυτό και ονομάζονται όχι αναγκαίαι. —
Μάλιστα. — Θέλεις λοιπόν, διά να κάμωμεν σαφέστερα τα πράγματα,
να ορίσωμεν πρώτα ποίας λέγομεν αναγκαίας επιθυμίας και ποίας
όχι; — Θέλω. Αναγκαίαι λοιπόν επιθυμίαι δεν πρέπει να ονομασθούν
δικαίως εκείναι, που δεν ημπορούμεν να τας αποφύγωμεν και των
οποίων η ικανοποίησις μας είναι ωφέλιμος; διότι είναι φανερόν ότι
και τα δύο αυτά είναι ανάγκαι επιβεβλημέναι υπό της φύσεως. — Και
πολύ μάλιστα. — Ώστε έχομεν δίκαιον ν' αποδώσωμεν εις αυτάς τον
χαρακτηρισμόν του αναγκαίου. — Βεβαίως. — Τι δε; εκείνας, από τας
οποίας θα ημπορούσε κανείς να απαλλαχθή, αν το έκαμνε έργον του
από νεαράς ηλικίας, και αι οποίαι κανένα κα\ον δεν μας κάμνουν
που υπάρχουν, αλλά το εναντίον, δεν θα ήτο ορθόν, αν ηθέλομεν τας
ονομάση όχι αναγκαίας; — Πολύ ορθόν. — Να λάβωμεν τώρα ένα
παράδειγμα και διά τα δύο είδη, διά να έχωμεν ένα τύπον αυτών; —
Πρέπει βέβαια. — Λοιπόν, η επιθυμία του να φάγωμεν απλώς όσον
χρειάζεται διά την υγείαν μας και την ευεξίαν ή και η επιθυμία
ηρτυμένου φαγητού, δεν είναι αναγκαία; — Το νομίζω. — Και η μεν
επιθυμία απλώς του να φάγωμεν είναι και διά τους δύο λόγους,
νομίζω, αναγκαία, και διότι είναι ωφέλιμος και διότι χωρίς αυτό
δεν ημπορούμεν να ζήσωμεν. — Ναι. — Του δε ηρτυμένου φαγητού, εφ'
όσον παρέχει κάποιαν ωφέλειαν διά την ευεξίαν μας. — Πολύ σωστά.
— Πέραν όμως από αυτό η επιθυμία φαγητών ασυνηθίστων και
αλλοκότων παρασκευασμάτων, επιθυμία βλαβερά μεν διά το σώμα,
επιβλαβής δε και διά την σωφροσύνην και την νηφαλιότητα της
ψυχής, και από της οποίας διά της καταλλήλου εκπαιδεύσεως
δύνανται οι περισσότεροι εκ νεαράς ηλικίας να απαλλαχθούν, η
τοιαύτη επιθυμία δεν δύναται δικαίως να ονομασθή όχι αναγκαία; —
Και πολύ μάλιστα. — Ημπορούμεν λοιπόν ακόμη αυτάς μεν να τας
ονομάσωμεν και δαπανηράς, τας δε πρώτας επικερδείς, διότι
χρησιμεύουν να μας κάμνουν ικανούς να εργαζώμεθα — Πώς όχι; — Δεν
συμβαίνει δε το ίδιον και με τας ερωτικάς και με όλας τας άλλας
επιθυμίας; — Το ίδιον. — Εκείνον λοιπόν που ωνομάσαμεν
προηγουμένως κηφήνα, δεν είναι αυτός που κυριαρχείται από τας
τοιαύτας ηδονάς και επιθυμίας τας μη αναγκαίας, ενώ απεναντίας ο
φιλοχρήματος και ολιγαρχικός έχει μόνον τας αναγκαίας; — Πώς όχι;

 — Ας το εξηγήσωμεν λοιπόν τώρα εξ αρχής πώς από τον ολιγαρχικόν
γίνεται ο δημοκρατικός· κατ' αυτόν τον τρόπον μου φαίνεται πως
γίνεται το πράγμα ως επί το πλείστον. — Πώς; — Όταν ένας νέος,
ανατεθραμμένος, όπως ελέγαμεν, με την αγάπην του κέρδους και εν
γένει αμελώς, γευθή άπαξ από το μέλι των κηφήνων και τύχη να
συναναστραφή με τα δεινά και φοβερά εκείνα θηρία, που ημπορούν να
του παρασκευάσουν ποικίλας και παντοειδείς ηδονάς, από αυτήν την
στιγμήν, γνώριζε, αρχίζει να μεταβάλλεται η εν αυτώ ολιγαρχική
φύσις εις δημοκρατικήν. — Κατ' ανάγκην. — Και όπως η ολιγαρχική
πολιτεία μεταβάλλει μορφήν, όταν την δημοκρατικήν μερίδα την
βοηθήσουν έξωθεν σύμμαχοι των αυτών φρονημάτων, δεν μεταβάλλεται
επίσης και ο νέος, όταν έξωθεν όμοιαι και συγγενείς επιθυμίαι,
βοηθήσουν το έτερον είδος των εν αυτώ επιθυμιών; — Βεβαιότατα. —
Και εάν μεν σπεύση αφ' ετέρου προς βοήθειαν της εν αυτώ
ολιγαρχικής μερίδος των επιθυμιών καμμία άλλη συμμαχία, ο πατέρας
του δηλαδή και οι άλλοι οικείοι του με τας νουθεσίας των και τας
επιπλήξεις των, τότε, νομίζω, συνάπτεται μέσα του πόλεμος σωστός
μεταξύ των δύο μερίδων. — Πώς όχι; — Και άλλοτε μεν συμβαίνει να
ηττηθή η δημοκρατική μερίς υπό της ολιγαρχικής, και τότε αι κακαί
επιθυμίαι εν μέρει μεν τελείως εξαφανίζονται, εν μέρει δε
εκδιώκονται εκ της ψυχής του νέου, μέσα εις την οποίαν γεννάται
το αίσθημα της εντροπής, και επανέρχεται τοιουτοτρόπως εις την
ευθείαν οδόν. — Πράγματι συμβαίνει αυτό ενίοτε. — Πάλιν όμως μετ'
ολίγον, εξ αιτίας της κακής ανατροφής, που έλαβε από τον πατέρα
του, άλλαι επιθυμίαι ισχυρότεραι και περισσότεραι διαδέχονται
εκείνας που κατώρθωσε να εξορίση. — Πράγματι και αυτό γίνεται
συνήθως. — Τον παρασύρουν λοιπόν προς τας αυτάς κακάς
συναναστροφάς, και από την λαθραίαν αυτήν επιμιξίαν γεννώνται
πλήθος νέων επιθυμιών μέσα του. Πώς όχι; Εις το τέλος όμως
καταλαμβάνουν την ακρόπολιν της ψυχής νέου αντιληφθείσαι, ότι
είναι κενή μαθήσεως και καλών έξεων και αληθινών αρχών, που
χρησιμεύουν ως οι καλύτεροι φρουροί και φύλακες διά την διάνοιαν
των θεοφιλών ανθρώπων. — Αναμφιβόλως. — Κρίσεις δε ψευδείς και
δοξασίαι επιπόλαιαι και αλλαζονικαί αναβαίνουν και πιάνουν την
θέσιν, που έπρεπε να κατέχουν εκείναι. — Αυτό γίνεται. Τότε
λοιπόν δεν επιστρέφει και μένει διά παντός πλέον φανερά μαζί με
τους λωτοφάγους εκείνους και αν τύχη να έλθη εκ μέρους των
οικείων του καμμία ενίσχυσις εις την αντίθετον, την φειδωλήν
μερίδα της ψυχής του, αι αλαζονικαί δοξασίαι δεν κλείουν τας
πύλας του εν αυτώ βασιλικού τείχους και ούτε εις αυτήν την
επικουρίαν επιτρέπουν την είσοδον, ούτε θέλουν να ακούσουν τους
λόγους, που φέρει πρεσβεία ανθρώπων πρεσβυτέρων και συνετών; αλλ'
αφού εξησφάλισαν υπέρ εαυτών την νίκην με την βοήθειαν πλήθους
ανωφελών επιθυμιών, εκδιώκουν μεν ατίμως την εντροπήν ονομάζοντες
αυτήν ηλιθιότητα, κυνηγούν με πολλούς προπηλακισμούς την
σωφροσύνην, την οποίαν αποκαλούν ανανδρίαν, και στέλλουν εις
εξορίαν την μετριότητα και ολιγάρκειαν, τας οποίας χαρακτηρίζουν
ως χωριατοσύνην και προστυχιάν. — Αληθινά. — Αφού λοιπόν
τοιουτοτρόπως απαλλάξουν από αυτάς και καθαρίσουν την ψυχήν του
νέου, που επήραν εις την κατοχήν των και τον μυούν εις τα μεγάλα
μυστήρια, τότε δα πλέον εισάγουν εις αυτήν, μετά μεγάλης και
λαμπράς ακολουθίας και με στεφάνους εις την κεφαλήν, την
αυθαιρεσίαν και την αναρχίαν και την ακολασίαν και την αναίδειαν,
τας οποίας στολίζουν με εγκώμια και χαϊδευτικά ονόματα,
αποκαλούντες την μεν αυθαιρεσίαν τρόπον του φέρεσθαι καθώς
πρέπει, την αναρχίαν ελευθερίαν, την ακολασίαν μεγαλοπρέπειαν,
και την αναίδειαν ανδρείαν. Δεν είναι πράγματι κατ' αυτόν τον
τρόπον, που ένας νέος συνηθισμένος εκ παιδικής ηλικίας να
ικανοποιή τας αναγκαίας μόνον επιθυμίας του, μεταβάλλει
κατάστασιν και παραδίδεται με όλην την ελευθερίαν και την άδειαν
εις τας μη αναγκαίας και ωφελίμους ηδονάς; — Με μεγάλην πράγματι
ακρίβειαν και ζωηρότητα εζωγράφισες την μεταβολήν του.

 — Ζη δε πλέον απ' εδώ κ' εμπρός ο τοιούτος χωρίς να κάμνη
καμμίαν διάκρισιν μεταξύ των αναγκαίων και περιττών ηδονών, διά
την ικανοποίησιν των οποίων δεν φείδεται ούτε χρημάτων, ούτε
κόπου, ούτε χρόνου· αλλ' εάν έχη τύχην και δεν παρασυρθή υπ'
αυτών μέχρι παροξυσμού, με τον καιρόν δε και με την ηλικίαν, αφού
κατευνασθή οπωσδήποτε η τρικυμία των παθών, ανακαλέση εκ της
εξορίας μερικούς εκ των φυγάδων και δεν παραδώση μέχρι τέλους και
ανεπιφυλάκτως τον εαυτόν του εις τους επεισελθόντας, αποκαθιστά
τότε κάποιαν ισορροπίαν μεταξύ των επιθυμιών του και παραδίδει
εκάστοτε την διοίκησιν της ψυχής του εις την μερίδα την οποίαν
ήθελεν, ούτως ειπείν, ευνοήση ο κλήρος και πάλιν εις την άλλην,
αφού κορεσθή με την πρώτην, χωρίς να κάμνη διάκρισιν, αλλά την
αυτήν εύνοιαν τρέφων και διά τας δύο. — Πολύ σωστά. — Και δεν
δέχεται, εννοείται, να ακούση ουδ' επιτρέπει την είσοδον εις το
φρούριον, εάν έλθη ο ορθός λόγος να του είπη, ότι υπάρχουν δύο
ειδών ηδοναί, αι μεν αποτέλεσμα των καλών και χρηστών επιθυμιών,
αι δε των πονηρών και φαύλων, και ότι τας μεν πρώτας οφείλει να
επιζητή και να εκτιμά, τας δε άλλας να καταστέλλη και να δαμάζη·
αποκρούει κάθε τοιαύτην εισήγησιν και λέγει ότι πρέπει όλας εξ
ίσου να εκτιμά. — Αυτό βέβαια πρέπει να κάμνη εις την κατάστασιν,
που ευρίσκεται.

 — Περνά λοιπόν την ζωήν του ημέραν με την ημέραν κατ' αυτόν τον
τρόπον χαριζόμενος εις την πρώτην, που θα του παρουσιασθή
επιθυμίαν του· σήμερον παραδίδεται εις την μέθην και την
διασκέδασιν, αύριον εις την υδροποσίαν και την αυστηροτέραν
δίαιταν, άλλοτε εις την αργίαν και την τελείαν αμεριμνησίαν των
πάντων, και άλλοτε τάχα εγκύπτει εις την φιλοσοφίαν· το
συχνότερον πολιτεύεται, ανέρχεται επί του βήματος και ό,τι φθάση
λέγει και κάμνει· και άν ποτε ζηλώση την πολεμικήν δόξαν,
επιδίδεται εις τα πολεμικά, άλλοτε πάλιν ζηλεύει τους
επιχειρηματίας, και ιδού αυτός τοιούτος· και εν γένει καμμίαν
τάξιν δεν έχει εις την ζωήν του, ούτε εννοεί να στενοχωρηθή από
τίποτε, και αυτόν τον βίον εξακολουθεί μέχρι τέλους, τον οποίον
ονομάζει ευχάριστον, ελεύθερον και μακάριον. Θαυμάσια εξεικόνισες
τον χαρακτήρα του φίλου της ισονομίας. — Χαρακτήρα πολυσύνθετον,
ο οποίος ενώνει εν εαυτώ ποικιλίαν ηθών και χαρακτήρων, όπως και
εκείνη η δημοκρατική πολιτεία· και δεν είναι παράδοξον να τον
ευρίσκουν πολλοί και πολλαί αξιοζήλευτον, αφού περιέχει όλα τα
είδη των πολιτευμάτων και των χαρακτήρων. — Έτσι είναι. — Δεν
αντιστοιχεί λοιπόν προς την δημοκρατικήν πολιτείαν ο τοιούτος
άνθρωπος, ώστε να τον ονομάσωμεν ορθώς δημοκρατικόν; —
Αντιστοιχεί βέβαια.

 — Μας υπολείπεται λοιπόν τώρα πλέον να διεξέλθωμεν το κάλλιστον
είδος του πολιτεύματος και τον άριστον ανθρώπινον χαρακτήρα, την
τυραννίδα και τον τύραννον. — Μάλιστα. — Ας ίδωμεν λοιπόν,
αγαπητέ φίλε, κατά ποίον τρόπον σχηματίζεται η τυραννίς· και ότι
μεν την αρχήν της έχει από την δημοκρατίαν είναι σχεδόν φανερόν.
— Βεβαίως. — Και άραγε κατά τον ίδιον τρόπον, που γίνεται από την
ολιγαρχίαν η δημοκρατία, κατά τον ίδιον γίνεται και από την
δημοκρατίαν η τυραννίς; — Πώς; — Εκείνο το οποίον εν τη ολιγαρχία
εθεωρήθη το ανώτατον αγαθόν, και εις το οποίον εχρεώστει,
είπαμεν, την γέννησίν της αύτη — ήτο δε τούτο ο πλούτος· ή όχι; —
Ναι. — Η απληστία λοιπόν του πλούτου και η παραμέλησις όλων των
άλλων προς απόκτησιν αυτού, είναι εκείνο που επέφερε την
καταστροφήν της. — Αλήθεια. — Κατά τον ίδιον λοιπόν λόγον και η
απληστία εκείνου, που θεωρείται εν τη δημοκρατία το ανώτατον
αγαθόν, δεν επιφέρει και αυτής την καταστροφήν; — Και ποίον είναι
αυτό το αγαθόν; — Η ελευθερία· διότι αυτό θα ακούσης να λέγουν
εις μίαν δημοκρατουμένην πολιτείαν, ότι είναι το καλύτερον πράγμα
που υπάρχει, και δι' αυτό εις τοιαύτην μόνον πολιτείαν αξίζει να
ζη ένας, που είναι εκ φύσεως ελεύθερος. — Πραγματικώς λέγεται και
πολύ μάλιστα αυτός ο λόγος. — Δεν είναι λοιπόν, και αυτό ακριβώς
επρόκειτο να είπω τώρα, η απληστία της ελευθερίας και η αδιαφορία
δι' όλα τα άλλα, που επιφέρει την κατάπτωσιν και αυτού του
πολιτεύματος και παρασκευάζει την ανάγκην της τυραννίδος; — Πώς
δηλαδή;

 — Όταν μία δημοκρατουμένη πολιτεία, που έχει άσβεστον δίψαν
ελευθερίας, τύχη να κυβερνάται από κακούς οινοχόους, και μεθύση,
διότι της κερνούν παρά πάνω απ' ό,τι πρέπει άκρατον, τότε λοιπόν,
αν δεν είναι παραπολύ καλόβολοι οι άρχοντες και δεν εξακολουθούν
να της δίνουν ελευθερίαν όσην θέλη, τους κατηγορεί και τους
τιμωρεί με την πρόφασιν ότι είναι καταχθόνιοι και αποβλέπουν εις
την ολιγαρχίαν. — Το κάμνουν πραγματικώς αυτό. — Και όσοι μεν των
πολιτών εξακολουθούν να υπακούουν εις τους άρχοντας, τους
προπηλακίζει, ότι είναι δούλοι εκούσιοι και δεν αξίζουν τίποτε,
τους δε άρχοντας που είναι όμοιοι με τους υπηκόους, και τους
υπηκόους που είναι όμοιοι με τους άρχοντας, επαινεί και τιμά και
ιδία και δημοσία· κατ' ανάγκην λοιπόν δεν θα εξαπλωθή παντού η
ελευθερία εις μίαν τοιαύτην πόλιν; — Πώς όχι; — Θα εισδύση
μάλιστα, φίλε μου, και εις τους κόλπους της οικογενείας, και εις
το τέλος τέλος θα μεταδοθή το μίασμα της αναρχίας και εις αυτά τα
κατοικίδια ζώα. — Τι εννοείς με τούτο; — Θέλω να είπω ότι οι
πατέρες θα συνηθίσουν να θεωρούν τα τέκνα ως ίσους και ομοίους
των και να φοβούνται τους υιούς των, το ίδιον πάλιν οι υιοί τους
πατέρας και ούτε θα τους σέβωνται, ούτε θα τους φοβούνται, διά να
είναι βέβαια ελεύθεροι· οι μέτοικοι θα εξισωθούν με τους πολίτας,
οι πολίται με τους μετοίκους, ωσαύτως δε και οι ξένοι. — Αυτό
ακριβώς και συμβαίνει.

 — Αυτά λοιπόν γίνονται και άλλα μικρότερα τοιαύτα, εις αυτήν την
πολιτείαν· ο διδάσκαλος φοβείται και περιποιείται τους μαθητάς
του, οι μαθηταί καμμίαν σημασίαν δεν δίδουν διά τους διδασκάλους
και τους παιδαγωγούς των· και εν γένει οι νέοι εννοούν να περνούν
το ένα με τους γεροντοτέρους και να συνερίζωνται με αυτούς και
εις τους λόγους και τα έργα, οι δε γέροντες πάλιν συγκατερχόμενοι
μέχρι των νέων σπουδάζουν να μιμούνται τους τρόπους των και να
κάμνουν τον χαρίεντα και τον ευτράπελον, διά να μη θεωρούνται
φορτικοί και δεσποτικοί. — Αυτό είναι αλήθεια. — Αλλ' η πλέον
ανυπόφορος κατάχρησις της ελευθερίας που συμβαίνει εις την
τοιαύτην πολιτείαν, είναι να βλέπης τους δούλους τους
αγορασμένους και τας δούλας, να απολαμβάνουν όχι μικροτέραν
ελευθερίαν από εκείνους που τους ηγόρασαν· ελησμόνησα δε σχεδόν
να είπω, πόση ισονομία και ελευθερία επικρατεί εις τας μεταξύ
ανδρών και γυναικών σχέσεις. — Ας μη λησμονώμεν τίποτε και, κατά
τον Αισχύλον, ας λέγωμεν ό,τι μας έρχεται εις το στόμα. — Πολύ
καλά· και εγώ αυτό θα κάμω. Θα εδυσκολεύετο κανείς να το
πιστεύση, αν τουλάχιστον δεν το έβλεπε, πόσον και αυτά τα ζώα τα
εις την υπηρεσίαν των ανθρώπων απολαμβάνουν εδώ μεγαλυτέραν
ελευθερίαν ή παντού αλλού· διότι πραγματικώς, όπως λέγει και η
παροιμία, &κατά τον αφέντη και το σκυλί&, οι δε ίπποι και οι
όνοι, συνηθισμένοι να πηγαίνουν ελεύθερα και με όλην των την
μεγαλοπρέπειαν εις τους δρόμους, πίπτουν επάνω εις όσους τύχη να
συναντήσουν, εάν δεν παραμερίσουν αυτοί· και τέλος πάντων όλα
απολαμβάνουν απόλυτον ελευθερίαν. — Μου διηγείσαι το ιδικόν μου
το όνειρον συχνά μου συμβαίνει αυτό, όταν πηγαίνω εις την εξοχήν.

 — Εννοείς λοιπόν, ποίον είναι το κεφάλαιον όλων αυτών αν τα
προσθέσωμεν· η ψυχή των πολιτών γίνεται τόσον ευπαθής, ώστε και
εις την ελαχίστην υποψίαν καταναγκασμού, που θα ήθελέ τις να τους
επιβάλη, αγανακτούν και εξεγείρονται· γνωρίζεις δε βέβαια ότι εις
το τέλος καταντούν να μη λαμβάνουν καθόλου υπ' όψιν των και τους
νόμους, είτε τους γραπτούς είτε τους αγράφους, διά να μην έχουν
κανένα απολύτως κύριον. — Το γνωρίζω και πολύ καλά.

 — Αυτή λοιπόν, φίλε μου, είναι η τόσον καλή και χαριτωμένη μορφή
του πολιτεύματος, εκ της οποίας, κατά την ιδέαν μου, λαμβάνει την
αρχήν η τυραννίς. — Πραγματικώς χαριτωμένη· αλλά τι συμβαίνει
κατόπιν; — Το ίδιον νόσημα, το οποίον ανεφάνη εις την ολιγαρχίαν
και επέφερε την καταστροφήν της, το ίδιον παρουσιάζεται και εις
αυτήν αλλά υπό μορφήν βαρυτέραν, ένεκα της γενικής αμεριμνησίας,
και επιφέρει την υποδούλωσιν της δημοκρατίας· διότι τωόντι η
υπερβολή εις κάθε πράγμα επιφέρει συνήθως την μετάπτωσιν εις την
εναντίαν υπερβολήν, όπως παρατηρείται εις τας εποχάς του έτους,
εις τα φυτά, εις τα σώματά μας και μάλιστα και εις τας πολιτείας
προπάντων. — Είναι πολύ φυσικόν να γίνεται. — Και λοιπόν και η
υπερβολική ελευθερία, είτε εις τους ιδιώτας είτε και εις τα
κράτη, εις τίποτε άλλο, φαίνεται, δεν οδηγεί παρά εις την
ασυλείαν. — Έτσι είναι. — Είναι λοιπόν φυσικόν να μη προέρχεται
εξ άλλης πολιτείας η τυραννίς παρά εκ της δημοκρατίας, εκ της
ακροτάτης δηλαδή ελευθερίας η μεγαλύτερα και αγριωτέρα δουλεία. —
Το πράγμα έχει τον λόγον του. — Δεν είναι όμως αυτό που με
ερωτούσες, αλλά ποίον νόσημα παρουσιάζεται εις την δημοκρατίαν,
το ίδιον απαράλλακτα όπως κανείς την ολιγαρχίαν, και επιφέρει την
υποδούλωσιν αυτής. — Έχεις δίκαιον.

 — Εννοώ λοιπόν εκείνο το είδος των αργών και πολυδαπάνων
ανθρώπων, εκ των οποίων οι μεν γενναιότεροι τίθενται επί κεφαλής,
οι δε άλλοι, οι ανανδρότεροι, τους ακολουθούν τους πρώτους,
ενθυμείσαι, τους παρεβάλαμεν με τους κηφήνας, που έχουν κέντρα,
και τους άλλους με τους κηφήνας, που δεν έχουν. — Και πολύ ορθώς.
— Αυτά λοιπόν τα δύο είδη των ανθρώπων επιφέρουν γενικήν
διατάραξιν εις πάσαν πολιτείαν, που εμφανίζονται, απαράλλακτα
όπως συμβαίνει με το φλέγμα και την χολήν εις το ανθρώπινον σώμα·
πρέπει λοιπόν ο καλός ιατρός και νομοθέτης της πολιτείας να λάβη
εξ αρχής όλα τα μέτρα του, όπως ένας έμπειρος μελισσουργός,
προπάντων μεν διά να μη εισχωρήσουν καθόλου εις την κυψέλην, αν
δε τύχη και εισχωρήσουν, να τους πετάξη έξω μίαν ώραν αρχύτερα
μαζί με τας βεβλαμμένας κηρήθρας. — Δεν έχει, μα την αλήθειαν,
καλύτερον να κάμη. — Ας λάβωμεν όμως το πράγμα ως εξής, διά να
εννοήσωμεν σαφέστερα αυτό που θέλομεν. — Πώς; — Ας διαιρέσωμεν
την δημοκρατουμένην πολιτείαν εις τρεις τάξεις, πράγμα το οποίον
άλλως τε είναι και αληθές· η πρώτη περιλαμβάνει αυτούς ακριβώς
που ελέγαμεν τώρα, και οι οποίοι από την γενικήν ελευθερίαν,
πολλαπλασιάζονται όχι ολιγώτερον παρά εις την ολιγαρχικήν
πολιτείαν. — Έτσι είναι — Είναι δε, εννοείται, και πολύ
βλαβερώτεροι εις την δημοκρατικήν παρά εις εκείνην. — Πώς; — Εκεί
μεν, επειδή το είδος αυτό των ανθρώπων, δεν έχει καμμίαν υπόληψιν
και το απομακρύνουν από κάθε αρχήν, μένει ούτως ειπείν αγύμναστον
και ατροφικόν· ενώ απεναντίας εις μίαν δημοκρατίαν αυτό
διαχειρίζεται, ως γνωστόν, την ανωτάτην εξουσίαν, εκτός ολίγων
εξαιρέσεων και οι μεν επιτηδειότεροι εξ αυτών λέγουν και
πράττουν, οι δε άλλοι περιβομβούν προσκολλημένοι γύρω εις το βήμα
και δεν επιτρέπουν εις κανένα να έχη την αντίθετον γνώμην, ώστε
τα πάντα διεξάγονται εις αυτήν την πολιτείαν υπό των τοιούτων,
εκτός ενός πολύ μικρόν αριθμού. — Είναι αληθές. — Είναι τώρα μία
δευτέρα τάξις, η οποία μένει πάντα χωρισμένη από το πλήθος. —
Ποία είναι αυτή; — Επειδή όλοι εις αυτήν την πολιτείαν εργάζονται
διά να πλουτήσουν, οι φρονιμώτεροι και πλέον μετρημένοι εκ φύσεως
μεταξύ των γίνονται και πλουσιώτεροι. — Φυσικά. — Και από αυτούς
είναι, νομίζω, που τραυούν το περισσότερον μέλι και προχειρότερα
οι κηφήνες. — Και τι να τραυήξουν βέβαια από εκείνους, που δεν
έχουν τίποτε; — Αυτοί λοιπόν οι πλούσιοι είναι, που τους λέγουν:
το βοτάνι των κηφήνων. — Επάνω κάτω. — Η δε τρίτη τάξις είναι ο
μικρός λαός, όσοι είναι τεχνίται και δεν πολυανακατώνονται εις τα
πράγματα και που μόλις επαρκούν να ζήσουν με τα ολίγα που έχουν·
και είναι μολαταύτα εις μίαν δημοκρατίαν η πολυπληθεστέρα και
κυριωτέρα τάξις αύτη, όταν συσσωματωθή.

Έτσι είναι· αλλά δεν συνηθίζει να το κάμνη αυτό συχνά, εάν δεν
πάρη και αυτός το μερίδιόν του από το μέλι. — Και το παίρνει
πραγματικώς, καθόσον οι προεστώτες κάμνουν ό,τι ημπορούν δι'
αυτό· αφαιρούν τας περιουσίας των πλουσίων και τας μοιράζουν εις
τον λαόν, αφού, εννοείται, κρατήσουν αυτοί το μεγαλύτερον μέρος.
— Κατ' αυτόν τον τρόπον πραγματικώς λαμβάνει και αυτός το
μερίδιόν του. — Αναγκάζονται λοιπόν και οι πλούσιοι, των οποίων
τας περιουσίας παίρνουν, να υπερασπίζωνται, λαμβάνοντες τον λόγον
εις τας συναθροίσεις του δήμου ή ενεργούντες όπως άλλως δύνανται.
— Πώς όχι; — Κατηγορούνται λοιπόν υπό των άλλων, και χωρίς να
επιδιώκουν καμμίαν καινοτομίαν πολιτικήν, ότι τάχα σχεδιάζουν την
ανατροπήν του δημοκρατικού πολιτεύματος και είναι ολιγαρχικοί. —
Βεβαίως. — Και αυτοί λοιπόν εις το τέλος, αφού βλέπουν ότι ο
δήμος, όχι ίσως τόσον από κακήν θέλησιν, αλλά εξ αγνοίας και
απατώμενος από τους συκοφάντας, θέλει όλο να τους αδική, τότε
πλέον, είτε το θέλουν είτε όχι, γίνονται πραγματικώς ολιγαρχικοί·
και δεν πταίουν αυτοί, αλλ' αφορμή πάλιν του κακού είναι εκείνος
ο ίδιος ο κηφήν, που τους καταδιώκει με το κέντρον του. —
Αναμφιβόλως. — Αρχίζουν λοιπόν καταγγελίαι και κρίσεις και
δικαστικοί αγώνες μεταξύ των. — Βέβαια. — Δεν έχει δε την
συνήθειαν ο δήμος να αναδεικνύη εκάστοτε ένα κατ' εξοχήν
προστάτην του, και να τον περιβάλλη με πάσαν ισχύν και εξουσίαν;
— Μάλιστα. — Είναι λοιπόν φανερόν, ότι από αυτήν την ρίζαν των
προστατών του δήμου ξεφυτρώνει ο τύραννος και από πουθενά άλλου.
— Και πολύ μάλιστα φανερόν.

 — Ποία λοιπόν είναι η αρχή της μεταβολής από του προστάτου εις
τον τύραννον; δεν είναι προφανώς, όταν αρχίση ο προστάτης να
κάμνη το ίδιον μ' εκείνο, που συμβαίνει, κατά τον μύθον, εις το
εν Αρκαδία ιερόν του Λυκαίου Διός; — Τι δηλαδή; — Ότι τάχα
εκείνος, που γευθή από το ένα ανθρώπινον σπλάγχνον, που είναι
κομμένον μέσα εις τα πολλά άλλα σπλάγχνα των άλλων θυμάτων, κατ'
αναπόδραστον ανάγκην μεταβάλλεται εις λύκον· ή δεν έχεις ποτέ σου
ακούση αυτόν τον μύθον; — Μάλιστα. — Μήπως λοιπόν τοιουτοτρόπως
και ο προστάτης του δήμου, όταν εύρη όχλον πρόθυμον να τον
υπακούη και δεν κρατήση τας χείρας του καθαράς από το αίμα
συμπολιτών του, αλλά με αδίκους κατηγορίας, όπως γίνεται πολύ
συνήθως, ενώπιον των δικαστηρίων γίνη αφορμή να αδικοθανατήση
άνθρωπος και γευθή τοιουτοτρόπως με γλώσσαν και στόμα ανόσιον
συγγενικό αίμα και εξορίζει και φονεύει και υπόσχεται απόσβεσιν
χρεών και αναδασμόν γης, μήπως, λέγω, κατ' ανάγκην τότε, ύστερ'
απ' όλ' αυτά, είναι πεπρωμένον ο τοιούτος ή να πέση και αυτός
θύμα των εχθρών του, ή να γίνη τύραννος και να μεταβληθή από
άνθρωπος εις λύκον; Κατ' ανάγκην αυτό θα συμβή. — Αυτός λοιπόν
είναι που στήνει πόλεμον με εκείνους που έχουν τας μεγάλας
περιουσίας. — Αυτός. — Και εάν, αφού μίαν φοράν εξορισθή,
επανέλθη παρ' όλην την αντίστασιν των εχθρών του, δεν επανέρχεται
τέλειος πλέον τύραννος; — Αναμφιβόλως. — Αλλ' εάν δεν ημπορέσουν
να τον εξορίσουν ή να τον φονεύσουν, κατηγορούντες αυτόν ενώπιον
του δήμου, δεν συνωμοτούν να τον δολοφονήσουν κρυφίως; — Αυτό
τουλάχιστον γίνεται συνήθως. — Και τότε συμβαίνει το πολυθρύλητον
εκείνο τέχνασμα των τυράννων, εις το οποίον καταφεύγουν, όταν τα
πράγματα καταντήσουν εις αυτό το σημείον, να ζητούν δηλαδή από
τον δήμον σωματοφύλακας, διά να μην τους πάθη τίποτε ο
υπερασπιστής του δήμου. — Μάλιστα. — Και του δίδουν πράγματι,
επειδή φοβούνται μεν δι' εκείνον, δεν φοβούνται δε τίποτε διά τον
εαυτόν τους. — Και βέβαια.

 — &Όταν& λοιπόν το πράγμα φθάση εις αυτό το σημείον, κάθε
άνθρωπος με μεγάλην περιουσίαν, και ο οποίος δι' αυτόν τον λόγον
θεωρείται ως εχθρός του δήμου, εφαρμόζει τον χρησμόν, που εδόθη
εις τον Κροίσον, και

$$στο χαλικοστρωμένον Έρμον
$φεύγει, δε μένει, και δειλός δε ντρέπεται να γίνη.

 — Διότι βέβαια δεν θα του δοθή περίστασις να εντραπή άλλην φοράν
πλέον. — Πραγματικώς, διότι αν συλληφθή, θα λάβη άφευκτον
θάνατον. — Κατ' ανάγκην. — Όσον δε αφορά τον προστάτην του δήμου,
εκείνος πλέον τότε φαρδύς πλατύς, όχι πέφτει καταγής (όπως λέγει
ο στίχος) αλλά, αφού καταρρίψη και άλλους πολλούς, ενθρονίζεται
εις το άρμα της πόλεως και παρουσιάζεται πλέον τέλειος τύραννος
αντί προστάτου. — Και ποίος θα τον ημπόδιζε;

 — Ας ίδωμεν τώρα την ευδαιμονίαν αυτού του ανθρώπου και της
πόλεως, η οποία θα έχη την ευτυχίαν να τον αποκτήση. — Ας ίδωμεν.
— Και εις μεν τας πρώτας ημέρας της αρχής του, δεν φέρεται
φιλομειδέστατα και καταδεκτικώτατα εις όλους που συναντά, και δεν
αποστέργει και αυτό το όνομα του τυράννου; δεν σκορπίζει αφειδώς
υποσχέσεις και ιδία και δημοσία και αναστέλλει πράγματι τα χρέη
και μοιράζει γαίας εις τον δήμον και εις τους ανθρώπους του και
εν γένει υποκρίνεται προς όλους τον πράον και ήμερον; — Είναι
ηναγκασμένος να το κάμνη. Όταν όμως ησυχάση άπαξ με τους
εξωτερικούς του εχθρούς, και με άλλους μεν εξ αυτών συμφιλιωθή,
άλλους δε τους εξοντώση, πρώτον μεν αρχίζει να υποκινή κάθε φοράν
και κάποιον πόλεμον, διά να έχη πάντοτε ο δήμος ανάγκην αρχηγού.
— Είναι φυσικόν. — Αλλά προ πάντων δεν το κάμνει, διά να
συνεισφέρουν εις τας ανάγκας δήθεν του πολέμου και τοιουτοτρόπως,
μόλις επαρκούντες πλέον εις τας καθημερινάς των ανάγκας, να μην
είναι εις θέσιν να τον επιβουλεύωνται; — Φανερόν. — Και διά να
έχη ακόμη το μέσον να απαλλάσσεται με εύσχημον πρόφασιν από
εκείνους, που υποπτεύεται ότι έχουν αρκετά φιλελεύθερον το
φρόνημα, διά να μην υποκύψουν υπό τον ζυγόν του, εκθέτων αυτούς
εις τους κινδύνους του πολέμου; δι' όλους αυτούς τους λόγους δεν
έχει ανάγκην πάντοτε ο τύραννος να προκαλή κάποιον πόλεμον; —
Μάλιστα. — Όλα όμως αυτά δεν τον κάμνουν να γίνεται επί μάλλον
και μάλλον μισητός εις τους πολίτας; — Πώς όχι; — Μερικοί δε από
εκείνους που συνετέλεσαν εις την ανύψωσίν του και έχουν διά τούτο
κάποιαν δύναμιν πλησίον του, δεν θα αρχίσουν να κάμνουν λόγον
μετά παρρησίας διά τας πράξεις του μεταξύ των, οι δε τολμηρότεροι
και προς αυτόν τον ίδιον να τας κατακρίνουν; — Φυσικώτατα. —
Όλους λοιπόν αυτούς πρέπει να τους βγάλη ο τύραννος από την
μέσην, εάν θέλη να διατηρήση την εξουσίαν, έως ότου δεν αφίση
κανένα, ούτε φίλον ούτε εχθρόν, που να έχη κάποιαν αξίαν. — Αυτό
είναι φανερόν. — Πρέπει λοιπόν με άκραν οξύτητα να διακρίνη και
να βλέπη ποίος είναι ανδρείος, ποίος μεγαλόφρων, ποίος φρόνιμος,
ποίος πλούσιος· και τόσον ευτυχής είναι, ώστε πρέπει, εκών άκων,
να τους θεωρή όλους αυτούς εχθρούς του και να επιζητή την
καταστροφήν των, έως ότου καθαρίση τελείως την πόλιν από αυτούς.
— Ωραίος καθαρισμός! — Ωραίος πράγματι, αλλ' αντίθετος από
εκείνον που κάμνουν εις τα σώματα οι ιατροί· εκείνοι δηλαδή
αφαιρούν τα χειρότερα και αφήνουν τα καλύτερα· αυτός δε το
εναντίον. — Καθώς φαίνεται είναι ανάγκη να το κάμνη αυτό, αν
εννοή να διατηρήση την αρχήν.

 — Με αξιολάτρευτον, μα την αλήθειαν, ανάγκην είναι δεσμευμένος,
η οποία του επιβάλλει, ή να ζη με τους πολλούς τους φαύλους και
μάλιστα μισούμενος υπ' αυτών, ή να αποθάνη. — Αυτή είναι η θέσις
του. — Αλλά όσον μισητότερος γίνεται εις τους πολίτας με αυτάς
τας πράξεις του, δεν θα έχη ανάγκην και τόσον περισσοτέρων και
πιστοτέρων δορυφόρων; — Πώς όχι; — Αλλά πού θα εύρη αυτούς τους
πιστούς και από πού θα τους προσκαλέση; — Μόνοι των θα έλθουν
πολλοί πετώντας, αρκεί να τους πληρώνη κανείς καλά. — Μου
φαίνεται, μα τον κύνα, πως εννοείς κάποιους κηφήνας πάλιν,
ξενικούς και κάθε λογής. — Σωστά το ηύρες. — Τι τάχα; δεν θα
ημπορούσεν άραγε να είχεν εντοπίους; — Πώς; — Να πάρη τους
δούλους από τους κυρίους των, να τους απελευθερώση και να
αποτελέση από αυτούς την σωματοφυλακήν του. — Καλά το εσκέφθης,
διότι αυτοί πραγματικώς θα του είναι και τελείως αφωσιωμένοι. —
Τι αξιοζήλευτον πράγμα, αλήθεια, που μας παριστάνεις τον
τύραννον, αφού θα έχη τέτοιους φίλους και πιστούς ανθρώπους, διά
να αντικαταστήση εκείνους τους άλλους που εξέκαμε πριν! — Και
όμως αυτούς έχει. — Και τον θαυμάζουν βέβαια αυτοί οι νέοι του
σύντροφοι και ζουν με οικειότητα μαζί του οι νέοι αυτοί πολίται,
ενώ οι χρηστοί τον μισούν και τον αποφεύγουν. — Πώς να μη γίνεται
αυτό;

 — Έχουν λοιπόν δίκαιον να θεωρούν την τραγωδίαν εν γένει ταμείον
πάσης σοφίας, και ιδιαιτέρως εν αυτή τον Ευριπίδην. — Διατί το
λέγεις αυτό; — Διότι είπε μεταξύ των άλλων και αυτήν την
βαθυστόχαστον ρήσιν ότι «γίνονται σοφοί οι τύραννοι με την
συναναστροφήν των σοφών»· και έλεγε βέβαια σοφούς, αυτούς που
ζουν με οικειότητα μαζί των. — Και ως ισόθεον ακόμη εγκωμιάζει
την τυραννίδα και αυτός και οι άλλοι ποιηταί. — Πιστεύω όμως
μολαταύτα, ότι, καθώς είναι σοφοί οι ποιηταί της τραγωδίας, θα
μας συμπαθήσουν και ημάς και όλους, όσοι πολιτεύονται σύμφωνα με
τας ιδικάς μας αρχάς, που δεν θα τους παραδεχθούμεν εις την
πολιτείαν μας, επειδή εξυμνούν τους τυράννους. — Θα μας
συμπαθήσουν, πιστεύω και εγώ, τουλάχιστον οι λεπτότεροι μεταξύ
των. — Ημπορούν όμως, εννοείται, αξιόλογα να περιοδεύουν εις τας
άλλας πολιτείας, να συναθροίζουν τους όχλους και μισθώνοντες τας
ωραιοτέρας και ισχυροτέρας και πειστικωτέρας φωνάς, να
προσελκύουν τα πλήθη υπέρ των τυραννίδων και των δημοκρατιών.
Βεβαίως. — Δι' όλα αυτά μάλιστα λαμβάνουν και πλουσίας αμοιβάς
και τιμάς, προπάντων μεν από τους τυράννους, κατά δεύτερον δε
λόγον από τας δημοκρατίας· αλλ' όσον, εννοείται, παίρνουν τον
ανήφορον προς τα τελειότερα πολιτεύματα, τόσον αποκάμνει και η
υπόληψίς των, ως να την έπιασεν άσθμα και δεν ημπορεί να τους
παρακολουθήση. — Έχεις δίκαιον.

 — Αλλ' ας επανέλθωμεν από αυτήν την παρέκβασιν, που εκάμαμεν,
και ας ιδούμεν τώρα πώς ο τύραννος θα διαθρέψη το ωραίον και
πολυάριθμον και πολυποίκιλον και πάντοτε ανανεούμενον στρατόπεδόν
του εκείνο. — Είναι φανερόν, ότι θα θέση χείρα βέβηλον εις τους
ναούς και τους ιερούς θησαυρούς της πόλεως, και εφόσον το εκ της
πωλήσεως αυτών χρήμα τον εξαρκεί, δεν θα επιβάλλη εις τον λαόν
πολύ μεγάλας καταναγκαστικάς εισφοράς. — Αλλά τι θα γίνη όταν
τελειώσουν αυτά; — Τότε βέβαια θαρχίση να τρέφεται και αυτός και
οι καλεσμένοι του και οι φίλοι του και αι φίλαι του από τα
πατρικά του. — Ενόησα· ότι ο λαός δηλαδή, που εγέννησε τον
τύραννον, θα θρέψη και αυτόν και τους συντρόφους του. — Έχει
βέβαια αυτήν την υποχρέωσιν. — Πώς το λέγεις αυτό; αλλ' αν ο λαός
αγανακτήση επί τέλους και του είπη, ότι δεν είναι δίκαιον να
τρέφεται από τον πατέρα του ένας υιός εις αυτήν την ηλικίαν
πλέον, αλλά το εναντίον ο πατέρας επί τον υιόν, και ούτε τον
εγέννησε και τον ανάστησε διά να του γίνη, όταν μεγαλώση, δούλος
των δούλων του και να τον τρέφη και αυτόν και τους δούλους και
όλον τον άλλον συρφετόν της ακολουθίας του, αλλά διά να
απελευθερωθή με την βοήθειαν και την προστασίαν του από τους
πλουσίους και τους ονομαζομένους επιφανείς, και τώρα τον
προστάζει να φύγη από την πόλιν, και αυτός και οι φίλοι του, όπως
ένας πατέρας που εκδιώκει από την οικίαν του τον υιόν του μαζί με
τους οχληρούς συντρόφους του; — Τότε, μα τον θεόν, θα γνωρίση
πλέον ο δήμος ποίον θρέμμα εγέννησε και εθέρμανε εις τον κόλπον
του και εμεγάλωσε και ότι εκείνοι, που θέλει να εκδιώξη, είναι
πολύ ισχυρότεροι του. — Τι κάθεσαι και λέγεις; θα τολμήση να
επιβάλη βίαν εις τον πατέρα του ο τύραννος, και αν δεν υποχωρήση,
να τον κτυπήση ακόμη; — Μάλιστα, αφού πρώτα τον αφοπλίση. — Μα
εσύ μας τον παριστάνης τον τύραννον σωστόν πατροφάγον και
διεστραμμένον γηροτρόφον και, καθώς φαίνεται, αυτό πραγματικώς
είναι που ονομάζει όλος ο κόσμος τυραννίδα· ο λαός, κατά το
λεγόμενον, διά να αποφύγη τον καπνόν της δουλείας ανθρώπων
ελευθέρων, έπεσε μέσα εις τη φωτιά δεσποτείας δούλων και ήλλαξε
το φόρεμα της μεγάλης εκείνης και αναρμόστου ελευθερίας με το
φόρεμα της σκληροτάτης και πικροτάτης δουλείας των δούλων. — Έτσι
γίνονται αυτά τα πράγματα. — Και λοιπόν, θα είχαμεν τώρα άδικον
να ισχυρισθώμεν, ότι αρκετά καλά ανεπτύξαμεν πώς γίνεται η
μετάβασις από την δημοκρατίαν εις την τυραννίδα, και ποίος είναι
ο χαρακτήρ αυτής; — Και πολύ καλά μάλιστα.



ΒΙΒΛΙΟΝ Θ'.



 — Μας μένει λοιπόν να εξετάσωμεν τον τυραννικόν άνθρωπον, π;vς
σχηματίζεται από τον δημοκρατικόν, ποία είναι τα ήθη του και αν ο
τρόπος της ζωής του είναι άθλιος ή μακαριστός. — Αυτό πράγματι
μας μένει να εξετάσωμεν. — Γνωρίζεις όμως τι επιθυμώ εγώ ακόμη; —
Τι; — Μου φαίνεται, ότι δεν φτάσαμεν αρκετά ακριβώς το περί των
επιθυμιών κεφάλαιον, ποία είναι η φύσις και τα διάφορα είδη
αυτών· και εφ' όσον δεν γίνη τούτο, θα είναι πάντοτε ασαφεστέρα η
εξέτασις εκείνου, που ζητούμεν. — Και δεν είναι ακόμη καιρός να
το κάμωμεν; — Είναι βέβαια· και πρόσεξε τι κυρίως θέλω να
γνωρίσωμεν περί αυτών· μεταξύ των επιθυμιών και των ηδονών, τας
οποίας εχαρακτηρίσαμεν ως μη αναγκαίας, υπάρχουν μερικαί, που τας
θεωρώ παρανόμους· αυταί ενυπάρχουν γενικώς εις όλους σχεδόν τους
ανθρώπους, αλλά εις μερικούς μεν περιστέλλονται υπό των νόμων και
υπό άλλων καλυτέρων επιθυμιών, ούτως ώστε ή φεύγουν καθ'
ολοκληρίαν ή, όσαι μένουν, είναι ολίγαι και ασθενέστεραι, εις
άλλους όμως είναι πολλαί και ισχυρότεραι. — Και ποίαι είναι αυταί
αι επιθυμίαι, που λέγεις; — Εκείναι αι οποίαι εξεγείρονται κατά
την διάρκειαν του ύπνου, όταν κοιμάται μεν το άλλο μέρος της
ψυχής, που είναι λογικόν, ήμερον και αρχικόν, το δε κτηνώδες και
άγριον, υπό την επίδρασιν ή πολυφαγίας ή μέθης, αρχίζει να σκιρτά
και, αφού τέλος αποδιώξη τον ύπνον, ζητή να διαφύγη και να
ικανοποιήση τας ορέξεις του· και γνωρίζεις, ότι δεν είναι τίποτε
που να μη τολμά να το κάμη τότε, ως να είχεν απαλλαχθή και
αποτινάξη πάντα χαλινόν εντροπής και φρονήσεως· διότι δεν
διστάζει να επιχειρήση, καθώς φαντάζεται, οιανδήποτε βδελυρίαν,
χωρίς να κάμνη διάκρισιν ή μητρός, ή άλλου οποιουδήποτε ανθρώπου,
ή θεού, ή ζώου, κάθε μιαιοφονίαν ημπορεί να διαπράξη και καμμίαν
ακαθαρσίαν δεν αποτροπιάζεται, και μ' ένα λόγον δεν υπάρχει
παραφροσύνη και αναισχυντία, που να την αφήση. — Είναι αληθέστατα
αυτά που λέγεις.

 — Όταν όμως ένας άνθρωπος έχη ρυθμίση την δίαιτάν του με τους
κανόνας της υγιεινής και της σωφροσύνης· όταν, πριν παραδοθή εις
τον ύπνον, εξεγείρη το λογιστικόν του και το θρέψη με καλούς
διαλογισμούς και σκέψεις και συγκεντρώνη εις αυτάς όλην του την
διάνοιαν· όταν, χωρίς να παραφορτώση το επιθυμητικόν, του
παραχωρή όσον του χρειάζεται απολύτως, διά να αποκοιμηθή και να
μην έρχεται να ταράσση την καλυτέραν μερίδα της ψυχής με την
χαράν του ή την λύπην του, αλλά την αφήση μόνην της και
ανεπηρέαστον να αναζητή και να λαχταρά να μάθη, ό,τι δεν
γνωρίζει, ή από τα παρελθόντα, ή από τα ενεστώτα, ή από τα
μέλλοντα· όταν επίσης αυτός ο άνθρωπος κατευνάση το θυμοειδές
μέρος της ψυχής του και κοιμηθή χωρίς να έχη την καρδίαν του
ταραγμένην από θυμόν εναντίον τινός· όταν τέλος καθησυχάση αυτά
τα δύο μέρη της ψυχής, κρατήση δε εν εξεγέρσει το τρίτον μόνον
μέρος, εις το οποίον εδράζει η φρόνησις, και τοιουτοτρόπως
αναπαυθή, γνωρίζεις βέβαια ότι προσεγγίζει τότε το πνεύμα του
πλησιέστερα εις την αλήθειαν, και κάθε άλλο παρά φαντασίαι
παράνομοι του παρουσιάζονται εις τα όνειρά του. — Και εγώ
παραδέχομαι ότι τοιουτοτρόπως γίνονται τα πράγματα. — Και ίσως
μεν να εξετείναμεν πέραν του δέοντος αυτήν την παρέκβασιν· εκείνο
οπωσδήποτε, που μας ενδιαφέρει να γνωρίζωμεν, είναι, ότι έχει
μέσα του ο καθένας μας, και εκείνοι ακόμη που θεωρούνται
περισσότερον κύριοι των παθών των, ένα είδος επιθυμιών κτηνωδών,
αγρίων και παρανόμων· αυτό δε προπάντων αποδεικνύεται από τα
όνειρα· σκέψου λοιπόν τώρα αν σου φαίνεται πως έχω δίκαιον και
συμφωνής μαζί μου. — Αλλά συμφωνώ βέβαια.

 — Λοιπόν ενθυμήσου τώρα την εικόνα που εκάμαμεν του δημοκρατικού
ανθρώπου· ελέγαμεν, ότι ανετράφη εκ νεότητος υπό πατρός φειδωλού,
όστις μόνον τας επικερδείς επιθυμίας εξετίμα, τελείως δε
περιεφρόνει τας μη αναγκαίας, που αποβλέπουν μόνον εις την
διασκέδασιν και τον καλλωπισμόν· ή όχι; — Ναι. — Αλλά σχετισθείς
με ανθρώπους παραλυμένους και εκδότους εις όλας τας επιθυμίας και
ηδονάς, που ανεφέραμεν προ ολίγου, παραδίδεται και αυτός εις
πάσαν διαφθοράν και εις παν είδος των επιθυμιών εκείνων, από
μίσος προς την φιλαργυρίαν του πατέρα του· επειδή όμως είχε
καλυτέραν φύσιν από τους διαφθορείς του, ελκόμενος κατά δύο
αντιθέτους διευθύνσεις, διέπλασεν ένα μέσον μεταξύ των δύο
χαρακτήρα και απολαμβάνων με το μέτρον, καθώς φαντάζεται, τα καλά
του ενός και του άλλου, ζη βίον ούτε ανελεύθερον ούτε παράνομον,
μεταβληθείς τοιουτοτρόπως από δημοκρατικού εις ολιγαρχικόν. —
Αυτήν πραγματικώς την ιδέαν εσχηματίσαμεν και έχομεν περί του
τοιούτου.

 — Τώρα φαντάσου πάλιν αυτόν τον άνθρωπον, προχωρημένον πλέον εις
την ηλικίαν, να έχη υιόν νέον, ο οποίος βέβαια θα ανετράφη με τας
ιδίας αρχάς του πατρός του. — Πολύ καλά. — Φαντάσου κατόπιν ότι
συμβαίνουν και με αυτόν τα ίδια, που συνέβησαν και με τον πατέρα
του, ότι δηλαδή παραδίδεται εις πάσαν παραλυσίαν, την οποίαν
ονομάζουν ελευθερίαν εκείνοι που τον παρέσυραν εις αυτήν και ότι
ο πατέρας του και οι άλλοι οι οικείοι του έρχονται εις βοήθειαν
των διαμέσων εκείνων επιθυμιών του, επεμβαίνουν δε συγχρόνως και
οι άλλοι υπέρ της ιδικής των μερίδος· όταν όμως οι τελευταίοι
ούτοι, μάγοι φοβεροί και επιτηδειότατοι να δημιουργούν τυράννους,
απελπισθούν, ότι θα ημπορέσουν να κρατήσουν τον νέον προς το
μέρος των με κάθε άλλον τρόπον, μηχανώνται το κάθε τι διά να
γεννηθή εις την καρδίαν του ο έρως εκείνος, όστις προΐσταται των
αργών και σπατάλων επιθυμιών, και ο οποίος είναι, κατά την ιδέαν
μου, ένας μεγάλος και πτερωτός κηφήν· ή νομίζεις εσύ ότι είναι
τίποτε άλλο αυτός ο έρως; — Αυτό και τίποτε άλλο. — Όταν λοιπόν
αι άλλαι επιθυμίαι έλθουν και περιβομβούν γύρω του, στεφανωμέναι
με άνθη, μυρωμέναι, μεθυσμέναι με οίνους και θυμιάματα,
συνοδευόμεναι με όλας τας αχαλινώτους ηδονάς και αρχίσουν να τον
τρέφουν με το παραπάνω και να τον μεγαλώνουν έως ότου του
αναπτυχθή το κέντρον του πόθου και της φιλοδοξίας, τότε πλέον
δορυφορούμενος υπό της μανίας και οιστρηλατούμενος ο προστάτης
αυτός της ψυχής, εάν εύρη ακόμη μέσα του μερικά αισθήματα και
επιθυμίας χρηστάς και ίχνη εντροπής, τα αποτελειώνει και τα
εκδιώκει κακήν κακώς έξω από την ψυχήν του, την οποίαν αφού
τοιουτοτρόπως καθαρίση από κάθε σωφροσύνην, γεμίζει με την απέξω
φερμένην παραφροσύνην του. — Είναι πιστοτάτη εικών του τρόπου,
κατά τον οποίον γεννάται ο τυραννικός άνθρωπος. — Δεν είναι άραγε
δι' αυτόν τον λόγον που ωνομάσθη παλαιόθεν τύραννος και ο Έρως; —
Έτσι φαίνεται. — Και ένας άνθρωπος επίσης μεθυσμένος δεν
παρουσιάζει κάπως τυραννικάς διαθέσεις; — Μάλιστα. — Αλλά και
ένας παράφρων και με σαλευμένας τας φρένας δεν φαντάζεται ότι
είναι ικανός να κυβερνήση όχι μόνον τους ανθρώπους αλλά και τους
θεούς; — Αναμφιβόλως. — Λοιπόν, καλέ μου, τυραννικός γίνεται ένας
άνθρωπος, όταν, ή εκ φύσεως ή εξ ανατροφής, ή και εκ των δύο,
καταστή επιρρεπής εις την μέθην και εις τον έρωτα και εις την
παραφροσύνην. — Πολύ σωστά.

 — Κατ' αυτόν λοιπόν τον τρόπον γίνεται και τοιούτος είναι ο
χαρακτήρ του· ποία δε είναι η ζωή του; — Όπως λέγουν παίζοντες
«αυτό θα μου το πης εσύ κ' εμένα». — Θα σου το ειπώ· ύστερ' απ'
αυτό, ρίπτονται πλέον κατακέφαλα εις τας εορτάς, εις τους κώμους,
εις τα συμπόσια, εις τας εταίρας και όλα τα τοιαύτα εκείνοι, εις
τας ψυχάς των οποίων ενθρονισθείς ο Έρως τύραννος, τους κυβερνά
καθ' ολοκληρίαν. — Κατ' ανάγκην. — Εκάστην δε νύκτα και ημέραν
δεν θα ξεφυτρώνουν και όλο νέαι και φοβεραί επιθυμίαι, με ένα
σωρόν απαιτήσεις διά να ικανοποιηθούν; — Βεβαιότατα. — Εάν
υπάρχουν λοιπόν τίποτε πρόσοδοι, δεν θ' αργήσουν να εξαντληθούν.
— Πώς όχι; — Κατόπιν λοιπόν θα αρχίσουν τα δάνεια και ο
τμηματικός εξαφανισμός της περιουσίας. — Εννοείται. — Όταν δε
τελειώσουν όλα, δεν θ' αρχίσουν κατ' ανάγκην να φωνάζουν
θορυβωδώς αι πολλαί και σφοδραί επιθυμίαι, που εμφωλεύουν μέσα
των; αυτοί δε κεντρούμενοι και από τας άλλας επιθυμίας, προ
πάντων όμως υπό του Έρωτος, ο οποίος ως αρχηγός ούτως ειπείν,
έχει όλας τας άλλας δορυφόρους του, δεν θα καταληφθούν υπό μανίας
και θα τρέχουν δεξιά και αριστερά να κυττάξουν, ποίος έχει
τίποτε, που να ημπορούν να το αφαιρέσουν διά της απάτης ή και διά
της βίας; — Βεβαιότατα. — Είναι λοιπόν αναγκασμένοι να μαζεύουν
από παντού και ό,τι λάχη, ειδεμή να υποφέρουν τας σκληροτέρας
βασάνους και πόνους. — Δίχως άλλο. — Καθώς δε τα πάθη, που
εισήλθον κατόπιν εις την ψυχήν του, εξετόπισαν τας παλαιάς
επιθυμίας και τας απεγύμνωσαν από τα υπάρχοντά των, τοιουτοτρόπως
άραγε και αυτός θα ζητήση, αν και νεώτερος, να δείξη την
πλεονεξίαν του εις βάρος του πατρός του και της μητρός του και να
τους στερήση και το μερίδιόν των, αφού εσπατάλησε το ιδικόν του;
— Πώς όχι; — Και αν δεν του το επιτρέψουν, δεν θα τολμήση να
κλέψη και να εξαπατήση τους γονείς του; — Χωρίς αμφιβολίαν. — Και
αν δεν το κατορθώση, δεν θα καταφύγη εις την βίαν και την
αρπαγήν; — Το πιστεύω. — Και αν αντιτάξουν εις την βίαν του
αντίστασιν, θα σεβασθή άραγε τα γηρατειά των και θα τον εμποδίση
τίποτε, να τους μεταχειρισθή με τρόπον τυραννικόν; — Δεν σου τους
εξασφαλίζω πάρα πολύ τους γονείς τοιούτου ανθρώπου.

 — Αλλά χάριν μιας φίλης χθεσινής, χάριν μιας εταίρας με την
οποίαν δεν τον συνδέει κανείς ιερός δεσμός, ή χάριν ενός νεαρού
φίλου, ο οποίος χθες ακόμη του ήτο αδιάφορος, πιστεύεις,
Αδείμαντε, ότι θα ετόλμα να σηκώση χείρα εναντίον της παλαιάς
φίλης, της μητρός του, με την οποίαν τον συνδέουν οι ιερώτατοι
δεσμοί, ή του αρχαιοτέρου φίλου του, του παρήλικος πλέον και
γέροντος πατρός του, και να τους υποδουλώση εις τους έρωτάς του
εκείνους, εάν έφθανε και μέχρι του να τους εισαγάγη εις την αυτήν
οικίαν; — Ναι, μα την αλήθειαν, το πιστεύω. — Πολύ αξιομακάριστον
λοιπόν πράγμα φαίνεται πως είναι, να γεννήση κανείς υιόν τοιούτου
χαρακτήρος. — Πολύ βέβαια.

— Τι δε; όταν τέλος τελειώσουν ό,τι είχαν και δεν είχαν οι γονείς
του, πολλαπλασιασθή δε και αυξηθή μέσα εις την καρδίαν του το
σμήνος των ηδονών, τότε δεν θα τολμήση εις τας αρχάς να τρυπήση
τον τοίχον καμμιάς οικίας, ή να προβή εις την λωποδυσίαν κανενός
νυκτερινού διαβάτου, μετά ταύτα δε να απογυμνώση και κανένα ναόν;
Όλα τότε πλέον τα αισθήματα της τιμής και της σωφροσύνης, που
είχε μάθη από την παιδικήν του ηλικίαν να διακρίνη, θα υποταχθούν
νικημένα εις τα πάθη του, τα οποία νεωστί απελευθερώσας ο έρως
από την δουλείαν έχει κάμει δορυφόρους του· και τα πάθη αυτά, τα
οποία πρότερον, ότε ακόμη ήτο εις την εξουσίαν του πατρός του και
των δημοκρατικών νόμων, μόλις καθ' ύπνους εις τα όνειρά του
ετόλμων να απολυθούν, τώρα, που ο έρως έγινε τύραννός του, τον
κάμνουν πλέον διά παντός τοιούτον, οποίος πριν εγίνετο ενίοτε εις
τον ύπνον του· τώρα ούτε ο δεινότερος φόνος, ούτε το βδελυρώτερον
βρώμα, ούτε το χειρότερον κακούργημα θα τον σταματήση· αλλά ο
έρως, ο οποίος τυραννικώς ζη και βασιλεύει μέσα του εν πάση
ανομία και αναρχία, ως απόλυτος μονάρχης εις μίαν πόλιν, θα τον
αναγκάση τα πάντα να αποτολμήση, διά να διαθρέψη και τον εαυτόν
του και την πολυθόρυβον εκείνην ακολουθίαν των παθών, τα οποία,
άλλα μεν εισήλθον έξωθεν από τας κακάς συναναστροφάς, άλλα δε
ανεπτύχθησαν μόνα των μέσα του από την ελευθερίαν και την
χειραφέτησιν που τους παρεχώρησεν ο ίδιος· ή δεν είναι αυτός ο
βίος που διάγει ο τοιούτος άνθρωπος; — Αυτός και όχι άλλος.

 — Και αν μεν ευρίσκωνται ολίγοι τοιούτοι εις μίαν πολιτείαν, οι
δε λοιποί πολίται είναι συνετοί, τότε αναγκάζονται να
αναχωρήσουν, διά να προσφέρουν τας υπηρεσίας των εις κανένα άλλον
ξένον τύραννον, ή διά να καταταχθούν ως μισθοφόροι, εάν υπάρχη
πουθενά πόλεμος· και αν η πόλις διατελή εν ειρήνη και ησυχία,
διαπράττουν τότε εν αυτή πολλά μικρά κακά. — Τι είδους δηλαδή; —
Παραδείγματος χάριν κλοπάς, διαρρήξεις, λωποδυσίας, ιεροσυλίας,
σωματεμπορίας· ενίοτε δε, αν έχουν κάποιαν ευγλωττίαν,
μετέρχονται και το επάγγελμα του συκοφάντου, και ψευδομαρτυρούν ή
πωλούν την συνείδησίν των. — Πραγματικώς μικρά κακά, εάν είναι
ολίγοι οι τοιούτοι. — Διότι βέβαια τα μικρά είναι μικρά εν
συγκρίσει προς τα μεγάλα· και όλα αυτά παραβαλλόμενα προς όσα
υποφέρει μία πόλις, όταν από την ιδίαν της αθλιότητα και
διαφθοράν αποκτήση τύραννον, είναι μηδαμινά και καμμίαν αίσθησιν
δεν κάμνουν· όταν όμως εις μίαν πόλιν αυξηθή ο αριθμός των
τοιούτων και προστεθούν και άλλοι εις αυτούς και αισθανθούν την
υπεροχήν των, τότε ούτοι, συνεργούσης και της μωρίας του μικρού
λαού, προμηθεύουν εις την πόλιν τον τύραννον, και μάλιστα εκείνον
μεταξύ αυτών, όστις έχει μέσα εις την ψυχήν του τον μεγαλύτερον
και ισχυρότερον τύραννον. — Πολύ φυσικά, διότι αυτός θα ήτο και ο
τυραννικώτερος.

 — Και λοιπόν, εάν μεν η πόλις το πάρη απόφασιν και κλίνη την
κεφαλήν, χωρίς να φέρη καμμίαν αντίστασιν, καλώς έχει· ειδεμή,
εάν θελήση να εναντιωθή, όπως μετεχειρίσθη τότε την μητέρα του
και τον πατέρα του, τα ίδια θα κάμη τώρα και με την πατρίδα του,
εάν ημπορέση· θα την πιέση, θα την βασανίση και θα την αναγκάση
αυτήν, την παλαιάν του φίλην, την μητρίδα, καθώς την λέγουν οι
Κρήτες, και την πατρίδα, να κάμνη τον δούλον εις τους νέους του
φίλους, που έφερεν απ' έξω, και να τους διατρέφη· και εις αυτό το
τέλος θα καταλήξουν αι επιθυμίαι του τοιούτου ανθρώπου. — Εις
αυτό μάλιστα.

 — Άλλως τε τοιαύτη είναι η διαγωγή των και εις τον ιδιωτικόν των
βίον και πριν ακόμη καταλάβουν την εξουσίαν· πρώτον μεν, όσοι
τους περιστοιχίζουν, ή θα είναι κόλακες πρόθυμοι να τους
εξυπηρετούν εις κάθε περίστασιν, ή και αυτοί οι ίδιοι, όταν έχουν
την ανάγκην των, δεν θα διστάζουν να ταπεινώνωνται και να έρπουν
εμπρός των και να λαμβάνουν όλα τα σχήματα, διά να τους
αποδείξουν τάχα την αγάπην των, μόλις όμως κατορθώσουν τον σκοπόν
των, ούτε θέλουν πλέον να τους γνωρίζουν. — Πολύ σωστά. —
Τοιουτοτρόπως λοιπόν περνούν όλην την ζωήν των, χωρίς ποτέ να
είναι φίλοι με κανένα, αλλά πάντοτε ή δεσπόται των άλλων ή
δούλοι, και το χαρακτηριστικόν ακριβώς της τυραννικής φύσεως
είναι να μη γνωρίση ποτέ ούτε την αληθινήν ελευθερίαν, ούτε την
αληθινήν φιλίαν. — Βεβαιότατα. — Δεν θα είχαμεν λοιπόν δίκαιον να
τους ονομάσωμεν τους τοιούτους απίστους; — Πώς όχι; Ακόμη δε και
αδίκους εις τον υπέρτατον βαθμόν, εάν τουλάχιστον ήσαν σωστά, όσα
προηγουμένως παρεδέχθημεν περί της δικαιοσύνης; — Αλλά ήσαν
βέβαια σωστά.

 — Ας συγκεφαλαιώσωμεν λοιπόν τώρα τον χείριστον των ανθρώπων·
και θα είναι βέβαια χείριστος εκείνος, που εις την πραγματικότητα
θα είναι ίδιος με αυτόν, του οποίου αμυδράν εικόνα εδώσαμεν
ημείς. — Βεβαίως. — Θα είναι λοιπόν ο άνθρωπος, ο οποίος έχων εκ
φύσεως τον τυραννικώτατον χαρακτήρα, γίνη και απόλυτος μονάρχης·
και όσον περισσότερον διατηρήση αυτήν την εξουσίαν, τόσον μάλλον
και χειρότερος γίνεται. — Κατ' ανάγκην, είπε λαβών τον λόγον ο
Γλαύκων. — Αλλ' εάν είναι ο χειρότερος των ανθρώπων, είπα εγώ,
δεν θα είναι και ο αθλιώτερος; και δεν θα είναι τόσον αθλιώτερος,
όσον περισσότερον χρόνον και με τον μάλλον απόλυτον τρόπον
εξασκήση την τυραννικήν εξουσίαν; αδιάφορον τι φρονούν περί του
πράγματος οι πολλοί. — Κατ' ανάγκην είναι όπως τα λέγεις. — Ο
τυραννικός λοιπόν άνθρωπος, που τυραννείται από τα πάθη του, δεν
αντιστοιχεί κατά την ομοιότητα προς την τυραννουμένην πόλιν, όπως
ο δημοκρατικός προς την δημοκρατουμένην, και οι άλλοι ομοίως; —
Χωρίς αμφιβολίαν. — Οποίαν επομένως σχέσιν έχει μία πόλις προς
μίαν άλλην, ως προς την αρετήν και την ευδαιμονίαν, την αυτήν δεν
έχει και ένας άνθρωπος προς ένα άλλον; — Πώς όχι; — Αλλά ποίαν
σχέσιν έχει, ως προς την αρετήν, μία πόλις τυραννουμένη προς την
βασιλευομένην εκείνην πόλιν, όπως πρώτην την περιεγράψαμεν; —
Είναι όλως διόλου αντίθετοι· διότι η μία είναι η καλυτέρα και η
άλλη η χειροτέρα. — Δεν θα σε ερωτήσω ποίαν λέγεις καλυτέραν και
ποίαν χειροτέραν· διότι είναι φανερόν· αλλά την αυτήν άραγε ιδέαν
έχεις και περί της ευδαιμονίας και αθλιότητος αυτών ή
διαφορετικήν; και ας μη συγχύσωμεν τα πράγματα λαμβάνοντες υπ'
όψει μας τον τύραννον μόνον, που είναι ένας, ούτε τον μικρόν
αριθμόν των ευνοουμένων του, αλλά να εισέλθωμεν και να
εξετάσωμεν, καθώς πρέπει, ολόκληρον την πόλιν, να διεισδύσωμεν
παντού και τοιουτοτρόπως ν' αποφανθώμεν δι' όσα ίδωμεν. — Είναι
πολύ δίκαιον αυτό που ζητείς· και είναι φανερόν διά τον καθένα,
ότι δεν υπάρχει πολιτεία αθλιωτέρα από την τυραννουμένην, ούτε
ευτυχεστέρα από την βασιλευομένην. — Και δεν θα είχα άραγε
δίκαιον, να ζητήσω το ίδιον και προκειμένου περί των ανθρώπων,
και να θέλω να στηριχθώ εις την περί αυτών κρίσιν εκείνου μόνον,
όστις δύναται να διεισδύση διά της διανοίας και εννοήση κατά
βάθος τον εσωτερικόν αυτών χαρακτήρα, χωρίς να θαμβώνεται, σαν να
ήταν παιδί, από την εξωτερικήν παράστασιν και τα προσχήματα, που
υποδύονται οι τύραννοι εμπρός εις τον κόσμον; εάν λοιπόν
ισχυριζόμην ότι δεν πρέπει να ακούσωμεν, επί του προκειμένου
ζητήματος, παρά μόνον εκείνον, όστις, εκτός της περί το κρίνειν
ικανότητός του, έχει ακόμη συζήση και μετά των τυράννων, και τους
παρηκολούθησεν εις όλας τας κατ' ιδίαν πράξεις των και εις τας
προς τους οικείους αυτών σχέσεις των, όπου παρουσιάζονται χωρίς
την θεατρικήν εκείνην διασκευήν και πομπήν, και τους είδεν ακόμη
και πώς φέρονται κατά τους δημοσίους κινδύνους, και τον
παρακαλέσωμεν αυτόν να μας ειπή και ημάς, αφού τα εγνώρισε όλα
κατά βάθος, ποίαν ιδέαν έχει περί της ευτυχίας ή αθλιότητος του
τυράννου εν σχέσει προς τους άλλους ανθρώπους; . . . — Δεν θα
ημπορούσες να εξέλεγες καλύτερον κριτήν. — Θέλεις λοιπόν να
υποθέσωμεν προς στιγμήν, ότι ημείς είμεθα οι ικανοί να κρίνωμεν,
και ότι εκτός τούτου συνεζήσαμεν ήδη με τυράννους, ώστε να έχωμεν
κάποιον να μας απαντά εις τας ερωτήσεις μας; — Θέλω μάλιστα.

 — Εμπρός λοιπόν τώρα κύτταξε όπως σου λέγω· ενθυμούμενος την
ομοιότητα, που υπάρχει μεταξύ της πόλεως και του ατόμου, εξέτασε
την μίαν και τον άλλον με την σειράν, και ειπέ μου την κατάστασιν
και των δύο. — Ποίαν κατάστασιν; — Πρώτον μεν, διά να αρχίσωμεν
από την πόλιν, θα ονομάσης ελευθέραν ή δούλην μίαν πόλιν
τυραννουμένην; — Δούλην και εις τον ανώτατον μάλιστα βαθμόν. —
Και όμως ευρίσκεις και εις αυτήν δεσπότας και ελευθέρους. — Ναι,
αλλά εις ελάχιστον αριθμόν· ενώ, αληθώς ειπείν, το μεγαλύτερον
και υγιέστερον εν αυτή μέρος υπόκειται εις την αθλιωτέραν και
ατιμωτέραν δουλείαν. — Αφού λοιπόν συμβαίνει το ίδιον και με το
άτομον, ό,τι και με την πόλιν, δεν θα υπάρχη και εις αυτόν η ιδία
κατάστασις πραγμάτων, δεν θα είναι η ψυχή του γεμάτη από την
μεγαλυτέραν δουλείαν και ανελευθερίαν, και θα δουλεύη μεν το
υγιέστερον και καλύτερον αυτής μέρος, θα δεσπόζη δε το
μικρότερον, το και ελεεινότερον και μανιωδέστερον; — Κατ'
ανάγκην. — Τι λοιπόν; δούλην θα ονομάσης αυτήν την ψυχήν ή
ελευθέραν; — Δούλην αναμφιβόλως. — Η πόλις πάλιν η τυραννουμένη
και επομένως δούλη ημπορεί ποτέ να κάμνη ό,τι θέλη; — Κάθε άλλο.
— Και η τυραννουμένη ψυχή κατά συνέπειαν κάθε άλλο, παρά να κάμνη
ό,τι θέλη ημπορεί· και ομιλώ δι' ολόκληρον την ψυχήν· αλλά
παρασυρομένη βιαίως υπό του οίστρου των παθών της, θα είναι πάντα
γεμάτη από ταραχήν και μεταμέλειαν. — Πώς όχι; — Και τι ημπορεί
να είναι μία πόλις τυραννουμένη, πλουσία ή πτωχή; — Πτωχή. — Και
η τυραννική επομένως ψυχή θα είναι τοιαύτη και, ως εκ της
πτωχείας της, και άπληστος συγχρόνως κατ' ανάγκην. — Έτσι είναι.
— Ακόμη δε κατ' ανάγκην δεν θα διατελή υπό το κράτος παντοτινού
φόβου και η τοιαύτη πόλις και ο τοιούτος άνθρωπος; — Μάλιστα. —
Οδυρμούς δε και στεναγμούς και θρήνους και πόνους, πιστεύεις ότι
ημπορείς να εύρης περισσοτέρους εις καμμίαν άλλην πόλιν; —
Καθόλου. — Ή και εις κανένα άλλον άνθρωπον περισσοτέρους παρά εις
τον τυραννικόν αυτόν, που τον κάμνουν έξω φρενών ο έρως και τα
άλλα του πάθη; — Πώς είναι δυνατόν; — Ώστε όλα αυτά, νομίζω, και
άλλα τοιαύτα ακόμη, έλαβες υπ' όψιν σου, διά να κρίνης, ότι αυτή
η πόλις είναι η αθλιεστέρα απ' όλας τας πόλεις. Και δεν έχω τάχα
δίκαιον; — Πολύ μεγάλον μάλιστα· αλλά τι λέγεις και διά τον
τυραννικόν άνδρα, αν λάβης υπ' όψιν σου όλα αυτά τα ίδια; — Ότι
είναι κατά πολύ αθλιώτερος απ' όλους τους ανθρώπους. — Α, εις
αυτό όμως δεν έχεις επίσης δίκαιον. — Πώς; — Δεν είναι ακόμη εις
τόσον βαθμόν άθλιος ο τοιούτος. — Και ποίος λοιπόν είναι; — Θα
παραδεχθής, πιστεύω, ότι είναι αυτός, που θα σου ειπώ. — Ποίος; —
Εκείνος όστις, ενώ είναι και εκ φύσεως τυραννικός, δεν διέλθη την
ζωήν του ως απλούς ιδιώτης, αλλά η κακή του τύχη, προς μεγάλην
του συμφοράν, του παρουσιάση την ευκαιρίαν να γίνη τύραννος. —
Συμπεραίνω, εξ όσων είπαμεν προηγουμένως, ότι έχεις δίκαιον. —
Πολύ καλά· αλλά εις ζητήματα τοιαύτης σπουδαιότητος, όπου
πρόκειται να εύρωμεν, ποίος βίος είναι ο ευτυχέστερος και ποίος ο
δυστυχέστερος, δεν πρέπει να περιοριζώμεθα εις εικασίας μόνον,
αλλά να τα υποβάλωμεν εις τον αυστηρότερον έλεγχον του ορθού
λόγου. — Έχεις μέγα δίκαιον.

 — Πρόσεξε λοιπόν να ιδής· διά να κρίνωμεν καλώς περί του
τυράννου, ιδού, μου φαίνεται, πώς πρέπει να τον εξετάσωμεν. —
Πώς; — Να τον συγκρίνωμεν προς ένα έκαστον των άλλων πλουσίων
ιδιωτών, οι οποίοι έχουν πολλούς δούλους· διότι αυτοί έχουν τούτο
τουλάχιστον το κοινόν προς τους τυράννους, ότι έχουν πολλούς εις
την εξουσίαν των· η διαφορά έγκειται μόνον εις τον αριθμόν. —
Πράγματι. — Γνωρίζεις δε βέβαια ότι οι ιδιώται ούτοι ζουν ήσυχα
και δεν έχουν κανένα φόβον από τους δούλους των. — Και τι θα
είχαν να φοβηθούν; — Τίποτε· αλλά γνωρίζεις τον λόγον; Βεβαίως·
διότι ολόκληρος η πόλις προστατεύει έκαστον ιδιώτην. — Πολύ
σωστά· αλλά αν κανείς από τους θεούς σηκώση από μέσα από την
πόλιν ένα από αυτούς τους πλουσίους, που να έχη πεντήκοντα
δούλους ή και περισσοτέρους και τον μεταφέρη με την γυναίκα του
και τα τέκνα και με όλην του την περιουσίαν και τους δούλους του
εις μίαν ερημίαν, όπου να μην υπάρχη κανείς άλλος άνθρωπος
ελεύθερος να τον βοηθήση εν ανάγκη, εις ποίον διηνεκή φόβον
φαντάζεσαι ότι θα ευρίσκετο, μη σηκωθούν οι δούλοι και τον
σκοτώσουν και αυτόν και την γυναίκα του και τα τέκνα του; — Δεν
είναι δύσκολον να το φαντασθή κανείς. — Δεν θα ηναγκάζετο λοιπόν
τότε να περιποιήται και να θωπεύη μερικούς από τους δούλους του
και να τους δίδη ένα σωρόν υποσχέσεις και να τους απελευθερώση
ακόμη, χωρίς να το αξίζουν, και ενί λόγω να καταντήση αυτός κόλαξ
των ιδίων του δούλων; — Κατ' ανάγκην, διότι άλλως θα διέτρεχε
κίνδυνον η ζωή του. — Αλλά και τι ακόμη θα συνέβαινεν, εάν ο
ίδιος ο θεός έβαζε γύρω εις την κατοικίαν αυτού του πλουσίου και
πολλούς άλλους γείτονας, που να μην υποφέρουν, ένας άνθρωπος να
έχη υπό την εξουσίαν του άλλους ομοίους του, αλλ' όπου εύρουν
κανένα τοιούτον, να του επιβάλλουν τας εσχάτας τιμωρίας; — Η
θέσις του θα ήτο ακόμη περισσότερον χειροτέρα, αφού θα
περιεστοιχίζετο πανταχόθεν από ανθρώπους όλους εχθρούς του.

 — Εις μίαν λοιπόν τοιαύτην ειρκτήν δεν ευρίσκεται φυλακισμένος
και αλυσοδεμένος ο τύραννος; έχων εκ φύσεως τοιούτον χαρακτήρα,
όπως τον εζωγραφίσαμεν, δεν θα διατελή διαρκώς υπό το κράτος
φόβων και επιθυμιών παντοειδών; με όλην δε την απληστίαν της
ψυχής του, δεν θα είναι ο μόνος εκ των πολιτών, που ούτε να
ταξειδεύση θα ημπορή πουθενά, ούτε να ιδή τίποτε από εκείνα, που
έχουν οι άλλοι την περιέργειαν να βλέπουν, αλλά κατάκλειστος ως
επί το πολύ μέσα εις την οικίαν του, σαν γυναίκα, ζηλεύει τους
άλλους, που ημπορούν να ταξειδεύουν και να βλέπουν τόσον ωραία
πράγματα; — Πολύ σωστά τα λέγεις.

Ο άνθρωπος λοιπόν ο τυραννικός, ο δούλος των παθών και των
επιθυμιών του, τον οποίον ήδη συ εχαρακτήρισες ως τον αθλιώτατον
των ανθρώπων, καρπούται πολύ περισσότερα ακόμη κακά, όταν δεν
διέλθη την ζωήν του ως απλούς ιδιώτης, αλλ' αναγκασθή από κάποιαν
κακήν του τύχην να γίνη τύραννος, και ενώ δεν είναι ικανός να
κυβερνήση τον εαυτόν του, αναλάβη να κυβερνά τους άλλους·
απαράλλακτα δηλαδή όπως ένας άνθρωπος ασθενικός, που δεν ημπορεί
καλά καλά να επαρκέση εις τον εαυτόν του, αντί να περιορισθή να
φροντίζη διά την υγείαν του, ήθελε αναγκασθή να περάση την ζωήν
του αγωνιζόμενος προς άλλους αθλητάς και μαχόμενος. Η παρομοίωσίς
σου είναι ακριβεστάτη και αληθεστάτη. — Ώστε η κατάστασις αυτή
δεν είναι υφ' όλας τας επόψεις η χειροτέρα, και από εκείνον τον
οποίον συ έκρινες αθλιώτερον, δεν ζη πολύ αθλιώτερα ακόμη ο
τύραννος; — Χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν.

 — Είναι λοιπόν τη αληθεία, και αν κανείς δεν ήθελε να το
παραδεχθή, ο πραγματικός τύραννος πραγματικός δούλος, υποκείμενος
εις την μεγίστην δουλείαν και εξευτελισμόν, και κόλαξ των
ταπεινοτάτων ανθρώπων· ποτέ δεν ημπορεί να ικανοποιήση και να
χορτάση και τας κοινοτέρας του επιθυμίας, αλλά στερείται των
πάντων και παρουσιάζεται πράγματι πτωχός εις εκείνον, που
γνωρίζει να εξετάση όλον το βάθος της ψυχής του, και διατελεί
καθ' όλον τον βίον του υπό το κράτος φόβων και σφαδασμών και
οδυνών, εάν είναι αληθές ότι ομοιάζει με την πόλιν της οποίας
είναι ο κύριος· και ομοιάζει πράγματι· δεν είναι έτσι; —
Βεβαιότατα. — Ακόμη δε ας προσθέσωμεν εις τας τόσας αθλιότητας
και εκείνα, που είπαμεν προηγουμένως, ότι από ημέρας εις ημέραν
γίνεται αναγκαίως, χάρις εις την αρχήν την οποίαν κατέχει, ακόμη
περισσότερον από πριν φθονερός, άπιστος, άδικος, άφιλος, ανόσιος,
πάσης κακίας πανδοχείον και οικοτροφείον, και δι' όλους αυτούς
τους λόγους δυστυχής μεν ο ίδιος, αφορμή δε της δυστυχίας και
όλων των άλλων, που τον πλησιάζουν. — Κανείς λογικός άνθρωπος δεν
θα έχη την παραμικροτέραν αντίρρησιν εις όλα αυτά.

 — Έλα λοιπόν τώρα κάμε μου την χάριν, όπως ο κριτής που εκφέρει
την τελικήν κρίσιν μετά το πέρας όλων των αγώνων, να εκφέρης και
συ τώρα πλέον την κρίσιν σου, ποίος κατά την ιδέαν σου έρχεται
πρώτος ως προς την ευδαιμονίαν, ποίος δεύτερος και ούτω καθ'
εξής, από τους πέντε που έχομεν να κρίνωμεν, τον βασιλικόν,
τιμοκρατικόν, ολιγαρχικόν, δημοκρατικόν και τυραννικόν. — Αλλά
καθόλου δύσκολος δεν είναι η κρίσις· εγώ τουλάχιστον τους κρίνω,
υπό έποψιν αρετής και κακίας, ευδαιμονίας και δυστυχίας, κατά την
σειράν που εισήλθον, όπως οι χοροί των τραγωδιών, εις την σκηνήν.
— Θέλεις λοιπόν να μισθώσωμεν ένα κήρυκα, ή να κάμω εγώ ο ίδιος
αυτό το έργον και να κηρύξω ότι, ο υιός του Αρίστωνος τον
εναρετώτατον και δικαιότατον άνθρωπον έκρινεν ως τον
ευτυχέστατον, και αυτός είναι ο βασιλικώτατος, εκείνος δηλαδή που
εξουσιάζει περισσότερον τον εαυτόν του, τον δε κάκιστον και
αδικώτατον ως τον δυστυχέστατον, και αυτός πάλιν είναι εκείνος
που έχει τον τυραννικώτατον χαρακτήρα και εξασκεί του χειροτέρου
είδους την τυραννίαν και επί του εαυτού του και επί της πόλεως; —
Μάλιστα, να το κηρύξης εκ μέρους μου. — Να προσθέσω δε εις το
κήρυγμά μου: και αν ακόμη τους γνωρίζουν ή δεν τους γνωρίζουν,
ότι είναι τοιούτοι, όλοι και θεοί και άνθρωποι; — Να το
προσθέσης.

 — Πολύ καλά· αύτη λοιπόν είναι μία απόδειξις του ζητουμένου μας·
υπάρχει όμως και μία άλλη, την οποίαν, εάν θέλης, ημπορώ να σου
δώσω. — Και ποία είναι αυτή; — Επειδή, όπως μία πολιτεία είναι
διηρημένη εις τρία μέρη, τοιουτοτρόπως και η ψυχή του καθενός μας
διαιρείται επίσης εις τρία μέρη, ημπορούμεν, μου φαίνεται, να
εξαγάγωμεν εξ αυτού και μίαν άλλην απόδειξιν. — Να την ακούσωμεν.
— Ιδού την· εις τα τρία αυτά μέρη της ψυχής αντιστοιχούν και τρία
είδη ηδονών, μία διά το καθένα· επίσης και τρία είδη επιθυμιών
και αρχών. — Εξήγησέ μου το καλύτερα. — Το πρώτον εκ των μερών
τούτων της ψυχής είναι, είπομεν, εκείνο διά του οποίου ο άνθρωπος
μανθάνει· το δεύτερον εκείνο, διά του οποίου θυμούται· το δε
τρίτον έχει πολλάς διαφόρους μορφάς, ώστε να δύναται να περιληφθή
υπό ένα ιδιαίτερον όνομα· από το ισχυρότερον όμως και
επικρατέστερον χαρακτηριστικόν του, το ωνομάσαμεν επιθυμητικόν,
ένεκα της μεγάλης σφοδρότητος, που έχουν αι επιθυμίαι του φαγητού
και του ποτού και των αφροδισίων και των άλλων σχετικών, ακόμη δε
και φιλοχρήματον, επειδή διά των χρημάτων προ πάντων
ικανοποιούνται αυταί αι επιθυμίαι. — Και πολύ σωστά. — Και αν
άραγε ηθέλαμεν ειπή, ότι η ηδονή και η αγάπη του μέρους τούτου
της ψυχής είναι η αγάπη του κέρδους, δεν θα καθωρίζαμεν γενικώς
την ιδιαιτέραν φύσιν αυτού, ώστε να έχωμεν σαφή αντίληψιν του
πράγματος, οσάκις ηθέλαμεν να το ονομάσωμεν; δεν θα είχαμεν
δίκαιον να το ονομάσωμεν φιλοχρήματον και φιλοκερδές; — Αυτό λέγω
και εγώ.

 — Το δε θυμοειδές μέρος της ψυχής δεν είναι εκείνο, διά του
οποίου ορμάται αύτη ολόκληρος να επιζητή την ευδοκίμησιν, την
επικράτησιν, την νίκην; — Μάλιστα. — Δεν θα εταίριαζε λοιπόν τάχα
να το ονομάσωμεν αυτό ακόμη και φιλόνικον και φιλότιμον; — Και
πολύ μάλιστα. — Όσον δε αφορά το μέρος, διά του οποίου
μανθάνομεν, είναι φανερόν εις όλους, ότι τείνει ολόκληρον να
γνωρίση την αλήθειαν, πανταχού όπου υπάρχει, και ότι καμμίαν
σημασίαν δεν δίδει διά τα πλούτη και την δόξαν και τα τοιαύτα. —
Μάλιστα. — Δεν θα ημπορούσαμεν λοιπόν να το ονομάσωμεν δικαίως
φιλομαθές και φιλόσοφον; — Πώς όχι; — Δεν είναι ακόμη αληθές, ότι
εις άλλους μεν ανθρώπους επικρατεί το ένα απ' αυτά, εις άλλους δε
το άλλο, κατά πώς τύχη; — Έτσι είναι. — Και δι' αυτόν τον λόγον
ακριβώς δεν δυνάμεθα να είπωμεν ότι τα τρία κύρια είδη των
ανθρωπίνων χαρακτήρων είναι ο φιλόσοφος, ο φιλόδοξος και ο
φιλοκερδής; — Βεβαιότατα. — Και τρία είδη επίσης ηδονών
αντιστοιχούντα εις έκαστον από αυτούς τους τρεις χαρακτήρας; —
Μάλιστα. — Γνωρίζεις δε, ότι, αν ερωτήσης τρεις τοιούτους
ανθρώπους τον καθένα χωριστά, ποίον από αυτούς τους βίους θεωρεί
ευτυχέστερον, θα εγκωμιάση έκαστος περισσότερον τον ιδικόν του· ο
φιλοκερδής έξαφνα δεν θα μας είπη, ότι η ηδονή της μαθήσεως ή της
δόξης δεν έχουν καμμίαν αξίαν εμπρός εις την ηδονήν του κέρδους,
εφόσον τουλάχιστον δεν μας παρέχουν και καμμίαν υλικήν ωφέλειαν;
— Είναι αληθές. — Τι δε ο φιλόδοξος; την μεν ηδονήν του κέρδους
δεν την θεωρεί ταπεινήν, την δε της μαθήσεως αφ' ετέρου καπνόν
και φλυαρίαν, εκτός τουλάχιστον αν προσπορίζη και κάποιαν δόξαν
και τιμάς; — Έτσι είναι. — Ο δε φιλόσοφος, τι φαντάζεσαι ότι
νομίζει τας άλλας ηδονάς εμπρός εις εκείνην, που παρέχει η γνώσις
της αληθείας και η αποκλειστική εις αυτήν αφοσίωσις; δεν θα
έλεγεν ότι πολύ απέχουν της αληθινής ηδονής και ότι είναι το πολύ
ανάγκαι τας οποίας ούτε καν θα εσκέπτετο, αν δεν τας επέβαλλεν η
φύσις; — Δι' αυτό δα πρέπει να είμεθα τελείως βέβαιοι.

 — Αφού λοιπόν αμφισβητούνται τα τρία ταύτα είδη των ηδονών και
οι αντιστοιχούντες προς αυτά βίοι, πώς θα κάμωμεν διά να κρίνωμεν
ποίος από τους τρεις έχει δίκαιο; πώς να εύρωμεν, αν όχι ποίος
βίος από αυτούς είναι ωραιότερος και ασχημότερος ή καλύτερος και
χειρότερος, αλλά τουλάχιστον ευχαριστότερος και αλυπότερος; —
Ξεύρω κ' εγώ; — Σκέψου να ιδής· πώς δυνάμεθα να κρίνωμεν ασφαλώς
περί της αληθείας ενός πράγματος; ουχί διά της εμπειρίας, της
φρονήσεως και του ορθού λόγου; ή μήπως έχομεν κανένα άλλο
καλύτερον κριτήριον; — Όχι βέβαια. — Πρόσεξε λοιπόν ποίος από
αυτούς τους τρεις ανθρώπους έχει μεγαλυτέραν εμπειρίαν όλων των
ηδονών, που ανεφέραμεν; νομίζεις ότι ο φιλοκερδής, αν επεδίδετο
εις την σπουδήν της αληθείας, θα ήτο ικανώτερος να κρίνη περί της
ηδονής, την οποίαν παρέχει η γνώσις, ή ο φιλόσοφος περί της
ηδονής, την οποίαν παρέχει το κέρδος; — Πολύ διαφέρει το πράγμα·
διότι ο μεν φιλόσοφος είναι υποχρεωμένος από την παιδικήν του
ηλικίαν να δοκιμάζη και τας άλλας ηδονάς, ενώ ο φιλοκερδής δεν
έχει καμμίαν ανάγκην να σπουδάση την αλήθειαν της φύσεως των
όντων, διά να δοκιμάση, πόσον γλυκεία είναι αυτή η ηδονή, και να
αποκτήση επομένως την εμπειρίαν της· μάλλον δε, και αν είχε όλην
την καλήν διάθεσιν και προθυμίαν, το πράγμα θα ήτο ανώτερον των
δυνάμεών του. — Ώστε ο φιλόσοφος υπερτερεί κατά πολύ τον
φιλοκερδή ως προς την εμπειρίαν αμφοτέρων των ηδονών. — Πολύ
μάλιστα. — Τον δε φιλότιμον; έχει τάχα ολιγωτέραν εμπειρίαν της
ηδονής, που δίδουν αι τιμαί και η δόξα, παρ' όσην έχει ο
φιλότιμος της ηδονής, που παρέχουν η μάθησις και η επιστήμη; —
Κάθε άλλο· διότι τιμάς μεν και δόξαν ευρίσκει έκαστος των τριών
αυτών ανθρώπων, όταν ευδοκιμήση εξαιρετικώς εις το έργον εις το
οποίον ήθελεν επιδοθή, και ο πλούσιος τιμάται υπό πολλών όπως και
ο ανδρείος και ο σοφός· ώστε, όσον δι' αυτήν την ηδονήν των
τιμών, τι πράγμα είναι, όλοι έχουν ίσην εμπειρίαν ενώ, ποίαν
ηδονήν παρέχει η εύρεσις της αληθείας των όντων, κανείς άλλος δεν
ημπορεί να την έχη δοκιμάση παρά μόνον ο φιλόσοφος. — Επομένως,
όσον εξαρτάται από την εμπειρίαν, ο φιλόσοφος είναι εις θέσιν να
κρίνη πολύ καλύτερα από τους δύο άλλους. — Χωρίς καμμίαν
αντίρρησιν.

 — Αλλ' είναι και ο μόνος ακόμη ο οποίος, μετά της εμπειρίας
συνδυάζει και την φρόνησιν. — Πώς όχι; — Προσέτι δε και το
όργανον, διά του οποίου δυνάμεθα να κρίνωμεν ορθώς, δεν ανήκει
εις τον φιλοκερδή ουδέ εις τον φιλότιμον, αλλ' αποκλειστικώς εις
τον φιλόσοφον. — Το ποίον; — Δεν είπαμεν ότι χρειάζεται ο ορθός
λόγος διά να κρίνωμεν ορθώς; — Ναι. — Αλλ' ακριβώς το προσιδιάζον
όργανον του φιλοσόφου είναι ο ορθός λόγος. — Πώς όχι; — Λοιπόν,
εάν ήρκει το κέρδος και τα πλούτη διά να κρίνωμεν ορθώς περί των
πραγμάτων, εκείνα τα οποία θα επήνει ή θα έψεγεν ο φιλοκερδής,
κατ' ανάγκην θα ήσαν και τα αληθέστερα. — Βεβαίως. — Εάν δε ήρκει
η τιμή, η νίκη και η ανδρεία, τότε δεν θα ήσαν αληθή εκείνα, τα
οποία θα επήνει ο φιλότιμος και ο φιλόνικος; — Φανερόν. — Αφού
όμως τα πράγματα κρίνονται διά της εμπειρίας, της φρονήσεως και
του ορθού λόγου; — Τότε κατ' ανάγκην αληθή είναι εκείνα μόνον, τα
οποία επαινεί ο φιλόσοφος, ο φίλος του ορθού λόγου. — Και
επομένως, από τας τρεις ηδονάς της ψυχής, γλυκυτέρα είναι η ηδονή
της μαθήσεως και της επιστήμης, και εκείνος ο άνθρωπος, εις τον
οποίον επικρατεί αύτη, θα διάγη βέβαια τον γλυκύτερον βίον. — Πώς
ημπορεί να είναι αλλέως; έχει πράγματι όλα του τα δίκαια ο
φιλόσοφος, όταν επαινή ως άριστον τον ιδικόν του βίον. — Ποίον δε
βίον και ποίαν ηδονήν θέτει εις την δευτέραν σειράν ο κριτής; —
Φυσικά του φιλοδόξου και του πολεμικού· διότι αυτόν θεωρεί
πλησιέστερον προς τον ιδικόν του, ή του χρηματιστού. — Ώστε,
καθώς φαίνεται, εις τον τελευταίον τούτον δίδει την τελευταίαν
θέσιν. — Αναμφιβόλως.

 — Ιδού λοιπόν δύο αλλεπάλληλοι νίκαι, εις τας οποίας ο δίκαιος
ενίκησε τον άδικον· αλλά και τρίτην ακόμη θα νικήση, αληθώς
ολυμπιακήν, διά την οποίαν θα αποδώση χάριτας εις τον σωτήρα τον
Ολύμπιον Δία· και ιδού αυτή: κάθε άλλη ηδονή, εκτός του σοφού,
δεν είναι τελείως αληθής και καθαρά, αλλ' είναι απλώς μία
σκιαγραφία της ηδονής, καθώς ενθυμούμαι να ήκουσα από κάποιον
σοφόν· και αυτό βέβαια θα ήτο η μεγαλυτέρα και τελειωτική ήττα
του αδίκου. — Βέβαια· αλλά πώς το αποδεικνύεις; — Εσύ αποκρίνου
εις τας ερωτήσεις μου και από κοινού αναζητούντες θα το εύρωμεν.
— Ερώτα με λοιπόν. — Σε ερωτώ· η λύπη δεν λέγομεν ότι είναι το
εναντίον της ηδονής; — Είναι βέβαια. — Δεν υπάρχει δε και μία
κατάστασις, κατά την οποίαν ούτε χαίρομεν ούτε λυπούμεθα; —
Μάλιστα. — Και η κατάστασις αύτη, κειμένη εν τω μέσω της ηδονής
και της λύπης, αποτελεί διά την ψυχήν μίαν κατάστασιν ησυχίας
απέναντι και των δύο· ή δεν είναι αυτή η ιδέα σου; — Αυτή
μάλιστα. — Αλλά ενθυμείσαι άραγε τους λόγους, που λέγουν οι
άρρωστοι κατά την ασθένειάν των; — Ποίους λόγους; — Ότι δεν
υπάρχει γλυκύτερον πράγμα από την υγείαν, αλλά δεν ήσαν εις θέσιν
να γνωρίζουν όλην του την αξίαν πριν ασθενήσουν. — Ναι, τους
ενθυμούμαι. — Δεν ήκουsες επίσης και εκείνους, που υποφέρουν από
καμμίαν μεγάλην λύπην, να λέγουν, ότι τίποτε δεν είναι γλυκύτερον
παρά να μην υποφέρη κανείς πλέον; — Μάλιστα. — Αλλά και εις
πολλάς άλλας τοιαύτας περιστάσεις κάμνουν, νομίζω, το ίδιον οι
άνθρωποι· όταν λυπούνται, εγκωμιάζουν ως το γλυκύτερον πράγμα το
να μη λυπάται κανείς, την απαλλαγήν από της λύπης και την
ησυχίαν, και όχι την χαράν. — Διότι αυτό ίσως τους φαίνεται τότε
γλυκύ και ευχάριστον πράγμα, η ησυχία. — Κατά τον ίδιον επομένως
λόγον και όταν παύση κανείς να χαίρη, αυτή η ησυχία της χαράς, θα
του επροξενούσε λυπηρόν συναίσθημα. — Κατά πάσαν πιθανότητα. —
Ώστε αυτή η ησυχία της ψυχής, η οποία είπαμεν ότι κείται μεταξύ
της ηδονής και της λύπης, θα είναι, κατά τας περιστάσεις και τα
δύο, και λύπη και ηδονή. — Έτσι φαίνεται. — Αλλά είναι δυνατόν,
αφού δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, να είναι και τα δύο
μαζί; — Δεν το πιστεύω. — Κάθε λυπηρόν ή ευχάριστον συναίσθημα
δεν παραδέχεσαι ότι είναι κάποια κίνησις της ψυχής; — Ναι. — Ενώ
απεναντίας το να μην αισθάνεται κανείς ούτε χαράν ούτε λύπην, δεν
είπαμεν ότι είναι μία κατάστασις ησυχίας και κάτι τι το διάμεσον
μεταξύ των δύο εκείνων συναισθημάτων; — Μάλιστα. — Πώς είναι
λοιπόν λογικόν να παραδεχθή κανείς, ότι η άρνησις της λύπης είναι
ηδονή, και η άρνησις της ηδονής λύπη; — Καθόλου βέβαια λογικόν
δεν είναι. — Ώστε αυτή η κατάστασις της ησυχίας δεν είναι καθ'
εαυτήν ούτε ευχάριστον ούτε δυσάρεστον συναίσθημα· αλλά φαίνεται
απλώς ευχάριστον παραβαλλόμενον προς την λύπην, και δυσάρεστον εν
σχέσει προς την ηδονήν· και εις όλα επομένως αυτά τα φαντάσματα
δεν υπάρχει αληθής ηδονή, αλλά μόνον κάποια γοητεία. — Καθώς
τουλάχιστον απεδείχθη διά του συλλογισμού. . . .

 — Διά να μη σου μένη λοιπόν κανένας λόγος να φαντάζεσαι, ότι δεν
είναι άλλο τίποτε η ηδονή εις αυτόν τον κόσμον παρά απαλλαγή από
της λύπης και η λύπη απαλλαγή από της ηδονής, πρόσεξε να ιδής
ηδονάς, αι οποίαι δεν προέρχονται κατόπιν από λύπας. — Πού είναι
αυταί και ποίου είδους; — Πολλαί μεν και άλλαι, αλλά πρόσεξε, διά
να εννοήσης, τας ηδονάς της οσφρήσεως· αυταί, χωρίς να προηγηθή
κανένα δυσάρεστον αίσθημα, προξενούν έξαφνα ισχυροτάτην εντύπωσιν
εις την ψυχήν, και αφού παύσουν, δεν της αφήνουν καμμίαν λύπην. —
Είναι αλήθεια αυτό. — Ας μη φανταζώμεθα λοιπόν, ότι η καθαρά
ηδονή είναι απλώς απαλλαγή από την λύπην, και η πραγματική λύπη
απαλλαγή από την ηδονήν. — Όχι. — Και μολαταύτα αι λεγόμεναι
ακριβώς ηδοναί, όσαι διά των αισθήσεων του σώματος φθάνουν εις
την ψυχήν, αι περισσότεραι, ίσως και αι ισχυρότεραι, ανήκουν εις
αυτό το είδος, είναι δηλαδή απαλλαγαί από κάποιαν λύπην. —
Σύμφωνος. — Δεν συμβαίνει δε το ίδιον και με τας προαισθήσεις της
χαράς και της λύπης, που προκαταβολικώς δοκιμάζομεν επί τη
προσδοκία ευχαρίστου τινός ή δυσαρέστου πράγματος; — Το ίδιον.

 — Γνωρίζεις δε τι είναι αύται αι ηδοναί και με τι δύναταί τις να
τας παραβάλη; — Με τι; — Δεν αγνοείς ότι υπάρχει εις την φύσιν
άνω, κάτω, και μέσον. — Μάλιστα. — Ένας, ο οποίος μεταβαίνει από
το κάτω εις το μέσον, δεν φαντάζεται ότι πηγαίνει προς τα άνω;
και όταν φθάση εις το μέσον και γυρίζη και βλέπη από πού
εξεκίνησε, τι άλλο ημπορεί να φαντασθή, παρά ότι ευρίσκεται εις
το άνω, επειδή δεν είδεν ακόμη το πραγματικώς άνω; — Μα την
αλήθειαν, δεν νομίζω ότι θα φαντασθή αλλέως το πράγμα. — Εάν δε
πάλιν εφέρετο προς τα κάτω, θα επίστευε βέβαια ότι καταβαίνει,
και δεν θα είχεν άδικον να το πιστεύη. — Όχι βέβαια. — Όλα δε
αυτά θα τα επάθαινε, διότι δεν γνωρίζει το πραγματικόν άνω, και
το κάτω, και το μέσον. — Φυσικά. — Θα παραξενευθής λοιπόν, εάν
άνθρωποι άπειροι της αληθείας έχουν εσφαλμένην ιδέαν, όπως περί
πολλών άλλων πραγμάτων, τοιουτοτρόπως και περί ηδονής και λύπης
και της μέσης εκείνης μεταξύ αυτών καταστάσεως; ούτως ώστε, όταν
περιπίπτουν εις καμμίαν λύπην, πιστεύουν ότι υποφέρουν, και
υποφέρουν πράγματι· αλλ' όταν εκ της λύπης μεταβαίνουν εις την
μέσην κατάστασιν, είναι τελείως πεπεισμένοι ότι ευρίσκονται εις
την πλήρη ικανοποίησιν, εις την πλήρη απόλαυσιν της ηδονής; ενώ
απλούστατα απατώνται από άγνοιαν της πραγματικής ηδονής και διότι
θεωρούν την λύπην κατ' αντιπαραβολήν μόνον προς την έλλειψιν της
λύπης, όπως ένας, που δεν γνωρίζει το λευκόν χρώμα, θα έπαιρνε το
φαιόν διά λευκόν, εν συγκρίσει προς το μέλαν. — Πολύ περισσότερον
θα μου εφαίνετο παράξενον, αν το εναντίον συνέβαινε.

 — Τώρα πρόσεχε εις αυτό, που θα σου είπω· η πείνα, η δίψα και αι
άλλαι φυσικαί ανάγκαι, δεν αποτελούν διά το σώμα ένα είδος κενού,
το οποίον ζητεί να πληρωθή; — Μάλιστα. — Παρομοίως δε η άγνοια
και η αφροσύνη δεν είναι ένα είδος κενού και αυταί διά την ψυχήν;
— Αναμφιβόλως. — Και το μεν κενόν, που δημιουργεί η πείνα, δεν το
γεμίζει ο άνθρωπος λαμβάνων τροφήν, το δε κενόν της ψυχής τρέφων
την διάνοιάν του; — Πώς όχι; — Και ποία είναι τελειοτέρα
πλήρωσις, εκείνη που γίνεται με πράγματα περισσότερον ουσιαστικά,
ή ολιγώτερον; — Με πράγματα βέβαια περισσότερον ουσιαστικά. — Και
ποία πράγματα σου φαίνεται ότι μετέχουν περισσότερον της καθαράς
ουσίας του όντος, τα φαγητά άραγε και τα ποτά και εν γένει αι
τροφαί, ή αι αληθείς δοξασίαι; και αι επιστήμαι και τα διανοήματα
και με μίαν λέξιν όλαι αι αρεταί; κρίνε δε το πράγμα ως εξής·
περισσοτέραν πραγματικότητα σου φαίνεται ότι έχει εκείνο, που
προέρχεται από το ον το πάντοτε αναλλοίωτον και αθάνατον και
αληθές και είναι και αυτό τοιούτον και παράγεται επίσης εντός
τοιούτου τινός, ή εκείνο που προέρχεται από πράγματα υποκείμενα
εις την αλλοίωσιν και την φθοράν και είναι και αυτό τοιούτον και
παράγεται επίσης εντός τοιούτων; — Εκείνο βέβαια που προέρχεται
από το πάντοτε αναλλοίωτον. — Τα δε πράγματα τα υποκείμενα εις
αλλοίωσιν μήπως μετέχουν τάχα περισσοτέρας πραγματικότητος ή
επιστήμης; — Διόλου. Μήπως τάχα αληθείας; — Ούτε τούτο. — Αφού
λοιπόν μετέχουν ολιγωτέρας αληθείας, δεν θα μετείχον και
ολιγωτέρας πραγματικότητος; Κατ' ανάγκην. — Ώστε γενικώς, όλα,
όσα χρησιμεύουν προς συντήρησιν του σώματος δεν μετέχουν
ολιγωτέρας αληθείας και πραγματικότητος, παρ' εκείνα, που
χρησιμεύουν εις την συντήρησιν και θεραπείαν της ψυχής; —
Αναμφιβόλως. — Και αυτό δε το σώμα δεν έχει ολιγωτέραν
πραγματικότητα από την ψυχήνq — Μάλιστα. — Η πλήρωσις επομένως
της ψυχής, αφού γίνεται με πράγματα ουσιαστικώτερα, μετέχει δε
και η ιδία περισσοτέρας πραγματικότητος, είναι τωόντι πολύ
πραγματικωτέρα από την πλήρωσιν του σώματος. — Πώς όχι;

 — Εάν λοιπόν η ηδονή συνίσταται εις το να πληρούται τι με τα
πράγματα, που είναι σύμφωνα με την φύσιν του, εκείνο που
πληρούται αληθώς με τα πράγματα, τα οποία έχουν περισσοτέραν
πραγματικότητα, οφείλει βεβαίως να απολαμβάνη μίαν ηδονήν όντως
πραγματικωτέραν και αληθεστέραν, ενώ εκείνο το οποίον πληρούται
με πράγματα ολιγώτερον μετέχοντα από την πραγματικότητα, θα
πληρούται κατά τρόπον ολιγώτερον αληθή και βέβαιον και η ηδονή,
την οποίαν απολαμβάνει, θα είναι πολύ ολιγώτερον αληθής και
βεβαία. — Είναι απόλυτος ανάγκη να συμβαίνη αυτό. — Εκείνοι
επομένως που δεν γνωρίζουν τι θα ειπή σοφία και αρετή, και είναι
παραδομένοι εις τας απολαύσεις της κοιλίας και άλλας τοιαύτας
υλικάς ηδονάς, φέρονται διαρκώς προς τα κάτω και το πολύ πάλιν
έως εις το μέσον, και εις όλην των την ζωήν ανεβοκαταιβαίνουν
μεταξύ των δύο τούτων σημείων, χωρίς ποτέ να ημπορέσουν να το
υπερβούν και χωρίς ποτέ να σταθούν ικανοί, να σηκώσουν τα
βλέμματά των προς το αληθώς άνω, ούτε να απολαύσουν πραγματικώς
το αληθώς ον, και να γευθούν την καθαράν και γνησίαν ηδονήν· αλλά
πάντοτε βλέποντες προς τα κάτω, δίκην ζώων, και σκυμμένοι επάνω
εις την γην και εις τραπέζας βόσκουν κτηνωδώς χορταίνοντες την
κοιλίαν των και τας σαρκικάς των επιθυμίας, και από την
πλεονεξίαν αυτών των ηδονών λακτίζονται και κερατίζονται μεταξύ
των και εις το τέλος και αλληλοφονεύονται με τα σιδηρά των κέρατα
και τας οπλάς επάνω εις την λύσσαν της απληστίας των, διότι δεν
είναι εις θέσιν να γεμίσουν με πράγματα ουσιαστικά το μέρος
εκείνο του εαυτού των, που μετέχει περισσότερον του όντος και που
είναι το μόνον επιδεκτικόν αληθούς πληρώσεως. — Πιστότατα ως
χρησμολόγος απεικόνισες τον βίον των πολλών, Σωκράτη. — Δεν είναι
λοιπόν ανάγκη και να γνωρίζουν μόνον ηδονάς αναμεμιγμένας με
λύπας, απλά είδωλα της αληθούς ηδονής, ατελείς σκιαγραφίας, που
λαμβάνουν χρώμα μόνον εκ της προς αλλήλας αντιπαραθέσεως και
φαίνονται τόσον ισχυραί και αι δύο, ώστε γεννούν λυσσώδεις έρωτας
εις τους άφρονας, και γίνονται τόσον περιμάχητοι, όπως έγινε
περιμάχητον, κατά τον Στησίχορον, το είδωλον της Ελένης εις τους
εν Τροία, επειδή δεν εγνώριζαν την αληθινήν Ελένην; — Πράγματι
τοιούτον τι θα συμβαίνη κατ' ανάγκην και με αυτό.

 — Αλλά πώς; το ίδιον δεν θα συμβαίνη κατ' ανάγκην και με το
θυμοειδές, όταν η φιλοδοξία υποδαυλιζομένη υπό του φθόνου, το
φιλόνικον του χαρακτήρος υπό της αυθαιρεσίας και η φυσική
αγριότης υπό της οργής, ωθούν τον άνθρωπον να επιδιώκη δίχως νουν
και κρίσιν την πλησμονήν της τιμής, της νίκης και του θυμού; —
Τοιαύτα θα συμβαίνουν κατ' ανάγκην και με αυτό. — Τι λοιπόν; δεν
δυνάμεθα να είπωμεν μετά θάρρους, ότι και αι επιθυμίαι, που
ανήκουν εις τα δύο αυτά μέρη της ψυχής, το φιλόνικον και το
φιλοκερδές, όταν οδηγούνται υπό της επιστήμης και του λογικού και
υπό την οδηγίαν αυτών δεν επιδιώκουν άλλας ηδονάς, παρά όσας
υποδεικνύει η φρόνησις, θα αισθανθώσι τότε τας αληθεστάτας ηδονάς
και τας πλέον συμφώνους προς την φύσιν των που είναι δυνατόν να
δοκιμάσουν, διότι αφ' ενός μεν τας οδηγεί η αλήθεια και διότι,
αφ' ετέρου, εκείνο το οποίον είναι συμφερώτερον εις κάθε πράγμα,
είναι συγχρόνως και οικειότερον προς την φύσιν του; — Είναι
πράγματι αληθές τούτο. — Όταν λοιπόν ολόκληρος η ψυχή βαδίζη
όπισθεν του λογικού και δεν επικρατή στάσις μεταξύ των διαφόρων
αυτής μερών, εκτός του ότι έκαστον εξ αυτών περιορίζεται εις το
να πράττη το έργον του, συμφώνως με τον ορισμόν της δικαιοσύνης,
καρπούται προσέτι και τας ηδονάς, που του ανήκουν, τας
καθαρωτέρας δηλαδή και αληθεστέρας ηδονάς, που ημπορεί να
απολαύση — Δίχως αμφιβολίαν. — Ενώ απεναντίας, όταν επικρατήση
κανένα από τα δύο άλλα μέρη της ψυχής, συμβαίνει ώστε εν πρώτοις
αυτό το ίδιον να μην ημπορή να εύρη την ηδονήν, που του
προσιδιάζει, εξαναγκάζει δε αφ' ετέρου και τα άλλα να επιδιώκουν
ηδονάς ξένας προς την φύσιν των και επομένως όχι αληθινάς. — Έτσι
είναι. — Ώστε εκείνα, που περισσότερον απέχουν από την φιλοσοφίαν
και τον ορθόν λόγον, αυτά ακριβώς δεν θα έφερον τα ολέθρια ταύτα
αποτελέσματα; — Χωρίς άλλο. — Δεν απέχει δε ένα πράγμα από τον
ορθόν λόγον, όσον περισσότερον απέχει από τον νόμον και την
τάξιν; — Φανερόν. — Δεν εύρομεν δε ότι περισσότερον από κάθε άλλο
απέχουν αι τυραννικαί και αι ερωτικαί επιθυμίαι; — Μάλιστα. —
Ολιγώτερον δε αι βασιλικαί και αι κόσμιαι; — Ναι. — Κατά
συνέπειαν περισσότερον μεν θα απέχη από την αληθινήν και
προσιδιάζουσαν εις τον άνθρωπον ηδονήν ο τύραννος, ολιγώτερον δε
ο βασιλεύς· — Κατ' ανάγκην. — Επομένως η δυστυχεστέρα μεν ζωή και
αηδεστέρα θα είναι του τυράννου, η ευχαριστοτέρα δε και
ευτυχεστέρα του βασιλέως. — Αυτό είναι αναντίρρητον. — Και
γνωρίζεις κατά πόσον είναι δυστυχεστέρα η ζωή του τυράννου από
του βασιλέως. — Αν μου το ειπής . . .

 — Υπάρχουν, καθώς παρεδέχθημεν, τρεις ηδοναί, εκ των οποίων η
μία αληθινή, αι δε δύο άλλαι νόθοι· ο τύραννος λοιπόν εχθρός του
νόμου και του ορθού λόγου και περιστοιχούμενος πάντοτε υπό
ακολουθίας ηδονών δουλικών, κείται εις το έσχατον άκρον των νόθων
ηδονών, και πόσον επομένως υστερεί του άλλου κατά την ευτυχίαν,
είναι δύσκολον να το ορίσωμεν, εκτός ίσως κατ' αυτόν τον τρόπον.
— Κατά ποίον; — Ο τύραννος έρχεται εις την σειράν τρίτος, ευθύς
κατόπιν από τον ολιγαρχικόν, διότι μεταξύ αυτών ευρίσκεται ο
δημοκρατικός — Μάλιστα. — Επομένως, εάν όσα είπαμεν παραπάνω
είναι αληθινά, το είδωλον της ηδονής, που απολαμβάνει ο τύραννος,
είναι το έν τρίτον, ως προς την αλήθειαν, της ηδονής του
ολιγαρχικού. — Ναι. — Ο δε ολιγαρχικός πάλιν έρχεται τρίτος εις
την σειράν κατόπιν του βασιλικού και αριστοκρατικού, εάν δεχθώμεν
αυτούς ως έν και μόνον πρόσωπον. — Μάλιστα τρίτος. — Ώστε ο
τύραννος απέχει της αληθούς ηδονής το τριπλάσιον του τριπλασίου.
— Φαίνεται. — Θα ηδύνατο επομένως το είδωλον της ηδονής του
τυράννου, επί τη βάσει του αριθμού τούτου του μήκους, να
παρασταθή δι' ενός επιπέδου. — Μάλιστα. — Εάν δε πολλαπλασιάσωμεν
τον αριθμόν τούτον εφ' εαυτόν και τον υψώσωμεν εις την τρίτην του
δύναμιν, είναι δύσκολον να ίδωμεν εις πόσην απόστασιν ευρίσκεται
από την αληθινήν ηδονήν. — Βέβαια είναι εύκολον εις ένα
μαθηματικόν να το υπολογίση. Εάν λοιπόν τώρα αντιστρέψωμεν αυτήν
την αναλογίαν και ζητήσωμεν, πόσον η ηδονή του βασιλέως είναι
αληθεστέρα από του τυράννου, θα εύρωμεν, ως εξαγόμενον του
πολλαπλασιασμού, ότι ο βασιλεύς ζη επτακοσίας είκοσι εννέα φοράς
ευτυχέστερον του τυράννου, και ο τύραννος δυστυχέστερον του
βασιλέως άλλας τόσας φοράς. (3) — Καταπληκτικός είναι αυτός ο
υπολογισμός της διαφοράς, που έστησες μεταξύ του δικαίου και του
αδίκου, ως προς την ευτυχίαν και δυστυχίαν αυτών. — Αληθινός όμως
αριθμός, καθόσον εκφράζει ακριβώς την ζωήν που ανήκει εις αυτούς,
όπως τους ανήκουν αι ημέραι των και αι νύκτες και οι μήνες και τα
έτη. — Πραγματικώς. — Αφού λοιπόν τόσον υπερέχει κατά την
ευτυχίαν ο αγαθός και δίκαιος τον κακόν και άδικον, φαντάσου τώρα
πόσον απείρως πρέπει να υπερέχη αυτόν κατά την κοσμιότητα του
βίου και την ωραιότητα και την αξίαν! — Απείρως πράγματι.

 — Έστω λοιπόν και αφού εφθάσαμεν τώρα εδώ, ας επαναλάβωμεν
εκείνα που είπαμεν εις την αρχήν αρχήν και τα οποία έδωσαν
αφορμήν εις αυτήν την συζήτησιν· ελέγετο δε τότε, νομίζω, ότι η
αδικία ωφελεί εις τον τελείως άδικον, φθάνει να περνά διά
δίκαιος· δεν ελέχθη πράγματι αυτό: — Μάλιστα. — Ας το εξετάσωμεν
λοιπόν και αυτό, τώρα που εμείναμεν σύμφωνοι περί των
αποτελεσμάτων, τα οποία έχουν επί της ψυχής και τα άδικα έργα και
τα δίκαια. — Πώς; — Ας πλάσωμεν διά της φαντασίας μίαν εικόνα της
ψυχής, διά να ιδή, τι έλεγεν εκείνος που το υπεστήριζεν αυτό. —
Τι είδους εικόνα. — Μίαν εικόνα κατά το είδος της Χίμαιρας και
της Σκύλλας και του Κέρβερου και των άλλων μυθολογουμένων
τεράτων, τα οποία παριστάνουν συγκείμενα από πολλάς και διαφόρους
φύσεις ηνωμένας. — Πολύ καλά. — Πλάττε λοιπόν εν πρώτοις ένα
τέρας ποικίλον και πολυκέφαλον, που να έχη γύρω άλλας μεν κεφαλάς
ημέρων ζώων και άλλας αγρίων, και που να ημπορή να τας παράγη
μόνον του όλας αυτάς και να τας μεταβάλλη κατά βούλησιν. —
Χρειάζεται πολύ επιτήδειος τεχνίτης δι' αυτό το έργον· αφού όμως
είναι πολύ ευκολώτερον να πλάττη κανείς διά της φαντασίας παρά με
τον κηρόν, ας υποθέσωμεν ότι το επλάσαμεν το τέρας σου. — Κάμε
τώρα και μίαν εικόνα λέοντος και μίαν ανθρώπου· αλλά να είναι
πολύ μεγαλυτέρα η πρώτη εικών από τας δύο άλλας, και η δευτέρα
μεγαλυτέρα από την τελευταίαν. — Αυτά είναι ευκολώτερα και έγιναν
ήδη. — Σύναψε τώρα αυτάς τας τρεις εικόνας ώστε να συνδεθούν καλά
και να αποτελέσουν έν όλον. — Έτοιμον και αυτό. — Να το ενδύσης
τώρα όλο αυτό γύρω με την εικόνα ενός ανθρώπου, ούτως ώστε ένας,
που δεν ημπορεί να ιδή τι έχει μέσα του, αλλά βλέπει μόνον το
εξωτερικόν περίβλημα, να του φαίνεται πως είναι απλώς ένας
άνθρωπος. — Έγινε και αυτό.

 — Ας είπωμεν τώρα εις εκείνον που υποστηρίζει ότι η αδικία
ωφελεί εις τούτον τον άνθρωπον και η δικαιοσύνη δεν τον συμφέρει,
ας του είπωμεν, λέγω, ότι είναι το ίδιον να υποστηρίζη πως τον
συμφέρει, να καλοθρέφη το πολυκέφαλον τέρας και να τρανεύη τον
λέοντα και τα περί τον λέοντα, να αφήνη δε τον άνθρωπον να
αποθνήσκη από την πείναν και να αδυνατίζη, εις τρόπον ώστε να
σύρνεται όπου τον τραυούν τα άλλα δύο θηρία, και ούτε καν να
εξοικειώνη και αυτά μεταξύ των διά να ζουν με αγάπην, αλλά να τα
αφήνη να μαλλώνουν και να δαγκάνωνται και να τρώγωνται. — Τίποτε
άλλο πράγματι δεν λέγει εκείνος που επαινεί την αδικίαν. — Ενώ
απεναντίας εκείνος, που υποστηρίζει ότι η δικαιοσύνη ωφελεί, δεν
λέγει ότι πρέπει πάντα τα έργα μας και πάντες οι λόγοι μας να
τείνουν εις το να καταστήσουν επικρατέστερον τον εσωτερικόν
άνθρωπον, και δεν θα επιμελήται και το πολυκέφαλον τέρας ως
έμπειρος γεωργός, λαμβάνων και την βοήθειαν του λέοντος, διά να
τρέφη μεν και αναπτύσση τα ήμερα, εμποδίζη δε τα άγρια να
φυτρώνουν, και να φροντίζη από κοινού δι' όλα, ώστε να ζουν με
αγάπην και ομόνοιαν μεταξύ των; — Αυτό ακριβώς βέβαια λέγει
εκείνος που επαινεί την δικαιοσύνην. — Ώστε κατά πάντα τρόπον
εκείνος μεν που εγκωμιάζει την δικαιοσύνην λέγει την αλήθειαν,
ψεύδεται δε εκείνος που επαινεί την αδικίαν· και πραγματικώς,
είτε προς την ηδονήν, είτε προς την δόξαν, είτε προς την ωφέλειαν
αποβλέψη τις, ο μεν επαινετής της δικαιοσύνης αληθεύει, ο δε
κατήγορος αυτής τίποτε το σωστόν δεν λέγει, ουδέ καν γνωρίζει
εκείνο που κατηγορεί. — Πραγματικώς μου φαίνεται πως δεν
γνωρίζει.

 — Ας προσπαθήσωμεν όμως να τον εξαγάγωμεν από την πλάνην του,
αφού αύτη βέβαια δεν είναι εκουσία. Ευλογημένε, θα του είπωμεν,
επί τίνος βάσεως έχει καθιερωθή η διάκρισις μεταξύ του καλού και
του αισχρού; τα μεν καλά δεν είναι εκείνα που υποτάσσουν το
ζωώδες μέρος της φύσεως ημών υπό το ανθρώπινον, ή μάλλον το
θείον, αισχρά δε απεναντίας εκείνα, που υποδουλώνουν το ήμερον
εις το άγριον και θηριώδες; τι λέγεις, θα συμφωνήση; — Αν θέλη να
με ακούση. — Τούτου τεθέντος, ημπορεί ποτε να είναι ωφέλιμον εις
κανένα, να πάρη χρήματα αδίκως, εάν πρόκειται με τα χρήματα που
θα πάρη να υποδουλώση το καλύτερον μέρος του εαυτού του εις το
ελεεινότερον; σκέψου δα εάν επρόκειτο απέναντι χρημάτων να πωλήση
δούλον τον υιόν του ή την θυγατέρα του, και μάλιστα εις ανθρώπους
αγρίους και κακούς, δεν θα τον εσύμφερε βέβαια το πράγμα, και
τους μεγαλυτέρους θησαυρούς ακόμη αν ελάμβανεν· όταν δε
υποδουλώνη το θειότατον μέρος του εαυτού του εις το αθεώτατον και
μιαρώτατον, δεν είναι πράγματι άθλιος, και ο χρυσός, τον οποίον
δέχεται απέναντι, δεν θα του στοιχίση δεινότερον όλεθρον, παρ'
ό,τι εις την Εριφύλην το χρυσούν περιδέραιον, το οποίον εδέχθη
απέναντι της ζωής του συζύγου της; — Πολύ δεινότερον βέβαια, θα
σου αποκριθώ εγώ εκ μέρους του.

 — Διά ποίον λόγον, σε παρακαλώ, κατεδικάσθη πάντοτε και ανέκαθεν
ο ακόλαστος βίος, παρά διότι η ακολασία αφίνει αχαλίνωτον το
φοβερόν εκείνο και μεγάλον και πολυκέφαλον τέρας πέραν του
δέοντος; — Δι' αυτόν βέβαια τον λόγον. — Διατί δε καταδικάζουν
την αυθαιρεσίαν και το ασυμβίβαστον του χαρακτήρος, παρά διότι
αναπτύσσουν και επιτείνουν παρά το αρμόζον μέτρον την φύσιν του
λέοντος και του όφεως εν τω ανθρώπω; — Αναμφιβόλως. — Εάν δε
ψέγουν τον τρυφηλόν και μαλθακόν βίον, δεν είναι διότι εκνευρίζει
και εκφυλίζει την ιδίαν αυτήν φύσιν, όταν την μεταβάλλη εις
ανανδρίαν; — Πώς όχι; — Διατί ακόμη ψέγουν την κολακείαν και την
ανελευθερίαν, παρά διότι υποδουλώνει αυτό το ίδιον, το θυμοειδές,
εις το ταραχώδες εκείνο θηρίον και διότι εξευτελιζόμενον χάριν
χρημάτων και ένεκα της απληστίας εκείνου το συνηθίζει εκ νεαράς
ηλικίας να γίνεται αντί λέοντος πίθηκος; — Έτσι είναι. — Διά τίνα
δε λόγον τα βάναυσα επαγγέλματα και τας χειρωνακτικάς εργασίας
δεν τας έχουν εις καμμίαν υπόληψιν; όχι διότι εκείνοι που τας
εξασκούν έχουν τόσον αδύνατον εκ φύσεως το άριστον μέρος της
ψυχής, το λογικόν, ώστε μη δυνάμενοι να χαλιναγωγήσουν και να
κυβερνήσουν τα θηρία εκείνα, που είναι μέσα των, αναγκάζονται να
τα περιποιούνται, και δεν είναι εις θέσιν τίποτε άλλο να μάθουν,
παρά τα μέσα με τα οποία να κολακεύουν τας αδυναμίας των; — Έτσι
φαίνεται.

 — Λοιπόν, διά να λάβουν και οι τοιούτοι ένα άρχοντα όμοιον με
εκείνον, υπό του οποίου κυβερνάται ο τέλειος άνθρωπος, δεν πρέπει
να γίνωνται υπήκοοι και δούλοι εκείνου του τελείου, ο οποίος και
αυτός κυβερνάται εσωτερικώς υπό του θείου, χωρίς βέβαια να
νομίζωμεν ότι η υποταγή αύτη θα είναι επί βλάβη του υπηκόου,
καθώς διισχυρίζετο ο Θρασύμαχος εν γένει περί των υπηκόων, αλλ'
επειδή είναι διά πάντα άνθρωπον συμφερώτερον να κυβερνάται υπό
άρχοντος σοφού και θείου, είτε τον έχει εντός του και είναι
ιδικός του (το οποίον θα ήτο και το καλύτερον) είτε και του
επιβάλλεται έξωθεν, ίνα κατά το δυνατόν γίνωμεν όλοι όμοιοι προς
αλλήλους και φίλοι κυβερνώμενοι υπό της αυτής αρχής: — Και πολύ
σωστά. — Είναι δε φανερόν, ότι τον ίδιον σκοπόν προτίθεται και ο
νόμος, όταν παρέχη την βοήθειάν του ανεξαιρέτως εις όλα τα μέλη
της πολιτείας· και η εξάρτησις δε, υπό την οποίαν κρατούμεν τους
παίδας, επί της αυτής αρχής στηρίζεται· διότι δεν τους αφήνωμεν
ελευθέρους να κάμνουν ό,τι θέλουν, εφ' όσον προηγουμένως δεν
εγκαθιδρύσωμεν εντός αυτών, όπως εις μίαν πόλιν, ένα πολίτευμα
σταθερόν, και εφ' όσον δεν καλλιεργήσωμεν το λογικόν των διά του
ιδικού μας, ώστε να είναι εις θέσιν να επαγρυπνή επ' αυτών και να
ρυθμίζη την διαγωγήν των· τότε δε μόνον τους χειραφετούμεν. —
Πράγματι επ' αυτής της αρχής στηρίζεται ο νόμος. — Πώς λοιπόν,
αγαπητέ Γλαύκων, και επί τίνος λόγου στηριζόμενοι θα ημπορούσαμεν
να είπωμεν ότι ωφελεί να αδική τις ή να ακολασταίνη ή να κάμνη
καμμίαν αισχράν πράξιν, έστω και αν, χειρότερος γινόμενος,
επρόκειτο να κερδίση χρήματα πολλά ή άλλην τινά δύναμιν; — Κατ'
ουδένα τρόπον. — Ή τι θα ωφελούσε ακόμη, και αν η αδικία έμενε
κρυμμένη και ατιμώρητος; μήπως η ατιμωρησία δεν καθιστά τον κακόν
ακόμη χειρότερον; ενώ απεναντίας, όταν το έγκλημα ανακαλύπτεται
και τιμωρήται, το μεν θηριώδες μέρος της ψυχής καταπραΰνεται και
εξημερούται, το δε ήμερον επανακτά όλα του τα δικαιώματα,
ολόκληρος δε η ψυχή αποκαθισταμένη εις την αρίστην αυτής φύσιν
ανυψούται, διά της σωφροσύνης και της δικαιοσύνης και της
φρονήσεως, εις κατάστασιν τόσον πολύ ανωτέραν από το σώμα, το
οποίον ήθελεν αποκτήση δύναμιν και καλλονήν και υγείαν, όσον η
ψυχή είναι καθ' εαυτήν ανωτέρα του σώματος. — Αυτό είναι βέβαιον.
— Ώστε ένας άνθρωπος με νουν θα βάλη βέβαια όλα του τα δυνατά διά
να επιτύχη αυτό το τέλειον είδος της ζωής· και εν πρώτοις θα
εκτιμά παρά παν άλλο τα μαθήματα, που συντείνουν εις την
τελειοποίησιν της ψυχής, περιφρονών όλα τα άλλα. — Αναντιρρήτως.
— Έπειτα, ως προς την σωματικήν δίαιταν, δεν θα παραδώση τον
εαυτόν του εις την κτηνώδη και άλογον ηδονήν διά να ζη μόνον με
την απόλαυσιν αυτής, αλλ' ουδέ πάλιν θα επιδοθή εις την
αποκλειστικήν επιμέλειαν της υγείας του, διά να γίνη δυνατός και
υγιής και ωραίος, εάν δεν πρόκειται να αποκτήση δι' αυτών
συγχρόνως και την εγκράτειαν, αλλά θα επιζητή πάντοτε την εν τω
σώματι αρμονίαν, χάριν μόνον της εν τη ψυχή συμφωνίας. —
Βεβαιότατα, εάν τουλάχιστον πρόκειται να είναι αληθινός μουσικός.

 — Και επομένως και εις την απόκτησιν των χρημάτων θα τηρήση το
αυτό μέτρον και την αυτήν βεβαίως αρμονίαν, χωρίς να τον θαμβώνη
ο όγκος του πλούτου, που τον μακαρίζουν συνήθως οι πολλοί, διά να
ζητή και αυτός να τον αυξήση επ' άπειρον, αυξάνων όμως συγχρόνως
επ' άπειρον και τα κακά που τον συνοδεύουν. — Και εγώ δεν πιστεύω
να το κάμη αυτό. — Αλλ' αποβλέπων πάντοτε εις το εσωτερικόν του
πολίτευμα και προσέχων μήπως επιφέρη καμμίαν εις αυτό διατάραξιν
είτε η περίσσεια του πλούτου είτε η ανεπάρκεια αυτού, θα φροντίση
επ' αυτής της βάσεως να κανονίση τα έσοδα και τα έξοδά του
συμφώνως προς τας δυνάμεις του. — Αναμφιβόλως. — Επί της αυτής
ακόμη αρχής στηριζόμενος και ως προς τας τιμάς και τα αξιώματα,
θα επιζητή μεν και ευχαρίστως μάλιστα θα δοκιμάζη εκείνα, που
έχει την ιδέαν ότι θα τον κάμουν καλύτερον, θα αποφεύγη όμως,
είτε εις τον ιδιωτικόν είτε εις τον δημόσιον βίον του, όσα θα
ημπορούσαν να διαταράξουν την αρμονίαν, που βασιλεύει εις την
ψυχήν του. — Τότε λοιπόν δεν θα θελήση να αναμιχθή εις τα
πολιτικά, εάν, καθώς λέγεις, τόσον φροντίζη δι' αυτό. — Θα
θελήση, μα τον κύνα, και παρά πολύ μάλιστα, τουλάχιστον εις την
ιδικήν του πόλιν, όχι όμως ίσως και εις την πατρίδα του, εκτός
τουλάχιστον αν γίνη κανένα θαύμα . . . — Α, εκατάλαβα· εννοείς
την πόλιν, την οποίαν ιδρύσαμεν ημείς, και η οποία μόνον κατά
φαντασίαν υφίσταται, διότι δεν πιστεύω να υπάρχη εις κανένα μέρος
της γης. — Αλλ' ίσως να ευρίσκεται εις τον ουρανόν το πρότυπον
αυτής, τουλάχιστον δι' εκείνον που θέλει να το βλέπη· και να
ρυθμίζη επί τη βάσει αυτού το πολίτευμα της ψυχής του· άλλως τε
δεν σημαίνει τίποτε αν υπάρχη, ή αν θα υπάρξη κάποτε· διότι ο
σοφός και τέλειος άνθρωπός μας μόνον εις της τοιαύτης πόλεως τα
πολιτικά θα αναμιχθή και καμμιάς άλλης. — Και είναι πολύ φυσικόν.



ΒΙΒΛΙΟΝ Ι'.



 — Και πραγματικώς πολλούς και άλλους λόγους έχω να κρίνω, ότι η
πολιτεία που ιδρύσαμεν ημείς είναι η τελειοτέρα από κάθε άλλην,
όχι δε ολιγώτερον το λέγω αυτό και όταν αναλογισθώ εκείνο που
είπαμεν διά την ποίησιν. — Το ποίον; — Το ότι κατ' ουδένα τρόπον
παραδεχόμεθα το καθαρώς μιμητικόν αυτής μέρος· τώρα μάλιστα,
καθώς νομίζω, φαίνεται απαραίτητος η ανάγκη να το αποκλείσωμεν
ολότελα, αφού έχομεν πλέον σαφώς διακρίνη τα μέρη εις τα οποία
διαιρείται η ψυχή. — Πώς τούτο; — Διά να το είπωμεν μεταξύ μας,
διότι δεν θα με προδώσετε βέβαια εις τους τραγικούς ποιητάς και
εις όλους τους άλλους τους μιμητικούς, όλα αυτά τα είδη της
ποιήσεως δεν είναι δι' άλλο παρά να διαφθείρουν τον νουν των
ακροατών, όσοι τουλάχιστον δεν έχουν αντιφάρμακον την ακριβή
εκτίμησιν των πραγμάτων αυτών. — Πώς σκέπτεσαι διά να φθάσης εις
αυτό το συμπέρασμα; — Θα σου το ειπώ, αν και μου κρατεί την
γλώσσαν μου μια κάποια αγάπη και σεβασμός, που τρέφω εκ παιδικής
ηλικίας διά τον Όμηρον· διότι φαίνεται ότι αυτός είναι ο πρώτος
διδάσκαλος και ο αρχηγός όλων αυτών των καλών μας τραγικών
ποιητών^ αλλ' επειδή όμως ο άνθρωπος οφείλει να υποχωρήση εμπρός
εις την αλήθειαν, πρέπει να το ειπώ αυτό που λέγω. — Πολύ σωστά
βέβαια.

 — Άκουε λοιπόν, ή καλύτερα απάντησέ μου. — Ερώτα με. — Ημπορείς
να μου ειπής μίμησις γενικώς τι είναι; διότι εγώ δεν κατορθώνω
πολύ καλά να εννοήσω τι θέλει να ειπή. — Πολύ ωραία λοιπόν τότε
θα το εννοήσω εγώ! — Δεν θα ήτο και παράδοξον το πράγμα, διότι
πολλάκις άνθρωποι με αμβλείαν την όρασιν βλέπουν κάτι τι
πρωτύτερα από τους οξυδερκείς. — Αυτό είναι αλήθεια, αλλά ποτέ
εγώ εμπρός σου δεν θα ήμουν ικανός να τολμήσω να ειπώ την ιδέαν
μου δι' οτιδήποτε· ώστε βλέπε συ ο ίδιος.

 — Θέλεις λοιπόν να αρχίσωμεν και αυτήν την εξέτασιν από την
συνηθισμένην μας μέθοδον; συνηθίζομεν, ηξεύρεις, να
περιλαμβάνωμεν υπό μίαν ιδέαν γενικήν εκάστην χωριστήν πληθύν των
όντων, εις τα οποία αποδίδομεν το αυτό όνομα· ή δεν εννοείς; —
Εννοώ. — Ας λάβωμεν λοιπόν και τώρα ό,τι θέλεις από αυτά τα
πολλά· υπάρχουν, παραδείγματος χάριν, πολλαί κλίναι και τράπεζαι.
— Πώς όχι; — Αλλά αυτά τα δύο είδη των επίπλων περιλαμβάνονται το
ένα υπό την ιδέαν της κλίνης, το άλλο υπό την ιδέαν της τραπέζης.
— Ναι. — Δεν συνηθίζομεν δε ακόμη να λέγωμεν, ότι ο τεχνίτης που
κατασκευάζει το ένα ή το άλλο από αυτά τα δύο είδη των επίπλων,
έχει υπ' όψιν του την ιδέαν και τοιουτοτρόπως κατασκευάζει ο ένας
τας κλίνας και ο άλλος τας τραπέζας, τας οποίας μεταχειριζόμεθα
ημείς, και όλα τα άλλα κατ' αυτόν τον τρόπον; διότι βέβαια αυτήν
την ιδέαν κανείς τεχνίτης δεν την κατασκευάζει· είναι δυνατόν; —
Όχι βέβαια.

 — Κοίταξε λοιπόν τώρα τι όνομα θα δώσης και εις αυτόν τον
τεχνίτην που θα σου ειπώ. — Τον ποίον; — Εκείνος που κάμνει όλα
όσα κάμνουν χωριστά καθένας από τους χειροτέχνας. — Φοβερός και
θαυμαστός θα είναι αυτός που μας λέγεις. — Περίμενε να ιδής ακόμη
και τότε πολύ περισσότερον θα τον θαυμάσης· διότι ο ίδιος αυτός ο
τεχνίτης είναι άξιος να κάμη όχι μόνον όλα τα έπιπλα και σκεύη,
αλλά και όλα τα δημιουργήματα της φύσεως, και ζώα και φυτά και
όλα τα άλλα πράγματα και τον εαυτόν του ακόμη, και εκτός τούτων
και την γην και τον ουρανόν και τον Άδην κάτω από την γην. — Πάρα
πολύ αξιοθαύμαστον σοφόν μας λέγεις. — Δεν το πιστεύεις; Αλλά
ειπέ μου, σε παρακαλώ· σου φαίνεται απολύτως αδύνατον να υπάρξη,
ένας τέτοιος τεχνίτης, ή υπό μίαν μεν έποψιν ημπορεί ένας να
κάμνη όλα αυτά, υπό άλλην δε έποψιν όχι; ή μήπως δεν γνωρίζεις
ότι και συ ο ίδιος θα ήσουν ικανός με ένα κάποιον τρόπον να τα
κάμης όλα αυτά; — Και ποίος είναι αυτός ο τρόπος; — Το πράγμα δεν
είναι δύσκολον, αλλά γίνεται συχνάκις και γρήγορα· και εις την
στιγμήν μάλιστα, αν θέλης να κάμης την δοκιμήν, πάρε ένα
καθρέπτην και γύρισέ τον απ' όλα τα μέρη· αμέσως θα κάμης τον
ήλιον και όσα υπάρχουν εις τον ουρανόν, αμέσως θα κάμης την γην,
και τον εαυτόν σου και τα άλλα ζώα και τα σκεύη και τα φυτά και
όλα που ελέγαμεν προ ολίγου.

Ναι, φαινόμενα, όχι όμως και αληθώς υπάρχοντα. — Πολύ καλά το
είπες, και έρχεσαι ακριβώς εκεί που ζητεί ο λόγος· και ο
ζωγράφος, νομίζω, είναι τεχνίτης αυτού του είδους, ή όχι; —
Βεβαιότατα. — Αλλά, υποθέτω, δεν θα ειπής ότι είναι αληθινά και
πραγματικά εκείνα που κάμνει· αν και υπό μίαν τινά έποψιν και ο
ζωγράφος κάμνει κλίνην ή όχι; — Ναι, αλλά φαινομενικήν κλίνην. —
Τι δε ο κλινοποιός; δεν έλεγες προ μικρού ότι δεν κατασκευάζει
την ιδέαν, η οποία ακριβώς δεχόμεθα ότι είναι εκείνο που κατ'
ουσίαν είναι η κλίνη, αλλ' απλώς μίαν κλίνην; — Ναι, το έλεγα. —
Αφού λοιπόν δεν κάμνει εκείνο που κατ' ουσίαν υπάρχει, δεν κάμνει
επομένως τίποτε πραγματικόν, αλλά κάτι τι που ομοιάζει με το
πραγματικόν, χωρίς όμως να είναι αυτό· εάν δε τις ήθελεν είπη,
ότι είναι πραγματικώς ον το έργον του κλινοποιού ή άλλου τινός
τεχνίτου, δεν φαίνεται ότι απατάται προφανώς; — Αυτό τουλάχιστον
θα παραδεχθούν όσοι διατρίβουν με αυτά τα ζητήματα. — Ας μη μας
φαίνεται λοιπόν παράδοξον εάν και αυτό είναι κάτι τι πολύ αμυδρόν
παραβαλλόμενον προς την αλήθειαν. — Μάλιστα.

 — Θέλεις λοιπόν επ' αυτών τα οποία είπαμεν να εξετάσωμεν τι
πράγμα είναι ο μιμητής ούτος; — Εάν το θέλης. — Υπάρχουν λοιπόν
τριών ειδών κλίναι· μία, η οποία υπάρχει, εν τη φύσει, και την
οποίαν, καθώς νομίζω, ημπορούμεν να είπωμεν ότι την κατεσκεύασεν
ο θεός· διότι εις ποίον άλλον δυνάμεθα να την αποδώσωμεν; — Εις
κανένα άλλον, νομίζω. — Δευτέρα, την οποίαν κατασκευάζει ο
ξυλουργός. — Μάλιστα. — Και μία τρίτη, την οποίαν κάμνει ο
ζωγράφος· δεν είναι έτσι; — Έτσι είναι. — Ζωγράφος λοιπόν,
κλινοποιός, θεός, είναι τρεις τεχνίται εις τους οποίους ανήκουν
τρία διάφορα είδη κλινών. — Μάλιστα τρεις. — Και ο μεν θεός, είτε
δεν ήθελεν, είτε υπήρχεν ανάγκη τις να μη κατασκευάαη παρά μίαν
μόνον κλίνην εν τη φύσει, κατεσκεύασε πραγματικώς μίαν μόνην,
εκείνην ακριβώς που είναι η καθ' αυτό κλίνη· δύο δε τοιαύται ή
περισσότεραι ούτε εδημιουργήθησαν, ούτε είναι δυνατόν να
δημιουργηθώσι. — Διά ποίον λόγον; — Διότι αν ήθελε κατασκευάση
δύο μόνον, αμέσως θα παρουσιάζετο και μία τρίτη, της οποίας η
ιδέα θα ήτο κοινή και εις τας δύο εκείνας, και τότε αυτή θα ήτο η
καθ' αυτό κλίνη, και όχι αι δύο άλλαι. — Πολύ σωστά. — Αυτά
λοιπόν, υποθέτω, τα εγνώριζεν ο θεός, και επειδή ήθελε να είναι
πράγματι ποιητής κλίνης πραγματικώς και καθ' εαυτήν υπαρχούσης,
και όχι όπως ο κλινοποιός κατασκευαστής αυτής ή εκείνης της
κλίνης, δι' αυτό εδημιούργησε την κλίνην η οποία εκ φύσεως είναι
μία. — Έτσι πρέπει να είναι το πράγμα. — Θέλεις λοιπόν αυτόν μεν
να τον ονομάσωμεν δημιουργόν της κλίνης, ή κάπως έτσι αλλέως; —
Θα είναι δίκαιον, διότι αφ' εαυτού εδημιούργησε και της κλίνης
την ουσίαν και όλων των άλλων πραγμάτων. — Τον δε κλινοποιόν; δεν
θα τον ονομάσωμεν κατασκευαστήν κλίνης; — Ναι. — Τον δε ζωγράφον
θα ονομάσωμεν επίσης κατασκευαστήν και δημιουργόν αυτής; —
Καθόλου. — Αλλά τι λοιπόν θα τον ονομάσης της κλίνης; — Μα,
υποθέτω, το καλύτερον που Θα εταίριαζε είναι να τον ονομάσωμεν
μιμητήν εκείνου, του οποίου οι άλλοι είναι κατασκευασταί. — Πολύ
καλά· μιμητήν λοιπόν ονομάζεις τον ποιητήν ενός έργου, που απέχει
τρεις βαθμίδας από την φύσιν; — Ακριβώς. — Τοιουτοτρόπως λοιπόν
και ο τραγωδιοποιός, αφού είναι μιμητής, απέχει τρεις βαθμούς από
τον βασιλέα και από την αλήθειαν, καθώς και όλοι οι άλλοι οι
μιμηταί. — Έτσι φαίνεται.

 — Περί μεν λοιπόν του μιμητού εμείναμεν σύμφωνοι· ειπέ μου δε
τώρα περί του ζωγράφου· φρονείς τάχα ότι έργον έχει να μιμήται
εκείνο που είναι εν τη φύσει καθ' εαυτό έν, ή τα έργα των
τεχνιτών; — Τα έργα των τεχνιτών. — Και άραγε όπως είναι ή όπως
φαίνονται; αυτό ακόμη να μου καθορίσης. — Πώς εννοείς; — Ως εξής·
μία κλίνη, είτε εκ του πλαγίου την παρατηρείς, είτε κατ' ενώπιον,
είτε απ' όπου αλλού, μεταβάλλεται καθόλου, ή απλώς μόνον φαίνεται
διαφορετική; το ίδιον δε και δι' όλα τα άλλα πράγματα; — Φαίνεται
μόνον διαφορετική, χωρίς να μεταβάλλεται καθόλου. — Εδώ λοιπόν
τώρα πρόσεξε· ποίος είναι ο σκοπός της ζωγραφικής; έργον έχει να
μιμήται το αντικείμενον, όπως πραγματικώς υπάρχει, ή το
φαινόμενον όπως φαίνεται; είναι με άλλους λόγους μίμησις του
φαινομενικού ή της πραγματικότητος; — Του φαινομενικού. Απέχει
λοιπόν πολύ της αληθείας η μίμησις και, καθώς φαίνεται, δι' αυτό
κάμνει τόσα πράγματα, διότι παίρνει πάρα πολύ μικρόν μέρος από το
κάθε τι, και αυτό ακόμη δεν είναι παρά φαινομενικόν μόνον·
παραδείγματος χάριν ο ζωγράφος, λέγομεν, θα μας ζωγραφήση ένα
υποδηματοποιόν, τον ξυλουργόν, τους άλλους τεχνίτας, χωρίς να
γνωρίζη τίποτε από την τέχνην κανενός· μ' όλα ταύτα, εάν είναι
καλός ο ζωγράφος, ημπορεί να εξαπατήση τα παιδιά και τους αμαθείς
ανθρώπους, επιδεικνύων από μακράν εις αυτούς ένα ξυλουργόν, που
έχει ζωγραφίση, εις τρόπον ώστε να πιστεύουν ότι είναι αληθινός
ξυλουργός. — Πώς όχι; — Αλλ' όμως, φίλε μου, αυτήν την ιδέαν
πρέπει να σχηματίσωμεν περί όλων αυτών όταν έλθη κανείς να μας
είπη, ότι συνήντησε κάποιον άνθρωπον, που γνωρίζει όλας τας
τέχνας, και ότι όλα τα άλλα πράγματα, τα οποία γνωρίζουν οι άλλοι
χωριστά ο καθένας, αυτός τα γνωρίζει πολύ καλύτερα από αυτούς,
πρέπει να του απαντήσωμεν ότι χωρίς άλλο είναι πολύ απλοϊκός να
το πιστεύη, και, καθώς φαίνεται, ευρήκε κανένα μάγον ή μιμητήν,
από τον οποίον εξηπατήθη ώστε να τον νομίση πάνσοφον, επειδή ο
ίδιος δεν είναι εις θέσιν να ξεχωρίση την επιστήμην και την
ανεπιστημοσύνην και την μίμησιν. — Αυτό είναι αληθέστατον.

 — Μας μένει τώρα ύστερ' απ' αυτά να εξετάσωμεν την τραγωδίαν,
και τον Όμηρον τον αρχηγόν αυτής, διότι ακούομεν μερικούς να
λέγουν ότι οι ποιηταί αυτοί γνωρίζουν όλας τας τέχνας, και όλας
τας ανθρωπίνας επιστήμας, που έχουν αντικείμενον την αρετήν και
την κακίαν, προσέτι δε και όσα αποβλέπουν τους θεούς· επειδή ένας
καλός ποιητής είναι ανάγκη να γνωρίζη καλά όλα εκείνα, τα οποία
πραγματεύεται, εάν θέλη να έχη το έργον του πραγματικήν αξίαν,
άλλως δεν είναι δυνατόν να κάμη τίποτε· πρέπει λοιπόν να
εξετάσωμεν ημείς, αυτοί που ομιλούν κατ' αυτόν τον τρόπον μήπως
τάχα έχουν απατηθή από τους μιμητάς τούτους, και βλέποντες τα
έργα των, δεν είναι εις θέσιν να εννοήσουν, ότι απέχουν τρεις
βαθμούς από την πραγματικότητα και ότι τοιαύτα έργα είναι εύκολον
να γίνουν και από άνθρωπον μη γνωρίζοντα την αλήθειαν, διότι
είναι φαντάσματα και δεν έχουν τίποτε το αληθινόν· ή μήπως τάχα
έχουν δίκαιον και πράγματι οι καλοί ποιηταί κατέχουν κατά βάθος
τα πράγματα, τα οποία, κατά την κρίσιν των πολλών, τόσον εύμορφα
παριστάνουν. — Πραγματικώς πρέπει να το εξετάσωμεν. — Πιστεύεις
λοιπόν ότι, εάν ένας ήτο εξ ίσου ικανός να κάμη και το είδωλον
ενός πράγματος, και αυτό το ίδιον πράγμα καθ' εαυτό, θα επροτίμα
να αφοσιωθή με όλας τας δυνάμεις του εις την δημιουργίαν κενών
ειδώλων και αυτό να λάβη ως σκοπόν της ζωής του, ως να μην είχε
τίποτε άλλο καλύτερον να κάμη; — Δεν το πιστεύω εγώ. — Αλλ' εάν
ήτο αληθώς επιστήμων των πραγμάτων αυτών που μιμείται, νομίζω ότι
πολύ περισσότερον θα επροθυμοποιείτο διά τα ίδια τα έργα παρά διά
την μίμησιν αυτών, και θα επροσπαθούσε να αφήση οπίσω του την
μνήμην πολλών και καλών κατορθωμάτων, προτιμών, φυσικώ τω λόγω,
να είναι μάλλον ο εγκωμιαζόμενος, παρά ο εγκωμιαστής άλλων. — Και
εγώ αυτό φρονώ, διότι δεν είναι ίση και εις τας δύο περιστάσεις η
τιμή και η ωφέλεια. — Και διά μεν τα άλλα πράγματα ας μη ζητώμεν
λόγον από τον Όμηρον ή από όποιον άλλον ποιητήν· ας μην
ερωτήσωμεν αν κανείς από αυτούς ήτο επιστήμων ιατρός, και όχι
απλώς μιμητής ιατρικών λόγων, εάν κανείς από τους παλαιούς ή
νέους ποιητάς εθεράπευσεν ασθενείς, όπως ο Ασκληπιός, αν άφησε
μαθητάς της ιατρικής, όπως εκείνος τους ιδίους του απογόνους· ας
μην τους ερωτήσωμεν και διά τας άλλας τέχνας και ας τα αφήσωμεν
όλα αυτά κατά μέρος· αφού, όμως ο Όμηρος τολμά να κάμνη λόγον
περί των μεγίστων και καλλίστων πραγμάτων, περί πολέμων και
στρατηγιών και διοικήσεων πόλεων και περί της εκπαιδεύσεως των
ανθρώπων, είναι ίσως δίκαιον να τον ερωτήσωμεν και να του
είπωμεν: Ω φίλε Όμηρε, εάν δεν απέχης τρεις βαθμούς από την
αλήθειαν όσον αφορά την αρετήν και δεν είσαι απλώς δημιουργός
ειδώλων, μιμητής δηλαδή κατά τον ορισμόν μας, αλλά απέχης, έστω,
δύο βαθμούς και ήσουν ικανός να γνωρίζης ποία είναι εκείνα που
κάμνουν τους ανθρώπους καλυτέρους ή χειροτέρους είτε εις τον
ιδιωτικόν είτε εις τον δημόσιον βίον, λέγε μας, ποία πόλις
χρεωστεί εις εσένα την βελτίωσιν της διοικήσεώς της, όπως η
Λακεδαίμων εις τον Λυκούργον και αι άλλαι πόλεις μικραί και
μεγάλαι εις άλλους πολλούς; εσένα ποία πόλις σε μνημονεύει ότι
υπήρξες νομοθέτης άριστος και ότι την ωφέλησες; η Ιταλία και η
Σικελία έχουν τον Χαρώνδαν, ημείς οι Αθηναίοι τον Σόλωνα· εσένα
όμως ποίος τόπος; θα έχη να μας απαντήση κανένα; — Δεν πιστεύω·
τουλάχιστον ούτε αυτοί οι Ομηρίδαι αναφέρουν τοιούτον τι. — Αλλά
μήπως τάχα μνημονεύεται κανένας πόλεμος επί της εποχής του
Ομήρου, ο οποίος να διεξήχθη επιτυχώς ή υπό την αρχηγίαν εκείνου
ή σύμφωνα με τας συμβουλάς του; — Κανείς. — Αλλά μήπως λοιπόν
αναφέρονται πολλαί εφευρέσεις ως σοφού ανθρώπου εις τας τέχνας
και άλλαι ευκολίαι ωφέλιμοι εις τας διαφόρους εργασίας και τα
επαγγέλματα, όπως λέγεται περί του Θαλού του Μιλησίου και του
Αναχάρσιδος του Σκύθου; — Τίποτε απολύτως τοιούτον δεν λέγεται. —
Αλλ' εάν δεν προσέφερεν ο Όμηρος καμμίαν τοιαύτην υπηρεσίαν εις
την κοινωνίαν, μήπως λέγεται ότι διηύθυνεν, ότε έζη, την
ανατροφήν ιδιωτών τινων, οι οποίοι ηρέσκοντο εις την
συναναστροφήν του και παρέδοσαν εις τους μεταγενεστέρους ένα
τρόπον βίου ομηρικόν, όπως ο Πυθαγόρας παραδείγματος χάριν
ηγαπήθη ιδιαζόντως διά τον λόγον τούτον και οι οπαδοί του ακόμη
και σήμερον διακρίνονται μεταξύ όλων των ανθρώπων δια τον
ιδιαίτερον τρόπον του βίου των, τον οποίον αυτοί οι ίδιοι
ονομάζουν Πυθαγόρειον; — Ούτε τίποτε τοιούτον αναφέρεται· διότι ο
Κρεώφυλος τουλάχιστον, ο φίλος του Ομήρου, θα εφαίνετο ίσως ως
προς την ανατροφήν του γελοιότερος και από αυτό το όνομά του, αν
αληθεύουν όσα αναφέρουν σχετικώς με την διαγωγήν του προς τον
Όμηρον· διότι λέγουν ότι επέδειξε μίαν αχαρακτήριστον αμέλειαν
προς αυτόν, ενόσω έζη.

 — Πραγματικώς αναφέρεται τοιούτον τι· αλλά φρονείς, Γλαύκων, ότι
εάν πράγματι ο Όμηρος ήτο ικανός να εκπαιδεύη τους ανθρώπους και
να τους κάμνη καλυτέρους, επειδή ημπορούσε να γνωρίζη κατά βάθος
αυτά τα πράγματα και όχι απλώς να τα μιμήται, δεν θα αποκτούσε
πολλούς φίλους, οι οποίοι θα τον περιέβαλλον με όλην την αγάπην
των; αλλ' ο μεν Πρωταγόρας έξαφνα ο Αβδηρίτης και ο Πρόδικος ο
Κείος και πλείστοι άλλοι έχουν αρκετήν επιρροήν επί του πνεύματος
των συγχρόνων των, ώστε να τους πείθουν, εις τας ιδιαιτέρας των
ομιλίας, ότι ούτε τον οίκον ούτε την πατρίδα των θα ημπορέσουν να
διοικήσουν, εάν δεν αναλάβουν αυτοί την διεύθυνσιν της
εκπαιδεύσεώς των· και δι' αυτήν των την σοφίαν τόσον πολύ τους
αγαπούν και τους τιμούν, ώστε μόνον που δεν τους σηκώνουν να τους
γυρνούν επάνω εις τα κεφάλια των οι οπαδοί των. Τον δε Όμηρον και
τον Ησίοδον οι σύγχρονοί των θα τους άφηναν να περιέρχωνται ως
αλήται τον κόσμον να απαγγέλλουν τας ραψωδίας των, εάν ημπορούσαν
να ωφελήσουν τους ανθρώπους με αληθινά διδάγματα αρετής; δεν θα
προσεκολλώντο μάλλον εις αυτούς περισσότερον απ' ό,τι
προσκολλώντο εις τον χρυσόν, και δεν θα έκαμναν τα δυνατά των διά
να τους κρατήσουν πλησίον των, ή, εάν δεν το κατώρθωναν, δεν θα
τους παρηκολούθουν οι ίδιοι όπου και αν επήγαιναν ως πιστοί
μαθηταί, έως ότου τελειοποιήσουν επαρκώς την εκπαίδευσίν των; —
Μου φαίνεται ότι έχεις πληρέστατον δίκαιον, Σωκράτη.

 — Να είπωμεν λοιπόν περί όλων των ποιητών εν γένει, αρχίζοντες
από τον Όμηρον, ότι είναι απλώς μιμηταί των ειδώλων της αρετής
και όλων των άλλων, τα οποία πραγματεύονται εις τα ποιήματά των,
την αλήθειαν όμως ούτε καν προσεγγίζουν; αλλ' όπως ελέγαμεν προ
ολίγου, ο ζωγράφος ημπορεί να κάμη ένα υποδηματοποιόν που να
ομοιάζη πράγματι τόσον πολύ, αν και αυτός ο ίδιος δεν έχει
καμμίαν γνώσιν από αυτό το επάγγελμα, ώστε εκείνοι που τον
βλέπουν, απατώμενοι από το σχέδιον και από το χρώμα, να νομίζουν
ότι βλέπουν αληθινόν υποδηματοποιόν. — Αναμφιβόλως. —
Τοιουτοτρόπως, νομίζω, και ο ποιητής, ενώ δεν γνωρίζει τίποτε
άλλο παρά να μιμήται, έχει την ικανότητα να επιχρωματίζη με
τοιαύτά τινα χρώματα, με τας λέξεις δηλαδή και τας εικονικάς
εκφράσεις, εκάστην τέχνην, ώστε, είτε περί υποδηματοποιίας
ομιλεί, είτε πραγματεύεται περί πολέμου, είτε περί οιουδήποτε
άλλου πράγματος εν μέτρω και ρυθμώ και αρμονία, οι ακροαταί,
κρίνοντες όπως τα ακούουν κατ' αυτόν τον τρόπον, να πιστεύουν,
ότι τα γνωρίζει περίφημα και κατά βάθος αυτά όλα που λέγει· τόσην
μεγάλην γοητείαν έχει εκ φύσεως η ποίησις! διότι γνωρίζεις,
υποθέτω, οποία τις ήθελε φανή αυτή καθ' εαυτήν η ποίησις, εάν
απογυμνωθή από τον μουσικόν αυτόν χρωματισμόν της· βέβαια θα το
έχης και συ παρατηρήση. — Μάλιστα. — Δεν ομοιάζει με τα πρόσωπα
των ευρισκομένων εις το άνθος της νεότητός των, χωρίς όμως και να
είναι ωραίοι, τα οποία γνωρίζεις δα πώς φαίνονται όταν χάσουν
αυτό το άνθος; — Ακριβώς.

 — Πρόσεξε τώρα παρά κάτω· ο ποιητής του ειδώλου, ο μιμητής
δηλαδή, δεν έχει καμμίαν ακριβή γνώσιν του πραγματικού, αλλ'
απλώς του φαινομένου· δεν είναι έτσι; — Μάλιστα. — Ας μην
αρκεσθώμεν όμως εις αυτήν την ατελή εξέτασιν του πράγματος, αλλ'
ας το εξετάσωμεν κατά βάθος. — Λέγε. — Ο ζωγράφος, λέγομεν, θα
ζωγραφίση ηνίας και χαλινόν. — Μάλιστα. — Επίσης και ο σκυτοτόμος
και ο σιδηρουργός θα κατασκευάσουν τα ίδια αυτά πράγματα. — Ναι.
— Άραγε όμως γνωρίζει ο ζωγράφος πώς πρέπει να είναι αι ηνίαι και
ο χαλινός; ή μήπως δεν το γνωρίζει αυτό ούτε εκείνος που τα
κατασκευάζει, ο σιδηρουργός και ο σκυτοτόμος, αλλά μόνος εκείνος
που γνωρίζει και να τα μεταχειρισθή, δηλαδή ο ιππεύς; — Αυτό
είναι αλήθεια, — Και δεν θα παραδεχθώμεν ότι το ίδιον συμβαίνει
και με όλα τα άλλα; — Πώς; Δι' έκαστον πράγμα υπάρχουν αυταί αι
τρεις τέχναι, η μία που το μεταχειρίζεται, η άλλη που το
κατασκευάζει και η άλλη που το μιμείται. — Μάλιστα. — Αλλά αι
ιδιότητες και το κάλλος και η τελειότης ενός σκεύους ή ενός ζώου
ή και μιας πράξεως εις τι άλλο αποβλέπουν παρά εις την χρήσιν,
διά την οποίαν έκαστον κατεσκευάσθη υπό του ανθρώπου ή εποιήθη
υπό της φύσεως; Έτσι είναι. — Κατ' ανάγκην λοιπόν μόνος ο
μεταχειριζόμεγος ένα πράγμα γνωρίζει τας ιδιότητας αυτού καλύτερα
από κάθε άλλον και αυτός οδηγεί τον κατασκευαστήν και του λέγει
ποία προτερήματα ή ελαττώματα παρουσιάζει το έργον του εις την
χρήσιν· ο αυλητής παραδείγματος χάριν θα συστήση εις τον
κατασκευαστήν των αυλών και θα του παραγγείλη πώς πρέπει να είναι
οι αυλοί, που του κάνουν καλύτερα εις την εργασίαν του, και
εκείνος θα ακολουθήση τας συστάσεις του. — Πώς όχι; — Εκείνος
λοιπόν του παραγγέλλει ως γνώστης των καλών και των κακών αυλών,
και ο άλλος θα τους κατασκευάση με όλην την πεποίθησιν εις την
εμπειρίαν του. — Βέβαια. — Ώστε η μεν γνώσις την οποίαν έχει ο
κατασκευαστής περί των προτερημάτων ή ελαττωμάτων του έργου του
είναι απλή πίστις, την οποίαν αντλεί από τας συνομιλίας του με
εκείνον που γνωρίζει να το μεταχειρίζεται, και του οποίου είναι
αναγκασμένος να ακούη τας οδηγίας· ενώ αυτός ο μεταχειριζόμενος
κατέχει την επιστήμην του πράγματος. — Βεβαιότατα.

 — Ο δε μιμητής από την χρήσιν τάχα των πραγμάτων τα οποία
μιμείται, θα αποκτήση την επιστήμην αυτών, ώστε να είναι εις
θέσιν να γνωρίζη αν είναι καλά ή ορθά είτε όχι; ή τουλάχιστον θα
μάθη να έχη μίαν ορθήν γνώμην περί αυτών, διότι ευρίσκεται εις
την ανάγκην να συνομιλή με εκείνον που τα γνωρίζει και να λαμβάνη
από αυτόν διαταγάς πώς πρέπει να εργάζεται; — Ούτε το ένα ούτε το
άλλο. — Ούτε λοιπόν γνώσιν ακριβή ούτε ορθήν ιδέαν θα έχη ο
μιμητής σχετικώς με τας αρετάς και τας κακίας των πραγμάτων, τα
οποία μιμείται. — Έτσι φαίνεται. — Ώστε ο μιμητής, εις την
ποίησιν, θα είναι πολύ βέβαια αξιάγαστος διά την σοφίαν που έχει
των πραγμάτων, περί των οποίων πραγματεύεται. — Δεν το
φαντάζομαι. — Αλλ' όμως μολαταύτα θα μιμηθή το κάθε τι, χωρίς να
γνωρίζη τι είναι το καλόν και τι το κακόν εις αυτό· αλλά, καθώς
φαίνεται, εκείνο που θεωρούν και παραδέχονται ως καλόν οι πολλοί
οι αμαθείς, αυτό θα λαμβάνη ως αντικείμενον μιμήσεως. — Και τι
άλλο; — Ώστε κατ' αυτόν τον τρόπον νομίζω, ότι απεδείξαμεν
επαρκώς δύο τινά: πρώτον ότι ο μιμητής τίποτε άξιον λόγου δεν
γνωρίζει από όσα μιμείται, και ότι η μίμησις είναι απλώς παιδιά,
στερουμένη πάσης σοβαρότητος· και δεύτερον ότι εκείνοι που
επιλαμβάνονται της τραγικής ποιήσεως, είτε εις ιαμβικούς στίχους
είτε εις ηρωικούς, είναι όλοι των μιμηταί, όσον ημπορεί κανείς να
είναι. — Αναμφιβόλως.

 — Αλλά, προς θεού, αυτή η μίμησις δεν απέχει τρεις βαθμούς από
την αλήθειαν; ή όχι; — Μάλιστα. — Προς ποίον δε τάχα πράγμα του
ανθρώπου εξασκεί την δύναμιν που έχει; — Τι δηλαδή πράγμα
εννοείς; — Αυτό που θα σου ειπώ· το αυτό μέγεθος, καθώς βέβαια
γνωρίζεις, αναλόγως πού το βλέπει η όρασις από μακράν ή από
πλησίον, δεν φαίνεται ίσον. — Πραγματικώς. — Και ακόμη τα ίδια
αντικείμενα φαίνονται τεθλασμένα ή ευθέα αναλόγως πού τα βλέπομεν
μέσα ή έξω από το νερό, και κοίλα ή κυρτά ένεκα της απάτης που
προξενούν εις την όρασιν τα χρώματα· και εν γένει είναι φανερόν
ότι η οπτική αύτη απάτη εμβάλλει εις μεγάλην διατάραξιν την
ψυχήν. Αυτήν λοιπόν την φυσικήν ημών διάθεσιν είναι που
εκμεταλλεύεται η τέχνη της σκιαγραφίας και η τέχνη των
θαυματοποιών και άλλαι παρόμοιαι, και δεν παραλείπουν καμμίαν
γοητείαν που να μην την εξασκούν εις βάρος της. — Έχεις δίκαιον.
— Δεν ευρέθη όμως το μέτρημα, η αρίθμησις και το ζύγισμα
ασφαλέστατον προφυλακτικόν κατά της απάτης ταύτης, ώστε να μην
υπερισχύη εν ημίν εκείνο, που μας φαίνεται μεγαλύτερον ή
μικρότερον ή περισσότερον ή βαρύτερον, αλλ' εκείνο που θα
βεβαιωθώμεν διά του υπολογισμού και της καταμετρήσεως ή και της
ζυγίσεως; — Βεβαιότατα. — Αυτά όμως όλα δεν είναι έργον του
λογιστικού μέρους της ψυχής μας; — Αυτού βέβαια. — Όταν όμως
τούτο μετρήση πολλάκις και εύρη ότι υπάρχουν πράγματα μεγαλύτερα
ή μικρότερα το ένα από το άλλο ή ίσα μεταξύ των, τότε θα
παραδεχθή ότι τα αυτά πράγματα έχουν συγχρόνως ιδιότητας
αντιθέτους προς αλλήλας.

 — Μάλιστα. — Αλλ' ημείς δεν είπαμεν, ότι είναι αδύνατον το αυτό
μέρος της ψυχής να σχηματίση συγχρόνως αντιθέτους κρίσεις περί
του αυτού πράγματος; — Και πολύ ορθώς το είπαμεν. — Ώστε λοιπόν
το μέρος της ψυχής μας που κρίνει χωρίς να λαμβάνη υπ' όψιν του
το μέτρημα δεν ημπορεί να είναι το ίδιον με εκείνο, που κρίνει
σύμφωνα με τα μέτρα. — Δεν ημπορεί βέβαια. — Αλλά το μέρος της
ψυχής, που στηρίζεται εις το μέτρημα και τον λογαριασμόν, είναι
το καλύτερον, που υπάρχει εν αυτή. — Πώς όχι; — Και επομένως
εκείνο, που αντιτίθεται προς αυτό, θα είναι κάποιο από τα
ταπεινότερα στοιχεία της ψυχής. — Κατ' ανάγκην.

 — Εις αυτό το συμπέρασμα ακριβώς ήθελα να καταλήξωμεν, όταν
έλεγα ότι η ζωγραφική και εν γένει πάσα τέχνη στηριζομένη επί της
μιμήσεως απέχει πολύ από την αλήθειαν εις κάθε τι που παράγει και
ότι αφ' ετέρου και το μέρος εκείνο της ψυχής μας, προς το οποίον
αύτη αναφέρεται και συγγενεύει και σχετίζεται, απέχει επίσης πολύ
από την σοφίαν, και δεν είναι διά κανένα ασφαλές και αληθινόν
πράγμα. — Συμφωνότατος. — Φαύλη επομένως και με φαύλον
συνδυαζομένη η μιμητική γεννά και τέκνα φαύλα — Έτσι φαίνεται. —
Και τάχα αυτό αληθεύει μόνον εις την διά της οράσεως μιμητικήν, ή
και εις την διά της ακοής, την οποίαν ονομάζομεν ποίησιν; — Μου
φαίνεται πως και δι' αυτήν αληθεύει το ίδιον. — Ας μην
εμπιστευώμεθα όμως εις την αναλογίαν μόνον την οποίαν μας
φαίνεται ότι έχει προς την ζωγραφικήν, αλλ' ας προβώμεν και εις
την ακριβή εξέτασιν του μέρους εκείνου της ψυχής, προς το οποίον
έχει την ιδιαιτέραν της αναφοράν η ποίησις, και ας ίδωμεν αν αυτό
το μέρος έχη ή δεν έχη καμμίαν αξίαν. — Αυτό πρέπει να κάμωμεν.

 — Ας θεωρήσωμεν λοιπόν το πράγμα κατ' αυτόν τον τρόπον· η
ποιητική μίμησις, λέγομεν, μιμείται τους ανθρώπους εις τας
αναγκαστικάς ή εκουσίας πράξεις αυτών, κατ' ακολουθίαν των οποίων
θεωρούν τους εαυτούς των ή ευτυχείς ή δυστυχείς, και εις τας
οποίας όλας ή χαίρουν ή λυπούνται· μήπως είναι τίποτε άλλο εκτός
από αυτό; — Όχι, τίποτε. — Και τάχα εις όλας αυτάς τας
περιστάσεις ο άνθρωπος ευρίσκεται εις συμφωνίαν με τον εαυτόν
του; ή μήπως απεναντίας, όπως προκειμένου περί της οράσεως
ελέγαμεν ότι στασιάζει και σχηματίζει αντιθέτους συγχρόνως
δοξασίας περί των αυτών πραγμάτων, τοιουτοτρόπως και όσον αφορά
τας πράξεις του διχογνωμεί και μάχεται ο ίδιος με τον εαυτόν του;
μου έρχεται δε τώρα εις τον νουν, ότι δεν είναι καν ανάγκη να
συζητούμεν επ' αυτού του σημείου, διότι εις τους ανωτέρω λόγους
μας εμείναμεν τελείως σύμφωνοι εις όλα αυτά, ότι η ψυχή μας
δηλαδή είναι γεμάτη από μυρίας τοιαύτας αντιθέσεις, αι οποίαι
συμβαίνουν συγχρόνως εντός αυτής. — Πολύ σωστά. — Βέβαια και πολύ
σωστά· αλλά μου φαίνεται ότι είναι ανάγκη τώρα να εξετάσωμεν
εκείνο που τότε παρελείψαμεν. — Το ποίον τούτο; — Ελέγαμεν καθώς
ενθυμείσαι και τότε, ότι ένας άνθρωπος μετρημένος, εις τον οποίον
ήθελε συμβή καμμία ατυχία, να χάση παραδείγματος χάριν τον υιόν
του ή τίποτε άλλο που να του είναι εξαιρετικώς προσφιλές, θα
υποφέρη την απώλειαν αυτήν με περισσοτέραν υπομονήν από κάθε
άλλον. Βεβαίως. — Τώρα δε ας εξετάσωμεν και τούτο· τάχα καμμίαν
πραγματικώς λύπην δεν θα αισθανθή, ή αυτό μεν είναι αδύνατον, θα
περιορίση δε απλώς την θλίψιν του; Αυτό μάλλον μου φαίνεται ότι
είναι το αληθές. — Πες μου δε ακόμη και αυτό· πότε νομίζεις ότι
περισσότερον θα προσπαθήση να πολεμήση και να κατανικήση την
λύπην του, όταν ευρίσκεται μεταξύ των ομοίων του και τον βλέπουν,
ή όταν θα ευρεθή μόνος του χωρίς την παρουσίαν κανενός άλλου; —
Πολύ βέβαια θα διαφέρη το πράγμα όταν τον βλέπουν άλλοι. — Ενώ
όταν είναι μόνος του θα αφήση, υποθέτω, τον εαυτόν του να ξεσπάση
εις θρήνους πολλούς και οδυρμούς, που πολύ θα εντρέπετο αν τον
ήκουε κανείς, και πολλά θα έκαμνε, που δεν θα εδέχετο να τον
έβλεπε κανείς να τα κάμνη. — Έτσι είναι.

 — Εκείνο λοιπόν που τον διατάσσει να αντιστέκεται κατά της λύπης
δεν είναι ο ορθός λόγος και ο νόμος; και απεναντίας εκείνο που
τον σύρει εις αυτήν δεν είναι αυτό το πάθος; — Αληθώς. — Όταν δε
ο άνθρωπος δοκιμάζη δύο συγχρόνως αντίθετα κινήματα εν σχέσει
προς το αυτό αντικείμενον, κατ' ανάγκην, λέγομεν, ότι υπάρχουν εν
αυτώ δύο διακεκριμένα μέρη. — Πώς όχι; — Λοιπόν το μεν ένα εξ
αυτών είναι έτοιμον να υπακούση εις τον νόμον και να ακολουθήση
τας υποδείξεις αυτού. Πώς; — Λέγει δηλαδή ο νόμος, ότι κάλλιστον
είναι να διατηρή τις όσον το δυνατόν μεγαλυτέραν ευστάθειαν εις
τας συμφοράς του και να μην αγανακτή, διότι ούτε δυνάμεθα να
γνωρίζωμεν τι είναι το καλόν και τι το κακόν εις αυτάς, ούτε
κερδίζει κανείς τίποτε να στενοχωρήται υπερμέτρως, ούτε αξίζει να
αποδίδωμεν μεγάλην σπουδαιότητα εις κανέν από τα ανθρώπινα·
προπάντων δε διότι η λύπη γίνεται εμπόδιον εις το να σπεύση
τάχιστα προς βοήθειαν ημών εκείνο, του οποίου απαραίτητον ανάγκην
έχομεν εις αυτάς τας περιστάσεις. — Και ποίον είναι αυτό; — Το
λογικόν, διά να κρίνωμεν ψυχραίμως την επελθούσαν συμφοράν, και,
όπως όταν εις τους κύβους μας έλθη καμμιά στραβή ριξιά, να
κυττάξωμεν να κανονίσωμεν τα πράγματά μας σύμφωνα με την
περίστασιν, όπως δηλαδή μας υποδείξη το λογικόν πως θα είναι
καλύτερα, και να μην κάμνωμεν όπως τα παιδιά, που όταν τύχη να
πέσουν, κρατούν το μέρος που εχτύπησαν και εξακολουθούν να
ξεφωνίζουν· αλλά να συνηθίζωμεν την ψυχήν μας να επιλαμβάνεται
όσον το δυνατόν γρηγορώτερα της θεραπείας του νοσήματος και της
επανορθώσεως του ατυχήματος, καθιστώσα τοιουτοτρόπως διά της
ιατρικής περιττάς τας ανωφελείς θρηνωδίας. — Αυτό πράγματι είναι
το καλύτερον, που θα είχαμεν να κάμωμεν εις τας συμφοράς μας. —
Λέγομεν λοιπόν ότι είναι το καλύτερον μέρος του εαυτού μας
εκείνο, που γνωρίζει να ακολουθή αυτόν τον λογισμόν. — Φανερόν. —
Ενώ εκείνο το άλλο μέρος, που μας τραυά αδιαλείπτως εις την
ανάμνησιν του παθήματός μας και μας ρίπτει εις τους θρήνους και
δεν ημπορεί να τους χορτάση, δεν έχομεν όλα μας τα δίκαια να το
είπωμεν αλόγιστον και ανωφέλευτον και δειλόν; — Βέβαια θα το
είπωμεν.

 — Λοιπόν η μεν λύπη και η αγανάκτησις παρέχει πολλάς και
ποικίλας αφορμάς εις την μίμησιν, ενώ απεναντίας ο φρόνιμος και
γαλήνιος χαρακτήρ, ο οποίος είναι πάντοτε όμοιος προς εαυτόν,
ούτε εύκολον είναι να τον μιμηθή κανείς, ούτε πολύ πρόσφορος να
κατανοηθή, μάλιστα υπό του πολυποικίλου εκείνου πλήθους που
συναθροίζεται συνήθως εις τας πανηγύρεις και τα θέατρα· διότι
είναι όλως διόλου ξένη προς αυτούς η μίμησις τοιαύτης ψυχικής
διαθέσεως. — Πράγματι όλως διόλου. — Άλλως τε ο μιμητικός ποιητής
δεν είναι εκ φύσεως πλασμένος να παριστάνη αυτό το μέρος της
ψυχής και η σοφία του δεν είναι προορισμένη να αρέσκεται εις
αυτό, αν θέλη να ευδοκιμήση παρά τοις πολλοίς, αλλά να εξεικονίζη
τους παθητικούς χαρακτήρας, των οποίων η ποικιλία καθιστά
ευκολωτέραν την μίμησιν. — Το πράγμα είναι ευνόητον. — Θα είχαμεν
λοιπόν δίκαιον να καταδικάσωμεν και αυτόν και να τον βάλωμεν εις
την ανάλογον θέσιν με τον ζωγράφον; διότι έχει κοινόν προς αυτόν
το ότι συνθέτει πράγματα δίχως αξίαν, εν σχέσει με την αλήθειαν·
ακόμη δε του ομοιάζει, διότι εργάζεται να αρέση εις το χειρότερον
και όχι εις το καλύτερον μέρος της ψυχής. Τοιουτοτρόπως λοιπόν θα
είμεθα πληρέστατα δικαιολογημένοι να μην τον παραδεχθώμεν εις την
ευνομουμένην πολιτείαν μας, διότι εξεγείρει και τρέφει το κακόν
τούτο μέρος της ψυχής και όσον ισχυροποιεί αυτό τόσον καταστρέφει
το λογιστικόν· και όπως όταν εις μίαν πολιτείαν καθιστά τις τους
κακούς ισχυροτέρους και παραδίδει εις αυτούς την διοίκησιν της
πόλεως και εξαφανίζει τους χρηστοτέρους, το ίδιον θα είπωμεν και
διά τον μιμητικόν ποιητήν, ότι εγκαθιδρύει εις την ψυχήν εκάστου
κακήν πολιτείαν, διότι χαρίζεται εις το ανόητον και αλόγιστον
αυτής μέρος και δεν ημπορεί να ξεχωρίση ούτε τα μεγαλύτερα ούτε
τα μικρότερα, αλλά εκλαμβάνει τα αυτά άλλοτε μεν μεγάλα άλλοτε δε
μικρά, και πλάττει είδωλα, τα οποία απέχουν απείρως από την
αλήθειαν — Αυτό είναι βέβαιον.

 — Και μολαταύτα ακόμη δεν είπαμεν το μεγαλύτερον κακόν που
προξενεί η ποίησις· διότι δεν είναι πράγματι φοβερώτατον να
βλέπωμεν, ότι, εκτός πάρα πολύ ολίγων, είναι ικανή να διαφθείρη
και αυτούς τους σοφούς; — Αλήθεια φοβερώτατον, εάν πράγματι
κατορθώνη και αυτό. — Άκουσε και θα κρίνης· γνωρίζεις ότι και οι
καλύτεροι ακόμη από ημάς, όταν ακούωμεν μέρη από τον Όμηρον ή και
από κανένα άλλον τραγικόν ποιητήν, τα οποία παρουσιάζουν ένα ήρωα
που ευρίσκεται εις μεγάλην λύπην και εν μέσω των οδυρμών του
απαγγέλλει μακράν ρήσιν, ή και μοιρολογεί και κτυπά το στήθος
του, αισθανόμεθα μίαν ευχαρίστησιν, την οποίαν ασυναισθήτως
αφήνομεν κατά μικρόν να μας κυριεύση και ενώ αφ' ενός συμπάσχομεν
με τον ήρωα, αφ' ετέρου με όλην μας την σοβαρότητα θαυμάζομεν και
επαινούμεν τον ποιητήν, που μας παρέχει αυτήν την συγκίνησιν. —
Το γνωρίζω, πώς όχι; — Και όμως όταν συμβή εις κανένα από ημάς
τους ιδίους καμμία λύπη μεγάλη, γνωρίζεις επίσης ότι
φιλοτιμούμεθα να φερώμεθα κατά τρόπον όλως διόλου αντίθετον, να
δεικνύωμεν δηλαδή ησυχίαν και υπομονήν, αν ημπορούμεν, διότι αυτή
είναι η διαγωγή που αρμόζει εις άνδρα, ενώ εκείνο, που
επαινούσαμεν τότε, μόνον εις γυναίκας ταιριάζει. — Το γνωρίζω και
αυτό. — Είναι λοιπόν ορθός αυτός ο έπαινος, να βλέπωμεν τοιούτον
άνδρα, που δεν θα κατεδέχετο κανείς αλλά και θα εντρέπετο να
είναι εις την θέσιν του, χωρίς να αισθανώμεθα βδελυγμίαν, αλλ'
απεναντίας να χαίρωμεν και να επαινούμεν; — Πραγματικώς δεν
φαίνεται καθόλου εύλογον το πράγμα. — Αναμφιβόλως, αν μάλιστα το
θεωρήσης υπ' αυτήν την έποψιν. — Την ποίαν; — Εάν σκεφθής ότι το
μέρος εκείνο της ψυχής μας, το οποίον διά της βίας συγκρατούμεν
εις τας συμφοράς μας, και χάνεται διά δάκρυα και οδυρμούς και
ποτέ του δεν τα χορταίνει αρκετά, επειδή αυτή είναι η φύσις του
να επιθυμή τα τοιαύτα, αυτό, λέγω, το μέρος είναι εκείνο που
κολακεύουν οι ποιηταί και σπουδάζουν να το ευχαριστούν· το δε
άλλο μέρος της ψυχής, που είναι εκ φύσεως το καλύτερον, επειδή
ακόμη δεν είναι αρκετά ενδυναμωμένον υπό του λόγου και της
συνηθείας, αφήνει ελεύθερον τον χαλινόν του θρηνητικού εκείνου,
με την δικαιολογίαν ότι είναι απλώς θεατής ξένων δυστυχιών και
δεν είναι καθόλου εντροπή δι' αυτό να επαινή και να ελεή έναν
άλλον, που μολονότι έχει να καυχάται διά την ανδρείαν του και την
υπεροχήν του, παραδίδεται εις ακαίρους θρήνους· και τοιουτοτρόπως
θεωρεί τουλάχιστον κέρδος την ευχαρίστησιν που δοκιμάζει, και δεν
θα εδέχετο κατ' ουδένα λόγον να την στερηθή καταδικάζων ολόκληρον
το ποίημα· διότι παρά πολύ ολίγοι είναι εις θέσιν να σκεφθούν,
πόσον τα ξένα αισθήματα επιδρώσιν ασυναισθήτως επί των ιδικών
μας· ούτως ώστε, όταν κανείς αναθρέψη και δυναμώση την
ευαισθησίαν αυτού με την θέαν των δυστυχιών του άλλου, είναι
δύσκολον να την συγκρατή εις τας ιδικάς του. — Αυτό είναι
βέβαιον.

 — Δεν ισχύει δε το αυτό και περί του γελοίου; όσον και αν
εντρέπεσαι ο ίδιος να κάμνης τον γελωτοποιόν, όταν ευρίσκης
ευχαρίστησιν εις την μίμησιν του γελοίου, είτε εις το θέατρον που
παριστάνουν κωμωδίας, είτε εις τας ιδιαιτέρας συναναστροφάς, και
δεν το αποστρέφεσαι ως πρόστυχον πράγμα, θα σου συμβή το ίδιον
ό,τι και με τας τραγικάς συγκινήσεις· την τάσιν δηλαδή την οποίαν
ησθάνεσο μέσα σου να κάμης τον γελωτοποιόν και την οποίαν
προηγουμένως συνεκράτεις διά του ορθού λόγου, από τον φόβον που
είχες μήπως χαρακτηρισθής ως εξ επαγγέλματος τοιούτος, την
αφήνεις πλέον ελευθέραν και αφού την θρέψης αρκετά εις τα κωμικά
θεάματα, χωρίς να το εννοής και ο ίδιος, παρασύρεσαι εις τας
ιδιαιτέρας σου συναναστροφάς, ώστε να καταντήσης σωστός
γελωτοποιός. — Έχεις δίκαιον. — Το ίδιον αποτέλεσμα δεν γεννά εις
την ψυχήν μας η μιμητική ποίησις και όσον αφορά τον έρωτα και τον
θυμόν και όλας τας επιθυμίας και τα λυπηρά ή ηδονικά συναισθήματα
τα οποία λέγομεν ότι μας παρακολουθούν εις πάσαν μας πράξιν;
διότι τα ποτίζει αυτά και τα αναπτύσσει, αντί να τα αφήνη να
ξηρανθούν και τους παραδίδει πάσαν εφ' ημών εξουσίαν, ενώ το
ορθόν είναι να τα εξουσιάζωμεν ημείς διά να γινώμεθα καλύτεροι
και ευτυχέστεροι από χειρότεροι και αθλιώτεροι. — Δεν ημπορώ παρά
να συμφωνήσω πληρέστατα μαζί σου.

 — Λοιπόν, φίλε μου Γλαύκων, όταν τύχη να ακούσης τους θαυμαστάς
του Ομήρου να λέγουν ότι ο ποιητής ούτος εξεπαίδευσε την Ελλάδα,
και ότι είναι άξιον να τον πάρης διά να σου μάθη πώς να κυβερνάς
και να διευθύνης τα ανθρώπινα πράγματα, και να συμμορφώσης όλον
σου τον βίον σύμφωνα με τα υποδείγματα αυτού του ποιητού, πρέπει
να τους συμπαθής μεν και να τους εκτιμάς δι' όλην την αξίαν που
ημπορεί να έχουν και να παραδεχθής μαζί των ότι ο Όμηρος είναι ο
μεγαλύτερος των ποιητών και ο πρώτος των τραγικών· να γνωρίζης
όμως συγχρόνως ότι δεν πρέπει να παραδεχθώμεν εις την πολιτείαν
μας καμμίαν άλλην ποίησιν, εκτός μόνον ύμνους προς τιμήν των θεών
και εγκώμια των μεγάλων ανδρών· εάν δε παραδεχθής την προς τέρψιν
Μούσαν, είτε επικήν είτε λυρικήν, η ηδονή και η λύπη θα
βασιλεύσουν εις την πόλιν σου αντί του νόμου και αντί του ορθού
εκείνου λόγου, του οποίου την υπεροχήν πάντοτε κοινώς
παρεδέχθησαν οι άνθρωποι. — Έχεις πληρέστατον δίκαιον.

 — Αφού λοιπόν η περίστασις το έφερε να κάμωμεν πάλιν λόγον διά
την ποίησιν, αυτά είναι που είχαμεν να είπωμεν προς απολογίαν
μας, διότι την απεπέμψαμεν από την πρώτην φοράν εκ της πολιτείας
μας, τέτοια που είναι· ο ορθός λόγος μας υποχρέωσε προς τούτο.
Μολαταύτα, διά να μην έχη να μας κατηγορήση ως σκληρούς και
αγροίκους, ας της είπωμεν ότι από παλαιού χρονολογείται η διαφορά
αυτή μεταξύ ποιήσεως και φιλοσοφίας· διότι και &η αλύχτρα& εκείνη
&σκύλλα που γαυγίζει τον κύριόν της&, και ο &μεγάλος ανάμεσα ατά
κούφια λόγια των μωρών&, και & ο  τ ω ν  δ ι α σ ό φ ω ν  ό χ λ ο
ς  κ ρ α τ ώ ν&, και &εκείνοι των οποίων η πενία οξύνει το
πνεύμα& και άλλα μύρια τοιαύτα, είναι σημεία της παλαιάς αυτών
αντιθέσεως. Και πάλιν όμως διακηρύττομεν ότι, εάν η προς τέρψιν
ποίησις και η μίμησις ημπορή να μας παρουσιάση κανένα επαρκή
λόγον πως έχει την θέσιν της εις μίαν ευνομουμένην πόλιν, είμεθα
πρόθυμοι να της επιτρέψωμεν την επάνοδόν της, επειδή δεν
ημπορούμεν να αρνηθούμεν την γοητείαν τουλάχιστον που εξασκεί και
εις ημάς τους ιδίους· δεν είναι όμως επιτετραμμένον να προδώσωμεν
εκείνο που πιστεύομεν ως αληθινόν· και πραγματικώς και συ ο
ίδιος, καλέ μου φίλε, δεν γοητεύεσαι υπ' αυτής, και μάλιστα όταν
σου την παρουσιάζη ο Όμηρος; — Και πολύ μάλιστα. — Είναι λοιπόν
δίκαιον να της δώσωμεν το δικαίωμα να εμφανισθή ενώπιόν μας, διά
να απολογηθή είτε με κανένα λυρικόν είτε με οιονδήποτε άλλο
ποίημα θέλει; — Πώς όχι; — Ημπορούμεν δε βέβαια να δώσωμεν την
άδειαν και εις τους συνηγόρους της, οι οποίοι δεν είναι μεν οι
ίδιοι ποιηταί, αγαπούν όμως την ποίησιν, να αναλάβουν την
υπεράσπισίν της όχι εμμέτρως αλλά εις πεζόν λόγον, διά να μας
αποδείξουν ότι, όχι μόνον ευχάριστος είναι, αλλά και ωφέλιμος εις
τας πολιτείας και εν γένει εις τον ανθρώπινον βίον· και θα τους
ακούσωμεν με ευμένειαν· διότι θα κερδίσωμεν και ημείς αν
αποδειχθή ότι όχι μόνον τερπνή, αλλά και ωφέλιμος είναι. — Και
βέβαια θα κερδίσωμεν και ημείς. — Ει δε μη, αγαπητέ μου φίλε, θα
κάμωμεν και ημείς όπως οι ερασταί, οι οποίοι, με πολλήν μεν
δυσκολίαν, όμως επί τέλους κατορθώνουν ν' αποσπάσουν τον έρωτα
από την καρδίαν των, εάν βεβαιωθούν ότι τους είναι επιβλαβής· και
ημείς λοιπόν προς χάριν μεν του παλαιού μας προς την ποίησιν
έρωτος, που τον οφείλομεν εις την ανατροφήν που ελάβαμεν από τα
λαμπρά μας πολιτεύματα, θα ευχώμεθα βέβαια να αποδειχθή καλλίστη
και αληθεστάτη, εφ' όσον όμως δεν θα κατορθώση να απολογηθή καθώς
πρέπει, θα την ακούωμεν, ενώ μέσα μας θα λέγωμεν, ως εξορκισμόν
κατά των μαγγανειών της, τους λόγους και τα επιχειρήματα, που
εξεθέσαμεν, από φόβον μήπως εμπέσωμεν πάλιν εις τον νεανικόν μας
έρωτα, που οι πολλοί εξακολουθούν ακόμη να τρέφουν δι' αυτήν·
εννοούμεν λοιπόν ότι δεν πρέπει να προσέχωμεν εις την τοιαύτην
ποίησιν, ως να είχε καμμίαν αξίαν ή καμμίαν σχέσιν με την
αλήθειαν, και ότι κάθε άνθρωπος, που φοβείται διά το εν τη ψυχή
του πολίτευμα, πρέπει να την ακούη λαμβάνων όλας τας προφυλάξεις
του και να πιστεύη ότι όσα είπαμεν περί της ποιήσεως είναι όλα
αληθινά. — Και εγώ είμαι καθ' ολοκληρίαν σύμφωνος. — Διότι είναι
μέγας ο αγών, φίλε μου Γλαύκων, πολύ περισσότερον μέγας απ' ό,τι
φαντάζονται, να γίνη κανείς καλός ή κακός· και ούτε δόξα, ούτε
πλούτη, ούτε αξιώματα, ούτε αυτή η ποίησις αξίζουν διά να μας
κάμουν να παραμελήσωμεν την δικαιοσύνην και την αρετήν. — Δεν
ημπορώ παρά να συμφωνήσω μαζί σου ύστερα απ' όσα είπαμεν και ούτε
άλλος κανείς πιστεύω να κρίνη διαφορετικά.

 — Και όμως δεν εκάμαμεν ακόμη λόγον διά τας μεγαλυτέρας
ανταμοιβάς και τα έπαθλα, που επιφυλάσσονται διά την αρετήν. —
Πρέπει να είναι αφαντάστως μεγάλαι, αν θα είναι μεγαλύτεραι από
όσας ανεφέραμεν ήδη. — Και τι μεγάλον ημπορεί να είναι ένα
πράγμα, που βαστά ολίγον χρονικόν διάστημα; διότι πράγματι όλος
αυτός ο χρόνος από την παιδικήν έως την γεροντικήν ηλικίαν είναι
ελάχιστος εν συγκρίσει προς την αιωνιότητα. — Τίποτε μάλιστα,
ημπορούμεν να ειπούμεν. — Πώς λοιπόν; φρονείς ότι ένα αθάνατον
πράγμα οφείλει να περιορίση τας προσπαθείας του και τας βλέψεις
του διά τόσον βραχύν χρόνον και όχι δι' όλην την αιωνιότητα; —
Δεν το φρονώ εγώ· αλλά προς τι αυτά που λέγεις; — Δεν γνωρίζεις
λοιπόν ότι είναι αθάνατος η ψυχή μας και ουδέποτε χάνεται; Εις
αυτούς τους λόγους με εκύτταξεν ο Γλαύκων με έκπληξιν και μου
είπε: — Όχι, μα την αλήθειαν, δεν γνωρίζω· μήπως εσύ ημπορείς να
μου το αποδείξης; — Και βέβαια, εάν τουλάχιστον δεν σφάλλωμαι·
νομίζω δε ότι και συ ο ίδιος ημπορείς να το κάμης· διότι δεν
είναι καθόλου δύσκολον. — Δι' εμένα τουλάχιστον είναι· και θα μου
έκανες μεγάλην ευχαρίστησιν να μου αποδείξης αυτό το όχι
δύσκολον. — Άκουε λοιπόν. — Λέγε — Παραδέχεσαι ότι υπάρχει καλόν
και κακόν; — Μάλιστα. — Και άραγε τα αντιλαμβάνεσαι αυτά όπως
εγώ; — Πώς; — Ότι κακόν μεν είναι παν ό,τι επιφέρει φθοράν και
αφανισμόν, καλόν δε παν ό,τι σώζει και ωφελεί. — Μάλιστα. —
Έκαστον δε πράγμα δεν παραδέχεσαι ότι έχει το καλόν του και το
κακόν του; παραδείγματος χάριν οι οφθαλμοί έχουν την οφθαλμίαν
και εν γένει το σώμα τας νόσους, ο σίτος την ερυσίβην, τα ξύλα
την σήψιν, ο χαλκός και ο σίδηρος την σκωρίαν· και μ' ένα λόγον
τίποτε δεν υπάρχει εις την φύσιν που να μην έχη το κακόν του και
την ιδιαιτέραν του ασθένειαν. — Έτσι είναι. — Όταν λοιπόν αυτό το
κακόν προσβάλη ένα πράγμα, δεν το βλάπτει και εις το τέλος το
διαλύει και το καταστρέφει εξ ολοκλήρου; — Πώς όχι; — Ώστε αυτό
το ιδιαίτερον διά την φύσιν εκάστου πράγματος κακόν και νόσημα
είναι που το καταστρέφει, και αν δεν το καταστρέψη αυτό, δεν
υπάρχει τίποτε άλλο που να επιφέρη την καταστροφήν του· διότι
βέβαια το καλόν δεν είναι ποτέ δυνατόν να προξενήση αυτό το
αποτέλεσμα, ούτε επίσης εκείνο που δεν είναι ούτε καλόν ούτε
κακόν. — Πώς βέβαια θα ημπορούσε;

 — Εάν λοιπόν εύρωμεν κανένα πράγμα, το οποίον να έχη μεν το
ιδιαίτερόν του νόσημα, που το καθιστά χειρότερον απ' ό,τι είναι,
που δεν ημπορεί όμως και να το διαλύση εξ ολοκλήρου και να το
καταστρέψη, δεν πρέπει να συμπεράνωμεν τότε ότι αυτό το πράγμα εκ
φύσεως δεν υπόκειται εις καταστροφήν; — Δεν υπάρχει αμφιβολία
περί του πράγματος. — Ε, λοιπόν! δεν υπάρχει κάτι που κάμνει την
ψυχήν κακήν; — Και βέβαια· όλα εκείνα, που ανεφέραμεν ήδη ημείς,
η αδικία και η ακολασία και η δειλία και η αμάθεια. — Και μήπως
τάχα είναι κανένα από αυτά που να διαλύη και καταστρέφη την
ψυχήν; πρόσεχε όμως μήπως εξαπατηθώμεν και νομίσωμεν ότι ο άδικος
και άφρων άνθρωπος, όταν καταδικασθή διά μίαν αδικίαν την οποίαν
διέπραξεν, η απώλειά του είναι αποτέλεσμα της αδικίας, της
ασθενείας δηλαδή της ψυχής του· αλλά ιδού πως πρέπει να θεωρήσης
το πράγμα· όπως η ασθένεια, η οποία είναι η διαλυτική αρχή του
σώματος, το υποσκάπτει μικρόν κατά μικρόν και το αφανίζει και το
φέρει εις κατάστασιν ώστε ούτε σώμα να είναι πλέον· όπως ακόμη
και όλα τα άλλα πράγματα, που είπαμεν πριν, έχουν την ιδιαιτέραν
αυτών νόσον, η οποία προσκολλωμένη και διατρίβουσα εις αυτά τα
φθείρει και τα κάμνει να μην είναι πλέον ό,τι ήσαν· δεν είναι
έτσι; — Μάλιστα. — Κατά τον ίδιον λοιπόν τρόπον ας εξετάσωμεν και
περί της ψυχής, εάν η αδικία και τα άλλα πάθη, όταν εισβάλουν και
εγκατασταθούν εις αυτήν, την φθείρουν και την εξαφανίζουν, έως
ότου την οδηγήσουν εις τον θάνατον, χωρίζοντα αυτήν από του
σώματος. — Κατ' ουδένα τρόπον δεν ημπορεί να συμβαίνη αυτό διά
την ψυχήν. — Αφ' ετέρου όμως θα ήτο άλογον να είπωμεν, ότι ένα
πράγμα καταστρέφεται από ένα ξένον νόσημα, αφού δεν καταστρέφεται
από το ιδικόν του. — Βεβαίως άλογον — Συλλογίσου πράγματι,
αγαπητέ μου Γλαύκων, ότι και όσον αφορά το σώμα, δεν παραδεχόμεθα
ότι η καταστροφή του ημπορεί να είναι το άμεσον αποτέλεσμα της
κακής ποιότητος των τροφών, είτε ένεκα της πολυκαιρίας των, είτε
της αποσυνθέσεώς των, είτε οιασδήποτε άλλης αφορμής· αλλ' εάν η
κακή ποιότης των τροφών γεννήση εις το σώμα την ασθένειαν, η
οποία προσιδιάζει εις αυτό, θα είπωμεν, ότι εξ οποίας εκείνων
κατεστράφη το σώμα υπό της ασθενείας, η οποία είναι το ιδικόν του
κακόν· ουδέποτε δε θα ισχυρισθώμεν ότι αι τροφαί, που είναι ένα
πράγμα όλως διόλου διαφορετικόν από το σώμα, ημπορούν διά της
κακής των ποιότητος να επιφέρουν την καταστροφήν αυτού, εκτός εάν
το ξένον τούτο κακόν δεν γεννήση το κακόν, που προσιδιάζει εις το
σώμα. — Έχεις πληρέστατον δίκαιον. — Κατά τον ίδιον λοιπόν λόγον,
εάν η ασθένεια του σώματος δεν γεννήση την ασθένειαν της ψυχής,
ας μην ισχυρισθώμεν ποτέ ότι αύτη είναι δυνατόν να καταστραφή υπό
ξένου κακού, χωρίς να μεσολαβήση το ιδικόν της το νόσημα. — Το
πράγμα είναι λογικώτατον.

 — Ή λοιπόν πρέπει να εξελέγξωμεν αυτά μας τα επιχειρήματα ως μη
λογικά, ή εφ' όσον μένουν ανεξέλεγκτα, ας μη τολμήσωμεν να
είπωμεν, ότι είτε υπό του πυρετού, είτε υπό οιασδήποτε άλλης
νόσου, είτε και υπό του σιδήρου, έστω και αν κατακόψωμεν
ολόκληρον το σώμα εις ελάχιστα τεμάχια, είναι ποτέ δυνατόν και
δι' όλων αυτών των μέσων να καταστραφή η ψυχή· εκτός εάν κανείς
μας αποδείξη, ότι από αυτά τα παθήματα του σώματος γίνεται και
αυτή η ιδία ψυχή αδικωτέρα και ανοσιωτέρα· και ας μην επιτρέψωμεν
να μας ειπούν, ότι είτε η ψυχή, είτε οιονδήποτε άλλο πράγμα,
αφανίζεται υπό ξένου κακού, χωρίς να επέλθη το κακόν το οποίον εκ
φύσεως του προσιδιάζει. — Αλλ' αυτό όμως βέβαια κανείς δεν θα
ημπορέση να το αποδείξη, ότι αι ψυχαί των αποθνησκόντων γίνονται
αδικώτεραι ένεκα του θανάτου — Εάν κανείς μολαταύτα έχη την
τόλμην να προσβάλη αυτήν την αλήθειαν και ισχυρισθή ότι ο θάνατος
καθιστά τον άνθρωπον χειρότερον και αδικώτερον, διά να μην
αναγκασθή κατά συνέπειαν τούτου να ομολογήση ότι αι ψυχαί είναι
αθάνατοι, θα τον υποχρεώσωμεν να παραδεχθή, ότι, εάν είναι
αλήθεια αυτό που λέγει, η αδικία οδηγεί φυσικώς εις τον θάνατον,
όπως η νόσος, και ότι αυτή είναι που θανατώνει με την δύναμιν,
που έχει εκ φύσεως, τους κατεχομένους υπ' αυτής, άλλους μεν
αμέσως, άλλους δε αργότερον, αναλόγως του βαθμού της αδικίας, και
όχι όπως αποδεικνύει η καθημερινή πείρα, ότι αιτία του θανάτου
των αδίκων είναι η τιμωρία που τους επιβάλλουν άλλοι. — Και μα
την αλήθειαν, εάν η αδικία ήτο εκείνη που δίδει τον θάνατον εις
τους πονηρούς, δεν θα ήτο τότε τόσον πολύ φοβερόν πράγμα· διότι
τότε θα ήτο απαλλαγή από όλα τα κακά· αλλά φρονώ απεναντίας ότι
μάλλον τους άλλους φονεύει, όσον της είναι δυνατόν, καθιστά δε
εκείνον, που την έχει, και πάρα πολύ μάλιστα ζωτικόν, προσέτι δε
και άγρυπνον· τόσον πολύ απέχει, φαίνεται, του να είναι
θανάσιμος. — Πολύ σωστά τα λέγεις· διότι, εάν η διαφθορά της
ψυχής, εάν το ιδιαίτερον αυτής κακόν, δεν ημπορή να την θανατώση
και να την καταστρέψη, πώς είναι ποτέ δυνατόν να επιφέρη αυτό το
αποτέλεσμα επί της ψυχής, ή επί οιουδήποτε άλλου πράγματος ένα
άλλο κακόν που είναι εκ φύσεως τεταγμένον να προξενή την
καταστροφήν άλλου ωρισμένου πράγματος; — Αδύνατον βέβαια και
εναντίον πάσης λογικής. — Επομένως αφού ένα πράγμα δεν
καταστρέφεται από κανένα κακόν, ούτε ιδικόν του ούτε ξένον, είναι
φανερόν ότι κατ' ανάγκην θα υπάρχη πάντοτε, και αφού θα υπάρχη
πάντοτε, είναι αθάνατον. — Κατ' ανάγκην.

 — Ας το θεωρήσωμεν λοιπόν αυτό ως αναμφισβήτητον αλήθειαν και
κατά συνέπειαν τούτου εννοείς, ότι αι ψυχαί θα είναι πάντοτε αι
αυταί· διότι, αφού καμμία δεν χάνεται, δεν ημπορεί ούτε
ολιγώτεραι να γίνουν, ούτε περισσότεραι· και πράγματι, εάν ο
αριθμός των αθανάτων πραγμάτων ηύξανε, τα νέα αυτά όντα θα
εγίνοντο από κάτι θνητόν, και τοιουτοτρόπως όλα τα πάντα εις το
τέλος θα εγίνοντο αθάνατα. — Έχεις δίκαιον. — Αλλά ούτε τούτο θα
μας επιτρέψη ο ορθός λόγος να το πιστεύσωμεν, ούτε προσέτι και να
παραδεχθώμεν, ότι η ψυχή, θεωρουμένη κατά την αληθεστάτην αυτής
φύσιν, ημπορεί να είναι πράγμα ποικιλόμορφον, γεμάτον από
ανομοιότητα και διαφοράν. — Πώς λέγεις; — Δεν είναι εύκολον,
πράγμα αποτελούμενον εκ της συνθέσεως πολλών μερών, να είναι
αιώνιον, εκτός αν η σύνθεσις δεν είναι τόσον τελεία, όπως
κατεδείξαμεν ήδη ότι είναι η της ψυχής. — Δεν είναι πράγματι
πιθανόν, — Οι λόγοι λοιπόν που ανεφέραμεν προ μικρού και οι άλλοι
μας αναγκάζουν να παραδεχθώμεν ότι η ψυχή είναι αθάνατος· αλλά
διά να γνωρίσωμεν την αληθινήν αυτής φύσιν, δεν πρέπει να την
ίδωμεν όπως την βλέπομεν ημείς σήμερον εις την κατάστασιν της
διαφθοράς, που ευρίσκεται ένεκα της ενώσεώς της μετά του σώματος,
και των άλλων κακών, αλλά πρέπει να την παρατηρήσωμεν προσεκτικά
διά του λογισμού, οποία τις είναι κάθ' εαυτήν και απηλλαγμένη
παντός ξένου στοιχείου, και τότε θα εννοήσωμεν πόσον απείρως
ωραιοτέρα είναι και τότε προσέτι θα γνωρίσωμεν ακριβέστερον και
την φύσιν της δικαιοσύνης και της αδικίας και όλων των άλλων,
περί των οποίων ήδη εκάμαμεν λόγον· όσα δε είπαμεν τώρα περί
αυτής είναι μεν αληθή, αλλ' εν σχέσει πάντοτε προς την παρούσαν
αυτής κατάστασιν όπως πράγματι την είδαμεν, είναι καθώς εκείνοι
που βλέπουν τον θαλάσσιον Γλαύκον και δεν ημπορούν να
αναγνωρίσουν την πρώτην αυτού μορφήν, επειδή τα παλαιά μέρη του
σώματος του είναι αλλά μεν σπασμένα, άλλα δε φαγωμένα και τελείως
παραμορφωμένα υπό των κυμάτων, έχουν δε προσκολληθή επάνω του
άλλα, κογχύλια και φύκη και πέτραι, εις τρόπον ώστε με κάθε άλλον
θηρίον να ομοιάζη μάλλον, παρά όπως ήτο η αρχική αυτού φύσις·
τοιουτοτρόπως παρουσιάζεται εις ημάς και η ψυχή, παραμορφωμένη
από μύρια κακά· αλλά πρέπει, ω Γλαύκων, εκεί να αποβλέπωμεν. —
Πού; — Εις τον έρωτα αυτής προς την αλήθειαν, και να λάβωμεν υπ'
όψιν μας τα πράγματα προς τα οποία φέρεται και των οποίων την
επικοινωνίαν επιζητεί, και την συγγένειαν την οποίαν έχει με παν
ό,τι είναι αθάνατον και θείον και αιώνιον, διά να εννοήσωμεν
οποία τις θα εγίνετο, όταν, παραδοθείσα εξ ολοκλήρου εις την
επιδίωξιν παντός τοιούτου, και εκπηδήσασα με αυτήν την ορμήν έξω
από τα βάθη της θαλάσσης, όπου τώρα ευρίσκεται, ήθελεν αποτινάξη
πέτρας και κογχύλια, τα οποία τώρα είναι προσκολλημένα επάνω της
επειδή τρέφεται από την γην με πράγματα γαιώδη και πετρώδη και
άγρια εις τα μακαριστά υπό των πολλών θεωρούμενα γεύματά της· και
τότε θα ιδής την αληθινήν αυτής φύσιν, είτε είναι πολυμερής είτε
μονομερής, είτε ποία είναι η ουσία της και η υπόστασίς της· επί
του παρόντος έχομεν, μου φαίνεται, αρκετά καλά εκθέση τα πάθη και
τας μεταβολάς εις τας οποίας υπόκειται κατά τον ανθρώπινον αυτής
βίον. — Πολύ λαμπρά. — Δεν απηλλάξαμεν λοιπόν εις αυτήν μας την
έρευναν την δικαιοσύνην από παν το επουσιώδες και δεν εθέσαμεν
κατά μέρος τιμάς και ανταμοιβάς και φήμας, που ανεφέρετε εσείς
ακολουθούντες τον Όμηρον και τον Ησίοδον; δεν απεδείξαμεν, ότι η
δικαιοσύνη καθ' εαυτήν είναι το μεγαλύτερον αγαθόν της ψυχής και
ότι αύτη πρέπει να πράττη το δίκαιον, είτε κατέχει τον δακτύλιον
του Γύγου, είτε όχι, ή και προσέτι εκτός αυτού και την
περικεφαλαίαν του Άδου; — Αληθέστατα.

 — Θα ημπορούσε τάχα να μας κατηγορήση κανείς, φίλε Γλαύκων, εάν
ηθέλαμεν αποδώση τώρα εις την δικαιοσύνην και τας λοιπάς αρετάς,
εκτός των πλεονεκτημάτων τα οποία καθ' εαυτάς έχουν, και τας
ανταμοιβάς, που εξασφαλίζουν εις την ψυχήν εκ μέρους και των
ανθρώπων και των θεών και εν τη ζωή και μετά θάνατον; — Καθόλου,
νομίζω. — Θέλετε λοιπόν να μου επιστρέψετε εκείνα που σας
εδάνεισα εις την αρχήν της συζητήσεώς μας; — Τι πράγμα; —
Συγκατετέθην να σας παραχωρήσω ότι ημπορεί να θεωρήται ο δίκαιος
άνθρωπος άδικος, και ο άδικος δίκαιος· διότι σεις εζητήσετε, αν
και εις τούτο δεν είναι δυνατόν να εξαπατήση τις θεούς και
ανθρώπους, να κάμωμεν μολαταύτα αυτήν την υπόθεσιν χάριν του
λόγου, διά να κριθή αυτή καθ' εαυτήν η δικαιοσύνη προς αυτήν την
αδικίαν· ή δεν το ενθυμείσαι; — Θα είχα άδικον να μην το
ενθυμούμαι. — Αφού λοιπόν ήδη πλέον έχουν κριθή καθ' εαυτάς,
απαιτώ τώρα υπέρ της δικαιοσύνης, να της αποδώσωμεν τας τιμάς που
έχει και εκ μέρους των θεών και εκ μέρους των ανθρώπων και να την
αποκαταστήσωμεν εις τα δικαιώματά της, και αφού απεδείξαμεν τα
πλεονεκτήματα που δίδει εις τους αληθινούς οπαδούς της και ότι
ουδέποτε εξαπατά εκείνους που την εγκολπούνται πραγματικώς, να
ομολογήσωμεν ότι και ως προς τα αγαθά που παρέχει εις τους
έχοντας απλώς την φήμην δικαίου ανθρώπου υπερτερεί την αδικίαν
και της αξίζει να λάβη τον νικητήριον στέφανον. — Είναι πολύ
δικαία η απαίτησίς σου.

Πρώτον μεν λοιπόν δεν θα μου παραχωρήσετε τούτο, ότι είναι
αδύνατον να εξαπατηθούν οι θεοί, ποίος είναι δίκαιος άνθρωπος και
ποίος άδικος; — Σου το παραχωρούμεν. — Και αφού το πράγμα έχει
κατ' αυτόν τον τρόπον, ο μεν πρώτος δεν θα είναι αγαπητός εις
τους θεούς ο δε άλλος μισητός, όπως και το παρεδέχθημεν εκ μιας
αρχής; — Έτσι είναι. — Δεν θα ομολογήσωμεν δε, ότι ο άνθρωπος που
αγαπούν οι θεοί, θα έχη να περιμένη τα μεγαλύτερα αγαθά, που εκ
μέρους των παραχωρούνται, εκτός πλέον αν δεν έχη να πληρώση
καμμίαν προγενεστέραν αμαρτίαν; — Αναμφιβόλως. — Πρέπει λοιπόν να
έχωμεν την βεβαιότητα περί του δικαίου ανθρώπου, είτε πενία τον
βασανίζει είτε ασθένεια είτε κανέν από τα άλλα θεωρούμενα κακά,
ότι εις το τέλος όλα αυτά θα του έβγουν εις καλόν ενόσω ακόμη ζη
ή και μετά τον θάνατον του· διότι ποτέ δεν εγκαταλείπει ο θεός
εκείνον, ο οποίος προθυμοποιείται να γίνεται τέλειος και εξασκών
την αρετήν να εξομοιούται, όσον είναι δυνατόν διά τον άνθρωπον,
προς τον θεόν. — Βεβαίως δεν είναι φυσικόν ο τοιούτος να
παραμελήται υπό του ομοίου του. — Όσον δε αφορά τον άδικον δεν
πρέπει κατ' ανάγκην να έχωμεν όλως διόλου την εναντίαν ιδέαν; —
Εννοείται βέβαια. — Τοιουτοτρόπως λοιπόν, εκ μέρους των θεών, ο
στέφανος της νίκης θα είναι διά τον δίκαιον. — Αυτό τουλάχιστον
είναι η γνώμη μου.

 — Και εκ μέρους δε των ανθρώπων τα ίδια δεν συμβαίνουν, αφού επί
τέλους πρέπει να βάλωμεν τα πράγματα εις την θέσιν των; δεν
παθαίνουν το ίδιον οι δόλιοι και οι άδικοι ό,τι και οι δρομείς
εκείνοι, οι οποίοι τρέχουν μεν καλά κατά την αρχήν του δρόμου,
όχι όμως και κατά την επιστροφήν; και κατά πρώτον μεν χύνονται με
μεγάλην ορμήν, εις το τέλος όμως γίνονται καταγέλαστοι, όταν με
κρεμασμένα τα αυτιά εις τους ώμους αποσύρωνται αστεφάνωτοι· ενώ
οι αληθινοί δρομείς φθάνουν εις το τέρμα, λαμβάνουν τα άθλα και
στεφανώνονται· δεν συμβαίνει δε το ίδιον ως επί το πλείστον και
με τους δικαίους; εις το τέλος εκάστης επιχειρήσεώς των, εις το
τέλος της σταδιοδρομίας των και του βίου των, δεν λαμβάνουν παρά
των ανθρώπων τα έπαθλα της ευδοκιμήσεως και τας ανταμοιβάς, που
τους ανήκουν; — Έχεις δίκαιον.

 — Θα δεχθής λοιπόν να εφαρμόσω εις τους δικαίους εκείνα τα οποία
έλεγες εσύ περί των αδίκων; θα είπω δηλαδή ότι οι μεν δίκαιοι,
όταν φθάσουν εις την ώριμον ηλικίαν, λαμβάνουν εις την πόλιν των
όλα τα αξιώματα που ήθελον επιθυμήση, παίρνουν γυναίκα κατ'
εκλογήν των απ' όπου θέλουν, νυμφεύουν επίσης τα τέκνα των εκεί
που θελήσουν, και όλα όσα εσύ έλεγες τότε διά τους αδίκους, τα
λέγω τώρα εγώ δι' αυτούς· απεναντίας δε οι άδικοι, και αν κατ'
αρχάς πολλοί εξ αυτών κατορθώσουν να μην τους πάρουν είδησιν οι
άνθρωποι, ξεσκεπάζονται όμως εις το τέλος του δρόμου των και
γίνονται καταγέλαστοι, προπηλακίζονται εις τα γηρατειά των υπό
των πολιτών και των ξένων, και, διά να μεταχειρισθώ τας εκφράσεις
τας οποίας εύρισκες πολύ χονδράς — και είχες δίκαιον — όταν τας
έλεγες περί του δικαίου, θα υποστούν και μαστιγώσεις και
στρεβλώσεις και καυτηριασμούς και μ' ένα λόγον φαντάσου πως
ακούεις από το στόμα μου όλα τα είδη των βασάνων, που ανέφερες
τότε· αλλ' όπως σου είπα, κύτταξε αν θα τα παραδεχθής όλα αυτά. —
Και πολύ προθύμως· διότι αναγνωρίζω πως έχεις δίκαιον.

 — Τοιαύτα λοιπόν είναι τα πλεονεκτήματα, δώρα, μισθοί και
ανταμοιβαί, που έχει ο δίκαιος κατά την διάρκειαν της ζωής του εκ
μέρους των θεών και των ανθρώπων, εκτός εκείνων, τα οποία,
είπομεν, του παρέχει αυτή καθ' εαυτήν η δικαιοσύνη. — Πολύ ωραία
και ασφαλή. — Και όμως τίποτε δεν είναι αυτά ούτε κατά ποιόν ούτε
κατά ποσόν εμπρός εις εκείνα που περιμένουν και τον ένα και τον
άλλον μετά θάνατον· πρέπει δε να λεχθούν και αυτά, διά να
αποδώσωμεν τελείως και εις τον δίκαιον και εις τον άδικον ό,τι
έχει δικαίωμα να ακούση ο καθένας των από αυτήν μας την
συζήτησιν. — Λέγε λοιπόν, διότι ολίγα πράγματα υπάρχουν που θα
ήκουα με περισσοτέραν ευχαρίστησιν.

 — Θα ακούσης λοιπόν τώρα την διήγησιν όχι του Αλκίνου αλλ'
ανδρός ελλογίμου, του Ηρός του Αρμενίου, εκ Παμφυλίας το γένος
έλκοντος. Αυτός εφονεύθη εις τον πόλεμον και όταν μετά δέκα
ημέρας ήλθαν να παραλάβουν τα σώματα των νεκρών, που ευρίσκοντο
πλέον εν τελεία αποσυνθέσει, το ιδικόν του ήτο ακόμη σώον και
ακέραιον· τον μετέφεραν λοιπόν εις την πατρίδα προς ταφήν και ενώ
την δωδεκάτην από του θανάτου του ημέραν έκειτο ήδη επί της
πυράς, επανήλθεν εις την ζωήν και διηγήθη εις τους παρισταμένους
όσα είχεν ιδή εις τον άλλον κόσμον· ευθύς, τους έλεγεν, που
εβγήκεν η ψυχή του, εξεκίνησε με πολλούς άλλους και έφθασαν εις
ένα θαυμάσιον τόπον, όπουν είδαν δύο χάσματα εις την γην, κοντά
το ένα εις το άλλο, και δύο άλλα επάνω εις τον ουρανόν,
κατάντικρυ εις τα πρώτα· μεταξύ δε αυτών εκάθηντο δικασταί, οι
οποίοι εξέδιδον την απόφασίν των, και διέτασσον τους μεν δικαίους
να ακολουθήσουν την προς τα δεξιά και άνω διά του ουρανού οδόν,
αφού προηγουμένως τους εκρεμνούσαν απ' εμπρός μίαν πινακίδα, όπου
εσημείωναν την απόφασίν των· τους δε αδίκους την προς τα κάτω και
αριστερά, αφού και εις αυτούς εκρεμνούσαν ομοίαν πινακίδα, αλλ'
από πίσω, περιέχουσαν την σημείωσιν όλων των πράξεών των· όταν
παρουσιάσθη και ο ίδιος, του είπαν ότι οφείλει να έλθη και να
φέρη εις τους ανθρώπους την είδησιν όλων που συμβαίνουν εκεί, και
τον διέταξαν να περιμείνη διά να παρατηρήση και ακούση τα πάντα.

Είδε λοιπόν εκεί πρώτον μεν τας ψυχάς, που εδικάσθησαν τότε, να
αναχωρούν από τα δύο αντικρυνά χάσματα του ουρανού και της γης,
και από τα δύο άλλα πάλιν, από το ένα της γης να αναβαίνουν ψυχαί
γεμάται από σκόνην και ακαθαρσίαν, από το άλλο δε του ουρανού να
κατεβαίνουν άλλαι ωραίαι και καθαραί· όλαι δε εφαίνοντο ως να
έφθαναν από μακρυνόν δρόμον και με ευχαρίστησιν ήρχοντο να
κατασκηνώσουν εις τον λειμώνα, ως εις τόπον συγκεντρώσεως· όσαι
εξ αυτών εγνωρίζοντο, αντήλλασον εγκάρδιον χαιρετισμόν και
εζήτουν πληροφορίας μεταξύ των, εκείναι από τον ουρανόν, αι άλλαι
από την γην και διηγούντο πλέον αι μεν πρώται με δάκρυα και με
κοπετούς όσα έπαθαν και είδαν κατά την πορείαν των κάτω από την
γην — ήτο δε η διάρκεια της πορείας χιλίων ετών — όσαι δε έφθαναν
από τον ουρανόν, τας μοναδικάς ηδονάς που απήλαυσαν, και το
άφραστον κάλλος των θεαμάτων που είδαν.

Πολύς καιρός θα εχρειάζετο, φίλε μου Γλαύκων, να καθήσω να σου τα
διηγηθώ τώρα όλα· το συμπέρασμα της διηγήσεώς του ήτο το εξής·
δι' όλας τας αδικίας, που διέπραξεν έκαστος εν τη ζωή, ετιμωρείτο
η ψυχή του δεκαπλασίως δι' εκάστην χωριστά, η δε διάρκεια εκάστης
τιμωρίας ήτο εκατόν ετών, όση είναι και η φυσική διάρκεια της
ανθρωπίνης ζωής, διά να πληρώνουν δεκάκις την πληρωμήν εκάστου
αδικήματος. Κατ' αυτόν τον τρόπον, εκείνοι που έγιναν αίτιοι
πολλών θανάτων, που είτε επρόδωσαν πόλεις και στρατόπεδα και
υπήρξαν αφορμή να περιπέσουν εις δουλείαν, είτε έγιναν ένοχοι
άλλων τοιούτων κακουργημάτων, δι' όλα αυτά υπεβάλλοντο εις
δεκαπλάσια δι' έκαστον βασανιστήρια, ενώ εκείνοι απ' εναντίας που
προσέφεραν μεγάλας ευεργεσίας εις τους ανθρώπους και διετέλεσαν
καθ' όλην την ζωήν των ενάρετοι και δίκαιοι ελάμβανον κατά την
αυτήν αναλογίαν την ανταμοιβήν των καλών των πράξεων· όσον δε
αφορά εκείνους που απέθνησκον ολίγον χρόνον μετά την γέννησιν
των, έλεγεν άλλα που δεν αξίζει τον κόπον να αναφέρω· υπήρχον δε
ακόμη ανταμοιβαί πολύ μεγαλύτεραι δι' εκείνους που εσέβοντο τους
θεούς και ετίμων τους γονείς των εις την ζωήν, καθώς και
εξαιρετικά βασανιστήρια διά τους ασεβείς, τους πατροκτόνους και
δι' όσους ιδία χειρί διέπραξαν φόνους.

Μεταξύ άλλων έλεγεν ότι ήτο παρών εκεί, όταν κάποιος ηρώτησεν
έναν άλλον, πού ευρίσκετο ο μέγας Αρδιαίος· αυτός δε ο Αρδιαίος
είχε χρηματίση τύραννος εις μίαν πόλιν της Παμφυλίας, χίλια έτη
πριν, είχε δε φονεύση τον γέροντα πατέρα του και τον μεγαλύτερον
αδελφόν του και άλλα δε πολλά, καθώς ελέγετο, εγκλήματα διέπραξε.
«Δεν έφθασεν, απεκρίθη ο ερωτηθείς, και ούτε θα φθάση ποτέ εδώ».
Είδαμεν όμως ένα από τα φοβερώτερα εκεί θεάματα. Ότε ήμεθα πλέον
κοντά να εξέλθωμεν από το υπόγειον χάσμα, αφού συνεπληρώσαμεν
όλας τας ποινάς μας, βλέπομεν αίφνης τον Αρδιαίον εκείνον και
άλλους πολλούς, των οποίων οι περισσότεροι σχεδόν επίσης υπήρξαν
τύραννοι· ήσαν όμως και μερικοί ιδιώται, οι οποίοι διέπραξαν εις
την ζωήν των μεγάλα κακουργήματα· καθ' ήν στιγμήν ούτοι ενόμιζαν
πλέον ότι θα εξέλθουν, το στόμιον του χάσματος δεν τους επέτρεπε
την διάβασιν, αλλ' ήρχισε να μυκάται, όπως έκαμνε και κάθε φορά
που ένας από εκείνους τους αθλίους, των οποίων τα αμαρτήματα ήσαν
ανίατα, ή που δεν είχεν υποστή πλήρη την ποινήν του, εδοκίμαζε να
εξέλθη· μόλις δε ηκούσθη εκείνος ο μυκηθμός, προσέτρεξαν αμέσως
κάτι αγριάνθρωποι, που να τους έβλεπες ήσαν κατακόκκινοι σαν
φλόγα, και τους μεν άλλους τους άρπαξαν και τους επήραν από εκεί,
τον δε Αρδιαίον και μερικούς ακόμη τους έδεσαν χέρια, πόδια και
κεφαλήν, τους έρριξαν καταγής και τους εξέγδαραν και ήρχισαν να
τους σύρουν έξω από τον δρόμον επάνω εις ασπαλάθρους και αγκάθια,
όπου εξεσχίζοντο σκληρά αι σάρκες των· εις όσους δε συνήντων
έκαμνον γνωστούς τους λόγους, διά τους οποίους τους
μετεχειρίζοντο κατ' αυτόν τον τρόπον, και τους έλεγαν πού θα
επήγαιναν να τους πετάξουν· απ' όλους λοιπόν, λέγει, τους τόσους
και παντοειδείς φόβους, που κατέχουν εκεί τας ψυχάς, κανείς δεν
ημπορούσε να συγκριθή με αυτόν, μήπως, κατά την ώραν που
επρόκειτο πλέον να περάσουν το στόμιον, ακουσθή εκείνος ο
μυκηθμός, και ότι απερίγραπτος ήτο η χαρά των να ανεβή κανείς,
χωρίς να αντηχήση.

Αύται λοιπόν ήσαν περίπου αι κρίσεις και αι τιμωρίαι και αι
αντίστοιχοι αμοιβαί, τας οποίας διηγείτο· αφού δε παρέμενον επτά
ημέρας εις τον λειμώνα εκείνον, έπρεπε να αναχωρήσουν εκείθεν την
ογδόην και μετά τεσσάρων ημερών πορείαν έφθανον εις ένα τόπον,
από τον οποίον έβλεπαν ένα φως το οποίον διέσχιζεν ολόκληρον τον
ουρανόν και την γην, ευθύ ως στήλη, και όμοιον με την ίριδα, αλλά
λαμπρότερον και καθαρώτερον· έφθασαν δε εις το φως τούτο μετά
πορείαν άλλης μιας ημέρας· εκεί δε είδον ότι τα άκρα του ουρανού
επερατούντο εις το μέσον του φωτός εκείνου, το οποίον εχρησίμευεν
ως σύνδεσμος αυτού και περιέβαλλεν όλην αυτού την περιφέρειαν,
απαράλλακτα όπως τα υποζώματα των τριήρων· από δε τα άκρα του
εκρέμετο ο άτρακτος της Ανάγκης, που έδιδε την κίνησιν εις όλας
τας ουρανίους περιστροφάς· και η μεν ηλακάτη και το άγκιστρον
αυτού ήσαν από χάλυβα, ο δε σφόνδυλος από μίγμα χάλυβος και άλλων
μετάλλων.

Ως προς το σχήμα ο σφόνδυλος ωμοίαζεν με τους ιδικούς μας εδώ·
διά να λάβης δε ακριβεστέραν ιδέαν, εξ όσων έλεγε, πρέπει να
φαντασθής ένα μεγάλον σφόνδυλον κοίλον και σκαλισμένον εις όλην
του την εσωτερικήν περιφέρειαν, εντός του οποίου προσηρμόζετο
ένας άλλος μικρότερος, όπως οι κάδοι που εισέρχονται ο ένας μέσα
εις τον άλλον· εντός του δευτέρου άλλος τρίτος, και πάλιν ένας
τέταρτος και ακόμη άλλοι τέσσαρες· διότι εν συνόλω ήσαν οκτώ,
κείμενοι ο είς εντός του άλλου συγκεντρικώς· άνωθεν εφαίνοντο τα
χείλη εκάστου ως κύκλοι, έξωθεν δε παρουσίαζον συνεχή επιφάνειαν
ως ενός μόνου σφονδύλου πέριξ της ηλακάτης, της οποίας ο άξων
διήρχετο καταμεσίς από το κέντρον του ογδόου. Και ο μεν πρώτος
προς τα έξω σφόνδυλος είχε τον κύκλον του χείλους πλατύτερον απ'
όλους, κατά δεύτερον δε λόγον ο έκτος, έπειτα ο τέταρτος,
ακολούθως ο όγδοος, πέμπτον ο έβδομος, έκτον ο πέμπτος, και
τελευταίον ο δεύτερος. Και ο μεν κύκλος ο σχηματιζόμενος υπό των
χειλέων του μεγίστου σφονδύλου ήτο ποικίλων χρωμάτων, του δε
εβδόμου λαμπρότατος, ο όγδοος ελάμβανεν από τον έβδομον το χρώμα
του και την λάμψιν του, ο δεύτερος και ο πέμπτος είχον τα αυτά
χρώματα, αλλ' αποκλίνοντα μάλλον προς το ξανθόν, του τρίτου το
χρώμα ήτο το λευκότερον απ' όλων, του τετάρτου υπέρυθρον,
δεύτερον δε κατά την λευκότητα του έκτου. Ολόκληρος ο άτρακτος
εστρέφετο περί τον άξονά του κατά την αυτήν φοράν, ενώ εσωτερικώς
οι επτά συγκεντρικοί κύκλοι περιεστρέφοντο ηρέμα κατ' εναντίαν
διεύθυνσιν· εξ αυτών πάλιν τάχιστα μεν εκινείτο ο όγδοος κατά
δεύτερον δε λόγον και ισοχρόνως σχεδόν προς αλλήλους ο έβδομος,
έκτος και πέμπτος· ο τέταρτος, όπως τους εφαίνετο, ήτο τρίτος
κατά την ταχύτητα, και ο τρίτος τέταρτος, πέμπτος δε και
τελευταίος ο δεύτερος· αυτός δε ο άτρακτος εστρέφετο επάνω εις τα
γόνατα της Ανάγκης. Επάνω εις έκαστον εκ των κύκλων αυτού
επέβαινεν από μία Σειρήν, η οποία περιεστρέφετο και αυτή, και
έψαλλε με φωνήν επί ενός και του αυτού τόνου πάντοτε· ούτως ώστε
από τας οκτώ που ήσαν απετελείτο μία πλήρης συμφωνία.

Πέριξ δε του ατράκτου και εις ίσας αποστάσεις εκάθηντο επί θρόνων
αι τρεις Μοίραι, θυγατέρες της Ανάγκης, η Λάχεσις, η Κλωθώ και η
Άτροπος με φορέματα λευκά και με στέμματα εις την κεφαλήν·
συνώδευον δε με το άσμα των την αρμονίαν των Σειρήνων και έψαλλον
η μεν Λάχεσις τα παρελθόντα, η Κλωθώ τα παρόντα και η Άτροπος τα
μέλλοντα· και η μεν Κλωθώ μετέδιδεν, εγγίζουσα κατά διαλείμματα
με την δεξιάν της χείρα τον άτρακτον, την εξωτερικήν περιστροφήν
εις αυτόν, η Άτροπος πάλιν με την αριστεράν χείρα εις τους
εσωτερικούς σφονδύλους, η δε Λάχεσις πότε με την μίαν πότε με την
άλλην χείρα ήγγιζε και τον άτρακτον και τους σφονδύλους.

Ευθύς λοιπόν που έφθασαν εκεί, έπρεπε να παρουσιασθούν εμπρός εις
την Λάχεσιν· και πρώτον μεν ένας προφήτης υπέδειξεν εις έκαστον
την θέσιν του και την σειράν του, και αφού έλαβεν από τα γόνατα
της Λαχέσεως κλήρους και παραδείγματα ανθρωπίνων βίων, ανέβηκεν
επάνω εις ένα υψηλόν βήμα και είπε, «Τάδε λέγει Λάχεσις η
παρθένος, της Ανάγκης θυγάτηρ. Ψυχαί εφήμεροι, μέλλετε να
αρχίσετε άλλην περίοδον ζωής, εντός σώματος θνητού· δεν θα σας
εκλέξη η τύχη, αλλά σεις θα εκλέξετε την τύχην σας· ο πρώτος που
θα υποδείξη ο κλήρος, θα εκλέξη πρώτος τον βίον του, τον οποίον
αμετακλήτως θα είναι αναγκασμένος να ακολουθήση. Η αρετή είναι
κτήμα αδέσποτον και αναλόγως που την τιμά ή την περιφρονεί
έκαστος, θα λάβη και την σχετικήν του μερίδα, μεγαλυτέραν ή
μικροτέραν, από αυτήν· έκαστος είναι υπεύθυνος διά την εκλογήν
του· ο θεός είναι αναίτιος». Αφού είπεν αυτά, έρριψεν επάνω εις
όλους τους κλήρους, και ο καθένας επήρεν εκείνον που έπεσεν
εμπρός του, εκτός του Ηρός, εις τον οποίον απηγορεύθη, καθώς
έλεγε, να πάρη· έκαστος λοιπόν εγνώριζεν από τον κλήρον του, ποία
ήτο η σειρά του διά να εκλέξη· ακολούθως λοιπόν ο προφήτης έβαλεν
εμπρός των καταγής τα παραδείγματα των βίων, πολύ περισσότερα από
τον αριθμόν των παρόντων, που έμελλον να εκλέξουν, και κάθε
είδους και λογής· διότι υπήρχον και των ζώων όλων και των
ανθρώπων όλων ανεξαιρέτως· υπήρχον λοιπόν μεταξύ αυτών
τυραννίδες, άλλαι μεν ισόβιοι, άλλαι δε καταλυόμεναι εν τω μεταξύ
και καταντώσαι εις πενίαν και εξορίαν και επαιτείαν· υπήρχον
επίσης και βίοι ανδρών επιφανών, άλλων μεν διά την καλλονήν της
μορφής και τα ωραία των σώματα, άλλων διά την καταγωγήν των και
τας αρετάς των προγόνων· ωσαύτως δε και ασήμων ανθρώπων υπό πάσαν
τοιαύτην έποψιν και γυναικών δε ομοίως· τάξις όμως ωρισμένη διά
τας ψυχάς δεν υπήρχε καμμία, διότι έπρεπε κατ' ανάγκην εκάστη να
μεταβάλη την φύσιν της αναλόγως της εκλογής που θα έκαμνε· άλλως
τε τα πλούτη και η πενία, αι νόσοι και η υγεία ήσαν κατανεμημένα
εις όλους τους βίους, εις άλλους μεν χωρίς καμμίαν διάκρισιν, εις
άλλους δε κατά δικαίαν αναλογίαν.

Εδώ λοιπόν είναι, αγαπητέ Γλαύκων, πού έγκειται ο μεγαλύτερος
κίνδυνος διά τον άνθρωπον· και δι' αυτό πρέπει έκαστος εξ ημών,
παραμελών κάθε άλλο μάθημα, να αφοσιωθή εξ ολοκλήρου εις εκείνο
μόνον, που θα τον κάμη ικανόν να αναζητήση και να εύρη τον
άνθρωπον, ο οποίος θα ημπορέση να του μάθη να είναι εις θέσιν, να
διακρίνη μετ' επιστήμης τον βίον τον χρηστόν και πονηρόν, και να
εκλέγη πανταχού και πάντοτε εκ των δυνατών τον καλύτερον, και
λαμβάνων υπ' όψει του όλα, όσα ημείς ήδη ανεφέραμεν, να κρίνη
κατά πόσον, είτε ομού είτε χωριστά θεωρούμενα, συντελούν εις την
αληθινήν ευτυχίαν της ζωής· τοιουτοτρόπως θα γνωρίζη,
παραδείγματος χάριν, πόσον κάλλος αναμιγνυόμενον μετά βαθμού
τινος πενίας ή πλούτου και μετά ποίας τινός διαθέσεως της ψυχής
καθιστά τον άνθρωπον καλόν ή κακόν· ποίον αποτέλεσμα ημπορεί να
έχουν η ευγενής και η ταπεινή καταγωγή και ο ιδιωτικός βίος και
τα αξιώματα, αι σωματικαί δυνάμεις και αι ασθένειαι, η ευμάθεια
και η δυσμάθεια και μ' ένα λόγον αι διάφοροι της ψυχής φυσικαί ή
επίκτητοι ιδιότητες, συναρμοζόμεναι προς αλλήλας· εις τρόπον
ώστε, αφού συλλογισθή περί όλων αυτών, να είναι εις θέσιν να
εκλέγη, αποβλέπων προς την φύσιν της ψυχής, τον χειρότερον και
τον καλύτερον βίον, με την βεβαιότητα, ότι χειρότερος μεν είναι
εκείνος που την φέρει εις το σημείον να γίνεται αδικωτέρα,
καλύτερος δε εκείνος που την κάμνει δικαιοτέραν· όλα δε τα άλλα
θα τα θεωρήση διά τίποτε· διότι είδαμεν ότι αυτή είναι η καλυτέρα
εκλογή, που έχει να κάμη, είτε δι' αυτήν την ζωήν, είτε διά την
άλλην· πρέπει λοιπόν να διατηρή αδιάσειστον αυτήν την πεποίθησιν
μέχρι τάφου, ώστε να μην τον θαμβώσουν και εκεί κάτω πλούτη και
άλλα τοιαύτα κακά, και εμπέση εις τυραννίδας και άλλας ομοίας
πράξεις, εκ των οποίων και εις τους άλλους θα προξενήση πολλά και
ανήκεστα κακά, όχι δε ολιγώτερα θα πάθη και ο ίδιος· αλλά μάλλον
να γνωρίζη πάντοτε να εκλέγη τον μέσον όρον μεταξύ αυτών των βίων
και να αποφεύγη εξ ίσου και τα δύο εκατέρωθεν άκρα και εις αυτήν
την ζωήν κατά το δυνατόν και εις όλην έπειτα την μετά ταύτα·
διότι μόνον τοιουτοτρόπως γίνεται ευδαιμονέστατος ο άνθρωπος.

Και λοιπόν και τότε, καθώς διηγείτο ο εκείθεν αποσταλείς άγγελος,
είπεν ο προφήτης προς τας ψυχάς: «Και δι' εκείνον που μείνη
τελευταίος, αρκεί να κάμη την εκλογήν του με περίσκεψιν,
επιφυλάσσεται βίος υποφερτός, που από την καλήν του θέλησιν
εξαρτάται να είναι όχι κακός· και εκείνος λοιπόν που θα κάμη
πρώτος εκλογήν ας προσέξη, και ο τελευταίος ας μην απελπίζεται».
Και αφού είπεν αυτά, εκείνος εις τον οποίον έλαχεν ο πρώτος
κλήρος, ευθύς ώρμησε και χωρίς να υπολογίση επαρκώς τα πάντα,
εξέλεξε την μεγαλυτέραν τυραννίδα, παρασυρθείς υπό της αφροσύνης
και της απληστίας· αφού όμως έλαβε καιρόν να σκεφθή και είδεν ότι
το πεπρωμένον του ήτο να φάγη τα ίδιά του τέκνα και να διαπράξη
και άλλα φρικτά κακουργήματα, ήρχισε να κόπτεται και να οδύρεται
διά την εκλογήν του και, λησμονών όσα του προείπεν ο προφήτης, να
αιτιάται την τύχην, τους θεούς και τους δαίμονας και πάντα άλλον
μάλλον παρά τον εαυτόν του. Και μολαταύτα αυτός ήτο από εκείνους
που ήλθαν από τον ουρανόν και είχε ζήση την προτέραν του ζωήν εις
πολιτείαν συντεταγμένην καλώς, ήτο δε όχι αμέτοχος αρετής, την
οποίαν όμως ώφειλε μάλλον εις συνήθειαν παρά εις την φιλοσοφίαν·
πρέπει δε άλλως τε να ρηθή, ότι και πολλαί άλλαι από τας ψυχάς,
που επέστρεφαν από τον δρόμον του ουρανού, ηπατώντο επίσης εις
την εκλογήν των, διότι δεν είχαν την πείραν των κακών του βίου·
ενώ απεναντίας όσοι επέστρεφαν από τον υπόγειον δρόμον, επειδή
και οι ίδιοι είχον υποφέρη πολλά και άλλους είχον ιδή να
υποφέρουν, δεν προέβαινον απερίσκεπτα εις την εκλογήν των· δι'
αυτόν δε τον λόγον και ανεξαρτήτως της τύχης του κλήρου,
συνέβαινεν ώστε εις το πλείστον των ψυχών να επέρχεται μεταβολή
του βίου των, από καλού εις κακόν και τανάπαλιν· διότι, εάν ένας,
κάθε φορά που θα έφθανεν εις αυτόν τον κόσμον, ήθελεν αφοσιώνεται
εις την υγιά φιλοσοφίαν, αρκεί μόνον να μην ήρχετο μεταξύ των
τελευταίων εις την σειράν της εκλογής, μεγάλη υπάρχει πιθανότης,
εκ των διηγήσεων του Ηρός του Αρμενίου, όχι μόνον ενταύθα να ζήση
ευτυχής, αλλά και κατά την εντεύθεν προς τα εκεί πορείαν του και
κατά την επιστροφήν του εκείθεν να πάρη τον ομαλόν δρόμον του
ουρανού και όχι τον υπόγειον και τραχύν.

Ήξιζε λοιπόν, καθώς διηγείτο, να ίδη κανείς το θέαμα εκείνο, πώς
εκάστη ψυχή εξέλεγε τον βίον της· το περίεργον του πράγματος σου
επροξένει και οίκτον και γέλωτα· διότι έκαμνον την εκλογήν
οδηγούμενοι ως επί το πλείστον από τας συνηθείας του
προγενεστέρου βίου· είδεν έξαφνα μίαν ψυχήν, η οποία ήτο άλλοτε
του Ορφέως, να εκλέξη τον βίον του κύκνου από μίσος των γυναικών,
διότι ευρών άλλοτε τον θάνατον υπ' αυτών, δεν ήθελε να οφείλη την
γέννησίν του εις γυναίκα· του δε Θαμύρου την ψυχήν να εκλέγη τον
βίον της αηδόνος· ένα κύκνον πάλιν να ανταλλάσση τον ιδικόν του
με ανθρώπινον βίον, καθώς και άλλα ωδικά πτηνά· μία δε ψυχή, η
οποία έλαχε τον εικοστόν κλήρον, εξέλεξε βίον λέοντος· και αυτή
ήτο του Αίαντος του Τελαμωνίου, ήτις ενθυμουμένη την κρίσιν των
όπλων απέστεργε να γίνη πάλιν άνθρωπος· η κατόπιν ήτο του
Αγαμέμνονος· και αυτή δε από έχθραν του ανθρωπίνου γένους, δι'
όσα είχε πάθη, επροτίμησε βίον αετού· η δε ψυχή της Αταλάντης, η
οποία είχε λάβη έναν από τους μέσους κλήρους, αναλογιζομένη τας
μεγάλας τιμάς των αθλητών, δεν ηδυνήθη να αντιστή εις την
επιθυμίαν να εκλέξη και αυτή τοιούτον βίον· και μετ' αυτήν είδε
την ψυχήν του Επειού του υιού του Πανοπέως να προτιμά φύσιν
γυναικός επιτηδείας εις τα έργα της χειρός· μακράν δε, μεταξύ των
τελευταίων, του γελωτοποιού Θερσίτου ενδυομένην το σχήμα πιθήκου·
κατά τύχην δε και η ψυχή του Οδυσσέως, εις την οποίαν έλαχεν ο
έσχατος κλήρος, προσήλθε και αυτή να εκλέξη· ενθυμουμένη δε τας
παρελθούσας δυστυχίας και απηυδισμένη πλέον από την φιλοδοξίαν,
ανεζήτει επί μακρόν και μόλις και μετά βίας, ανεκάλυψε τέλος
κάπου τον ήσυχον βίον απλού ιδιώτου, τον οποίον είχον παρατρέξη
όλαι αι άλλαι ψυχαί, και μόλις τον είδεν ανέκραξεν, ότι και αν
επρόκειτο να εκλέξη πρώτη, μετά της αυτής ευχαριστήσεως θα έκαμνε
την ιδίαν εκλογήν· και εκ των άλλων δε ζώων επίσης πολλά
μετέβαλλον το βίον των προς τον ανθρώπινον και μεταξύ των, τα μεν
άδικα εις τα άγρια τα δε δίκαια εις τα ήμερα, ούτως ώστε να
γίνωνται παντοειδείς αναμίξεις.

Αφού δε πάσαι αι ψυχαί εξέλεξαν τους βίους των, κατά την σειράν
που υπέδειξεν ο κλήρος των, ακολούθως προσήλθον κατά την αυτήν
τάξιν εμπρός εις την Λάχεσιν, η οποία έδωσεν εις έκαστον τον
δαίμονα που εξέλεξε, διά να του χρησιμεύη ως φύλαξ κατά την νέαν
του ζωήν και να τον βοηθή να εκπληρώση τον προορισμόν της εκλογής
του. Αυτός δε κατά πρώτον ωδήγει την ψυχήν προς την Κλωθώ, ίνα,
διά της χειρός της και μιας περιστροφής του ατράκτου, επικυρώση
την μοίραν που εξέλεξε· μετά ταύτα δε την έφερεν εις την Άτροπον
η οποία έγνεθε το νήμα και έκαμνε τοιουτοτρόπως ανέκκλητα όσα
επέκλωσεν η Κλωθώ. Και εκείθεν, χωρίς πλέον να είναι
επιτετραμμένον να στρέψουν οπίσω, επήγαιναν και επερνούσαν κάτω
από τον θρόνον της Ανάγκης· αφού δε επερνούσαν και όλοι οι άλλοι,
επορεύοντο εις το πεδίον της λήθης, όπου επεκράτει φοβερός και
πνιγηρότατος καύσων, διότι δεν υπήρχεν ούτε δένδρον ούτε τίποτε
απ' όσα φύονται εις την γην. Όταν έφθανε τέλος η εσπέρα
κατεσκήνουν παρά τας όχθας του Αμέλητος ποταμού, του οποίου το
ύδωρ κανέν αγγείον δεν ημπορεί να κρατήση· εκάστη ψυχή ήτο
υποχρεωμένη να πίη ένα ωρισμένον μέτρον από αυτό το ύδωρ, μερικοί
όμως δεν είχον αρκετήν φρόνησιν να κρατηθούν διά να μη πίουν
περισσότερον· και τότε έχανον εξ ολοκλήρου πάσαν των προηγουμένων
ανάμνησιν· κατόπιν παρεδόθησαν εις τον ύπνον και κατά τα
μεσάνυκτα ηκούσθη φοβερά βροντή συνοδευομένη υπό σεισμού· και
τότε εξαφνικά εξεσφενδονίσθησαν, ως διάττοντες αστέρες, άλλος
εδώ, άλλος εκεί, εις τους διαφόρους τόπους, όπου έμελλε να αρχίση
η νέα των ζωή. Εις τον Αρμένιον, καθώς έλεγεν ο ίδιος, απηγορεύθη
να πίη από το ύδωρ· από πού όμως και πώς επανήλθεν η ψυχή εις το
σώμα του, δεν ήξευρε ούτε αυτός, αλλ' έξαφνα ήνοιξε τους
οφθαλμούς του την αυγήν και είδεν ότι ευρίσκετο εξηπλωμένος επί
της πυράς.

Και τοιουτοτρόπως, αγαπητέ μου Γλαύκων, εσώθη μέχρις ημών ο μύθος
ούτος και δεν εχάθη, ημπορεί δε και ημάς να σώση, αν δώσωμεν
πίστιν εις αυτόν και διέλθωμεν αισίως τον ποταμόν της λήθης
διαφυλάττοντας την ψυχήν μας καθαράν από παντός ρύπου. Εάν λοιπόν
θέλης να με πιστεύσης, παραδεχόμενοι ότι η ψυχή είναι αθάνατος
και εκ φύσεως δεκτική όλων των κακών και όλων των αγαθών
συγχρόνως, δεν θα παρεκκλίνωμεν ποτέ από την προς τα άνω άγουσαν
οδόν, και με όλας τας δυνάμεις μας θα εξασκώμεν την δικαιοσύνην
μετά φρονήσεως· τοιουτοτρόπως και με τον εαυτόν μας θα είμεθα
πάντοτε φίλοι και με τους θεούς, και αφού αποκομίσωμεν επί της
γης τα άθλα της αρετής, όμοιοι με τους νικηφόρους αθλητάς, τους
οποίους εν θριάμβω περιάγουν, θα είμεθα ευτυχείς και ενταύθα και
κατά την διάρκειαν της χιλιετούς πορείας, την οποίαν ανεφέραμεν.



                     ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ.



                               *
                              * *


Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη,
υπήρξαν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά
προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία
ελληνική σκέψη (ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και
πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους
μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε
εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο
Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο
Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο
Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις
κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη,
Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη,
Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως,
Τσοκόπουλου, Σίγουρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά
εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη
φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.

&Πολιτεία.& Το πρωτυπώτερον και πλαστικώτερον των πλατωνικών
έργων, αποτελούμενον εκ 10 βιβλίων. Το πρώτον βιβλίον
πραγματευόμενον περί δικαιοσύνης είναι αφετηρία διατυπώσεως
έπειτα ιδανικού πολιτεύματος. Η οριζομένη ισότης δικαιωμάτων των
πολιτών, η διακανόνισις ίσης εργασίας, η κατανομή των πολιτών εις
τρεις τάξεις, η εξίσωσις ανδρών και γυναικών, η κοινογαμία και
κοινοκτημοσύνη, ο αποκλεισμός των ποιητών, ο περιορισμός της
αυξήσεως του πληθυσμού, αι πρωτόρρυθμοι γενικαί περί του
κοινωνικού και του αστικού δικαίου αρχαί, συνδυαζόμεναι εις
οργανικόν σύστημα εις την «Πολιτείαν» του Πλάτωνος, υπήρξαν
αφετηρίαι πλείστων φιλοσοφικών, κοινωνιολογικών και πολιτικών
θεωριών. Ώστε και από της απόψεως ταύτης είναι εκ των
σημαντικωτέρων δημιουργημάτων της ανθρωπίνης σκέψεως.

Η μετάφρασις πιστή, σαφής και γλαφυρά υπό του κ. Ι. Ν. Γρυπάρη.
Τόμος Α' 10 δρχ., Τόμος Β΄ 10 δρχ., Τόμος Γ' 10 δρχ. Τόμος Δ' 10
δρχ.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ
ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.
ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 — ΤΗΛ. 614.686, 634.506

ΤΙΜΑΤΑΙ ΔΡΧ. 10

                               *
                              * *

1) Πρόκειται εδώ περί του πολυθρυλήτου &Πλατωνικού αριθμού&, περί
του οποίου εγράφησαν και παρά των αρχαίων και των νεωτέρων. Τα
υπομνήματα τον Πρόκλου Π,36 κ. ε. έκδ. Kroll δεν συνετέλεσαν και
πολύ εις την ακριβή εξήγησιν του σχετικού χωρίου, του οποίου την
μετάφρασιν και ημείς ούτε καν επεχειρήσαμεν. — Ας προσέξη εδώ
ακόμη ο αναγνώστης εις κάποιαν αναλογίαν, μακρυνήν βέβαια, που
υπάρχει μεταξύ της πλατωνικής θεωρίας των «περιτροπών» και της
αιωνίας επαναφοράς του Νίτσε.

2) Ο στίχος του Αισχύλου είναι: λέγε άλλον τώρα σ' άλλες
κληρωμένο πύλες. Επτ. Θήβ. σελ. 24 ημετέρας μεταφράσεως εκδ.
Φέξη.

3) Ο αριθμητικός ούτος υπολογισμός του πυθαγορίζοντος Πλάτωνος
αναχωρεί εκ της υποθέσεως, ότι η ευτυχία του ηθικώς ανωτέρου
ανθρώπου — του βασιλέως φιλοσόφου — έχει προς την ευτυχίαν του
ανθρώπου του κειμένου δύο βαθμούς κατωτέρω — δηλ. του ολιγαρχικού
— ως η του ολιγαρχικού προς την του τυράννου, ήτις ευρίσκεται
επίσης δύο βαθμούς κατωτέρω. Η τελευταία αύτη αξία, επειδή
πρόκειται περί απλής σκιάς (ειδώλου) εστερημένης πάσης
στερεότητας, παρίσταται διά του αριθμού της επιφανείας, όστις
είναι το 9, 3 >< 3 και ούτω έχομεν την αναλογίαν 9: 81 = 81: 729.
Εκ τούτου εξάγεται ότι εις τους πέντε βαθμους της αρετής και
ευτυχίας αντιστοιχούν αι πέντε πρώται δυνάμεις του 3 (3, 9, 27,
81, 243, 729). Μεθ' όλον το αυθαίρετον και το κάπως παράξενον των
διαβεβαιώσεων τούτων, οφείλομεν να μη παρίδωμεν την βαθύτητα της
βλέψεως, ήτις επέτρεψεν εις τον φιλόσοφον να προαισθανθή την
ύπαρξιν νόμων εν τω συνόλω του φυσικού κόσμου, όπως και του
ψυχικού, τον οποίον έχει δίκαιον να μη χωρίζη απ' εκείνου». (T.
Comperz.)





*** End of this LibraryBlog Digital Book "Πολιτεία, Τόμος 4" ***

Copyright 2023 LibraryBlog. All rights reserved.



Home